http://hallofpeople.com/gr/ ΤΖΟΤΖΕΦ ΚΙΠΛΙΝΓΚ ΤΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ..ΠΑΡΑΠΑΝΩ Μετά από ένα γάμο δημιουργείται, συνήθως, μια αντίδραση, πότε έντονη και πότε αδύναμη αλλά πάντως δημιουργείται αργά ή γρήγορα και πρέπει ο καθένας από τους συζύγους να ακολουθήσει την ροή προς την κατεύθυνση του ρεύματος αν θέλει να περάσει ομαλά όλη τη ζωή του. Στην περίπτωση του ζεύγους Κούζακ- Μπρέμιλ αυτή η αντίδραση δημιουργήθηκε την Τρίτη χρονιά μετά το γάμο τους. Ο κ. Μπρέμιλ δεν είχε εύκολο χαρακτήρα παρόλο που όλα στην αρχή πήγαιναν καλά. Ήταν ένας τέλειος σύζυγος ως τη μέρα που πέθανε το παιδί τους και η κυρία Μπρέμιλ βουτήχτηκε στα μαύρα, αδυνάτισε και πένθησε σαν να είχε φτάσει η συντέλεια του κόσμου. Ίσως θα έπρεπε να την παρηγορήσει ο κύριος Μπρέμιλ και πιστεύω πως δοκίμασε να το κάνει. Μα όσο πιότερες παρηγοριές πρόσφερε στην κυρία Μπρέμιλ, τόσο αυτή απελπιζόταν περισσότερο. Και τότε ο κύριος Μπρέμιλ ένιωθε, στ αλήθεια, πολύ δυστυχισμένος. Η πραγματικότητα ήταν πως είχαν κι οι δύο ανάγκη από ένα ας πούμε- «τονωτικό» και δεν άργησαν να το βρουν. Μπορεί σήμερα να γελάει η κυρία Μπρέμιλ όταν το θυμάται. Μα εκείνη την εποχή η υπόθεση αυτή δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου αστεία. Κι ο λόγος ήταν πως στον ορίζοντα είχε παρουσιαστεί μια, κάποια κυρία Χώσμπυ κι όπου εμφανιζόταν αυτή η γυναίκα,
αμέσως ξεσπούσε θύελλα. Στη Σίμλα την είχαν ονομάσει «Πνεύμα του πονηρού». Κι από όσο ξέρω το άξιζε και με το παραπάνω αυτό το παρατσούκλι. Ήταν μικροκαμωμένη μελαχρινούλα, λεπτή, σχεδόν λιπόσαρκη, με κάτι μεγάλα, ευκίνητα μάτια μπλε-μωβ και με τους πιο καλοσυνάτους τρόπους του κόσμου. Έφτανε να προφέρει κανείς το όνομα της στις απογευματινές συγκεντρώσεις για να πεταχτούν επάνω όλες οι γυναίκες και να δηλώσουν πως αυτή η κυρία δεν ήταν καθόλου μια ευλογία του Θεού. Ήταν έξυπνη και πνευματώδης σε σπάνιο βαθμό για τις ομόφυλες της. Από την άλλη, όμως μεριά, είχε μαζεμένα πάνω της όλα τα πονηρά και κακά πνεύματα. Ο κύριος Μπρέμιλ μετά το θάνατο του παιδιού του άρχισε σιγάσιγά να απομακρύνεται από το σπιτικό του. Κι απογοητευμένος όπως ήταν, έδωσε την ευκαιρία στην κυρία Χώκσμπυ να του περάσει τις αλυσίδες στο λαιμό. Κι εκείνη, που της άρεσε να επιδεικνύει του φυλακισμένους της, έκανε ό,τι μπορούσε για να το μάθει όλος ο κόσμος. Μαζί με τον κύριο Μπρέμιλ πήγαιναν περίπατους και ιππασία. Μαζί έτρωγαν στα εστιατόρια κι έκαναν πικνίκ. Ώσπου στο τέλος οι άνθρωποι γύρω τους σκανδαλίστηκαν. Η κυρία Μπρέμιλ έμενε κλεισμένη στο σπίτι στριφογυρίζοντας ολοένα τα ρουχαλάκια του πεθαμένου της παιδιού και κλαίγοντας πάνω από την άδεια κούνια. Αδιαφορούσε για καθετί άλλο. Μερικές όμως κυρίες φίλες της επτά, οκτώ πολύ πονύψυχες, γεμάτες καλή πρόθεση- της εξήγησαν την κατάσταση με όλες τις λεπτομέρειες. Εκείνη τις άκουσε με μεγάλη ηρεμία και τις ευχαρίστησε για τις χρήσιμες πληροφορίες τους. Δεν ήταν τόσο πονηρή όπως η κυρία Χώκσμπυ, δεν ήταν, όμως, και κουτορνίθι. Γι αυτό αποφάσισε να δράσει όπως αυτή νόμιζε καλύτερα.
Δεν είπε τίποτε στον Μπρέμιλ από όσα είχε μάθει. Αυτό αξίζει τον κόπο να σημειωθεί. Ν απειλήσεις ένα σύζυγο και να του κάνεις σκηνές με δάκρυα και παράπονα δεν έχει ποτέ καλό αποτέλεσμα. Τις σπάνιες φορές που ήταν ο Μπρέμιλ στο σπίτι του ήταν με την γυναίκα του πολύ πιο διαχυτικός από το συνηθισμένο. Φαίνεται πως έκανε αυτές τις εκδηλώσεις πρώτο για να ησυχάσει τη συνείδησή του και δεύτερο για να μαλακώσει την κυρία Μπρέμιλ. Και στις δυο περιπτώσεις τα κατάφερνε. Ήταν ακριβώς κείνο τον καιρό που ο υπασπιστής των Εξοχοτήτων λόρδου και λαίδης Λύττον πήρε την εντολή να καλέσει τον κύριο και την κυρία Μπρέμιλ για τις 26 Ιουλίου, ώρα εννιά το βράδυ σε δεξίωση. Η πρόσκληση στην άκρη έγραφε: «Θα ακολουθήσει χορός». -Εγώ δεν θα πάω, είπε η κυρία Μπρέμιλ. Πέρασε πολύ λίγο καιρός από τότε που μικρή μου Φλώρα.. Μα αυτό δεν πρέπει να εμποδίσει εσένα, Τομ. -ο Μπρέμιλ δήλωσε πως θ αρκεστεί μόνο σε μια σύντομη εμφάνιση. Κι έλεγε ακριβώς αυτό που είχε πρόθεση να κάνει. Η κυρία Μπρέμιλ τόξερε αυτό καλά. Μάντευε με την γυναικεία της διαίσθηση, που αξίζει πολύ περισσότερο από μια ανδρική βεβαιότητα, πως από την πρώτη κιόλας στιγμή είχε την πρόθεση να πάει στην δεξίωση με την κυρία Χώσμπυ. Άρχισε λοιπόν να συλλογιέται πως θα ενεργήσει. Και το αποτέλεσμα από αυτές τις σκέψεις ήταν πως η αξία του ζωντανού συζύγου ήταν πολύ πιο μεγάλη από τη θύμηση του πεθαμένου παιδιού. Έτσι κατάστρωσε το σχέδιο της και πλέον, τα έπαιξε όλα για όλα. -Τομ, του είπε, στις 26 Ιουλίου, το βράδυ, εγώ θα φάω με τους Λόγκμορ. Γι αυτό θα είναι καλύτερα αφού δε θα μείνεις στη δεξίωση, να φας στη λέσχη σου.
Αυτό απάλλαξε τον Τομ από την προσπάθεια να βρει κάποια πρόφαση για να δειπνίσει με την κυρία Χώσμπυ. Βέβαια ήταν πολύ ευγνώμων για αυτό αλλά ένιωθε τιποτένιος και μικροπρεπής μπροστά στη γυναίκα του. Αυτή ήταν η πρώτη νίκη. Ο Μπρέμιλ βγήκε στις 5μ.μ. για ένα περίπατο με το άλογο. Κατά τις 5.30 ένα μεγάλο μπαούλο με δερμάτινο κάλυμμα έφτασε από του Φελπς για την κυρία Μπρέμιλ. Εκείνη ήταν μια γυναίκα που ήξερε να ντυθεί και συνήθως τα ρούχα που φορούσε τα σχεδίαζε μόνη της. Μέσα στο μπαούλο ήταν μια περίφημη τουαλέτα από αυτές που σ αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Φυσικά δεν έιχε πολλή όρεξη γι αυτό που έκανε μα ένα βλέμμα στον καθρέπτη της έδωσε την ικανοποίηση να δει πως ποτέ στη ζωή της δεν ήτα πιο όμορφη. Ήταν μια ψηλή, ξανθιά γυναίκα με βασιλικό παράστημα. Μετά το δείπνο στους Λόγκμορ πήγε στο χορό λίγο καθυστερημένη και βρήκε τον Μπρέμιλ που πρόσφερε το μπράτσο του στην κυρία Χώκσμπυ. Μόλις τους είδε, όλο της το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι. Κι όταν οι άνδρες την πολιόρκησαν για να την προσκαλέσουν να χορέψει μαζί τους, δέχτηκε με χαρά. Ήταν στα αλήθεια πολύ όμορφη.! Σημείωσε στο καρνέ της όλους τους χορούς εκτός από τρεις που άφησε. Η κυρία Χώσμπυ έπιασε το βλέμμα που της έριξε και κατάλαβε καλά πως ένας πόλεμος, ένας αληθινός πόλεμος, ξεσπούσε ανάμεσά τους. Ήταν λίγο ανήσυχη γιατί είχε δειχτεί κάπως απαιτητική με τον Μπρέμιλ και ένιωθε άσχημα. Από την άλλη μεριά εκείνος δεν είχε ποτέ βρει ομορφότερη την γυναίκα του. Την καμάρωνε από κει που στεκόταν, ανάμεσα στις πόρτες των σαλονιών, της έγνεφε την ώρα που περνούσε μπροστά του με τους καβαλιέρους της και το ενδιαφέρον του για αυτήν όλο και γινόταν μεγαλύτερο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν η ίδια η γυναίκα του με τα κατακόκκινα μάτια και το μαύρο πένθιμο φόρεμα που ξεσπούσε σε κλάματα ακόμα και την ώρα του φαγητού.
Η κυρία Χώσμπυ έκανε ό,τι μπορούσε για να τον προκαλέσει μα εκείνος ύστερα από δύο χορούς διέσχισε το σαλόνι και πήγε να βρει την γυναίκα του και να την καλέσει σε χορό. -Φοβάμαι πως έρχεσαι πολύ αργά κύριε Μπρέμιλ, του είπε εκείνη μισοχαμογελώντας. Τότε την παρακάλεσε να του παραχωρήσει ένα χορό και του έκανε τη μεγάλη χάρη να του δώσει το πέμπτο βαλς. Χόρεψαν μαζί και όλοι οι καλεσμένοι είχαν καρφωμένα τα μάτια πάνω τους. Ο κύριος Μπρέμιλ αμφέβαλλε λίγο για το αν η γυναίκα του ήξερε να χορεύει βαλς, αλλά δεν πίστευε ποτέ πως χόρευε τόσο υπέροχα. Όταν ο χορός τελείωσε, της ζήτησε ακόμα ένα σαν χάρη και όχι σαν δικαίωμα- κι η κυρία Μπρέμιλ του είπε: -Δείξε μου, αγαπητέ μου, το πρόγραμμά σου. Της το έδωσε σαν ένα υπάκουος μαθητής που δίνει στο δάσκαλο τα βιβλία που διάβαζε. Είχε εδώ κι εκεί πάνω στο πρόγραμμα ένα «Χ» για το χορό όπως κι ένα «Χ» για το δείπνο. Η κυρία Μπρέμιλ δεν είπε τίποτε μόνο χαμογέλασε περιφρονητικά. Τράβηξε μια γραμμή στα «Χ» των αριθμών 7 και 9 κι έγραψε το όνομα που χρησιμοποιούσε ο άνδρας της χαϊδευτικά για αυτήν. Ύστερα τον φοβέρισε γελώντας με το δάχτυλο: -Α τι κουτός που είσαι! Ένας κουτούτσικος! Η κυρία Χωμπς τα άκουσε όλα αυτά κι ένιωσε πως είχε νικηθεί. Ο κύριος Μπρέμιλ δέχτηκε με ευγνωμοσύνη τους χορούς 7 και 9. Χόρεψαν τον χορό 7 και για το χορό νούμερο 9 πήγαν κάτω από τα μικρά περίπτερα που είχαν στηθεί έξω στον κήπο. Τι είπε εκεί ο κύριος Μπρέμιλ και τι έκναε η κυρία Μπρέμιλ δεν ενδιαφέρει, φαντάζομαι, κανέναν. Μα όταν η ορχήστρα άρχισε να παίζει ξανά, βγήκαν και οι δύο κι ο μεν Μπρέμιλ άρχσε να ψάχνει για το αυτοκίνητο του, η δε κυρία Μπρέμιλ πήγε στην γκαρνταρόμπα. Τότε παρουσιάστηκε η κυρία Χώσμπυ. -Κύριε Μπρέμιλ, του είπε, ελπίζω να με συνοδέψετε για το δείπνο.
Ο Μπρέμιλ κοκκίνισε και βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. -Πηγαίνω με την γυναίκα μου στο σπίτι. Μα μου φαίνεται πως υπάρχει κάποια παρεξήγηση, πρόφερε με δυσκολία. Σαν άνδρας που ήταν, έκρινε μοναδικό υπεύθυνο για όλα την κυρία Χώσμπυ. Η κυρία Μπρέμιλ βγήκε από το βεστιάριο τυλιγμένη σε μια κάπα που άφηνε ένα άσπρο σύννεφο γύρω από το κεφάλι της. Έλαμπε ολόκληρη. Και με το δίκιο της. Το ζευγάρι σε λίγο χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Τότε η κυρία Χώσμπυ που έδειχνε τώρα λίγο κουρασμένη και μαραμένη μέσα στο πολύ φως, μου είπε: -Πρέπει να με πιστέψετε. Η πιο κουτή γυναίκα μπορεί να κατευθύνει ένα έξυπνο άνδρα. Μα χρειάζεται μια επιδέξια γυναίκα για να κατευθύνει ένα ηλίθιο! Και ύστερα από αυτό, πήγαμε να δειπνήσουμε. Μτφ: Ξένη Κερασιώτη Από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τεύχος 1524, Ιανουάριος 1991, Πρώτη δημοσίευση στην συλλογή: «Απλές ιστορίες από τους λόφους», Βομβάη 1865