ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Α.Π.Θ.- ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ: ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Της ΛΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ΘΕΜΑ: «Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη Γερμανία Αντιλήψεις εκπαιδευτικών» ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Ονοματεπώνυμο Βαθμίδα Πανεπιστήμιο Ιδιότητα Βασιλεία Καζούλλη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αιγαίου Π.Τ.Δ.Ε Επόπτρια Αναστάσιος Κοντάκος Παναγιώτης Σταμάτης Καθηγητής Λέκτορας Πανεπιστήμιο Αιγαίου Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ Πανεπιστήμιο Αιγαίου Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ Συνεπόπτης Συνεπόπτης Α.Μ. 197 Ρόδος, 2014 0
Αφιερώσεις Θέλω να αφιερώσω την εργασία μου πρωτίστως στον πατέρα μου Κοσμά Λουτσόπουλο ο οποίος συντέλεσε δυναμικά στα θέματα της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στη Γερμανία καθώς επίσης και στα μείζονα θέματα του μεταναστευτικού ελληνισμού. Στη μητέρα μου Σωτηρία Λουτσοπούλου η οποία με την αυστηρή κριτική της έβαλε και εκείνη το δικό της λιθαράκι. Στα αδέρφια μου και συμμαθητές μου οι οποίοι υπήρξαμε μαθητές στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση και πήραμε ο καθένας το δικό του δρόμο χωρίς να χαθούμε. Κοσμάς Λουτσόπουλος Πρόεδρος του Γερμανοελληνικού πολιτιστικού κέντρου του Πόρτς Κολονίας από το 1985 έως και σήμερα Μέλος στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων Κολονίας 1985-1995 Μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ελληνικής κοινότητας 1993-2009 Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της Κολονίας 1996-2003 Δημοτικός σύμβουλος στο Πορτς της Κολονίας 1999-2004 Μέλος διοικητικού συμβουλίου ελληνικών κοινοτήτων από το 2001 έως και σήμερα Εκλεγμένο μέλος περιφέρειας ΣΑΕ Ευρώπης 2008-2012 1
Ευχαριστίες Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τα παιδιά μου Γιάννη και Σωτηρία τα οποία έκαναν τεράστια υπομονή καθόλη τη διάρκεια της συγγραφής της εργασίας μου χωρίς να παραπονιούνται για το χρόνο που δεν μπορούσα να τους παρέχω. Το σύζυγό μου Γιώργο που θυσίασε τον ελεύθερο χρόνο του προκειμένου να με στηρίξει σε αυτό μου το επιχείρημα. Τη συνάδελφό μου Κατερίνα Μπουρλάκου η οποία μοιράστηκε μαζί μου τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες μου όσον αφορά την ελληνόγλωσση εκπαίδευση ούσα η ίδια μαθήτρια αυτής. Τον συνάδελφο και καθηγητή Πανταζή Ε. Βασίλη ο οποίος με το «πικάρισμα» του, μου έδωσε την ώθηση να ξεκινήσω επιτέλους την συγγραφή της εργασίας μου. Στις ευχαριστίες μου δε θα παραλείψω να αναφέρω και τη διευθύντρια του ελληνικού σχολείου στο Βούπερταλ της Γερμανίας Ουρανία Μπιτζιοπούλου η οποία μου επέτρεψε να διεξάγω τις συνεντεύξεις μου στο χώρο του σχολείου. Επίσης ευχαριστώ όλους τους συνάδελφους εκπαιδευτικούς οι οποίοι με τον δικό τους τρόπο βοήθησαν στους εκάστοτε προβληματισμούς μου. Οι τελικές ευχαριστίες μου αφορούν την επόπτριά μου κα Καζούλλη η οποία ήταν πάντα ευχάριστη και πρόθυμη να με βοηθήσει και να πάρει τους φόβους μου που με διακατείχαν, ιδιαίτερα στον αρχικό σχεδιασμό της παρούσας εργασίας. 2
Πίνακας περιεχομένων Πρόλογος... 5 Εισαγωγή... 6 2.1.Μετανάστευση μία ιστορική αναδρομή... 9 2.1.1.Η εργατική μετανάστευση στη Γερμανία... 10 2.1.2.Η ελληνική εργατική μετανάστευση στη Γερμανία... 12 2.2.Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη Γερμανία... 17 2.2.1.Το πρόβλημα της σχολικής εκπαίδευσης των ελληνόπουλων... 17 2.2.2.Εκπαιδευτική πολιτική... 18 2.2.3.Η εκπαιδευτική πολιτική της Γερμανίας... 19 2.2.4.Η εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδας... 24 2.3.Ο ρόλος των φορέων στην Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στη Γερμανία... 27 2.3.1.Σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων... 28 2.3.2.Ελληνικές κοινότητες... 32 2.3.3.Σύλλογοι εκπαιδευτικών... 32 2.4.Τύποι Ελληνόγλωσσης Εκπαίδευσης στη Γερμανία... 33 2.4.1.Προπαρασκευαστικές τάξεις... 33 2.4.2.Αμιγή Ελληνικά σχολεία... 34 2.4.3.Δίγλωσσες τάξεις ενταγμένες στα γερμανικά σχολεία... 35 2.4.4.Τμήματα Μητρικής Γλώσσας... 35 2.4.5.Ελληνικά Ιδιωτικά σχολεία στη Βαυαρία... 36 2.4.6.Κανονικές τάξεις... 36 2.4.7.Δίγλωσσα κρατικά σχολεία... 36 2.5.Εκπαιδευτικό προσωπικό στη Γερμανία... 39 2.5.1.Τυπολογίες εκπαιδευτικών... 39 2.5.2.Ομογενής δάσκαλος... 39 2.5.3.Αποσπασμένος δάσκαλος... 42 2.5.4.Αποσπασμένοι δάσκαλοι ενταγμένοι στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας 43 3.1.Μεθοδολογία Έρευνας... 45 3.1.1.Σκοπός και ερωτήματα της έρευνας... 45 3.1.2..Μεθοδολογία προσέγγισης της έρευνας... 45 3.1.3.Ποιοτική έρευνα... 46 3.1.4.Η συνέντευξη... 47 3
3.1.5.Τύποι συνεντεύξεων... 47 3.1.6.Δείγμα και δειγματοληψία... 49 4.1.Παρουσίαση των ευρημάτων... 50 4.1.1.Βιογραφίες αποσπασμένων εκπαιδευτικών... 50 4.1.2.Βιογραφίες ομογενών εκπαιδευτικών... 52 4.1.3.Ανάλυση απομαγνητοφωνήσεων... 54 4.1.4.Υποκείμενο 1 αποσπασμένη εκπαιδευτικός... 54 4.1.5.Υποκείμενο 2 αποσπασμένη εκπαιδευτικός... 58 4.1.6.Υποκείμενο 3 ομογενής εκπαιδευτικός... 63 4.1.7.Υποκείμενο 4 ομογενής εκπαιδευτικός... 71 5.1.Αποτελέσματα... 79 6.1.Συμπεράσματα... 87 Βιβλιογραφικές αναφορές... 93 4
Πρόλογος Το θέμα «Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στο εξωτερικό» ήταν για μένα καθόλη τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών έντονα στη σκέψη μου. Τα μαθήματα τα οποία παρακολούθησα, μου δημιούργησαν αρκετούς προβληματισμούς γύρω από το σχολικό πρόβλημα των ελληνόπουλων στη διασπορά. Ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη η ίδια, καθώς υπήρξα και εγώ παιδί μεταναστών δεύτερης γενιάς δεν μπορούσα να εννοήσω τα προβλήματα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε το σχολικό θέμα των μεταναστόπουλων. Ίσως επειδή ως παιδί δεν μπορείς να καταλάβεις το τι ακριβώς συμβαίνει στα θέματα που σε αφορούν ιδίως τα εκπαιδευτικά. Απλά συμμετέχεις. Ούσα γονιός δύο παιδιών και γνωρίζοντας το άγχος και τους φόβους μου για την σχολική τους εκπαίδευση, προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου τα δικά μου μαθητικά χρόνια στην Κολονία της Γερμανίας. Προσπάθησα επίσης να μπω στη θέση των γονιών μου οι οποίοι πάντα φρόντιζαν να μου υπενθυμίζουν πόσο σημαντικό είναι να αποκτήσω Πανεπιστημιακή κατάρτιση έτσι ώστε να επιστρέψουμε όλοι μαζί στην πατρίδα. Θυμήθηκα τους δασκάλους και καθηγητές μου που πέρασαν από τα σχολεία της Γερμανίας, γνωρίζοντας πια το σημαντικό τους ρόλο στην εκπαίδευση γενικότερα αφού και η ίδια είμαι πλέον εκπαιδευτικός. Στο έναυσμα για το θέμα της εργασίας μου «Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στη Γερμανία» βοήθησε και η κα. Καζούλλη η οποία ρωτώντας με αν στα σχολεία που παρακολούθησα, θεωρώ ότι με βοήθησαν στην εκπαιδευτική μου πορεία η απάντησή μου ήταν «δεν ξέρω». Θεώρησα ότι έπρεπε να διερευνήσω το θέμα και για μένα προσωπικά αλλά και να φέρω στην επιφάνεια τα θέματα της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού πλέον. Κατέλαβα μεγάλη προσπάθεια να μην λειτουργήσω με συναισθηματισμούς οι οποίοι καθόλου δε θα βοηθούσαν στο αποτέλεσμα της εργασίας μου. Δεν κρύβω βέβαια ότι ένιωσα τεράστια σύγχυση όταν αποσπάστηκα πριν ένα χρόνο σε σχολείο της Γερμανίας και ζώντας πια την ελληνόγλωσση εκπαίδευση εκ των έσω. Οι απορίες μου διπλασιάστηκαν και άλλες απαντήθηκαν. Θέλω να πιστεύω ότι η εργασία μου θα απαντήσει στα υπόλοιπα ερωτήματά μου και ίσως δώσω και εγώ με τη σειρά μου το έναυσμα να ασχοληθούν και άλλοι ερευνητές με το θέμα της εκπαίδευσης των ελληνόπουλων στη διασπορά. 5
1.Εισαγωγή Πολλοί μελετητές έχουν ασχοληθεί με την ελληνόγλωσση εκπαίδευση σε όλη την υφήλιο από τότε που αυτή έχει αρχίσει να υπάρχει και οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιό της έχουν βγάλει συμπεράσματα υψίστης σημασίας για τους απανταχού έλληνες της διασποράς. Η σημασία της, ο στόχος της καθώς και τα αποτελέσματα της έχουν κατά την διάρκεια των χρόνων υποστεί αλλαγές, διακυμάνσεις και αποτελούν γενικότερα ένα μείζον ζήτημα στις μέρες μας το οποίο κατά την άποψή μου θα συνεχίσει να υπάρχει και στις επόμενες δεκαετίες. Το πλαίσιο της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης επηρεάστηκε από πολλούς παράγοντες, από των αριθμό των ελλήνων στη διασπορά, από τις κυβερνήσεις και τις ενέργειες των εκάστοτε χωρών, από τις συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν και επικρατούν, από τους ποικίλους συλλόγους και οργανώσεις. Διαμεσολαβητές και φορείς της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης θεωρούνταν και θεωρούνται οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι καλούνται να διδάξουν στα σχολεία του εξωτερικού. Δάσκαλοι οι οποίοι υπηρετούν την ελληνόγλωσση εκπαίδευση και προσπαθούν να κρατήσουν την ελληνική ταυτότητα ζωντανή δεδομένου ότι βρίσκονται και οι ίδιοι μα και οι μαθητές τους σε μια ξένη χώρα. Στην παρούσα εργασία επρόκειτο να γίνει μία προσπάθεια προσέγγισης της Ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στη Γερμανία και επιχειρείτε η μελέτη των τύπων εκπαιδευτικών οι οποίοι στελεχώνουν την εκπαίδευση. Θα αναλυθούν οι απόψεις τους για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, πώς εκείνοι την αντιλαμβάνονται και τέλος θα γίνει μία προσπάθεια σύγκρισης των απόψεών τους σχετικά με αυτήν. Το συμπέρασμα που θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε δεν είναι για το ποιος υπηρετεί καλύτερα ή πιο άρτια την εκπαίδευση. Στόχος είναι να έρθουν στην επιφάνεια τα θετικά και αρνητικά της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στη Γερμανία μέσα από τις απόψεις τους καθώς υπηρετούν αυτήν. Ευελπιστούμε ότι η συγκεκριμένη εργασία θα προσεγγίσει την ελληνόγλωσση εκπαίδευση εις βάθος μέσα από τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών. Πιο συνοπτικά θα λέγαμε ότι η συγκεκριμένη ερευνητική αυτή εργασία έχει σκοπό να μελετήσει τις απόψεις των αποσπασμένων ελλήνων και ομογενών δασκάλων στη Γερμανία για την Ελληνόγλωσση εκπαίδευση. Διερευνάται δηλαδή το 6
πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, την εμπειρία που διαθέτουν, καθώς και τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουν. Ποιο συγκεκριμένα τα ερευνητικά ερωτήματα της παρούσας εργασίας είναι: Ποιες είναι απόψεις των αποσπασμένων και ομογενών εκπαιδευτικών για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στην Γερμανία Προβλήματα που αντιμετωπίζουν Αν υπάρχουν διαφορές στις απόψεις των αποσπασμένων και των ομογενών εκπαιδευτικών Η εργασία δομείτε σε τρία μέρη εκ των οποίων πρώτο αποτελεί το θεωρητικό μέρος και τα υπόλοιπα δύο αφορούν την έρευνα, τα αποτελέσματα των εμπειρικών δεδομένων και τα συμπεράσματα τα οποία αποβαίνουν από αυτήν. Στο πρώτο μέρος επιχειρείτε η παρουσίαση του θεωρητικού πλαισίου. Στην πρώτη ενότητα του πρώτου μέρους θα αναφερθούμε γενικά στο φαινόμενο της μετανάστευσης προς τη Γερμανία στη συνέχεια θα ειδικευθούμε στην ελληνική εργατική μετανάστευση.θεωρήσαμε αναγκαία την αναφορά στη μετανάστευση προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το σχολικό πρόβλημα που προκύπτει από αυτήν έτσι ώστε να αναπτύξουμε το θεωρητικό μέρος της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης. Στη δεύτερη ενότητα γίνεται προσπάθεια περιγραφής της εκπαιδευτικής πολιτικής που ακολούθησαν οι δύο χώρες προκειμένου να αντιμετωπίσουν το σχολικό πρόβλημα των ελληνόπουλων. Η τρίτη ενότητα του πρώτου μέρους είναι αφιερωμένη στους ρόλους των φορέων της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης και η συμβολή τους στη διαμόρφωσή της,για να καταλήξουμε στην τέταρτη ενότητα στις μορφές εκπαίδευσης που υπάρχουν και λειτουργούν σήμερα στη Γερμανία. Στην πέμπτη ενότητα επιχειρείται η περιγραφή των του εκπαιδευτικού προσωπικού το οποίο στελεχώνει τις μορφές εκπαίδευσης στη Γερμανία καθώς αναλύονται και οι δύο τύποι εκπαιδευτικών οι οποίοι είναι και τα υποκείμενα της έρευνάς μας. Το τρίτο μέρος αφορά στη μεθοδολογία της εργασίας μας. Στην πρώτη ενότητα του δεύτερου μέρους αναλύεται ο τύπος της έρευνάς μας, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους τον επιλέξαμε. Θα ακολουθήσει αναφορά στο ερευνητικό μας εργαλείο.. 7
Στο τρίτο μέρος θα παρουσιάσουμε τα εμπειρικά δεδομένα που προέκυψαν και τέλος στην θα ακολουθήσουν τα συμπεράσματα του αποτελέσματος. 8
2.1.Η Μετανάστευση μία ιστορική αναδρομή Μετανάστευση είναι η μετακίνηση από έναν τόπο σε κάποιον άλλο με σκοπό την προσωρινή ή μακροχρόνια παραμονή σε αυτόν.η μετακίνηση αυτή λαμβάνει μέρος είτε εθελοντικά είτε αναγκαστικά για λόγους οικονομικούς,θρησκευτικούς,πολιτικούς ή και προσωπικούς. Αποτέλεσμα της μετανάστευσης από τη χώρα προέλευσης είναι η προσωρινή ή και μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα υποδοχής. Συνήθως μετανάστευαν ατομικά, ή ακόμα και ολόκληρες οικογένειες, ιστορικά υπήρχαν και μεταναστεύσεις ολόκληρων πληθυσμών. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να επιχειρούσαμε μία διεξοδική ιστορική αναδρομή της μετανάστευσης των Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων. Από την εποχή που με τα ιστορικά τους πλοία, τις λεγόμενες τριήρης, έπλεαν στις θάλασσες για διαφορετικούς λογούς κάθε φορά,κυρίως όμως εμπορικούς(δαμανάκης 2008,σελ.12). Θα περιοριστούμε ωστόσο στην εργατική μετανάστευση και συγκεκριμένα στην εργατική μετανάστευση προς τη Γερμανία. Αν και η εργατική μετανάστευση χωρίζεται σε δύο περιόδους η πρώτη από το 1890 έως το 1920 και η δεύτερη από το 1950 έως το 1970 (Δαμανάκης 2010,σελ.12) εμείς θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με τη δεύτερη περίοδο της. Ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 60 όπου έφτασε το ανώτερο σημείο της, όχι λόγω μεγαλύτερης σημαντικότητας, αλλά επειδή αποσκοπεί περισσότερο στους σκοπούς και τους στόχους της εργασίας μας. Αρχικά όπως αναφέραμε θα γίνει μία γενική αναφορά για την εργατική μετανάστευση στη Γερμανία και έπειτα θα αναλύσουμε το φαινόμενο της Ελληνικής εργατικής μετανάστευσης διεξοδικά. 9
2.1.1.Η εργατική μετανάστευση στη Γερμανία Στη δεύτερη περίοδο μετανάστευσης παρατηρείται μία ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας στη Γερμανία.Ειδικότερα το 1955 η αναζήτηση για νέο εργατικό δυναμικό ήταν πια απαραίτητη. Οι αιτίες για αυτήν την άμεση ανάγκη εργατών ήταν η υπογεννητικότητα της χώρας μετά από τον πόλεμο καθώς επίσης και η ανέγερση του τείχους του Βερολίνου (Μιχελακάκη 2001,σελ.40 Καναβάκης 1989,σελ.2) το οποίο εμπόδιζε το κύμα των προσφύγων προς σε αυτήν (Radisoglou 1984,σελ.1).Χρειάζεται επίσης να σημειωθεί ότι ο μεγάλος αριθμός συνταξιοδοτήσεων, τον οποίο δεν μπορούσαν να καλύψουν ούτε οι νέοι, ούτε οι εργαζόμενες γυναίκες στη Γερμανία, συντέλεσε στην έλλειψη εργατικού δυναμικού(μιχελακάκη 2001,σελ.29,Σαββίδης 1976,σελ.23Savvidis 1975,σελ.21). Κατά συνέπεια η αναζήτηση φτηνού εργατικού δυναμικού οδήγησε τη Γερμανία στην υπογραφή συμβάσεων με άλλες χώρες. Αρχικά υπογράφηκε σύμβαση με την Ιταλία το 1955, έπειτα με την Ισπανία και Ελλάδα το 1960,ακολούθησαν η Τουρκία και το Μαρόκο το 1961,η Πορτογαλία και η Τυνησία το 1964 και 1965 αντίστοιχα(radisoglou 1984,σελ.1,Savvidis 1975,σελ.24,Koch 1970,σελ.15). Ο αριθμός των μεταναστών ανέβηκε μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα.το 1965 έφτασε τις 1.314.031,το 1971 ο αριθμός ξεπέρασε τα 2.000.000(Radisoglou 1984, σελ.1, Σαββίδης 1976, σελ.27, Savvidis 1975, σελ.20).έως το 1973 οι μετανάστες ξεπέρασαν τα 2, 6 εκατομμύρια(βαραγγούλης 1983,σελ.9). Την ίδια χρονιά η οικονομική κρίση οδήγησε στο «κλείσιμο των συνόρων» το λεγόμενο Anwerbestop (η παύση πρόσκλησης νέων μεταναστών) (Μιχελακάκη 2001,σελ.22,Konstantinou 1989,σελ.49). Στη συνέχεια, το 1975, η Γερμανία με νόμους όπως την απαγόρευση εργασίας σε άλλα μέλη της οικογένειας, την μείωση του επιδόματος για τα παιδιά τα οποία δε ζούσαν στη Γερμανία και τέλος την απαγορευση επιπλέον μετανάστευσης 1 σε περιοχές όπου ο αριθμός μεταναστών ήταν ήδη υψηλός (12%) έγινε προσπάθεια 1 Το μεγαλύτερο ποσοστό μεταναστών το 1972 φιλοξενείτο στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης με 88 ξένους ανά 1000 κατοίκους,(σαββίδης 1976,σελ.26). 10
μείωσης των μεταναστών.(ελλάδα 2006,σελ.18,Βαρραγούλης 1983,σελ.9) 2 Παρόλα τα μέτρα της Γερμανίας η αύξηση των αλλοδαπών ήταν πρωτοφανής. Το 1981 σύμφωνα με τον Βαραγγούλη 1983,ζούσαν στη Γερμανία συνολικά 4.630.000 αλλοδαποί. Μεγάλο ρόλο σε αυτήν την αύξηση του αριθμού έπαιξαν οι γεννήσεις παιδιών καθώς και ο ερχομός των οικογενειών οι οποίες είχαν παραμείνει έως τότε στις πατρίδες(σελ.9-21) (Konstantinou 1989,σελ.50). Σύμφωνα με τον Βαραγγούλη 1983 προβλεπόταν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία 2,4 εκατομμύρια μέλη οικογενειών(σελ.21). Στην πάροδο των χρόνων παρατηρούμε αυξομειώσεις στον αριθμό. Από το 1980 και έως το 1997 παρατηρείτε μία αλλαγή στη μετανάστευση προς τη Γερμανία. Το μεταναστευτικό κοινό αποτελείτε πλέον από ανθρώπους οι οποίοι ζητούν πολιτικό άσυλο(δαμανάκης 2008a,σελ.15,Μιχελακάκη 2001,σελ41).Η Γερμανία έρχεται και πάλι πρώτη στις προτιμήσεις των μεταναστών συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, λόγω του ευνοικού νομικού της καθεστώτος. Αποφασιστικής σημασίας για τη μετανάστευση αποτελεί η χρονιά 2000 και 2005 με την εφαρμογή των νόμων Staatsangehoerigkeitgesetz και Zuwanderungsgesaetz 3 αντίστοιχα,με τους οποίους ορίζεται το μεταναστευτικό πλαίσιο της Γερμανίας (Δαμανάκης 2008a, σελ.1,). Είναι απαραίτητο σε αυτό το σημείο να τονιστεί η δυσκολία πλέον ενός σωστού υπολογισμού των μεταναστών. Την ίδια γνώμη εκφέρει και ο Δαμανάκης 2010, ο οποίος αν και αναφέρεται στη δυσκολία καταμέτρησης σε έλληνες αλλοδαπούς στην μελέτη του (σελ.15). Ωστόσο εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει πόσο μεγαλώνει ο βαθμός δυσκολίας για μία ακριβή καταμέτρηση του συνόλου των αλλοδαπών που ζουν στη Γερμανία. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την Στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας, ο αριθμός των αλλοδαπών κυμαίνεται από το 2006 έως το 2013 περίπου στα 7.000.000 (Statistisches Bundesamt 2013). 2 Σύμφωνα με τον Βαραγγούλη 1983 και Ελλάδα 2006 ο νόμος περί παρεμπόδισης μετανάστευσης σε συγκεκριμένες περιοχές καταργήθηκε το 1976,λόγω αποτυχίας του (σελ.9) (σελ.18) 3 Ουσιαστικά με το συγκεκριμένο νόμο η Γερμανία έπειτα από δεκαετίες αναγνωρίζει πια ότι αποτελεί χώρα μετανάστευσης(ελλάδα,2006,σελ.17) 11
2.1.2.Η Ελληνική εργατική μετανάστευση στη Γερμανία Τους λόγους για τους οποίους μετανάστευσαν οι έλληνες θα μπορούσαμε να τους κατανοήσουμε καλύτερα αν ερμηνεύσουμε το όρο «μετανάστευση». Η μετανάστευση λοιπόν θεωρείται ότι είναι η ανάγκη μετακίνησης από τη χώρα διαμονής προκειμένου να "ξεφύγει" κανείς από κάποιες αρνητικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτήν(δαμανάκης 2008a, σελ.13). Αυτές οι συνθήκες είναι συνήθως : Οικονομικοί λόγοι: Η φτώχεια και η ανεργία,(damanakis 1978,σελ.90) η αύξηση του κόστους ζωής, η επιθυμία για οικονομική άνοδο λόγω των καλύτερων αμοιβών, η έλλειψη δυνατοτήτων και ευκαιριών Κοινωνικοί λόγοι: Οικογενειακά προβλήματα,θανάτοι και αρρώστειες,οι ευνοϊκές κοινωνικές παροχές της χώρας υποδοχής(επιδόματα ανεργίας, ιατρική περίθαλψη,ασφάλιση) (Μιχελακάκη 2001,σελ.30-32) Πολιτικοί λόγοι: Η Χούντα την περίοδο 1967-1974, η περίοδος μετά από την μικρασιατική καταστροφή, (Konstantinou 1989,σελ.6) καθώς και η εισβολή στην Κύπρο. Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η αναζήτηση νέων λύσεων για επιβίωση οδήγησε κατά συνέπεια στη μετανάστευση (Δαμανάκης 2008a,σελ.34,Radisoglou 1984,σελ.6). Οι χώρες στις οποίες παρατηρήθηκαν οι μεγαλύτερες μετακινήσεις Ελλήνων πριν το 1960 ήταν η Αμερική η Αυστραλία,ο Καναδάς, (Laios 1998,σελ.40) η Ευρώπη, η Αφρική και η Ασία (Δαμανάκης 2008a,2006,2004,2003,Μιχελακάκη 2001,σελ.41). 4 Ειδικότερα στη Γερμανία παρατηρήθηκε μία πιο έντονη μετανάστευση μετά από την υπογραφή της σύμβασης με την Ελλάδα το Μάρτιο του 1960 (Δαμανάκης 2008, 2006,2003,,Μαντζουράνης 1974,σελ.34). Έλληνες μετανάστες υπήρχαν και πριν στη Γερμανία με ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά ο αριθμός τους σε σχέση με τους μετανάστες μετά το 60 ήταν μάλλον ασήμαντος (Hopf 1995,σελ.121, Radisoglou 1984,σελ.7,Ματζουράνης 1974,σελ.47). 4 Γενικότερα,σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος) και σύμφωνα με την επεξεργασία της Εμκε Πουλοπούλου 1986 την περίοδο 1955-1977 μετανάστευσαν 1.236.290 έλληνες προς Η.Π.Α, Καναδά, Ευρώπη.(Δαμανάκης 2010,σελ.12 &15) 12
Σύμφωνα με τη Βεντούρα 2006 στο «Έλληνες στη Διασπορά» πριν το 1960 οι Έλληνες στη Γερμανία δεν ξεπερνούσαν τους 5000 (σελ.135). Αξίζει να τονιστεί σε αυτό το σημείο ότι ένας σημαντικός λόγος για την πολυάριθμη μετανάστευση των Ελλήνων στη Γερμανία ήταν και η γεωγραφική της θέση, η οποία έκανε ευνοϊκότερη τη μετανάστευση προς αυτήν (Δαμανάκης 2010,σελ.12,Μιχελακάκη 2001,σελ.41, Laios 1998,σελ.40,Καναβάκης 1989,σελ.2). Αμεσα,με την υπογραφή της σύμβασης και μέχρι το τέλος του 1970 μετανάστευσαν 21.000 Έλληνες μεταξύ 18 και 45 ετών (Δαμανάκης 2008a,σελ.14,Μιχελακάκη 2001,σελ.42). Η πλειοψηφία τους ήταν άντρες 5 οι οποίοι εργάζονταν κυρίως στη βιομηχανία και σε θέσεις οι οποίες για τους γερμανούς εργαζόμενους θεωρείτο κατώτερες(μιχελακάκη 2001,σελ.32,Βαραγγούλης 1983,σελ.15,Σαββίδης 1976,σελ.24 Savvidis 1975,σελ.22). Μέσα στη δεκαετία 60 και 70 ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών που μετακινήθηκε ανερχόταν περίπου στις 600.000 6 (Δαμανάκης 2007,σελ.92,Βεντούρα 2006,σελ.135). Ένα μεγάλο ποσοστό 78,92% προέρχονταν από αγροτικές περιοχές (Konstantinou 1989,σελ.7,Σαββίδης 1976,σελ.24)και σύμφωνα με τα στοιχεία των ετών 67 έως 70 σε ποσοστό 57,4% από την Βόρεια Ελλάδα (Ματζουράνης 1974,σελ.131).Τρία χρόνια μετά, το 1973 το ποσοστό των μεταναστών από αγροτικές περιοχές αυξάνεται στα 74,5% (Konstantinou 1989,σελ.6). Όπως αναφέρθηκε λόγω της κοντινής απόστασης από την Ελλάδα σε σχέση με τις υπερατλαντικές χώρες, αρχικά η μετανάστευση των Ελλήνων ήταν προγραμματισμένη για μικρό χρονικό διάστημα.αυτό συνέβαινε και κατά τη βούληση των ίδιων αρχικά, μα και σύμφωνα με τη σύμβαση μεταξύ των δύο χωρών(δαμανάκης 2008a,σελ.21,Μιχελακάκη 2001,σελ.40). Γι αυτό το λόγο τους είχε δοθεί και το όνομα «Gastarbeiter» (Φιλοξενούμενος εργάτης) (Δαμανάκης 2008b, σελ.13-17,σαββίδης 1976,σελ.36,Βεντούρα 2006, σελ.141). Όπως προκύπτει και από την έρευνα του Τσιπλητάρη η οποία διεξήχθη το 1979,το 74,28% των ελλήνων που μετανάστευσαν στη Γερμανία είχε σκοπό να εξοικονομήσει 5 Με ποσοστό 61% οι άντρες μετανάστες ήταν οι περισσότεροι στις ηλικίες 25-40(Radisoglou 1984,σελ.3). 6 Σύμφωνα με τον πίνακα στο Savvidis 1975 σελ. 25 οι Έλληνες μετανάστες στις 31.07.1960 ήταν περίπου 13.000 και ανέρχονταν στις 30.06.1971 στις 261.300 (Μιχελακάκη 2001,σελ.42). 13
όσο πιο σύντομα χρήματα έτσι ώστε να επιστρέψουν το συντομότερο στην πατρίδα(konstantinou 1989,σελ.7). 7 Η επιθυμία τους ήταν επί των πλείστων η απόκτηση κατοικίας στην πατρίδα, να ανοίξουν ένα κατάστημα, να μπορέσουν να αγοράσουν γεωργικά μηχανήματα και με αυτά να πορευτούν(laios 1998, σελ.40, Radisoglou 1984, σελ.7, Βαραγγούλης 1983, σελ.16). Από την γερμανική πλευρά «η αρχή της εναλλαγής» (Rotationsprinzip) ως μέτρο για τη μη μόνιμη παραμονή των μεταναστών και αντικατάσταση τους από νεομετανάστες,(δαμανάκης 2008b,σελ.14) επέβαλλε την παραμονή των εργατών μόνο για 3-5 χρόνια(δαμανάκης 2008b,σελ.34,Βαραγγούλης 1983,σελ.20). Μολαταύτα η παραμονή των ελλήνων αντί να μειώνετε διαρκώς αυξάνει(βαραγγούλης 1983,σελ16). Κατά τον Δαμανάκη 1978 η λεγόμενη «αρχή της εναλλαγής» δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί λόγω της οικονομικής κρίσης του 1973 και το κλείσιμο των συνόρων την ίδια χρονιά, το οποίο δεν επέτρεπε τον είσοδο νέων μεταναστών(σελ.18).ταυτόχρονα η ανάγκη διατήρησης του ήδη υπάρχοντος εργατικού δυναμικού (Μιχελακάκη 2001,σελ.40) καθώς και οι αντιδράσεις των γερμανών εργοδοτών οι όποιοι δεν ήταν διατεθειμένοι για οικονομικούς λόγους να εκπαιδεύσουν νέους εργάτες μετανάστες, συντέλεσαν στην μεγαλύτερη διάρκειας παραμονή των ελλήνων στη Γερμανία(Δαμανάκης 2008b,σελ.15). Το 1974 ο αριθμός των Ελλήνων ανεβαίνει στις 400.000(Konstantinou 1989,σελ.14,Ματζουράνης 1974,σελ.301). Την επόμενη χρονιά, με την πτώση της Χούντας το 1974, παρατηρείτε μία αυξημένη επιστροφή των Ελλήνων στην Ελλάδα(Δαμανάκης 1999,σελ.85, Hopf 1995,σελ.121,Konstantinou 1989,σε.14&50) 8.Σε συνδυασμό με την καμπάνια της ελληνικής πλευράς για την επιστροφή των εργατών(ματζουράνης 1974,σελ.301) και τις δελεαστικές χρηματικές προτάσεις της Γερμανίας 9 για γυρισμό στην πατρίδα, 7 Αξιοσημείωτο είναι στη συγκεκριμένη έρευνα, η επιθυμία μόνο των 1,65% των Ελλήνων να παραμείνουν στη Γερμανία. 8 Ο Konstantinou 1989,επισημαίνει ότι κατά την πτώση της Χούντας παλινόστησαν εκείνοι οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει κυρίως για πολιτικούς λόγους (σελ.14). 9 Τα κίνητρα αυτά δόθηκαν λόγω του νόμου που ψηφίστηκε το 1983 Rueckwanderungsgesaetz και αποτελούσαν την πρόωρη επιστροφή των εισφορών από τα συνταξιοδοτικά ταμεία(ελλάδα 2006,σελ.19). 14
παρατηρείτε μία μείωση του ελληνικού πληθυσμού(ελλάδα 2006,σελ.19,Konstantinou 1989,σελ.48&50). Το 1979 υπάρχουν μόνο 296.000 έλληνες. Μέχρι το 1980 ο αριθμός των ατόμων που επέστρεψαν, είχε φτάσει τις 390.000.(Κασίμης, Βεντούρα, Ζιώμας 2012). Το 1981 παρατηρείτε μία αύξηση (299.300) η οποία οφείλεται, στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (Δαμανάκης 2003, σελ.18 Konstantinou 1989, σελ.16). «Μια χρονιά σταθμός» όπως την ονομάζει ο Ματζουράνης 1998. Κατά τον ίδιο «η εποχή των Ελλήνων Γκασταρμπειτερ τελειώνει και αρχίζει η εποχή των μετακινούμενων Ευρωπαίων»(σελ.7). Την ίδια άποψη μοιράζεται και ο Hopf 1995 ο οποίος επισημαίνει το σημαδιακό έτος 1988 κατά το οποίο η μετακίνηση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών γίνεται πια ελεύθερα(σελ.121-125). Ωστόσο στη Γερμανία έως το 1986 ο αριθμός των ελλήνων κατέβηκε στους 278.506 με διάφορες διακυμάνσεις τα επόμενα έτη. 10 Σύμφωνα με έρευνα του Unger η οποία διεξήχθη το 1979/1981, πέρα από τις αιτίες που αναφέραμε παραπάνω, η παλιννόστηση των Ελλήνων οφειλόταν κυρίως: Στην εκπαίδευση των παιδιών τους στη Γερμανία (44%)(Diether Hopf 1991,σελ.24) Στα παιδιά τους που έχουν παραμείνει στην Ελλάδα (15%) Λόγοι υγείας (15%) Νοσταλγία και κούραση(9%) Οικογενειακοί λόγοι γενικά (8%) Κατάκτηση των στόχων της μετανάστευσης (4%) (Konstantinou 1989,σελ.16) Παρατηρούμε ωστόσο ότι παρόλα τα προαναφερθέντα αρκετοί είναι αυτοί που εξακολουθούν να παραμένουν. Όπως προκύπτει από την απογραφή των ξένων το 1978, 4 στους 5 έλληνες ζουν πια περισσότερα από 6 χρόνια στη χώρα. Εφτά χρόνια μετά (1981), σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας, 69 στους 100 Έλληνες παραμένουν τουλάχιστον 9 χρόνια (Βαραγγούλης 1983,σελ.17). 10 Το 1991 βρίσκεται στα 336.893 για να διαμορφωθεί το 2013 στα 316.331(Statistisches Bundesamt 2013,σελ.37). 15
Σε αντιδιαστολή λοιπόν με την έρευνα του Τσιπλητάρη στην οποία οι Έλληνες που είχαν σκοπό να παραμείνουν ήταν μόνο το 1,65%, εκείνοι που παλινόστησαν πραγματικά ήταν πολλοί λιγότεροι από αυτούς που παρέμειναν (Μιχελακάκη 2001,σελ.52,Βαραγγούλης 1983,σελ.24). Βέβαια αξίζει να αναφερθούμε στο γεγονός ότι οι Έλληνες εκείνης της εποχής «εξιδανικεύοντας» την Ελλάδα (Δαμανάκης 2007,σελ.43) κατά τα χρόνια απουσίας τους και ερχόμενοι σε αυτήν,αντιμέτωποι με την πραγματικότητα,μετανάστευαν εκ νέου προς τη Γερμανία (Konstantinou 1989,σελ.18, Βεντούρα 2006, σελ.139,βαραγγούλης 1983 σελ.24-25). 11 Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το σημείο είναι γιατί οι Έλληνες μετανάστες ανέβαλλαν ή και απέκλεισαν την αρχική τους επιθυμία για επιστροφή; Το ερώτημα αυτό απαντάται από τον Βαραγγούλη 1983, ο οποίος θεωρεί ότι οι λόγοι ήταν οικονομικοί και ένας άλλος λόγος ήταν το θέμα της εκπαίδευσης των παιδιών τους (σελ.17). Την ίδια άποψη μοιράζεται και ο Damanakis 1987 στο Konstantinou 1989.Οι Έλληνες θεωρούσαν τότε μόνο «επιτυχημένη» τη μετανάστευση τους, εφόσον επιτευχθούν δύο στόχοι. Ο οικονομικός στόχος και ο στόχος της σχολικής προόδου των παιδιών τους (σελ.41). Αβίαστα λοιπόν συνάγεται το συμπέρασμα από την έρευνα του Unger μα και τις απόψεις των δύο μελετητών, πως και στην περίπτωση της επιστροφής των Ελλήνων μα και στην παραμονή τους, ένα είναι το κοινό μέλημα το Ελλήνων, το μέλλον,δηλαδή η μόρφωση των παιδιών τους. 11 Ο Hopf 1981 τονίζει ότι η ελευθερία της μετακίνησης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών έπαιξε μεγάλο ρόλο στην επιστροφή των Ελλήνων. 16
2.2.Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στη Γερμανία 2.2.1.Το πρόβλημα της σχολικής εκπαίδευσης των Ελληνόπουλων Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο η παραμονή των Ελλήνων δεν περιορίστηκε στα 2 χρόνια. Αντιθέτως έπειτα από 3 χρόνια στη χώρα και πληρώντας τις προϋποθέσεις 12 η οικογένεια που είχε παραμείνει στην πατρίδα μπορούσε να πια εγκατασταθεί στη Γερμανία (Σαββίδης 1976,σελ.30). Το 1971 το 40% των Ελλήνων μεταναστών ζει πια με τις οικογένειες τους.το ποσοστό αυξάνεται συνεχώς.ιδιαίτερη αύξηση παρουσιάζει η επανένωση των οικογενειών τις χρονιές 1974 έως 1979 αν αναλογιστούμε ότι την περίοδο αυτή οι νόμιμες μετακινήσεις επιτρέπονταν μόνο στο πλαίσιο της επανένωσης των οικογενειών(βεντούρα σελ.138,βεντούρα 2006,σελ.137). Ο αριθμός των παιδιών που μετακινείται μόνο εκείνη την περίοδο ανέρχεται στις 15.000. Επιπλέον η ανυσυχία και οι φόβοι των γονέων, προκειμένου να προλάβουν να φέρουν τις οικογένειές κοντά τους έπειτα από το «κλείσιμο των συνόρων», αυξάνει τον αριθμό των παιδιών (Konstantinou 1989,σελ.50). Σημαντικότατο κίνητρο ήταν για τους Έλληνες,για τους οποίους ο θεσμός της οικογένειας ήταν ιερός, η αίσθηση της «εγκατάλειψης» των παιδιών τους στην Ελλάδα και ο φόβος της αποξένωσης τους από τους ίδιους (Ματζουράνης 1974,σελ.220). Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι τα παιδιά που βρίσκονταν πλέον στη σχολική ηλικία δημιούργησαν προβληματισμούς και ανησυχίες τόσο στους γονείς όσον αφορά το μέλλον τους (Μιχελακάκη 2001,σελ.41) αλλά και στην χώρα υποδοχής η οποία είχε να αντιμετωπίσει πλέον νέα δεδομένα. Η υποχρεωτική φοίτηση στην εκπαίδευση της χώρας από το 1964, ταυτόχρονα με τις δυσκολίες προσαρμογής και τα γλωσσικά προβλήματα δημιουργούν ολοένα προβλήματα στα παιδιά μα και στους γονείς οι οποίοι βλέπoυν το μέλλον των παιδιών τους να μην έχει τις καλύτερες προδιαγραφές (Ματζουράνης 1974,σελ.219-221). Η Γερμανία από την πλευρά της θέτει το ζήτημα της εκπαίδευσης των μεταναστών αρχικά σε δεύτερη μοίρα (Μάρκου 1995,σελ.137,Hopf 1984,σελ.125). Δεν λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες που προκύπτουν, θεωρώντας ακόμα ότι παραμένει μία χώρα προσωρινής διαμονής αλλοδαπών (Konstantinou 1989,σελ.47-54). Βέβαια γίνεται 12 Οι προϋποθέσεις ήταν σύμφωνα με το νόμο: η εύρεση κατάλληλης κατοικίας (Μαντζουράνης 1974). 17
απολύτως φανερό ότι η Γερμανία παύει πια να είναι πλέον μία μεταναστευτική χώρα (Βαραγγούλης 1983,σελ.24). Με την παραμονή των Ελλήνων το πρόβλημα των Gastarbeiterkinder γίνεται εμφανέστατο πια (Konstantinou 1989,σελ.53). Το 1977 οι εγγραφές των Ελλήνων μαθητών είχαν φτασει πια τις 33.000 (Καναβάκης 1989,σελ.15). 2.2.2.Εκπαιδευτική πολιτική Σε αυτό το κεφάλαιο θα αναλύσουμε τον όρο «Εκπαιδευτική πολιτική» θέλοντας να αποκτήσουμε μία σφαιρική γνώση,προκειμένου να αναλύσουμε τις ενέργειες που ακολούθησαν οι δύο χώρες. Με την «πολιτική» διαχειρίζονται οι κρατικές υποθέσεις καθώς και το σύστημα διακυβέρνησης των εκάστοτε χωρών. Επίσης με την πολιτική συντονίζεται η δράση ατόμων και κοινωνικών ομάδων προκειμένου να πετύχουν τους στόχους που αφορούν το κοινωνικό σύνολο. Ένας τομέας δραστηριοτήτων είναι η παιδεία, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση απορροφά ένα μέρος του κρατικού προϋπολογισμού, για να πετύχει τους στόχους που έχουν τεθεί. Η «εκπαιδευτική πολιτική» αναφέρεται γενικά στην εκπαίδευση δηλαδή «στην εκμάθηση γνώσεων και δεξιοτήτων, στη γνώση μιας κουλτούρας και των συναρτημένων με αυτήν αξιών, στους εκπαιδευτικούς, στο σχολείο, στην σχολική υλικοτεχνική υποδομή, στη διδασκαλία και στα μέσα διεξαγωγής της διδασκαλίας» Αμεσα συνδεδεμένος με την εκπαιδευτική πολιτική είναι ο υπουργός Παιδείας της εκάστοτε κυβέρνησης ή και ακόμα αρμόδια πολιτικά πρόσωπα τα οποία συνεργάζονται με ομάδες ειδικών (Αντωνίου Χ. σελ.1). «Η εκπαιδευτική πολιτική χωρίζεται στη γενική εκπαιδευτική πολιτική που αναφέρεται στο εκπαιδευτικό έργο και την προσφορά των εκπαιδευτικών εργασιών γενικώς και στην ειδική εκπαιδευτική πολιτική, που αφορά σε ιδιαίτερες κατηγορίες πληθυσμού». Η γενική εκπαιδευτική πολιτική αναφέρεται στο εκπαιδευτικό έργο και την προσφορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών γενικώς, όποιοι και αν είναι οι φορείς, τα επίπεδα, οι διαδικασίες και ο πληθυσμός στον οποίο απευθύνονται.η ειδική εκπαιδευτική πολιτική χωρίζεται με τη σειρά της, σε αυτήν που αναφέρεται στη διαφορετικότητα και σε αυτήν που αναφέρεται στην ετερότητα (Μίλεση & Πασχαλιώρη). 18
2.2.3.Η εκπαιδευτική πολιτική της Γερμανίας Η ελληνόγλωσση εκπαίδευση άρχισε να προβληματίζει πιο έντονα τα Ομοσπονδιακά κράτη της Γερμανίας, όταν τα ελληνόπουλα που φοιτούσαν στα σχολεία της ξεπέρασαν τις 5000 στα μέσα της δεκαετίας του 60 (Δαμανάκης 2010,σελ.47). Αντιμέτωποι με μία νέα πραγματικότητα παρουσιάστηκε η ανάγκη να για νέα αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση των δυσκολιών του εκπαιδευτικού της συστήματος. Εισάγοντας την λεγόμενη Auslaenderpolitik «Εκπαίδευση αλλοδαπών» η Γερμανία προσπαθεί με συγκεκριμένες ενέργειες να αντιμετωπίσει το εκπαιδευτικό πρόβλημα που προκύπτει (Μιχελακάκη 2001,σελ.55,Konstantinou 1989,σελ.129). Αν και τα Ομοσπονδιακά κράτη της Γερμανίας λειτουργούν διαφορετικά στην εκπαιδευτική τους πολιτική και σύμφωνα με τις ανάγκες τους, ωστόσο ακολουθούν το πλαίσιο που βάζουν οι συμβουλές (Empfehlungen) της Μονίμου Συνόδου Υπουργών Παιδείας (Μιχελακάκη 2001,σελ55,Χατζηστεφανίδης1995,σελ.60) οι οποίες διενεργήθηκαν το 1964, το 1971 και το 1981. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να παρατάξουμε και να περιγράψουμε τις εξελίξεις αυτές,οι οποίες αποτέλεσαν σημαντικοί σταθμοί στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση, προκειμένου να αποκτήσουμε μία εικόνα για το ποιες ήταν οι ενέργειες και οι στόχοι των Ομοσπονδιακών κρατών της Γερμανίας. Σύμφωνα με την εισήγηση τις 15 Μάιου 1964 Καθορίζεται υποχρεωτική η φοίτηση για όλα τα παιδιά που ζουν στη χώρα (Καναβάκης,1989 σελ.415,σαββίδης 1976,σελ.50, Μαντζουράνης 1974,σελ.219). Κύριος προβληματισμός είναι αν θα πρέπει να ακολουθηθεί μία εκπαιδευτική πολιτική της ένταξης στο γερμανικό σύστημα ή της διευκόλυνσης επανένταξης στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας προέλευσης, προωθώντας την μητρική γλώσσα των αλλοδαπών (Σαββίδης 1976,σελ.47). Συνεπώς η εκπαιδευτική πολιτική της Γερμανίας έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στα εξής: Στην ένταξη των παιδιών στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα ένεκα της υποχρεωτικής φοίτησης και στην προώθηση της μητρικής γλώσσας των παιδιών, από έλληνες δασκάλους (Konstantinou 1989,σελ.53). Επιδιώκεται επίσης η «προπαρασκευή» των παιδιών έως ότου το γλωσσικό 19
επίπεδο τους το επιτρέψει να μεταβούν στις γερμανικές τάξεις (Χατζηστεφανίδης 1995,σελ.60). Διακρίνουμε λοιπόν την πρόθεση ένταξης στη χώρα αλλά ταυτόχρονα και τη δυνατότητα της επανένταξης στην πατρίδα δίνοντας βάση «στην καλλιέργεια της γλωσσικής,εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των παιδιών» (Γιωτίτσας 1998,σελ.148). Το κρατίδιο της Βαυαρίας ωστόσο επιλέγει άλλη στρατηγική.επιτρέπει τη δημιουργία ιδιωτικών ελληνικών σχολείων για τα παιδιά μεταναστών (Χατζηστεφανίδης 1995,σελ.60). 3 Δεκέμβριου 1971 Σε νέα εισήγηση, τονίζεται η διασφάλιση και προώθηση ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών για τα παιδιά των μεταναστών. Μαθητές οι οποίοι αντιμετωπίζουν γλωσσικά προβλήματα θα παρακολουθούν προπαρασκευαστικές τάξεις για ένα χρόνο (Vorbereitungsklassen) προκειμένου να μάθουν άμεσα τη γερμανική γλώσσα για να μεταβούν στις κανονικές γερμανικές τάξεις (Χατζηστεφανίδης 1995,σελ.60). Τα ελληνόπουλα θα παρακολουθούν τα γερμανικά σχολεία εφόσον γνωρίζουν επαρκώς την γερμανική γλώσσα και δεν θα ξεπερνούν το 1/5 της τάξης. Ταυτόχρονα αναγνωρίζεται το δικαίωμα στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας η οποία παίρνει συμπληρωματικό χαρακτήρα. Η μητρική γλώσσα θα διδάσκεται συγκεκριμένες ώρες την εβδομάδα (5-10)από έλληνες δασκάλους (Γιωτίτσας 1999,σελ.148,Χατζηστεφανίδης 1995,σελ.61,Konstantinou 1989,σελ.54) 13 Η Βαυαρία το Αύγουστο του 1973 εξακολουθεί να λειτουργεί αυτόνομα δοκιμάζοντας ένα νέο μοντέλο εκπαίδευσης (Modelentwurf) όπου προωθείτε η δημιουργία ιδιωτικών σχολείων για αλλοδαπούς τα οποία θα χρηματοδοτούνται εξ 13 Η συγκεκριμένη απόφαση αναθεωρήθηκε 1973 με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και το «κλείσιμο των συνόρων» (Konstantinou 1989,σελ.54). Στην κρίσιμη περίοδο του 73 η εκπαιδευτική πολιτική της Γερμανίας αφήνει σταδιακά την ιδέα της ένταξης και δίνει στη διδασκαλία της μητρικής περισσότερη βάση βλέποντας θετικά τα εθνικά σχολεία ή τις εθνικές τάξεις (Konstantinou 1989,σελ.55). 20
ολοκλήρου από τις Βαυαρικές αρχές (Χατζηστεφανίδης 1995,σελ61-62). Ωστόσο είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πόσο δύσκολο είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μία ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση. Μόνο η επιβάρυνση των ελληνόπουλων με την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας στη θέση της ελληνικής δημιουργεί άνισες προϋποθέσεις εξ αρχής (Hopf 1981,σελ.856,Σαββίδης 1976,σελ93). Επίσης κατά τον Καναβάκη 2004 «Η έννοια της ισότητας των ευκαιριών, η οποία καταλαμβάνει κεντρική θέση στο μοντέλο,ταυτίζεται στην ουσία με τον κοινωνικό έλεγχο, αφού προϋποθέτει συμμόρφωση και αποδοχή του κυρίαρχου συστήματος αξιών και πεποιθήσεων»(σελ.3). Απρίλιος 1976 Η «διπλη στρατηγική» Doppelstrategie η λεγόμενη Integration Rotation παίρνει τη θέση της. Στόχος της ρύθμισης αυτής είναι και πάλι η ένταξη στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και η δυνατότητα διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας σε παιδιά τα οποία παρακολουθούν κανονικές ή προπαρασκευαστικές τάξεις.ταυτόχρονα τονίζεται ιδιαίτερα η διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας και της γλώσσας (Damanakis 2005, σελ.1, Μιχελακάκη 2001, σελ.54). Επιπροσθέτως συζητείτε η παράταση των προπαρασκευαστικών τάξεων από 1 σε 2 χρόνια και τονίζεται έντονα η επανένταξη των παιδιών στη χώρα προέλευσης (Reintegration) (Konstantinou 1989,σελ.55). Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφέρουμε και τις οδηγίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1977 στην οποία προωθείται 14 (Μιχελακάκη 2001,σελ.52) η «διασφάλιση και την προώθηση ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών για τα παιδιά των μεταναστών η παροχή διευκολύνσεων για τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας καθώς και η λήψη κατάλληλων μέτρων για την επαγγελματική και τεχνική κατάρτιση των παιδιών όλων των ηλικιών» Ωστόσο η συγκεκριμένη οδηγία επιβεβαιώνει την πολιτική της Γερμανίας 14 Η ελεύθερη διακίνηση πολιτών φέρνει την εκπαιδευτική πολιτική σε νέα δεδομένα τα οποία είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη 21
λαμβάνοντας υπόψη πώς: «Τα κράτη μέλη σε συνεργασία με τα μέλη κράτη υποδοχής, είναι υποχρεωμένα στην εύρεση κατάλληλων μέτρων προκειμένου να προωθηθεί η μητρική γλώσσα και ο πολιτισμός της χώρας καταγωγής,ιδίως για να διευκολυνθεί η ενδεχόμενη επανένταξή τους στο κράτος μέλος καταγωγής» (Μάρκου 1995,σελ.138-139). 1981 Τα μέτρα για την ένταξη των παιδιών στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα παίρνουν μια πιο έντονη μορφή. Τα ομοσπονδιακά κράτη της Γερμανίας μειώνουν σε διάρκεια τη λειτουργία των προπαρασκευαστικών τάξεων 15 και αποσκοπούν στη σύντομη ενσωμάτωση των μαθητών. Η ανάγκη της ένταξης τονίζεται πολύ περισσότερο και δίνεται περισσότερη βάση στη γερμανική γλώσσα υποστηρίζοντας ότι η μητρική θα πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά. Ωστόσο τονίζεται η σημασία της όσον αφορά την επανένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας προέλευσης (Konstantinou 1989,σελ.58). Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι οι μορφές εκπαίδευσης της Γερμανίας είχαν ως εξής: Γερμανικά σχολεία Δίγλωσσα σχολεία Προπαρασκευαστικές τάξεις Ελληνικές τάξεις Σύνοψη Συνοψίζοντας τα παραπάνω είναι φανερό ότι η εκπαιδευτική πολιτική της Γερμανίας έπειτα από την πρώτη οδηγία του 1964 στόχευε: Στην ένταξη των αλλοδαπών παιδιών στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα Στη διπλή στρατηγική (Integration-Reintegration) Στην επανένταξη των αλλοδαπών παιδιών στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας προέλευσης 16 15 Οι προπαρασκευαστικές τάξεις χωρίζονταν σε μικρής διάρκειας(1-2 χρόνια) και σε μακράς διάρκειας(1-6 χρόνια). Τις συναντούσαμε επί των πλείστων στην ΒΡΒ( Konstantinou 1989,σελ.59). 16 To κρατίδιο της Βαυαρίας ήταν το μόνο που δεν άλλαξε την εκπαιδευτική πολιτική του κατά τη διάρκεια των χρόνων. Ηταν το πρώτο κρατίδιο στο οποίο λειτουργούσε ελληνικό σχολείο από το 1963. 22
Προσπαθώντας να κάνουμε έναν σχολιασμό των παραπάνω ενεργειών καθίσταται σαφές ότι οι αλλαγές αυτές της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας υποδοχής έχουν σχέση με τις εκάστοτε οικονομικές ανάγκες της χώρας και κατά συνέπεια τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό (Μιχελακάκη 2001,σελ.54). Επίσης λειτουργούν εντελώς αφομοιωτικά για τα ελληνόπουλα. Η «υπόθεση του ελλείμματος» όσον αφορά τους μαθητές γίνεται εμφανέστατη στην εκπαιδευτική πολιτική της χώρας κατά τη διάρκεια των χρόνων.οι μαθητές αντιμετωπίζονται ως «ελλειματικοί» και στόχος είναι η αφομοίωσή τους στο γερμανικό σύστημα για να μπορούν να συμμετέχουν «εφ ίσης όρης» στην κοινωνία (Καναβάκης 2004,σελ.2). Απώτερος σκοπός της εκπαιδευτικής πολιτικής της Γερμανίας παραμένει η ενσωμάτωση, ο περιορισμός της μετανάστευσης αλλά ταυτόχρονα και η προώθηση της επιθυμίας για παλιννόστηση (Μιχελακάκη 2001,σελ.55,Μάρκου 1995,σελ.140). Γενικότερα θα λέγαμε ότι η δεκαετία του 80 διακατέχεται από μια ανησυχία όσον αφορά την εκπαίδευση των αλλοδαπών παιδιών (Konstantinou 1989,σελ.56). Ιδιαίτερα όταν ο αριθμός των ελλήνων μαθητών που παρακολουθούν σχολεία γενικής ή και επαγγελματικής κατεύθυνσης είχε ανέβει πια στις 56.904 (Δαμανάκης 2003,σελ.20). Η αποτυχία των αντισταθμιστικών μέτρων της Γερμανίας και το μοντέλο της «εκπαίδευσης Αλλοδαπών (Auslaenderpaedagogik) οδήγησαν σε περιθωριοποιήσεις και στον αποκλεισμό των παιδιών (Δαμανάκης 2000,σελ.4,Μιχελακάκη 2001,σελ.53). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη αλλαγή από την «υπόθεση του ελλείμματος» στην «υπόθεση της διαφοράς». Οι μαθητές δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως ελλειμματικοί και «αποκλίνον» αλλά ως διαφορετικοί. Η διαφορετικότητα των μαθητών θα πρέπει να γίνει αποδεκτή, να σεβαστεί, να αναγνωριστεί και αποδεχτεί από την πλειονότητα (Μιχελακάκη 2001,σελ.53-57). Σε αυτό εναντιώνεται ο Κανάβακης 2004 υποστηρίζοντας ότι η «πλειονότητα» είναι εκείνη που καθορίζει τις αξίες και τις πεποιθήσεις» με στόχο την ενσωμάτωση (σελ.3). Κατά τον Δαμανάκη 1987 στο Konstantinou 1989,αυτά τα σχολεία προωθούσαν την επανένταξη των μαθητών στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας προέλευσης (Konstantinou 1989,σελ.63). 23
2.2.4..Εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδας Οι ελληνικές αρχές ενδιαφέρθηκαν για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση τη δεκαετία του 60 (Δαμανάκης 2007,σελ.87) έπειτα από την πρώτη εισήγηση του Μαΐου 1964. Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο η εισήγηση της Μονίμου συνόδου Υπουργών Παιδείας προβλέπει για όλα τα παιδιά μεταναστών τη φοίτηση σε γερμανικό σχολείο (Καναβάκης 1984,σελ.415Μαντζουράνης 1974,σελ.219). Μολαταύτα μικρό είναι το ποσοστό παιδιών παρακoλουθούν ή και καθόλου τα γερμανικά σχολεία (Ματζουράνης 1974, σελ.219). Στην ίδια οδηγία γίνεται και λόγος για την προώθηση της μητρικής γλώσσας των παιδιών από Έλληνες δασκάλους (Konstantinou 1989,σελ.53). Έκτοτε η ελληνικές αρχές αποστέλλει εκπαιδευτικούς με πενταετή θητεία προκειμένου να διδάξουν την ελληνική γλώσσα στα ελληνόπουλα (Konstantinou 1989, σελ.80). Την εποχή της δικτατορίας (1967-1974) ο αυστηρός έλεγχος στα συλλογικά όργανα και τους φορείς δεν αφήνει περιθώρια για δράσεις 17 (Μιχελακάκη 2001,σελ.47,Καναβάκης 1989). Η εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδας είχε περισσότερο προπαγανδιστικό χαρακτήρα υπέρ της Χούντας, δίνοντας βάση στην ενίσχυση της θρησκείας και της εθνικότητας ενισχύοντας έτσι την ιδεολογία της. Λογικό και η επιλογή των εκπαιδευτικών να γίνεται κάτω από «πολιτικές» προϋποθέσεις και όχι παιδαγωγικές (Δαμανάκης 2007,σελ.87,Konstantinou 1989,σελ.80.Ματζουράνης 1974,σελ.224). Με την πτώση της Χούντας η ελληνική κυβέρνηση υιοθετεί την οδηγία του 1976 περί διπλής στρατηγικής (Integration-Reintegration) (Konstantinou 1989,σελ.81). Με εισήγηση του Κ.Χάρη υπεύθυνο του γραφείου Εκπαίδευσης στη Βόννη η Ελληνική κυβέρνηση προωθεί και επισημαίνει την αναγκαιότητα δίγλωσσων τάξεων.έτσι απαιτεί την ίδρυση πιλοτικών «δίγλωσσων τάξεων,εκπαιδευτικά αδυνάμων» 18 (Μιχελακάκη 2001,σελ.97-111,Χάρης 1995,σελ.312,Καναβάκης 1989,σελ.13). Σύμφωνα με τον Καναβάκη 1989,ήταν για πρώτη φορά μία ουσιαστική προσπάθεια από τις ελληνικές αρχές (σελ.13). Το παραπάνω προτεινόμενο σχέδιο βρήκε την απήχησή του στη Βαυαρία, στην Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία και Ρηνανία-Παλατινάτο (Χάρης 1995,σελ.312). 17 Η Δικτατορία δεν ήταν θετική στη λειτουργία των Ελληνικών Κοινοτήτων που είχαν ιδρυθεί στη Γερμανία.Ετσι δεν επέτρεπε τη σύστασή τους για ευνόητους λόγους (Καναβάκης 1989,σελ.9). 18 Ελληνική πρεσβεία Βόννης 26 Μαρτίου 1976 (Καναβάκης 1989,σελ.12,Konstantinou 1989,σελ.81). 24
Υιοθετώντας κάποια στοιχεία από το ίδιο μοντέλο υιοθέτησαν την ίδια πολιτική η Εσση,η Βάδη-Βυρτεμβέργη και το Αμβούργο οι οποίες προσπάθησαν να το ακολουθήσουν με τις προπαρασκευαστικές τάξεις μακράς διαρκείας (Konstantinou 1989,σελ.81). Οι προπαρασκευαστικές τάξεις με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκαν σε εθνικές τάξεις στις οποίες επί των πλείστων διδάσκονται ελληνικά από έλληνες δασκάλους οι οποίοι αμοίβονται από το γερμανικό κράτος και ουσιαστικά ελέγχονται από αυτό.η γερμανική γλώσσα παίρνει συμπληρωματικό χαρακτήρα και διδάσκεται ως δεύτερη ξένη γλώσσα από γερμανούς δασκάλους. Όπως προκύπτει λοιπόν λοιπόν αρχικός και κύριος σκοπός των τάξεων αυτών ήταν η εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, τα 2/3 των μαθημάτων γινόταν στην εθνική γλώσσα των μαθητών με αποτέλεσμα το πρόβλημα της γερμανικής να παραμένει και να δημιουργούνται προβλήματα στα παιδιά. Σημαντικό να αναφέρουμε και τα προβλήματα οργάνωσης όσον αφορά το εκπαιδευτικό κομμάτι (αναλυτικά προγράμματα, μέθοδοι διδασκαλίας, εκπαίδευση των εκπαιδευτικών) τα οποία ήταν εμφανή και στις δύο πλευρές (Konstantinou 1989,σελ.81,Ματζουράνης 1974,σελ.224-225). Η αστάθεια της εκπαίδευσης όμως παραμένει και μαζί του και η ανάγκη νέων μέτρων αν και υποστήριζεται έντονα από τις γερμανικές αρχές οι οποίες εμμένουν στην πολιτική της ένταξης. Οι Έλληνες όμως επιθυμούσαν μία ελληνόφωνη παιδεία μια και η αβεβαιότητα της παραμονής παρέμενε (Ματζουράνης 1998,σελ.6). Η θέση των ελληνικών αρχών,παίρνοντας υπόψη τις επιθυμίες των γονέων, είναι ότι τα δίγλωσσα σχολεία ενδείκνυνται για την αποτελεσματική εκπαίδευση των μεταναστόπουλων. Επίσης θέτει τo πλαίσιο της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης ως εξής: Τα παιδιά τα οποία παρακολουθούν το γερμανικό σχολείο και επιλέγουν έτσι την ένταξή τους στην γερμανική κοινωνία θα διδάσκονται την ελληνική γλώσσα μέσα στο πρωινό πρόγραμμα Για τα παιδιά εκείνων των γονέων οι οποίοι αποφάσισαν τον γυρισμό στην πατρίδα και είναι ενάντια στην ένταξη,θα μπορούν να παρακολουθούν ελληνικές τάξεις μέσα στα γερμανικά σχολεία, στις οποίες θα διδάσκονται ελληνικά. 25
Ταυτόχρονα θα παρακολουθούν συγκεκριμένα μαθήματα από κοινού με τους γερμανούς μαθητές όταν το επίπεδο γλώσσας τους το επιτρέψει. Επίσης προωθείτε η ίδρυση τα ελληνικών αμιγών σχολείων τα οποία προτείνεται να αναγνωριστούν και να προωθηθούν από τις γερμανικές αρχές. Ταυτόχρονα θα πρέπει οι έλληνες μαθητές να έχουν τα ίδια δικαιώματα όσον αφορά τις δυνατότητες για επαγγελματική εκπαίδευση στη Γερμανία (Konstantinou 1989,σελ.83). Αρχές του 80 οι απαιτήσεις για ελληνικά σχολεία με αναλυτικό πρόγραμμα γίνονται πιο πιεστικές. Οι πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα έστρεψαν τους Έλληνες γονείς στην ιδέα της παλιννόστησης με απώτερο στόχο την εισαγωγή των παιδιών τους στα ελληνικά Πανεπιστήμια (Μιχελακάκη 2011,σελ.57,Konstantinou 1989,σελ.82). Η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει έτσι τα ελληνικά σχολεία στη Γερμανία και αποστέλλει εκπαιδευτικούς έχοντας τον έλεγχο αυτών. Οι θέσεις που παίρνουν οι ελληνικές αρχές σχετικά με την στήριξη των αμιγών σχολείων είναι: Η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρεται για την επιστροφή των Ελλήνων Η ελληνική κυβέρνηση σέβεται την επιθυμία των Ελλήνων γονέων Η γλώσσα εκπαίδευσης πρέπει να είναι η ελληνική Σύνοψη Σχολιάζοντας τις ενέργειες των ελληνικών αρχών σχετικά με την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων βλέπουμε ότι οι εκάστοτε συνθήκες τόσο στην χώρα προέλευσης όσο και στη χώρα υποδοχής επηρρέασαν κατά πολύ την εκπαιδευτική πολιτική τους. Καθοδηγούμενη από πολιτικές, ιδεολογικές, εθνικές αντιλήψεις και καταστάσεις η Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη Γερμανία βρίσκεται σε σύγχυση μεταξύ της ένταξης και της παλιννόστησης (Konstantinou 1989,σελ.113). Το φλέγον ζήτημα της Ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης εξακολουθεί να υπάρχει. Σημαντικοί παράγοντες όπως συμπεραίνουμε, είναι οι Έλληνες μετανάστες. Βλέποντας να μην τους καλύπτουν οι εκπαιδευτικές πολιτικές των δυο χωρών καθώς και η έντονη επιθυμία για παλιννόστηση συντέλεσαν σημαντικά στην εξέλιξη της (Δαμανάκης 2007,σελ116). 26
2.3.Ο ρόλος των φορέων στην Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη Γερμανία Η παρουσία μεγάλου αριθμού Ελλήνων στην Γερμανία,καθώς και η μακρόχρονη παραμονή τους σε αυτήν,οδήγησε στην ίδρυση διάφορων συλλόγων και οργανώσεων (Μιχελακάκη 2001,σελ48,Konstantinou 1989,σελ.105). Σύμφωνα με τον Olson 1991 στο Μιχελακάκη 2001 α οι οργανώσεις μικρών ομάδων εξισορροπούν την πολιτική,κοινωνική και οικονομική εξουσία, ερχόμενοι σε αντίθεση με τις κυβερνητικές πολιτικές που αποσκοπούν σε δικά τους συμφέροντα (Μιχελακάκη 2001 α,σελ.1). Ο Δαμανάκης 2007 υποστηρίζει ότι στη δημιουργία τους συντέλεσε αρχικά η ανάγκη των μεταναστών να καλύψουν «κοινωνικές,ψυχολογικές,οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες» οι οποίες δεν μπορούσαν να καλυφθούν ούτε από τη Γερμανία μα ούτε από την Ελλάδα (σελ.67). Το Γερμανικό κράτος αν και προσπάθησε με διάφορες ενέργειες της κοινωνικής πρόνοιας να σταθεί και να βοηθήσει τους μετανάστες γενικότερα να καλύψουν αυτές τις ανάγκες τους και τα ενδιαφέροντά τους, δεν στάθηκαν όμως αρκετές στις προσδοκίες των Ελλήνων (Konstantinou 1989,σελ.107).Σημαντικές ελλείψεις στήριξης των μεταναστών διακρίνονται και από τη μεριά του Ελληνικού κράτους (Μιχελακάκη 2001 α,σελ3). Συνεπώς με την ίδρυση των συλλόγων και κοινοτήτων οι Έλληνες προσπάθησαν να οργανωθούν και να αποκτήσουν ένα αίσθημα αλληλεγγύης και ομαδικότητας (Δαμανάκης 2010,σελ.17,Δαμανάκης 2007,σελ.69,Konstantinou 1989,σελ.107). Τη σημερινή εποχή θα λέγαμε ότι λειτουργούν ως δίαυλοι επικοινωνίας, μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας (Δαμανάκης 2007,σελ.69). Άλλωστε η ανάγκη να διατηρηθούν οι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ των δύο χωρών ήταν και είναι στα άμεσα συμφέροντα και των δύο ομάδων (Μιχελακάκη 2001 α,σελ.2). Αν και οι Έλληνες μετανάστες άρχισαν να αυτοοργανώνονται από το 1960, στα μέσα της δεκαετίας του 70 και συγκεκριμένα με την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας παρατηρούμε μία ραγδαία εξέλιξη στη σύσταση και συσπείρωση των οργανώσεων αυτών (Καναβάκηςb1989,σελ11,Konstantinou 1989,σελ.113,Damanakis 1987,σελ.16). Οι οργανώσεις που δημιουργήθηκαν κατά καιρούς στη Γερμανία έχουν όλες διαφορετικό χαρακτήρα και αποσκοπούν η καθεμία στους δικούς της στόχους. 27
Διακρίνονται σε πολιτιστικές, συνδικαλίστικές, θρησκευτικές, φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές, οι οποίες εκπληρούσαν και τις ανάλογες ανάγκες των μεταναστών (Δαμανάκης 2007,σελ. Μιχελακάκη 2001,σελ.47). Συγκεκριμένα ο Δαμανάκης 2007 και η Μιχελακάκη 2001 α τις κατηγοριοποιούν ως εξής: Οι ελληνικές κοινότητες. Οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων Οι εθνικοτοπικοί σύλλογοι. Οι σύλλογοι εκπαιδευτικών. Λοιποί σύλλογοι (σελ.67 & σελ.4) Αν και η καθεμία της έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην ελληνική κοινότητα κατά την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης στη Γερμανία, εμείς θα ξεχωρίσουμε και θα αναφερθούμε σε αυτές οι οποίες επηρέασαν και συντέλεσαν στην Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στη Γερμανία. Το ερώτημα που τίθεται αρχικά είναι το ποιός λειτουργεί ως φορέας της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης. Είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια ότι φορείς της Ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης ήταν τόσο η Γερμανία (χώρα υποδοχής) όσο και η Ελλάδα (χώρα προέλευσης) (Δαμανάκης 2007,σελ.80). Ένας τρίτος σημαντικός φορέας ήταν εκείνοι οι σύλλογοι οι οποίοι κυρίως με τις εκπαιδευτικές τους πρωτοβουλίες είχαν επηρεάσει σημαντικά για τα εκπαιδευτικά ζητήματα των μεταναστόπουλων 19 (Καναβάκης 1989,σελ.21). Στην επιρροή των ελληνικών συλλογικών οργάνων στην Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση καθώς και στις ενέργειές τους θα αναφερθούμε εκτενέστερα. 2.3.1.Σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων Ο πρώτος και κύριος λόγος ίδρυσης συλλόγων γονέων και κηδεμόνων υπήρξε η ανάγκη λύσεων επί του εκπαιδευτικού ζητήματος (Βεντούρα 2006,σελ143,Μιχελακάκη 2001 α,σελ.5).ιδιαίτερα την περίοδο 1970-1974 οι συζητήσεις γύρω από το εκπαιδευτικό ήταν έντονες στον κύκλο των μεταναστών(καναβάκης 1989). 19 Φορέας της Ελληνλογλωσσης εκπαίδευσης υπήρξε και η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία,ωστόσο οι στάσεις της όσον αφορά την Ελληνόγλωσση Εκπάιδευση δεν είναι σαφής και έχουν περισσότερο παρασκηνιακό χαρακτήρα (Καναβάκης 1989,σελ.13,Konstantinou 1989,σελ.94). 28