Η ελληνική οικονομία 1960-2007



Σχετικά έγγραφα
Καθοδηγόντας την ανάπτυξη: αγορές εναντίον ελέγχων. Δύο διαφορετικά συστήματα καθοδήγησης της ανάπτυξης εκ μέρους της αγοράς:

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Μέρος 4. Απασχόληση, εργατικό δυναµικό και ανεργία

Μέρος 2. Η ελληνική οικονοµία κατά το

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

Μέρος 1. Για την οικονοµική και αναπτυξιακή πολιτική

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ Β. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΕΝΗ ΝΙΝΑ-ΠΑΖΑΡΖΗ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οικονομική συγκυρία: Η εξέλιξη των βασικών μεγεθών Ηλίας Ιωακείμογλου

Διαχρονικές Τάσεις Απασχόλησης στην Κύπρο

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίμηνο 2006

Η επικαιρότητα. της μελέτης. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Υποχώρηση διεθνούς ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες

Στρατηγικές της Λισσαβόνας: ένα ευρωπαϊκό όραμα χωρίς ευρωπαϊκές πολιτικές

2 Η απασχόληση στο εμπόριο: Διάρθρωση και εξελίξεις

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ 2015

Τάσεις και προοπτικές στην Ελληνική Οικονομία. Νίκος Βέττας

Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2010

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ


Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

και Πολιτική Απασχόλησης

Δελτίο Μακροοικονομικής Ανάλυσης Ελληνικής Οικονομίας Ιούλιος Δελτίο Τύπου ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ. Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης Ιούλιος 2017

Η δυναμική στο Εμπορικό Ισοζύγιο κατά την κρίση και οι συνθήκες για ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Οι αυξανόµενες οικονοµικές σχέσεις µε τη ΝΑ Ευρώπη τροφοδοτούν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

ΜΕΛΕΤΗ ICAP Group για την Απασχόληση και την Ανεργία Για πρώτη φορά λιγότεροι οι απασχολούμενοι από τους οικονομικά ανενεργούς πολίτες

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2005

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου Συνέντευξη Τύπου. Για την παρουσίαση της μελέτης του κ. Ρερρέ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ

Νέες μορφές απασχόλησης. Συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Οµιλία του Προέδρου του ΣΕΒ. κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου. «Περιφερειακή Ανάπτυξη και Απασχόληση»

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Φθινοπωρινές Οικονομικές Προβλέψεις 2014: Αργή ανάκαμψη με πολύ χαμηλό πληθωρισμό

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

«Στρατηγική Ανάπτυξης Δεξιοτήτων του Ανθρώπινου Δυναμικού των Επιχειρήσεων» Χρήστος Α. Ιωάννου, Διευθυντής Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ

Η ενίσχυση της βιομηχανίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής ως προτεραιότητα για την ανάκαμψη της οικονομίας

Ειδικό Παράρτημα Α. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Εργατικού Δυναμικού

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα Ανισότητες: από την καταγραφή στην ανατροπή

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

Ειδικό Παράρτημα Α. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Μακροοοικονοµικές προβολές εµπειρογνωµόνων του Eυρωσυστήµατος για τη ζώνη του ευρώ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ο.Κ.Ε. κ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε. ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Ευρώπη 2020 Αναπτυξιακός προγραμματισμός περιόδου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Μέρος 1. Κατευθύνσεις πολιτικής


ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Κεφάλαιο 1. Τα συμπεράσματα της έκθεσης

Εργασιακά: Προκλήσεις και μεταρρυθμίσεις για ευελιξία και παραγωγικότητα

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ


ΤΡΙΜΗΝΟ ,0% +30,6% +17,3% 21 η ΕΡΕΥΝΑ. 1ο TΡΙΜΗΝΟ 2019

Ελληνική Βιομηχανία και Ελληνική Οικονομία

Το Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου με Συναρτήσεις Παραγωγής και Χρησιμότητας Cobb Douglas. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

ICAP: ΕΞΕΛΙΞΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Συμπεράσματα από την ανάλυση για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: Έτος Πειραιάς,

Η αγορά εργασίας στους κλάδους παρέµβασης, στην ευρύτερη περιοχή του Κεντρικού Τοµέα Αθηνών

Λευκωσία, 10 Ιουλίου Frank Hoffer, Bureau for Workers Activities

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2011 και η Ελλάδα

Ειδικό Παράρτημα. Α Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Τριμηνιαία Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία Τεύχος 1/03

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

Transcript:

Η ελληνική οικονομία 1960-2007 Ανάπτυξη, παραγωγική δομή και αγορά εργασίας Ηλίας Ιωακείμογλου Ιανουάριος 2008 Οι ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά τα έτη 1960-2007 ήταν υψηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς στις περισσότερες από τις οικονομικά προηγμένες οικονομίες της Ευρώπης. Οι οικονομίες αυτές αποτελούν τα «τεχνολογικά σύνορα» τα οποία η Ελλάδα τείνει να προσεγγίσει υιοθετώντας τεχνολογικές και οργανωσιακές μεθόδους που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Η ενσωμάτωση αυτών των μεθόδων στο κεφαλαιακό απόθεμα και τις εργασιακές διαδικασίες στην Ελλάδα, όπου η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη, οδηγεί σε ρυθμούς ανάπτυξης που υπερβαίνουν, μακροπρόθεσμα, τους αντίστοιχους ρυθμούς στις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, καθώς οι οικονομίες αυτές, έχοντας ήδη χρησιμοποιήσει τις πιο σύγχρονες τεχνολογικές και οργανωσιακές μεθόδους, έχουν λιγότερες ευκαιρίες ανάπτυξης (Barro & Sala-i-Martin 1992, Abramovitz 1986). Η ταχύτερη μεγέθυνση του ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει οδηγήσει σε πραγματική σύγκλιση, δηλαδή σε μείωση της διαφοράς μεταξύ του επιπέδου ανάπτυξης στην Ελλάδα και στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Gibson 2002). Γενικά, σε μια χώρα στην οποία η παραγωγικότητα της εργασίας είναι χαμηλότερη σε σχέση με τις προηγμένες οικονομίες, δρουν αντίρροπες δυνάμεις που τείνουν τόσο στην πραγματική σύγκλιση όσο και στην πραγματική απόκλιση (Bliss & de Macedo 1990). Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των αντίρροπων δυνάμεων (που οδηγούν είτε σε συγκλιση είτε σε απόκλιση) εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε κάθε ξεχωριστή χώρα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι δυνάμεις της σύγκλισης επικράτησαν μετά το 1955 (παρόλο που η τάση της σύγκλισης ανατράπηκε για μια χρονική περίοδο περίπου 15 ετών, 1980-1995), καθώς οι «κοινωνικές ικανότητες» του εργατικού δυναμικού («social capability», Putnam 1999a, 1999b, Abramovitz 1986) που αφορούν στη χρήση νέων τεχνολογιών και στην υιοθέτηση νέων οργανωσιακών μεθόδων (Palloix 1981, Coriat 1984, 1990) συνέβαλαν σημαντικά στην αποτελεσματική χρήση των εισαγόμενων τεχνολογιών. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ ανά κάτοικο 1 στην Ελλάδα ήταν 3,4% μεταξύ 1960 και 2008, συγκρινόμενος με 2,3% στην ΕΕ-15. Ως αποτέλεσμα, το ΑΕΠ ανά κάτοικο σε σταθερές τιμές το 2008 ήταν περίπου 5 φορές υψηλότερο από το 1960 στην Ελλάδα ενώ στην ΕΕ-15 ήταν 3 φορές υψηλότερο (Διάγραμμα 1). 1 Όλα τα στοιχεία προέρχονται από την βάση δεδομένων Annual Macroeconomic Data Base της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.. 1

Διάγραμμα 1 500 450 400 350 ΑΕΠ ανά κάτοικο 1960-2007 σε σταθερές τιμές. 1960 =100 EU-15 Gr E P 300 250 200 150 100 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005 Για την περιγραφή της διαδικασίας της πραγματικής σύγκλισης των ετών 1960-2007, χρησιμοποιούμε τον δείκτη σύγκλισης, δηλαδή το ΑΕΠ ανά κάτοικο (σε σταθερές τιμές) στην Ελλάδα ως ποσοστό του αντίστοιχου μέσου όρου στην ΕΕ-15. Στην Ελλάδα, η διαδικασία της πραγματικής σύγκλισης μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους: Κατά την δεκαετία του 1960 και μέχρι το 1979, το ΑΕΠ ανά κάτοικο αυξήθηκε ταχύτερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Κατά την δεύτερη περίοδο, 1980-1995, η διαδικασία της σύγκλισης προς τον μέσο όρο της ΕΕ-15 διακόπηκε και αντιστράφηκε έτσι ώστε αντί σύγκλισης εμφανίσθηκε πραγματική απόκλιση. Η σύγκλιση επανεμφανίσθηκε το 1996 με την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και συνεχίσθηκε μέχρι το 2007, έτος κατά το οποίο ο δείκτης σύγκλισης προσέγγισε το 75% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 χωρών. Το επίπεδο σύγκλισης, δηλαδή το προϊόν ανά κάτοικο ως ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ-15, μπορεί να αναλυθεί σε τρεις συνιστώσες: παραγωγικότητα της εργασίας 2, ποσοστό απασχόλησης 3 και ποσοστό πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας 4. 2 Ως παραγωγικότητα της εργασίας νοείται το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές ανά απασχολούμενο. 3 Το ποσοστό απασχόλησης είναι οι απασχολούμενοι ως ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών). Πρόκειται για έναν δείκτη συνολικής επίδοσης της αγοράς εργασίας. 4 Το ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας είναι ο πληθυσμός 15-64 ετών ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού. Πρόκειται για δείκτη της δημογραφικής κατάστασης της χώρας.. 2

Διάγραμμα 2 550 500 450 400 Παραγωγικότητα εργασίας 1960-2007 (ΑΕΠ σε σταθερές τιμές ανά απασχολούμενο) 1960=100 EU-15 Gr E P 350 300 250 200 150 100 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005 Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά τα έτη 1960-2004 ανήλθε σε 3,6% στην Ελλάδα και σε 2,3% στην ΕΕ-15. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγικότητα της εργασίας κατά το 2007 ήταν περίπου 5,2 φορές υψηλότερη από όσο το 1960 στην Ελλάδα ενώ ήταν περίπου 3 φορές υψηλότερη στην ΕΕ-15 (Διάγραμμα 2). Είναι προφανές, επομένως, ότι ο κυριότερος παράγοντας της πραγματικής σύγκλισης κατά τα έτη 1960-2007 ήταν η παραγωγικότητα της εργασίας. Στο τέλος της υπό εξέταση περιόδου, η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα είχε προσεγγίσει περίπου το 95% του μέσου όρου της ΕΕ-15 (αν και η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας ανερχόταν μόνον σε 82% του μέσου ευρωπαϊκού όρου). Η επίδραση της αγοράς εργασίας στην πραγματική σύγκλιση, στην ανάλυση που παρουσιάζουμε εκφράζεται από το ποσοστό απασχόλησης. Από το 1985, το ποσοστό αυτό διατηρείται σχεδόν σταθερό στην Ελλάδα και κατώτερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, με αποτέλεσμα να μειώνει το επίπεδο σύγκλισης κατά 17% (Διάγραμμα 3). Με το σημερινό επίπεδο παραγωγικότητας και τα ίδια δημογραφικά δεδομένα, εάν το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα δεν υπολειπόταν του αντίστοιχου μέσου μεγέθους στην ΕΕ-15, το επίπεδο πραγματικής σύγκλισης δεν θα ανερχόταν σε 75% αλλά σε 87%. Το ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, είχε μικρή, πλην όμως όχι ασήμαντη αρνητική επίδραση στο επίπεδο πραγματικής σύγκλισης, αφού κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας αφαίρεσε δύο έως τρεις εκατοστιαίες μονάδες από το επίπεδο σύγκλισης.. 3

Η κινητήρια δύναμη της πραγματικής σύγκλισης είναι η συσσώρευση κεφαλαίου. Η Ελλάδα είναι μια αναπτυγμένη οικονομία της αγοράς, με την έννοια ότι οι κοινωνικές σχέσεις και οι θεσμοί της είναι συγκρίσιμοι με τους αντίστοιχους των πλέον προηγμένων οικονομιών της αγοράς. Εντούτοις, το ΑΕΠ ανά κάτοικο είναι χαμηλό σε σύγκριση με τις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προβλέπεται από την οικονομική θεωρία (Busch 1987), ότι στις χώρες με συγκριτικά χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης ο συντελεστής κεφαλαίου (πάγιο κεφάλαιο που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος) είναι σχετικά χαμηλός και συνακόλουθα η κερδοφορία υψηλότερη. Για τον λόγο αυτό, στις χώρες με μικρότερο ΑΕΠ ανά κάτοικο αναμένεται οι ρυθμοί συσσώρευσης κεφαλαίου να είναι υψηλότεροι και να πραγματοποιείται έτσι πραγματική σύγκλιση. Αυτές οι προβλέψεις έχουν επαληθευθεί για την Ελλάδα και για τις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, παρόλο που για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα υπήρξε πραγματική απόκλιση αντί πραγματικής σύγκλισης (1979-1995). Η υψηλότερη κερδοφορία υπήρξε ένας αναγκαίος πλην όμως όχι ικανός όρος της ταχείας συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα, καθώς η αύξηση της ζήτησης είναι ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας επιτάχυνσης της συσσώρευσης (Fitoussi 1995, Liem 1998). Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας των ετών 1996-2007 προήλθε σε μεγάλο βαθμό και από την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης (δημόσια έργα, αυξήσεις πραγματικών μισθών, θεαματική αύξηση της τραπεζικής πίστης προς τα νοικοκυριά) που πυροδότησε την επενδυτική ανάκαμψη της περιόδου 1996-2004 και συντήρησε την αύξηση του ΑΕΠ κατά την τριετία 2005-2007. Διάγραμμα 3 140 135 Ποσοστό απασχόλησης 1960-2007 EU-15 =100 130 125 120 115 Gr E P 110 105 100 95 90 85 80 75 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005. 4

Η ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες συσσώρευσης κεφαλαίου και πραγματικής σύγκλισης. Η προσφορά εργασίας βασίζεται σε έναν ιδιαίτερο τύπο οικογένειας (που μπορεί να βρεθεί στην ίδια ή σε παραπλήσιες μορφές σε ολόκληρη την νότια Ευρώπη) που (α) αναλαμβάνει την διαχείριση της ανασφάλειας και την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης με κατανάλωση εμπορευμάτων αλλά και αγαθών που παράγονται από μεγάλο αριθμό ωρών απλήρωτης εργασίας, (β) πραγματοποιεί μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και αναδιανέμει πόρους μεταξύ των μελών της οικογένειας ώστε να διασφαλίζονται η απασχόληση είτε τα εισοδήματα και να ε- ξασφαλίζεται έτσι η συλλογική διαχείριση της ανασφάλειας που αντιμετωπίζουν τα μέλη της οικογένειας στην αγορά εργασίας. Το φαινόμενο αυτό είναι κοινό στις χώρες της νότιας Ευρώπης (Mingione 2002) και σχετίζεται με το γεγονός ότι στις χώρες αυτές το Κράτος Πρόνοιας είναι λιγότερο αναπτυγμένο από όσο στις βόρειες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες η διαχείριση της ανασφάλειας πραγματοποιείται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό κράτος (Esping-Andersen 1990). Πιο αναλυτικά, οι στρατηγικές επιβίωσης, αλληλεγγύης μεταξύ γενεών και ευημερίας που αναπτύσσουν οι οικογένειες στην Ελλάδα είναι οι εξής: Σχηματίζουν αποθέματα γυναικείας εργασιακής δύναμης που αναλαμβάνουν τον ρόλο της εργασιακής εφεδρείας. Το ποσοστό συμμετοχής του γυναικείου πληθυσμού στην αγορά εργασίας είναι μειωμένο (με εξαίρεση τον αγροτικό τομέα). Συγκροτούν οικογενειακές επιχειρήσεις και ευνοούν την αυτοαπασχόληση καθώς οι μισθοί (δηλαδή το εναλλακτικό όφελος) είναι χαμηλοί και η οικογένεια αναλαμβάνει συλλογικά το ρίσκο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή της αυτοαπασχόλησης. Αποδέχονται εύκολα το εισόδημα από άτυπες μορφές απασχόλησης και από αδήλωτη εργασία ως συμπλήρωμα στο κυρίως εισόδημά τους. Παράγουν μη εμπορεύσιμα αγαθά (χρησιμότητες χωρίς ανταλλακτική αξία) συμβάλλοντας έτσι στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και στην διατήρηση του «αναγκαίου μισθού» σε χαμηλά επίπεδα (για την θεωρητική πλευρά του ζητήματος βλ. Meillassoux 1980). Δημιουργούν οικονομίες κλίμακας στην παραγωγή της εργασιακής δύναμης μέσω της συλλογικής κατανάλωσης που πραγματοποιείται στους κόλπους των νοικοκυριών. Η παρατεταμένη συγκατοίκηση με τους γονείς αποτελεί «φυσιολογική» και συνήθη στρατηγική για την δημιουργία αυτών των οικονομιών κλίμακας (Iakovou 2001). Διαχειρίζονται τα περιουσιακά στοιχεία τους, τα οποία θεωρούν ως συλλογικά αγαθά. Δαπανούν υψηλά χρηματικά ποσά για να χρηματοδοτήσουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση των νεοτέρων. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης στην Ελλάδα παράγει ένα πολυπληθές και φθηνό εργατικό δυναμικό που υποτάσσεται σχετικά εύκολα στις απαιτήσεις της εργοδοσίας σε ό,τι αφορά τις ώρες εργασίας, την ευελιξία του χρόνου εργασίας, τις άτυπες μορφές εργασίας, και η προσφορά του οποίου παρουσιάζει υψηλή ελαστικότητα στις αλλαγές της ζήτησης εργασίας εκ μέρους του επιχειρηματικού τομέα. Πρόκειται. 5

για ένα εργατικό δυναμικό που διαιρείται σε μια μερίδα «κανονικών εργαζομένων» και σε μια εφεδρεία δυνητικών εργαζομένων γυναικών με μειωμένες προσδοκίες ως προς την εργασία. Έτσι, αναφορικά με την συσσώρευση κεφαλαίου, ο τομέας των νοικοκυριών θέτει ένα ευέλικτο απόθεμα πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στην διάθεση του επιχειρηματικού τομέα. Απορροφά εργαζόμενους σε περιόδους μειούμενης οικονομικής δραστηριότητας και τους διαθέτει στις επιχειρήσεις όταν αυξάνεται η ζήτηση εργασίας. Έτσι, ο καπιταλιστικός τομέας της οικονομίας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια προσφορά εργασίας που είναι εξαιρετικά ελαστική στον τρέχοντα μισθό. Με άλλα λόγια, υπάρχει πάντοτε μεγάλος αριθμός δυνητικών εργαζομένων, κυρίως γυναικών, που είναι πρόθυμες να αναλάβουν εργασία στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας στον τρέχοντα μισθό. Το ύψος των πραγματικών μισθών είναι σημαντικός παράγοντας της μεταφοράς γυναικείας εργασίας από την οικιακή οικονομία των νοικοκυριών στον επιχειρηματικό τομέα: ο ρυθμός μεταφοράς είναι συνάρτηση, πρώτον, του ρυθμού αύξησης της ζήτησης εργασίας εκ μέρους των επιχειρήσεων, και δεύτερον, της απόστασης του τρέχοντος μισθού από τον «αναγκαίο μισθό» --αναγκαίο με την έννοια ότι δίνει στον εργαζόμενο την δυνατότητα να έχει, υπό τα τρέχοντα καταναλωτικά και πολιτισμικά πρότυπα, «κανονική» και αξιοπρεπή διαβίωση. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο πραγματικός μισθός (δηλαδή η αγοραστική δύναμη του ονομαστικού μισθού) μειώνεται, και τα έσοδα του νοικοκυριού δεν επαρκούν για αυτό που θεωρείται αναγκαίο για μια «κανονική» ζωή, η γυναικεία συμμετοχή αυξάνεται με σκοπό να ανέλθει η κατανάλωση του νοικοκυριού σε αποδεκτά ή έστω ανεκτά επίπεδα. Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο η συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι ταχύτερη από όσο στις πιο προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και επομένως υπάρχει πραγματική σύγκλιση, είναι το γεγονός ότι οι χώρες με χαμηλότερη παραγωγικότητα υιοθετούν τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί και δοκιμασθεί με επιτυχία στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες. Η μεταφορά αυτών των καινοτομιών δεν είναι αυτόματη αλλά εξαρτάται από τις «κοινωνικές ικανότητες» του εργατικού δυναμικού (Abramovitz 1986), το «κοινωνικό κεφάλαιο» (Putnam 1991), και τους θεσμούς της χώρας που υιοθετεί τις καινοτομίες. Η συνεχής αύξηση του αποθέματος των γνώσεων και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την πραγματική σύγκλιση, και στην Ελλάδα η εκπαίδευση και η κατάρτιση ανέλαβαν σημαντικό ρόλο για την βελτίωσή τους. Οι μικροί ρυθμοί αύξησης της ζήτησης υπήρξαν, κατά τα έτη 1991-1995, εμπόδιο στην συσσώρευση κεφαλαίου. Η αύξηση της ζήτησης και συνακόλουθα της παραγωγής προκαλούν ποιοτικές αλλαγές στην προσφορά (στο παραγωγικό σύστημα και στο εργατικό δυναμικό) που ευνοούν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την δημιουργία αυξανόμενων αποδόσεων κλίμακας (McCombie & Thirlwall 1994). Η απόδοση κεφαλαίου στην Ελλάδα (διάγραμμα 4) αυξήθηκε θεαματικά από τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 90 και έχει υπερβεί πλέον τον μέσο όρο της «χρυσής εποχής» του ελ-. 6

ληνικού καπιταλισμού, δηλαδή της περιόδου 1960-1973. Αυτή η άνοδος στην κερδοφορία ανάγεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην μείωση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας (διάγραμμα 5). Η μείωση το μεριδίου της εργασίας από τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1980 ήταν το αποτέλεσμα της αύξησης της ανεργίας, της φθίνουσας ισχύος των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και της ανασφάλειας στην απασχόληση. Η άνοδος της κερδοφορίας οφείλεται εν μέρει και στην αποτελεσματικότερη χρήση του μηχανικού εξοπλισμού που είχε σαν αποτέλεσμα την μικρή, πλην όμως υπαρκτή άνοδο του λόγου προϊόντος / κεφαλαίου (της παραγωγικότητας του κεφαλαίου). 200 190 180 170 160 150 140 130 120 110 100 90 80 70 60 50 Διάγραμμα 4 Απόδοση κεφαλαίου 1961-2007 2000=100 1995 = 88 1990 = 68 2007 = 111 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005 Πηγή: Ameco Database DG ECFIN Με δεδομένη την αύξηση της κερδοφορίας, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η ελληνική οικονομία έχει υπερβεί την διαρθρωτική κρίση στην οποία εισήλθε το 1974. Η συσσώρευση παγίου κεφαλαίου επιταχύνθηκε χάρη στην υψηλή κερδοφορία, την αύξηση της ζήτησης που σχετιζόταν με την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων μετά το 1995 και τα χαμηλά επιτόκια μετά το 2000. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες απαίτησαν σημαντική επενδυτική προσπάθεια στον τομέα των κατασκευών και των δημόσιων έργων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σημαντικά πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ελληνική οικονομία. Η ανάκαμψη που προέκυψε από το 1996 οδήγησε σε μεγάλες εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού με αποτέλεσμα να εισαχθούν νέες τεχνολογίες και νέες οργανωτικές μέθοδοι στις εργασιακές διαδικασίες, να υπάρξει έντονη υποκατάσταση εργασίας από κεφάλαιο και να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγικότητα της εργασίας (διάγραμμα 6). Οι πραγματικοί μισθοί ανέλαβαν σημαντικό ρόλο στην διαδικασία της πραγματικής σύ-. 7

γκλισης μετά το 1995, καθώς αυξήθηκαν, πλην όμως με μικρότερο ρυθμό από την παραγωγικότητα της εργασίας (διάγραμμα 7). Αυτή η εξέλιξη είχε δύο θετικά αποτελέσματα: πρώτον, οι πραγματικοί μισθοί επιδρούν σημαντικά στον όγκο της ιδιωτικής κατανάλωσης και μέσω αυτής στην συνολική ζήτηση και στις επενδύσεις (αποτέλεσμα του επιταχυντή), και δεύτερον, το μειούμενο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μετατράπηκε σε αύξηση της κερδοφορίας, η οποία είναι προϋπόθεση για την πραγματοποίηση υψηλότερων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Το επίπεδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα ανερχόταν το 2007 σε 81% περίπου του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 χωρών. Διάγραμμα 5 78 76 Εισοδηματικό μερίδιο εργασίας % του ΑΕΠ 1978-2007 (διορθωμένο με την αυτοαπασχόληση) 74 72 (%) 70 68 66 64 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 ΠΗΓΗ: Ameco Database. 8

Διάγραμμα 6 10 Παραγωγικότητα εργασίας 1960-2007 (ετήσιες % μεταβολές) 9 8 7 6 5 4 3 2 1 0-1 -2 1964 1968 1972 1976 1980 1984 1988 1992 1996 2000 2004 Διάγραμμα 7 8 Μεταβολές (%) των μέσων μικτών αποδοχών 1960-2007 7 6 5 4 3 2 1 0-1 -2 1964 1968 1972 1976 1980 1984 1988 1992 1996 2000 2004. 9

150 140 Διάγραμμα 8 Πραγματικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος 1960-2007 (αποπληθωριστής ιδιωτικής κατανάλωσης; 1960=100) 130 120 110 Gr E P 100 90 80 70 60 50 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005 Εν κατακλείδι, η ελληνική οικονομία διαιρείται σε δύο τομείς που αρθρώνονται με τυπικά νοτιοευρωπαϊκό τρόπο: έναν οικιακό τομέα (τομέα των νοικοκυριών) που βασίζεται σε έναν ειδικό τύπο οικογένειας η οποία αναλαμβάνει την διαχείριση της απασχόλησης, της αστάθειας και της αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στην αγορά εργασίας και στην επαγγελματική τους ζωή. Η οικογένεια αναπαράγει την εργασιακή δύναμη μέσω κατανάλωσης εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αφενός, και μεγάλου αριθμού ωρών οικιακής εργασίας αφετέρου, και σχηματίζει ένα απόθεμα πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού για τον επιχειρηματικό τομέα. Το δυναμικό αυτό καθίσταται διαρκώς πιο εκπαιδευμένο και παρουσιάζει υψηλή ελαστικότητα στις μεταβολές της ζήτησης εργασίας στον τρέχοντα μισθό, αναζητά στην οικογένεια προστασία από την ηθική και επαγγελματική απαξίωση που επιφέρει η ανεργία, δέχεται ευκολότερα την πολλαπλή απασχόληση, τις άτυπες μορφές απασχόλησης και τις ευελιξίες της αγοράς εργασίας. Έτσι, ο επιχειρηματικός τομέας στην Ελλάδα απασχολεί ένα εργατικό δυναμικό βελτιούμενης ποιότητας που κοστίζει σημαντικά λιγότερο από όσο στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 χωρών. Η κερδοφορία ανέρχεται έτσι σε υψηλά επίπεδα, και συνακόλουθα ο ρυθμός συσσώρευσης κεφαλαίου είναι σε διεθνή σύγκριση υψηλός (με εξαίρεση τις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες η περιστολή της ζήτησης οδήγησε σε επιβράδυνση του ΑΕΠ και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ή αμφισβητήθηκαν οι χαμηλοί μισθοί). Ο αυξημένος ρυθμός συσσώρευσης κεφαλαίου δημιουργεί αυξανόμενες ευκαιρίες ενσωμάτωσης τεχνολογικών και οργανωτικών μεθόδων που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στις προηγμένες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτές επακόλουθα οδηγούν σε αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας.. 10

ιάρθρωση της παραγωγής και τύπος ανάπτυξης Κατά τα έτη 1960-2007, η Ελλάδα κατέγραψε μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ ανά κάτοικο 3,4%. Η ταχεία ανάπτυξη συνοδεύτηκε από μεγάλες μετατοπίσεις της παραγωγής μεταξύ παραγωγικών τομέων. Η σχετική σημασία της γεωργίας και της βιομηχανίας μειώθηκε και οι υπηρεσίες αναδείχθηκαν στον μεγαλύτερο τομέα της οικονομίας. Ενώ το ένα τρίτο των εργαζομένων απασχολούνταν στον αγροτικό τομέα το 1960, το μερίδιό του στην συνολική απασχόληση είχε μειωθεί σε επίπεδα χαμηλότερα του 15% το 2007 και η μείωσή του συνεχίζεται. Ο ρόλος των υπηρεσιών ως κινητήρας της οικονομικής ανάπτυξης ήταν σημαντικός καθ όλη την διάρκεια της περιόδου 1960-2007. Ο τουρισμός συνεβαλε ουσιαστικά στην μεγέθυνση του ΑΕΠ και μεταμόρφωσε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Η βιομηχανία συνέβαλε στην ανάπτυξη μέχρι το 1980, προσελκύοντας εργατικό δυναμικό από τον αγροτικό τομέα και αναπτύσσοντας δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η ανάλυση της συμβολής των τριών τομέων στην αύξηση του ΑΕΠ (διάγραμμα 9) δείχνει τις μεγάλες μετατοπίσεις μεταξύ αγροτικού τομέα, βιομηχανίας και υπηρεσιών. Με βάση αυτές τις μετατοπίσεις όπως φαίνονται στο διάγραμμα 9 και με την ανάλυση της συσσώρευσης κεφαλαίου που παρουσιάσαμε παραπάνω, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους ανάπτυξης στην Ελλάδα 1960-1973, 1974-1985 και 1986-2007 (Ιωακείμογλου και Μηλιός 2004). Διάγραμμα 9 10 Συμβολή στο ΑΕΠ Ετήσιες % μεταβολές 9 8 7 Υπηρεσίες Βιομηχανία πλην κατασκευών και οικοδομής Κατασκευές και οικοδομή Αγροτικός τομέας 6 5 4 3 2 1 0-1 -2 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002. 11

Κατά την πρώτη περίοδο (1960-1973), η Ελλάδα αύξησε σταδιακά το άνοιγμά της στις διεθνείς αγορές και μέσω αυτού επέτυχε ταχεία οικονομική μεγέθυνση και συσσώρευση κεφαλαίου ακολουθώντας το μεταπολεμικό αναπτυξιακό κύμα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η ταχεία ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα ήταν σημαντική κινητήρια δύναμη της οικονομικής μεγέθυνσης και συνοδεύτηκε από σημαντικές αλλαγές στον ίδιο τον βιομηχανικό τομέα. Το μερίδιο των πιο παραδοσιακών βιομηχανικών κλάδων (τρόφιμα, ποτά και καπνός,ένδυση, υπόδηση και κλωστοϋφαντουργία, έπιπλα) μειώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα της ταχείας μεγέθυνσης της παραγωγής ενδιάμεσων και κεφαλαιουχικών αγαθών, αλλά και σύγχρονων καταναλωτικών αγαθών. Η βιομηχανία διατήρησε τον ρόλο του σημαντικού κινητήρα της ανάπτυξης μέχρι το 1980. Κατά την ίδια περίοδο (1960-1973), η συμβολή του αγροτικού τομέα και του τομέα των κατασκευών και των οικοδομών υπήρξε σημαντική πλην όμως φθίνουσα. Το πλεόνασμα εργατικού δυναμικού που εμφανίσθηκε στον αγροτικό τομέα άσκησε ισχυρή πίεση στους μισθούς και τα ελεγχόμενα από το κράτος εργατικά συνδικάτα συνέβαλαν ώστε να διατηρηθεί η αμοιβή εργασίας σε χαμηλά επίπεδα. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ μειώθηκε θεαματικά. Το 1960, ο βιομηχανικός τομέας της Ελλάδας υστερούσε έναντι των αντίστοιχων τομέων στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, και παρόλο που η διαδικασία της εκβιομηχάνισης ή- ταν ταχεία στην Ελλάδα, το χάσμα με τις χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου διατηρήθηκε, και μάλιστα διευρύνθηκε πρόσφατα. Το μερίδιο του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ παραμένει περίπου 15% από το 1980, ενώ κυμαίνεται μεταξύ 20% και 25% στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας και η εκβιομηχάνιση είχαν περισσότερες συνέπειες: οι εξαγωγές και οι εισαγωγές, οι άμεσες ξένες επενδύσεις, η μετανάστευση και τα έσοδα από τον τουρισμό αυξήθηκαν θεαματικά. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις μετέφεραν νεές τεχνολογίες και οργανωτικές μεθόδους στην ελληνική οικονομία και συνέβαλαν έτσι στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού συστήματος και στην πραγματική σύγκλιση. Η αύξηση των εξαγωγών έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη και η αύξηση των εισαγωγών εξέθεσε τους εγχώριους παραγωγούς στον διεθνή ανταγωνισμό, ενθαρρύνοντας έτσι τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό. Η μετανάστευση, αφενός μεν επέτρεψε την διατήρηση του ποσοστού ανεργίας σε σχετικά χαμηλά επίπεδα καθώς μεγάλο πλήθος εργαζομένων που εγκατέλειψε τον αγροτικό τομέα αναζήτησε εργασία σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αφετέρου δε οδήγησε σε αυξημένη εισροή μεταναστευτικού συναλλάγματος που στήριξε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η μεγέθυνση του τουρισμού μετά το 1970 ήταν εκρηκτική, καθώς αυξήθηκαν τα πραγματικά εισοδήματα στην Ευρώπη, τα καταναλωτικά πρότυπα μετατοπίστηκαν προς τις αξίες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και το κόστος περιήγησης μειώθηκε. Τα έσοδα από τον τουρισμό, σε συνδυασμό με τα εξίσου σημαντικά έσοδα από την δραστηριότητα της εμπορικής ναυτιλίας, απετέλεσαν κρίσιμης σημασίας πόρους για την ισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν, κατά την περίοδο 1960-1973, με μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 10% (σε σταθερές τιμές) και σε συνδυασμό με τις άλλες εξαγωγές υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία) και τις μονομερείς μεταβιβάσεις (κυρίως μεταναστευτικό συνάλλαγμα), επέτρεψαν στην ελληνική οικονομία να. 12

βάσεις (κυρίως μεταναστευτικό συνάλλαγμα), επέτρεψαν στην ελληνική οικονομία να χρηματοδοτήσει υψηλές εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών που ήταν απαραίτητα στην τεχνολογική, βιομηχανική και οργανωσιακή ανάπτυξη της χώρας. Κατά την δεύτερη περίοδο (1974-1985), η κερδοφορία μειώθηκε εξαιτίας της πτωτικής τάσης της παραγωγικότητας του κεφαλαίου και του αυξανόμενου κόστους εργασίας. Η περίοδος της ταχείας οικονομικής μεγέθυνσης επεκτάθηκε μέχρι το 1980, αλλά οι εξαιρετικές επιδόσεις των ετών 1960-1973 είχαν πλέον παρέλθει. Τα έτη 1974-1985 απετέλεσαν, αμέσως μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, μια μεταβατική περίοδο πολιτικής αντιπαράθεσης και κοινωνικής αναδιοργάνωσης προς όφελος των λιγότερο εύπορων τάξεων. Κατά την διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, η πολιτική ηγεμόνευσε της οικονομίας και οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες κυριάρχησαν στην λήψη αποφάσεων που αφορούσαν στην διανομή του προϊόντος, αλλά και στην παραγωγή. Οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά επί μία δεκαετία από την πτώση της δικτατορίας και η αντιπαράθεση κεφαλαίουεργασίας διεξήχθη υπό την καθοδήγηση των κομμάτων της Αριστεράς και των ιδεολογιών της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στο τέλος αυτής της περιόδου (τον Οκτώβριο 1985, όταν υπήρξε μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής από τον κεϋνσιανισμό στον μονεταρισμό), είχε επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στον κοινωνικό τομέα, πλην όμως, ο ελληνικός καπιταλισμός βρισκόταν σε κατάσταση διαρθρωτικής κρίσης. Κατά την διάρκεια του πρώτου ημίσεως της δεκαετίας του 1980, ο συσχετισμός δυνάμεων μετατράπηκε σταδιακά σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας εξαιτίας των χαμηλών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, της αναιμικής επενδυτικής προσπάθειας και των βραδέων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '80, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν παρουσίασαν σημαντική βελτίωση (Ioakimoglou & Milios 1992) και ο δείκτης πραγματικής σύγκλισης επιδεινώθηκε 5. Από το 1986, η ισορροπία δυνάμεων άλλαξε εντυπωσιακά σε βάρος των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Η διανομή του προϊόντος μετατράπηκε σημαντικά υπέρ των εισοδημάτων της ιδιοκτησίας και η κερδοφορία στην μεταποίηση σημείωσε αξιόλογη αύξηση. Η οικονομική πολιτική που ακολούθησε, κατά τη διάρκεια των ετών 1986-1991, ή- ταν ουσιαστικά η ίδια νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική που έχει υπερισχύσει σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Εντούτοις, αυτή η πολιτική διέθετε ένα συμπλήρωμα «κοινωνικής ευαισθησίας», δηλαδή σημαντική περίσκεψη σε ότι αφορά τις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής πολιτικής. Αυτή η κοινωνική ευαισθησία προστάτευσε την αγορά εργασίας από ριζικές τροποποιήσεις και διατήρησε το ποσοστό ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα. Ένα μάλλον σύντομο διάστημα ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής (1991-1993) άλλαξε γρήγορα την εκλογική ισορροπία δυνάμεων με αποτέλεσμα να σχηματισθεί νέα κυβέρνηση το 1994. Η ελληνική οικονομία εισήλθε σε φάση ταχείας ανάπτυξης από το 1996 ως το 2007 χω- 5 Αντιθέτως, η Ισπανία και η Πορτογαλία άρχισαν να συγκλίνουν με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Έ- νωσης από το 1985, μόλις δηλαδή εντάχθηκαν στην ΕΕ.. 13

ρίς να πραγματοποιήσει θεαματικές αλλαγές στην «επίσημη» αγορά εργασίας. Ο βασικός μηχανισμός της οικονομικής μεγέθυνσης, κατά τη διάρκεια των ετών 1986-2007, ήταν ο τομέας των υπηρεσιών. Οι κατασκευές και η οικοδομή συνέβαλαν σημαντικά στο ΑΕΠ, αλλά η συμβολή της βιομηχανίας ήταν μικρή. Κατά τη διάρκεια των ετών 1986-2007 η Ελλάδα εξετέθη στον οξύ διεθνή ανταγωνισμό καθώς το άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο μεγάλωσε, οι δασμολογικοί φραγμοί μειώθηκαν και το εθνικό νόμισμα ανατιμήθηκε για μεγάλες χρονικές περιόδους εντείνοντας τον διεθνή α- νταγωνισμό ακόμη περισσότερο. Η οικονομική και διαρθρωτική προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των ετών 1986-2007 ανάγεται εν πολλοίς στις απαιτήσεις της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι αντιπληθωριστικές μακροοικονομικές πολιτικές, η απελευθέρωση των χρηματιστικών αγορών και η αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος είχαν αρνητικές άμεσες συνέπειες στην ανάπτυξη και την απασχόληση, αν και μετριάστηκαν από τις γενναιόδωρες μονομερείς μεταβιβάσεις πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ προς την ελληνική οικονομία (Mitsos 2002). Η Ελλάδα αναγκάστηκε να ενθαρρύνει τις διαρθρωτικές αλλαγές στο παραγωγικό της σύστημα χωρίς να έχει την δυνατότητα να στηριχθεί σε παραδοσιακές πολιτικές όπως η βιομηχανική πολιτική, οι επιδοτήσεις, οι δασμολογικοί και μη δασμολογικοί φραγμοί κ.ά. Οι σχέσεις με την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη Η Δημέλη (Dimelis 2004) εκτιμά ότι η Ελλάδα θα ωφεληθεί ουσιαστικά από την ανάπτυξη του εμπορίου με την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και ότι αυτό ανοίγει μια ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα να μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο βάρους στην περιοχή. Εντούτοις, θα υπάρξουν μεμονωμένοι ηττημένοι μεταξύ των ελληνικών βιομηχανιών, δεδομένου ότι οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα σχετικά με την Ελλάδα στις βιομηχανίες που χρησιμοποιούν σχετικά ανειδίκευτη εργασία. Επίσης, η παρουσία νέων ασιατικών ανταγωνιστών χαμηλού κόστους εργασίας πιέζει την μεταποιητική βιομηχανία της Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα, ένα σημαντικό μέρος της μεταποιητικής παραγωγής που βασίζεται στην φθηνή εργασία κινείται προς τις βαλκανικές και ανατολικοευρωπαϊκές χώρες ή την Άπω Ανατολή. Εν τούτοις, εκτός από τη μετεγκατάσταση παραγωγικών δραστηριοτήτων, οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις είναι σχετικά υψηλές στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τον Λαμπριανίδη (2000, 2001), η μετατροπή Ελληνικών επιχειρήσεων σε πολυεθνικές είναι μια πρόσφατη διαδικασία που εκκίνησε στην αρχή της δεκαετίας του 1990, όταν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ένας μεγάλος αριθμός επενδυτικών σχεδίων πραγματοποιήθηκαν στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη. Η αναδιάρθρωση και ο εκσυγχρονισμός της δεκαετίας του '90 αναπαρήγαγαν - αν και τροποποιημένα- τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τον δυϊσμό του παραγωγικού συστήματός της, το οποίο είναι πολωμένο μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων και των μυριάδων μικρών, συχνά οικογενειακών, επιχειρήσεων. Οι. 14

πρώτες συνθέτουν ένα σύγχρονο τμήμα της οικονομίας ενώ οι δεύτερες συγκροτούν ένα τμήμα σχετικά αναποτελεσματικό, το οποίο είναι λιγότερο εκτεθειμένο στο διεθνή ανταγωνισμό και επιδιώκει την βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του κάνοντας εκτεταμένη χρήση της φθηνής εργασίας του γυναικείου εργατικού δυναμικού, των μεταναστών και των νέων. Η πρόσφατη οικονομική ιστορία έδειξε ότι αυτός ο δυϊσμός στο παραγωγικό σύστημα της Ελλάδας δεν αποδυναμώνεται από την συσσώρευση παραγωγικού κεφαλαίου, από το άνοιγμα στον διεθνή ανταγωνισμό και την πραγματική σύγκλιση αλλά αναπαράγεται, αν και τροποποιημένος, πάνω σε νέες βάσεις. Μισόν αιώνα μετά από την έναρξη της πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαντικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής οικονομίας, όπως ο ρόλος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η ευελιξία στην αγορά εργασίας, η άτυπη εργασία, η συλλογική διαχείριση του εργατικού δυναμικού από την οικογένεια, κ.λ.π. συντηρούνται, αν και σε ανανεωμένες μορφές. Η διατήρηση των παραδοσιακών κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα έχει θεωρηθεί συχνά ως σημάδι υπανάπτυξης. Η Ελλάδα έχει θεωρηθεί συχνά ως μια ημι-περιφέρεια της βόρειας Ευρώπης ή ως μια χώρα του «περιφερειακού φορντισμού» (Selwyn 1979, Lipietz 1985, King 1982) που πάσχει από χαρακτηριστικές αδυναμίες: έλλειψη αποτελεσματικού εθνικού ελέγχου επί των πόρων και των σημαντικών οικονομικών αποφάσεων, εξάρτηση από τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά, την εισαγόμενη τεχνολογία και οργάνωση, τη μετανάστευση, την άτυπη ευελιξία, τις αρκετά μεγάλες άτυπες αγορές εργασίας και την «μαύρη» εργασία, τις πολυεθνικές επιχειρήσεις που διατηρούν την έδρα τους στις αναπτυγμένες οικονομίες του κέντρου. Η συζήτηση αυτή, ωστόσο, παρερμηνεύει τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και είναι βασισμένη στην αμφισβητήσιμη παραδοχή ότι εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη. Εν τούτοις, η οικονομική ιστορία της Ελλάδας, από το 1960 ως το 2007, δείχνει ότι αυτά τα υποθετικά «οπισθοδρομικά» χαρακτηριστικά γνωρίσματα προσέφεραν συχνά διέξοδο σε υπάρχοντα προβλήματα, έχουν ενθαρρύνει την συσσώρευση κεφαλαίου και αποτελούν συστατικά στοιχεία δυναμισμού ενός τυπικού κοινωνικοοικονομικού μοντέλου που ενισχύεται από αυτά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον πολλαπλασιασμό των μικροσκοπικών επιχειρήσεων (micro-firms), των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2002, 2003), πολλές από τις οποίες είναι οικογενειακές. Η πιθανότερη εξήγηση για τη δημιουργία αυτών των επιχειρήσεων είναι η μειωμένη πιθανότητα εύρεσης εργασίας: οι ά- νεργοι ενθαρρύνονται ή ακόμα εξαναγκάζονται να δημιουργήσουν μια οικογενειακή μικροεπιχείρηση. Η δημιουργία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα διευκολύνεται επίσης από την οικογενειακή διαχείριση του ρίσκου και την συλλογική συγκέντρωση του αρχικού κεφαλαίου, που καθιστούν δυνατό τον επιμερισμό του επιχειρηματικού ρίσκου στην οικογένεια. Οι χαμηλοί μισθοί είναι ένας άλλος παράγοντας που ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων οικογενειακών επιχειρήσεων. Αυτές οι μικροσκοπικές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που βασίζονται στην οικογενειακή αλληλεγγύη, συνήθως έχουν απλές οργανωτικές δομές, λαμβάνουν ταχείες αποφάσεις, έχουν ανεξαρτησία και ευελιξία, αλλά σπανίως καινοτομούν. Παρά το γεγονός ότι το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων αυξάνεται στην Ελλάδα, το με-. 15

ρίδιο των μεγάλων επιχειρήσεων στο συνολικό αριθμό εταιριών παραμένει μικρό. Ένας «αστερισμός» μικροσκοπικών επιχειρήσεων κυριαρχεί αριθμητικά στο παραγωγικό σύστημα, όχι όμως στη συνολική απασχόληση και την προστιθέμενη αξία. Οι μικροσκοπικές επιχειρήσεις και οι μικρές επιχειρήσεις, συγκρινόμενες με τις μεσαίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, έχουν περιορισμένη δυνατότητα παραγωγής προστιθέμενης αξίας. Η μέση παραγωγικότητα της εργασίας σε έναν κλάδο παραγωγής αυξάνεται με το μέσο μέγεθος επιχείρησης στον κλάδο αυτόν (Ιωακείμογλου 1996). Επομένως, οι μικροσκοπικές και μικρές επιχειρήσεις ευθύνονται, ως έναν ορισμένο βαθμό, για την καθυστέρηση της παραγωγικότητας μεταξύ της Ελλάδας και του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Οι επιχειρήσεις αυτές καταβάλλουν χαμηλότερες αμοιβές εργασίας προκειμένου να επιτυγχάνουν την ίδια κερδοφορία με τις μεσαίες και τις μεγάλες εταιρίες. Διευκολύνονται σε αυτή την προσπάθειά τους από μια νομοθεσία που κρατάει τα εργατικά συνδικάτα μακριά από τις μικρές επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στην Ελλάδα λειτουργούν βάσει ιδιωτικού δικαίου αλλά η λειτουργία τους είναι κοινωνικού χαρακτήρα, λόγω της φύσης των υπηρεσιών που παρέχουν στους πολίτες. Η ύπαρξη ενός ισχυρού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και η έντονη παρουσία συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη συντήρηση του κοινωνικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων αυτών ότι διαθέτουν ένα ευρύτερο προστατευτικό ρυθμιστικό πλαίσιο αναφορικά με τους όρους και τις συνθήκες της απασχόλησης των υπαλλήλων ένα πλαίσιο που απουσιάζει από τον ιδιωτικό τομέα. Εντούτοις, οι δημόσιες επιχειρήσεις, μετά από τις διαδοχικές διαδικασίες αναδιάρθρωσης που πραγματοποιήθηκαν κυρίως από το 1990 και μετά, λειτουργούν εν πολλοίς με κριτήρια ιδιωτικής οικονομίας. Συγχρόνως, διάφορες κυβερνητικές επεμβάσεις εισήγαγαν στοιχεία ευελιξίας και διοικητικής ανεξαρτησίας των δημόσιων επιχειρήσεων από τον κυβερνητικό έλεγχο. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχουν κρίσιμη σημασία για το σύνολο των εργασιακών σχέσεων στην ελληνική οικονομία. Καλύπτουν σχεδόν όλους τους υπαλλήλους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και αποτελούν μια βασική πηγή νόμων που ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Αυτή η στρατηγική θέση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας εξηγεί τις πρόσφατες προσπάθειες των υπέρμαχων της απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων να μειωθεί η ισχύς των εργατικών ενώσεων στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η παρουσία του κράτους στη βιομηχανική δομή της Ελλάδας έχει μειωθεί θεαματικά και η δημόσια ιδιοκτησία είναι πλέον περιορισμένη στα δημόσια αγαθά (ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, άμυνα...). Ακόμη και στην παραγωγή των δημόσιων αγαθών, οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν μειώσει το ρόλο και τη συμμετοχή του κράτους. Αυτή η διαδικασία διαβρώνει βαθμιαία τη δύναμη των εργατικών συνδικάτων, που βρίσκονται ήδη σε αδύναμη θέση στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.. 16

Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν ισχυρή παρουσία στην ελληνική οικονομία από τη δεκαετία του '60. Παρά το γεγονός ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις από τo τέλος της δεκαετίας του 1970 είναι χαμηλές σε διεθνή σύγκριση, οι πολυεθνικές επενδύουν στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος των κερδών τους και συμβάλλουν έτσι σημαντικά στην συνολική επένδυση παγίου κεφαλαίου και στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του παραγωγικού συστήματος. Επίσης, οι πολυεθνικές είναι σημαντικοί φορείς εκσυγχρονισμού σχετικά με την οργάνωση εργασίας, μέσω της εισαγωγής των οργανωτικών καινοτομιών που ήδη χρησιμοποιούνται στη χώρα προέλευσής τους, συνήθως χώρα που κατέχει ηγεμονική θέση στην διεθνή οικονομία. Νέες μορφές οργάνωσης εργασίας εμφανίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1980 στην ελληνική μεταποίηση και είχαν διαδοθεί σημαντικά μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ήταν υψηλές κατά τη διάρκεια των ετών 1996-2004 και το μερίδιο του μηχανολογικού εξοπλισμού στη συνολική επένδυση αυξήθηκε σημαντικά. Η τεχνολογία που μεταφέρεται ενσωματωμένη στον καινούργιο μηχανολογικό εξοπλισμό έδωσε ώθηση στην παραγωγικότητα της εργασίας και απαίτησε νέες δεξιότητες και γνώσεις, πολυσθενή συλλογική εργασία και άλλες καινοτομίες στην οργάνωση της εργασίας. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το «νέο παραγωγικό υπόδειγμα» (Boyer & Durand, 1993) εγκαταστάθηκε σε ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού συστήματος, ιδιαίτερα στην μεταποιητική βιομηχανία, στις μεγάλες επιχειρήσεις, και σε επιχειρήσεις που είναι ε- κτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό (Ιωακείμογλου και Ευσταθόπουλος 2001). Η εργασία κατά ομάδες και τα συλλογικά προσόντα, η δυνατότητα των εργαζομένων να αποκριθούν σε ένα μεγάλο φάσμα καθηκόντων και να αναλάβουν πολλές διαφορετικές ευθύνες, η κατάρτιση, είναι πρακτικές που έχουν υιοθετηθεί σε σημαντικό βαθμό από το σύγχρονο τμήμα της βιομηχανίας. Η ανάγκη για περισσότερες τεχνικές γνώσεις και για ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων έχει γίνει αισθητή και στις μεγάλες, σύγχρονες επιχειρήσεις του τομέα των υπηρεσιών. Οι υπάλληλοι ενθαρρύνονται να βελτιώσουν την ικανότητα τους να επεξεργάζονται τις πληροφορίες μέσω της κατάρτισης και παρακινούνται να επιτύχουν τους στόχους της επιχείρησης. Η στροφή προς περισσότερες γενικές δεξιότητες και κοινωνικές δεξιότητες είναι επίσης προφανής. Ωστόσο, ο τομέας των υπηρεσιών, και ο μεταποιητικός τομέας σε μικρότερο βαθμό, λειτουργούν ακόμα κάτω από ποικίλες μορφές οργάνωσης εργασίας - οι περισσότερες από αυτές, αλλά όχι όλες, είναι παραδοσιακές. Οι μεγάλες, τεχνολογικά σύγχρονες επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών, μεταφορών, τουρισμού και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών χρησιμοποιούν σύγχρονες μορφές οργάνωσης εργασίας ενώ οι μικρές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν παραδοσιακές μορφές οργάνωσης εργασίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Ένα μεγάλο μέρος της αύξησης της απασχόλησης προέρχεται από δραστηριότητες στον τριτογενή τομέα, στις οποίες οι παραδοσιακές μορφές οργάνωσης εργασίας έχουν αυξημένο βάθος. Πρόκειται για μια αυξανόμενη κατηγορία εργαζομένων φτωχών (working poor), που βρίσκονται σε καθεστώς χαμηλών μισθών, αυξημένης ευελιξίας και κοινωνικού ανταγωνισμού με τις μορφές της «απασχολησιμότητας», της εργασίας τύπου fast-food, της αυτοαπασχόλησης και της αβέβαιης και της πρόσκαιρης εργασίας. Οι εκθέσεις από την επιθε-. 17

ώρηση εργασίας δείχνουν ότι η αδήλωτη εργασία παραμένει σε επίπεδα 18%-25% της συνολικής δραστηριότητας, εμφανώς υψηλότερα από τους μέσους όρους της ΕΕ-15. Έτσι, οι αλλαγές στην οργάνωση εργασίας εμφανίζονται με δύο αντιθετικούς τρόπους: στο μεν προηγμένο τμήμα του παραγωγικού συστήματος εμφανίζονται ως αλλαγές στα ε- παγγέλματα, στον σχεδιασμό των θέσεων εργασίας και ως υψηλότερη ζήτηση για ειδικευμένη εργασία, ενώ στο άλλο τμήμα του παραγωγικού συστήματος τα προσόντα παραμένουν χαμηλά και η ζήτηση για ανειδίκευτη εργασία είναι σχετικά υψηλή. Αν και η Ελλάδα είναι ουραγός, μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη, σε ότι αφορά την εφαρμογή της πληροφορικής και της τεχνολογίας επικοινωνιών (ICT), η αύξηση στις επενδύσεις για ICT και η γρήγορη υιοθέτηση των προσωπικών υπολογιστών και του διαδικτύου από τις νέες γενεές κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας παρέχει λόγους για αισιοδοξία. Εν τούτοις, η βαθμός διείσδυσης του διαδικτύου στην ελληνική οικονομία και κοινωνία παραμένει χαμηλός σε διεθνή σύγκριση. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας υλοποιούν, από την αρχή της δεκαετίας του 1990, ένα ουσιαστικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που αφορά στις τράπεζες και τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Είκοσι επτά κρατικές επιχειρήσεις και τράπεζες ιδιωτικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας τρίχρονης περιόδου (2002-2004). Επιπλέον, η δημόσια παρέμβαση δημιούργησε εντονότερο ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών με την απελευθέρωση προστατευομένων κλάδων, κυρίως των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας. Οι περισσότεροι πολιτικοί και πολλοί οικονομολόγοι στην Ελλάδα πιστεύουν ότι η ενεργητική επιδίωξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων παρείχε δυναμισμό στη διαδικασία ανάπτυξης. Στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα πραγματοποιήθηκαν βαθιές αλλαγές που ακολούθησαν την απελευθέρωση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Κατά την τελευταία δεκαετία οι τράπεζες έχουν αγωνιστεί για μεγαλύτερα μερίδια αγοράς μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών που αναδιαμόρφωσαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Μια «έκρηξη» του χρηματιστηρίου οδήγησε στο περαιτέρω άνοιγμα του χρηματιστικού τομέα και η εμφάνιση σύγχρονων δραστηριοτήτων και προϊόντων έδωσε στις τράπεζες την ευκαιρία να αναπτυχθούν περαιτέρω. Το ξένο κεφάλαιο έχει καταλάβει σημαντικές θέσεις τον χρηματιστικό τομέα της Ελλάδας. Η κυβέρνηση, που ανέλαβε το 2004, χρησιμοποιεί όλες τις διαθέσιμες μεθόδους ιδιωτικοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των συνεργασιών ιδιωτικού-δημόσιου τομέα και αποδίδει μεγάλη σημασία στις ιδιωτικοποιήσεις που διευκολύνουν το άνοιγμα των αγορών στον α- νταγωνισμό, προσελκύοντας έτσι άμεσες ξένες επενδύσεις (Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, 2004). Η εξωτερίκευση είναι τώρα ένα διαδεδομένο φαινόμενο στην μεταποιητική βιομηχανία και στον τριτογενή τομέα της Ελλάδας. Στην περίπτωση του τριτογενούς τομέα αφορά είτε σε υψηλής προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες, όπως η τεχνολογία πληροφορικής και η λογιστική, είτε σε χαμηλής αξίας υπηρεσίες όπως οι υπηρεσίες ασφάλειας, ο καθαρισμός και οι με-. 18

ταφορές. Η εξωτερίκευση συνήθως χρησιμοποιείται με σκοπό το χαμηλότερο κόστος και την μείωση των διοικητικών δαπανών. Στην περίπτωση της μεταποιητικής βιομηχανίας και των ορυχείων, η εξωτερίκευση αφορά συχνά στα στάδια της ίδιας της διαδικασίας παραγωγής και αντιμετωπίζεται συνήθως ως εργαλείο για την τροποποίηση της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ της επιχείρησης και των υπαλλήλων της, δεδομένου ότι η εξωτερίκευση δίνει στις επιχειρήσεις την ευκαιρία να παρακάμψουν κανονισμούς και ρυθμίσεις που επιβάλλονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων ή από την νομοθεσία. Η υπεργολαβία είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο στην οργάνωση του κατασκευαστικού τομέα και αποσκοπεί συνήθως στη μείωση των δαπανών, στην αύξηση της ευελιξίας και στην μέγιστη δυνατή α- ξιοποίηση της εξειδίκευσης. Η αγορά εργασίας Σημαντικές αλλαγές στην προσφορά εργασίας στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ήταν πρώτον, η θεαματική άνοδος της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, δεύτερον, η βελτίωση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού καθώς και του επιπέδου εκπαίδευσης της νεολαίας, τρίτον, η συνακόλουθη άφθονη προσφορά εργασίας υψηλών προσόντων στο «ανώτερο» τμήμα της αγοράς εργασίας, τέταρτον, η άφθονη προσφορά ανειδίκευτης και χαμηλής ή μέσης ειδίκευσης εργασίας στο «κατώτερο» τμήμα της αγοράς εργασίας, όπου η παρουσία των μεταναστών είναι μαζική από τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1990, πέμπτον, η αυξανόμενη προτίμηση των εργαζομένων για τις θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα και για την αυτοαπασχόληση εξαιτίας της μικρής αγοραστικής δύναμης των μισθών στους περισσότερους κλάδους του ιδιωτικού τομέα, και έκτον, η χρήση της εκπαίδευσης ως μέσο για την προστασία από την ανεργία. Τα ποσοστά γυναικείας συμμετοχής (εργατικό δυναμικό ως ποσοστό του πληθυσμού εργασιακά ενεργούς ηλικίας) διαφέρουν μεταξύ γενεών. Η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας επιτυγχάνεται συνήθως μέσω των υψηλότερων ποσοστών γυναικείας συμμετοχής στις νεώτερες γενεές: το μέσο ποσοστό συμμετοχής αυξάνεται καθώς νέες γενεές, στις οποίες η γυναικεία συμμετοχή είναι υψηλότερη, εισέρχονται στην αγορά εργασίας, ενώ ταυτοχρόνως αποχωρούν παλαιότερες γενεές γυναικών μικρής συμμετοχής. Η ίδια διαδικασία ανανέωσης μέσω των γενεών οδηγεί και στην άνοδο του μέσου εκπαιδευτικού επιπέδου του εργατικού δυναμικού. Η σημαντικότερη αλλαγή στο επίπεδο εκπαίδευσης αφορά στα επαγγέλματα που προσφέρονται στην «ανώτερη» αγορά εργασίας στην οποία η μετατόπιση προς περισσότερο ειδικευμένη εργασία είναι έντονη.. 19

Σημαντικές είναι οι αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί, στην διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, και στην απασχόληση. Το παραγωγικό σύστημα στην Ελλάδα είναι παραδοσιακά πολωμένο μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων και μιας μυριάδας μικρών και πολύ μικρών, συνήθως οικογενειακών, επιχειρήσεων. Αυτός ο διαχωρισμός αναπαράγεται και κατά την παρούσα περίοδο της ελληνικής οικονομίας, αν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι σήμερα πιο σύγχρονες και αποτελεσματικές από ό,τι στις προηγούμενες δεκαετίες. Απλουστεύοντας, οι μεγάλες επιχειρήσεις συνθέτουν ένα σύγχρονο τμήμα της οικονομίας και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνθέτουν ένα λιγότερο εκτεθειμένο στο διεθνή ανταγωνισμό, μειωμένης αποτελεσματικότητας και λιγότερο ανταγωνιστικό τμήμα που επιδιώκει την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με βάση τη φθηνή εργασία του γυναικείου εργατικού δυναμικού, των μεταναστών και των νέων εργαζομένων. Ο δυϊσμός στο παραγωγικό σύστημα αντανακλάται στην κατάτμηση της αγοράς εργασίας: ενώ στο «ανώτερο» τμήμα της τα α- παιτούμενα προσόντα γίνονται υψηλότερα, στο «κατώτερο» η ανειδίκευτη εργασία αποτελεί ένα πολύ μεγάλο μερίδιο των απασχολουμένων. Επομένως, η επίτευξη αυξανομένου επιπέδου εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αφορά ουσιαστικά μόνο στο «ανώτερο» τμήμα της αγοράς εργασίας. Ο δυϊσμός του παραγωγικού συστήματος, και ο σύστοιχος προς αυτόν δυϊσμός της αγοράς εργασίας αναπαράγεται, κατά την τελευταία περίοδο της ελληνικής οικονομίας, επί νέων βάσεων: άνοιγμα στον διεθνή ανταγωνισμό των πιο σύγχρονων επιχειρήσεων παράλληλα με την ανάπτυξη επιχειρήσεων των υπηρεσιών που εκ φύσεως προστατεύονται από τον διεθνή ανταγωνισμό, εισροή μεταναστών στις αγορές ανειδίκευτης εργασίας, άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου των νέων, ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών και της γυναικείας εργασίας. Άλλες σημαντικές αλλαγές στην απασχόληση, πέραν της αναπαραγωγής του δυϊσμού της απασχόλησης επί νέων βάσεων, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα είναι πρώτον, η αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας στις υπηρεσίες που αντιστάθμισε και υπερέβη την αντίστοιχη μείωση στη γεωργική και βιομηχανική απασχόληση, δεύτερον, η έντονη διείσδυση των γυναικών στον τομέα των υπηρεσιών ταυτόχρονα με τη μείωση της παρουσίας τους στην μεταποιητική βιομηχανία καθώς η παρακμή των κλάδων της κλωστοϋφαντουργίας και του ιματισμού στην Ελλάδα είναι έντονη, τρίτον, η καθιέρωση του προνομίου των ανδρών να έχουν ευκολότερη πρόσβαση στην απασχόληση ενόσω η προσφορά γυναικείας εργασίας αυξάνεται, τέταρτον, η ανάπτυξη εμποδίων στην πρόσβαση των νέων στην απασχόληση. Το 2007, ο αριθμός των απασχολουμένων στην Ελλάδα ήταν κατά 18% υψηλότερος από ό,τι το 1990. Η απασχόληση μειώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και αυξανόταν από την αρχή της δεκαετίας του 1970 μέχρι το 1993. Διατηρήθηκε στάσιμη κατά τη διάρκεια των ετών 1994-2002 αλλά επανέκτησε την ανοδική πορεία της πρόσφατα. Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα διατηρείται χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-15 ως αποτέλεσμα. 20