ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ: ΜΑΡΞ - ΚΕΥΝΣ»



Σχετικά έγγραφα
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Π.Μ.Σ. «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑ: ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ»

Μαρτυρία Νίκου Ιωάννου (Ψωμά)

(Εργασία των μαθητών της ΣΤ Τάξης στα πλαίσια του μαθήματος της Γλώσσας)

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι σ όσους, ατομικά ή συλλογικά επανακτούν αυτά που νόμιμα μας κλέβουν οι εξουσιαστές.

Δαλιάνη Δήμητρα Λίζας Δημήτρης Μπακομήτρου Ελευθερία Ντουφεξιάδης Βαγγέλης

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΖΩΗ» Αθηναϊκό μυθιστόρημα

Οι 21 όροι του Λένιν

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/11/2007

ΛΑΪΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ ΔΗΜΟΥ ΘΕΡΜΗΣ

Η φιλοσοφία στην τέχνη

Ήταν δέκα ακριβώς το πρωί, Σεπτέμβρης μήνας

ΠΕΙΡΑΤΕΣ (ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ) ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΑΥΤΟΚΟΛΛΗΤΑ ISBN: ISBN: ISBN: ISBN:

Το Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων στη Γέφυρα και ο Οθωμανός αρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν πασά

Από το ξεκίνημά του ο ΤΙΤΑΝ εκφράζει

...ακολουθώντας τη ροή... ένα ημερολόγιο εμψύχωσης

Πόθεν Έσχες των Δημοσίων Λειτουργών και Προστασία Προσωπικών Δεδομένων. «Πόθεν έσχες των δημοσίων λειτουργών και προστασία προσωπικών δεδομένων.

Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α ΕΤΗΣΙΟΥ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΑΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Ε.Κ.ΑΡΚΑΔΙΑΣ

ΤΑ ΤΣΑΚΑΛΙΑ. Οχειμώνας του στη. της Κατοχής... τοτε και σημερα

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

Σεπτέμβριος 2011: Εφημερίδα μηνός Αυγούστου, έκδ. 34 η

και, όταν σκοτείνιασε, στο φως του φάρου. Η παγωνιά ήταν άλλος ένας λόγος που ο Μάγκνους δεν ήθελε να κουνηθεί. Στην κρεβατοκάμαρα το παράθυρο θα

ΤΖΟΤΖΕΦ ΚΙΠΛΙΝΓΚ

Εκδήλωση προς τιμήν της Θρακιώτισσας ηρωίδας Δόμνας Βισβίζη

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008 ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΡΧΗΓΟ ΤΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ

ΕΤΟΣ 16ο ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 88 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2006

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΖΑΜΙΑΣ. Ένα χαμογελαστό καλωσόρισμα της νέας χρονιάς

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Από το υπ' αριθμ. 17/ Πρακτικό της Οικονομικής Επιτροπής Ιονίων Νήσων

Σαν χειμώνας είναι. Φούρνος του Χότζα το ΚΤΕΛ Άργους σελ.3. -Στον δήμο το τρένο -Δεν θα πάρουμε σελ. 4

Τοποθέτηση Δημάρχου Γ. Πατούλη. για τεχνικό πρόγραμμα 2010

ταν αρκετά αργά το πρωί όταν το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Η Ζόγια Νικολάγεβνα Πέτροβα, χοντρή και σκοτεινή, περπατούσε γεμάτη αποφασιστικότητα στο

Oταν ξεκινούσαμε το Κοιτάω Μπροστά πριν από λίγα χρόνια,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΔΗΜΟΣ ΓΑΖΙΟΥ

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

Σοφία Γιουρούκου, Ψυχολόγος Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

*Απόσπασμα από το βιβλίο των Σέργιου Δημητριάδη και Αλεξίας Μ. Τζωρτζάκη, ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ, Αρχές, Στρατηγικές, Εφαρμογές, εκδόσεις Rosili, Αθήνα, 2010.

Ασυντήρητες και επικίνδυνες οικοδομές

και άσε τον Κύριο να βρει ποιοί είναι σι δικοί του. Και τώρα, σ' αυτό το παλτό κάστρο του δάσους, οι κόρες του, που μόλις γίνανε γυναίκες,

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ» ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Η κοινωνικοποίηση του παιδιού στα πλαίσια του ολοήµερου σχολείου και της οικογένειας.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ

Συνέντευξη με την συγγραφέα Μαριλίτα Χατζημποντόζη!

ΘΕΣΗ Τα γεφύρια του Αλάμπεη, βρίσκονταν στο δυτικό άκρο της λίμνης Τριχωνίδας, στην ευθεία που ενώνει το Παναιτώλιο με το Κάτω Κεράσοβο.

Συνοπτική Παρουσίαση. Ελλάδα

Παραμυθιά Τάξη Α Μάστορα Έλλη

Γνώμη. ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΣΤΗ λυση τατουλη. πολιτών. Εκδηλώσεις στο πνεύμα των Χριστουγέννων

Ο κόσμος μέσα από τα μάτια μιας κουζίνας. 2. Ορεκτικά με θαλασσινά

Η Ιστορία του Αγγελιοφόρου Όπως αποκαλύφθηκε στον Μάρσαλ Βιάν Σάμμερς στης 23 Μάιου 2011 στο Μπόλντερ, Κολοράντο, ΗΠΑ

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ στην Ελεύθερη Ελλάδα και πηγαίναμε πια από χωριό

Ασφάλεια στις εργασίες κοπής μετάλλων

Το«Δέντρο της Ελευθερίας» μέσα από τη Χάρτα του Ρήγα Φεραίου και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του

ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΤΥΠΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Διήγημα με τίτλο: «Πορτραίτα τριών γυναικών, μιας γαρδένιας κι ενός ερωτευμένου σκύλου»

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΥΠ.ΓΕΩΡΓΙΑΣ

ενεργοί πολίτες για τη Μήλο οι θέσεις μας Υποψηφιότητα Αντώνη Καβαλιέρου δημοτικές εκλογές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ» ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΟΥ

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

1. ΚΟΡΟΙΔΟ ΕΝΩΜΟΤΙΑ ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΚΟΡΟΙΔΟ ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΟΡΟΙΔΟ ΕΙΝΑΙ ΟΛΗ Η ΕΝΩΜΟΤΙΑ. ΥΛΙΚΑ: ΜΠΑΛΑ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 09/07/2001. ΕΡΕΥΝΑ: Ελλάδα και Πορτογαλία οι µοναδικές χώρες που δεν έχουν ειδική νοµοθεσία για τη σεξουαλική παρενόχληση

Α π ο φ α σ ί ζ ο υ µ ε

The G C School of Careers

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ Άλλος ένας μήνας εμπειριών, γνώσης και παιχνιδιού

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΟΥ ΧΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ ΚΩΔΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΥ: 12234

συγκρότηση επιτροπών: α) Διενέργειας & Αξιολόγησης ψήφισαν οι Δημοτικοί Προμηθειών, β) Παραλαβής Προμηθειών (Ορθή Σύμβουλοι κ.

ΠΡΟΣ : τον ΥΠΟΥΡΓΟ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ (ΥΠΟΜΕΔΙ) ΥΦΥΠΟΥΡΓΟ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ. Γεν. Γραμματέα ΔΗΜ.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Από τα πρακτικά της με αριθμό 2 ης /2015, συνεδρίασης του Περιφερειακού Συμβουλίου το Σάββατο, 7 του μηνός Φεβρουαρίου 2015.

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α Από το αριθμ. 15/2015 πρακτικό τακτικής συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Λήμνου της 30 ης Σεπτεμβρίου 2015.

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΤΗΓΑΝΕΛΑΙΟΥ ΓΙΑΤΙ - ΠΩΣ - ΠΟΤΕ

Νησί που κανείς σεισμός δε θα σε καταπιεί μακρύ σαν πέτρινη μαγνητική βελόνη να δείχνεις το βοριά και το νότο της πορείας μας της ιστορίας του χρόνου

Αρμέγει δήθεν ο Γιώργος τα πρόβατά του κάθε πρωί και γεμίζει καρδάρες με γάλα το οποίο αποθηκεύεται σε δοχεία μεγάλης χωρητικότητας και μεταφέρεται σ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΙΖ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΑ Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΑΠΗΤΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ (σελ. 19) ΚΑΛΗΜΕΡΑ (σελ. 29). Τώρα που ξεκινάς αυτή την ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ (σελ. 31) αντιμετώπισε

Το ολοκαύτωμα της Κάσου

ΤΕΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Μ ΟΝΑΔΩ Ν ΥΓΕΙΑΣ - ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Νικηφόρου ανάγνωσμα. Κaτι που σπανiζει στουσ πολιτικοyσ στην ελλaδα το ΚλaΜα. Καταγγέλλω «ΔηΜοσιογραΦιΚεσ» αλητείες

Το σύμπαν μέσα στο οποίο αναδύεστε

Θερινά ΔΕΝ 2011 "ακολουθώντας τη ροή" - η ματιά μου

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΣΗΣ ΣΠΟΡΟΦΥΤΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Το συνέδριο σας πραγματοποιείται σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για τον τόπο, την οικονομία της χώρας, την κοινωνία και τον κόσμο της εργασίας.

Αρχαίο ελληνικό δράμα: Ευριπίδης

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ & ΤΟΠΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (ΠΑΡΟΝΤΕΣ)

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ (Υφυπουργός Υγείας και Κοινωνικής. Ευχαριστώ και το συνάδελφο γιατί θέτει ένα θέμα το οποίο βέβαια, όπως

KATATAΞH APΘPΩN. 6. Αρχές της προσφοράς και προμήθειας, ανθρώπινων ιστών και/ ή κυττάρων

ΑΤΕΙ ΣΕΡΡΩΝ ΣΧΟΛΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ:ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Α.Ε.

Αριθµ. Απόφασης: 445 / 2014

Το ρολόι που κρατάς στα χέρια σου κρύβει ένα μυστικό: το μυστικό της κόκκινης ομάδας. Αν είσαι αρκετά τολμηρός, μπορείς κι εσύ να ενημερωθείς για τα

* Από την αγγλική λέξη «boss», αφεντικό. ** «Core houses» στο πρωτότυπο, μικρά ισόγεια σπίτια ανθεκτικής κατασκευής με πρόβλεψη επέκτασης. (Σ.τ.Ε.

Η Λίμνη Λαγκαδά και η Μυγδονία Λεκάνη Η Πράσινη Χημεία και η Προστασία του Περιβάλλοντος

Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει. πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της.

ΕΠΟΝ. Ιστορία γραμμένη με αγώνες και αίμα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΩ ΥΠΕΡ Η ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΤΖΑΚΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΥΣΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΟΙΚΙΑΚΉ ΘΕΡΜΑΝΣΗ

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙΣ ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΑΤΑΡΙΕΣΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΣΦΑΛΩΣ ΚΑΤΟΙΚΕΙΝ» ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΙ ΧΩΡΟΙ

Transcript:

Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ: ΜΑΡΞ - ΚΕΥΝΣ» ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ (Α.Μ. 1990057) ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ: κ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ κ. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΑΡΟΥΔΑΣ ΧΙΟΣ 2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ..3 ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΚΕΥΝΣ...4 1. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ..6 2. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ R ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΚΔΟΧΩΝ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ..9 3. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΜΑΡΞ...18 4. ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΝΕΡΓΟΥΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ KEYNES.23 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΣΑΙ..23 ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΟΥΣ ΖΗΤΗΣΗΣ..25 Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕΩΝ ΣΤΟ ΚΕΫΝΣΙΑΝΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ.33 ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΣΧΗΜΑ ΚΛΑΣΣΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ..34 ΚΡΙΤΙΚΗ KEYNES ΣΤΟ ΚΛΑΣΣΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ.35 5. ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΑΡΞ-ΚΕΥΝΕS ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ROBINSON...36 5.1 Ο ΕΦΕΔΡΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ 37 5.2 ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΤΩΤΙΚΗΣ ΤΑΣΗΣ ΤΟΥ R 39 5.3 Η ΜΑΡΞΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΗ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΣΑΙ 40 6. ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΚΕΥΝΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ MATTIK..43 7. ΕΠΙΛΟΓΟΣ..49 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 51 2

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ιστορικά, στο οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού έχουν παρατηρηθεί αρκετές κρίσεις με πιο χαρακτηριστική εκείνη του 1929. Οι θεμελιωτές της κλασσικής αλλά και νεοκλασικής θεωρίας έχουν προσπαθήσει να τις αποδώσουν, μέσω ορισμένων υποδειγμάτων, στην έλλειψη κατάλληλων σχέσεων μεταξύ της κατανάλωσης, των επενδύσεων, του επιτοκίου και της συνολικής ζήτησης. Βέβαια ο Κ.Μαρξ είχε παρατηρήσει, κατά την διάρκεια της ζωής του, την λειτουργία του συστήματος και τεκμηρίωσε τις αιτίες για τις οποίες πραγματοποιείται η κρίση. Η εργασία τιτλοφορείται ως «Υπερσυσσύρευση κεφαλαίου κατά Μαρξ και Κeynes» και σκοπός της είναι να προσπαθήσει να ερμηνεύσει αυτές και να παρουσιάσει την θεωρητική ερμηνεία τους. Αρχικά στην εργασία αναπτύσσεται ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται η συσσώρευση, δηλαδή η απλή και διευρυμένη παραγωγή της κοινωνίας. Οι ενότητες 2 και 3 είναι αφιερωμένες στον Μαρξ και πιο συγκεκριμένα στο ποσοστό κέρδους R, στις υποκαταναλωτικές του θέσεις από το έργο του Το Κεφάλαιο καθώς και οι ερμηνείες που έχουν πραγματοποιηθεί στο R από την μαρξική κοινότητα. Στην ενότητα 4 πραγματοποιείται μια προσπάθεια προσέγγισης κυρίαρχα της Κεϋνσιανής αλλά και της προγενέστερης θεωρίας. Παρατίθεται ο νόμος του Σαι, το υπόδειγμα της ενεργούς ζήτησης, το κλασσικό-ορθόδοξο μοντέλο και η κριτική του Κέϋνς σε αυτό. Οι ενότητες 5 και 6 προσπαθούν αφ ενός να παρουσιάσουν κάποια κοινά στοιχεία των δυο θεωριών (Robinson ενότητα 5) αφ ετέρου ασκούν κριτική σ αυτές (Πάουλ Μάτικ ενότητα 6). 3

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Κ. Μαρξ Ο Κάρολος Μαρξ γεννήθηκε στην πόλη Τριέρ της Γερμανίας το 1818. Καταγόταν από παλιά Εβραϊκή οικογένεια και ο πατέρας του ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Ο Μαρξ σπούδασε αρχικά νομικά τόσο στη Βόννη όσο και στο Βερολίνο, νωρίς όμως αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην μελέτη της ιστορίας και της φιλοσοφίας. Το 1841 έδωσε με επιτυχία εξετάσεις για διδάκτορας στην φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Ιένης και ενώ είχε σκοπό να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία εκπληρώνοντας έτσι και την επιθυμία του πατέρα του, άρχισε να ελκύεται απ την πολιτική δράση και έτσι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις προθέσεις του. Το 1842 αναλαμβάνει την διεύθυνση της ριζοσπαστικής εφημερίδας Reinische Zeitung εφημερίδα του Ρήνου αλλά τον Ιανουάριο του 1843 η κυβέρνηση την κλείνει. Ο Μαρξ μεταναστεύει τότε στο Παρίσι όπου και αρχίζει την έκδοση των Γερμανογαλλικών Χρονικών. Το 1845 η Γαλλική κυβέρνηση τον απελαύνει και ο Μαρξ εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες. Εν τω μεταξύ δυο σημαντικά γεγονότα σημειώνονται στην ζωή του. Το ένα είναι ότι αρχίζει συστηματικά να ασχολείται με την πολιτική οικονομία, το άλλο ότι γνωρίζει ένα σπουδαίο φίλο και συνεργάτη τον Φ. Ένγκελς. Τα σημαντικότερα έργα του Κ.Μαρξ είναι: Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, απάντηση στο έργο του Προυντόν η φιλοσοφία της αθλιότητας, Η κριτική της πολιτικής οικονομίας, Το κομμουνιστικό μανιφέστο, Μισθός Τιμή Κέρδος, Η 18 η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Το Κεφάλαιο. (Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια: 8). Μαίηναρντ Τζών Κέϋνς Ο Κέυνς γεννήθηκε το 1883 στην Αγγλία και είναι ιδρυτής (από το όνομά του: κεϋνσιανή) μιας από τις τάσεις της σύγχρονης αστικής οικονομικής σκέψεις. Ο Κέϋνς σπούδασε οικονομικά και μαθηματικά στο Ήτον και στο Καίμπριτζ (1902-1906). Στα 1908-1915 δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και το 1920 έγινε 4

τακτικός καθηγητής του. Το 1912-1946 ήταν διευθυντής σύνταξης του «Εconomic journal». To πρώτο του βιβλίο Το ινδικό νόμισμα και η ινδική δημοσιονομία, εκδόθηκε το 1913. Στα 1915-1919 χρημάτισε αξιωματούχος του Βρετανικού θησαυροφυλακίου. Το 1919 ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπίας του στην ειρηνευτική συνδιάσκεψη του Παρισιού. Στο έργο του Οι οικονομικές συνέπειες της συνθήκης των Βερσαλλιών (1919) που του χάρισε διεθνή φήμη, επέκρινε την οικονομική πολιτική των νικητριών χωρών, η οποία όξυνε τη μεταπολεμική οικονομική αποδιοργάνωση και θεμελίωνε ένα νέο πόλεμο στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Λένιν, ο Κέϋνς στο βιβλίο του «έφτασε στο συμπέρασμα πως μετά την συνθήκη των Βερσαλλιών η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος οδηγούνται στην χρεοκοπία». Ο Κέυνς έβλεπε τη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών ως καθοριστικό παράγοντα για την διατήρηση του καπιταλισμού στ μεταπολεμική Ευρώπη. Τα επόμενα χρόνια έγραψε πολλά έργα σχετικά με αυτό το θέμα, όπως την Αναθεώρηση της συνθήκης (1922), την Πραγματεία για τη νομισματική μεταρρύθμιση (1923) και την Πραγματεία για το χρήμα (1930). Το 1941 έγινε διευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας και συνέβαλε στην επεξεργασία και στην εφαρμογή της οικονομικής και ιδιαίτερα της χρηματιστικής πολιτικής της βρετανικής πολιτικής. Στο θεμελιώδες έργο του Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος (1936) διατύπωσε τις αρχές της οικονομικής πολιτικής του αστικού κράτους, που ήταν προσανατολισμένες προς την ενίσχυση των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών θέσεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου. (Mεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια: 694) 5

1.Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ Για να αναλύσουμε την λειτουργία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους θα πρέπει πρώτα να παραθέσουμε τις συνθήκες που οδηγούν σε αυτόν, δηλαδή την κεφαλαιουχική συσσώρευση. Η παραγωγή υλικών αγαθών αποτελεί αξίωμα μέσα σε μια κοινωνία για την επιβίωσή της, οποιεσδήποτε παραγωγικές σχέσεις και αν επικρατούν. Μια κοινωνία λοιπόν, για να ζει και να αναπτύσσεται, δεν μπορεί να πάψει να παράγει όπως δεν μπορεί να πάψει να καταναλώνει (Πολιτική Οικονομία 1970:155). Οποιοδήποτε και αν είναι το καθεστώς (απλή ή διευρυμένη) της κεφαλαιοκρατικής κοινωνικής παραγωγής, το προτσές της παραγωγής πρέπει να ανανεώνεται διαρκώς. Η διαρκής αυτή ανανέωση, η επανάληψη του προτσές της παραγωγής είναι η αναπαραγωγή. Το προτσές της παραγωγής δεν συνίσταται μόνο στο ότι οι άνθρωποι παράγουν όλο και καινούργιες ποσότητες προϊόντων σ αντικατάσταση των όσο καταναλώθηκαν και πάνω απ αυτά, μα και στο ότι στην κοινωνία διαρκώς ανανεώνονται οι αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής. Υπάρχουν δυο τύποι αναπαραγωγής: η απλή και η διευρυμένη. (Πολιτική Οικονομία 1970: 156). Απλή αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές της παραγωγής στις προηγούμενες διαστάσεις, όταν τα νεοπαραγμένα προϊόντα απλώς αναπληρώνουν τα ξοδεμένα μέσα παραγωγής και τα είδη ατομικής κατανάλωσης. Στην κεφαλαιοκρατική απλή αναπαραγωγή, το προτσές της παραγωγής απλώς ανανεώνεται, ενώ η υπεραξία ξοδεύεται ολόκληρη για την ατομική κατανάλωση του κεφαλαιοκράτη. Η εξέταση της απλής αναπαραγωγής μας επιτρέπει ν αποκαλύψουμε ορισμένα ουσιαστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού. (Πολιτική Οικονομία 1970:157). Αν εξετάσουμε ένα μεμονωμένο προτσές, τότε από πρώτη ματιά δημιουργείται η εντύπωση πως ο κεφαλαιοκράτης, αγοράζοντας εργατική δύναμη, δανείζει τον εργάτη χρήματα από το δικό του κεφάλαιο, γιατί ως την καταβολή του μισθού εργασίας μπορεί ο κεφαλαιοκράτης να μην καταφέρει να πουλήσει το εμπόρευμα που έχει παράγει ο εργάτης σε μια ορισμένη περίοδο. Αν όμως πάρουμε την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης όχι μεμονωμένα, αλλά σαν στοιχείο της αναπαραγωγής, τότε αποκαλύπτεται ο πραγματικός χαρακτήρας της συναλλαγής. Τον καιρό που με την εργασία του εργάτη σε 6

μια δοσμένη περίοδο δημιουργείται νέα αξία, που περικλείνει υπεραξία, ρευστοποιείται στην αγορά, μετατρέπεται σε χρήμα το προϊόν που έχει παράγει ο εργάτης την προηγούμενη περίοδο. Φαίνεται καθαρά ότι ο κεφαλαιοκράτης πληρώνει τον μισθό εργασίας του εργάτη όχι από το δικό του κεφάλαιο, αλλά από την αξία που έχει δημιουργήσει η εργασία των εργατών στην προηγούμενο περίοδο παραγωγής. Συνεπώς όποια και αν ήταν η πρωταρχική πηγή του κεφαλαίου, στην πορεία της απλής αναπαραγωγής, το κεφάλαιο αυτό, ύστερα από μια ορισμένη περίοδο, γίνεται αξία δημιουργημένη από την εργασία των εργατών και ιδιοποιημένη δωρεάν από τον κεφαλαιοκράτη. (Πολιτική Οικονομία 1970:158 159) Διευρυμένη αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές της παραγωγής σε μεγαλύτερες διαστάσεις, οπότε η κοινωνία δεν αναπληρώνει απλώς τα υλικά που καταναλώθηκαν, μα και παράγει επιπλέον συμπληρωματικά μέσα παραγωγής και είδη ατομικής κατανάλωσης. (Πολιτική Οικονομία 1970: 156). Στη διευρυμένη αναπαραγωγή ένα μέρος της υπεραξίας ο κεφαλαιοκράτης το διαθέτει για να μεγαλώσει τις διαστάσεις της παραγωγής: για να αγοράσει πρόσθετα μέσα παραγωγής κ.α. Συνεπώς, ένα μέρος της υπεραξίας προστίθεται στο προηγούμενο κεφάλαιο, συσσωρεύεται. Συσσώρευση κεφαλαίου ονομάζεται η πρόσθεση μέρους της υπεραξίας στο κεφάλαιο ή η μετατροπή μέρους της υπεραξίας σε κεφάλαιο. Έτσι πηγή της συσσώρευσης είναι η υπεραξία. Κίνητρο συσσώρευσης είναι πρώτα απ όλα το κυνήγι για την αύξηση της υπεραξίας. Με την διεύρυνση της παραγωγής αυξάνει η μάζα της υπεραξίας που ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης. Οι κεφαλαιοκράτες αποκτούν την δυνατότητα, με την αυξημένη υπεραξία, να διευρύνουν όλο και περισσότερο την παραγωγή και έτσι να ιδιοποιούνται μια ολοένα αυξανόμενη μάζα υπεραξίας. Άλλο κίνητρο συσσώρευσης είναι ο λυσσαλέος συναγωνισμός, που αναγκάζει τον κάθε κεφαλαιοκράτη, κάτω από την απειλή της καταστροφής του, να διευρύνει την παραγωγή και να βελτιώσει την τεχνική. Για να μεγαλώσουν το κεφάλαιο τους απλά συνεχίζουν να συσσωρεύουν ένα μέρος της υπεραξίας. Έτσι στον καπιταλισμό διευρυμένη παραγωγή σημαίνει συσσώρευση κεφαλαίου. (Πολιτική Οικονομία 1970:160). 7

Καλό είναι σ αυτό το σημείο να παρουσιαστούν δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα ένα για την απλή και ένα για την διευρυμένη αναπαραγωγή σαν μια πρακτική εφαρμογή της Μαρξιστικής θεωρίας. Όπως σημειώθηκε και πριν, στην περίπτωση της απλής κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής, ο κατέχων κεφάλαια διαθέτει ολόκληρη την υπεραξία για προσωπική κατανάλωση και ξεκινάει την επόμενη φάση της παραγωγής με το ίδιο κεφάλαιο σε αξία. Ας περάσουμε τώρα στο παράδειγμά μας: Έστω, ότι κάποιος προκαταβάλει 10000$, απ αυτά τα 8000$ είναι κεφάλαιο σταθερό (σ) και τα 2000$ κεφάλαιο μεταβλητό (μ). Επιπλέον, το ποσοστό της υπεραξίας είναι υ =100%. Αρχές 1 ου χρόνου: 8000σ + 2000μ = 10000 προκαταβλημένο κεφάλαιο Τέλος 1 ου χρόνου: 8000σ + 2000μ + 2000υ = 12000 τελικό ετήσιο συνολικό προϊόν Αρχές 2 ου χρόνου: 8000σ + 2000μ = 10000 προκαταβλημένο κεφάλαιο Τέλος 2 ου χρόνου: 8000σ + 2000μ + 2000υ = 12000 τελικό ετήσιο συνολικό προϊόν Αρχές 3 ου χρόνου: 8000σ + 2000μ = 10000 προκαταβλημένο κεφάλαιο Στην περίπτωση της διευρυμένης αναπαραγωγής, οι κεφαλαιοκράτες διαθέτουν μέρος της υπεραξίας για την αύξηση του κεφαλαίου τους, δηλαδή για τον σχηματισμό νέου κεφαλαίου. Η υπεραξία χωρίζεται στην κατανάλωση και την συσσώρευση, όπως άλλωστε έχει ήδη αναφερθεί. Τα δεδομένα είναι τα ίδια με παραπάνω και επιπρόσθετα ισχύει η σταθερή αναλογία σ:μ, ενώ το κονδύλι της συσσώρευσης ισούται με την διεύρυνση του σταθερού κεφαλαίου και την διεύρυνση του μεταβλητού. Αρχές 1 ου χρόνου: 8000σ + 2000μ = 10000 προκαταβλημένο κεφάλαιο Τέλος 1 ου χρόνου: 8000σ + 2000μ + 2000υ = 12000 τελικό ετήσιο συνολικό προϊόν Αρχές 2 ου χρόνου: 8000σ + 2000μ + 800υσ* + 200υμ = 10000 (11000) προκαταβλημένο κεφάλαιο Τέλος 2 ου χρόνου: 8800σ + 2200μ + 2200υ = 13200 τελικό ετήσιο συνολικό προϊόν Έτσι φαίνεται και πρακτικά ότι η υπεραξία είναι η πηγή συσσώρευσης κεφαλαίου. Μ αυτή λοιπόν την έννοια το σχηματιζόμενο με την συσσώρευση νέο κεφάλαιο είναι η κεφαλαιοποιημένη υπεραξία. ( Μπαμπανάσης: 138, 140). 8

2.ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ R ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΚΔΟΧΩΝ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ Προτού παρουσιάσουμε το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους θα πρέπει να δούμε το πώς διαμορφώνεται μέσα απ την λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η κατανομή των κεφαλαίων ανάμεσα στους διάφορους κλάδους παραγωγής και η ανάπτυξη της τεχνικής συντελούνται μέσα σε ένα συναγωνισμό, που τον διακρίνουμε σε δυο επίπεδα: α)στον εσωκλαδικό και β)στον διακλαδικό. Εσωκλαδικός συναγωνισμός είναι ο συναγωνισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, που παράγουν ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες, για την πιο επικερδή πούληση αυτών και την αποκόμιση πρόσθετου κέρδους. Οι επιχειρήσεις όμως δεν παράγουν ούτε λειτουργούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Για το λόγο αυτό η ατομική αξία των εμπορευμάτων δεν είναι ίδια. Οι τιμές των εμπορευμάτων δεν καθορίζονται απ την ατομική τους αξία, αλλά απ την κοινωνική τους. Επειδή η τιμή των εμπορευμάτων καθορίζεται από την κοινωνική τους αξία, κερδίζουν εκείνες οι επιχειρήσεις όπου η τεχνική της παραγωγής και η παραγωγικότητα της εργασίας ξεπερνούν το μέσο επίπεδο του δοσμένου κλάδου και για το λόγο αυτό η αξία των εμπορευμάτων τους είναι κατώτερη από την κοινωνική. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά το καταφέρνουν όλοι οι κεφαλαιοκράτες. Η ατομική αξία των εμπορευμάτων πολλών επιχειρηματιών παραμένει υψηλότερη από την κοινωνική αξία. Έτσι, αποτέλεσμα του εσωκλαδικού συναγωνισμού είναι να σχηματίζονται διαφορετικά ποσοστά κέρδους στις διάφορες επιχειρήσεις του κλάδου (Πολιτική Οικονομία 1970:188). Διακλαδικός συναγωνισμός είναι ο συναγωνισμός ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες των διάφορων κλάδων παραγωγής για την επικερδέστερη τοποθέτηση του κεφαλαίου. Τα κεφαλαία που χρησιμοποιούνται στους διάφορους κλάδους παραγωγής, δεν έχουν την ίδια οργανική σύνθεση. Επειδή η υπεραξία δημιουργείται μόνο από την εργασία των μισθωτών εργατών, στις επιχειρήσεις των κλάδων όπου υπερτερεί η χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, για ένα κεφάλαιο ίσου μέρους και με το ίδιο ποσοστό υπεραξίας, παράγεται σχετικά μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας. Αντίθετα στις επιχειρήσεις 9

με την πιο υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, για ένα κεφάλαιο ίσου μεγέθους, παράγεται σχετικά μικρότερη μάζα υπεραξίας. (Πολιτική Οικονομία 1970:189). Έτσι λοιπόν ο διακλαδικός συναγωνισμός καταλήγει στην εξίσωση των διαφορετικών ποσοστών κέρδους, που υπάρχουν στους διαφορετικούς κλάδους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, σ ένα γενικό ποσοστό κέρδους. Η εξίσωση αυτή πραγματοποιείται με την μετακίνηση κεφαλαίου από ορισμένους κλάδους σε άλλους.(πολιτική Οικονομία 1970:191) Επιπρόσθετα αξίζει να παραθέσουμε κάποια σημαντικά στοιχεία που αφορούν την αξία του παραγόμενου εμπορεύματος, το κόστος και το κέρδος του κεφαλαιοκράτη απ αυτό. Αρχικά η αξία του εμπορεύματος ισούται με το κόστος του εργάσιμου χρόνου που χρειάζεται για την κατασκευή του. Το κόστος του εμπορεύματος αποτελείται απ το σύνολο της εργασίας που έχει πληρωθεί απ τον κεφαλαιοκράτη για την παραγωγή του προϊόντος. Το κέρδος λοιπόν του καπιταλιστή, είναι συνεπακόλουθο του γεγονότος ότι ο κεφαλαιοκράτης πουλάει ένα εμπόρευμα για την παραγωγή του οποίου δεν έχει πληρώσει συνολικά. Η υπεραξία είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ της αξίας του εμπορεύματος και του κόστους του, σε όρους αξίας. Βρίσκεται λοιπόν στο πλεόνασμα της αξίας του εμπορεύματος πάνω απ την τιμή του κόστους του. Αυτό το πλεόνασμα διατυπώνεται σε μια σχέση προς το συνολικό κεφάλαιο, η οποία είναι εκφρασμένη σ ένα κλάσμα και αποτυπώνει το ποσοστό του κέρδους (Μαρξ 1978β :27-28): R = υ/σ+μ = υ/κ = (υ/μ) / [(σ+μ)/μ] = (υ/μ) / [ (σ/μ) +1] υ: υπεραξία κ: κεφάλαιο συνολικό σ: κεφάλαιο σταθερό μ: κεφάλαιο μεταβλητό Το ποσοστό κέρδους μπορεί να ορισθεί ως η σχέση μεταξύ του κέρδους και του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Το κέρδος από την στιγμή που εκφράζεται ως υπεραξία σε μετασχηματισμένη μορφή, τότε το ποσοστό κέρδους ορίζεται ως η σχέση μεταξύ της υπεραξίας και της αξίας του καταβεβλημένου κεφαλαίου. 10

Παραθέτουμε ένα παράδειγμα για να γίνει πλήρης κατανοητό το ποσοστό: Έστω ότι έχουμε ένα κεφάλαιο 200.000 $ το οποίο αναλύεται σε 160 χιλιάδες $ σταθερό κεφάλαιο και 40 χιλιάδες $ μεταβλητό. Η υπεραξία είναι λοιπόν 40 χιλιάδες $ το ποσοστό της υπεραξίας είναι 100%, άρα το ποσοστό του κέρδους είναι: υ υ 40.000 Ποσοστό κέρδους = = = = 0.2 ή 20% κ σ + μ 40.000 + 160.000 Άρα, το ποσοστό κέρδους είναι 20% ή πέντε φορές μικρότερο του ποσοστού υπεραξίας (υ/μ), στο συγκεκριμένο παράδειγμα. (Ακαδημία επιστημών ΕΣΣΔ, 1970 :187). Έτσι λοιπόν, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία εμφανίζεται ο νόμος του μέσου ποσοστού κέρδους, που συνίσταται στο ότι τα διάφορα ποσοστά κέρδους, που εξαρτιούνται από τις διαφορές στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου στους διάφορους κλάδους παραγωγής, εξισώνονται λόγω του συναγωνισμού σε ένα γενικό (μέσο) ποσοστό κέρδους. (Πολιτική Οικονομία 1970:193). Ας παραθέσουμε ένα παράδειγμα: Ο μισθός της εργασίας είναι δεδομένος 100 την εβδομάδα. Η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας είναι δεδομένη Το μεταβλητό κεφάλαιο είναι 100 Οι εργάτες είναι 100 Η συνολική νέα αξία που θα δημιουργήσουν είναι 200 Υπεραξία υ = 100 και ποσοστό υπεραξίας υ / μ = 100%, Με αυτά τα δεδομένα έχουμε: Όταν σ = 50, μ = 100, τότε θα είναι κ = 100 / 150 = 66.66% Όταν σ = 100, μ = 100, τότε θα είναι κ = 100 / 200 = 50% Όταν σ = 200, μ = 100, τότε θα είναι κ = 100 / 300 = 33.33% Όταν σ = 300, μ = 100, τότε θα είναι κ = 100 / 400 = 25% Όταν σ = 400, μ = 100, τότε θα είναι κ = 100 / 500 = 20% (Μαρξ 1978β:267). Το ίδιο ποσοστό υπεραξίας, με αμετάβλητο τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας, θα εκφραζόταν έτσι με ένα μειωμένο ποσοστό κέρδους, γιατί, μαζί με την αύξηση του υλικού μεγέθους του σταθερού κεφαλαίου, αυξάνει, αν όχι στην ίδια αναλογία, και το 11

μέγεθος της αξίας του σταθερού, επομένως και του συνολικού κεφαλαίου. (Μαρξ 1978β:268). Αν τώρα υποθέσουμε ότι αυτή η βαθμιαία αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου δεν γίνεται μόνο σε ξεχωριστές σφαίρες παραγωγής, αλλά λίγο πολύ σε όλες, ή, έστω στις αποφασιστικές σφαίρες παραγωγής, ότι λοιπόν περιλαμβάνει αλλαγές στην οργανική μέση σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου, που ανήκει σε μια καθορισμένη κοινωνία, τότε πρέπει αυτή η βαθμιαία αύξηση του σταθερού κεφαλαίου, σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο, να έχει απαραίτητα σαν αποτέλεσμα μια βαθμιαία πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, όταν μένει αμετάβλητο το ποσοστό υπεραξίας ή όταν μένει αμετάβλητος ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο. Έχει όμως αποδειχθεί πώς ο νόμος του κεφαλαιοκρατικού νόμου παραγωγής είναι ότι με την ανάπτυξή του συντελείται μια σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο, επομένως και σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο. Αυτή η προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό, επομένως και σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο, είναι ταυτόσημη με την προοδεύουσα ανώτερη οργανική σύνθεση του μέσου κοινωνικού κεφαλαίου. (Μαρξ 1978β:268). Σ αυτό το αυξανόμενο αξιακό μέγεθος του σταθερού κεφαλαίου- παρ όλο που ελάχιστα εκφράζει την αύξηση της πραγματικής μάζας των αξιών χρήσης, από τις οποίες αποτελείται από υλική άποψη το σταθερό κεφάλαιο- ανταποκρίνεται ένα αυξανόμενο φτήναιμα του προϊόντος. Κάθε ένα από τα προϊόντα, εξεταζόμενο αυτό καθεαυτό, περιέχει μικρότερη ποσότητα εργασίας από τα προϊόντα που παράγονται στις χαμηλότερες βαθμίδες της παραγωγής (Μαρξ 1978β:269). Με την προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί μια αυξανόμενη υψηλότερη οργανική σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου, άμεση συνέπεια της οποίας είναι, το ποσοστό της υπεραξίας να εκφράζεται με ένα σταθερά μειωνόμενο γενικό ποσοστό κέρδους με αμετάβλητο, ακόμα και ανερχόμενο το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας. (Μαρξ 1978β:269). Μια και η μάζα της της χρησιμοποιούμενης ζωντανής εργασίας μειώνεται διαρκώς σε σχέση με την μάζα της υλοποιημένης εργασίας που θέτει σε κίνηση, των μέσων παραγωγής που καταναλώνονται παραγωγικά, πρέπει και το μέρος αυτής της ζωντανής εργασίας που δεν πληρώθηκε και που υλοποιήθηκε σε υπεραξία, να βρίσκεται σε 12

διαρκώς φθίνουσα σχέση προς το αξιακό μέγεθος του χρησιμοποιημένου συνολικού κεφαλαίου. Αυτή όμως η σχέση της μάζας της υπεραξίας προς την αξία του συνολικού κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε, αποτελεί το ποσοστό του κέρδους, που για τους λόγους αυτούς πρέπει διαρκώς να πέφτει (Μαρξ 1978β:269 270). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο «νόμος της πτωτικής τάσης» του ποσοστού κέρδους χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία: α) Ισχύει υπό συγκεκριμένες «ιστορικές» προϋποθέσεις, τις οποίες ο Μαρξ ονόμασε «ειδικά καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής», διότι θεωρούσε ότι αποτελούν την κυρίαρχη μορφή εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών της εποχής του: Την ταχύτερη αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας, και την αδυναμία του αυξανόμενου ποσοστού εκμετάλλευσης να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις από την αύξηση της αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου. Ο «νόμος» δεν αποκλείει εντούτοις τη μη ύπαρξη των προϋποθέσεων αυτών, άρα την ανάσχεση ή αντιστροφή της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. (Μηλιός, Οικονομάκης, Λαπατσιώρας 2000: 612). β) Ισχύει (στο βαθμό που υφίστανται οι ανωτέρω προϋποθέσεις) «με όλους τους παράγοντες σταθερούς». Επομένως δεν επαρκεί για να αποφανθεί κάποιος για την εξέλιξη του ποσοστού κέρδους, με δεδομένο ότι αυτό επηρεάζεται εξ ίσου από «όλους τους άλλους παράγοντες», πέραν αυτών που συνδέονται με την τεχνολογική καινοτομία. Στους άλλους παράγοντες εντάσσονται η μεταβολή της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας και της έντασης λειτουργίας του συστήματος των μηχανών, η μεταβολή της τιμής των πρώτων υλών, η αύξηση των δεξιοτήτων των εργαζομένων στο δεδομένο σύστημα παραγωγής. (Μηλιός, Οικονομάκης, Λαπατσιώρας 2000:613). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Μαρξ επισήμαινε την «ιστορικότητα» του νόμου που διατύπωσε και απέδιδε την ισχύ του στον τρόπο διάδοσης, στην εποχή του, των νέων τεχνολογιών: Εισάγονταν τεχνολογίες που μείωναν το ποσοστό κέρδους, διότι η σχετικά αργή γενίκευση τους επέτρεπε στον κεφαλαιοκράτη που πρώτος τις εισήγαγε να απολαμβάνει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ένα «πρόσθετο κέρδος». Έγραφε ο Μαρξ: «Κανένας κεφαλαιοκράτης δεν χρησιμοποιεί μια νέα μέθοδο παραγωγής, όσο παραγωγική και αν είναι, όσο και αν αυξάνει τι ποσοστό υπεραξίας, εφόσον μειώνει το ποσοστό του κέρδους. Αλλά κάθε τέτοια νέα μέθοδος παραγωγής φτηναίνει τα 13

εμπορεύματα. Γι αυτό στην αρχή ο κεφαλαιοκράτης τα πουλά πάνω από την τιμή παραγωγής τους ( ) Τσεπώνει την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα έξοδα παραγωγής τους και στην αγοραία τιμή των υπόλοιπων εμπορευμάτων, που έχουν παραχθεί με υψηλότερο κόστος παραγωγής ( ) Η διαδικασία παραγωγής του στέκει πάνω από το μέσο όρο της κοινωνίας. Ο συναγωνισμός όμως την γενικεύει και την υποτάσσει στο γενικό νόμο. Τότε αρχίζει η πτώση του ποσοστού κέρδους». (Μηλιός, Οικονομάκης, Λαπατσιώρας 2000:613). Ο Κ.Μαρξ στον 3 ο τόμο του Κεφαλαίου διατύπωσε τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, ως την αιτία για τις κρίσεις του καπιταλισμού, και ο οποίος έγινε αντικείμενο ιδεολογικών ερμηνειών και αντιπαραθέσεων στις τάξεις των μετέπειτα μαρξιστών. Οι ερμηνείες που διατυπώθηκαν για την αιτία της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος είναι τρεις και παραθέτονται παρακάτω Κρίση λόγω της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου Ο Κ.Μαρξ ονομάζει το κλάσμα σ/μ=θ του ποσοστού κέρδους, ως οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (στο εξής οργανική σύνθεση). Ο Κ.Μαρξ όταν αναλύει κάθε παράγοντα δέχεται σαν αξίωμα ό,τι όλοι οι υπόλοιποι παραμένουν σταθεροί και έτσι το δεχόμαστε και εμείς. Όταν αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου μειώνεται το ποσοστό κέρδους και αντίστροφα. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους προκύπτει από το γεγονός ότι μακροπρόθεσμα η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνει ταχύτερα από την παραγωγικότητα της εργασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και να μειώνεται το ποσοστό κέρδους (εφόσον το ποσοστό υπεραξίας εκμετάλλευσης- αυξάνεται με ρυθμούς χαμηλότερους από την οργανική σύνθεση) (Μηλιός Γ. 1997 :169). Ας πάρουμε ένα παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό: Έστω ότι έχουμε την παραγωγή ενός τυχαίου προϊόντος Χ, αρχικά η ποσότητα του κεφαλαίου (σε φυσικούς όρους) ήταν 50 μονάδες και η αξιακή του σύνθεση 100 (αξιακή σύνθεση εδώ εννοούμε τον απαραίτητο χρόνο εργασίας για την κατασκευή του). Με την αύξηση του κεφαλαίου σε 70 μονάδες η αξιακή σύνθεση μειώνεται και αυτή σε 70 λόγω της 14

αύξησης της παραγωγικότητας. Συνεπώς το θ=σ/μ μπορεί να αυξηθεί σε φυσικούς όρους αλλά μειώνεται σε αξιακούς που συνεπάγεται αύξηση του R. Δυνητικά, αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά η τεχνική σύνθεση, μακροπρόθεσμα αυξάνει ταχύτερα. Αποτέλεσμα είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου να αυξάνεται πιο γρήγορα απ ότι το ποσοστό υπεραξίας και γι αυτό υπάρχει η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που θα αναλύσουμε καλύτερα σε επόμενο κεφάλαιο. Κρίση λόγω του ποσοστού υπεραξίας Ο Κ.Μαρξ στον 3 ο τόμο του Κεφαλαίου, στο τμήμα 3 ο, αναφέρεται στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κεφαλαίου και πιο συγκεκριμένα στο 15 ο κεφαλαίο αναλύει το πλεόνασμα κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά γράφει: «Με την πτώση του ποσοστού του κέρδους αυξάνει το ελάχιστο μέγεθος του κεφαλαίου, που απαιτείται να διαθέτει ο ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης για την παραγωγική χρησιμοποίηση της εργασίας. Ταυτόχρονα αυξάνει η συγκέντρωση του κεφαλαίου, γιατί, πέρα από ορισμένα όρια, ένα μεγάλο κεφάλαιο με μικρό ποσοστό κέρδους συσσωρεύεται πιο γρήγορα από ένα μικρό κεφαλαίο με μεγάλο ποσοστό κέρδους. Αυτή η αυξανόμενη συγκέντρωση οδηγεί από την πλευρά της, όταν φτάσει σε ορισμένο επίπεδο, σε νέα πτώση του ποσοστού κέρδους ( ) Υπερπαραγωγή κεφαλαίου, και όχι ξεχωριστών εμπορευμάτων αν και η υπερπαραγωγή κεφαλαίου περιλαμβάνει πάντα την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων δεν σημαίνει τίποτα άλλο από υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Θα υπάρχει υπερπαραγωγή κεφαλαίου, από την στιγμή που το πρόσθετο κεφαλαίο θα ήταν = 0. Ο σκοπός όμως της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι η αξιοποίηση του κεφαλαίου. Από την στιγμή λοιπόν που το κεφαλαίο θα έχει αυξηθεί σε σχέση με τον εργατικό πληθυσμό, τόσο που να μην μπορεί ούτε να παραταθεί ο απόλυτος εργάσιμος χρόνος, ούτε να διευρυνθεί ο σχετικός χρόνος υπερεργασίας. Από τη στιγμή λοιπόν που το αυξημένο κεφάλαιο θα παρήγαγε μόνο τόση μάζα υπεραξίας, όση παρήγαγε πριν από την αύξηση του ή ακόμα και λιγότερη, από την στιγμή αυτή θα σημειωνόταν απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου. Δηλαδή το αυξημένο κεφάλαιο το Κ + ΔΚ, δεν θα παρήγαγε περισσότερο κέρδος, ή θα παρήγαγε ακόμα και λιγότερο κέρδος, απ ότι παρήγαγε το κεφάλαιο Κ πριν από την αύξηση του κατά ΔΚ. Και στις δυο περιπτώσεις θα συντελούνταν μια γερή και 15

απότομη πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, εξαιτίας μιας αλλαγής στη σύνθεση του κεφαλαίου που οφείλεται σε μια αύξηση της χρηματικής αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου και στην αντίστοιχη μ αυτήν μείωση της σχέσης της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία» (Μαρξ 1978β :317). Στην πραγματικότητα τα πράγματα θα παρουσιάζονταν έτσι, που ένα μέρος του κεφαλαίου θα έμενε ολότελα ή εν μέρει (γιατί, για να αξιοποιηθεί γενικά, θα πρέπει πρώτα να εκτοπίσει από τη θέση του το ήδη λειτουργούν κεφάλαιο) και το άλλο μέρος, κάτω από την πίεση του αναπασχόλητου ή μισοαπασχολημένου κεφαλαίου θα αξιοποιούνταν με χαμηλότερο ποσοστό κέρδους. Εδώ θα ήταν χωρίς σημασία, αν ένα μέρος του προσθέτου κεφαλαίου θα έμπαινε στη θέση του παλιού και αν το παλιό θα έπιανε έτσι μια θέση στο πρόσθετο κεφάλαιο. Θα είχαμε πάντα, από την μια πλευρά, το παλιό ποσό του κεφαλαίου και, από την άλλη, το πρόσθετο. Αυτή την φορά, η πτώση του ποσοστού κέρδους θα συνοδευόταν από μια απόλυτη μείωση της μάζας του κέρδους, γιατί, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις μας, δεν θα μπορούσε η μάζα της χρησιμοποιούμενης εργατικής δύναμης να αυξηθεί και το ποσοστό της υπεραξίας να ανέβει, επομένως δεν θα μπορούσε να αυξηθεί και η μάζα της υπεραξίας. Και αυτή η μειωμένη μάζα του κέρδους θα έπρεπε να υπολογιστεί σε σχέση με ένα αυξημένο συνολικό κεφάλαιο. Αλλά αν και ακόμα υποθέσουμε ότι το απασχολημένο κεφάλαιο εξακολουθεί να αξιοποιείται με βάση το πρώην ποσοστό του κέρδους, δηλαδή αν η μάζα του κέρδους έμενε η ίδια, πάλι θα υπολογιζόταν σε σχέση με ένα αυξημένο συνολικό κεφάλαιο, πράγμα που περικλείνει επίσης μια πτώση του ποσοστού κέρδους. Αν ένα συνολικό κεφάλαιο 1000 έδινε κέρδος 100, και ύστερα από την αύξηση του σε 1500 δίνει πάλι μόνο 100 κέρδος, τότε στην δεύτερη περίπτωση τα 1000 δίνουν μόνο 662/3 κέρδος. Η αξιοποίηση του παλιού κεφαλαίου θα είχε πέσει απόλυτα. Το κεφάλαιο των 1000 δεν θα έδινε περισσότερο κέρδος από ό,τι έδινε προηγούμενα ένα κεφάλαιο των 6662/3 (Μαρξ 1978β: 318,319). Κρίση λόγω της υποκατανάλωσης 16

Η κρίση λόγω της υποκατανάλωσης δεν αναλύεται με βάση το ποσοστό κέρδους, δηλαδή είτε εξαιτίας του ποσοστού υπεραξίας είτε της οργανικής σύνθεσης αλλά κυρίαρχα με βάση την καταναλωτική ικανότητα της εργατικής τάξης. Οι υποστηρικτές της υποκαταναλωτικής ερμηνείας των οικονομικών κρίσεων εντός του Μαρξισμού (όπως ο Kautsky και η Luxemburg) θεωρούσαν ότι στον «καθαρό» καπιταλισμό (δηλαδή μια κοινωνία στην οποία υπάρχει μόνο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής) οι δυο αντίπαλες τάξεις, η αστική και η εργατική, ακολουθούν αυξητικές τάσεις προς διαφορετική βέβαια κατεύθυνση, η εργατική ως προς τον πληθυσμό της (αριθμητικά) και η αστική προς τον πλούτο που απολαμβάνει. Αυτές όμως οι αυξητικές τάσεις είναι μικρότερες απ την αύξηση της συσσώρευσης κεφαλαίων καθώς και της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτή η διαφορετικότητα στους ρυθμούς αύξησης, οδηγεί στην παραγωγή μιας πληθώρας αγαθών τα οποία η αγορά δεν μπορεί να απορροφήσει. Η Ρ. Λούξεμπουργκ παρατήρησε, ότι οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, συσσώρευσης κεφαλαίου, αύξησης του όγκου των καταναλωτικών εμπορευμάτων είναι μεγαλύτεροι απ τον ρυθμό αύξησης των πραγματικών μισθών των εργαζομένων, αυτό όμως που έχει αξία ιδιαίτερη είναι το γεγονός ότι με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας οι τιμές των εμπορευμάτων οδηγούνται σε μείωση με συνέπεια την μείωση του ονομαστικού μισθού. Η συνεχής μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, έχει σαν αποτέλεσμα την διαρκή χειροτέρευση της καταναλωτικής δυνατότητας της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη έχει συνεπώς αγοραστική δύναμη όλο και μικρότερη, με αποτέλεσμα να μειώνει τον όγκο που καταναλώνει. Συνολικά, δημιουργείται μια κατάσταση υπερπαραγωγής εμπορευμάτων και παράλληλης υποκατανάλωσης απ την μεριά της εργατικής τάξης. Οι θεμελιωτές της υποκαταναλωτικής θεωρίας συνεχίζοντας την ανάλυσή τους, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου γίνεται δυνατή, λόγω της ιδιότητας του να επεκτείνεται σε άλλες χώρες. Το χάσμα μεταξύ παραγωγικών-καταναλωτικών δυνάμεων συνεχίζει να υπάρχει και οι χώρες, στις οποίες το κεφάλαιο επεκτείνεται δεν έχουν ανεξάντλητες δυνατότητες να καταφέρνουν συνεχή απορρόφηση της παραγωγής που θεωρείται πλεονασματική. (Μηλιός Γ. 1997 :146, 154,155,166,167). 17

3.ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΜΑΡΞ Οι υποστηρικτές της υποκαταναλωτικής θεωρίας και κυρίαρχα η Roza Luxemburg βασίστηκαν στον 1ο και 3ο τόμο του Κεφαλαίου του Μαρξ στην προσπάθεια τους να τεκμηριώσουν την θεωρία τους. Παρακάτω παραθέτονται τα βασικά κομμάτια που χρησιμοποίησαν σε αυτή τους την προσπάθεια: «Έτσι με την πρόοδο της συσσώρευσης αλλάζει η σχέση του σταθερού προς το μεταβλητό μέρος του κεφαλαίου, αν αρχικά ήταν 1:1, γίνεται σε συνέχεια 2:1, 3:1, 4:1, 5:1, 7:1 κλπ., έτσι που, με την αύξηση του κεφαλαίου, μετατρέπεται σε εργατική δύναμη προοδευτικά αντί το 1/2 της συνολικής του αξίας μόνο το 1/3, 1/4, 1/5, 1/6, 1/8, κλπ., ενώ αντίθετα μετατρέπονται σε μέσα παραγωγής τα 2/3, 3/4, 4/5, 5/6, 7/8 κλπ.» (Μαρξ 1978α :652). Αυτό που λέει ο Μαρξ είναι όταν μεταβάλλεται η σύνθεση του κεφαλαίου θα μεταβάλλεται και η παραγωγικότητα της εργασίας με αυξητικούς ρυθμούς. Κατά συνέπεια οι τιμές των εμπορευμάτων θα μειώνονται που οδηγεί σε μείωση των ονομαστικών μισθών των εργατών. Έτσι καταλήγουμε σε μια υπερπαραγωγή εμπορευμάτων με παράλληλες υποκαταναλωτικές τάσεις. Απ την ανάλυση του Μαρξ στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα που έχουν χρησιμεύσει ως στήριγμα της υποκαταναλωτικής θέσης είναι: «Η παραγωγή... της υπεραξίας αποτελεί το άμεσο προτσές παραγωγής... Από τη στιγμή που έχει υλοποιηθεί σε εμπορεύματα η ποσότητα της υπερεργασίας που μπορούσε να εκθλίβει από τον εργάτη, έχει παραχθεί η υπεραξία. Μ αυτήν όμως την παραγωγή της υπεραξίας έχει αποπερατωθεί μόνο η πρώτη πράξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής, το άμεσο προτσές παραγωγής. Το κεφάλαιο απομύζησε τόση ή τόση απλήρωτη εργασία. Με την ανάπτυξη του προτσές, που εκφράζεται με την πτώση του ποσοστού του κέρδους, εξογκώνεται τεράστια η μάζα της υπεραξία που παράγεται μ αυτό τον τρόπο. Τώρα ακολουθεί η δεύτερη πράξη του προτσές. Η συνολική μάζα των εμπορευμάτων, το συνολικό προϊόν, τόσο το μέρος που αναπληρώνει το σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο, όσο και το μέρος που αντιπροσωπεύει την υπεραξία, πρέπει να πουληθεί. Αν δε γίνει αυτό, ή αν γίνει μόνο εν μέρει, ή μόνο σε τιμές που είναι κατώτερες από τις τιμές παραγωγής, τότε είναι αλήθεια, ότι εκμεταλλεύτηκαν τον εργάτη, αλλά η εκμετάλλευσή του δεν πραγματοποιείται σαν 18

τέτοια για τον κεφαλαιοκράτη, γιατί δεν μπορεί η εκμετάλλευση αυτή να συνδεθεί με την πραγματοποίηση όλης ή ενός μέρους της εκθλιμμένης υπεραξίας, δηλαδή να συνδεθεί με το ότι ο κεφαλαιοκράτης μπορεί να χάσει ένα μέρος ή και ολόκληρο το κεφάλαιό του. Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και οι όροι της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι. Όχι μόνο δε συμπίπτουν χρονικά και τοπικά, αλλά διαφέρουν και εννοιακά. Οι πρώτοι περιορίζονται από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, οι δεύτεροι από την αναλογία των διαφόρων κλάδων παραγωγής μεταξύ τους και από την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Αυτή η τελευταία, όμως, δεν καθορίζεται ούτε από την απόλυτη παραγωγική δύναμη, ούτε από την απόλυτη καταναλωτική δύναμη, αλλά από την καταναλωτική δύναμη πάνω στη βάση ανταγωνιστικών σχέσεων διανομής, που περιορίζουν την κατανάλωση των μεγάλων μαζών της κοινωνίας σε ένα μίνιμουμ, που μπορεί να μεταβάλλεται μόνο μέσα σε λίγο-πολύ στενά όρια. Περιορίζεται ακόμα από το κίνητρο της συσσώρευσης, από το κίνητρο αύξησης του κεφαλαίου και παραγωγής υπεραξίας σε διευρυμένη κλίμακα. Αυτό είναι νόμος για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, υπαγορευόμενος από τις διαρκείς επαναστάσεις στις ίδιες τις μέθοδες παραγωγής, από τη συνδεδεμένη μ αυτές υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου, από τη γενική πάλη του συναγωνισμού και από την ανάγκη βελτίωσης της παραγωγής και επέκτασης της κλίμακάς της, απλώς σαν μέσο συντήρησης και επί ποινή αφανισμού. Γι αυτό πρέπει διαρκώς να επεκτείνεται η αγορά, έτσι που οι εσωτερικές της συνάφειες και οι όροι που τις ρυθμίζουν, αποχτούν όλο και περισσότερο τη μορφή φυσικού νόμου, ανεξάρτητου από τους παραγωγούς, γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτοι. Η εσωτερική αντίφαση προσπαθεί να λυθεί με την επέκταση του εξωτερικού πεδίου της παραγωγής. Όσο περισσότερο όμως αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο περισσότερο έρχεται σε σύγκρουση με τη στενή βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχέσεις κατανάλωσης. Πάνω σ αυτήν τη γεμάτη από αντιφάσεις βάση δεν αποτελεί καθόλου αντίφαση το γεγονός, ότι η πληθώρα κεφαλαίου συνδέεται με αυξανόμενη πληθώρα του πληθυσμού. Αυτό γιατί, παρ όλο που η συνένωση της πληθώρας του κεφαλαίου με την πληθώρα του πληθυσμού θα μεγάλωνε τη μάζα της παραγόμενης υπεραξίας, θα μεγάλωνε έτσι ακριβώς και η αντίφαση ανάμεσα στους όρους, κάτω από τους οποίους παράγεται αυτή η υπεραξία, και στους όρους κάτω από τους οποίους πραγματοποιείται.» ( Μαρξ 1978β :308-310). «Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια 19

και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθεται στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας» (στο ίδιο, 610). Προτού προχωρήσουμε στην περαιτέρω ανάπτυξη των υποκαταναλωτικών θέσεων του Μαρξ, κρίνεται απαραίτητο να παραθέσουμε την συνθήκη της απρόσκοπτης αναπαραγωγής. Η συνθήκη της απρόσκοπτης αναπαραγωγής Απρόσκοπτη αναπαραγωγή έχουμε όταν η προσφορά είναι ίση με τη ζήτηση και παραθέτουμε ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητή: Το παράδειγμα αυτό εκκινάει απ το παρακάτω σύστημα εξισώσεων, για τον πρώτο χρόνο της αναπαραγωγής. Ι. 5000σ + 1000μ + 1000υ = 7000 μέσα παραγωγής ΙΙ. 1430σ + 285μ + 285υ = 2000 μέσα συντήρησης Σύνολο: 9000 Τα μεγέθη είναι σε αξίες, και ο πρώτος τομέας είναι (λοιπόν) ο τομέας παραγωγής μέσων παραγωγής και ο δεύτερος ο τομέας παραγωγής μέσων κατανάλωσης. Όπου: σ το σταθερό κεφάλαιο μ το μεταβλητό κεφάλαιο υ η υπεραξία Για να ισχύει η συνθήκη της απρόσκοπτης αναπαραγωγής θα πρέπει η προσφορά των μέσων παραγωγής = Ισ + Ιμ + Ιυ = με τη ζήτησή τους = Ισ + ΔΙσ + ΙΙσ + ΔΙΙσ (1) και επίσης η προσφορά των μέσων συντήρησης = ΙΙσ + ΙΙμ + ΙΙυ = με τη ζήτησή τους = Ιμ + Ικ + ΔΙμ + ΙΙμ + ΙΙκ + ΔΙΙμ (2). Όπου: Δ η μεταβολή ενός μεγέθους και κ το μέρος της υπεραξίας που καταναλώνει η καπιταλιστική τάξη. Επιπρόσθετα αν δεχτούμε την υπόθεση ότι «η συνολική ζήτηση των καπιταλιστών ενός τομέα για μέσα παραγωγής και κατανάλωσης είναι ίση με την αξία του ακαθάριστου προϊόντος αυτού του τομέα», τότε θα έχουμε: Ισ + ΔΙσ + Ιμ + Ικ + ΔΙμ = Ισ + Ιμ + Ιυ (3) και ΙΙσ + ΔΙΙσ + ΙΙμ + ΙΙκ + ΔΙΙμ = ΙΙσ + ΙΙμ + ΙΙυ (4). 20

Από (3) Ικ + ΔΙσ + ΔΙμ = Ιυ (3α). Από (4) ΙΙκ + ΔΙΙσ + ΔΙΙμ = ΙΙυ (4α). Δεδομένων των (3α) και (4α) οι (1) και (2) γίνονται: Ισ + Ιμ + Ικ + ΔΙσ + ΔΙμ = Ισ + ΔΙσ + ΙΙσ + ΔΙΙσ (1α) και ΙΙσ + ΙΙμ + ΙΙκ + ΔΙΙσ + ΔΙΙμ = Ιμ + Ικ + ΔΙμ + ΙΙμ + ΙΙκ + ΔΙΙμ (2α). Από (1α) και (2α) Ιμ + Ικ + ΔΙμ = ΙΙσ + ΔΙΙσ (5). Οι συνθήκες της απρόσκοπτης αναπαραγωγής (1) και (2) παίρνουν λοιπόν τη μορφή της (5) με την προϋπόθεση ότι ισχύουν οι (3) και (4). Η (5) «σημαίνει ότι η ζήτηση του τομέα 1 για μέσα κατανάλωσης είναι ίση με τη ζήτηση του τομέα 2 για μέσα παραγωγής.» Επειδή το αριστερό σκέλος της (5) «παριστά όμως την αξία των μέσων παραγωγής, τα οποία προσφέρει ο τομέας 1 αφού αφαιρέσει από τη συνολική του παραγωγή τα μέσα παραγωγής που χρειάζεται ο ίδιος, δηλαδή την καθαρή προσφορά του τομέα 1 σε μέσα παραγωγής, και το δεξιό της σκέλος την αξία των μέσων κατανάλωσης, τα οποία προσφέρει ο τομέας 2 αφού αφαιρέσει από τη συνολική του παραγωγή τα μέσα κατανάλωσης που χρειάζεται ο ίδιος, δηλαδή την καθαρή προσφορά του τομέα 2 σε μέσα κατανάλωσης», η (5) «σημαίνει λοιπόν ότι η καθαρή προσφορά σε μέσα παραγωγής είναι ίση με την καθαρή προσφορά σε μέσα κατανάλωσης. Όταν πληρούται αυτή η συνθήκη, η αναπαραγωγή του συστήματος είναι απρόσκοπτη.» (παρατίθεται σε Οικονομάκης απρόσκοπτη αναπαραγωγή και υποκατανάλωση : 4,5) Ο Μαρξ πάντως εμφανίζει τους μη-παραγωγικούς καταναλωτές ως μια λύση πραγματοποίησης στο ενδεχόμενο μιας κρίσης στη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής λόγω δυσαναλογιών, δηλαδή στο ενδεχόμενο να μη πληρούται η συνθήκη απρόσκοπτης αναπαραγωγής. Γράφει σχετικά, μεταξύ άλλων: «μια κρίση θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο με τις δυσαναλογίες της παραγωγής σε διάφορους κλάδους, και από τη δυσαναλογία ανάμεσα στην κατανάλωση των ίδιων των κεφαλαιοκρατών και στη συσσώρευσή τους. Όπως όμως έχουν τα πράγματα, η αναπλήρωση των επενδυμένων στην παραγωγή κεφαλαίων εξαρτιέται στο μεγαλύτερό τους μέρος από την ικανότητα κατανάλωσης των μη παραγωγικών τάξεων, ενώ η ικανότητα κατανάλωσης των εργατών περιορίζεται εν μέρει από τους νόμους του μισθού εργασίας, και εν μέρει από το γεγονός, ότι τους εργάτες τους απασχολούν τόσο καιρό μόνο, όσο καιρό μπορούν να 21

απασχολούνται επικερδώς από την τάξη των κεφαλαιοκρατών.» ( Μαρξ 1978β: 609-610). Η φιλοκεϋνσιανή Robinson εντόπισε την μαρξιστική αντίθεση στο νόμο του Σαι και σύνδεσε την αντίθεση αυτή με τα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ στο Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου, συγκεκριμένα εντόπισε ότι δεν πληρείται η συνθήκη της απρόσκοπτης αναπαραγωγής. Θεωρεί ότι ο Μαρξ απέρριψε μεν «την ακατέργαστη υπο-καταναλωτική θεωρία που ήταν διαδεδομένη στις μέρες του, αλλά η ανάλυσή του καθαρά οδηγεί στην άποψη ότι η κακή διανομή της καταναλωτικής δύναμης είναι η ρίζα του προβλήματος. Παραθέτει δε την πιο κάτω «σημείωση για μελλοντική ανάπτυξη» --απ το Δεύτερο Τόμο--, που ο Ένγκελς βρήκε και προσέθεσε: «Αντίφαση στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής: οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος έχουν σημασία για την αγορά. Η κεφαλαιοκρατική όμως κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή του εμπορεύματός τους --της εργατικής δύναμης-- όταν αντικρίζει τους εργάτες σαν πουλητές. -- Άλλη αντίφαση: Οι εποχές, κατά τις οποίες η κεφαλαιοκρατική παραγωγή εντείνει όλες της τις δυνάμεις αποδείχνονται κατά κανόνα σαν εποχές υπερπαραγωγής, επειδή οι παραγωγικές δυνατότητες ποτέ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν έτσι, που μ αυτές να μπορεί όχι μόνο να παράγεται περισσότερη υπεραξία, αλλά και να πραγματοποιείται η πούληση όμως των εμπορευμάτων, η πραγματοποίηση του εμπορευματικού κεφαλαίου, επομένως και της υπεραξίας, περιορίζεται όχι μόνο από τις καταναλωτικές ανάγκες της κοινωνίας γενικά, αλλά από τις καταναλωτικές ανάγκες μιας κοινωνίας, που η μεγάλη πλειοψηφία της είναι πάντα φτωχή και καταδικασμένη να μένει πάντα φτωχή» (παρατίθεται σε Οικονομάκης 1999:16). 22

4.ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΟΥ ΖΗΤΗΣΗΣ 4.1.Ο νόμος του Σαι Με την λήξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου, ο τότε αναπτυγμένος κόσμος της Δυτικής Ευρώπης και Αμερικής οδηγείται σε μια εποχή παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης και ανεργίας, με αποκορύφωμα το χρηματιστηριακό Κραχ της Νέας Υόρκης το 1929. Ο Keynes στα έργα του ασχολείται εκτενώς με τα φαινόμενα αυτά, αφού η τότε οικονομική θεωρία (θα την αναφέρουμε στο εξής και ως «οικονομική ορθοδοξία» ή «νεοκλασική οικονομική θεωρία») δεν μπορούσε να τα ερμηνεύσει διότι επί της ουσίας ήταν εκτός του θεωρητικού της ορίζοντα. Η «οικονομική ορθοδοξία» είχε ως βασική αρχή την υπόθεση ότι όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να «χωρέσει» μέσα σε τρείς αγορές: α) την αγορά εμπορευμάτων (υλικών αγαθών και υπηρεσιών), β) εργασίας, γ) χρήματος/ κεφαλαίου, με δυο κυρίαρχα χαρακτηριστικά: α) οι αγορές λειτουργούν υπό καθεστώς τέλειου ανταγωνισμού και β) αρχικά υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στην ζήτηση και στην προσφορά. Μια από τις βασικές αρχές της «οικονομικής ορθοδοξίας», είναι η αντίληψη ότι μέσω των μηχανισμών της προσφοράς και της ζήτησης καθορίζονται οι τιμές ισορροπίας στην αγορά. Αν προχωρήσουμε σε μια κοστολογική ανάλυση των τιμών αυτών θα παρατηρήσουμε ότι αποτελούνται από τα εξής κόστη:το κόστος για μισθούς, το κόστος του κεφαλαίου (τον τόκο) και το κέρδος (μπορεί να προστεθεί και το ενοίκιο για τη γη). Ωστόσο αυτά τα κόστη αποτελούν ταυτόχρονα και τα αντίστοιχα εισοδήματα για τους αντίστοιχους συντελεστές παραγωγής. Οι οπαδοί της θεωρίας πίστευαν ότι σε μια εγχρήματη οικονομία, τα προϊόντα ανταλλάσσονται με χρήμα και το οποίο χρησιμοποιείται για την απόκτηση άλλων προϊόντων. Οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να αποκτήσουν χρήμα για χάρη του χρήματος αλλά για να το χρησιμοποιήσουν στην απόκτηση άλλων προϊόντων. Έτσι, τα χρήματα που απόκτησαν από την πώληση των προϊόντων τους θα τα δαπανήσουν για να αγοράσουν άλλα, δημιουργώντας ζήτηση ίση με την προσφορά τους των προϊόντων τους. Δηλαδή, με την υπόθεση ότι δεν υπάρχει κατακράτηση χρήματος, δηλαδή με την υπόθεση ότι το χρήμα διευκολύνει απλά την ανταλλαγή, προκύπτει ότι τα εισοδήματα θα 23

διατεθούν εξ ολοκλήρου για την ζήτηση του προϊόντος και ότι η συνολική ζήτηση σε «αξία» θα είναι ίση με την αξία που θα προσφέρεται. (Μηλιός, Οικονομάκης Λαπατσιώρας 2000: 334 Αυτή η θέση αποτελεί το «νόμο του Σαι». Μια διατύπωση του νόμου του νόμου του Σαι είναι η ακόλουθη: «η προσφορά δημιουργεί την ιδίαν αυτής ζήτηση». Μία άλλη διατύπωση είναι η ακόλουθη: «δεδομένης μιας απεριόριστης συσσώρευσης κάθε αύξηση στην παραγωγή θα δημιουργήσει αφεαυτής μια ισόποση αύξηση στην ζήτηση, ή η καταναλωτική δύναμη αυξάνει με κάθε αύξηση της παραγωγικής δύναμης». Σ αυτές τις διατυπώσεις πρέπει να προσέξουμε δύο στοιχεία που συνυποδηλώνονται. (Μηλιός, Οικονομάκης, Λαπατσιώρας, 2000: 334). Όπως είδαμε προηγουμένως, με την κοστολογική ανάλυση που επιχειρήσαμε, στην τιμή περιλαμβάνονται τα κόστη παραγωγής αλλά και το κέρδος ή η ζημιά, τα οποία αποτελούν τα εισοδήματα των αντίστοιχων συντελεστών. Επί της ουσίας, τα εισοδήματα αυτά δημιουργούν την αγοραστική δύναμη που είναι ικανή να αγοράσει το συγκεκριμένο προϊόν. Αλλά και ακόμη περισσότερο, η αγοραστική δύναμη μετατρέπεται εξ ολοκλήρου σε δαπάνη για αγορά προϊόντων, δηλαδή ενεργός ζήτηση. Γι αυτό και η οικονομική ύφεση δεν μπορεί να εξηγηθεί ως υποκαταναλωτικό φαινόμενο. Δηλαδή ότι λόγω ανεπαρκούς ζήτησης δημιουργείται κατ αρχή συσσώρευση αποθεμάτων και κατόπιν περιορίζεται ο κύκλος εργασιών. Από την άλλη πλευρά, όπως σε όλες τις σχέσεις, έτσι και μεταξύ της παραγωγής / προσφοράς, της δαπάνης και της ζήτησης, υπάρχει μια αιτιακή σχέση η οποία έχει και μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Πρωταρχική είναι η παραγωγή. Όπως ξέρουμε, σε κάθε επίπεδο τιμών για ένα οποιοδήποτε προϊόν, υπάρχει μια ζητούμενη ποσότητα από τους καταναλωτές και μια προσφερόμενη ποσότητα από τους παραγωγούς και από τις οποίες οδηγούμαστε στο σημείο ισορροπίας της αγοράς. Θεωρώντας την καμπύλη ζήτησης δεδομένη, η οποιαδήποτε διαταραχή στην αγορά θα πρέπει να αιτιολογείται από την πλευρά της παραγωγής. Σε μία εναλλακτική διατύπωση το «βέλος της αιτιότητας» προχωρά από την παραγωγή προς τα εισοδήματα, την δαπάνη και την ζήτηση. Επιπρόσθετο σ αυτά είναι και το θεωρητικό σχήμα ότι αν λειτουργεί ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να υπάρχει ανεργία. Η μόνη ανεργία που μπορεί να παρατηρηθεί είναι η ανεργία τριβής και η εκούσια ανεργία. Η ανεργία τριβής είναι η ανεργία που 24

παρατηρείται για λόγους που έχουν να κάνουν με μια προσωρινή και μερική ανισορροπία (υπερπαραγωγή κάποιων επιχειρήσεων) ή λόγω εποχικής διακύμανσης της αγοράς εργασίας (κατασκευές, γεωργία, τουρισμός) ή λόγω αλλαγής απασχόλησης από μεριάς των εργαζομένων. Η εκούσια ανεργία οφείλεται στην άρνηση ενός προσώπου να αποδεχθεί αμοιβή ίση με τον τρέχοντα πραγματικό μισθό. Για αυτό το λόγο δεν θεωρείται άνεργος με την έννοια ότι δεν αποδέχεται εργασία με τον μισθό που προσφέρεται και που του αντιστοιχεί λόγω του ότι ο πραγματικός μισθός καθορίζεται από το οριακό προϊόν της εργασίας. Κατά τη Νεοκλασική Σχολή άλλο είδος ανεργίας δεν μπορεί να υπάρξει. Όποιος προσφέρεται να εργαστεί με το τρέχοντα μισθό θα μπορεί να βρεί εργασία. Δηλαδή μια μεγάλη σε μέγεθος και παρατεταμένη ανεργία (μη εθελούσια) είναι έξω από τον ορίζοντα των οικονομικών θεωριών της εποχής. (Μηλιός, Οικονομάκης, Λαπατσιώρας, 2000: 336 337). 4.2.Το υπόδειγμα της ενεργού ζήτησης Η «αρχή της ενεργού ζήτησης», η οποία είναι βασική στο έργο του Keynes, αναγνωρίζει τη διάκριση μεταξύ της «παραγωγικής ικανότητας» και «πραγματικής παραγωγής» και κατά συνέπεια την προτεραιότητα της ζήτησης έναντι της παραγωγής, αφού παραγωγική ικανότητα δεν σημαίνει αναγκαστικά και παραγωγή. Ουσιαστικά η προτεραιότητα στην ενεργό ζήτηση σημαίνει αναποδογύρισμα του νόμου του Σαι, δηλαδή αντιστροφή των σχέσεων αιτιότητας μεταξύ παραγωγής και ζήτησης. Διαγραμματικά, η αρχή της ενεργού ζήτησης μπορεί να αποτυπωθεί στο σχήμα 1: AD ΑD 2 AD 1 0 45 o Υ 1 Υ 2 Y f Y Σχήμα1 25

AD: Συνολική ζήτηση Υ : Προϊόν ή εισόδημα που δημιουργείται απ αυτό Από το σχήμα έχουμε ότι για συνολική ζήτηση AD1 έχουμε προϊόν Υ1, και για συνολική ζήτηση AD2 προϊόν Υ2.Παρατηρούμε με την βοήθεια της γραμμής των 45 ο,ότι για παραγωγική ικανότητα Υf (επίπεδο πλήρους απασχόλησης) δεν υπάρχει η αντίστοιχη συνολική ζήτηση, που αποφέρει την υποαπασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων. «Με πολύ απλά λόγια, η ζήτηση δημιουργεί το εισόδημα», γράφει ο Luigi L. Pasinetti, ή όπως μας έχει πει ο Simonde de Sismondi «εάν η γενική κατανάλωση δεν αυξάνει, δεν αυξάνει και η παραγωγή», αφού είναι η κατανάλωση που «προκαλεί την παραγωγή και τη μετρά» (Οικονομάκης 1999:2). Ο Κέυνς χωρίζει τον πληθυσμό σε 2 κατηγορίες: τους παραγωγούς και καταναλωτές και εξ αυτού θεωρεί την συνολική ενεργό ζήτηση ως άθροισμα της ζήτησης για καταναλωτικά (C) και παραγωγικά αγαθά (I), δηλαδή: AD = C + I (1) Κάθε προϊόν που παράγεται σε μια οικονομία και αποτελεί την συνολική ζήτηση δημιουργεί εισόδημα, άρα: AD = Y (2) Από την (1) και (2) έχουμε ότι: Υ = C + I (3) Η σχέση (3) αποτελεί μια συνθήκη ισορροπίας που υποδεικνύει ότι η θεωρητική μελέτη της ενεργού ζήτησης απαιτεί μια θεωρία κατανάλωσης και μια θεωρία επενδύσεων. Θεωρία κατανάλωσης Ο Κέυνς υποθέτει ότι η κατανάλωση είναι θετική συνάρτηση του εισοδήματος, C = f(y) (4) Με δυο βασικές ιδιότητες: 0 < f < 1 και f <0 όπου f η «οριακή ροπή για κατανάλωση» και (1-f ) η «οριακή ροπή για αποταμίευση». Η (4) μπορεί να εκφραστεί και ως γραμμική εξίσωση 1 ου βαθμού: C = α + βυ (4 α ) όπου α: το σταθερό μέρος της κατανάλωσης και είναι ανεξάρτητο του εισοδήματος 26

β=(f ): η οριακή ροπή προς κατανάλωση, που δείχνει κατά πόσο θα μεταβληθεί η κατανάλωση όταν αυξηθεί το εισόδημα κατά 1 μονάδα. (1-β) = (1-f ) = s: η οριακή ροπή προς αποταμίευση Το συνολικό εισόδημα Υ αποτελείται από την κατανάλωση C και την αποταμίευση S Y = S + C <=> S = Y C (5) Από τις σχέσεις (5) (4α) έχουμε S = Y α βυ = -α + (1-β) Υ (6) Αν στη συνθήκη ισορροπίας αντικατασταθεί η τιμή του Υ από την (5) η συνθήκη ισορροπίας (3) θα πάρει τη μορφή C + S (συνολική προσφορά) = C + I (συνολική ζήτηση) S = I (3 α ). Θεωρία επενδύσεων Από τον Pasinetti γνωρίζουμε ότι σε μια βραχυχρόνια περίοδο οι επενδύσεις εξαρτώνται από το προσδοκώμενο κέρδος σε σχέση προς το επιτόκια δανεισμού. «Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι επιχειρηματίες κατατάσσουν όλα τα επενδυτικά τους σχέδια σ έναν κατάλογο, κατά σειρά αποδοτικότητας. Η έγκριση των επενδυτικών σχεδίων γίνεται με βάση τη σχέση του προσδοκώμενου κέρδους προς το επιτόκιο, η δε επιλογή θα σταματήσει στο σημείο εκείνο όπου το προσδοκώμενο κέρδος του τελευταίου επενδυτικού σχεδίου (που καλείται οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου marginal efficiency of capital είναι μόλις μεγαλύτερο ή ίσο προς το επιτόκιο, που εκφράζει το κόστος δανεισμού» ή το κόστος εκ του μη δανεισμού σε τρίτους των ιδίων κεφαλαίων που επενδύθηκαν. (Οικονομάκης 1999: 3). Ουσιαστικά, και σύμφωνα με τον Κώττη, η οριακή αποδοτικότητα είναι ο συντελεστής προεξοφλήσεως των αναμενόμενων αποδόσεων από ένα πρόσθετο κεφαλαιουχικό αγαθό με το κόστος του. Άρα αν θέλει μια επιχείρηση να πραγματοποιήσει μια επένδυση θα πρέπει να συγκρίνει την οριακή αποδοτικότητα (r) με το επιτόκιο (i). Αν r > i, συμφέρει η αγορά του κεφαλαιουχικού αγαθού. Αν r < i, δε συμφέρει η αγορά του κεφαλαιουχικού αγαθού. Αν r = i, κατάσταση ισορροπίας ή η επιχείρηση είναι αδιάφορη ανάμεσα στην αγορά και τη μη αγορά του κεφαλαιουχικού αγαθού. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι η επένδυση θεωρείτε ως θετική συνάρτηση της οριακής αποδοτικότητας και ως αρνητική του επιτοκίου (7). 27