Ο Κύριος με τα Χρυσάνθεμα

Σχετικά έγγραφα
Σεπτέμβριος 2011: Εφημερίδα μηνός Αυγούστου, έκδ. 34 η

Oταν ξεκινούσαμε το Κοιτάω Μπροστά πριν από λίγα χρόνια,

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

και άσε τον Κύριο να βρει ποιοί είναι σι δικοί του. Και τώρα, σ' αυτό το παλτό κάστρο του δάσους, οι κόρες του, που μόλις γίνανε γυναίκες,

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

ταν αρκετά αργά το πρωί όταν το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Η Ζόγια Νικολάγεβνα Πέτροβα, χοντρή και σκοτεινή, περπατούσε γεμάτη αποφασιστικότητα στο

ο σούρουπο είχε απλώσει το σκοτεινό υφάδι του, κεντημένο με περισσή στοργή από τη μητέρα του, τη μαρμαρυγή. Τιτιβίσματα πτηνών ορμούσαν μες στην

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γενικές πληροφορίες Πού βρίσκομαι;

Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα

Κι εγώ τι θα κάνω μόνη μου τις Κυριακές; Έχεις εμένα, αγάπη μου. Εσύ κάθε μέρα είσαι στο μαγαζί και τις Κυριακές πηγαίνεις

Copyright 2014: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ & Ήρα Ραΐση

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΙΖ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΑ Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

Δαλιάνη Δήμητρα Λίζας Δημήτρης Μπακομήτρου Ελευθερία Ντουφεξιάδης Βαγγέλης

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι σ όσους, ατομικά ή συλλογικά επανακτούν αυτά που νόμιμα μας κλέβουν οι εξουσιαστές.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ που γεννιούνται με χαρακτήρα δυναμικό και φιλόδοξο, που χαράζουν μόνοι τους την πορεία τους στον κόσμο. Υπάρχουν όμως και άλλοι,

Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου

Οι 21 όροι του Λένιν

ΑΓΑΠΗΤΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ (σελ. 19) ΚΑΛΗΜΕΡΑ (σελ. 29). Τώρα που ξεκινάς αυτή την ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ (σελ. 31) αντιμετώπισε

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

ΤΖΟΤΖΕΦ ΚΙΠΛΙΝΓΚ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ

Μικρός Ευεργετινός. Μεταφρασμένος στη Δημοτική

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ. ο Βασιληάς οι Νύφες. η Μαύρη Δράκαινα

και, όταν σκοτείνιασε, στο φως του φάρου. Η παγωνιά ήταν άλλος ένας λόγος που ο Μάγκνους δεν ήθελε να κουνηθεί. Στην κρεβατοκάμαρα το παράθυρο θα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Επιμέλεια: Ομάδα Φιλολόγων της Ώθησης

ΛΑΪΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

Κύριες συντάξεις - άθλια προνοιακά φιλοδωρήματα ΣΕΛΙΔΑ 2. Θα πετσοκόψουν άμεσα και τις καταβαλλόμενες σήμερα συντάξεις ΣΕΛΙΔΑ 3

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

«Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ»

Κυκλοφορώ με ασφάλεια. Είχα ένα ποδήλατο πριν από δύο χρόνια και ήμουν η καλύτερη σ ολόκληρη τη χώρα

Η Ιστορία του Αγγελιοφόρου Όπως αποκαλύφθηκε στον Μάρσαλ Βιάν Σάμμερς στης 23 Μάιου 2011 στο Μπόλντερ, Κολοράντο, ΗΠΑ

Ιωάννά νοτάρά Χαμένες άγάπες

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1 ο Λύκειο Καισαριανής ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Κείμενα Προβληματισμού

Το ολοκαύτωμα της Κάσου

Ι1ΑΙ1Α-ΕΥΘΥΜ10Σ στο πάνθεο των αγίων του Καθηγητή Νίκου Πετρόχειλου

Νικόλας Φαλάς, Ε 1. Κυριακή Φιλοθέου, Ε 2

Το ρολόι που κρατάς στα χέρια σου κρύβει ένα μυστικό: το μυστικό της κόκκινης ομάδας. Αν είσαι αρκετά τολμηρός, μπορείς κι εσύ να ενημερωθείς για τα

Στις κόρες µου Χριστίνα και Θάλεια

...ακολουθώντας τη ροή... ένα ημερολόγιο εμψύχωσης

Το σύμπαν μέσα στο οποίο αναδύεστε

Λίγη ακόμη ιστορία... Κεφάλαιο 9. Η Ευρώπη ανάμεσα σε δύο πολέμους

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΤΥΠΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Διήγημα με τίτλο: «Πορτραίτα τριών γυναικών, μιας γαρδένιας κι ενός ερωτευμένου σκύλου»

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ (Υφυπουργός Υγείας και Κοινωνικής. Ευχαριστώ και το συνάδελφο γιατί θέτει ένα θέμα το οποίο βέβαια, όπως

1 Ένα κορίτσι με όνειρα

Το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου. Το ζήτημα της αναγκαιότητας των πρωτοποριών και των στρατηγών τους

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Α ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

Θερινά ΔΕΝ 2011 "ακολουθώντας τη ροή" - η ματιά μου

ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που

ΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ

προβλήματα, εγώ θέλω να είμαι συγκεκριμένος. Έχω μπροστά μου και σας την αναφέρω την

Παραμυθιά Τάξη Α Μάστορα Έλλη

κόντευε να σβήσει, το μόνο που απέμενε ήταν η κοκκινωπή λάμψη των κάρβουνων που τσιτσίριζαν. Μέσα στο σακίδιό μου βρισκόταν όλη μου η περιουσία: τζιν

Μες στις παλάμες η αγάπη

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ένα αγόρι από τον Πειραιά ξεκίνησε να γράφει μια φανταστική ιστορία για μια παρέα παιδιών που ανοίχτηκαν στη

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ. 425 π.χ. α Βραβείο ΑΧΑΡΝΗΣ. ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα. Έρχεται να πουλήσει προϊόντα στην αγορά του ικαιόπολη.

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

ΟΜΙΛΙΑ MARTIN SCHULZ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Τι έγινε και γιατί έγινε

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΔΈΚΑ ΕΓΓΌΝΙΑ έχει η νόνα Χελώνα και τους λέει κάθε


Το πόνημα μου αυτό γράφτηκε σε στιγμές αγανάκτησης γι αυτά που συμβαίνουν στον τόπο μας.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΩ ΥΠΕΡ Η ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΤΖΑΚΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΥΣΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΟΙΚΙΑΚΉ ΘΕΡΜΑΝΣΗ

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ενορία Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου Ευόσµου Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου-Λυκείου

Κρύων της Μαγνητικής Υπηρεσίας. Πνευματική Ανατομική. Μάθημα 3ο ~ Εργασία με το Κόλον

Μαρίας Ιορδανίδου. Λωξάντρα. Πρόταση διδασκαλίας λογοτεχνικού βιβλίου. Επιμέλεια: Σπύρος Αντωνέλλος Ε.Μ.Ε.

Εκδήλωση προς τιμήν της Θρακιώτισσας ηρωίδας Δόμνας Βισβίζη

Ανδρέας Γούτης. Δάσκαλε... όταν δίδασκες. Μυθιστόρημα

ANNA TENEZH Η αρχοντοπούλα με την πέτρινη καρδιά

Το Κάλεσμα του Αγγελιοφόρου

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ... ΚΑΛΗΜΕΡΑ

(Εργασία των μαθητών της ΣΤ Τάξης στα πλαίσια του μαθήματος της Γλώσσας)

Ορθόδοξη Πνευματικότητα και Πολιτισμός Ενότητα 10: Πατερικές νουθεσίες για τους συζύγους

Κατερίνα Παναγοπούλου: Δημιουργώντας κοινωνικό κεφάλαιο την εποχή της κρίσης

ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΑΓ.ΜΠΑΣΙΑΚΟΥ, ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

το 1945 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα του ανώνυμου [11]

ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ Μεγάλο κακό η µνησικακία. Είναι µεγαλύτερο κι από την πορνεία. Πόσο µεγάλη η αρετή της συγχωρητικότητας!

Απώλεια και μετασχηματισμοί της τραυματικής εμπειρίας. Παντελής Παπαδόπουλος

Αρμέγει δήθεν ο Γιώργος τα πρόβατά του κάθε πρωί και γεμίζει καρδάρες με γάλα το οποίο αποθηκεύεται σε δοχεία μεγάλης χωρητικότητας και μεταφέρεται σ

ΜΗΝΙΑΙΟ ΕΛΤΙΟ ΙΟΥΝΙΟΥ 2007

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ (5ος αιώνας π.χ) Τερεζάκη Χρύσα Μιχαήλ Μαρία Κουφού Κωνσταντίνα

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ)

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

Δρ. Αναστασία Σάββα Γεωργιάδου. Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά Φώτα. Ήθη και έθιμα

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ. ( «Ο Μύθος του Σπηλαίου» )

Συγκυβέρνηση. Γιώργου Παπανδρέου και Βενιζέλου.

"Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΚΑΛΟ!" (χριστουγεννιάτικο θεατρικό): Μαρία Κίτρα

Ο Λέξους Μανταλέξους

Transcript:

Ο Κύριος με τα Χρυσάνθεμα 1

τίτλος συγγράμματος συγγραφέας διεύθυνση ατελιέ Νικόλαος Κουμαρτζής συντονισμός έκδοσης Βαλάντης Ναγκολούδης σελιδοποίηση Θεόδωρος Κουμαρτζής φιλολογική επιμέλεια Βιβή Σακκά α έκδοση Ιούλιος 2013 Εκδόσεις Πηγή Μαλέας 11, Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη, Ελλάδα Pigi Publications Maleas 11, Ano Poli, Thessaloniki, Greece Ιστοσελίδα: www.pigi.gr Επικοινωνία: 2311 27 28 03 info@pigi.gr ο συντονισμός της έκδοσης, η καλλιτεχνική επιμέλεια, η σελιδοποίηση και η σχεδίαση της μακέτας εξωφύλλου έγιναν από τα ατελιέ του iwrite.gr iwrite Creative Team http://www.iwrite.gr Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. 2

Στη μανούλα μου 3

4

κεφάλαιο ένα Είδα χτες ένα όνειρο. Περίεργο όνειρο. Ήμουν εγώ μα και δεν ήμουν. Έμοιαζε να είναι κάποιος άλλος, μα ούτε κι αυτή ήταν η σωστή απάντηση. Ποιος ήταν λοιπόν; Ή μήπως η σωστή ερώτηση είναι ποιος είμαι; Ποιος είμαι, αναρωτιέμαι γεμάτος αγωνία και κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω ετούτο το βιβλίο. Στην αρχή φοβόμουν, είναι αλήθεια. Δεν ήθελα να μιλήσω για κείνον. Για όλα όσα υπήρξαμε ή γι αυτά που είχαμε ζήσει. Κι έπειτα νομίζω πως δεν μπορούσα. Έμοιαζε σαν να μην υπήρχε τίποτα να πω. Τουλάχιστον τίποτα που να τον ξεχώριζε από εμένα. Τίποτα που να έδειχνε πως υπήρξαμε δυο. Μέχρι τώρα λοιπόν, είχα προσπαθήσει πολλές φορές να γράψω αυτή την ιστορία για τον κύριο με τα Χρυσάνθεμα αλλά εκείνος δεν μ άφηνε, είτε εγώ δεν τα κατάφερνα να μπω στο μυαλό του. Ο κύριος με τα Χρυσάνθεμα. Αυτός που δεν λέει πολλά και ίσως δεν έχει στ αλήθεια τίποτα να πει. Του λείπουν οι εμπειρίες. Και οι λέξεις. Πάντα το σκάει όταν οι άλλοι περιμένουν να μιλήσει. Αινιγματικός, λένε, και είναι. Παράξενος και εγωκεντρικός ή απλά ανασφαλής; Όπως και να χει του έχω 5

αφιερώσει πολύ από τον χρόνο μου προκειμένου να τον καταλάβω. Προκειμένου να γράψω γι αυτόν. Κι εκείνος πάντα με απογοητεύει. Ποτέ δεν κάνει αυτό που του ζητάω. Έτσι και τότε λοιπόν. Τριάντα χρόνια, έξι μήνες και εφτά ημέρες πριν, εγώ είχα γράψει γι αυτόν την αρχή ενός μεγάλου έρωτα κι εκείνος μου γύρισε την πλάτη και το έβαλε στα πόδια. Είναι φορές που σκέφτηκα να τον σβήσω τελείως από τα χαρτιά μου, να μην ασχοληθώ ξανά μαζί του. Αλλά είναι το δημιούργημά μου και δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω τόσο απλά. Συχνά τον παρακολουθώ να κόβει βόλτες στο μυαλό μου γεμάτος αγωνία για το μέλλον. Τότε είναι που προσπαθώ και πάλι να του δώσω μια κατεύθυνση, αλλά εκείνος με αγνοεί επιδεικτικά. Και μου φωνάζει πως όλο εμπόδια βάζω στο δρόμο του γιατί δεν θέλω την ευτυχία του. Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Θέλω όσο τίποτε άλλο την ευτυχία του. Μα εκείνος δεν μπόρεσε ποτέ να την αναγνωρίσει όταν την είχε. Μου φωνάζει ακόμη πως ποτέ δεν του έδωσα αγάπη κι αυτό είναι ψέμα. Όταν την είχε, στάθηκε ανάξιος να την εκτιμήσει και γι αυτό την έχασε. Αλλά είναι πιο εύκολο να αποποιείται τα λάθη και τους συμβιβασμούς που έκανε. Να λέει πως τον ανάγκασα εγώ να πάρει διαφορετικό δρόμο από εκείνον που ήθελε και όχι πως είναι ένας δειλός. Ακόμη και τώρα που πλησιάζει τα εξήντα, παραμένει δειλός. Είναι πολλά τα χρόνια που προσπαθώ να γράψω ένα βιβλίο για εκείνον. Αν δεν αντιστεκόταν τόσο, μπορεί και να τα είχα καταφέρει. Όμως όσες φορές κι αν προσπάθησα να γράψω κάτι συγκλονιστικό, να κάνω τη ζωή του ενδιαφέρουσα, εκείνος γίνεται προβλέψιμος, βαρετός, ανόητος. Ο Κύριος με τα χρυσάνθεμα. Γιατί αυτό επέλεξε να είναι. Μια σκιά, χωρίς καν ένα όνομα. Ζει στο περιθώριο μιας σελίδας και συμπεριφέρεται σαν να μην είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. 6

Σαν να είναι απλά ένας παρατηρητής. Πάντα τρομαγμένος, πάντα νευρικός, ακροβατεί μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Ακόμη και τα λουλούδια που έχει διαλέξει να κρατάει δηλώνουν μια θλίψη, μοναξιά. Είναι λουλούδια που ο κόσμος επιλέγει για να στολίζει τους τάφους των νεκρών. Κι αυτό ακριβώς είναι που φοβάμαι. Πως πέθανε πριν το καταλάβω. Πριν μπορέσω να το εμποδίσω. Πριν του μάθω να ζει. Σήμερα τον παρατηρώ, είναι κάπως αναστατωμένος. Κάνει διαρκώς κύκλους γύρω από μια καρέκλα και ψιθυρίζει κάτι που δεν μπορώ ν ακούσω. Σε λίγο κουλουριάζεται στο κρεβάτι του σαν μωρό κι αρχίζει να κλαίει. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να μπω μέσα στο κεφάλι του, να καταλάβω τι τον βασανίζει τόσο. Πιο πολύ θα ήθελα όμως να με αφήσει να τον παρηγορήσω. Να τον πάρω από το χέρι και να τον βγάλω από αυτή την παρωδία που έχει επιλέξει να ζει. Μα αυτός σηκώνεται, σκουπίζει τα δάκρυά του κι ύστερα κάνοντας εκείνο το οριστικό, το ένα βήμα, βρίσκεται και πάλι στο περιθώριο της σελίδας. Σε ονειρεύτηκα πάλι χτες. Μα ήταν πάλι ένα όνειρο δίχως νόημα. Μονάχα ένιωθα την αγωνία σου, που σιγά σιγά περνούσε και στο δικό μου αίμα. Κι ένιωθα κουρασμένος. Τόσα πολλά χρόνια. Τόσες πολλές αναμνήσεις. Όλα ήθελα να τα ξεχάσω. Και για πρώτη φορά ήθελα να ζήσω. Ελεύθερος. Γιατί πάντοτε ήμουν η μαριονέτα σου. Ένα κουκλάκι από χαρτί, μέσα σ ένα τετράδιο, κι εσύ τραβούσες τα σχοινιά για να στρίβω κατά πού ήθελες. Μέχρι που κάποτε σε πήρε ο ύπνος, και τότε σαν μωρό που κάνει τα πρώτα του βήματα, σύρθηκα δειλά στην αρχή, κι έπειτα άρχισα να περπατάω με τα δικά μου πόδια. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το συναίσθημα αυτής της πρώτης αποστασίας. Έκτοτε, αγόραζα πάντα 7

ένα μπουκέτο χρυσάνθεμα για να κρύβομαι πίσω από αυτά. Για να με μπερδεύεις με εκείνους τους ήρωές σου που είχαν από καιρό πεθάνει ώστε να καταφέρω να ζήσω. Βαρετά και συμβιβασμένα, ναι, αλλά με τη δική μου βούληση. Αντιήρωας, μοναχικός, μονόχνοτος, αλλά εγώ. Κι εσύ που ποτέ δεν καταλαβαίνεις γιατί σου χαλάω τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου να φουντώνεις από οργή. Ποτέ δεν μπόρεσες να με καταλάβεις. Ίσως γι αυτό να είμαι ακόμη ζωντανός, κι όχι ένα ακόμη σκονισμένο βιβλίο στο ράφι της ατελείωτης βιβλιοθήκης σου. Ποτέ δεν μπόρεσες να καταλάβεις γιατί προτιμούσα να ζω στα περιθώρια της σελίδας σου, ενώ μπορούσα να έχω όλα τα φώτα στραμμένα επάνω μου. Αυτό όμως που δεν ξέρεις, είναι πως όταν εσύ κοιμόσουν εγώ ξέφευγα κι από αυτά ακόμη τα στενά σου περιθώρια κι ένιωθα επιτέλους πώς είναι να έχεις σάρκα και οστά. Έγραφα κι εγώ ξέρεις. Αλλά έγραφα για μένα. Ποτέ δεν προσπάθησα να ορίσω με λέξεις τη ζωή ενός άλλου. Το παρελθόν του και το μέλλον του. Ποτέ δεν ήμουν η μοίρα κανενός. Εκτός ίσως, τραγική ειρωνεία, από εσένα. Από εσένα που έδεσες τη ζωή σου μαζί μου, σ ένα αέναο παιχνίδι. Να προσπαθείς να με υποτάξεις κι εγώ να βρίσκω πάντα τρόπο να σου ξεφεύγω. Και η περιβόητη αγάπη σου, για εμένα ένα μεγάλο ψέμα είναι. Πάντα βάζεις εμπόδια στο δρόμο μου για να σκοτώνεις σαδιστικά τη δική σου ανία μαζί με τη δική μου ελπίδα. Γιατί εσύ που καμώνεσαι πως όλα τα ξέρεις, παριστάνεις πως δεν ακούς όταν λέω πως δεν φτάνει μόνο να μπορείς να αναγνωρίσεις την ευτυχία όταν την βρεις. Πρέπει και να μπορείς να την αντέξεις. Σήμερα όμως η μέρα είναι διαφορετική. Σήμερα αποφάσισα να πάψω να κρύβομαι πίσω από τα χρυσάνθεμά μου. Κι αφού έκλαψα πολύ, αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να πάψω να φοβάμαι. Να πάψω να ακροβατώ μεταξύ ζωής και θανάτου και να επιλέξω. Έστω και τώρα. Έστω και στα εξήντα μου χρόνια. 8

Κουρνιάζω λοιπόν ήσυχα στο περιθώριο της σελίδας σου και περιμένω την ώρα που θα στρέψεις το βλέμμα σου αλλού για να χαθώ μια για πάντα από τη σκιά σου.» Είναι πεθαμένος πια. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Κι όπως κείτεται στο άσπρο κρεβάτι του, σκεπασμένος με το άσπρο σεντόνι του, άσπρος πια κι αυτός, μου προκαλεί λίγη συμπόνια. Λυπάμαι γι αυτά που δεν έζησε, για τη ζωή που πέρασε μέσα από τα χέρια του σαν βιβλίο ξεφυλλισμένο μα αδιάβαστο.. Ο Κύριός μου με τα Χρυσάνθεμα. Αυτός που τον ήξερα σαν την παλάμη του χεριού μου κι όμως δεν τον κατάλαβα ποτέ. Κάποτε μου έλεγε «Δεν είμαι τρελός μονάχα απελπισμένος είμαι.». Μα δεν τον πίστευα. Κάποτε μου έλεγε «Φοβάμαι και τη σκιά μου.». «Όλοι φοβούνται», του έλεγα, «ακόμη και οι πιο γενναίοι.». Μα δεν με πίστευε. Ένα, δύο βυθίζομαι στο παρελθόν και θυμάμαι. Θυμάμαι τότε που ήταν παιδί και έφτιαχνε κούκλες από παλιά υφάσματα. Λάτρευε να συνδέει τα κομμάτια τους με κλωστή κι ας ήταν το ράψιμο γυναικεία δουλειά. Κι ας έτρωγε ξύλο μέχρι που μάτωναν τα πόδια του από τις βιτσιές. Ο πατέρας του ήταν χασάπης και εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος. Αυτός πάλι αποστρεφόταν το κρέας από μικρός. Αιώνια πηγή συγκρούσεων. - Θα φας γιατί θα σου ξεσκονίσω το πετσί με τη βίτσα, ωρυόταν ο χασάπης, που δεν το χωρούσε ο νους του πως ο γιος του ήταν τόσο κακομαθημένος ώστε να απορρίπτει τέτοια πολυτέλεια, σε εποχές που άλλοι θα σκότωναν για μια μπουκιά κρέας. Όπως δεν το χώραγε ο νους του πως ο γιος ο δικός 9

του, ο μελετηρός, δεν θα γινόταν χασάπης. Και όντως έγινε γιατρός. Τιμημένο επάγγελμα μα που δεν έφερε καμιά χαρά στον πατέρα του. Δεν ήταν αρκετά αντρίκιο. Είχε και μια μάνα και μια αδελφή. Δύσκολο να τις καταλάβεις αυτές. Μα ευτυχώς ο χασάπης πέθανε νωρίς και ο άλλοτε καταπιεσμένος γιος έγινε βασιλικότερος του βασιλέως. Το πουκάμισό του πάντοτε ατσαλάκωτο, το ίδιο και το σακάκι του. Έσφιγγε τη γραβάτα του τόσο, που σχεδόν γινότανε μωβ. Η τσάκιση στο παντελόνι του καλά ακονισμένη και τα παπούτσια του πάντοτε καλογυαλισμένα. Ένα, δύο ή μάλλον ούτε ένα ούτε δύο, αλλά διακόσια πλατύγυρα καπέλα στην ντουλάπα του. Κάθε καπέλο να αντικατοπτρίζει μια διαφορετική πτυχή της προσωπικότητάς του κι ας έμοιαζαν όλα τόσο πολύ μεταξύ τους. Κάθε καπέλο ενθύμιο κι από ένα ταξίδι ή ίσως κι από έναν άλλον άνθρωπο. Συνήθως προτιμούσε εκείνα που τον έδειχναν σοβαρό. Πιο σοβαρό και προβληματισμένο απ ό,τι ταίριαζε στην ηλικία του. Και τα ρούχα του καφέ, γεροντίστικα, να έρχονται σε αντίθεση με τα ξανθά μαλλιά του και να επισκιάζουν τα καφετιά μεγάλα μάτια του. Ήταν γιατρός, παθολόγος, σεβαστός και απόλυτα επιτυχημένος. Κάθε τρεις και λίγο κάποια καπάτσα μάνα του πήγαινε τη θυγατέρα της για εξέταση μήπως και συμβεί το μοιραίο, αλλά εις μάτην! Αυτός, ο σοβαρός, ο μετρημένος και ηθελημένα ανέκφραστος, παρέμενε εργένης. Και η μάνα του με την αδερφή του μαράζωναν, έβραζαν στο ζουμί τους, αλλά δεν τολμούσαν να πουν κουβέντα. Μονάχα μερικά ολωσδιόλου τυχαία και ασφαλώς ανεπιτυχή προξενιά οργάνωναν πού και πού, κι αυτός, ο υπομονετικός, δεν κουραζόταν να τους εξηγεί πως θα παντρευόταν μονάχα από έρωτα. Καμία όμως δεν του φαινόταν αρκετή για να την ερωτευτεί. Από την άλλη πλευρά, το δικό μου αίμα έβραζε. Από επι- 10

θυμία, αλλά και από θυμό για τις αρχές και τις υπερήφανες αντιλήψεις του, που μας κόστιζαν μια ζωή γεμάτη στερήσεις. Γυναίκες τριγύριζαν παντού μέσα στο σπίτι και το ιατρείο, αλλά καμία τους δεν ήταν αρκετά όμορφη, αρκετά καλή, αρκετά εύστροφη, προκομμένη, αρκετά, αρκετά. Aρκετά! Είπα. Τη μέρα εκείνη που πρωτοείδε τη Ρόζα στην κεντρική αγορά, ένιωσε κι εκείνος το αίμα του να βράζει για πρώτη φορά. Ήταν ψηλή, μελαχρινή, με υπέροχα μακριά πόδια, μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά. Η μεσογειακή ομορφιά της συνδυασμένη με μια αβίαστη αθωότητα, τον έκαναν να πιστέψει πως εκείνη ήταν αυτό που έψαχνε όλα του τα χρόνια. Έτσι, αυτός, ο πάντοτε λογικός και ποτέ παρορμητικός, αφέθηκε για πρώτη φορά να παρασυρθεί από ένα όραμα, μια οπτασία, ένα συναίσθημα. Θαμπώθηκε κι έπειτα κρύφτηκε ενστικτωδώς πίσω από ένα τοίχο και τη χάζευε σαν υπνωτισμένος. Φορούσε ένα πορτοκαλί φουστάνι με μαύρα κουμπιά και μαύρες ψηλοτάκουνες μπαρέτες. Την παρατηρούσε που περπατούσε με μια μικρή αμηχανία στις κινήσεις και έμοιαζε με κοριτσάκι που προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στα τακούνια της μαμάς του. Πώς όμως να το χωρούσε το μυαλό του ότι θα ερωτευόταν τη Ρόζα; Τη Ρόζα που ήταν χορεύτρια σε καμπαρέ; Αυτό μου το καταλόγιζε. Έπαιξα με τη μοίρα του έλεγε, γιατί το βρίσκω διασκεδαστικό να ενώνω τα ανόμοια κι όμως παρίστανα πως το μόνο που μ ενδιέφερε είναι να κάνω τη ζωή του ενδιαφέρουσα. Και δεν με ένοιαξε αν αυτός έβρισκε ήδη ενδιαφέρουσα τη ζωή του. Έτσι έγινε και με τη Ρόζα. Εγώ τον έφερα στον δρόμο της μα ήταν αυτός που την πλήγωσε. Στην αρχή ήταν κάθετος. Το μυαλό του δεν το χωρούσε πως είχε ερωτευτεί μια κοινή θνητή. Μια χορεύτρια σε καμπαρέ. Μα η αλήθεια ήταν πως η Ρόζα δεν είχε τίποτε το κοινό επάνω της. Τουναντίον, πέρα από εκείνη την εκθαμβωτική ομορφιά, 11

ήταν και κάτι άλλο που σε παρακινούσε να την ακολουθήσεις ακόμη και στην κόλαση. Κοινότυπο ίσως ακουστεί, μα είχε μια αύρα μαγική, ένα άρωμα προκλητικό και μεστό, μια γοητεία ανεπανάληπτη. Όπως και να χει, ο έρωτας είναι κινητήριος δύναμη κι επέδρασε ακόμη και σε κείνον. Έτσι λοιπόν διάλεξε ένα μπουκέτο χρυσάνθεμα περισσότερο γιατί του άρεσε ο ήχος της λέξης κι έπειτα τα τριαντάφυλλα είναι τόσο αναμενόμενα και πραγματοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στο καμπαρέ «Γαλάζιος άγγελος». Εκείνη ξεπρόβαλε μέσα από ένα σύννεφο καπνού ντυμένη με ροζ φτερά. Φορούσε τη μάσκα της και στο χέρι της κρατούσε ένα γαλάζιο τριαντάφυλλο που το πέταξε στο ξαναμμένο πλήθος. Κατέβηκε ένα ένα τα σκαλιά και καθώς στο πιάνο έπαιζε ένα απαλό jazz κομμάτι λικνιζόταν ρυθμικά και άρχισε να βγάζει αργά αργά, ένα ένα τα ροζ φτερά της. Ρόζα ένα φτερό και άγγιξε με το βλέμμα του τα υπέροχα μακριά της πόδια. Όχι ακόμη, ένα λεπτό, πρώτα τα δάχτυλά της πάνω στα οποία χόρευε με τόση επιδεξιότητα και αισθησιασμό. Ρόζα δεύτερο φτερό και προχωρούσε στους γοφούς της. Ω! Ήταν κοντά, πολύ κοντά, χάζευε τις φακίδες της. Τρίτο φτερό και ήταν ακόμη πιο κοντά, σχεδόν χάιδευε τις απαλές τριχούλες που ξεπρόβαλλαν από το μικροσκοπικό εσώρουχο της. Ρόζα τέταρτο φτερό και η μέση της λεπτή και εύθραυστη, θαρρείς πορσελάνινη κι ο μικροσκοπικός αφαλός της Κι άλλο φτερό κι είχε χάσει πια το μέτρημα καθώς αποκάλυπτε τα στήθη της, μικρά και καλοσχηματισμένα με έντονα σκούρες κορυφές κι έπειτα πιο πάνω τα χείλη της, σκούρα κι αυτά, σχεδόν ένιωθε την ανάσα της, άπλωσε το χέρι ν αγγίξει τα μαύρα ίσια μαλλιά της κι αυτή σιγά - σιγά χάνεται, ξεθωριάζει, είναι ένα όνειρο, μια οπτασία, όχι! Δεν συνέβη ποτέ πραγματικά! Δεν την γνώρισε ποτέ! Δεν την άγγιξε ποτέ! Δεν την έχασε. ΠΟΤΕ! 12

Από το πρώτο λεπτό της δεύτερης συνάντησής τους εκείνη τον πρόσεξε. Κι ύστερα κάθε φορά που γδυνόταν κάρφωνε τα μάτια της επάνω του, σαν κάτι να περίμενε, μια κίνηση που για την ώρα εκείνος δίσταζε να κάνει, παρόλο που κρατούσε στα χέρια του πάντα ένα μπουκέτο από χρυσάνθεμα που ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να επιθυμεί άλλον παραλήπτη από εκείνη. Μα καθώς τα βράδια περνούσαν με τον ίδιο τρόπο, το ένα μετά το άλλο κι αυτός επέμενε να αφήνει διακριτικά το μπουκέτο του στο καμαρίνι της και ύστερα να εξαφανίζεται, είχα αρχίσει να θυμώνω. Κι έπειτα σιγά σιγά να εξοργίζομαι. «Δειλέ! Του φώναξα. Ζήσε! Θα σ αρέσει!». Μα δεν μ άκουσε. Δεν μ άκουσε. Και τώρα εκείνη είναι νεκρή. Κι εγώ είμαι μόνος. Έχοντας χάσει τα χρόνια μου προσπαθώντας να του αλλάξω τη ζωή. Τον θυμάμαι όταν πήρε στα χέρια του το πτυχίο της ιατρικής. Πόσο χαρούμενος ήταν. Είχε πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του. Έπειτα άνοιξε εκείνο το μικρό ιατρείο, φόρεσε την άσπρη του ποδιά και από το πρωί μέχρι το βράδυ εξέταζε ασθενείς. Τις περισσότερες φορές δωρεάν. Τότε ήταν που θέλησα να του τα δώσω όλα. Ή μήπως να τον εκδικηθώ επειδή τα είχε όλα; Δεν ξέρω. Προς το παρόν έχω μια ιστορία να αφηγηθώ. Πέρασε ένας μήνας που πηγαινοερχόταν μ αυτό το κακόγουστο μπουκέτο από χρυσάνθεμα στον «Γαλάζιο άγγελο» και δεν έλεγε κουβέντα. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν κι έτσι τον αποκαλούσαν. Ερχόταν αθόρυβα και έφευγε επίσης τόσο αθόρυβα που καμιά φορά ξεγελούσε ακόμη κι εμένα. Κι όλα αυτά επειδή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ευθέως τα συναισθήματά του, πνιγόταν στον καθωσπρεπισμό του και αρνούνταν να δεχτεί το αναπόφευκτο. Είναι αλήθεια πως δεν 13

μπορούσα να τον αναγκάσω να κάνει τίποτα που δεν ήθελε, εκείνη όμως η νύχτα ήταν διαφορετική. Επειδή τις αποφάσεις που δεν μπορούσε να πάρει εκείνος, εκείνη τη νύχτα τις είχε πάρει η Ρόζα. Καθώς τελείωσε το νούμερό της, αυτή τη φορά αντί να οπισθοχωρήσει, κατέβηκε γυμνή τα σκαλιά της κεντρικής σκηνής, άνοιξε δρόμο μέσα από το κατάπληκτο πλήθος και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. - Αυτά υποθέτω πως προορίζονται για μένα, του είπε μ ένα ύφος αθώο, σχεδόν παιδικό. - Φυσικά, της απάντησε μουδιασμένα μ ένα βεβιασμένο χαμόγελο, που απορώ πώς κατάφερε να του ξεφύγει μέσα από την τόση σοβαρότητα. Κι αφού της προσέφερε το μπουκέτο, αμέσως μετά της προσέφερε και το παλτό του για να σκεπαστεί. Δεν διεκδικούσε συνήθως η Ρόζα, δεν είχε το θάρρος που χρειάζεται, μα τότε, καθώς είπα, η νύχτα ήταν διαφορετική. Η Ρόζα είχε μια συζήτηση με μια από τις Γαλλίδες, τη Νίνα. Οι περισσότερες χορεύτριες στον «Γαλάζιο άγγελο» ήταν ξένες. Γαλλίδες, Αργεντινές και Γερμανίδες που ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ψάρευε από το λιμάνι. Εργάζονταν μερικούς μήνες, μάζευαν κάποια χρήματα κι ύστερα έφευγαν προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Μόνο η Ρόζα παρέμενε για τρία ολόκληρα χρόνια. Είναι που σκεφτόταν πως τίποτα καλύτερο δεν μπορεί να την περιμένει εκεί έξω κι όλο ανέβαλλε την αναχώρηση της. Η Νίνα ήταν επικεφαλής των χορευτριών που χόρευαν can can. Ήταν ψηλή, κοκκινομάλλα, με λευκό δέρμα και καταπράσινα μάτια και η επίσημη ερωμένη του αφεντικού. Κανείς δεν τολμούσε να της μιλήσει από τους θαμώνες κι ας είχε πολλούς θαυμαστές. Το μαγαζί διέθετε επίσης μερικά συμπληρωματικά νούμερα στριπτίζ και τις Αργεντινές 14

οι οποίες ασχολούνταν κυρίως με το να μαθαίνουν tango στους εύπορους κυρίους. Η Νίνα παρακίνησε τη Ρόζα να αδράξει την ευκαιρία και να δράσει επιτέλους. Νωρίτερα εκείνο το απόγευμα, στο καμαρίνι της, ενώ έπιναν καφέ και έριχναν ατελείωτες ώρες τα χαρτιά, της είπε να μην αφήσει τους φόβους της για το άγνωστο να γίνουν εμπόδιο ώστε να μην διεκδικήσει όσα ονειρεύεται. Εκείνη που μερικά χρόνια πριν το είχε σκάσει από ένα γάμο υποχρέωσης, βαρετό και αποτυχημένο και που όλοι πίστευαν πως θα κατάφερνε το αφεντικό να την παντρευτεί. Και έτσι στην πραγματικότητα, η Ρόζα κάτω από εκείνο το ζεστό χαμόγελό της, έτρεμε ολόκληρη. Κι ας νόμιζε εκείνος πως ήταν απ το κρύο. Κι ας της είχε δώσει το παλτό του για να σκεπαστεί. Εκείνη έτρεμε γιατί πρώτη φορά στη ζωή της ξεπερνούσε τα όριά της. Πρώτη φορά ερωτευόταν κάποιον και ποτέ άλλοτε δεν είχε κάνει καμία υπέρβαση. Μα εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν έμοιαζε πιο σωστό από τούτο το λάθος. Λάθος. Ναι. Λάθος. 15

16

κεφάλαιο δύο Νοσηλεύεται σ ένα τρελοκομείο. Τον διπλανό του που έχει κάνει ίσαμε δέκα απόπειρες αυτοκτονίας, τον ενοχλεί το τεχνητό φως κι έτσι από τις πέντε το απόγευμα γι αυτόν είναι βράδυ. Έχει λοιπόν στυλώσει τα μάτια του στον απέναντι άσπρο τοίχο αρνούμενος πεισματικά να βγει έξω και να κάτσει στο σαλόνι με τους άλλους τροφίμους γιατί αυτός, λέει, δεν είναι τρελός. Θα υποστεί όλο αυτό το σκοτάδι, το κρύο κι αυτόν το γέρο δίπλα του που ξυπνάει μόνο για να φάει ένα ρυζόγαλο, γιατί δεν είναι τρελός. Μονάχα απελπισμένος είναι. Γιατί του λείπει εκείνη. Αφόρητα. «Το βράδυ εκείνο που η Ρόζα με πλησίασε, κανείς δεν ξέρει πόσο κουράγιο χρειάστηκα για να σταθώ στα πόδια μου.». Μου φώναξε. «Γιατί όσο κι αν εσύ φώναζες πως ήμουν δειλός», μου έλεγε, «όσο κι αν εγώ θα ήθελα να αγνοήσω τη γνώμη του κόσμου, κανένας στη θέση μου δεν θα το τολμούσε. Ιδίως κάτω από το ανάμεικτο με περιέργεια και έκπληξη βλέμμα τόσων ανθρώπων. 17

Κι όμως, όσο κουράγιο και να χρειάστηκε εγώ δεν της γύρισα την πλάτη. Γιατί την αγαπούσα αληθινά. Απεναντίας, έβγαλα το παλτό μου για να σκεπαστεί και της έδωσα το χέρι μου για να στηριχτεί και ν ανέβει τα σκαλιά ως το καμαρίνι της. Όμως αν τότε την ακολουθούσα, όχι, δεν θα μπορούσα να αντέξω το κόστος. Κι ούτε νομίζω πως υπήρχε κάποιος με τη δική μου κοινωνική θέση που να ισχυριστεί πως το μπορούσε. Ακόμη κι εσύ που κρίνεις τα γεγονότα της ζωής μου από θέση ισχύος, δεν θα το έκανες.». Τις επόμενες ημέρες, αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στο αν θα άκουγε τη λογική του, που του φώναζε επιτακτικά να κλείσει αυτό το κεφάλαιο της ζωής του πριν να είναι αργά, και σ εκείνη την παρόρμηση που ένιωθε να τρέξει κοντά της. Στο τέλος όμως, αγόρασε πάλι ένα μπουκέτο χρυσάνθεμα και αποφάσισε να επισκεφτεί τον «Γαλάζιο άγγελο» μέρα μεσημέρι, εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες να βρεθεί εκτεθειμένος στα μάτια κάποιου γνωστού. Εκείνη ήταν εκεί. Εκείνη ήταν που του άνοιξε την πόρτα. Αυτή τη φορά φορούσε ένα καφέ ριχτό φόρεμα με χρυσές λεπτομέρειες στο τελείωμα και τον κοιτούσε με μάτια γεμάτα απορία και έκπληξη. - Νόμιζα πως δεν θα σε ξαναδώ, είπε τελικά. - Μπορώ να περάσω;. Της απάντησε. Με κάποιο δισταγμό του άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και για άλλη μια φορά πήρε τα λουλούδια του. Παρατηρούσε μια ταραχή στις κινήσεις της καθώς τακτοποιούσε τα λουλούδια σ ένα βάζο και μια ανυπομονησία. Έπειτα της είπε με όση θέληση του είχε απομείνει: - Ήρθα γιατί αυτή τη στιγμή μου μοιάζει καλή ιδέα να τα πούμε λιγάκι πριν σου ζητήσω να μου μάθεις χορό. Αν φυσικά το θέλεις. 18

Η αλήθεια είναι πως οι προθέσεις του ήταν ξεκάθαρες και έμοιαζε μάλλον γελοίος όπως καθόταν εκεί και της ζητούσε να χορέψουνε, στεγνός και ατσαλάκωτος και ταυτόχρονα γεμάτος ενοχές, που παρέβαινε τον δικό του, τον προσωπικό του κώδικα ηθικής, που του υπαγόρευε να, του απαγόρευε, είναι, ήταν, και τώρα πια δεν είναι απαγορευμένο, αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Απαγορευμένο. Χα! Γελάει εκείνη. Χα! Γελάω εγώ. Χα! Γελάει τώρα κι αυτός. Πραγματικά γελάει δυνατά και σάλια αρχίζουν να τρέχουν από το στόμα του κι ο γέρος δίπλα του βουλώνει τ αυτιά του και του φωνάζει να σκάσει και μετά νιώθει κάτι να του πιέζει το στόμα και πνίγεται, μα εγώ, εγώ βάζω πάλι το χέρι μου και σώζω την κατάσταση. Πώς είναι να πνίγεσαι; Να στερεύει ο αέρας από τα πνευμόνια σου; Δεν ξέρω. Μόνο να βγάλω από το στόμα του όλο εκείνο το χαρτί που τον έπνιγε μπόρεσα. Είχε άλλη μια κρίση κι ο γέρος από δίπλα, του παράχωσε στο στόμα τις σελίδες από το βιβλίο που διάβαζε. Το σώμα του τρανταζόταν από λυγμούς ανάμεικτους με γέλια. Κι εγώ καταφέρνω επιτέλους να γράψω. Γράφω ασταμάτητα. Χωρίς ειρμό. Το χέρι μου μουδιάζει. Το ίδιο και το κεφάλι μου. Αλλά εγώ έχω βγει έξω από το σώμα μου και γράφω. Ή προσεύχομαι; Εκείνος, εκείνος προσευχόταν. Προσευχόταν να τελειώσει το μαρτύριό του. Εγώ θέλησα να Εγώ μπερδεύομαι. Ποιος είμαι τελικά; Είμαι εγώ που είμαι νεκρός; Στο μυαλό του εδώ και ώρα στριφογύριζαν οι στίχοι ενός τραγουδιού. «Παίζει με τα όνειρά μου, αυτή η χαριτωμένη μουσικούλα, που αναστενάζει στο πέρασμά σου. 19

Η ζωή είναι φτιαγμένη από γέλιο Κι εσύ με κοιτάζεις αυστηρά με τα μαύρα σου μάτια» Πάνε μερικές μέρες τώρα που οι δυο τους είχαν κάνει μια συμφωνία. Εκείνος θα ερχόταν κρυφά από την πίσω πόρτα κι εκείνη θα του μάθαινε χορό. Όμως ο δυνατός ήχος του bandoneon, τα όμορφα λόγια του τραγουδιού και το έντονο πάθος στην ατμόσφαιρα, τον έκαναν να θέλει να σκύψει να τη φιλήσει μα δίσταζε. Αν με άφηνε θα του έδειχνα πως η ζωή είναι όντως φτιαγμένη από γέλιο και πως ο έρωτας είναι ένα τρελό πανηγύρι. Όμως δεν μ άφησε. Αλλαγή του ρυθμού και καθώς το tango γινόταν πιο μελαγχολικό, κατά ένα περίεργο τρόπο εκείνη απελευθερωνόταν και καθώς η μουσική άλλαζε πάλι σε χαρούμενη milonga είχε διάθεση για όλο και πιο παιχνιδιάρικες φιγούρες. Κι έτσι χόρευαν στο σκληρό, ξύλινο πάτωμα ενός ατμοσφαιρικά φωτισμένου δωματίου, και καθώς η μουσική έπαιζε, εκείνη κολλούσε επάνω του κι αυτός κρατούσε πάντα πιο αργά το τέμπο στην τελευταία στροφή, σκεφτόμενος κάθε φορά πως αυτή είναι η ευκαιρία του να τη φιλήσει, γιατί ήθελε να ζήσει αυτή τη μυρωδιά από λεμόνι που ανάδιδε το δέρμα της και ήθελε να ζήσει το πανηγύρι. Μα κάθε φορά που τον κοιτούσε με τα μαύρα της μάτια, ένιωθε σαν παιδί που το πιάνουν να κλέβει από το μεγάλο βάζο καραμέλες και έχανε εκείνη τη μοναδική ευκαιρία. «Μέχρι τον επόμενο χορό», του λέω. «Μέχρι τον επόμενο χορό.». Έξω από το δωμάτιο ακουγόταν φασαρία. Δεν τον νοιάζει καθόλου. Δύο φορές τη μέρα τον εξέταζε ο ψυχίατρος. Προ- 20

σπαθούσε να είναι ήρεμος. Χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Από τη διάγνωση αυτή άλλωστε κρεμόταν το πόσο θα έμενε κλεισμένος εδώ μέσα. Όλο θυμάται. Εκείνο το βράδυ που πρωτοφίλησε τη Ρόζα. Πολύς καιρός έχει περάσει, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, άλλα όμως παραμένουν τρομακτικά απαράλλαχτα. Πρώτο φιλί, κλεφτό φιλί, ζεστό φιλί. Θυμάται πάλι. Θυμάται το άρωμά της καθώς έσκυβε να τη φιλήσει, αυτή τη μυρωδιά από λεμόνι ναι, η ανάσα της κοφτή, αγριεμένη, το στόμα της, το φιλί της σαν γλυκό κουταλιού, γλυκό μυρωδάτο αλλά που δεν τον άφησε να το χορτάσει. Και ξαφνικά έγινε πικρό. Σαν καθρεφτιζόταν στα μάτια της, ένιωθε την εικόνα του παραμορφωμένη. Ήταν θαρρείς πιο ψηλός, πιο γοητευτικός και ολότελα ψεύτικος. Δεν το ήθελε που της είχε δώσει τόσο λάθος εντύπωση. Ή μήπως δεν ήταν λάθος; Μήπως εκείνη που τον αγαπούσε τον γνώριζε καλύτερα απ ό,τι γνώριζε αυτός τον εαυτό του; Ο καιρός θα έδειχνε. Και η ευτυχία του που έβλεπε να καθρεφτίζεται στα μάτια της; Το ήξερε καλά πως δεν ήταν πλήρης. Ήταν μισή. Ήταν καθρέφτης της δικής της ευτυχίας. Στο μυαλό του όλα είχαν να κάνουν με τις κοινωνικές συμβάσεις κι όμως δεν μπορούσε να αγνοήσει τον έρωτα που για πρώτη φορά ένιωθε. Κι όσο εκείνη ονειρευόταν στο δικό της μικρό δωματιάκι τον κόσμο ολόκληρο, αυτός βασανιζόταν από τον εφιάλτη της συνείδησής του, που τον είχε ήδη βρει ένοχο για εγκλήματα που πάντα κατηγορούσε τους άλλους. Επίορκος, ασυνείδητος, ελεεινός. Κι εγώ τον άφηνα να δικάζεται και να καταδικάζεται μόνος του, χωρίς να του παρέχω κανένα ελαφρυντικό. Γιατί άραγε δεν μπορούσα να τον συμπονέσω; Είμαι ο δημιουργός του αλλά δεν ένιωθα ούτε μια σταγόνα συμπόνιας. Δεν ήταν που δεν μ άφηνε να τον κατευθύνω. Ήταν όμως που άφηνε να τον 21

κατευθύνει ο φόβος. Δεν τον προίκισα άραγε με θάρρος; Κι όμως για να βολευτεί κουτσά στραβά σε μια ήρεμη και τακτοποιημένη καθημερινότητα έγινε δειλός. Κι ήταν όλα επιλογές του. Τα λάθη και τα σωστά. Πώς να απαλύνω τα λάθη αν είναι κι αυτά απαραίτητα για να πράξει τα σωστά; Και γιατί να επέμβω επιλεκτικά στη ζωή του; Με κατηγορούσε διαρκώς πως τον ξεγέλασα, επειδή έφερα τον έρωτα στη ζωή του, αλλά ήταν αυτός που επέλεξε το δρόμο του κι ας ήθελε να πιστεύει πως τον ανάγκασα να ακολουθήσει. Είναι αυτός που επέλεξε να κάνει διαρκώς κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Είναι αυτός που πλήγωσε τη Ρόζα κι όχι εγώ. Αυτό το καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερα ζεστό. Εκείνη τη μέρα η Ρόζα του πρότεινε για πρώτη φορά να βγάλει το σακάκι του. Φορούσε ένα μπεζ σακάκι που τόνιζε τα μεγάλα του μάτια γεμάτα με κάτι που μάλλον λέγεται ελπίδα, όπως εξομολογούνταν η Ρόζα στη Νίνα. Είναι ψηλός, ξανθός, κάπως άχρωμος και πολύ σοβαρός για την ηλικία του αλλά στη Ρόζα άρεσε. Μάλλον γιατί κοντά του αισθανόταν ασφαλής κι ας υποψιαζόταν πως δεν την εγκρίνει. - Ίσως να αισθανόσουν καλύτερα αν έβγαζες και τη γραβάτα σου, του λέει κι αυτός υπακούει χωρίς δεύτερη κουβέντα. - Κάνει απίστευτη ζέστη, λέει κι αφήνει τη βεντάλια της πάνω στο τραπεζάκι της κουζίνας για να του ετοιμάσει τον καφέ του. Φορούσε ένα μεταξωτό απαλό κίτρινο φουστάνι που αγκάλιαζε τις τέλειες γάμπες της. Σηκώθηκε για να την βοηθήσει λιγάκι και ξαφνικά ο χώρος του φάνηκε στενός, πολύ στενός. Και η ζέστη αποπνικτική. Μια στιγμή αργότερα, έσκυψε και έφερε το κεφάλι του στο λαιμό της, αγκάλιασε με τα χέρια του τη μέση της και την έσφιξε δυνατά επάνω του. Δυο στιγ- 22

μές μετά βρήκε τα χέρια του να χαϊδεύουν ανεξέλεγκτα τους γοφούς της, λες και είχαν δική τους βούληση. Σήκωσε το φόρεμά της κι άφησε τα χέρια του να αναζητήσουν την απαλή σάρκα που έκρυβε το εσώρουχό της. Κι έπειτα το δωμάτιο έγινε ακόμη πιο μικρό, σχεδόν δεν τον χωράει πια. Τα γόνατά της, ναι έχει σκοπό να τα γευτεί κι αυτά, μετά τους λεπτούς της αστράγαλους. Κι όπως ζωντάνεψαν όλες του οι αισθήσεις, η λογική του χάνεται. Θυμάμαι πως τα χέρια του έτρεμαν και πως δυσκολεύτηκε πολύ να ανοίξει το κούμπωμα από το στηθόδεσμό της. Την ανακούφιση που ένιωσε όταν επιτέλους τα κατάφερε. Κι ύστερα τα πάντα επιταχύνθηκαν σ ένα ρυθμό που ήταν δύσκολο για την καρδιά του να τον ακολουθήσει και το δωμάτιο μίκραινε και το πάτωμα γύριζε και... 23