ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α1. Η αρετή αναφέρεται στα συναισθήματα και στις πράξεις στα οποία η υπερβολή θεωρείται σφάλμα και κατακρίνεται, το ίδιο και η έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το σωστό και τα δύο αυτά ανήκουν στην αρετή. Η αρετή, λοιπόν, είναι ένα είδος μεσότητας, αφού βέβαια στοχεύει στο μέσον. Ακόμη η αποτυχία ( το σφάλμα ) έχει πολλές μορφές ( γιατί το κακό ανήκει στο άπειρο, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το αγαθό ανήκει στο πεπερασμένο ), ενώ το να πράττουμε το σωστό έχει μόνο έναν τρόπο [ μπορεί να γίνει μόνο με έναν τρόπο ], ( γι αυτό και το πρώτο είναι εύκολο και το άλλο δύσκολο, εύκολο να αποτύχει κανείς στο στόχο του, αλλά δύσκολο το να επιτύχει). Γι αυτούς τους λόγους, λοιπόν, γνώρισμα της κακίας είναι η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ της αρετής η μεσότητα καλοί με έναν τρόπο ( μπορούμε να γίνουμε ), κακοί όμως ( γινόμαστε) με πολλούς τρόπους. Β1. Ο Αριστοτέλης στην αρχή του συγκεκριμένου αποσπάσματος διατυπώνει ένα συλλογισμό για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρετή είναι μεσότητα. Στη συνέχεια με τη χρήση του ἔτι, θα θελήσει να ενισχύσει την άποψή του προσθέτοντας κάποια στοιχεία για την αρετή. Αυτό το επιχειρεί με μια αναφορά στη φιλοσοφία των Πυθαγορείων και συγκεκριμένα στις δέκα αρχές τους. Ο φιλόσοφος παρουσιάζοντας την αντίθεση ανάμεσα στο λάθος( ἁμαρτάνειν ) που γίνεται με πολλούς τρόπους και είναι σχετικό με την υπερβολή και την έλλειψη, και το σωστό ( κατορθοῦν ), που γίνεται με ένα μόνο τρόπο και σχετικό με τη μεσότητα, επικαλείται τη διδασκαλία των Πυθαγορείων για τις αντίθετες μεταξύ τους δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο. Έτσι, στα αντίθετα ζευγάρια του πίνακα με τις δέκα αρχές των Πυθαγορείων βρίσκονται οι έννοιες ἀγαθὸν - κακὸν και αντίστοιχα ζευγάρια εναντίων τα πέρας ἄπειρον και ἕν πλῆθος που χρησιμοποιεί στο συλλογισμό του ο Αριστοτέλης. Ειδικότερα, το να κάνουμε λάθος ( το κακὸν των Πυθαγορείων ) είναι κάτι που μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους ( πλῆθος των Πυθαγορείων ), γιατί το κακό ( δηλ. το να κάνουμε λάθος ) ανήκει στο χώρο του αδιαμόρφωτου και του χωρίς όρια. Οι κακές πράξεις είναι άπειρες και το άπειρο προκαλεί δέος στην ανθρώπινη λογική. Και οι τρεις έννοιες ( κακὸν, πλῆθος, ἄπειρον ) στις οποίες αναφέρεται ο Αριστοτέλης βρίσκονται στην ίδια στήλη των δέκα αρχών των Πυθαγορείων. Αντίθετα, το να πετύχουμε το στόχο, το ορθό ( το ἀγαθὸν των Πυθαγορείων )γίνεται με έναν τρόπο το ( ἕν των Πυθαγορείων ), γιατί το αγαθό, η επίτευξη του στόχου μας βρίσκεται μέσα σε καθορισμένα όρια ( πέρας των Πυθαγορείων)
Επομένως, το αγαθό, οι καλές πράξεις έχουν καθορισμένα όρια, είναι σύμμετρες και τέλειες, γιατί αυτό που έχει πέρας θεωρείται τελειότερο από το άπειρο και άμορφο. Και οι τρεις έννοιες ( ἀγαθὸν, ἕν, πέρας ) βρίσκονται στην ίδια στήλη και σε θέση αντίθεσης με τις έννοιες κακὸν, πλῆθος, ἄπειρον. Γι αυτό, άλλωστε,είναι αφενός εύκολο να αποτύχουμε στο στόχο μας και αφετέρου δύσκολο να πετύχουμε. Έτσι, ο Αριστοτέλης καταλήγει με τη χρήση επαγωγικής συλλογιστικής μεθόδου στο συμπέρασμα ότι για τον ίδιο λόγο η υπερβολή και η έλλειψη είναι γνωρίσματα της κακίας, ενώ γνώρισμα της αρετής είναι η μεσότητα. Ο παραπάνω συλλογισμός, ωστόσο, ενισχύεται και με το στίχο άγνωστης προέλευσης ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἀπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί. Στο στίχο αυτό τονίζεται ότι η καλοσύνη είναι μια και απλή ενώ οι δρόμοι της κακίας πολλοί και ποικίλοι. Οι άνθρωποι οδηγούνται στην κακία μέσα από την υπερβολή ή παραλείποντας να κάνουν αυτά που πρέπει αντίθετα ο ενάρετος άνθρωπος επειδή είναι προσηλωμένος σε σταθερές αρχές και αξίες επιδιώκει πάντα το μέτρο και η πορεία προς αυτό είναι μόνο μία. Β2 Η αρετή, όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο απόσπασμα του κειμένου είναι ἕξις, δηλαδή η διαρκής κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο ύστερα από άσκηση ώστε να ενεργεί με ένα μόνιμο και σταθερό τρόπο και επειδή ακριβώς οι έξεις γίνονται με την επανάληψη όμοιων ενεργειών, μόνο οι καλές ενέργειες έχουν σχέση με την αρετή. Έτσι, αφού ο Αριστοτέλης προσδιορίζει το προσεχές γένος της αρετής, δίνει στη συνέχεια την ειδοποιό διαφορά της: η αρετή πρέπει να χαρακτηρίζεται και από προαίρεσιν Η προαίρεση είναι η εκλογή που δε γίνεται τυχαία και απερίσκεπτα αλλά κατόπιν λογικής και ώριμης σκέψης. Την ηθική ποιότητα μιας πράξης, θετική ή αρνητική, τη χαρακτηρίζει η προαίρεση, γιατί η πράξη μας δεν αξιολογείται από τα ενδεχόμενα αποτελέσματά της, αλλά από την προαίρεση με την οποία ξεκίνησε. Η προαίρεση είναι ο πυρήνας της ηθικής πράξης, η βάση της αρετής, γεγονός που υπογραμμίζεται επανειλημμένα από τον Αριστοτέλη. Σε ένα άλλο χωρίο του ίδιου έργου διαβάζουμε τους αναγκαίους όρους για να χαρακτηριστεί μια πράξη ενάρετη: Ο άνθρωπος πρέπει να έχει α) συνείδηση της πράξης του ( εἰδώς ) β) την ανάλογη προαίρεση ( προαιρούμενος ) γ) σιγουριά και σταθερότητα στην πραγματοποίησή της ( βεβαίως και αμετακινήτως ). Στη συνέχεια ο φιλόσοφος δίνει τη δεύτερη έννοια η οποία μαζί με την προαίρεση αποτελούν την ειδοποιό διαφορά της αρετής, τη μεσότητα πρὸς ἡμᾶς. Διευκρινίζει, επομένως, ότι η αρετή είναι μεσότητα με κριτήριο εμάς, υποκειμενική μεσότητα και όχι αντικειμενική. Η μεσότητα, άλλωστε, που βρίσκεται σε αντίθεση με την υπερβολή και την έλλειψη είναι κάτι το ορθό και επαινείται και γι αυτό είναι ο στόχος της αρετής. Ωστόσο, η αναφορά στη μεσότητα σε σχέση με εμάς φαίνεται να έχει έναν υποκειμενισμό τέτοιο που μπορεί να οδηγήσει το άτομο στην αυθαιρεσία και στην εύκολη λύση του συμβιβασμού. Έτσι, με την αναφορά στο στοιχείο ὡρισμένῃ λόγῳ
καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν διευκρινίζει ότι αυτό που καθορίζει τη μεσότητα είναι ο λόγος, η λογική, ο ορθός λόγος, το ανθρώπινο λογικό, η ορθή κρίση του φρόνιμου και όχι οποιουδήποτε ανθρώπου. Στο φρόνιμο άνθρωπο ενώνονται και συνυπάρχουν όλες οι αρετές. Όταν υπάρχει η φρόνηση, γράφει αλλού ο Αριστοτέλης, όλες οι αρετές θα υπάρξουν. Οι διάφορες αρετές δείχνουν πώς αντιδρά ο φρόνιμος στις διάφορες περιστάσεις αν λείψει μια αρετή αποδιοργανώνεται το όλον. Έτσι ο ηθικά σπουδαίος αποτελεί μέτρο σύγκρισης για τους άλλους. Είναι αυτός που κατόρθωσε με τις πράξεις του να γίνει παράδειγμα για τους άλλους, ώστε να έχουν τις πράξεις τους ως κριτήριο για την ηθική ποιότητα των δικών τους. Επομένως, με τον καθορισμό του συγκεκριμένου κριτηρίου αντικειμενοποιείται έως ένα βαθμό και περιορίζεται αρκετά ο υποκειμενισμός που φάνηκε να δημιουργείται με την αναφορά στη μεσότητα τη σε σχέση με μας Β3 Εισαγωγή σχολικού βιβλίου Η παράδοση λέει..στο τέλος του Σωκράτη σελ. 147 149 Β4 σχέση : ἕξις ανόρθωση : κατορθοῦται καθαίρεση : αἱρεῖσθαι απάθεια : πάθεσι υπόλοιπο : ἔλλειψις διαβλητός : ὑπερβάλλειν εικαστικός : εἴκαζον ουσία : οὖσα πρακτική : πράξεσι ραστώνη : ῥᾴδιον ΑΓΝΩΣΤΟ Γ1. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Εάν θα ζήσω περισσότερο χρόνο, ίσως θα είναι αναγκαίο να υφίσταμαι τα βάρη του γήρατος και να βλέπω και να ακούω λιγότερο και να σκέφτομαι χειρότερα και να μαθαίνω δυσκολότερα και να ξεχνάω πιο εύκολα, και από όσους προηγουμένως ήμουν
καλύτερος, απ αυτούς να γίνω χειρότερος αλλά αυτά εάν δε συναισθανθώ αφενός η ζωή ( μου ) θα μπορούσε να γίνει ανυπόφορη εάν αφετέρου τα αισθανθώ πώς δεν είναι ανάγκη να ζω και χειρότερα και πιο δυσάρεστα; Αλλά εάν θανατωθώ με άδικο τρόπο, αυτό θα μπορούσε να είναι αισχρό σε αυτούς που άδικα σκοτώσουν εμένα γιατί εάν το να αδικεί κάποιος είναι άσχημο, πώς δεν είναι άσχημο και το να κάνει κάποιος οτιδήποτε άδικα; Γ2 πλείω : πολλοῖς γήρως : γήρᾳ δυσμαθέστερον : τὴν δυσμαθῆ ταῦτα : τούτους ἐμὲ : ὑμῶν ὁρᾶν : ἑώρα ἀποβαίνειν : ἀπόβηθι γίγνεσθαι : γενοίμεθα αἰσθανόμενον : ᾔσθηνται ἀδικεῖν : ἀδικῆσαι Γ3 α) ἐπιτελεῖσθαι : υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης ἀναγκαῖον ἔσται, τελικό απαρέμφατο πρότερον : επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ρήμα ἦν τούτων : γενική συγκριτική (ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός ) στο χείρω ἀβίωτος : κατηγορούμενο στο υποκείμενο ὁ βίος μέσω του συνδετικού ρήματος ἂν εἴη ἐμὲ : αντικείμενο της επιθετικής μετοχής τοῖς ἀποκτείνασιν ὁτιοῦν : σύστοιχο αντικείμενο στο έναρθρο απαρέμφατο τὸ ποιεῖν Γ3β.
Η υπόθεση του υποθετικού λόγου λανθάνει στη μετοχή μὴ αἰσθανομένῳ και η απόδοση βρίσκεται στη δυνητική ευκτική ἂν εἴη ἀβίωτος ὁ βίος Ανάλυση λανθάνοντα υποθετικού λόγου : ΥΠΟΘΕΣΗ : εἰ μὴ ἐγὼ αἰσθανοίμην ( εἰ + ευκτική ) ΑΠΟΔΟΣΗ : ἀβίωτος ἂν εἴη ὁ βίος ( δυνητική ευκτική ) Ο υποθετικός λόγος δηλώνει την απλή σκέψη του λέγοντος ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Μ. ΛΙΑΛΙΟΥ