ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΠΟ 31 «ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ» Ακαδημαϊκό Έτος: 2017-2018 Πρώτη Γραπτή Εργασία Επιβλέπων ΣΕΠ: Φοιτητής/τρια: Α.Μ. Αθήνα, 13 Νοεμβρίου 2017 0
Θέμα πρώτης Γραπτής Εργασίας της Θ. Ε. ΕΠΟ31 Είναι αλήθεια ότι η μεσαιωνική επιστήμη ήταν στάσιμη; Δικαιολογήστε την απάντησή σας. ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ Όπως συζητήσαμε στην πρώτη ΟΣΣ και όπως θα διαβάσετε στα εγχειρίδιά σας, η ιδέα ότι ο Μεσαίωνας ήταν μια διανοητικά άγονη περίοδος είναι ένας μύθος που κατασκευάστηκε στις αρχές της νεότερης περιόδου και, για διάφορους λόγους, συνεχίζει να έχει ευρεία α-πήχηση μέχρι σήμερα. Σκεφθείτε, λοιπόν, ότι θέλετε να επιχειρηματολογήσετε υπέρ της άποψης ότι κατά τους μέσους χρόνους αναπτύχθηκε γόνιμος επιστημονικός στοχασμός, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, προετοίμασε το έδαφος για την Επι-στημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Μπορείτε να οργανώσετε την επιχειρηματολογία σας σύμφωνα με τους παρακάτω άξονες. Εξηγήστε το ενδιαφέρον των μεσαιωνικών λογίων για την αριστοτελική κοσμολογία και φυσική φιλοσοφία Περιγράψτε τις προσπάθειές τους να καταστήσουν συμβατή την αριστοτελική επιστήμη με τη χριστιανική κοσμοθεωρία Παρουσιάστε τους τρόπους με τους οποίους οι μεσαιωνικοί λόγιοι συμβάλλουν στην επεξεργασία των αριστοτελικών θέσεων καθώς και τους τρόπους με τους οποίους οι επεξεργασίες αυτές τροφοδοτούν τις διανοητικές καινοτομίες που ακολουθούν τις απαγορεύσεις του 1277. 1
Περιεχόμενα Εισαγωγή... 3 1. Το ενδιαφέρον των λογίων του Μεσαίωνα για την αριστοτελική κοσμολογία και τη φυσική φιλοσοφία... 3 2. Οι προσπάθειες των μεσαιωνικών φιλοσόφων να καταστήσουν συμβατή την αριστοτελική επιστήμη με τη χριστιανική κοσμοθεωρία... 5 3. Η επεξεργασία των αριστοτελικών θέσεων από τους μεσαιωνικούς λογίους και οι τρόποι με τους οποίους τροφοδότησαν τις διανοητικές καινοτομίες μετά το 1277... 7 Συμπεράσματα... 8 Βιβλιογραφία... 8 2
Εισαγωγή Στις αρχές της νεότερης περιόδου κατασκευάστηκε ο μύθος περί διανοητικού κενού κατά τον Μεσαίωνα. Ωστόσο, από τα πρώιμα ως τα ύστερα χρόνια της εποχής έκαναν την εμφάνισή τους διάφοροι λόγιοι που προσπάθησαν να αναπτύξουν λόγο και θεωρητική σκέψη δεχόμενοι δύο αντιπαλλόμενες επιρροές, αυτή της αρχαίας φυσικής φιλοσοφίας (ειδικότερα του αριστοτελισμού) και αυτή της χριστιανικής διδασκαλίας. Παρόλο που η δύναμη της εκκλησίας παρέμεινε ισχυρή σχεδόν καθόλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι λόγιοι δεν κατάφεραν να παραβλέψουν την αριστοτελική κοσμολογία και τη φυσική φιλοσοφία από τις μελέτες τους. Ωστόσο, η πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας ή ενίοτε η κληρική ιδιότητα των λογίων αυτών τους ώθησε εξ αρχής προς την κατεύθυνση της εκμετάλλευσης του αριστοτελικού λόγου προς όφελος της θεολογικής πίστης. Η εκμετάλλευση αυτή οδήγησε με τη σειρά της είτε στο «δόγμα της διπλής αλήθειας» είτε στην προσπάθεια συγκερασμού Λόγου και Πίστης είτε, ακόμη, στην καταδίκη των αριστοτελικών θέσεων (1277) που εν τέλει δεν μπορούσαν να συνάδουν με τον βιβλικό λόγο. Μέσα από αυτή την πολυποίκιλη πορεία όμως, γεννήθηκαν θεωρίες και τρόποι σκέψης που, ακριβώς εξαιτίας της ενασχόλησης με τη φύση και τον κόσμο, οδήγησαν νομοτελειακά στην προετοιμασία του εδάφους για την Επιστημονική Επανάσταση του 17 ου αιώνα. 1. Το ενδιαφέρον των λογίων του Μεσαίωνα για την αριστοτελική κοσμολογία και τη φυσική φιλοσοφία Ο βασικότερος στόχος της μεσαιωνικής επιστήμης είναι να θεμελιώσει τόσο πρακτικά όσο και ωφελιμιστικά την ουσία της πάνω στον Λόγο του Θεού. Κοινώς να προσπαθήσει να μην αποκόψει εντελώς τον προσανατολισμό της γνώσης από τα κληροδοτήματα της αρχαίας ελληνικής φυσικής φιλοσοφίας, αλλά εν γένει να τα χρησιμοποιήσει για να στηρίξει τις θέσεις της χριστιανικής διδασκαλίας. 1 Και ενώ η Εκκλησία έχει την πρωτοκαθεδρία σε όλους τους τομείς, περί το τέλος της ρωμαϊκής εποχής, οι πρώτοι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι δεν μπορούν να αποκόψουν εντελώς από τη μελέτη τους τα αριστοτελικά κείμενα περί κοσμολογίας ούτε να μην συζητήσουν θέματα φυσικής φιλοσοφίας, μια και αυτά εντάσσονται στο περιεχόμενο της Βίβλου λόγω της ανάγκης να αποσαφηνιστούν και να αιτολογηθούν ερωτήματα όπως «πώς 1 Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2008), Οι Επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α ), Πάτρα: ΕΑΠ, σ. 39. 3
δημιουργήθηκε ο κόσμος», «ποια η φύση του θεού», «ποιες οι έννοιες της ύλης και της κίνησης» κλπ. Έτσι, για παράδειγμα η μεσαιωνική φιλοσοφία χρησιμοποιεί την τελεολογική προσέγγιση του Αριστοτέλη, ήτοι την αντίληψη ότι σε όλα τα πράγματα υπάρχει το τελικό αίτιο, για να δώσει συμβολιστικές ερμηνείες στη φύση που την αντιλαμβάνεται ως «θαύμα», εφόσον σύμφωνα με τη Βίβλο η φύση δημιουργήθηκε από το μηδέν. Παρόλ αυτά η τελεολογία του Αριστοτέλη περιχαρακώνει την πλατωνική ιδέα της αυθύπαρκτης φύσης, που μορφοποιείται από μια ακαθόριστη πρωταρχική ύλη στον υλικό κόσμο που σήμερα γνωρίζουμε. Επομένως, στην ουσία υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της αριστοτελικής και χριστιανικής κοσμολογίας, ωστόσο ήταν πιο αναγκαίο για τους μεσαιωνικούς φιλοσόφους να αναπτύξουν μια φιλοσοφική θεώρηση της θεολογικής πίστης. 2 Έτσι, στα πρώιμα μεσαιωνικά χρόνια ο άγιος Αυγουστίνος (354-430), βορειοαφρικανός λόγιος που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό στα 32 του χρόνια ασχολήθηκε με ζητήματα φυσικών επιστημών στο πλέον γνωστό του έργο Εξομολογήσεις. Σε αυτό ανέπτυξε μία θεωρία για την αντίληψη του χρόνου ορίζοντάς τη ως έκταση και συνδέοντάς τη με την ανθρώπινη μνήμη. 3 Η βάση της θεωρίας του είναι σαφώς θεολογική, αντιλαμβάνεται όμως τον χρόνο ως μέρος ενός τριπτύχου μεταξύ γνώσης και μνήμης. Έτσι, αναγνωρίζει τρία παρόντα: του παρελθόντος, του «τώρα» και του μέλλοντος. Η μνήμη αναγνωρίζει ως παρελθόν το παρόν παρελθόντων καταστάσεων. Από αυτή την άποψη ξεπερνά την αριστοτελική κοσμολογία που εξετάζει τον χρόνο μέσω της κίνησης των σωμάτων και βρίσκεται πιο κοντά στις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες. 4 Λίγα χρόνια αργότερα ο Βοήθιος (480-525) έρχεται σε επαφή με την αριστοτελική φιλοσοφία και την εφαρμόζει σε θεολογικά ζητήματα, γι αυτό από πολλούς θεωρείται πρόγονος της σχολαστικής μεθόδου. 5 Σημαντικός εκπρόσωπος της προσχολαστικής φιλοσοφίας ήταν και ο Ιωάννης Σκώτος Εριγένης (810-877). Με την εισαγωγή των «καθολικών εννοιών» κάνει λόγο για έναν τέλειο Θεό, από τον οποίο προέρχονται μέσω της εντελέχειας όλα τα πράγματα στη φύση. Τα φυσικά πράγματα δεν αποτελούν απλώς συστατικά 2 Lindberg D. C. (1997), Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., σ. 212. 3 Ασημακόπουλος & Τσιαντούλας, ό.π. σ. 53-55. 4 Ό.π. σ. 55. 5 Ό.π. σ. 57. 4
μέρη του, αλλά, λόγω της στιγμιαίας δημιουργίας του κόσμου, αυτά ενυπάρχουν στον θεϊκό νου κατά τη σύλληψη τους ως ιδέας. 6 Από τον 8 ο ως τον 12 ο αιώνα περίπου εμφανίζεται η ισλαμική επιστήμη, της οποίας κάποιοι εκπρόσωποι δέχονται επιρροές από την αριστοτέλεια συλλογιστική βάση της κατάκτησης της γνώσης. Το όνομα που δεσπόζει εδώ είναι του Αβερρόη, που υπήρξε ο σημαντικότερος σχολιαστής του αριστοτελικού έργου. 7 Με αυστηρό αριστοτελισμό άσκησε κρτική στο αστρονομικό πτολεμαϊκό μοντέλο, ενώ σχετικά με την κίνηση διατύπωσε τη θεωρία ότι πρόκειται για δυνατότητα, ενώ το κινούν δραστηριοποιεί ένα σώμα για να το κινήσει. Ταυτίζεται, τέλος, με την αριστοτελική θεϊκή υπόσταστη του πρώτου κινούντος. 8 Ο Άνσελμος (1033-1109) αναπτύσσει την οντολογική θεωρία της ύπαρξης του Θεού. Η σχέση του με τον αριστοτελισμό προκύπτει από τη μελέτη του Αυγουστίνου και του Βοήθιου. Σε γενικές γραμμές αυτό που αργότερα συνέβαλε στην εξέλιξη της επιστήμης είναι η χρήση των λογικών θέσεων για να καταλήξει σε συμπεράσματα, και επομένως κατ επέκταση ενισχύει τον ορθολογισμό. 9 2. Οι προσπάθειες των μεσαιωνικών φιλοσόφων να καταστήσουν συμβατή την αριστοτελική επιστήμη με τη χριστιανική κοσμοθεωρία Η ενασχόληση με την επιστήμη στο αυστηρό θεολογικό πλαίσιο της χριστιανικής κοσμοαντίληψης δημιούργησε το δόγμα της διπλής αλήθειας. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως πρέπει να δέχεται κανείς ότι είναι υπαρκτές δύο αλήθειες, αυτές της επιστήμης και αυτές του χριστιανισμού, οι οποίες δεν πρέπει να αντιβαίνουν μεταξύ τους, όπως αναφέρει ρητά ο αβερροϊκός σχολιασμός. Στην περίπτωση που συμβαίνει αυτό, είναι εξ ορισμού αληθινή η θεολογική σκέψη. Η εφαρμογή του δόγματος αυτού δεν ήταν αναγκαία τον πρώιμο Μεσαίωνα, εποχή κατά την οποία, όπως κατέστη φανερό παραπάνω, η ενασχόληση με την επιστήμη ήταν αρκετά περιορισμένη. Αργότερα όμως, και καθώς τα νεοιδρυθέντα πανεπιστήμια εισήγαγαν τα αριστοτελικά κείμενα στη διδασκαλία τους με ολοκληρωμένο 6 Ασημακόπουλος & Τσιαντούλας, ό.π. σ. 76-77. 7 Ό.π. σσ. 61 και 65. 8 Ό.π. σ. 66. 9 Ό.π. σ. 78-79. 5
πρόγραμμα σπουδών μία μερίδα διανοητών προσπαθεί να συγκεράσει τη Πίστη και τον Λόγο. 10 Πρώτος ο Αλβέρτος ο Μέγας (1200-1280) θεωρείται ο βασικός ιδρυτής του χριστιανικού Αριστοτελισμού. 11 Φιλοσοφικά ήταν καθαρά αριστοτελιστής, που προσπάθησε μάλιστα να εμρηνεύσει συνολικά το αριστοτελικό έργο (Φυσικά) περί της φυσικής φιλοσοφίας. Πίστευε στην εξηγητική δύναμη του αριστοτελικού έργου και το θεωρούσε αναγκαία βάση για τις θεολογικές σπουδές. 12 Σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου, δεν αμφέβαλε ποτέ για τη θεολογική άποψη, αναγνώριζε επίσης τη θεϊκή παντοδυναμία. Είχε όμως την ιδέα ότι ο Θεός λειτουργεί μέσω της φυσικής αιτιότητας, πράγμα που αποτελεί το κατεξοχήν αντικείμενο του φυσικού φιλοσόφου. 13 Ένας ακόμα εκφραστής των ιδεών συγκερασμού ήταν ο Ιταλός Θωμάς Ακινάτης (1225 1274) που έφερε τις ιδιότητες τόσο της φιλοσοφίας όσο και της θεολογίας. Με τη σύνδεση Πίστης και Λόγου στην περίπτωση του Ακινάτη εννούμε τη χρήση της αριστοτελικής μεθόδου για την διασαφήνιση της θεολογικής αλήθειας. Σε κάθε περίπτωση η Πίστη είναι ανώτερη του Λόγου ή πιο απλά η δύναμη και η ουσία του θεού είναι σαφώς ανώτερη από την εφαρμογή της λογικής. Γι αυτό το λόγο, ο Ακινάτης θεωρήθηκε από πολλούς ότι υποστήριζε και προωθούσε το δόγμα της διπλής αλήθειας. Εκείνος θεωρούσε ότι η αλήθεια είναι μία και μοναδική και ότι η Πίστη και ο Λόγος φώτιζαν διαφορετικές πλευρές της, οπότε και δεν υπήρχε λόγος να συγκρούονται. Ακόμη και αν ο Ακινάτης πίστευε στην υπεροχή του Θεού οι απόψεις του για την πρώτη διάνοια από την οποία προκύπτουν τα αποτελέσματα της αιώνιας νομοτέλειας, στοχοποιήθηκαν από τις απαγορεύσεις του 1277. 14 Δύο ακόμη πρόσωπα χαρακτηρίζουν την πρόσληψη του αριστοτελισμού κατά τον 13 ο αιώνα που απομακρύνονται από τη σύνδεση Λόγου και Πίστης, αλλά υποδηλώνουν τη σύγκρουση μεταξύ τους ή την υπεροχή του Λόγου αντίστοιχα. Πρόκεται για τον επίσης Ιταλό Μποναβεντούρα (1221-1274) και τον Σίζερ (1240-1284). Ο μεν πρώτος θεωρεί τη Αγία Γραφή τη μέγιστη πηγή αλήθειας, ενώ από δέχεται από τον αριστοτελισμό μόνο την ορθολογιστική μέθοδο. 15 Ο Σίζερ συνδέει το 10 Ασημακόπουλος & Τσιαντούλας, ό.π. σ. 42 και Grant E. (1994), Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 33. 11 Lindberg, ό.π. σ. 320. 12 Ό.π. σ. 321-323. 13 Ό.π. σ. 325. 14 Ασημακόπουλος & Τσιαντούλας, ό.π. σ. 95-99 15 Ό.π. σ. 93-94. 6
όνομά του με την κρίση του 1277 συνδέοντας τον αριστοτελισμό με απαντήσεις για την αιωνιότητα του κόσμου. Διαχώρισε, ωστόσο, εντελώς τον Λόγο από την Πίστη υποστηρίζοντας θεωρητικά το δόγμα της διπλής αλήθειας. 16 3. Η επεξεργασία των αριστοτελικών θέσεων από τους μεσαιωνικούς λογίους και οι τρόποι με τους οποίους τροφοδότησαν τις διανοητικές καινοτομίες μετά το 1277 Παρά την κρίση που δημιούργησε η συνύπαρξη τριών διαφορετικών θέσεων ως προς την πρόσληψη του αριστοτελισμού, από εκείνους που προσπάθησαν να συγκεράσουν την Πίστη και τον Λόγο, από τους ακραίους αριστοτελιστές και τους νεοαυγουστιανούς (που επέβαλαν τις καταδίκες), ο απόηχος της κρίσης του 1277 δεν κατάφερε να εξοβελίσει εντελώς τον αριστοτελισμό από τα πανεπιστημία. Μέχρι τις αρχές του 14 ου αιώνα ο Ιωάννης ΚΒ είχε αποκαταστήσει τη θέση του Θωμά Ακινάτη και ο επίσκοπος του Παρισιού ανακάλεσε τα άρθρα της καταδίκης του. 17 Η ορθολογική μέθοδος του Αριστοτέλη είχε παρεισδύσει πρώτον σε όλες τις ανερχόμενες θετικές επιστήμες (π.χ. ιατρική) και δεύτερον, στη θεολογία και τη νομική. 18 Στις επιστήμες δεν είναι τυχαίο ότι αρχίζει να χρησιμοποιείται στο πρώιμο αρχικό του στάδιο το πείραμα, ενώ διατυπώνονται απόψεις για τη μαθηματικοποίηση της φύσης ήδη πριν από την κρίση του 1277 με τους Ρόμπερτ Γκροσσετέστ και Ρότζερ Μπέικον. Και οι δύο είχαν μελετήσει εις βάθος τον Αριστοτέλη και κυρίως τη μέθοδο ανάλυσης /σύνθεσης. 19 Ο πρώτος ασχολήθηκε με την επαγωγή, αποδέχτηκε την αριστοτελική θέση περί της ανεύρεσης του «διότι» στην επιστήμη, διέκρινε τις κατώτερες και ανώτερες επιστήμες και επέκρινε τα τρωτά του πτολεμαϊκού αστρονομομικού μοντέλου. 20 Ο δεύτερος θεώρησε ότι τα μαθηματικά αντικατοπτρίζουν την ακριβή αλήθεια, διέκρινε την εσωτερική και εξωτερική εμπειρία και συμπλήρωσε την πειραματική διαδικασία με τη λογική επεξεργασία των δεδομένων. 21 Οι λόγιοι όμως όλης της μεσαιωνικής περιόδου παρείχαν σταδιακά αυτό που άρχισε να διακρίνεται κατά τον 14 ο αιώνα: την απαρχή μιας νέας επιστήμης που 16 Ασημακόπουλος & Τσιαντούλας, ό.π. σσ. 100-101 και Grant, ό.π. σ. 41. 17 Lindberg, ό.π. σ. 338. 18 Ό.π. σ. 339. 19 Ασημακόπουλος & Τσιαντούλας, ό.π. σ. 119. 20 Ό.π. σσ. 119 120. 21 Ό.π. σσ. 120 121. 7
αποσχίστηκε οριστικά από τις αριστοτελικές θέσεις. Η διαφορά της μελέτης των λογίων και φυσικών φιλοσόφων τώρα είναι ότι γίνεται συστηματικά βάσει λογικής και όχι βάσει της ίδιας της φύσης. 22 Προφανώς, οι περισσότεροι από αυτούς αντιλήφθηκαν την αποτυχία να να συμβαδίσει η αριστοτελική επιστήμη με τη χριστιανική κοσμοθεωρία. Ο Ουίλλιαμ Όκκαμ, η πιο εμβληματική μορφή του 14 ου αιώνα στα επιστημονικά πράγματα και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του νομιναλισμού, πίστευε ότι τα εμπειρικά ή λογικά εργαλεία δεν έχουν τη δυνατότητα να εξηγήσουν φαινόμενα που τα υπερβαίνουν (τα εργαλεία). 23 Έτσι, η φύση του Θεού ή η ψυχή αποτελούν σταδιακά ζητήματα με τα οποία δεν ασχολείται πλέον ο άνθρωπος, τα αφήνει να περιοριστούν στον τομέα της θεολογικής πίστης και εστιάζει στα φυσικά φαινόμενα καθεαυτά. 24 Συμπεράσματα Το περιεχόμενο των αριστοτελικών κειμένων ήλθε πολλάκις σε σύγκρουση με τον χριστιανικό λόγο, παρόλο που συνταυτίζονταν ως προς τη γεωκεντρική θεωρία του σύμπαντος. Μια σειρά άλλων σημείων τριβής, όπως η αιωνιότητα του κόσμου, η φύση του Πρώτου Κινούντος συναρτήσει με τη φύση του Θεού, η αθανασία της ψυχής και η εξάρτησή της από την ύλη ήταν αρκετά για να φέρουν σε οριστική ρήξη τον αριστοτελισμό με τη θεολογία. Η επαφή, όμως, των μεσαιωνικών λογίων με την αριστοτελική μέθοδο στάθηκε καταλυτική για την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης. Ο ορθολογισμός, η τελεολογία και η εμπειρική παρατήρηση ήταν μερικά από τα στοιχεία που συστηματοποιήθηκαν σταδιακά για να επιφέρουν τελικά την Επιστημονική Επανάσταση του 17 ου αιώνα. Βιβλιογραφία Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2008), Οι Επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α ), Πάτρα: ΕΑΠ. Grant E. (1994), Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Lindberg D. C. (1997), Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. 22 Ασημακόπουλος & Τσιαντούλας, ό.π. σ. 138 23 Grant, ό.π. σσ. 45-46. 24 Στο ίδιο. 8