Σειρά: ΣYΓXPONH ΞENH ΛOΓOΤΕΧNΙΑ

Σχετικά έγγραφα
-The Thorn Birds. Колин Маккалоу Поющие в терновнике Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας Μετάφραση: Βικτώρια Τράπαλη

Κ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ, Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

ο απογραφέας απόσπασμα από το επερχόμενο

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΟΡΙΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΡΕΝΑ

Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'

Παύλος Νιρβάνας. Το αγριολούλουδο

Alexander Soderberg. Ο aνδαλουσιανός φίλος. Δημήτρης Φωτόπουλος. Μετάφραση από τα σουηδικά

Σκηνή 1 η : Στο σπίτι της Ρήνης, πρωί Το λαθρεμπόριο της ζάχαρης

Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι απολύτως συμπτωματική. Το ποίημα στη σελίδα 5 είναι του Έκτορα Ιωάννου.

Συζητώντας με τον ΕΡΜΗ Τόμος Β

Πρόλογος. Άγιος Νικόλαος, Κρήτη Μάιος, 1964 ΤΖΟΝ ΛΕ ΚΑΡΕ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ

Είκοσι χρόνια νωρίτερα, σε ένα νότιο χωριό της επαρχίας Πουντζάμπ.

Περιεχόμενα. Βερολινέζικο Ημερολόγιο (Φθινόπωρο 1930) Σάλι Μπόουλς Στη νήσο Ρούγκεν (Καλοκαίρι 1931) Οι Νόβακ...

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ Π.Ι.Κ. ( ) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

Μίχος Κάρης. Υστερόγραφα

1. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΠΡΩΙΝΑ ΜΕΙΔΙΑΣΜΑΤΑ... 19

Eric Hoffer Ο φανατικός

Τ Ζ Ο Ν Α Θ Α Ν Λ Ε Θ Ε Μ

ΛΕΝΕ ΟΤΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ περνάει πρώτα από το στομάχι.

Βάιος Φασούλας ΜΑΡΙΝΑ. Μυθιστόρημα

ΕNOTHTA 20 ΕΙΡΗΝΗ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

«Σε μια ρώγα από σταφύλι» Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για το Αμπέλι, το Σταφύλι & το Κρασί

Αλλά να μια άσπρη γραμμή από σκόνη σημαδεύεται πάνω στο δημόσιο δρόμο στο έβγα της Παραβόλας προς τη Μαντάνισσα (Παντάνασσα). Ταυτόχρονα ήχος μοτέρ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΖΕΙ, γεννιέται και πεθαίνει μέσα στην αφάνεια.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009 ΤΕΥΧΟΣ ΝΟ. 26 ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΓρΑφΩ αστυνομικές ιστορίες κι έτσι μου προέκυψε πάνω

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΣΤΟ «ΚΕΦΑΛΑΙΟ» TOY MAP

Από το «Δρόμο του Εγώ» στο «Δρόμο των Άλλων»

6. Ρ. Μούζιλ, Ο νεαρός Τέρλες

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΙ ΑΦΗΓΗΤΕΣ, ΛΟΓΙΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σχολή Επιστημών του ] Ανθρώπου *HJ. νθρωπολογίας

ΒΙΒΛΙΟ ΔΑΣΚΑΛΟΥ «Νεοελληνική Γλώσσα Α-Γ Γυμνασίου»

Κώστας Κολυβάς (Μπερδεμπές)

Γιατί ο Θεός δεν μας δίνει πάντα ό,τι του ζητάμε;

Εξαρθρώθηκε κύκλωμα διαρρηκτών στη Φλώρινα

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ

ΣΕΙΡΑ: ΜΙΚΡΗ ΠΥΞΙΔΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα Πρώτη έκδοση: Μάιος 2010, αντίτυπα ISBN:

Ισχυρότατη εντολή. Συνελήφθη τρίτος ύποπτος Τρίτος Ελλαδίτης συνελήφθη ως ύποπτος για το πενταπλό φονικό στην Αγία

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 3)

Απαντήσεις Λογοτεχνίας

ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Γρεβενά 22/05/2012


23 του Νοέμβρη, ανοιχτά της Βαρκελώνης

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 4 ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Δ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ

Χ Ρ Υ Σ Α Δ Η Μ Ο Υ Λ ΙΔ Ο Υ Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Σούννα ανά Μέρα και Νύχτα

Ο γέροντας Ινοσένσιο είναι καθισμένος στην αμμουδιά.

Κεφάλαιο 19. Καταστάσεις στις Οποίες Χάνουμε την Αγάπη και την Ευτυχία μας

Αστυνομική τέχνη. με όλες τις πηγές, ο Τζέισον Στρανκ

ολική άρνηση στράτευσης

Βιογραφικό Σημείωμα ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ

Γ. Ρίτσος: ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ. (Ο Γρηγόρης ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά).

ΑΜΠ ΕΛΟΣ. ΟΧριστιανισμός, θα μπορούσε να πούμε, AΜΠΕΛΙΚΟΥ. «Μπροστά στο Σπήλαιο»

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ενώ πλέον είχαμε μπει στην πέμπτη δεκαετία από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δεν βρέθηκε κάποιος να σηκώσει στην πλάτη του την χρόνια αυτή

(Ε. Π. Παπανούτσου, «Τα νιάτα και ο δάσκαλος», Η παιδεία Το µεγάλο µας πρόβληµα, εκδ. ωδώνη, Αθήνα 1976, σ. 250)

Κύριε Πρόεδρε, θα σας ρωτήσω ευθέως εάν πιστεύετε ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου.

μπορούσαμε και θα έπρεπε να το αντισταθμίσουμε με νέες πολιτικές, με άλλες κατακτήσεις και ωφέλειες. Ο κίνδυνος της αποβιομηχάνισης ήταν βέβαια

Κύρταμο, ή κρίταμο, ή κρίθαμνο. Το γνωρίζουμεν

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Τα Παιδιά της Γαλαρίας

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΟΙΝΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη

Κεφάλαιο Tέλος Κατοχής, νέες απαιτήσεις Οι Πρωτοπόροι και η «αμοιβαία κατανόηση»

Δεν καταρρέει η χώρα, καταρρέει το καθεστώς τους

αντιπληροφορηση η γενικευμένη απαξία, η καταστολή, είναι εδώ για να θωρακίζουν την κατεχόμενη καθημερινότητά μας.

Iανουάριος - Φεβρουάριος 2011, Έτος 15ο - Τεύχος 83ο

-ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ- ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΦΑΣΕΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΑΜΑΞΩΜΑΤΟΣ

Η ΕΡΤ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ «ΠΟΙΑ ΕΡΤ ΘΕΛΟΥΜΕ»

Για το Άμπου Ντάμπι της Σαουδικής Αραβίας θα ξεκινήσουν

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΟΝΑΔΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:

Εβδομαδιαίος προγραμματισμός 9 η εβδομάδα 2 6/11/2015 Θέμα: «Η Ελιά και το Λάδι»

Μάρτιος- Απρίλιος 2009, Έτος 13ο - Τεύχος 72ο. Εκδίδεται από το Γρ α φ ε ί ο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου

Φροντιστήριο «ΕΠΙΛΟΓΗ» Ιατροπούλου 12 & σιδ. Σταθμού - Καλαμάτα τηλ.: & 96390

Τεύχος. Βιβλιοκριτική. Η Εργατική Μεταπολίτευση. Σαρωτική νίκη του ΟΧΙ. 70 χρόνια Άρης. Η Πολιτική Οικονομία των τελεσίγραφων.

Περιεχόμενα. 1. Πρόλογος για μια εξέγερση ή επίλογος για το μύθο του τέλους της ιστορίας Ώ! Τί κόσμος όμορφος αγγελικά πλασμένος...

Μάρκους Σέτζγουικ. Μετάφραση: Μαρίζα Ντεκάστρο ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Έτσι ενεργεί ο Θεός. Έτσι ενεργεί η αγάπη. Έτσι ενεργεί η αλήθεια. Η επίδειξη αυτού

...ένας μουτζούρης με τα φρένα σπασμένα

ΠΡΈΠΕΙ ΑΡΧΊΖΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΩ ότι έχω έναν επιστήθιο

Καλώς ήρθατε στο Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων ( ) Το Παραμύθι των Πετρογέφυρων

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΩΤΗΡΧΟΥ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑ «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ» Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ Τεύχος 1043 / Μαϊος Έλα Πνεύµα Άγιο. Στον καθένα δίνεται η φανέρωση του Πνεύµατος για κάποιο καλό.

Στον Πανούλη. Γιάννης

ΑΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ ΤΕΥΧΟΣ 24 - ΙΟΥΝΙΟΣ 1992 ΕΚΔΟΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «Λ ΓIΛ ΓΑΛΗΝΗ» ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΡΟΣΚΟΠΟΥ. Οι διακρίσεις αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχο διακριτικό για τη στολή, όπως αυτά

Ξύπνησα το πρωί και το κεφάλι μου έλεγε να σπάσει. Τέρμα πια, δεν ξαναπίνω

Από τα σπορ στην καθημερινή ζωή. Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι.

για τη ριζική ανανέωση και αλλαγή της δηµοκρατικής παράταξης και του πολιτικού συστήµατος

Οι διαθρησκειακές εκδηλώσεις και η παράδοσις της Εκκλησίας Αρχιµ. π. Γεωργίου Καθηγουµένου της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Τεχνικές Θεάτρου, Θεατρικού Παιχνιδιού, Εκπαιδευτικού Δράματος νικος γκοβας Ο σχεδιασμός μιας σειράς μαθημάτων , , Οι δυναμικές εικόνες

Από τον "Μύθο του Σίσυφου", μτφ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΝΟΣΤΡΑΚΗ ΕΚ ΟΣΕΙΣ. οσελότος

ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ε.ΔΗ. Κ. (23 Ιουνίου 1985)

Εφημερίδα της Οργάνωσης Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας. Με απόφαση του μονομελούς πλημμελειοδικείου

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Οκόσμοςτωνζώων. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός (Π.Ε.70)

Transcript:

Σειρά: ΣYΓXPONH ΞENH ΛOΓOΤΕΧNΙΑ Συγγραφέας και τίτλος πρωτοτύπου: Meaghan Delahunt, To the island First published in Great Britain by Granta Books, 2011 Copyright Meaghan Delahunt, 2011 Copyright φωτογραφίας εξωφύλλου: Natalie Miller All rights reserved. Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση στην Ελλάδα: Μάρτιος 2012 Mετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Διαμάντης Σχεδιασμός εξωφύλλου Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης Copyright για την παρούσα έκδοση: Εκδόσεις MINΩAΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 fax: 210 27 76 818 www.minoas.gr e-mail: info@minoas.gr ISBN 978-960-481-707-8

Μεγκαν Ντελαχαντ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη

Στον Φράνσις

Το πέρασμα

1 Πρωί στον Πειραιά, ώρα αιχμής, θόρυβος και πυκνή κυκλοφορία. Με το ένα χέρι έσερνε τον μικρό γιο της, αγουροξυπνημένο, να τρίβει ακόμη τα μάτια του. Με το άλλο έσερνε τη βαλίτσα τους στα ραγισμένα πεζοδρόμια. Απομακρύνονταν από τον σταθμό προς την κατεύθυνση του λιμανιού, περνώντας μπροστά από Αφρικανούς μικροπωλητές με τηνπραμάτεια τους, τσάντες και ρολόγια, μπροστά από αδέσποτα σκυλιά, μονόφθαλμες γάτες και ανθρώπους με καροτσάκια που πουλούσαν κουλούρια. Ήταν εξαντλημένη και κρύωνε. Κρυμμένη πίσω από τα μεγάλα γυαλιά ηλίου, με το μαντίλι της δεμένο σφιχτά σαν επίδεσμο, η Λένα έκανε βουβή εξάσκηση στα ελληνικά της. Τράβηξε από την τσέπη του γιου της το πάνινο καπελάκι του και επέμενε να το φορέσει ο μικρός. Δεν του άρεσε καθόλου, το έβλεπε. «Εκεί» του έδειξε ένα καφενείο μπροστά στην προκυμαία, για να του δώσει κουράγιο. «Φτάνουμε, δεν είναι μακριά». Μέσα της ένιωθε έναν άγριο άνεμο να σαρώνει ερείπιακαι στον ορίζοντα μπροστά της έβλεπε μόνο μια μαύρη θά-λασσα. Άνθρωπος πουθενά. «Πού πάμε;» Ο Άλεξ ήταν κουρασμένος από την πολύωρη ~11~

Μεγκαν Ντελαχαντ πτήση και τις τρεις μέρες στην Αθήνα σε κείνο το παράξενο ξενοδοχείο. Είχε κουραστεί από τους πολύβουους δρόμους και τα πρωινά ξυπνήματα. Είχε κουραστεί να ψάχνουν για κάποιον που δεν είχε γνωρίσει ποτέ του. «Ξέρεις πού» είπε η Λένα και προσπάθησε να αγνοήσει τον γκρινιάρικο τόνο στη φωνή του παιδιού. «Σου το είπα χτες. Θα πάρουμε το καράβι». «Ναι, αλλά γιατί;» «Για να πάμε να δούμε τον παππού σου». «Τον Τζόνι;» Ο μικρός ήθελε να την τσιγκλήσει. «Όχι τον Τζόνι» του απάντησε. «Το ξέρεις». «Δεν θέλω άλλον παππού». «Ο Τζόνι έφυγε». Η Λένα σταμάτησε απότομα και στράφηκε προς τα πίσω, αναγκάζοντας τους πεζούς που ακολουθούσαν να αλλάξουν δρόμο. «Δεν θα ξαναγυρίσει. Ποτέ». Ο Άλεξ αγριοκοίταξε τη μητέρα του, παραπαίοντας ανάμεσα στα δάκρυα και στον θυμό. Έμεινε πεισματικά ακίνητος, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ενώ δίπλα τους περνούσαν βιαστικοί οι άνθρωποι. Ύστερα έτριψε πάλι τα μάτια του. «Θα μου δώσεις το Nintendo μου;» Η Λένα ένιωσε απέραντη ανακούφιση. «Και βέβαια, μικρέ. Αμέσως μόλις καθίσουμε». Αισθάνθηκε άσχημα που τον ξεγέλασε με το ηλεκτρονικό παιχνίδι, αλλά δεν είχε κουράγιο για περισσότερες εξηγήσεις. Πώς να εξηγήσει στο παιδί το ταξίδι αυτό όταν δεν μπορούσε ούτε καν να το δικαιολογήσει στον εαυτό της; Γιατί βρισκόμαστε εδώ; Σωριάστηκε σε μια καρέκλα ακριβώς δίπλα στην πόρτα του καφενείου και παρήγγειλε έναν καφέ και μια ζεστή σοκολάτα. Χτες, την τρίτη μέρα τους στην Αθήνα, είχαν αρχίσει την αναζήτηση του Αντρέα. Του άλλου παππού. Του φυσικού της πατέρα. Ήταν μια μακριά, κρύα μέρα. Η Λένα είχε βρεθεί άλλη μια φορά στην ~12~

Τα κυματα του παρελθοντοσ Αθήνα, πριν από είκοσι χρόνια, και οι αναμνήσεις της ήταν πολύ διαφορετικές. Η Πλάκα, η παλιά πόλη κάτω από την Ακρόπολη, ήταν πιο καθαρή απ όσο τη θυμόταν και πιο όμορφη, αλλά λιγότερο χαλαρή. Ήρθαμε εκτός τουριστικής σεζόν, είπε στον εαυτό της, και σε δύσκολες εποχές. Σε μικρή απόσταση από τα καταστήματα των επώνυμων σχεδιαστών, στην Πλατεία Ομονοίας, λιπόσαρκοι πρόσφυγες από το Μπανγκλαντές στριμώχνονταν ο ένας πάνω στον άλλο για να μην ξεπαγιάσουν. Ένας κλοιός αστυνομικών είχε περικυκλώσει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο όπου κάποιοι είχαν αναζητήσει άσυλο. Στο Μοναστηράκι, γύρω από τον σταθμό, έκαναν πιάτσα οι ναρκομανείς. Πάει, αυτό ήταν, συνειδητοποίησε η Λένα. Η Αθήνα είχε ανακαινιστεί, είχε εξωραϊστεί, αλλά οι παρυφές της πόλης παρέμεναν σκληρές και επικίνδυνες. Κοντά στο Σύνταγμα απέφυγαν κάτι οδοφράγματα κι ύστερα βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια διαδήλωση, που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Άνθρωποι που κρατούσαν πλακάτ με το πρόσωπο ενός νεαρού αγοριού. Η Λένα προσπάθησε να διαβάσει το όνομα: «Άλεξ Γρηγορόπουλος». Τέλη Δεκεμβρίου * ο νεαρός είχε σκοτωθεί από σφαίρα αστυνομικού. Οι διαδηλώσεις συνεχίζονταν ακόμη στο κέντρο της Αθήνας. Κατάφεραν να περάσουν ξεφεύγοντας από αστυνομικούς με ασπίδες από πλεξιγκλάς και νεαρούς με κουκούλες. Η άσφαλτος ήταν γεμάτη σπασμένα μπουκάλια και κάλυκες δακρυγόνων. Χριστέ μου. Τι γυρεύουμε εμείς εδώ; είχε αναρωτηθεί η Λένα. Στριμώχτηκε με τον γιο της στην είσοδο μιας πολυκατοικίας και περίμεναν να κοπάσει η φασαρία, σαν να προφυλάγονταν από καταιγίδα. * Στην πραγματικότητα ο Αλέξης Γρηγορόπουλος σκοτώθηκε στις αρχές του Δεκέμβρη, συγκεκριμένα στις 6 Δεκεμβρίου 2008. ~13~

Μεγκαν Ντελαχαντ Χτες είχαν μάθει πως ο Αντρέας, ο φυσικός της πατέρας, δεν ζούσε στην Αθήνα. Τουλάχιστον ζούσε ακόμη, κι αυτό ήταν σίγουρο. Άνοιξε την τσάντα της για να βεβαιωθεί ότι είχε ακόμη το χαρτάκι. Φοβόταν μήπως το χάσει. «Δοκιμάστε να τον βρείτε σε αυτή τη διεύθυνση» είχαν πει οι συγγενείς. «Πηγαίνετε στο νησί». Το καλοκαίρι το καφενείο αυτό στο λιμάνι σίγουρα θα ήταν γεμάτο κόσμο και τα γκαρσόνια θα έκαναν τον γύρο των τραπεζιών σαν αστραπή. Προς το παρόν οι δυο τους ήταν οι μοναδικοί ξένοι και τα γκαρσόνια δεν βιάζονταν καθόλου. Οι υπόλοιποι πελάτες ήταν ένας Έλληνας παπάς με την οικογένειά του στο διπλανό τραπέζι κι ένας γέρος κύριος με μπαστούνι στο απέναντι. Ο γέρος έπινε μικρές γουλιές από το φλιτζάνι του κι έπαιζε το κομπολόι του σε σταθερό, νανουριστικό ρυθμό. Ο Άλεξ σήκωσε τα μάτια από το παιχνίδι του. Ο γέρος κύριος κράτησε τις χάντρες ψηλά, κόντρα στο φως, χαμογέλασε και του έκανε νόημα να πάει κοντά του. Ο Άλεξ σηκώθηκε, έκανε ένα δυο βήματα προς τα κει κι ύστερα γύρισε και κοίταξε τη Λένα. Εκείνη κατάλαβε πως το παιδί ήθελε να πάει. Πάντα τον τραβούσαν οι πατεράδες και οι παππούδες. Τον γοήτευαν οι άντρες που μπορούσαν να του δείξουν τον κόσμο των αντρών. Του έλειπε τρομερά ο Τζόνι. «Εντάξει» του είπε. «Πήγαινε». Εδώ είναι Ελλάδα, σκέφτηκε, κοιτώντας εξεταστικά τον κύριο με το κομπολόι, οι άνθρωποι είναι άνετοι με τα παιδιά. Ο γέρος κύριος έκανε μια επίδειξη στον Άλεξ κι ύστερα του έδωσε το κομπολόι. Έμοιαζε με ροζάριο στα μικρά παιδικά χέρια. Η Λένα κοίταξε απέναντι και χαμογέλασε βλέποντας τον γιο της να στριφογυρίζει τις κεχριμπαρένιες χάντρες και τον γέρο κύριο να ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο παρακολουθώντας το παιδί κατευχαριστημένος. Οι πάντες εκεί μέσα ήταν τυλιγμένοι σε μεγάλα φωτοστέφανα ~14~

Τα κυματα του παρελθοντοσ καπνού, και η Λένα λαχταρούσε να πάρει μέρος στο παιχνίδι. Είχε δύο μήνες να καπνίσει. Είναι ακόμη οι πρώτες μέρες, υπενθύμισε στον εαυτό της. Τι παραπάνω περίμενε; Εμφανίστηκε το πλοίο, σκεπάζοντας όλη τη θέα του λιμανιού, και η Λένα σηκώθηκε να μαζέψει τον Άλεξ. Ο γέρος κύριος χαμογέλασε κι έβαλε πιεστικά το κομπολόι στο χέρι του γιου της. Στα ελληνικά πρώτα και μετά στα αγγλικά είπε: «Ένα δωράκι για σένα. For you, a gift». Η Λένα πρόσεξε ότι οι χάντρες ήταν παλιές και πολυπαιγμένες. Ένα πολύτιμο αντικείμενο. «Ευχαριστούμε, αλλά όχι. Ειλικρινά, δεν» είπε με τα καλύτερα ελληνικά που διέθετε. «Παρ το» επέμενε ο γέρος. «Σίγουρα;» «Βέβαια». «Είστε πολύ καλός» του είπε. «Άλεξ; Τι λέμε;» «Ευχαριστώ» είπε ο Άλεξ. Η μία και μοναδική ελληνική λέξη που ήξερε. «Μπράβο!» είπε ο γέρος κύριος. «Μιλάει πολύ καλά ελληνικά. Από πού είστε;» «Από την Αυστραλία» απάντησε ο Άλεξ. «Πολύ μακριά» είπε ο γέρος. «Πάρα πολύ μακριά» επανέλαβε ο Άλεξ και κοίταξε πέρα προς τον ορίζοντα λες και θα εμφανιζόταν ξαφνικά η στεριά της πατρίδας λες και θα έφερνε πιο κοντά την Αυστραλία κοιτάζοντας τη θάλασσα. Η Λένα ευχαρίστησε ξανά τον γέρο κύριο στα ελληνικά και κείνος έκανε μια χειρονομία αδιαφορίας. «Τίποτα! Καλό ταξίδι». Ο Άλεξ αποχαιρέτησε κουνώντας το χέρι του. «Τι είπε, μαμά;» ρώτησε ψιθυριστά σκύβοντας προς το μέρος της. ~15~

Μεγκαν Ντελαχαντ «Μας ευχήθηκε καλό ταξίδι» είπε η Λένα. «Καλό ταξίδι!» παπαγάλισε ο Άλεξ σε μια τέλεια μίμηση, κοιτάζοντας προς τα πίσω και σηκώνοντας ψηλά το κομπολόι. Αυτό το παιδί είχε κάτι που ώρες ώρες σού ράγιζε την καρδιά. Την έπιασε μια τρελή λαχτάρα να τον σφίξει στην αγκαλιά της και να μην τον ξαναφήσει ποτέ. Αποχαιρέτησαν πάλι τον γέρο κύριο κουνώντας του το χέρι και άρχισαν να ανεβαίνουν στη ράμπα στριμωγμένοι ανάμεσα σε όλους τους άλλους. Τα καφενεία του λιμανιού είχαν αδειάσει, ένα πλήθος συνωστιζόταν προς το πλοίο. Σύννεφα από εξατμίσεις αυτοκινήτων, μουγκρητό φορτηγών, αμάξια, μηχανάκια. Ποδοπατήθηκαν από τον βιαστικό παπά και τη φαμίλια του, έφαγαν μπόλικες αγκωνιές από γριές που κρατούσαν κουτιά ζαχαροπλαστείου. Το μανίκι του Άλεξ σκάλωσε σε ένα κλουβί πουλιού και σκίστηκε. Μέσα στο στριμωξίδι έχασε και το καπελάκι του. Όταν βγήκαν επιτέλους στο κατάστρωμα και σφύριξε το καράβι, η Λένα ένιωσε τον αντίλαλο μες στα σπλάχνα της. Τον λάτρευε αυτόν τον ήχο τη μακρόσυρτη, βροντερή σειρήνα. Σε περασμένα χρόνια θα είχε αισθανθεί το σφύριγμα του καραβιού στο κέντρο του σώματός της. Θα ήξερε πώς να χορέψει στον ρυθμό του. Τώρα δεν ήταν σίγουρη. Δεν ήταν σίγουρη για τίποτε πια. Έξω στο κατάστρωμα ο αέρας μαστίγωνε το πρόσωπο και τα μαλλιά της, καθώς κούμπωνε πρώτα το τζάκετ του Άλεξ και μετά το δικό της. Τον έσφιξε πάνω της. Ένα λεπτό σύννεφο αιθαλομίχλης κρεμόταν πάνω από το λιμάνι. Τη θυμόταν αυτή την κιτρινωπή καταχνιά το «νέφος». Ήταν πολύ χειρότερο πριν από είκοσι χρόνια. Δίπλα τους στο κατάστρωμα, όρθια, μια γριά γυναίκα είχε γείρει πάνω από την κουπαστή και κουνούσε το χέρι, ενώ το λιμάνι του Πειραιά άρχιζε να ξεμακραίνει. Αποχαιρετάει τα εγγόνια της, ~16~

Τα κυματα του παρελθοντοσ υπέθεσε η Λένα. Η γυναίκα φορούσε μαύρα. Μάλλον ήταν χήρα. Ίσως όμως και να πενθούσε κάποιον άλλο αδερφό, αδερφή ή και θεία. Εδώ δεν φορούσαν μαύρα μόνο οι χήρες. Στην Ελλάδα οι χαροκαμένοι δεν κρύβονταν να μην τους δει κανένας. Τους ζήλευε που είχαν μια θέση περίοπτη, αναγνωρισμένη απ όλους. Γιατί μήνες τώρα η ίδια ένιωθε ότι θα έπρεπε να φοράει μαύρα. Άραγε ο χρόνος γιατρεύει πράγματι τις πληγές ή μήπως αυτές οι μαυροντυμένες γυναίκες βρίσκονται κάθε νύχτα, όπως κι αυτή, σε έναν τόπο όλο καμένα δέντρα και στέρφα γη, όπου δεν φυτρώνει πια χορτάρι, παρά μόνο πέτρες; Θα έκλειναν άραγε ποτέ οι πληγές της, θα γέμιζαν τα κενά, θα βρισκόταν ίσως κι αυτή μια μέρα σε ένα μέρος ζεστό, σε κάποιο άλλο μέρος, τη σωστή εποχή; Στο καράβι είχε κλείσει θέσεις στον χώρο των μη καπνιστών. Οι καπνιστές είχαν τη δική τους περιοχή, αλλά ο καπνός έφτανε ως εκεί, και οι παλιές επιθυμίες επέστρεφαν. Αφού τακτοποιήθηκε με τον Άλεξ στα αεροπορικά καθίσματα της αίθουσας, κοίταξε γύρω της. Τέτοια εποχή το καράβι ήταν μισοάδειο. Μια χούφτα ηλικιωμένοι ορεσίβιοι νησιώτες, συν ο παπάς και η φαμίλια του. Εποχιακοί εργάτες, φορτηγατζήδες κι ένας τυφλός λαχειοπώλης. Εδώ ήταν και η οικογένεια με το πουλί στο κλουβί, καθώς κι ένα καλοντυμένο ζευγάρι με ένα αγοράκι. Η Λένα και ο Άλεξ ήταν οι μοναδικοί ξένοι στην αίθουσα. Κοίταξε προς τις θέσεις των καπνιστών τους άντρες που άναβαν τσιγάρο και αναρωτήθηκε αν ο Έλληνας πατέρας της κάπνιζε. Αναρωτήθηκε και δεν ήταν η πρώτη φορά πώς να ήταν αλήθεια αυτός ο άνθρωπος. Ήλπιζε ότι θα την αναγνώριζε με την πρώτη ματιά και θα την αναγνώριζε για ~17~

Μεγκαν Ντελαχαντ δική του κόρη. Αυτή ήταν η εκδοχή τύπου Ντίσνεϊ φυσικά, το ήξερε πολύ καλά, αλλά για πάρα πολλά χρόνια την κρατούσε ζεστή τις νύχτες. Ο πατέρας της είχε εξαφανιστεί. Κι αυτό ήταν το μόνο που ήξερε γι αυτόν στην ουσία. Σαν παιδί το φανταζόταν αυτό κάπως έτσι: Ένας άντρας να ανυψώνεται προς τον ουρανό μέσα σε μια θάλασσα από μπαλόνια. Ή ένας μάγος πάνω στη σκηνή να κόβει κάποιον στα δύο με ένα πριόνι, ένα μεταξωτό πανί να ανεμίζει πάνω από ένα άδειο κιβώτιο, και πάει! Άλλες φορές πάλι φανταζόταν έναν άντρα να απομακρύνεται περπατώντας προς την άκρη του κόσμου. Να περπατά, να περπατά Μακριά από την ακτή όπου στέκονταν αυτή και η μητέρα της. Όσο μεγάλωνε, παρατηρούσε τους μεγάλους, έβλεπε πόσο αληθινοί και στέρεοι ήταν όλοι με σάρκα και οστά και απορούσε: Πώς γίνεται ένας άνθρωπος τη μία μέρα να βρίσκεται κάπου και την άλλη όχι; Κάποιες φορές, όταν διαισθανόταν ότι ίσως κατάφερνε να αιφνιδιάσει τη μητέρα της, να ακούσει από αυτήν κάτι διαφορετικό, ρωτούσε ξαφνικά: «Τι έπαθε; Πού πήγε;». Πάντα οι ίδιες ερωτήσεις. Απροειδοποίητα. Σε έναν διάδρομο του σούπερ μάρκετ, για παράδειγμα, ή μετά το βραδινό φαγητό, ή όταν η μητέρα της τη σκέπαζε στο κρεβάτι. Κάρφωνε την ερώτηση σαν το μαχαίρι στη σάρκα. Ήταν κάτι που είχε μάθει να κάνει από νωρίς. Να χτυπάει γρήγορα, γιατί το μαχαίρι τρυπούσε και προς την άλλη κατεύθυνση. «Εξαφανίστηκε. Μας παράτησε». Κάθε φορά η ίδια απάντηση. «Δεν μας αγαπούσε;» Η Λένα δεν το έβαζε κάτω. «Δεν μας ήθελε;» «Σσσσς» έλεγε πάντα η μητέρα της. «Αρκετά. Ώρα για ύπνο». ~18~

Τα κυματα του παρελθοντοσ Για πολλά χρόνια όλα τα παιδικά της χρόνια η εξαφάνιση της φαινόταν εντελώς ανεξήγητη, σχεδόν σαν θαύμα, όπως γινόταν κρασί το νερό στη Θεία Λειτουργία. Όποτε προσπαθούσε να την κατανοήσει, ήταν σαν να προσπαθούσε να δει συγκεκριμένες μορφές στα σύννεφα ή να βγάλει νόημα από τα όνειρα. Όταν είχαν βγει πια εντελώς έξω από το λιμάνι, κάπου μία ώρα αφότου είχαν ξεκινήσει, ο καιρός άλλαξε δραματικά. Η θάλασσα αγρίεψε, σήκωσε κύμα και ο ουρανός σκοτείνιασε, σαν να είχε απορροφήσει όλα τα συναισθήματά της και να της τα επέστρεφε. Η Λένα δεν είχε καθίσει καθόλου να σκεφτεί σοβαρά την όλη ιστορία. Μπορεί και να μην τον βρούμε. Και να την τώρα, με μια διεύθυνση στην τσέπη, να κατευθύνεται προς ένα άγνωστο νησί. Δεν σκόπευε να κοροϊδέψει τον εαυτό της ότι δήθεν έκαναν διακοπές. Αναρωτήθηκε αν τα ελληνικά της θα αρκούσαν για να τα βγάλει πέρα. Αν αυτή η ίδια μπορούσε πραγματικά να τα βγάλει πέρα. Αν ζούσε ακόμη ο Τζόνι, ο πατριός της, αυτή κι ο Άλεξ δεν θα βρίσκονταν τώρα πάνω σε αυτό το καράβι πηγαίνοντας προς το νησί, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ήταν σαν να είχε χαθεί μαζί του ένα σύνολο από χρόνια που όριζαν το ποια ήταν, πού ζούσε, για τι ζούσε. Ένιωθε σαν να κατέρρεαν τα πάντα μέσα της. Το ένα μετά το άλλο. Ένας χρόνος γεμάτος αίμα και απώλειες, έτσι το έβλεπε. Υπάρχουν κάποιες χρονιές που σε γονατίζουν. Σ αφήνουν ξέπνοη, ολομόναχη πάνω στη σκηνή, να μην θέλεις να ξανα σηκωθείς. Στη «σκηνή»; Συνοφρυώθηκε με τη σκέψη της. Είχε πολύ καιρό να ανεβεί σε σκηνή, μυστήριο πώς ήρθε τώρα αυτή η εικόνα να την κάνει να θυμηθεί τα παλιά και να την αναστατώσει. ~19~

Μεγκαν Ντελαχαντ Είχαν περάσει έξι μήνες από τον θάνατο του πατριού της και δύο από τη δική της εγχείρηση. Ακόμη αισθανόταν την παρουσία του. Ακόμη περίμενε να ξεπροβάλει ο Τζόνι από καμιά γωνιά, με ένα συγκεκριμένο ύφος, μια χαρακτηριστική έκφραση στο πρόσωπό του, να πει κάτι που θα την έκανε να γελάσει, να κάνει μια σβούρα στον αέρα τον Άλεξ κι ύστερα να τον πάρει να του δείξει κάποιο καινούργιο θαύμα της φύσης ή της μηχανικής. Η Λένα ήταν δεκαοχτώ μηνών όταν παντρεύτηκε η μητέρα της τον Τζόνι. Μία από τις πρώτες αναμνήσεις της ήταν να περπατάει προς την εξώπορτα, με αβέβαια βήματα, κρατώντας το χέρι της μητέρας της και βλέποντας τη μεγάλη σκιά του πίσω από το ημιδιαφανές τζάμι. Ο Τζόνι ήξερε ότι ήταν η δεύτερη επιλογή της Κάθριν και το είχε αποδεχτεί. Η γυναίκα του είχε αγαπήσει πολύ κάποιον άλλο του είχε πει την ιστορία, έναν ξένο που την είχε εγκαταλείψει στα κρύα του λουτρού. Δεν τον ένοιαζε. Ένιωθε σαν να είχε κερδίσει τον πρώτο λαχνό στη λοταρία της παμπ. Αισθανόταν πολύ τυχερός που τη βρήκε και ήταν και δέκα χρόνια μικρότερή του. Παχουλή, ξανθιά, ομορφούλα. Τόσο έξυπνη, τόσο ανεξάρτητη. Εντελώς διαφορετική από την πρώην σύζυγό του γιατί τότε ο Τζόνι ταλαιπωρούνταν ακόμη από το λάθος του πρώτου γάμου του. Στα δικά του μάτια η Κάθριν δεν έκανε ποτέ τίποτε στραβό. Τη λάτρευε, γι αυτό κι εκείνη του έκανε τη ζωή δύσκολη. Αλλά ο Τζόνι πίστευε ότι του είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή και ότι ήταν πολύ τυχερός. Έτσι το έβλεπε. «Γιατί είναι τόσο κακιά μαζί σου;» τον είχε ρωτήσει κάποτε η Λένα. Πρέπει να ήταν έξι εφτά χρονών τότε. Ο Τζόνι σταμάτησε αυτό που μαστόρευε κάτι σχετικό με αυτοκίνητα είχε ένα σωρό εξαρτήματα και διάφορα άλλα στην μπροστινή αυλή. Σκούπισε τα χέρια στο παντελόνι του, έσκυψε και τη σήκωσε στον αέρα. «Γιατί έτσι είναι ~20~

Τα κυματα του παρελθοντοσ η Κάθριν. Αλλά αυτό είναι η αγάπη, Ανακατώστρα μου» έτσι την έλεγε πάντα: Ανακατώστρα.«Αυτό είναι η αγάπη» απαντούσε κοιτάζοντας, λες κι ήταν κάτι ιερό, το σπίτι και το δωμάτιο με τις κλειστές κουρτίνες όπου είχε κλειστεί η μητέρα της, στις μαύρες της και πάλι. Μονίμως μαστόρευε έχανε τον καιρό του, κατά την Κάθριν. Διέλυε παλιά πράγματα και τα επισκεύαζε. Πιάνανε τα χέρια του στα μηχανολογικά. Πιάνανε τα χέρια του για πράγματα χαλασμένα, που δεν μπορούσαν να φτιαχτούν. Μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε να δουλέψει ξανά. Είχε στήσει το δικό του συνεργείο, έτσι για χόμπι, και τα Σαββατοκύριακα επισκεύαζε διάφορα που του έφερναν οι κολλητοί του, αυτοκίνητα, ψυγεία, τηλεοράσεις, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. «Θα μπορούσες να κερδίσεις Νόμπελ» έλεγε η μητέρα της μισοαστεία μισοσοβαρά «αν ήσουν μορφωμένος». «Έχω πάει σχολείο» απαντούσε ο Τζόνι. Η φωνή του ήταν πάντα φιλική, σιγανή, δεν ήθελε να την κοντράρει. Ο Τζόνι πάντα μιλούσε ήρεμα. «Το Σχολείο της Ζωής, ε;» Σε αυτό το σημείο, εντελώς ανεξήγητα, η μητέρα της πλησίαζε και του έδινε ένα φιλί στο μέτωπο. «Το καλύτερο σχολείο που υπάρχει» έλεγε. «Έτσι ακριβώς!» Στέκονταν έτσι για λίγο σαν δυο δεμένα βαπόρια που έσπρωχναν ελαφρά το ένα το άλλο. Το χέρι της Κάθριν γύρω από τους ώμους του Τζόνι κι αυτός να γέρνει προς το μέρος της με την ψευδαίσθηση ότι ήταν ασφαλής στο λιμάνι του. Ύστερα η μητέρα της έκανε απότομα πίσω και τραβούσε τις φονικές λέξεις σαν περίστροφο, πυροβολώντας τον εκεί που δεν το περίμενε: «Τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αληθινή μόρφωση». Τον παρατούσε σύξυλο κι έφευγε να χωθεί στο σπίτι. Λόγια σκληρά, που έσκαζαν σαν πυροβο- ~21~

Μεγκαν Ντελαχαντ λισμοί στο κατόπι της, ξερά, χωρίς ειρωνεία, αλλά ούτε και χιούμορ: «Εγώ είμαι το μυαλό του σπιτιού». «Εσύ, αγάπη μου!» της φώναζε ο Τζόνι. Εκείνες τις φορές η Λένα διέκρινε το σύννεφο που σκίαζε το πρόσωπό του, εντελώς αταίριαστο με τον εύθυμο τόνο της φωνής του. Έβλεπε πώς έσφιγγε την εφημερίδα του, πώς έπαιρνε μια βαθιά ανάσα. Διέκρινε το χάσμα ανάμεσα στο πώς φαινόταν κάποιος και το τι έλεγε. Έμαθε να φυλάγεται από αυτό το χάσμα. Κατάλαβε από νωρίς ότι μπορεί να πέσεις μέσα και να πληγωθείς άσχημα. Κάθε μέρα, μετά τη δουλειά, ο Τζόνι καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το σορτς και το φανελάκι του κι έβαζε να πιει μια μπίρα έχοντας τριγύρω τις εφημερίδες και τα βιβλία του διάβαζε πάρα πολύ, ευτυχισμένος σαν κότσυφας. Έτσι τον περιέγραφε η μητέρα της, σάμπως οι κότσυφες να ήταν κάτι απαράδεκτο. Σάμπως η κατάσταση του κότσυφα, η απλή ευτυχία, να ήταν κάτι ξένο. «Αυτή είναι όλη η ουσία, Καθ». Ο Τζόνι έσπρωχνε πίσω την καρέκλα του, άνοιγε τα χέρια και αγκάλιαζε το δωμάτιο, τα παιδιά, την ακαταστασία, το προάστιο, τη Μελβούρνη, το σύμπαν ολόκληρο. «Τράβα φόρα κάνα πουκάμισο» έλεγε η Κάθριν. «Η ψυχρολουσία μου» έλεγε ο Τζόνι, χωρίς ίχνος έχθρας στη φωνή του, και ξαναγύριζε στην Evening Herald. «Είσαι τσαντισμένος». «Είμαι ευτυχισμένος. Και θα σου δείξω αμέσως πόσο». Πεταγόταν από το τραπέζι, την άρπαζε, την έφερνε σβούρα, τη φιλούσε στον λαιμό, και όλη αυτή την ώρα η Κάθριν τον έσπρωχνε μακριά της. «Όχι τώρα, Τζόνι!» Η Λένα καταλάβαινε ότι, με έναν δικό τους τρόπο, ήταν ευχαριστημένοι. ~22~

Τα κυματα του παρελθοντοσ Χρόνια αργότερα, όταν είχε μάθει πια λίγα ελληνικά, το προσδιόριζε αυτό ως εξής: Ο Τζόνι είχε «κέφι», ενθουσιασμό για τη ζωή. Από την άλλη η μητέρα της ποιος ξέρει τι της είχε συμβεί; το είχε χάσει. Τόσο απλά. Ο Τζόνι ήταν παρορμητικός και άνετος. Η μητέρα της κυκλοθυμική και σφιγμένη. Με έναν δικό τους τρόπο αυτοί οι δύο έφτιαχναν ένα ζευγάρι: σαν κομμάτια ακανόνιστου σχήματος που έσμιγαν σε ένα σύνολο, κάτι σαν παζλ, σχήματα έτσι κομμένα που να σχηματίζουν σαν εικόνα ένα είδος οικογένειας. Της Λένας τής ήταν αδύνατον να φανταστεί τον εαυτό της ζευγάρι με κάποιον, να είναι μαζί με κάποιον για πολύ καιρό. Οι σχέσεις της ποτέ δεν κρατούσαν πολύ, και το τι είναι κείνο που κάνει ένα ζευγάρι να λειτουργεί παρέμενε γι αυτήν ένα μυστήριο. Ο Τζόνι έλεγε πως κάθε άνθρωπος είναι ένα μυστήριο. Κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που τον κάνει να λειτουργεί. Φιλόσοφο της πεντάρας τον αποκαλούσε η μητέρα της. Τις μέρες που η Κάθριν δεν μιλιόταν, τη Λένα την έπιανε μια μανία να χοροπηδάει, να φέρνει σβούρες, να κάνει ανάποδες τούμπες για να τραβήξει την προσοχή της. Πηδούσε από καρέκλα σε καρέκλα προσπαθώντας να κάνει τον γύρο του δωματίου χωρίς να αγγίξει το πάτωμα. Πηδούσε από τη ράχη του καναπέ ή από την πίσω βεράντα θέλοντας να πετάξει. Άλλες φορές στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, ακίνητη σαν άγαλμα, με τα χέρια στη μέση, αντιγράφοντας τη μητέρα της. «Κόφ το, Λένα!» τη μάλωνε αυστηρά η Κάθριν. Τότε η Λένα έκανε μεταβολή, πάντα με τα χέρια στη μέση. Μιμούνταν τη στάση της Κάθριν. Είχε καταφέρει να κάνει τη μητέρα της να μιλήσει! Ακουμπούσε το χέρι στην καρδιά της κι έπειτα το άπλωνε σε κείνη προσφέροντάς της ένα αόρατο λουλούδι. Είχε μάθει από πολύ μικρή ότι οι ~23~

Μεγκαν Ντελαχαντ λέξεις τσακίζουν, πονάνε, πληγώνουν. Πρέπει να προσέχει κανείς πολύ με τις λέξεις. Καμιά φορά χρειάζεται να βρεις άλλον τρόπο για να πεις κάτι. «Τι θεατρίνα!» αναφωνούσε η Κάθριν επιτιμητικά, αλλά και με θαυμασμό. «Σε ποιον έμοιασες άραγε; Ο μικρός γελωτοποιός μου!» έλεγε, σχεδόν τρυφερά. «Να δούμε τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» Η Λένα κοίταξε έξω τα μαύρα νερά που ορμούσαν καταπάνω της. Τώρα έπλεαν στην ανοιχτή θάλασσα και ο ουρανός ήταν χαμηλά πάνω από το καράβι. Προσπάθησε να αναπλάσει την εικόνα του Τζόνι από στιγμιότυπα που θυμόταν. Από διακοπές, γενέθλια, ωραίες στιγμές. Τα βράδια, πριν κοιμηθεί, τον θυμόταν στην παραλία να έχει ανάψει τα κάρβουνα και να ψήνει. Ευτυχισμένες εικόνες που ακύρωναν εκείνη την τελευταία. Αστραπές και βροντές. Δυνατή καταιγίδα και η θάλασσα ένα μεγάλο θηρίο που τίναζε αγριεμένο τη γούνα του. Θυμήθηκε τις καταιγίδες στην πατρίδα όταν ήταν μικρή. Τον στατικό ηλεκτρισμό στον αέρα και πώς τον ένιωθε στα χέρια και στα πόδια της. Πώς ηλεκτρίζονταν τα μαλλιά της. Πώς ο ερχομός της καταιγίδας την έβαζε πάντα σε κίνηση. Από παιδί ήθελε να τρέξει προς τα μπουμπουνητά με τα χέρια υψωμένα ή κάνοντας τούμπες. Ένιωσε και τώρα την παλιά επιθυμία, αλλά με αυτές τις βροντές ήταν διαφορετικά. Δεν καταλάβαινε τι της ζητούσαν να κάνει, ούτε είχε πια την ενέργεια να κουνηθεί. Μετά την εγχείρηση οι δονήσεις των ήχων μέσα της ήταν αλλιώτικες. Αισθανόταν κούφιο όλο το εσωτερικό της. Θα έπρεπε να τα ξαναμάθει όλα από την αρχή. Πώς να κινείται, πώς να ακούει. Από τον θάνατο του Τζόνι και μετά ήταν σαν να είχε ~24~

Τα κυματα του παρελθοντοσ γκρεμιστεί ένας ολόκληρος τοίχος στο σπίτι αυτός που κρατούσε όρθιο όλο το οικοδόμημα της οικογένειας. Η θάλασσα έβραζε, ανεβοκατέβαινε άγρια. Το κύμα υψωνόταν σαν μαύρο τείχος κι έσκαζε πάνω στα παράθυρα. Ο Άλεξ ζαλίστηκε, όπως και οι περισσότεροι επιβάτες. Άνθρωποι διέσχιζαν τρεκλίζοντας τους διαδρόμους πιασμένοι από τις μεταλλικές κουπαστές και προσπαθούσαν να φτάσουν στις τουαλέτες. Μεγάλοι άνθρωποι παραπατούσαν σαν μωρά, αναγκασμένοι να κινούνται με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που ήξεραν. Η Λένα χαμογέλασε. Κάθε κίνηση είναι κι ένα χορευτικό βήμα. Στήριξε τον Άλεξ κρατώντας τον από τη μέση. Γύρω της έβλεπε ανθρώπους κατάχλωμους, που αισθάνονταν χάλια. Αμέσως μόλις έπιασε κύμα και το καράβι άρχισε να κλυδωνίζεται, αμέσως μόλις σηκώθηκε όρθια και δοκίμασε να πάει με τον ρυθμό, η διάθεσή της ελάφρυνε. Ήταν η κίνηση που της το προκαλούσε αυτό. Χαμογέλασε πάλι και συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι, προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία της, ακολουθώντας την κίνηση των κυμάτων, περνούσε καλά, διασκέδαζε, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Ένα θαλασσινό μπαλέτο. Τα βήματα και οι κινήσεις έρχονταν από μόνα τους. Έβλεπε τη χορογραφία μες στο μυαλό της και ήθελε να την εκτελέσει. Με μεγάλη προσπάθεια συγκεντρώθηκε ξανά στον γιο της, τον κράτησε ακόμα πιο σφιχτά και του χάιδεψε το κεφάλι για να τον ησυχάσει. Ο Άλεξ ήταν δυστυχισμένος και δεν έφταιγε μόνο η ναυτία. Κατ αρχάς το παιδί δεν ήθελε να φύγει από την Αυστραλία. Δεν ήθελε να αφήσει τους φίλους του στο νηπιαγωγείο. Δεν ήθελε να αφήσει ούτε τη γιαγιά του. Η Λένα είχε προσπαθήσει να του πλασάρει το ταξίδι σαν φοβερή περιπέτεια. Όμως ήξερε ότι στην πραγματικότητα ήταν περιπέτεια μόνο γι αυτήν, ότι είχε πάρει μαζί τον γιο της απλώς για συντροφιά. ~25~

Μεγκαν Ντελαχαντ «Περπάτα σαν καουμπόι» του είπε. «Έτσι». Και του έδειξε πώς να κρατάει την ισορροπία του να βαδίζει σαν χορευτής, με μεγάλα, ανοιχτά βήματα. Ο Άλεξ τής χαμογέλασε θλιμμένα. «Ζαλίζομαι, μαμά» είπε. «Τότε περπάτα σαν ζαλισμένος καουμπόι». Η Λένα προσπάθησε να το ρίξει στο αστείο, αλλά ο τόνος της φωνής της ήταν οξύς, το κατάλαβε και η ίδια. Δεν γίνεται να κρύψεις τίποτε από τα παιδιά. Αφού είχε κλείσει τα εισιτήρια για την Ελλάδα, νοίκιασε το σπίτι της στη Μελβούρνη. Ζήτησε τρεις μήνες άδεια από τη δουλειά της. Αναρρωτική, που θα μπορούσε να την επεκτείνει αν ήθελε. Μαζί της πήρε πολύ λίγα πράγματα χωρούσαν όλα σε μια βαλίτσα. Ήταν πολύ καλή στο πακετάρισμα μαθημένη από την εποχή που έκανε περιοδείες. Ίσως να έβρισκαν κάπου αυτόν τον πατέρα, ίσως και όχι. Όπως ήταν παράδοση για τους συμπατριώτες της, τους Αυστραλούς, είχε διασχίσει τον ωκεανό για να αναζητήσει το παρελθόν της. Είχε έρθει στην Ελλάδα να βρει τις ρίζες της. «Πρόσεξε μην πιάσεις εσύ ρίζες» της είχε πει ο αδερφός της. Η Λένα γέλασε. Γέλασαν και οι δυο. Μια παλιομοδίτικη έκφραση που θυμούνταν από τα μικρά τους χρόνια. «Έπιασα ρίζες έγινα κάκτος». Τρόποι για να δηλώσεις ότι είχες κολλήσει κάπου χωρίς προοπτική. Άλλη μια εικόνα, άλλη μια σημασία τής ήρθε στον νου: Αγόρια των προαστίων μέσα στο φορτηγάκι του πατέρα τους, με το ένα χέρι στο τιμόνι, να κόβουν ταχύτητα με το που έβλεπαν ένα κορίτσι στον δρόμο: «Πάμε να ριζώσουμε πουθενά παρέα;». Άραγε τέτοιο αγόρι θα γινόταν κι ο Άλεξ; Τι είδους άντρας θα γινόταν άραγε; Μα τι πήγαινε και θυμόταν! «Έπιασα ρίζες!» Ποιος χρησιμοποιούσε πια αυτή την έκφραση, διάβολε; ~26~

Τα κυματα του παρελθοντοσ Μετά τη δύσκολη χρονιά που είχαν περάσει όλη αυτή η μετακίνηση των τελευταίων ημερών είχε τον χαρακτήρα αποστολής. Μάλλον για καλό, ή μήπως όχι; Μέσα στην καταιγίδα, καταμεσής στη θάλασσα, άρχισε να ξεχύνεται μουσική από τα μεγάφωνα του πλοίου μια μελωδία παιγμένη με μπουζούκι, και η Λένα ένιωσε τον ήχο να απλώνεται πάνω στους ώμους της. Τώρα ο Άλεξ είχε γείρει επάνω της βαρύς, νυσταγμένος. Ακούμπησε το κεφάλι της στο δικό του κι έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Τη νύχτα πριν φύγουν από τη Μελβούρνη είχε δει ένα όνειρο και με τους δύο πατεράδες της. Να πώς το θυμόταν: Ο Τζόνι, ο πατριός της, μπήκε στο όνειρο σηκώνοντας ψηλά ένα ποτήρι μπίρα και φωνάζοντας, εντελώς ανεξήγητα, στα ελληνικά: «Γεια μας!». Έπειτα κάθισε κοντά της, της χαμογέλασε και της έδειξε κάτι έξω από το παράθυρο. Η Λένα είδε έναν άντρα με το κεφάλι σκυφτό, με μια αξίνα στο χέρι, να σκάβει. Πιο πίσω φαινόταν ένα λευκό εκκλησάκι και πέρα από αυτό μόνο η θάλασσα. Άρχισε τότε να κλαίει πικρά, χωρίς να ξέρει γιατί. Μόνο στα όνειρα άφηνε τον εαυτό της να κλάψει. Ο άντρας συνέχιζε να σκάβει, αρνιόταν να σηκώσει το κεφάλι του. Του φώναξε, μα δεν της απάντησε. Όταν ξύπνησε, το όνειρο ήταν ακόμη νωπό, δεν έλεγε να την αφήσει, και το μαξιλάρι της ήταν μούσκεμα από τα δάκρυα. Διαβάστε τη συνέχεια στο βιβλίο ~27~