Πλοκή. Από ηη Βικιπαίδεια, ηην ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια



Σχετικά έγγραφα
ΕΡΩΤΙΚΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ. Καηοτύρωζη πνεσμαηικής ιδιοκηηζίας με Ελληνικά Τατσδρομεία. Θεαηρικό μονόπρακηο ηοσ Γιώργοσ Ψαρογιάννη. Πρόζωπα

Διαχείριση Πτηνών Συντροφιάς. Η απνβνιή ησλ παιαηώλ πηεξώλ θαη αλάπηπμε λένπ θηεξώκαηνο. Ο ζσζηόο θαη όκνξθα θαηαλεκεκέλνο ρξσκαηηζκόο

Πξόινγνο...3. Ζ νινθιήξσζε ησλ γπκλαζηαθώλ ζπνπδώλ Τν πξόγξακκα ζπνπδώλ ηεο Γ' ηάμεο Γπκλαζίνπ Τη δηδάζθνληαη νη καζεηέο καο...

Α).Να ραξαθηεξίζεηε ηηο παξαθάησ πξνηάζεηο σο ζσζηέο ή ιαλζαζκέλεο, γξάθνληαο δίπια ζηνλ αξηζκό θάζε πξόηαζεο ηε ιέμε «ζσζηό» ή «ιάζνο»:

Ο ΑΝΘΡΧΠΗΜΟ ΣΟΤ ΔΠΗΚΟΤΡΟΤ ΚΑΗ Ο ΓΗΑΦΧΣΗΣΗΚΟ ΣΟΤ ΛΟΓΟ

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΛΙ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ

Η αηςσήρ νομοθεηική ηποποποίηζη ηηρ διαδικαζίαρ επιλογήρ ηων Πποεδπείων ηων Ανωηάηων Δικαζηηπίων

FOODWAX. Κερί επικάλσυης για θρούηα και λατανικά ( Ειδικά για μεηά ηη ζσγκομιδή) ποσ ηρώγεηε.

ΤΜΒΑΖ ΠΑΡΟΥΖ ΝΟΟΚΟΜΔΗΑΚΖ ΠΔΡΗΘΑΛΦΖ

Ο πόνοσ τθσ επιςτροφισ

ΓΗΑΓΡΟΜΔ ΣΖ ΦΤΖ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΣΑ ΞΔΝΑΓΖΖ ΣΖ ΔΣΑΗΡΗΑ ΠΡΟΣΑΗΑ ΠΡΔΠΧΝ

Αλεξάνδρου Στράτος. Εργοθεραπευτής. Διαφορετική άποψη

Θόδωρος Μαράκης «Η ανηικαπιηαλιζηική αναζύνθεζη είναι η ιζηορία ηοσ οργανωμένοσ εργαηικού κινήμαηος», Φιεβάξεο 2008

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΑΡΜΟΓΗ To ζέκα ηεο θνηλσληθήο πξνζαξκνγήο ηνπ παηδηνχ, είλαη αξθεηά πιαηχ αγθαιηάδεη πνιινχο ηνκείο πνπ αθνξνχλ ηελ θνηλσληθνπνίεζε ηνπ

Απαηηνύκελα δηθαηνινγεηηθά γηα ΓΩΡΔΑΝ ίηηζε

Ειέλε Μνπζνπιή Μνπζεηνπαηδαγσγφο, Κέληξν Δλεκέξσζεο «ΓΡΤΑ»

Αναλυτικό πρόγραμμα Εργαςτηρίου Κηπουρικήσ

Καταςκευή χειροποίητησ κοφκλασ.

Επηηπγράλνληαο ηε κεηαξξύζκηζε Δηαξζξσηηθέο πξνηεξαηόηεηεο ζε θαηξνύο θξίζεο

ΑΡΥΑΙΑ ΔΛΛΗΝΙΚΑ ΘΔΩΡΗΣΙΚΗ ΚΑΣΔΤΘΤΝΗ ΓΙΓΑΓΜΔΝΟ ΚΔΙΜΔΝΟ

Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής.

2ο ελάρηο: Ενιαίος ζσνηελεζηής ΦΠΑ 18% και μειωμένος ζσνηελεζηής 6,5% για θάρμακα, βιβλία, εθημερίδες, αγαθά πρώηης ανάγκης

Η ζύγκριζη ηων απογραθών νόμιμοσ πληθσζμού

ΥΔΓΙΟ ΝΟΜΟΤ «ΔΠΔΙΓΟΝΣΑ ΜΔΣΡΑ ΔΦΑΡΜΟΓΗ ΜΔΟΠΡΟΘΔΜΟΤ ΠΛΑΙΙΟΤ ΓΗΜΟΙΟΝΟΜΙΚΗ ΣΡΑΣΗΓΙΚΗ »

Επηθνηλσλία θαη Σρέζεηο Ζεπγαξηώλ Επζηξαηηνο Παπάλεο, Επηθνπξνο Καζεγεηήο Κνηλσληνινγίαο Παλεπηζηεκίνπ Αηγαίνπ-Ψπρνιόγνο

Α Π Ο Π Α Μ Α. Από το πρακτικό τθσ αρίκμ. 21/2013 ςυνεδρίαςθσ του Δθμοτικοφ υμβουλίου τυλίδασ, Αρ. Απόφαςθσ: 224/2013

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ. Ακνύηδαο Κπξηάθνο Επίθνπξνο Καζεγεηήο

ΔΚΘΔΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΗ ΤΝΔΠΔΙΩΝ ΡΤΘΜΙΔΩΝ ΤΠΟΤΡΓΔΙΟ: ΑΝΑΠΣΤΞΗ, ΑΝΣΑΓΩΝΙΣΙΚΟΣΗΣΑ, ΤΠΟΓΟΜΩΝ, ΜΔΣΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΓΙΚΣΤΩΝ ΤΠΗΡΔΙΑ: ΓΔΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΣΔΙΑ ΚΑΣΑΝΑΛΩΣΗ

ΚΔΦΑΛΑΙΟ Α. χζηαζε Επσλπκία Έδξα Δηάξθεηα θαη θνπφο ηεο Εηαηξείαο.

ΠΑΝΔΛΛΑΓΙΚΔ ΔΞΔΣΑΔΙ Γ ΣΑΞΗ ΗΜΔΡΗΙΟΤ ΚΑΙ Γ ΣΑΞΗ ΔΠΔΡΙΝΟΤ ΓΔΝΙΚΟΤ ΛΤΚΔΙΟΤ ΝΔΟΔΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΣΔΥΝΙΑ ΘΔΩΡΗΣΙΚΗ ΚΑΣΔΤΘΤΝΗ ΠΑΡΑΚΔΤΗ 22 ΜΑΪΟΤ 2015 ΑΠΑΝΣΗΔΙ


ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ. Σησ μαθήτριασ Αργυρώσ αραντή του τμήματοσ Α 3 εργαςία τρίτου τριμήνου

Αναλςηική πεπιγπαθή ηηρ Μελέηηρ: «Ο Παπάνομορ Τύπορ ζηιρ ζςλλογέρ ηων ΑΣΚΙ ( ). Από ηη δικηαηοπία ηος Μεηαξά ζηη Μεηαπολίηεςζη»

ΔΘΠΑΗΓΔΤΣΗΘΖ ΡΗΕΟΠΑΣΗΘΖ ΤΝΔΡΓΑΗΑ ΑΤΣΟΝΟΜΖ ΠΑΡΔΜΒΑΖ -ΑΝΔΞΑΡΣΖΣΔ ΘΗΝΖΔΗ

Καλζσ Πρακτικζσ των χολείων Ι

Ομοιοπαθητική Φαρμακολογία Τόμος Γ

Ο Μέγαο Σξφπνο ηεο Οινθιήξσζεο ηνπ Φάινπλ Νηάθα

Το Ημερολόγιο ενός Τρελού Πεξηζηαηηθά από τη ζωή του σε μια λογική Κοινωνία

ΓΔΛΣΙΟ ΣΤΠΟΤ. Δπηζπλάπηεηαη ε επηζηνιή ηνπ πξνέδξνπ ηεο Κ.Δ.Δ.Δ.

ΣΘΣΛΟ ΜΑΘΗΜΑΣΟ: ΤΔΑΣΘΚΟΘ ΠΟΡΟΘ ΣΕΥΝΘΚΗ ΤΔΡΟΛΟΓΘΑ ΕΝΟΣΗΣΑ: ΕΞΑΣΜΘΘΔΘΑΠΝΟΗ ΟΝΟΜΑ ΚΑΘΗΓΗΣΗ: Θ. ΖΑΥΑΡΘΑ ΣΜΗΜΑ: Σκήκα Δηαρείξηζεο Πεξηβάιινληνο θαη

ΘΔΧΡΙΑ ΓΙΓΑΚΣΙΚΗ ΣΟΤ ΠΟΓΟΦΑΙΡΟΤ Ι ΣΔΥΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΠΙΓΔΞΙΟΣΗΣΑ ΣΟ ΠΟΓΟΦΑΙΡΟ ΚΔΦΑΛΙΑ ΚΑΙ ΣΑΚΛΙΝΓΚ ΣΜΗΜΑ ΔΠΙΣΗΜΗ ΦΤΙΚΗ ΑΓΧΓΗ & ΑΘΛΗΣΙΜΟΤ

ΣΑ ΓΔΚΑ ΠΙΟ ΤΥΝΑ ΛΑΘΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΣΟΝ ΑΓΩΝΑ ΜΑΪΟΤ ΥΑΝΙΑ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Γήκεηξα Θενηόθε - Αιπθαληή Το Άρωκα ηες Λεβάληας ηεο Από ηηο εθδόζεηο Δπηάινθνο, Αζήλα 2008

ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΗΣ ΕΦΙΔΝΑΣ- ΛΙΤΣΑ ΧΑΡΑΥΤΗ. ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΗΕ ΕΦΙΔΝΑΣ Κεφάλαιο 1

ΓΔΝΗΚΟ ΛΤΚΔΗΟ ΓΑΣΟΤΝΖ. «Παραδοσιακοί οικισμοί και πέτρα»

Πρόγραμμα επηέκβξηνο 2010

Σ.Δ.Η ΑΝΑΣΟΛΗΚΖ ΜΑΚΔΓΟΝΗΑ - ΘΡΑΚΖ ΥΟΛΖ: ΗΟΗΚΖΖ ΚΑΗ ΟΗΚΟΝΟΜΗΑ ΣΜΖΜΑ: ΗΟΗΚΖΖ ΔΠΗΥΔΗΡΖΔΩΝ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 51 η. Προς όλους τους Συμβολαιογράφους της χώρας. Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

ΓΙΑΣΙ ΔΝΑΛΛΑΚΣΙΚΗ ΙΑΣΡΙΚΗ;

Σ.Δ.Ι. ΚΑΒΑΛΑ ΥΟΛΗ ΓΙΟΙΚΗΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΙΚΗ ΠΣΤΥΙΑΚΗ ΔΡΓΑΙΑ

Τν ζέιεκα ηνπ Θενύ θαη ε ειεπζεξία ηνπ αλζξώπνπ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΚΟ ΗΜΕΙΩΜΑ. -Καηαξγνχληαη παξσρεκέλεο ξπζκίζεηο /παξεκβάζεηο ηνπ θξάηνπο ζηε ιεηηνπξγία ηεο αγνξάο πνπ έρνπλ μεπεξαζηεί απφ ηηο εμειίμεηο.

Ναςμασία ηηρ Σαλαμίναρ

ΤΝΕΝΣΕΤΞΗ ΣΗΝ ΓΙΩΣΑ ΦΛΩΡΟΤ Πνιύρξσκα πλαηζζήκαηα, Δεκνηηθό Ραδηόθσλν Ισαλλίλσλ Σεηάξηε 13/5/

Ν. 5101/31 (ΦΕΚ-238 Α') Θέμα : «Περί ενεργείας εράνων και λαχειοφόρων ή φιλανθρωπικών αγορών»

Θαβάια, Αξηζ. Πξση: 575 ΔΙΙΖΛΗΘΖ ΓΖΚΟΘΡΑΣΗΑ ΓΔΩΣΔΥΝΙΚΟ ΔΠΙΜΔΛΗΣΗΡΙΟ ΔΛΛΑΓΑ ΠΑΡΑΡΣΖΚΑ ΑΛΑΣΟΙΗΘΖ ΚΑΘΔΓΟΛΗΑ. Ππορ:

Γηνξηζκνί ζπγγελώλ. Γηνξηζκνί θίιωλ θαη θνκκαηηθώλ ζηειερώλ

Αλαζεώξεζε 8 Ιαλνπάξηνο 2003

ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ Ι. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Π.Ε. Τηλ : , Φαξ : info@drasiscamp.eu

Σύμβαζη μίζθωζης κοινόχρηζηων χώρων προς διενέργεια διαθήμιζης

ΑΡΙΘΜΟ 0568/ ΤΜΒΑ Η ΥΡΗΜΑΣΟΓΟΣΗ Η Ι.ΝΔ.ΓΙ.ΒΙ.Μ. - ΥΟΛΙΚΗ ΔΠΙΣΡΟΠΗ Β' ΘΜΙΑ ΔΚΠΙΓΔΤ Η ΠΤΛΑΙΑ -ΥΟΡΣΙΑΣΗ

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ντουέντε

Πνιύρξσκα ζπλαηζζήκαηα: ΤΝΔΝΣΔΤΞΖ ΣΖ ΓΗΩΣΑ ΦΛΩΡΟΤ Γεκνηηθό Ραδηόθσλν Ησαλλίλσλ

ΑΡΙΣΟΣΔΛΔΙΟ ΠΑΝΔΠΙΣΗΜΙΟ ΘΔΑΛΟΝΙΚΗ Παξαηεξεηήξην ηεο Αθαδεκατθήο Πνξείαο Φνηηεηψλ πνπ αλήθνπλ ζε Δπαίζζεηεο Κνηλσληθέο Οκάδεο

ΟΙ ΔΞΙ ΔΤΑΓΓΔΛΙΜΟΙ ΣΟΤ ΑΚΑΘΙΣΟΤ

12. ΠΑΤΛΟ: ΑΠΟΣΟΛΖ ΚΑΙ ΜΖΝΤΜΑ

Σθιεξή δνπιεηά γηα λα έρεη απνηέιεζκα

- Γηαθνξεηηθα, ρσξηο παηξηδα, ρσξηο νηθνγελεηα... Γελ ερσ θαλελαλ... νπηε παηεξαο ππαξρεη...

ΔΕΛΣΙΟ ΣΤΠΟΤ

23 ο ΔΗΜΟΣΘΚΟ ΥΟΛΕΘΟ ΝΘΚΑΘΑ Ε2 Η ΓΕΝΝΗΗ ΣΗ ΦΤΗ ΜΕΑ ΑΠΟ ΣΑ ΜΑΣΘΑ ΣΩΝ ΑΡΥΑΘΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ο ΔΗΜΟΣΙΚΟ ΜΑ ΚΗΠΟ ι ΣΟ ΠΑΡΚΟ ΣΗ ΚΑΣΕΡΙΝΗ ΤΠΔΤΘΤΝΟΗ ΚΑΘΖΓΖΣΔ: ΔΒΑΣΖ ΠΑΝΣΔΛΗΑΓΟΤ ΓΖΜΖΣΡΖ ΜΠΔΨΝΑ

Σελ επνρή επίζεο ηεο Αηγππηηνθξαηίαο αλαζέξζεθε θαη ν λαόο ηεο Κνηκήζεσο ηεο Θενηόθνπ ζην Φπρξό. Ζ πεξίνδνο όκσο θαηά ηελ νπνία παξαηεξείηαη αιεζηλόο

ΟΗΚΟΝΟΜΗΚΔ ΚΑΣΑΣΑΔΗ ΣΖ 31 ΓΔΚΔΜΒΡΗΟΤ ΤΜΦΩΝΑ ΜΔ ΣΑ ΓΗΔΘΝΖ ΠΡΟΣΤΠΑ ΥΡΖΜΑΣΟΟΗΚΟΝΟΜΗΚΖ ΑΝΑΦΟΡΑ όπσο απηά έρνπλ πηνζεηεζεί από ηελ Δπξσπατθή Έλσζε

ΑΞΙΟΛΟΓΗΗ ΠΡΟΧΠΙΚΟΤ ΦΤΥΟΜΕΣΡΙΚΑ ΣΕΣ

(πλέρεηα νκηιίαο θ. Βαζίιεηνπ Κνξθίδε, Πξόεδξνπ ηεο Διιεληθήο πλνκνζπνλδίαο

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΝΤΟΡΑ. Σειεπηαία Απνζήθεπζε: 27/5/2015 8:42:00 κκ Σειεπηαία εθηχπσζε ηελ 27/5/2015 8:42:00 κκ

ΣΔΥΝΟΛΟΓΙΚΟ ΔΚΠΑΙΓΔΤΣΙΚΟ ΙΓΡΤΜΑ ΚΑΒΑΛΑ ΥΟΛΗ ΓΙΟΙΚΗΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΙΚΗ. διδαζκόνηων για ηο ημήμα Λογιζηικήρ σειμεπινού εξαμήνος

Η δήιεηα είλαη έλα δπζάξεζην ζπλαίζζεκα πνπ πξνθαιείηαη απφ ηνλ θφβν κήπσο θάπνηνο ράζεη ή κήπσο κνηξαζηεί κε άιινλ απφ πνπ ήδε θαηέρεη.

ΚΑΝΟΝΙΜΟ ΥΡΗΜΑΣΟΓΟΣΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΣΩΝ

1. Εισαγωγή - Ομόλογες σειρές.

Ανοικηές ζε νέα πρόζηιμα παραμένοσν οι σποθέζεις ειζοδήμαηος

: «Κοινοποίηζη ηης 166/2012 Γνωμοδόηηζης ηοσ Ν..Κ.»

«Εμβολιαςμοί ςτθν εγκυμοςφνθ»

Γηαρείξηζε ζπγθξνύζεσλ Νίθε Ρνπκπάλε

Η Δκπαίδεσζη για ηο Περιβάλλον και ηην Αειθορία ζηο ζημερινό ζτολείο. Ένα παράδειγμα: «Θερμαϊκός, η θάλαζζά μας»

ΝΔΟΔΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΣΔΥΝΙΑ Γ ΛΤΚΔΙΟΤ ΘΔΩΡΗΣΙΚΗ ΚΑΣΔΤΘΤΝΗ ΠΑΝΔΛΛΑΓΙΚΔ ΔΞΔΣΑΔΙ 22 ΜΑΪΟΤ 2015 ΔΝΓΔΙΚΣΙΚΔ ΑΠΑΝΣΗΔΙ

Π.Ο.Δ.-Ο.ΣΑ. ΓΡΑΦΔΙΟ ΣΤΠΟΤ

ΑΔΑ: ΒΙΦ1Η-Φ9Σ. Αθήνα, 29 Απριλίου 2014 Ω ΠΙΝΑΚΑ ΔΙΑΝΟΜΗ Α.Γ.Α.: Να ζηαλεί και με

Σετνολογικό Δκπαιδεσηικό Ίδρσμα Καβάλας τολή Γιοίκηζης και Οικονομίας Σμήμα Λογιζηικής

σεδιαζμόρ ζειπάρ ζςζκεςαζιών για γάλα

Δπέλδπζε ζηελ Απηνδηνίθεζε κε επαλαιεηηνπξγία γξαθείνπ ΔΔΣΑΑ παξάιιεια κε ηελ έλαξμε κεηαπηπρηαθνύ ηκήκαηνο γηα ΣΑ

Ζ Ηζηνξία ηνπ ακπειηνύ

ΘΕΜΑ : Σχετικά με θέματα που έχουν ανακύψει για την αναγνώριση στρατιωτικής υπηρεσίας, βάσει των διατάξεων του ν.3863/2010.

Ζ Αξκνηξνπηθή Γηαξκίζηξα [1]

ρσξηά καο! Συςχέτιςε το όνομα ςου με αξίεσ κοινωνικήσ ευαιςθηςίασ.

Η επώηηζη. Γράφουν: ΧΑΡΑ ΣΖΑΝΑΒΑΡΑ, ΜΑΡΙΑ ΔΕΔΕ, ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΤΗ, ΝΙΚΟ ΡΟΤΜΠΟ, ΑΓΝΗ ΒΡΑΒΟΡΙΣΟΤ

Κάζε ελδηαθεξφκελν. Ζπάκλειο, 07/10/2011 Α.Π. 2553

ΑΠΟΠΑΜΑ. Από ην πξαθηηθό ηεο 30/09/2011 ζπλεδξίαζεο Γ ηεο Γεκνηηθήο Κνηλόηεηαο Αγίνπ ηεθάλνπ.

Transcript:

Η Φόνιζζα είλαη λνπβέια ηνπ ζπγγξαθέα Αιέμαλδξνπ Παπαδηακάληε. Πξόθεηηαη γηα ην δεύηεξν ζπγγξαθηθό έξγν ηνπ θαη ζεσξείηαη έλα από ηα θνξπθαία ηεο λενειιεληθήο ινγνηερλίαο. Είλαη γξακκέλν ζηελ θαζαξεύνπζα θαη απνηειείηαη ζπλνιηθά από 17 θεθάιαηα. Δεκνζηεύζεθε γηα πξώηε θνξά ζην πεξηνδηθό «Παλαζήλαηα» ζε ζπλέρεηεο από ηνλ Ιαλνπάξην σο ηνλ Ινύλην ηνπ 1903, έρνληαο ηνλ ππόηηηιν «θνηλσληθόλ κπζηζηόξεκα». Η πινθή ηνπ εθηπιίζζεηαη ζηελ ηδηαίηεξε παηξίδα ηνπ ζπγγξαθέα, ηε Σθηάζν. Πλοκή Κεληξηθό πξόζσπν ηεο ηζηνξίαο είλαη ε Φξαγθνγηαλλνύ, κία ειηθησκέλε ρήξα, ε νπνία έδεζε κηα βαζαληζκέλε δσή ζαλ παηδί, ζαλ ζύδπγνο, ζαλ κεηέξα θαη ζαλ γηαγηά, καζεκέλε πάληα λα ππεξεηεί ρσξίο αληηξξήζεηο ηνπο αλζξώπνπο ηνπ πεξηβάιινληόο ηεο. Η πείξα ηεο δίδαμε όηη ε δσή γηα κηα γπλαίθα είλαη γεκάηε βάζαλα θαη ε ζεσξία ηεο ήηαλ όηη ε γέλλεζε ελόο θνξηηζηνύ δελ θέξλεη παξά δπζηπρία, όρη κόλν ζην ίδην ην παηδί, αιιά θαη ζηελ νηθνγέλεηά ηνπ, ηδίσο αλ είλαη θησρή. Έλα βξάδπ θαζώο μελπρηάεη ζηελ θνύληα ηεο άξξσζηεο λενγέλλεηεο εγγνλήο ηεο, πεξλνύλ απ' ην κπαιό ηεο όιεο νη δύζθνιεο ζηηγκέο ηεο δσήο πνπ έδεζε. Τν κπαιό ηεο ζνιώλεη θαη ζθνηώλεη ην βξέθνο πξνθαιώληαο ηνπ αζθπμία, ελώ ν ζάλαηνο ζεσξείηαη από ηνλ γηαηξό θπζηνινγηθόο. Αλ θαη αξρηθά ληώζεη ηύςεηο, θαηά βάζνο δελ κεηαληώλεη γηα ηελ πξάμε ηεο. Αληίζεηα, ηεο γίλεηαη έκκνλε ηδέα όηη ε κνίξα ηελ έρεη ηάμεη λα ζώζεη ηνλ θόζκν απαιιάζζνληαο ηνλ από κηθξά θνξίηζηα. Τα επόκελα εγθιήκαηά ηεο έρνπλ γηα ζύκαηα ηξία κηθξά αζώα θνξηηζάθηα, ρσξίο πιένλ θαζόινπ ηύςεηο, αιιά θαη ρσξίο λα είλαη ζε ζέζε λα ζπλεηδεηνπνηήζεη ην θαθό πνπ έρεη θάλεη. Η ρσξνθπιαθή ηελ ππνςηάδεηαη θαη απνθαζίδεη λα ηε ζπιιάβεη, κε αθνξκή όκσο έλα έγθιεκα πνπ δελ έρεη δηαπξάμεη. Έλα θνξηηζάθη πλίγεθε κέζα ζ' έλα πεγάδη θαη θνληά ηνπ βξηζθόηαλ ε Φξαγθνγηαλλνύ. Αλ θαη επρήζεθε λα πληγεί ην παηδί, ε ίδηα πνηέ δελ ην έζπξσμε. Σηελ πξνζπάζεηά ηεο λα μεθύγεη από ηνπο ρσξνθύιαθεο, ε Φξαγθνγηαλλνύ απνθαζίδεη λα θαηαθύγεη ζην εξκεηήξην ελόο αζθεηή θαη λα ηνπ εμνκνινγεζεί ηα ακαξηήκαηά ηεο. Τε ζηηγκή όκσο πνπ πξνζπαζεί λα μεπεξάζεη έλα ζηελό πέξαζκα, ε παιίξξνηα ηελ πξνιαβαίλεη θαη ε γεξόληηζζα πεζαίλεη, αλάκεζα ζηελ αλζξώπηλε θαη ηε ζεία δίθε. Από ηη Βικιπαίδεια, ηην ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

αδυναμίαςεκείνου, ήτοσυγχρόνωςκαικηδεμώναυτού όταναπέκτησε τέκνα, έγινεδούλατωντέκνωντης όταντατέκνατηςαπέκτησαντέκνα, έγινεπάλινδουλεύτριατωνεγγόνωντης. Τονεογνόνείχεγεννηθήπροδύοεβδομάδων. Η μητέρα τουείχε κάμειβαριά λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επίτης κλίνης, η πρωτότοκοςκόρητηςφραγκογιαννούς, ηδελχαρώητραχήλαινα. Είχαν βιασθήνατοβαπτίσουντηνδεκάτηνημέρανεπειδήέπασχεδεινώς είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλυτερεύει ολίγον, τηνπρώτηνβραδιάν, καιοβήχαςεκόπασενεπ' ολίγον. Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσειύπνον εις του οφθαλμούς της, ουδέεις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίοντου μικρού πλάσματος, το οποίονουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένειειςτους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάνεπέζη, καιαυτό. Καιδενήτοικανόννααισθανθήκαντην απορίαν, τηνοποίανμόνηημάμμηδιετύπωνεκρυφίωςμέσατης: «Θε μου, γιατίναέλθηστονκόσμοκιαυτό;» Η γραία το ενανούριζε, καιθαήτονικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσαςνύκτας, πράγματι, είχε«παραλογίσει» αναπολούσαόλ' αυτάταπάθητηςειςτοπεζόν. Ειςεικόνας, ειςσκηνάςκαιειςοράματα, τηςείχενεπανέλθειειςτοννουνόλοςο βίοςτης, οανωφελήςκαι μάταιοςκαιβαρύς. Ο πατήρτηςήτονοικονόμοςκαιεργατικόςκαιφρόνιμος. Ημάννατης ήτονκακή, βλάσφημοςκαιφθονερά. Ήτονμίααπόταςστρίγλαςτης εποχήςτης. Ήξευρεμάγια. Τηνείχανκυνηγήσειδύο-τρειςφοράςοι κλέφτες, ταπαλληκάριατουκαρατάσουκαιτουγάτσουκαιτωνάλλων οπλαρχηγώντηςμακεδονίας. Έπραξαντούτοδιάνατηνεκδικηθούν, επειδήτουςείχεκάμειμάγια, καιδενεπήγαινανκαλάοιδουλειέςτων. 2

Επίτρειςμήναςεσχόλαζονεναργία, καιδενημπόρεσαννακάμουν τίποτεπλιάτσικο, ούτεαπότούρκους, ούτεαπόχριστιανούς. Ούτεη ΚυβέρνησιςτηςΚορίνθουτουςείχεστείλεικανένβοήθημα. Τηνείχανκυνηγήσειτονκατήφορον, απότηνκορυφήντ' Αϊ-Θανασού, ειςτοοροπέδιοντουπροφήτουηλία, μεταςπελωρίαςπλατάνουςκαι τηνπλουσίανβρύσιν, κ' εκείθενειςτομεροβίλι, στοπλάγιτουβουνού, ανάμεσαειςταορμάνιακαιτουςλόγγους. Αυτήεδοκίμασενακρυφθήεις μίανλόχμηνβαθείαν, πληνεκείνοιδενεγελάσθησαν. Ο θρουςτων φύλλωνκαιτωνκλάδων, οίδιοςτρόμοςτης, όστιςμετέδιδετρομώδη κίνησινειςκλώναςκαιθάμνους, τηνεπρόδωκεν. Ήκουσετότεαγρίαν φωνήν: Αχ! μωρήτσούπα, καισ' επιάσαμε! Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ' από τους θάμνους, κ' έτρεξεν ως φοβισμένητρυγώνμετοπτερύγισματωνλευκώνπλατειώνχειρίδων της. Δενήτοπλέονελπίςναγλυτώση. Άλλοτε, τηνπρώτηνφοράνότε τηνείχονκυνηγήσει, είχεκατορθώσεινακρυφθή, κάτω ειςτοπυργί, επειδήτομέροςεκείνοείχεπολλάμονοπάτια. Εδώ, στομεροβίλι, δεν υπήρχονδρομίσκοικαιλαβύρινθοι, αλλάμόνονσυστάδεςδένδρωνκαι λόχμαιαπάτητοι. ΗτότενεαράΔελχαρώ, ημήτηρτηςφραγκογιαννούς, επήδαωςδορκάςαπόθάμνουειςθάμνον, ανυπόδητος, επειδήπρο πολλούείχεπετάξειταςεμβάδαςτηςαπότουςπόδας, όπισθεντης, τηνμίαντωνοποίωνείχεναναλάβειωςλάφυρονοειςεκτωνδιωκτών καιτ' αγκάθιαεχώνοντοειςταςπτέρναςτης, τηςέσχιζονκ' αιμάτωνον τουςαστραγάλουςκαιταρσούς. Τότε, εντηαπελπισία, τηςήλθεμια έμπνευσις. Εκείθεντου λόγγου, ειςτο πλάγιτουβουνού, ήτονειςκαιμόνος καλλιεργημένοςελαιών, καλούμενοςοπεύκοςτουμωραΐτη. Ο γερο- Μωραΐτης, ο πάππος του κτήτορος, είχε μεταναστεύσειαπό τον Μιστράνειςτοντόποναυτόν, περίτατέλητουάλλουαιώνος κατάτην 3

εποχήντηςαικατερίνηςκαιτουορλώφ. Ο φημισμένοςπεύκοςίστατοεις τομέσοντωνελαιών, ωςγίγαςμεταξύνάνων. Τοχιλιετέςδένδρονήτον σκαφιδιασμένονκοντάειςτηνρίζαν, κάτω, ειςτονγιγαντιαίονκορμόν, τονοποίονδενημπορούσανν' αγκαλιάσουνπέντεάνδρες. Οιβοσκοίκαι οιαλιείςτονείχανσκαφιδιάσει, τουείχανσκάψειτηνκαρδίαν, τουείχαν κοιλάνειταέγκατα, διάναλάβωσινεκείθενάφθονονδάδα. Καιμετην φοβεράνπληγήνειςταίνας, ειςτασπλάγχνατου, οπεύκοςεπέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχριτου 1871. Κατά Ιούλιοντου έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οικατοικούντες, εις απόστασινμιλίων, κάτω ειςτηνπαραθαλασσίαν. Τηννύκτα εκείνην κατέρρευσενογίγας. Ειςτο κοίλωμα εκείνο, εντόςτου οποίου ηδύναντο να καθίσωσιν ανέτωςδύοάνθρωποι, έτρεξενακρυβήητότενεόνυμφοςδελχαρώ, η μήτηρτηςσημερινήςφραγκογιαννούς. Τομέσονήτοάπελπι, καισχεδόν παιδαριώδες. Εκείδεν εκρύπτετο άλλως, ειμή κατά φαντασίαν, με παιδικόντρόπον, όπωςπαίζουσιτονκρυφτόν. Οιδιώκταιβεβαίωςθα τηνέβλεπον, θ' ανεκάλυπτοντοκαταφύγιόντης. Μόνονεκτωννώτων ήτοαόρατος, αλλ' όχικατάπρόσωπον. Άμαοιτρειςκλέφταιέφθανον πέραντουπεύκου, θατηνέβλεπονωςκαρφωμένηνεκεί. Οιτρειςάνδρεςέτρεξαν, το επροσπέρασαν, κ' εξηκολούθησαννα τρέχουν. Οι δύο εξ αυτών ουδ' εστράφησαν οπίσω να ιδούν. Εφαντάζοντοότιη«τσούπα» έτρεχενεμπρός. Μόνοντηντελευταίαν στιγμήν, οτρίτοςεστράφη, οπωσούνσκοτισμένος, προςταοπίσω, και εκοίταξεπαντούαλλού, όχιόμωςειςτονκορμόντουπεύκου. Έβλεπε καιτονπεύκονσυλλήβδην, μετ' άλλ' αντικείμενα, χωρίςναφαντάζεται ότιο κορμόςτουείχενκοιλίαν, καιότιεντόςτηςκοιλίαςεκρύπτετο άνθρωπος. Καιανεγνώριζε, καιανηγνόειτοκοίλωματουγιγαντιαίου κορμού, εκείνηντηνστιγμήνδενεπέρασεναπότοννουντου. Εκοίταζε ναιδήμηανακάλυψηπουτοχάσματηςγης, τοοποίονθατηνείχε 4

καταπίειεξάπαντος διότικαμμίαπτυχήγηςορατήδενυπήρχενόπου νακρυβήτις. ΑιΔρυάδες, αινύμφαιτωνδασών, ταςοποίαςαυτήίσως επεκαλείτοειςταςμαγείαςτης, τηνεπροστάτευσαν, ετύφλωσαντους διώκταςτης, έρριψανπρασινωπήναχλύν, χλοερόνσκότος, ειςτους οφθαλμούςτων καιδεντηνείδον. Η νεαρά γυνήεσώθηαπότουςόνυχαςτων. Καιόλοντονκαιρόν ύστερονεξηκολούθησενακάμνημάγια, μάγιαεναντίοντωνκλεφτών, και ναφέρνηειςαυτούςπολλά«κεσάτια», ώστεπουθενάπλέονδενυπήρχε πλιάτσικο εωσότου, έδωκενοθεόςκαιησύχασανταπράγματα, καιο ΣουλτάνοςΜαχμούτεχάρισε, καθώςλέγουν, τα«διαβολονήσια» ειςτην Ελλάδα, κ' έκτοτεέπαυσαν να είναιασύδοτα. Την πλιατσικολογίαν διεδέχθηηφορολογία, καιέκτοτεόλοςοπεριούσιοςλαόςεξακολουθεί ναδουλεύηδιάτηνμεγάληνκεντρικήνγαστέρα, την«ώταουκέχουσαν». * * * ΗΧαδούλαηΦράγκισσα, ανκαιπολύμικρά, ήτονγεννημένητότε, και τα ενθυμείτο όλ' αυτά, τα οποία διηγείτο αργότερα η μάννα της. Ύστερον, ότανεμεγάλωσε, κ' έγινεδεκαεπτάχρόνων, καιειρήνευσαν οπωσούν τα πράγματα, κατά τους χρόνους του Κυβερνήτου, την υπάνδρευσανοιγονείςτης, καιτηςέδωκανάνδρα τονγιάννηντον Φράγκον, εκείνοντονοποίονησύζυγοςτουεπωνόμασεναργότερον «τονσκούφον» και«τονλογαριασμόν». Τα δύο ταύτα παραγκώμια δεντου τα είχεδώσειάνευ λόγου η σύζυγόςτου, ηχαδούλα. Σκούφοντονείχενονομάσει, ακόμηπριντον υπανδρευθή, όταν τον ειρωνεύετο συνήθως, με την παρθενικήν πονηρίαντης χωρίςναπρογνωρίζηότιαυτόςθαήτονητύχητηςκαιο καλός της επειδή, αντίφεσίου, εφόρειείδος μακρού σκούφου, τεφροκοκκίνου, με κοντήν φούνταν. «Λογαριασμόν» τον ωνόμασεν 5

αργότερα, αφούτονυπανδρεύθη, επειδήσυνήθιζεπολλάκιςτηνφράσιν, «αυτός είν' ολογαριασμός», καιδιότι, άλλως, δενηδύνατοορθώςνα λογαριάσηούτεποσόνδι' ολίγουςπαράδες, ούτεδυοημεροκάματα. Αν έλειπεναυτή, θατονεγελούσανκαθημερινώς ποτέδενθατουέδιδαν σωστόντονκόποντουειςταπλοία, ειςτοκαρινάγιοήειςτοναρσανάν, όπουειργάζετοωςμαραγκόςήωςκαλαφάτης. Είχενυπάρξειεπίμακρόνχρόνονμαθητήςκαικάλφαςτουπατρός της, εξασκούντος την ιδίαν τέχνην. Όταντονείδενο γέρων τόσον απλοϊκόν, ολιγαρκήκαιμετριόφρονα, τονεξετίμησε, καιαπεφάσισενα τον κάμη γαμβρόν. Ως προίκα τού έδωκε μίαν οικίαν έρημον, ετοιμόρροπον, ειςτοπαλαιόνκάστρον, όπουεκατοικούσανένακαιρόν οιάνθρωποι, προ του 21. Του έδωκεκ' ένα ονόματιμποστάνι, το οποίον ευρίσκετο ακριβώς έξω του ερήμου Κάστρου, επί τινός κρημνώδουςακτήςκαιαπείχετρειςώραςαπότηνσημερινήνπολίχνην. Ομοίως κ' «ένα πινάκι χωράφι», εν αγριοχώραφον, το οποίον αμφεσβήτειογείτοναςωςιδικόντου οιδεάλλοιγείτονεςέλεγονότικαι ταδύοχωράφιαδιάταοποίαεμάλωνανοιδύοήσανκαταπατημένα, και ήσαν«καλογερικά», ανήκοντα ειςμίανδιαλυθείσανμονήν. Τοιαύτην προίκαέδωκενογερο-σταθαρόςειςτηνθυγατέρατου. Άλλωςαύτηήτο μοναχοκόρη. Διάτονεαυτόντου, τηνσυμβίανκαιτονυιόντου, είχε κρατήσειταςδύονεοδμήτουςοικίαςειςτηννέανπόλιν, ταδύοαμπέλια πλησίονταύτης, δύοελαιώνας, καιολίγαχωράφια καιόσαμετρητά είχεν. * * * Έωςεδώ είχανφθάσειαιαναμνήσειςτηςφραγκογιαννούς, τηννύκτα εκείνην. Ήτονηενδεκάτηεσπέρααπότουτοκετούτηςκόρηςτης. Το θυγάτριονείχεν υποτροπιάσειπάλιν, κ' έπασχεδεινώς. Είχενέλθει 6

άρρωστονειςτονκόσμον. Απότηνκοιλίαντηςμητρόςτου, ηφθοράτο είχε παρακολουθήσει... Την στιγμήν εκείνην, σπασμωδικός βήχας ηκούσθη, καιταξυπνητάόνειρα, αιαναμνήσεις, διεκόπησαν. Εκινήθη επίτηςπενιχράςστρωμνής, όπουήτοανακεκλιμένη, έκυψενεπίτου παιδίου, κ' επροσπάθησε να δώση εις αυτό πρόχειρον βοήθειαν. Επλησίασενειςτοφωςτουλύχνουμικράνφιάλην. Εδοκίμασεναδώση μίανκουταλιάν, ειςταχείλητουμωρού. Τομικρόνεγεύθητορευστόν, καιμετάμίανστιγμήνπάλιντοεξέρασε. Ηλεχώναεκινήθηεπίτηςχαμηλήςκαιστενήςκλίνης. Φαίνεταιότιδεν εκοιμάτο καλά. Ήτο μόνονναρκωμένη, καιείχεκλειστάταβλέφαρα. Ήνοιξε τα όμματα, ανεσηκώθη δυο ή τρεις δακτύλους άνω του προσκεφάλου, καιηρώτησε: Πώςπάει, μάννα; Πώςναπάη!... είπεναυστηρώςηγραία ησύχασετώρα, καισυ!... Τί θακάμη!... δενθαβήξη; Πώςτοβλέπεις, μάννα; Πώςνατοιδώ;... Μωρόπαιδίείναι... να, πουήρθεστονκόσμοκι αυτό!... επρόσθεσεμεστρυφνόνκαιαλλόκοτονήθοςηγραία. Καιμετ' ολίγονηλεχώνα απεκοιμήθηησυχώτερα. Η γραία μόλις έκλεισενολίγονταόμματατηνώραντουόρθρου, μετάτοτρίτονλάλημα τουπετεινού. Εξύπνησεναπότηνφωνήντηςκόρηςτης, τηςαμέρσας, ήτις ήλθε λίαν πρωί από τον μικρόν οικίσκον, τον γειτονικόν ανυπομονούσαναμάθηπώςείναιηλεχώνακαιτομωρόν, καιπώςείχε περάσειτηννύκταημάννατης. ΗΑμέρσα, ηδευτερότοκος, ήτονανύπανδρη, γεροντοκόρηήδη, αλλά προκομμένη πολύ, «μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια ήτον μελαψή, υψηλή, ανδρώδης, καιτα προικιά τηςκαιτα στολίδια τα κεντητά, ταοποίαμόνητηςείχεκατασκευάσει, ευρίσκοντοκλεισμένα 7

απόχρόνωνπολλώνειςμεγάληνάκομψονκασσέλαν, καιταέτρωγενο σκόροςκαιτοσαράκι. Καλημέρα!...Πώςείστε;...Πώςπεράσατε; Εσύ' σαι, Αμέρσα;... Να, πέρασεκιαυτήηνύχτα. Η γραία μόλιςείχενεξυπνήσει, κ' έτριβετα όμματα τραυλίζουσα. Ηκούσθηθόρυβοςειςτοπλαγινόνμικρόνχώρισμα. ΉτονοΝταντήςο Τραχήλης, οσύζυγοςτηςλεχώνας, όστιςεκοιμάτοεκείθεντουλεπτού ξυλοτοίχου, παραπλεύρωςενόςάλλουςκορασίουκ' ενόςπαιδίουμικράς ηλικίας, καιείχενεξυπνήσειτηνστιγμήνεκείνην. Εμάζευεταεργαλεία του σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, καιητοιμάζετο να υπάγη στον ταρσανάν, ν' αρχίσητομεροκάματον. Ακούς, τίσαμαντάκάνει! είπενηγραία. Δενμπορείναμαζώξητα σιδερικάτου, χωρίςν' ακουστή. Όποιοςτονακούει, θαρρείτίγίνεται!... «Γύφτικοσπίτικαίεται», είπενειρωνικώςγελώσαηαμέρσα. Ο θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίςνα είναι ορατός, όπισθεντουξυλοτοίχου, έρριπτενανάενμέσαστοζεμπίλιτου σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. εξύπνησεκαιτηνλεχώ, τηνγυναίκα του. Τ' είναι, μάννα; Τίναείναι!...Ο Κωνσταντήςρίχνειτασύνεργατουμεςστοζεμπίλι!... είπεμετάστεναγμούηγραία. «Καιβιολογαριάζεις;»...συνεπλήρωσετηνπαροιμίανηΑμέρσα. Ηκούσθη τότε η φωνή του Κωνσταντή όπισθεν του μικρού διαφράγματος. Ξυπνήσατε, πεθερά;... έλεγε πώςπεράσατε; Πώςναπεράσωμε!... «Σαντηνκόταστομύλο...» Έλαναπιηςτο ρακίσου. Ο Νταντής εφάνη εις την θύραν του χειμερινού θαλάμου. Ήτο ευρύστερνος, μεάχαριντονκορμόν, «αΐσκιωτος», όπωςέλεγενηγραία 8

πενθεράτου, καισχεδόνσπανός. ΗγραίαέδειξενειςτηνΑμέρσαντην μικράνφιάληνμετορακί, ειςτομικρόνράφιάνωθεντηςεστίας, καιτης ένευσεναβάληστοποτηράκι, διάναπιηοκωνσταντής. Δενέχεικανένασύκο;... ηρώτησεούτος, άμαέλαβετορακοπότηρον απότηνχείρατηςγυναικαδέλφηςτου. Πουναβρεθήτέτοιοπράμα!... είπενηγραίαχαδούλα. «Σαράντα σταχτοκούλουρα» μας χρειάζοντ' εδώ, επρόσθεσεν, εννοούσα την σπατάληνήτιςσυνήθωςγίνεταικ' ειςταπτωχότερασπίτια, ενκαιρώ ενσκήψεωςτοιούτου«αισίουγεγονότος», οποίονείναικαιηγέννησις κόρης. Θέλειςεσύγαμπρόμεμάτια; είπενενθυμηθείσαάλληνπαροιμίανη γυναικαδέλφητου, ηαμέρσα. Τουλόουσ' μηντονθέληςτονσαστικόσουνα' ναιστραβός; είπε χωρίςναπειραχθή, ονταντής... Εβίβα! Καλήσαράντιση! Κ' έπιεναπνευστίτομικρόνποτήριον. Καλόσαςβράδυ! Εφορτώθητηνζεμπίλαν, κ' επήγεδιάτονταρσανάν. Β' Τοπυρέφθινενειςτηνεστίαν, ολύχνοςετρεμόφεγγενειςτομικρόν φάτνωμα, ηλεχώναελαγοκοιμάτοεπίτηςκλίνης τοβρέφοςέβηχενεις το λίκνον, καιη γραία Φραγκογιαννού, όπωςκαιταςπρολαβούσας νύκτας, ηγρύπνειεπίτηςστρωμνήςτης. Ήτονπερίτοπρώτονλάλημα τουπετεινού, οπότεαιαναμνήσεις έρχονταιεν είδειφαντασμάτων. Αφού την υπάνδρευσαν, καιτην «εκουκούλωσαν», καιτηνεπροίκισανμετοσπίτιτοετοιμόρροπονειςτο παλαιόνακατοίκητονκάστρον, καιμετομποστάνιτοχέρσονειςτην 9

αγρίαν βορεινήν εσχατιάν, και με το αγριοχώραφον το διαφιλονικούμενοναπότονγείτονακαιαπότομοναστήρι, ηνεόνυμφος μετάτουσυζύγουτηςεκατοίκησενειςτοσπίτιτηςανδραδέλφηςτηςτης χήρας, καιάνοιξενοικοκυριόμεμικράπράγματα. Τοπροικοσύμφωνόν της, ωςτόσον, έγραφελεπτομερώςότιτηςείχανδώσειτόσεςφορεσιές ρούχα, τόσα υποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως καιδύο χαλκώματα, ένατηγάνι, μίανπυροστιάν, κτλ. Ακόμηκαιμαχαιροπίρουνα καικουτάλιαανέγραφετοπροικοσύμφωνον. Η ανδραδέλφη, αμέσωςτηνδευτέραν, τηνεπιούσαντουγάμου, τα εξήλεγξενόλα, καιεύρενότιέλειπονεκτωνεντωνκαταλόγω δύο σινδόνια, δύομαξιλάρια, ενχάλκωμα, καθώςκαιμίαπλήρηςφορεσιά. Αυθημερόν δεπαρήγγειλετηςπενθεράςνα φέρη τα ελλείποντα. Η ιδιοτελήςγραίααπήντησενότι«ταόσαέδωσε, είναικαλώςδοσμένα, και είναιαρκετά». Τότεηανδραδέλφηέβαλεσταλόγιατοναδελφόντης ούτοςπαρεπονέθηειςτηννεόνυμφον, εκείνηδετουαπήντησεν: «Αν αγροικούσετοσυφέροτου, δενθαεδέχετονατουγράψουνσπίτιστο Κάστρο, όπου μόνοντα στοιχειά κατοικούν καιτιτονωφελούντα σινδόνιακαιταποκάμισα, αφούδενήτονικανόςναπάρησπίτικιαμπέλι κ' ελιώνα;» Κατάτηνεποχήντουαρραβώνος, ηχαδούλαείχεδοκιμάσειτω όντι νασφυρίξηκάτιτοιούτονστ' αυτιάτουγαμβρού. Ανκαινέαπολύήτον, αλλά, χάριςειςτηνφύσινκ' ειςταμαθήματατηςμητρόςτης, ταεκούσια καιταακούσια, είχεγίνειπολύπονηρή, αναλόγωςτηςηλικίαςτης. Αλλ' η μάννατης, μυρισθείσατοπράγμα, καιφοβουμένημήπωςαυτή, ημικρή Στριγλίτσα, καθώςωνόμαζεσυνήθωςτηνκόρηντης, τουσηκώσητα μυαλά του γαμβρού, ώστε να πονηρέψη ούτος να ζητή προικιά περισσότερα, εξήσκησετυραννικήνεπιτήρησινεπίτηςκόρηςκαιτου αρραβωνιαστικού, μηεπιτρέπουσατηνελαχίστηνιδιαιτέρανσυνομιλίαν μεταξύτωνδύο. Τούτοέκαμνε, προσχήματιμενδιάτηνσεμνότητα: 10

Δενέχω... ναμουσκαρώσηκανέναπρωιμάδι... αυτήηστριγλίτσα! είχενειπεί. Βλέπετε, την μεταφοράν του ρήματος την ελάμβανεν από το επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ισοδυναμείμε το «ναυπηγώ ναυν») αλλάπράγματιτοέκαμνε, διάναμηαναγκασθήνα δώσημεγαλυτέρανπροίκα. Μίανεσπέραν, τηνπαραμονήντουαρραβώνος, ότεογαμβρόςμετά τηςαδελφήςτου είχονέλθειειςτηνοικίαννα συζητήσουντα περί προικός, ενώ ογέρωνναυπηγόςυπηγόρευετοπροικοσύμφωνονειςτον ΑναγνώστηντονΣυβίαν, ψάλτηντηςεκκλησίας, όστιςείχεβγάλειτο ορειχάλκινονκαλαμάριτουαπότηνζώνην, τηνεκπτερούχηνόςπένναν από την μακράν θήκηντου καλαμαριού, του ομοιάζοντοςπολύ με πιστόλαν, καιθέσαςεπίτωνγονάτωντοβιβλίοντουαποστόλου, κ' επάνω εις το βιβλίον τεμάχιον χονδρού χαρτίου, είχε γράψεικαθ' υπαγόρευσιντουγέροντος«ειςτ' όνοματουπατρόςκαιτουυιούκαι τουαγίουπνεύματος... υπανδρεύω τηνκόρηνμουχαδούλανμετον ΙωάννηνΦράγκον, καιτηςδίνω πρώτοντηνευχήνμου...», ηχαδούλα ίστατοαντικρύτηςεστίας, δίπλαειςτηντέμπλαν τηνστήληντουτέστι τωνστρωμάτων, παπλωμάτωνκαιπροσκεφαλαίωντηνσκεπαστήνμε μεταξωτήν σινδόνα, και επιστρεφομένην με δύο τεραστίας προσκεφαλάδας ακίνητος καικαμαρώνουσα, κατά το φαινόμενον, όπως η τέμπλα... αλλ' όμως ένευεκρυφά, ανυπομόνως, καίτοιμε μεγάληνπροφύλαξιν, ένευενειςτοναρραβωνιαστικόν, ένευενειςτην ανδραδέλφην, να μη δεχθώσιν ωςπροίκα «σπίτιστο Κάστρο» και «χωράφιστοστοιβωτό», αλλάν' απαιτήσωσισπίτιειςτηννέανπόλιν, καιαμπέλικ' ελαιώναειςτηνπεριοχήντηςνέαςπόλεως. Ειςμάτην. Ούτεογαμβρός, ούτεηανδραδέλφηείδαντ' απηλπισμένα νεύματα. Μόνονηγραία, ημήτηρτης, ήτις, ανκαιαναγκασμένηήτονα στρέφητανώταπροςτηνκόρην, διάν' αντιμετωπίζηφιλοφρόνωςτην 11

συμπεθέρανκαιτονγαμβρόν, είχεκαθίσειόμωςμετοιούτοντρόπον, ώστεναέχημόνοντηνμίανπλάτηνγυρισμένηνπροςτηννέαν αίφνης, ωςνατηνεπληροφόρησεναόρατονπνεύμαότικάτιέτρεχεν, εστράφη αποτόμως προς την θυγατέρα της, και είδε τ' απηγορευμένα «καμώματά» της. Πάραυταετόξευσεβλέμμαφοβεράςαπειλήςπροςαυτήν. Ε! μωρήστριγλίτσα! υπεψιθύρισεμέσατης. Έννοιασου!...κ' εγώ σε σώζω. Ευθύςόμωςκατόπιν, εσκέφθηότιδενθαεσύμφερενακάμηλόγονδι' αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότιεφοβήθη μην τηςδώση αφορμήνναπαραπονεθήειςτονπατέρατης. Καιτότεταπράγματαθα εγίνοντοχειρότεραβεβαίως. Ο γέρωνπιθανώςθαεκάμπτετοειςτας ικεσίαςκαιτακλαύματατήςμοναχοκόρης, καιθαέδιδεπερισσοτέραν προίκα. Όθενεσιώπησεν. ΗΧαδούλαεθαύμασεπώς, ενώ ημήτηρτηςολοφάνερατηνείχενιδεί να κάμνηταριψοκίνδυναεκείνα νεύματα, διάπρώτηνφοράνειςτην ζωήντης, ότανευρέθησανμόναι, δεντηςέδωκενούτενυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτεδαγκωματιές, πράγματοοποίον, άλλως, συχνάσυνήθιζε. Σημειωτέονότιηπροικοδοσία τηςοικίαςειςτοπαλαιόνακατοίκητον χωρίονείχετούτοτοευλογοφανές, ότιπολλαίοικίαιεσώζοντοακόμαεις τοκάστρον, ότιοικογένειαίτίνεςσυνήθιζονναδιατρίβωσιτοθέροςεκεί, καιότιειςτηνφαντασίαντωνανθρώπωνυπήρχεπροκατάληψιςυπέρ του«παλαιούχωριού», τοοποίονεπονούσανοιγεροντότεροι, καιδεν είχανσυνηθίσειακόμαούτεειςτηννέαντάξιντωνπραγμάτων, ούτεεις βίον ειρηνικόν, χωρίς επιδρομάς κλεφτών καιπειρατών καιτης Τουρκικήςαρμάδας, καιηεγκατάστασιςειςτηννέανπόλινδενενομίζετο οριστική, αλλ' υπήρχεπροσδοκία ότιοιάνθρωποιθα εβιάζοντοκαι πάλινναεπανέλθουνειςταπαλαιά, τα«μαθημένα» των. Κ' ενώ όλοτο Κάστρονανεπόλουν, καιτοκάστρονελυπούντοκαιτοερρέμβαζον, και 12

τοείχονειςτοστόμα, δενέπαυονόμωςνακτίζωσινοικοδομάςειςτον νέον συνοικισμόν όπως αποδειχθή διά μυριοστήν φοράν ότιοι άνθρωποισυνήθως άλλα σκέπτονταικαιάλλα κάμνουν, καιότι μιμούνταιαλλήλουςμηχανικώς. Ούτω λοιπόν, μετάδύοεβδομάδαςαπότουαρραβώνοςετελέσθηο γάμος. Ούτωςηθέλησενηπενθερά. Δεντηςήρεσκεν, ωςέλεγε, ναέχη γαμβρόναστεφάνωτοννασυχνάζηστοσπίτι, αφούείχεθάρροςαπό πριν, ωςσυντεχνίτηςκαιπαραγυιόςτουανδρόςτης. Καιηανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, μεένα παίδα έφηβον, εργαζόμενονεπίσηςειςτο ναυπηγείον, καιενάλλοπαιδίονκ' ενκοράσιονανήλικα, εδέχθηκατ' οίκοντο νέονανδρόγυνον. Είτα, μετά ενέτος, εγεννήθη το πρώτον παιδίον, ο Στάθης, καιδευτέρα η Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπινομιχάλης, ακολούθωςηαμέρσα, μετ' αυτήνομητράκης, καιη τελευταίαηκρινιώ. Κατάτουςπρώτουςχρόνουςεφαίνετοναβασιλεύη ειρήνηεντόςτηςοικίας. Είτα, ότανήρχισαννα μεγαλώνουντα δύο πρώτα παιδιά τηςνύμφης, είχον δε μεγαλώσειαρκετά καιτα δύο τελευταίατηςανδραδέλφης, ήρχισεπόλεμοςεντόςτουοίκου. Τότεη Φραγκογιαννού, ήτιςμετηνηλικίανκαιτηνπείραντουκόσμουεγένετο πολύσοφωτέρα, είχεναξιωθή, ωςέλεγεμετριοφρόνως, ν' αποκτήσηκι αυτή ένα σπιτάκιδικό της, χάριςειςτην επιδεξιότητα της καιτην οικονομίαντης. Τηνμίανχρονιάνημπόρεσεμόνοννακτίσητέσσαρας τοίχουςλασποκτίστους, μικρούςκαιχαμηλούςκαινατουςστεγάση την δευτέρανχρονιάνκατώρθωσενα πετσώση κατά τα τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να κατασκευάση μικρόν πάτωμα, με διάφορα σανίδια, ανόμοια παλαιάκαινέα, και, χωρίςνα χάσηκαιρόν, ανυπομονούσα, πότενα«ξελευθερωθή» απότηντυραννίαντηςανδραδέλφης, ηοποία εγήραζεκ' εγίνετο παράξενη, εκουβαλήθη, κ' επήγεναεγκατασταθή, μαζίμετονσύζυγονκαιτατέκνα, ειςτην«γωνίαν» της, ειςτην«φωλιάν» 13

της, ειςτην«άκρην» της. Τηνημέρανεκείνην, όπωςέλεγενη ιδία, ησθάνθητηνμεγαλυτέρανχαράνειςτην«ζήσιν» της. Όλ' αυτά τα ενθυμείτο, καιοιονείτα ανέζη ηφραγκογιαννού, κατάταςμακράςεκείναςαΰπνουςνύκταςτουιανουαρίου, ενώ οβορράς ηκούετοεκδιαλειμμάτωννασυρίζηέξω, πλήττωνταςκεράμους, και κάμνωνναηχώσιταπαράθυρα, οπότεηγρύπνειπαράτολίκνοντης μικράςεγγονήςτης. Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, καιο πετεινός ελάλησε καιπάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσειπρομικρού, άρχισεναβήχηεκνέουοδυνηρώς. Είχενέλθει ασθενικόνειςτονκόσμον, καιπροσέτι, φαίνεταιότιείχεκρυώσειτην τρίτηνημέραν, ειςτα «κολυμπίδια», όταντοείχανλούσειεντόςτης σκάφης, καικακόςβήχαςτοείχεκολλήσει. ΗΦραγκογιαννούαπλήστως απόημερώνπαρεμόνευεναίδησυμπτώματασπασμώνειςτομικρόν ασθενέςπλάσμα επειδήτότεήξευρενότιαυτόδενθαεσώζετο πλην ευτυχώςτοιούτονπράγμαδενέβλεπε. «Είναιγιαναβασανίζεταικαινα μαςβασανίζη», είχενυποψιθυρίσει, χωρίςκανείςνατηνακούση, μέσα της. Τηνστιγμήνταύτην, ηφραγκογιαννούάνοιξετακλειστάαγρυπνούντα όμματα, κ' εκούνησε το λίκνον. Συγχρόνως ηθέλησε να δώση το σύνηθεςρευστόνειςτοπάσχονμωρόν. Ποιοςβήχει; ηκούσθημίαφωνήόπισθεντουμεσοτοίχου. Ηγραίαδεναπήντησεν. ΉτοΣάββατονεσπέρας, καιογαμβρόςτης είχεπίειέναρακίπαραπάνω, πρινδειπνήση ομοίωςείχεπίει, μετάτο δείπνον, κ' έναμεγάλοποτήριαπόλάκυρονκρασί, διάναξεκουρασθή απόταμεροκάματαόληςτηςεβδομάδος. Λοιπόν, ονταντής, επειδήείχε πίειαρκετά, αναλόγως, ωμιλούσε μέσα στον ύπνο του, ή μάλλον παραμιλούσε. 14

Τομωρόνδενεδέχθητηνρανίδατουρευστούειςτοστόμα, αλλάτην ελάκτισεμετηνγλωσσίτσαντου, εντηορμήτου βηχός, όστιςείχεν αυξήσειλίαναλγεινώς. Σκασμός!... είπεπάλινοκωνσταντής, οπατήρτούβρέφους, μέσα στονύπνοτου. Καιπλαντασμός!... προσέθηκε μετ' ειρωνείας ηφραγκογιαννού. Ηλεχώναεξαφνίσθημέσαστονύπνοτης, ακούσαίσωςτονβήχατου μικρού, καιάματοναλλόκοτονβραχύνδιάλογον, όστιςδιημείφθημέσω τουξυλοτοίχουμεταξύτουκοιμωμένουκαιτηςαγρυπνούσης. Τ' είναι, μάννα; είπενανασηκωθείσαηδελχαρώ. Δενείναικαλάτο παιδί; Ηγραίαεμειδίασεστρυφνώςειςτοτρομώδεςφωςτουμικρούλύχνου. Σασ' ακούω, δυχατέρα!... Αυτότο«σασ' ακούω, δυχατέρα» ελέχθημετόνονπολύαλλόκοτον. Άλλωςδενήτοηπρώτηφορά, καθ' ηνηνεαράμήτηρήκουετοιούτοντι εκμέρουςτηςμητρόςτης. Ενθυμείτοότικαιάλλοτεσυνέβη, ηγραία μεταξύ γυναικών καιγραϊδίων της γειτονιάς, να εκφράση, μετά σείσματοςεκφραστικούτηςκεφαλής, ειςώραςκαθ' αςεγίνετολόγος περίτηςμεγάληςπληθώραςτωννεαρώνκορασίων, περίτηςσπάνεως, περίτουξενιτευμούκαιτωνυπέρμετρωναπαιτήσεωντωνγαμβρών, περίτωνβασάνωνόσαυπέφερεμίαχριστιανήδιάνααποκαταστήση«τ' αδύνατα μέρη», τουτέστιτα θήλεα, να εκφράση, λέγω, παραπλήσια αισθήματα. Ότανμάλισταημήτηρτηςήκουεπερίαρρώστιαςμικρών κορασίδωνείχενακουσθή, σείουσατηνκεφαλήν, ναλέγη: Σα σ' ακούω γειτόνισσα!... «Δενείναιχάρος, δενείναιβράχος;» επειδή συνήθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίας λίαν εκφραστικάς. Καιάλλοτε πάλιν την ήκουσαν να δογματίζη ότιο άνθρωποςδενσυμφέρεινακάμνηπολλάκορίτσια, καιότιτοκαλύτερον 15

είναιναμηπανδρεύεταικανείς. Η δεσυνήθωςευχήτηςπροςταμικρά κοράσιαήτο«ναμησώσουν!... Ναμηνπάνεπαραπάνω!» Καιάλλοτεπροέβηεπίτοσούτονώστεναείπε: Τινα σας πω!... Έτσιτου 'ρχεταιτ' ανθρώπου, τηνώρα που γεννιώνται, νατακαρυδοπνίγη!... Ναιμεντοείπεν, αλλάβεβαίωςδενθαήτοικανήνατοκάμηποτέ... Καιηιδίαδεντοεπίστευε. Γ' Ούτω είχονδιαρρεύσειπολλαίνύκτεςαπότουτοκετούτηςδελχαρώς τηςτραχήλαινας. Αφούτομικρόνεβαπτίσθη, καιωνομάσθηχαδούλα, μετ' όνοματηςμάμμηςτου τοοποίονέκαμενεκείνηννα μορφάζη σείουσατηνκεφαλήν, καιναψιθυρίζη«μηντύχηκαιχαθήτ' όνομα!» πάλινηγραίαηγρύπνει, ανκαιτομωρόνεφαίνετοναείναιοπωσούν καλύτερα. Άλλωςηαγρυπνίαήτοεντηφύσεικαιτηιδιοσυγκρασίατης Φραγκογιαννούς, ήτιςεσκέπτετοχίλιαπράγματα, καιείχεντονύπνον δύσκολον. Οιλογισμοίκαιαιαναμνήσειςτης, αμαυραίεικόνες του παρελθόντος, ήρχοντοαλλεπάλληλοιωςκύματαμέσαειςτοννουντης, προτωνοφθαλμώντηςψυχήςτης. Είχεκαρπογονήσει, λοιπόν, ηχαδούλατόσατέκνα, καιείχεκτίσει μικρόνοσπίτιονδιάνακατοικήση. Ότανηύξανενηοικογένεια, τόσον ηύξανονκαιτα«φαρμάκια». Ναι, απόταςιδίαςοικονομίαςτηςείχεν αποκτήσειτηνμικράνοικίανηγιαννού, καιόχιαπόταπερισσεύματατου συζύγουτης. Ο μάστρο-γιάννηςοσκούφος, ήο«λογαριασμός», δεν ήξευρε, πράγματι, να λογαριάση καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτεπόσα κάνουντέσσαραήπέντεήεξμεροκάματα της εβδομάδοςπροςμίανκαι75 ήμίανκαι80 διότιτόσαέπαιρνενως 16

τρίτηςτάξεωςμαραγκός. Ότανενίοτε, ωςκαλαφάτης, επληρώνετοπρος 2.35 ή2.40, πάλινδενήξευρεναταλογαριάση. Μόνοντου ήρεσκενα τα πίνη, σχεδόνόλα, τηνκυριακήν. Πλην ευτυχώςησύζυγοςτουείχελάβηταμέτρατης, κ' έπαιρνεναυτήτα λεπτά στα χέρια τηςτο Σάββατοντο βράδυ. Ή τα εισέπρατεκατ' ευθείαναπό τον πρωτομάστορην, όχιάνευ έριδοςκαιδυσκολίας επειδήοπρωτομάστορηςδενήθελενατηςταδώσηπροτιμώννατα εγχειρίση ειςτονμάστρο-γιάννηντονίδιον, απότονοποίονμάλιστα εκράτει, καθώςκαιαπ' όλουςτουςάλλους, δέκαήδεκαπέντελεπτάως έκτακταποσοστά, λέγων«έχω κορίτσια, βρεαδερφέ, έχω κορίτσια!». Αλλ' η Φραγκογιαννού που να γελασθή! Αυτή του έδιδετηνμόνην λογικήν καιτην μόνην πρέπουσαν απάντησιν: «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσιαμάστορη; Ο άλλοςκόσμοςδενέχουν;» Ή, ανδενκατώρθωνεναταλάβηηιδίααπότοναρχιναυπηγόν, η Γιαννούτα ήρπαζε, «Σα χωρατά, σαναλήθεια», απόταςχείραςτου συζύγουτης, αφούεφρόντιζεπρώτοννατον«καλοκαρδίση» καινατον φέρηειςτηνκατάλληλονψυχολογικήνθέσιν. Ή, τέλος, τονάφηνενα κοιμηθή μισοζαλισμένος, καιτα έκλεπτεναπόταφορέματα του, την νύκτα του Σαββάτου. Μόνον, την Κυριακήν πρωί, του έδιδε διά «χαρτζιλίκι» 40 ήπενήνταλεπτά. Λοιπόνείχεκτίσειτονοικίσκοναπόταςοικονομίαςτης, αλλάποίαήτο ηπρώτηβάσιςτουμικρούεκείνουκεφαλαίου; Τηνώρανταύτην, κατά τηννύκτα τηςαγρυπνίας, διά πρώτηνφοράντο εξωμολογείτο καθ' εαυτήν. Ποτέδεντοείχεειπήούτεειςτονπνευματικόντης, ειςτον οποίονάλλωςπολύμικράπράγματαέλεγεν ακριβώςεκείναμόνοντα συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξευρεπροτού να τα είπη αυτή δηλαδήκακολογίαν, θυμούς, γυναικείαςκατάραςκαιτατοιαύτα. Ποτέ δεντοείχενομολογήσειειςτηνμητέραντης, εφ' όσονέζηεκείνη ήτις άλλωςήτοημόνηπουτουπώπτευεκαιτοήξευρεχωρίςνατηςταείπη 17

αυτή. Ναι, είναιαληθές, ότιεμελέτακαιείχεναπόφασιννατηςταείπη κατά τας τελευταίας στιγμάς της. Πλην δυστυχώς η γραία, πριν αποθάνη, συνέβηναβωβαθήκαινακωφαθήκαιναμείνηαναίσθητη «σανπράμα», όπωςπεριέγραφετηνκατάστασινταύτηνηκόρητης, κ' έτσιδενεδόθηευκαιρίανατηςομολογήσητοπταίσματης. Ακόμηολιγώτερον, δεντοείπεποτέειςτονπατέρατης, ούτεειςτον σύζυγοντης. Ιδούποίονήτοτομυστικόντούτο. ΠροτουγάμουτηςηΧαδούλαείχεναρχίσεινα κλέπτηαπ' ολίγα ολίγα εκτωνχρημάτωντου πατρόςτης, απ' ολίγουςπαράδες, από μισόν γρόσι. Τόσον ολίγα, ώστε σχεδόν δεν το ησθάνθη ούτετο υπώπτευσενεκείνος. Μόνονδύοφοράςείχενεννοήσειοίδιοςότιείχε κάμειεσφαλμένοντονλογαριασμόντου μικρού θησαυρού του. Τον θησαυρόντούτοναπέθετενειςμίανκρύπτην, τηνοποίανπροπολλού είχενανακαλύψειηγραία, μετάχρόνονδεανεκάλυψεκαιηκόρη. Τότε προςκαιρόν, ηχαδούλαδιέκοψεταςκλοπάς, διάναμηδώσηλαβήν μεγαλυτέραςυπονοίαςειςτονπατέρατης. Αργότερα, πάλινεξανάρχισε νακλέπτηπερισσότερα, αλλάδεν«έπιανεχαρτωσιά» εμπρόςειςτας κλοπάςτηςμητρόςτης. Αύτη είχεκλέψειπολλά, αλλά μετέχνηκαιμέθοδον. Έκλεπτετα περισσότερααπόταςάλλαςεπιχειρήσεις, ειςταςοποίαςείχεκατάμέγα μέροςτηνδιαχείρισιν, καθώςαπόπώλησινελαίουκαιοίνου, προϊόντων τωνκτημάτωντηςοικογενείας, καιολίγα, σχεδόνόσακαιηκόρητους, απόταμεροκάματατουγέρου. Μετάχρόνους, ότανάνοιξανοιδουλειές, κιογερο-στάθηςέγινεμικροαρχιναυπηγός εσκάρωνεβάρκεςκαικαΐκια μοναχόςτου, βοηθούμενοςαπότονυιόνκαιαπότονπαραγυιόντου, εις τοπροαύλιοντηςοικίας τότεηγραίαημπόρεσενακλέψηαρκετάκαι απότακέρδητηςναυπηγικήςτέχνης. Τελευταίον, ολίγους μήνας προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσειν' ανακαλύψη τηνκρύπτηνόπου είχετο κομπόδεμα η 18

μητέρατης. Ειςμίανοπήντουκατωγείου, ανάμεσαειςταπιθάριατα μισογεμάτακαιταβαρέλιατ' αδειανά, ευρίσκετομίαπλατείακαιμακρά λωρίςμαύρηςμανδήλας, όπουηγραίαείχεδεμένα«σανσκυλιά» εκατόν εβδομήντατόσααργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλατουρκικά, όλακλεμμένααπότακέρδητουγέρουκαιταπροϊόντα τωνκτημάτων. Ηκόρημεφαιδράνέκπληξιν, καιμεσυγκίνησιντρομώδη, εμέτρησετατάλληρα, τασκυλοδεμένα, καιείταταέβαλεπάλινειςτην οπήντων, χωρίςνατολμήσηναταπειράξη. Αλλάτηνπαραμονήντουγάμου, τοβράδυ, τηνώρανπουενύχτωνεν ότανείδετηνεπιμονήντωνγονέωντης, ναμηθέλουννατηςδώσουν αρκετήνπροίκα, καιείδετηναπονιάντηςμητρόςτης παραφυλάξασα τηνώρανοπότεηγραίαεξήλθεπροςστιγμήναπότηνοικίανδι' εν θέλημα, κατέβημεπαλμόνκαρδίαςκρυφάστοκατώγι έψαξεκαιανεύρε τοκομπόδεμα, τοσκυλοδεμένο, καιτοέλυσεν. Αυτήντηνφοράντης εφάνησανωσάνολίγα. Καιρόνδενείχεναταμετρήση. Ίσωςηγραίανα είχεναφαιρέσειμερικά εκ τωνταλλήρων, καιείχεκάμειχρήσιν δι' αγνώστουςσκοπούς. Τηςήλθενηιδέαναπάρητοκομπόδεμαόλον, αυτούσιονμαζίμετηνλωρίδατηςπαλαιάςμανδήλαςτηςμητρόςτης, αλλ' εφοβήθη έλαβεμόνονοκτώ ήεννέατάλληρα, καταρχάς τόσα, όσαεφαντάζετοότιηαπουσίατωνδενθαεπέφερεμεγάληνδιαφοράν ειςτονόγκονκαιδενθαήτοαμέσωςεπαισθητή, είταέκαμενατοδέση ακολούθωςπάλιντοήνοιξε, έλαβενάλλαπέντεήεξ, τοόλονδεκαπέντε. Κατόπινπάλιν, ενώ τοέδενε, εκνέουέκαμεκίνημα νατολύση, με σκοπόνναπάρηάλλαδύοήτρίαακόμη. Αίφνηςτότεήκουσετοβήμα τηςμητρόςτηςέξω. Βιαστικάέδεσετοκομπόδεμα, καιτοέβαλενειςτην θέσιντου. Ολίγαςημέραςμετάτονγάμον, ηγραίαανεκάλυψετηνκλοπήν. Αλλά δενηθέλησεναείπητίποτεειςτηνκόρηντης. Έμεινενευχαριστημένη 19

διότιεκείνηδενταεπήρενόλα. «Στραβωμάραείχεν!» είπεμεταξύτων οδόντωντης. Τοποσόνεκείνο, τοοποίονηχαδούλαείχεκλέψεικατάκαιρούςαπό τους γονείς της, ανερχόμενον περίπου εις τετρακόσια γρόσια, το νόμισματηςεποχήςεκείνης, έκρυπτενεπίτόσαέτηεπιμελώς. Αλλάδιά να κτίση τηνοικίαν, το ηύξησεμετηνικανότητά της. Ήτο βεβαίως εργατικήκαιεπιδεξία. Όσοντηςεπέτρεποναιμέριμναιτηςανατροφής τόσωναλλεπαλλήλωντέκνων, εξενοδούλευε. Πλην, ειςτουςμικρούς τόπους«δενυπάρχουσινειδικοί, αλλά πολυτεχνίται» καιόπωςένας μπακάλης κωμοπόλεωςείναισυγχρόνωςκαιέμπορος ψιλικών, και φαρμακοπώλης, αλλά καιτοκογλύφος, ούτω καιμία καλή υφάντρια, οποίαήτοηφραγκογιαννού, ουδένεκώλυενακάμνησυγχρόνωςκαιτην μαμμήν ή την ψευδογιάτρισσαν, καιάλλα επαγγέλματα ακόμη να εξασκή, ήρκειναείναιεπιτηδεία. ΚαιηΦραγκογιαννούήτοεπιτηδειοτάτη μεταξύόλωντωνγυναικών. Έδιδεβότανα, έκαμνεκηραλοιφάς, εξετέλειεντριβάς, εθεράπευετην βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάςκαιαναιμικάςκόρας, διάταςεγκύουςκαιταςλεχούς, καιτας εκμητρικώναλγηδόνωνπασχούσας. Μετοκαλάθιονυπότοναγκώνα τηςαριστεράςχειρός, ακολουθούμενηαπόταδύοτελευταίατέκνατης, τονδημητράκην, οκτώ ετών, καιτηνκρινιώ, εξαέτιδα, εξήρχετοειςτους αγρούς, ανέβαινενειςταόρη, διέτρεχεφάραγγας, κοιλάδαςκαιρεύματα, έψαχνεναεύρηταβότανα, όσααυτήεγνώριζε τηναγριοκρομμύδα, την δρακοντιά, τοτρίμεροκαιάλλ' ακόμη τα έκοπτενήταεξερρίζωνεν, εγέμιζετοκαλάθιοντης, κ' επέστρεφετοβράδυειςτηνοικίαν. Με αυτά τα βότανα κατεσκεύαζεδιάφορα μαντζούνια, τα οποία εσύσταινεν ως αλάνθαστα ιατρικά κατά των χρονίων πόνων, του στήθους, τηςκοιλίας, τωνεντέρων, κτλ. Τηβοηθείαόλωναυτώντων μέσων, ολίγακερδίζουσα, αλλ' οικονόμος, κατώρθωσε, μετονκαιρόν, 20

να κτίση τηνμικράνφωλέαντης. Αλλ' οινεοσσοίείχαναρχίσεινα ξεπετούνήδη, ναφεύγουνειςταξένα! Κατά τηνεποχήνεκείνην, ο πρώτοςυιόςτης, εικοσαετήςήδη, ο Σταθαρός, είχεξενιτευθήειςτηναμερικήν, αφούδεέστειλενενήδύο γράμματα, εσιώπησε, καιέκτοτεδενείχεδώσεισημείονζωής. Μετάτρία έτη, ο δεύτερος υιός της, ο Γιαλής, είχε μεγαλώσεικιαυτός, κ' εμβαρκαρίσθη. Καιοιδύο, ειςταμικράτωνχρόνια, είχονδοκιμάσειτηντέχνηντου πατρόςτων, αλλ' ούτεο ειςούτεο άλλοςεπρόκοψαν πολύ, ουδέ ηρκέσθησανειςαυτήν. Ο Γιαλής, ωςφιλόστοργοςυιόςκαιαδελφός, έγραψεπροςτηνμητέρατουεκμασσαλίας, όπουείχενυπάγειμ' ένα πατριώτικονκαράβι, ότιαπεφάσισεκιαυτόςναυπάγηστηναμερικήν, ναιδήτιγίνεταιομεγάλοςαδερφόςτουίσωςτονανακαλύψεικάπου. Αλλάπαρήλθονκαιροίκαιχρόνοιέκτοτεκαιούτεοειςούτεοάλλος ηκούσθησανπλέον. Τότεέλαβεναφορμήνημητέρατωνναενθυμηθήέναπαραμύθιτου λαούεκτωναστειοτέρων, ενω γίνεταιλόγοςπερίστρώματοςαπόμέλι, ειςτοοποίονεκόλλησανδιαδοχικώςκαιοπρώτοςαποσταλείςυιόςτης Γριάς, διάνασυλλέξηκαιφέρηεκείθεντομέλι, καιοδεύτεροςυιός, όστιςείχεσταλή διά να ξεκολλήση τονπρώτον, καιοτρίτος, όστις εστάληδιάναφέρηοπίσω καιτουςδύο, καιογέρος, όστιςεπήγεναιδή τίγίνονταιοιυιοίτου τέλος, αυτή η Γριά, η οποία ειςτο ύστερον απεφάσισεναυπάγηναιδή, μακρόθενόμως διότι, ωςγριά, είχετόσην πονηρίαν τίέγινανογέροςκαιταπαιδιάκαιδενεγύρισανοπίσω από το«θέλημα», ειςτοοποίοντουςείχεστείλει, μόλιςαυτήεγλύτωσεκαι δενεκόλλησε. Τότεστραφείσαπροςτουςτέσσαρας, κολλημένουςτους είπεν: «Α! αυτόσαςμέλει; Εμέναδενμεμέλει!» Εντω μεταξύ, ενώ οσταθαρόςκιογιαλήςείχανξενιτευθήειςτην Αμερικήν, καιείχανφάγειλωτόν, ήείχανπίειτηνλήθην, ηδελχαρώ, η 21

πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετά τους ξενιτευμένους αδελφούς της, εμεγάλωνεν, ολονένεμεγάλωνε. Κ' η Αμέρσα, σχεδόντέσσαρα έτη μικροτέρα της αδελφής της, εμεγάλωνε κιαυτή εναμίλλως μετην Δελχαρώ, κι«έριχνεμπόι» εγίνετοανδρώδης, μελαψήκαιζωηρά, κ' οι γειτόνισσεςτηνωνόμαζον«τοσερνικοθήλυκο». Κ' εκείνηημικρά, το Κρινάκι, ήτιςδενείχεφευ! τουκρίνουτοχρώμα, ανκαιφυσικάισχνή, εδείκνυενήδησυμπτώματααναπτύξεως. Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! εσκέπτετο η Φραγκογιαννού. Ποίος κήπος, ποίονλιβάδι, ποία άνοιξιςπαράγειαυτό τοφυτόν! Καιπώς βλαστάνεικαιθάλλεικαιφυλλομανείκαιφουντώνει! Καιόλοιαυτοίοι βλαστοί, όλατανεόφυτα, θαγίνουνμίανημέρανπρασιαί, λόχμαι, κήποι; Καιούτω θαεξακολουθή; Καιπάσαοικογένειαειςτηνγειτονιάν, καιεις τηνσυνοικίανκαιειςτηνπόλινείχαναπόδύοέωςτρίακοράσια. Μερικαί είχον τέσσαρα, άλλαιπέντε. Μία μητέρα είχενεξ θυγατέρας χωρίς κανένανυιόν, άλλη μία είχενεπτά κ' ένανυιόν, ο οποίοςεφαίνετο προωρισμένοςναφανήάχρηστος. Λοιπόνόλοιαυτοίοιγονείς, όλαταανδρόγυνα, όλαιαιχήραι, ανάγκη πάσακαιχρέοςαπαραίτητον, ναυπανδρεύσουνόλαςαυτάςταςκόρας καιταςπέντε, καιταςεξ, καιταςεπτά! Καιναδώσουνειςόλαςπροίκα. Πάσαπτωχήοικογένεια, πάσαμήτηρχήρα, μεδύοστρέμματααγρούς, μ' ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα είτε κολλήγισα άλλωνευπορωτέρωνοικογενειώνειςτα κτήματα, ειςτας συκάςκαιταςμορέας συλλέγουσαφύλλα, παράγουσαολίγηνμέταξαν ήτρέφουσαδύοήτρειςαίγαςήαμνάδας γινομένηκακήμεόλουςτους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διάμικράςζημίας φορολογουμένη ασπλάγχνως, τρώγουσακρίθινονάρτονποτισμένονμειδρώτααλμυρόν ώφειλενεξάπαντος«ν' αποκαταστήση» όλαταθήλεαταύτα, καινα δώσηπέντε, εξ, ήεπτάπροίκας! ΩΘεέμου! 22

Καιοποίαςπροίκας, κατάτανησιωτικάέθιμα. «ΣπίτισταΚοτρώνια, αμπέλιστηναμμουδιά, έλιωναστολεχούνι, χωράφιστο Στροφλιά». Αλλάκατάτουςτελευταίουςχρόνους, περίταμέσατουαιώνος, είχε κολλήσεικαι άλλη ψώρα. Το «μέτρημα», εκείνο το οποίον εις Κωνσταντινούπολινωνομάζετο«τράχωμα», συνήθειαντηνοποίαν, αν δεναπατώμαι, είχεναφορίσειημεγάληεκκλησία. Ώφειλενέκαστοςνα δώσηκαιμετρητήνπροίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, αςείχεταςκόραςτουναταςκαμαρώνη. Αςταςέβαζεστοράφι. Αςταέκλειεστοδουλάπι. ΑςταςέστελνεστοΜουσείον. Δ' Έωςεδώ είχονφθάσειαιαναμνήσειςκαιοιλογισμοίτηςαγρυπνούσης γραίας. Ελάλησετοδεύτερονοπετεινός. Θαείχανπεράσειδύομετάτα μεσάνυχτα. Ιανουάριοςομην. Χρόνοςηνύκτα. Βορράςεφύσα. Ηφωτιά ειςτηνεστίανέσβηνε. Η Φραγκογιαννούησθάνθηρίγοςειςτηνράχιν, καιπαγωμένουςτουςπόδαςτης. Ήθελενασηκωθήναφέρηολίγαξύλα έξω απότονπρόδομον, διάναταρίψηειςτηνεστίαν, ναξανάψη το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει καιησθάνετομικράννάρκην, ίσωςτοπρώτον σύμπτωματουεισβάλλοντοςύπνου. Τηνστιγμήνεκείνην, τόσονπαράωρα, ενώ είχεκλειστάταόμματα, εκρούσθη παραδόξως η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη«ποιόςείναι», διάναμηνεξυπνήσητηνλεχώ, αλλ' απετίναξε τηννάρκηντης, διακοπείσανήδηαποτόμωςδιάτουκρότουτηςθύρας τονοποίονείχενακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθετου θαλάμου. Πριν φθάσηειςτηνέξωθύραν, ήκουσεδιακριτικήν, ψίθυρονφωνήν: Μάννα! ΑνεγνώρισετηνφωνήντηςΑμέρσας. Ήτοηδευτερότοκοςκόρηςτης. Τίέπαθες, αρή;... Τίσουήρθε, τέτοιαώρα; 23

Καιήνοιξετηνθύραν. Μάννα, επανέλαβεμετ' ασθμαινούσηςφωνήςηαμέρσα. Τίκάνειτο κορίτσι;... μηνπέθανε; Όχι...κοιμάται τώραησύχασε, είπενηγραία. Πώςσουήρθε; Είδαστονύπνομουπωςπέθανε, είπεμεπάλλουσανακόμηφωνήνη υψηλήγεροντοκόρη. Αμμ' σανείχεπεθάνει, τάχατί; είπεκυνικώςηγραία...κ' εσηκώθης... κ' ήρθεςναιδής; Η οικίατηςγιαννούς, όπουαύτησυνήθωςεκατοίκειμετάτωνδύο αγάμων θυγατέρων της καθότιπροσωρινώς τώρα διενυκτέρευε πλησίον της λεχούς έκειτο ολίγας δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. ΑυτήηοικίατηςΔελχαρώςείχεδοθήπροικώαειςταύτην, ήτο δεαυτήηπαλαιάοικία, ηκτισθείσααπόταςοικονομίαςτηςχαδούλας, καιαπό τον πρώτον πυρήνα τον οποίον είχε σχηματίσειαπό το κομπόδεματωναειμνήστωνγονέωντης. Ύστερον, ολίγαέτημετάτον γάμοντηςδελχαρώς, είχεκατορθώσειημήτηρτηςν' αποκτήση και δευτέραν φωλέαν, μικροτέρανκαιαθλιεστέραν τηςπρώτης, ειςτην αυτήνσυνοικίαν. Δύο ή τρειςοικίαιεχώριζοντηνδευτέραναπό της πρώτης. Απόεκείνηνλοιπόντηννεόκτιστονοικίανείχενέλθειτόσονπαράωρα ηαμέρσα, ήτιςδενεφοβείτοταστοιχειάτηννύκτα, ήτοδετολμηράκαι αποφασιστικήκόρη. Κ' εσηκώθης;... κ' ήρθεςναιδής; Ξαφνίστηκα μεςτον ύπνο μου, μαννούλα. Είδα πωςπέθανετο κορίτσι, καιπωςεσύείχεςέναμαύροσημάδιστοχέρισου. Μαύροσημάδι;... Ήθελες, τάχα, να σαβανώσης το κορίτσι. Καιτηνώρα που το σαβάνωνες, μαύρισετοχέρισου... καιπωςέβαλες, τάχα, τοχέρισου στηφωτιά, γιαναξεμαυρίση. 24

Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπεν η γραία Χαδούλα... Κ' έκαμες κουτουράδα, κ' ήρθες, τέτοιανώρα... Δενμπορούσαναησυχάσω, μάννα. Καιδενσ' ένοιωσετοκρινιώ, πουέφυγες; Όχι κοιμάται. Κιανξυπνήση, κ' ιδήναλείπηςαπόκοντάτης, πώςθατηςφανή;... Δεθαβάλητιςφωνές;... Θατρελαθή, τοκορίτσι! Αιδύο αδελφαίεκοιμώντο τω όντιμόναιειςτηνμικράνοικίαν. Η Αμέρσαήτοάφοβος, κ' ενέπνεεπεποίθησιν, ωςναήτοανήρ. Ο πατήρ τωνείχεναποθάνειπροπολλού, οιδεεπιζώντεςυιοίδιαρκώςέλειπον ειςταξένα. Πάω πίσω, μάννα, είπενηαμέρσα... Αλήθεια, δενεσυλλογίστηκα πωςμπορείναξυπνήσητοκρινιώ, αυτήντηνώρα, νατρομάξη, πουθα λείπω. Μπορούσεςνα μείνηςκ' εδώ, είπενημητέρα μόνο, μηξυπνήση άξαφνατοκρινιώ, καιπάρηφόβο. ΗΑμέρσαεκοντοστάθηπροςστιγμήν. Μάννα, είπε, θέλειςνακαθίσω εγώ 'δω, ναπαςεσύστοσπίτι;... για ναξεκουραστής, ναησυχάσης. Όχι, είπεν, αφούεσκέφθηπροςστιγμήνηγραία. Τώρα, κ' ηνύχτα αυτήπέρασε. Αύριοβράδυ, πηγαίνωεγώ στοσπίτι, καικάθεσαισυεδώ. Μόνο, τώραπήγαινε. Καλόξημέρωμα! Όλοςοδιάλογοςεγίνετοειςμικρόν, στενόνπρόδομον, κατέμπροσθεν τουθαλαμίσκου, όπουηκούοντοηχηροίκαιπολύχορδοιοιρογχαλισμοί τουκωνσταντή. Η Αμέρσα, ήτιςείχενέλθειξυπόλητη, μ' ελαφρότατον άψοφονβήμα, εξήλθε, καιημήτηρτηςεκλείδωσενέσωθεντηνθύραν. ΗΑμέρσαέφυγετρέχουσα. Αυτήναφοβηθήταστοιχειά, ήτιςδενείχε φοβηθήτοναδερφόντηςτονμήτρον, τονκοινώςκαλούμενονμώρονή ΜούρονήΜούτρον τονσκιάνεκείνον, τοντρίτονυιόντηςμητρόςτης, 25

τονοποίονητεκούσαωνόμαζεσυνήθως«τοσκυλίτ' Αγαρηνό!» τον κατάτρίαέτημεγαλύτεροναδελφόντης, όστιςτηνείχεμαχαιρώσειήδη άπαξ αλλ' αυτήτονείχεσώσει, μηθέλουσανατονπαραδώσηειςτην εξουσίαν καιθα τηνεμαχαίρωνεβεβαίωςκαιδευτέρανφοράν, εάν έμενενέκτοτεελεύθερος. Ευτυχώς, είχεναλλούεξασκήσειταςφονικάς ορμάςτου, εντω μεταξύ, καιείχεκλεισθήεγκαίρωςειςταςβενετικάς ειρκτάςτουπαλαιούφρουρίου, ειςτηνχαλκίδα. Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο Μωρός ή Μούρος ήτο φύσει ορμητικόςκαιπαράφορος, ανκαιείχεπολύδεξιόν, θηλυκόννουν, όπως έλεγενημάννατου νουνοοποίοςεγέννα. Παιδιόθενήτοικανόςμόνος του, να πλάττη, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά πράγματα καραβάκια, προσωπίδας, αγαλμάτια, κούκλες καιάλλα ακόμη. Ήτο σκιάςτηςγειτονιάς, οσημαιοφόροςόλωντωνμαγκών, καιείχενειςτους ορισμούςτουόλουςτουςαγυιόπαιδας, όλαταξυπόλυτατουδρόμου. Είχεσυνηθίσειενωρίςτηνμέθηνκαιτηνασωτίαν, εξετέλειθορυβώδεις παιδιάς, διαδηλώσεις, παιδικάς οχλαγωγίας, μαζίμε τους μικρούς φίλουςτου επροκάλεικαυγάδεςειςτονδρόμον, επετροβόλειόσους συνήνταγέρονταςκαιγραίας, όσουςπτωχούςκαιαδυνάτους. Δενάφηνε σχεδόνκανέναάνθρωποναπείρακτον. Είχεκλέψειμετομάτι, απόένανδιαβατικόνμαχαιροποιόν, τηντέχνην του. Επροσπάθειατελώςνακατασκευάζημαχαίρια. Είχεμέγαντροχόν ειςτηναυλήν, τηνσκεπαστήναπότομέγαχαγιάτι, καιτοκατώγιτης οικίαςσχεδόντοείχεμεταβάλειειςεργοστάσιον κ' ετρόχιζενόλατα μαχαίριακαιτουςξυραφάδεςτωναγυιοπαίδων, καιότανδενείχενάλλα νατροχίση, ετρόχιζετοιδικόντου. Εφιλοτιμείτονατοκάμηδίκοπον, αν καιεξαρχής δεν ήτον ούτω σχεδιασμένον. Προσέτιεδοκίμαζε να κατασκευάζηκουμπούρες, πιστόλια, μικράκανονάκια, καιάλλαφονικά όργανα. Όλαταλεπτά, όσαεκέρδιζεναπότιςκούκλες, τ' αγαλμάτιακαι ταςπροσωπίδας, καιδενταέπινε, ταηγόραζεπυρίτιδα. Καιοίδιοςείχε 26

δοκιμάσεινακατασκευάζηεντοιούτονπροϊόν. ΤαςημέραςτουΠάσχα, καιδύοεβδομάδαςακόμηοψιμώτερα, ήτοφόβοςκαιτρόμοςνατολμήση τιςναπεράση απότηνγειτονιάν, ειςτηνοποίανεβασίλευεδιά του τρόμουομούτρος. Οιπιστολισμοίέπιπτοναδιάλειπτοι. Μίαν Κυριακήν, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμειπαραπολλάς αταξίαςειςτονδρόμον. Δύοχωροφύλακεςακούσαντεςταπαράπονα πολλών ανθρώπων, τον εκυνήγησαν διά να τον πιάσουν, καιτον πάρουν«μέσα» ή«στηνκαζάρμα». Αλλ' ομώρος, λίανευκίνητος, τους έφυγεν, εγύρισεκαιτουςεμυκτήρισεμακρόθεν, καιπάλιντραπείςεις φυγήν, εκρύβηειςμέροςαπρόσιτον ειςτομέσαμέροςτουυπόστεγου ταρσανάενόςναυπηγού, εξαδέλφουτου. Είτα, επειδήοιδύοάνδρες παρήτησαντηνκαταδίωξιν, ανέλαβεθάρροςκ' εξήλθενειςτονδρόμον. Τηνημέρανεκείνην, ο Μώρος, επειδήδενείχεξεμεθύσειακόμα, κατήντησενα κυνηγήση εις τον δρόμον καιτην ιδίαν μητέρα του, απειλώννατηνσφάξη. Παρεπονείτοότιηγραίατούείχεκλέψειλεπτά απότηντσέπην. Τηνέφθασενειςτηναυλήντηςοικίας, όπουέτρεχεν αύτηδιάνακρυφθή, τηνάρπαξεναπόταμαλλιά, καιτηνέσυρενεπίτου εδάφουςτηςοδού, ειςδιάστημαπενήνταβημάτων. Αυτή είχε βάλειτας φωνάς, κ' εξήλθον οιγείτονες. Ήτον ώρα εσπερινού, μικρόν προ τηςδύσεωςτου ηλίου. Ειςταςφωνάςτων γειτόνων, έφθασανοιδύοχωροφύλακες, οίτινεςαπόπρινκατεζήτουν τον Μούρον, καιμόνον κατά το φαινόμενον είχον παραιτήσειτο κυνήγημα εξεναντίαςμάλισταήσανλίανεξωργισμένοιεναντίοντου ταραξίου. Ο Μούρος, άματουςείδεν, άφησεντηνμητέρατουκ' ετράπη ειςφυγήν. Έτρεξενακρυφθήειςτηνοικίαν, εξανάγκης, επειδήευρέθη «σταστενά», καιδενέβλεπενάλλοάσυλονπλέονμακρυσμένοναλλ' ασφαλέστερον. Η γραία, άμαεσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρηςκονιορτού, είδε τουςχωροφύλακας, κιάρχισενατουςικετεύη. 27

Αφήστετον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναιτίποτε. Μην τόνε σκοτώνετε, παιδιά, μετοκαμτσί! Τούτοείπεδιότιείδετονένανχωροφύλακαεξηγριωμένον, κρατούντα ειςτηνχείρανφοβερόνμαστίγιον. Οιδύοάνδρεςδενέδωκανπροσοχήν ειςταςικεσίαςτης, αλλ' εξηκολούθησαννατρέχουνπροςκαταδίωξιντου Μώρου. Παρεβίασαντοάσυλον, τοκατώγιτηςοικίας, όπου είχετο εργοστάσιόντουομώρος. Εκείείχετρέξειδιάνακρυφθή, καιμόλις επρόφθασεναμανδαλώσητηνθύραν. Αλλ' ησανίςήτουπόσαθρος, κακώςπροσαρμοζομένη, καιομώροςδενείχεναγαπήσειταςειρηνικάς τέχναςδιάναφροντίσηνατηνδιόρθωση. Εκείνοιέσπασαντονμικρόν σύρτηνκαιεισήλθον. Ο Μούροςταχύςωςαίλουροςανερριχήθηειςτηνκλαβανήν, ειςτο πάτωμα. Ηκλαβανήήτοσιμάειςτονβόρειοντοίχον, οδεβόρειοςτοίχος ήτοενμέρειθεμελιωμένοςειςτονβράχον, οβράχοςεξείχε, καιπαρείχε πάτημαειςτουςπόδαςτουμώρουτουςγοργούς, καιαλλάςεσοχάςεπί τουτοίχουείχεσκάψειοίδιοςκατάκαιρούς, διάμόνωντωνποδώντου. Επειδή φαίνεται ότισυνήθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής. Η σανίςτηςκαταρρακτήςήτοκλειστή. Ο Μωρόςτηνήνοιξεμεένα κτύποντηςκεφαλήςτουκαιμεμίανπροσπάθειαντουαριστερούτου βραχίονος. Είτα ωςο κολυμβητής, ο αναδυόμενοςεκ του κύματος, επήδησενεπάνω ειςτοπάτωμα, έκλεισεμετάκρότουτηνκλαβανήν, κ' εφάνηότιέθεσενενβάρος, ίσωςμικράντινάκασσέλαν, επίτηςσανίδας. Οιδύοχωροφύλακες, ενοργήκαιμεπολλάςβλασφημίας, ήρχισαννα ψάχνουνειςτοισόγειον. Κατέσχονόσαμαχαίριακαικουμπούριαεύρον εκεί, όπωςκαιτοντροχόν, καιδύοαλλάςμικράςακόναςκαιητοιμάζοντο ναεξέλθουνίσωςδιάναφύγουν, ίσωςκαιδιάν' ανέλθουνεπάνω ειςτην οικίαν. 28

Ο ΜούτροςήΜούρτος, επάνω στοπάτωμα, ήτονπλήρηςοργής, μεθύωνακόμη, καιαφρισμένος. Εφύσααπόμανίανκαιλύσσαν. Εκεί επάνω ευρέθημόνηηαδελφήτουηαμέρσα, παιδίσκηδεκαεπτάετών τότε, ήτιςετρόμαξενάματονείδεν' αναρριχάταιειςτηνκλαβανήνμε τοιούτοναλλόκοτοντρόπον. Είχενακούσεικάτω τα βήματα καιτας βλασφημίαςτων δύο χωροφυλάκων. Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδωντου κακώςηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, καιείδε κάτω τους δύο ανθρώπουςτηςεξουσίας, ειςτοφωςτοεισδύονδιάτηςθύραςτου κατωγείου, τηνοποίανείχονανοίξειεκείνοι. Μωρή! σ' έφαγα... τώραθαπιω τοαίμασου! έκραξενομούτρος, μη έχωνπουαλλούναξεθυμάνηκαιαπειλώνάνευαιτίαςτηναδελφήντου. Σιώπα!...σιώπα! εψιθύρησεν η Αμέρσα. Πω πω, Θεέμου! Δυο «ταχτικοί»! κάτω στοκατώι... ψάχνουν... ψάχνουν... Τίγυρεύουν; Έβλεπετουςδύοχωροφύλακαςν' αποκομίζουντα μικρά, άξεστα όπλα, ταέργατουαδελφούτης, ωςκαιτοντροχόνκαιταςακόνας. Είτα αίφνηςτουςείδενακύπτουνπροςτηνγωνίαν, όπουίστατοουφαντικός ιστόςτηνμητρόςτης, καιείδετονένανχωροφύλακαναλαμβάνηειςτας χείραςτουτηνσαΐτανήκερκίδα, ήτιςθατουεφάνηίσωςκαιαυτήως όπλον αφού μάλιστα καλείταικαισαΐτα. Ο άλλος εδοκίμασεν' αποσπάσηαπότονεργαλείοντοαντίον, τομέγακυλινδροειδέςξύλον, περίτο οποίοντυλίγεταιτονεοΰφαντονπανίον ίσωςδενείχενιδεί παρόμοιονπράγμαειςτηνζωήντου, κ' εφαντάζετοότικαιαυτόίσωςθα ήτοκαλόνδιάναχρησιμεύσηωςόπλον. ΗΑμέρσα, ιδούσααφήκεκραυγήνπεπνιγμένην. Ηθέλησεναφωνάξη ν' αφήσουντοαντίκαιτηνσαγίτα, αλλ' οήχοςεξέπνευσενειςτοστόμα της. Σκάσε, μωρή! έγρυξενομούρτος. Τίλογιάζεις; Τίγλέπειςκαιγελάς; 29

Ο Μούρτος, εντημέθητου, είχενεκλάβειωςγέλωτατηνάναρθρον εκείνηνκραυγήντηςαδελφήςτου. Μετ' ολίγα λεπτά, οιδύο χωροφύλακες, αφούέρριψαντελευταίον βλέμμαπροςτηνκλαβανήν τηνοποίανείχονιδείνακλείεταιακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειον εξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Τηςεφάνηότιήκουσετριγμόνειςτοκάτω σκαλοπάτιτης εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, τουπόστεγον. Έτρεξεπροςτηνθύραν. Εφαντάσθηότιοιδύο«ταχτικοί», όπωςτουςωνόμαζεν, ανέβαινον τηνσκάλαν, καιίσωςθαπαρεβίαζονκαιτηνθύραντηςοικίας. Έκυψεν ειςτηνκλειδότρυπαν, κ' επροσπάθειναίδηκ' εννοήσητασυμβαίνοντα διάτηςμικράςοπής, επειδήτομόνονπαράθυροντηςπροσόψεωςήτο κλεισμένον, καιδενείχενάλλομέσονδιάναίδη. Ο ΜούροςβλέπωντηνΑμέρσανατρέχηπροςτηνθύραν, εφαντάσθη, εντωνπαραλογισμώ τηςμέθηςτου, ότιηαδελφήτουήθελεν' ανοίξη τηνθύρανκαιτονπαραδώσηειςτουςχωροφύλακας. Τότε, τυφλόςεκ μανίας, έσυρενόπισθεν, απότα νώτατηςοσφύοςτου, τροχισμένην μάχαιραντηνοποίανείχε, καιορμήσαςεκτύπησετηναδελφήντουειςτο πλευρόνόπισθεν, κατάτηνδεξιάνμασχάλην. Αισθανθείσα τον ψυχρόνσίδηρον, η Αμέρσα αφήκεσπαρακτικήν κραυγήν. Οιδύο χωροφύλακες δεν είχονακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθήέξω τηςθύραςτουισογείου, ωςναεσυμβουλεύοντοτίνα κάμουν. Ήκουσαντηνκραυγήνεκείνηντουτρόμου, εκοίταξανεπάνω, κ' έτρεξαν. Τότεανέβησανμετάκρότουτηνσκάλανκ' έφθασανειςτοχαγιάτι. Έσεισανβιαίωςτηνθύραν. ΕνονόματιτουΝόμου! Ανοίξατε! 30

Τηνστιγμήνεκείνηνήλθενειςτονένατωνχωροφυλάκωνηυπόνοια ότιοένοχοςθαηδύνατοίσωςναδραπετεύσηδιάτηςκαταρρακτήςκαι τουισογείου. Στραφείςειςτονδεύτερονχωροφύλακατουλέγει. Έχετονουσου, συ! Μημαςτοστρίψηαπόκατ' απ' τοκαταχυτό, απ' τηνκαταρρήχωση!...κ' ύστεριςπούνατονχαλεύουμε; Τίκρένεις; είπενοδεύτερος, μηεννοήσαςαμέσως. Αυτό που σουκρένω! επέμενενοπρώτος... Κάμεκείνο που σε χουιάζουνε! Ο δεύτεροςχωροφύλαξ, καίτοινωθρόςολίγον, έτρεξεκάτω όσον ταχύτεραημπόρεσε, διάνακλείσητηνθύραντουισογείου, ήδιάνα παραμονεύση. Αλλ' ήτονήδηαργά. Ο Μούροςεντω μεταξύείχεανοίξει τηνκλαβανήν, αποσύραςτηνμικράνκασσέλαντηνοποίανείχεβάλει επάνω της, καιείχεπηδήσεικάτω. Ήτονυπέρταδύομέτρατούψος, αλλ' ο Μούρος ήτον ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήτο στρωμένονμεπελεκούδια καιπριονίδια, κ' έφθασεκάτω όρθιοςκαι αβλαβής. Τρέχωνωςάνεμος, ανέτρεψετονχωροφύλακα, όστιςέπεσεβαρύς έμπροσθεντηςεξωτερικήςσκάλας, κ' έφυγεν, ομούρτος, ωςαστραπή. Έτρεξενεπάνω ειςτακοτρώνια, ειςτηνκατοικίαντωνγλαυκών. Ήτο βραχώδηςλόφοςυψούμενοςυπεράνω, εκτωννώτωντηςοικίας, όπου ήξευρενόλα τα «κατατόπια» ομούρτος. Ούτεκατώρθωσέτιςποτέ, χωροφύλαξήάλλοςνατονσυλλάβη. Την ώραν που είχε πηδήσειο Μούτρος από την καταρράκτην, παραδόξωςείχεν ενθυμηθή ίσωςδιότιείχεξεμεθύσειήδη από τα συμβάντα, ή είχε «ξεμουστώσει» όπως θα έλεγεν ο ίδιος είχεν ενθυμηθή, λέγω, ότιαφούεμαχαίρωσετηναδελφήντου, ημάχαιρατού έπεσεαπότηνχείρα, καιέκειτοειςτοπάτωμα. Τούτοσυνέβηίσωςδιότι τουείχονέλθειτύψειςκαιφόβος, τηνστιγμήνεκείνην διόκαιεπιπολής μόνονείχεθίξειμετηνλεπίδατηνσάρκατηςαδελφήςτου. 31

Καθώςτουήλθενηιδέαναφύγη, κ' έτρεξεν' ανοίξητηνκλαβανήν, επειδήενόησεπλέονότιοιχωροφύλακεςανέβαινονειςτοπάτωμα, μη έχωνκαιρόνναεπανέλθηπροςτομέροςτηςθύρας, διάνακύψηκαινα αναλάβητηνμάχαιραν, έτοιμοςναπηδήσηκάτω, εφώναξεπροςτην αδελφήντου: Το«χαμπέρ'», μωρή!... Κοίταξενακρύψηςεκείνοτο«χαμπέρι»! Την έκφρασιν ταύτην επροτίμησε, διά να μη ακούσουν οι χωροφύλακεςτοομοιοτέλευτον«μαχαίρι». Κατάτηνφοβεράνστιγμήν, πταίστηςκαιένοχος, επεκαλείτοτηνφιλοστοργίαντηςαδελφήςτουγια να τονσώση, καθότιείχεπεποίθησινειςαυτήν. Η μάχαιρα θα ήτο αιματωμένη, καιθα έβλεποντο αίμα οιδιώκται. Καισυνιστώντην απόκρυψιντουοργάνου, ήλπιζετηναπόκρυψιντουεγκλήματος. Τω όντιη Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεενήδη εκτηςπληγήςτης, βλέπουσαότιεξάπαντοςθαπαρεβιάζετοηθύρα, εκπαλαιάςλεπτής σανίδος, μ' εσκωριασμένουςσύρταςκαιμάνδαλα, σχεδόνλιποθυμούσα ήδη, έκυψεκαιανέλαβετηνμάχαιραν. Είταεσύρθημέχριτηςγωνίας όπου ήτο μικρά τέμπλα, ήτοισωρός εκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλωνκαιστρωμνών. Έκρυψετηναιματωμένηνμάχαιρανκάτωθενόλουαυτούτουσωρού τωνοθονίων, ετυλίχθηαυτήμεπαλαιόν, εμβαλωμένον, αλλάκαθαρόν πάπλωμα, κ' εκάθισεναπάνω ειςτονχαμηλόνσωρόν, όστιςεβυθίσθη ακόμηχαμηλότερα. Έφερετηναριστεράνχείραειςτηνμασχάληντης, κ' επροσπάθεινασταματήσητοαίμα. Παραδόξωςδενείχεδειλιάσειόταν είχενιδείτοαίμα, ανκαιπρώτηνφοράντηςσυνέβαινετοπάθημα. Το όλοντηςεφαίνετοωςόνειρον. Μόνονέσφιγγετουςοδόνταςκαιηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθηοξείαναλγηδόνα. Τηνιδίανστιγμήν, ηθύραεβυθίσθηπροςταέσω. Ο ειςχωροφύλαξ εισεπήδησεμετάκρότουειςτοπάτωμα. 32

Η Αμέρσαδενανεσήκωσετηνκεφαλήν, έκυπτε, καιήτοτυλιγμένη έωςτηνμύτηνειςτοπάπλωμα. Πούείν' αυτός, οσκιάς; έκραξεναπειλητικώςοχωροφύλαξ. ΗΑμέρσαδεναπήντησεν. Ο στρατιωτικός, όστις δεν είχεν αντιληφθή ούτε την φυγήν του Μούρου, ούτετηνανατροπήνκαιπτώσιντουιδίουσυστρατιώτουτου, ίσωςδιότιηστιγμήεκείνησυνέπεσενακριβώςμετηνπαραβίασιντης θύρας, καιοειςκρότοςέπνιγεκαιεβώβαινετονάλλον, εξήτασενόλον τονπρόδομονόπουευρίσκετοηαμέρσα, είταμετέβηδρομαίωςειςτον χειμερινόνθάλαμον, είταειςτονθαλαμίσκον. Κανέναδενεύρε. Μόνονη κλαβανήήτονανοικτή. Μετάμίανστιγμήν, ανήρχετοκαιοδεύτεροςομόσκηνόςτου. Το'στριψε; Τόδωκεαπ' τηνκαταρρήχωση, χάμου... Καιτονεχούιαξες;... Δεντονεπρόκαμες; Έφαγακατραπακιά!... Α! μαφευγάλα... Εφτάμίλιατηνώρα!... Αχ! έκαμενοπρώτοςχωροφύλαξ, κάμπτωντονλιχανόντηςδεξιάς χειρός, καιφέρωναυτόνειςτοστόμα, ωςδιάνατονδαγκάση, μετά σείσματοςβιαίουτηςκεφαλής. Μαςπρέπειγιαναμαςταξηλώσουνε! Ο δεύτεροςχωροφύλαξ, θέλωννακάμητοναυστηρόν, απέτεινετον λόγονπροςτηνκόρην: Γιαπούτο'βαλεοαδερφόςσου, μωρή; τηςείπεν. ΗΑμέρσαδεναπήντησε. Πληνμέσατηςμεακουσίανειρωνείανίσως θαεψιθύρισεμεόλοντονδεινόνπόνονκαιτηναγωνίανηνησθάνετο: «Εσύξέρεις». Τίκάθεσαιαυτού, κορίτσιμου; είπεν ο ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μησ' εχτύπησε, τίποτα; ΗΑμέρσαανένευσε. Τ' είχεκαισ' εχάλευε;... Γύρευενασεμαχαιρώση; 33