ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΕ ΤΟΠΟΥΣ ΟΠΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΤΟΠΟΥΣ ΟΠΟΥ ΕΛΛΕΙΠΕΙ (ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ ΠΕΛΛΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΖΑΓΟΡΙ) Βασίλειος Δαλκαβούκης Στέφανος Φωτιάδης 2 ο Γυμνάσιο Κρύας Βρύσης Γιαννιτσών Ξενοφώντος 1 Κρύα Βρύση 23820.62795 mail@2gym-k-vrysis.pel.sch.gr 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι στόχοι ενός προγράμματος περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στο Γυμνάσιο είναι λίγο πολύ προφανείς και καθορίζονται ως ένα βαθμό από το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο, βάσει του οποίου τα προγράμματα αυτά εκπονούνται[ 1 ]: τέτοιοι στόχοι είναι η ευαισθητοποίηση των μαθητών σε ζητήματα περιβαλλοντικής υποβάθμισης, η διαμόρφωση οικολογικής συνείδησης, η δημιουργία σε τελική ανάλυση ενός πολιτικού -με την ευρύτερη έννοια- προβληματισμού γύρω από τα θέματα της περιβαλλοντικής διαχείρισης με στόχο την «αειφορία»[ 2 ]. Στο πλαίσιο αυτό η επιλογή της χρήσης και κατάχρησης του νερού ως θέματος για τη δική μας περιβαλλοντική ομάδα δεν πληρούσε μόνο τους γενικούς αυτούς όρους ενός περιβαλλοντικού προγράμματος, αλλά ταυτόχρονα εναρμονιζόταν με τη συντονισμένη για το ακαδημαϊκό έτος 2005-06 προσπάθεια των Κ.Π.Ε.[ 3 ] να φέρουν 1 Βλ. ενδεικτικά το υπ. αριθμ. πρ. 268/3-10-2005 έγγραφο της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Πέλλας, με το οποίο καθορίζονται μεταξύ άλλων και οι στόχοι των προγραμμάτων ΠΕ από τους υπεύθυνους συντονιστές των προγραμμάτων αυτών. 2 Για την έννοια της «αειφορίας» ή της «αειφόρου ανάπτυξης» (sustainable development) η βιβλιογραφία είναι τεράστια (μόνο στο ελληνικό τμήμα του διαδικτύου το λήμμα «αειφορία» δίνει περισσότερες από 38.000 αναφορές). Ο όρος προέρχεται από τη δασοπονία και αφορούσε αρχικά (19 ος αι.) τη ρύθμιση της εκμετάλλευσης του δασικού πλούτου, ώστε να αποδίδεται σταθερή, συνεχής και σύμμετρη ποσότητα προϊόντων. Τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει την ανάπτυξη εκείνη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να υπονομεύει εκείνες των μελλοντικών γενιών (βλ. σχετικά Αθανασάκης 1996). Η επιστημονική κοινότητα αντιμετωπίζει γενικά με θετικό τρόπο την αειφορία στο πλαίσιο ενός οικολογικού «ρεαλισμού» (που ασκεί κριτική στην αντίληψη των νεοκλασικών οικονομικών προσεγγίσεων ότι το οικονομικό σύστημα είναι κλειστό και γραμμικό) με τον εντοπισμό ότι η οικονομία λειτουργεί μόνο χάρις στην υποστήριξη των οικολογικών της θεμελίων και κατά συνέπεια υπόκειται σε φυσικούς περιορισμούς (βλ. σχετικά Γ. Σπιλάνης 1995 και K. Turner, D. Pearce, I. Bateman 1994). Μπορούμε, ωστόσο, με μια διαγώνια ματιά να αναγνωρίσουμε ότι διαμορφώνονται δύο βασικές τάσεις στην επιστημονική κοινότητα όσον αφορά τη σύνδεση της αειφορίας με τα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης: η πρώτη αντιμετωπίζει θετικά αυτή τη σύνδεση (βλ. UNESCO, 1997. Environment and Society: Education and Public Awareness for Sustainability, Proceedings of the Thessaloniki International Conference). Από την άλλη μεριά η δεύτερη τάση στέκεται κριτικά στη σύνδεση της αειφορίας με την περιβαλλοντική εκπαίδευση, διαπιστώνοντας ότι το πλαίσιο είναι ασαφές, γενικόλογο, αόριστο και ουτοπικό, όπως τουλάχιστον διατυπώθηκε στο παραπάνω συνέδριο. Bλ. ενδεικτικά Αθανασάκης 1996 καθώς και τις απόψεις του Bob Jickling 1992: 5-8. 3 Βλ. ενδεικτικά το υπ. αριθμ. πρ. 71/19-10-2005 έγγραφο του Κ.Π.Ε. Σουφλίου με θεματολογία σχεδόν αποκλειστικά για το νερό για το ακαδημαϊκό έτος 2005-06 και το έγγραφο υπ. αριθμ. πρ. 105087/ Γ7 του Ενιαίου Διοικητικού Τομέα Θεμάτων Σπουδών, Επιμόρφωσης και Καινοτομιών Δ/νσης Συμβουλευτικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων του ΥΠ.Ε.Π.Θ. (Παράρτημα ΙΙ), όπου στο πλαίσιο του Θεματικού Έτους 2005 με τίτλο «Γη, Γαλάζιος Πλανήτης», προτείνεται ενδεικτικά μια σειρά από θεματικούς κύκλους για το νερό.
στο προσκήνιο το νερό ως φυσικό πόρο που πρέπει να αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της «αειφορίας». Επιπλέον, ένα τέτοιο πρόγραμμα επιτρέπει την επιδίωξη ακόμη στενότερων αλλά καθόλου υποδεέστερων παιδαγωγικών στόχων, όπως η επιδίωξη συνεργασίας και ομαδικού πνεύματος μεταξύ των μαθητών, η πρωτοβουλιακή συμμετοχή με βάση τα ενδιαφέροντά τους, η συμμετοχή στη διαδικασία παραγωγής πρωτογενούς πληροφορίας κ.λπ. Η μέθοδος που προκρίναμε για την εξυπηρέτηση όλων αυτών των στόχων είναι η εθνογραφική μέθοδος[ 4 ]. Ξεκινώντας από την πρωτοβουλιακή συμμετοχή των μαθητών, συγκροτήσαμε ομάδες εργασίας (βιβλιογραφικής έρευνας, συνεντεύξεων, αρχειακής έρευνας, σύνταξης τελικού κειμένου, παρουσίασης), και οι μαθητές αποδελτίωσαν -μετά από τις κατάλληλες οδηγίες- μια βασική βιβλιογραφία που αφορούσε τα δύο πεδία έρευνας σε σχέση με το νερό. Σε μια δεύτερη φάση συζητήσαμε στην τάξη την ανάγκη να καταγράψουμε τις απόψεις των μαθητών της Κρύας Βρύσης σχετικά με τη χρήση του νερού. Προϊόν της συζήτησης αυτής ήταν το σχετικό ερωτηματολόγιο, το οποίο η ομάδα συνεντεύξεων εφάρμοσε στα 3 από τα 4 σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Κρύας Βρύσης. Παράλληλα, διαμορφώσαμε και τους θεματικούς άξονες για συνεντεύξεις με τους υπεύθυνους της διαχείρισης του νερού στα δύο πεδία, ένα ερωτηματολόγιο δηλαδή ημικατευθυνόμενης έρευνας / ανοιχτού τύπου, το οποίο και εφαρμόσαμε για τη διενέργεια 4 συνεντεύξεων. Ταυτόχρονα η ομάδα παρουσίασης φωτογράφισε επιλεγμένα σημεία για την επεξεργασία ενός προγράμματος Power Point, για την παρουσίαση της εργασίας στο θεσμοθετημένο πλαίσιο (5/5/2006) Στην επόμενη φάση εντάξαμε την επεξεργασία των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο κλειστού τύπου. Ταξινομήσαμε στατιστικά τις απαντήσεις από τα 419 συνολικά ερωτηματολόγια που συγκεντρώσαμε από τα 3 σχολεία και διοχετεύσαμε τις πληροφορίες -μαζί με εκείνες των συνεντεύξεων- στην ομάδα σύνταξης του τελικού κειμένου. Φυσικά, την ευθύνη αυτή ανέλαβε ο γράφων, αφού όμως προηγήθηκε σχετική συζήτηση στην τάξη με τους μαθητές. Για λόγους πρακτικούς, τέλος, (έλλειψη χρόνου, αφθονία πληροφοριών) δεν καταφύγαμε σε αρχειακή έρευνα. 2. ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΖΑΓΟΡΙ Ο περιορισμένος χώρος ενός τέτοιου κειμένου δεν επιτρέπει, βέβαια, την αναλυτική περιγραφή των δύο πεδίων[ 5 ], όπως θα άρμοζε στο πλαίσιο της τυπικής εφαρμογής της εθνογραφικής μεθόδου, ώστε να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πληρέστερα τις επιμέρους εθνογραφικές πληροφορίες. Θα αρκεστούμε, λοιπόν, στην περιληπτική παράθεση ορισμένων στοιχείων από την «ιστορία του νερού» στις δύο περιοχές ώστε να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα συμπεράσματα της έρευνάς μας, τα οποία θα παραθέσουμε στη συνέχεια. 4 Για την εθνογραφική μέθοδο και τα θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή της βλ. ενδεικτικά Γκέφου - Μαδιανού 1999: 215-384. Η επιλογή της εθνογραφικής μεθόδου έχει εδώ έναν επιπλέον ρόλο, να τονίσει το συσχετισμό των προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στα σχολεία με τη λαογραφική και ανθρωπολογική έρευνα, κατεξοχήν μεθοδολογικό εργαλείο των οποίων είναι η εθνογραφική μέθοδος. Για μια συνοπτική και κριτική θεώρηση του μέχρι τώρα συσχετισμού της ελληνικής Λαογραφίας με το «χώρο» και τον οικολογικό προβληματισμό, αλλά και για τις προοπτικές της «οικολογικοποίησης» της λαογραφικής και ανθρωπολογικής σκέψης στην Ελλάδα βλ. Νιτσιάκος 2001: 106-113, όπου και αναλυτική βιβλιογραφία. 5 Αναλυτική περιγραφή των δύο πεδίων γίνεται στο σχετικό έντυπο που κατατέθηκε στο αρμόδιο Γραφείο ΠΕ ως τελικό κείμενο της εργασίας. Επιλογή της βιβλιογραφίας για τα δύο πεδία, που αναφέρεται εκεί αναλυτικά, κατατίθεται και στη βιβλιογραφία αυτού του κειμένου.
Η ιστορία της Κρύας Βρύσης είναι συνυφασμένη με την πρόσφατη ιστορία του νερού στην περιοχή. Ως οικισμός προήλθε από τη συνένωση δύο παραλίμνιων οικισμών της λίμνης Λουδία-Γιαννιτσών στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και αναπτύχθηκε μετά την αποξήρανση της λίμνης. Αυτό συνέβη μεταξύ του 1933 και του 1936 και απέφερε συνολικά 288.750 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης που αποδόθηκαν στους ακτήμονες της ευρύτερης περιοχής. Έτσι η Κρύα Βρύση συγκέντρωσε κατοίκους από την Άψαλο, την Αριδαία ακόμη και την Πτολεμαΐδα, ενώ διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για μόνιμη εγκατάσταση των νομάδων Βλάχων κτηνοτρόφων που παραχείμαζαν στην περιοχή. Η εγκατάσταση των πληθυσμών αυτών έδωσε στην Κρύα Βρύση και τη σημερινή οικιστική της μορφή. Ωστόσο τα προβλήματα πλημμυρών στην περιοχή, η έλλειψη πόσιμου νερού και η ανάγκη για αποχέτευση των οικιακών λυμάτων ενός όλο και αυξανόμενου πληθυσμού, είχαν αρχικά αφεθεί στην τύχη ή στην πρωτοβουλία των κατοίκων: η ύδρευση γινόταν μέσω αρτεσιανών φρεάτων και η αποχέτευση με αυτοσχέδιους βόθρους, ανοιχτούς στον πυθμένα, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο μολύνσεων των πόσιμων υδάτων. Η δεκαετία του 1960 σηματοδότησε την απαρχή της συστηματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών από τη μεριά του κράτους, πρώτα με την επίλυση του ζητήματος της πλήρους αποστράγγισης και ταυτόχρονα της άρδευσης των καλλιεργήσιμων εδαφών. Τα δύο μεγάλα αρδευτικά κανάλια, η Πρίσνα και η Αραπίτσα, που διοχετεύουν τα επιφανειακά νερά από το γειτονικό Βέρμιο, ολοκληρώθηκαν ως έργα το 1962-63, ενώ παράλληλα κατασκευάστηκε ένα δίκτυο μικρότερων καναλιών για την άρδευση και ιδρύθηκε το 1970 ο Τ.Ο.Ε.Β., για την ολοκληρωμένη διαχείριση των επιφανειακών υδάτων του Βερμίου Νάουσας. Η συστηματική ύδρευση του οικισμού άρχισε τον Απρίλιο του 1976 και υποστηρίχθηκε από -δύο αρχικά και τέσσερις συνολικά- γεωτρήσεις που αξιοποίησαν τα υπόγεια νερά της περιοχής. Το σχετικά μεγάλο βάθος των γεωτρήσεων (120 180μ.) ήταν αυτό που φαίνεται να απέτρεψε τα όποια προβλήματα μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα από τα οικιακά λύματα, αφού το πρόβλημα της οικιακής αποχέτευσης αντιμετωπίστηκε μόλις τα τελευταία 15 χρόνια με την κατασκευή του δικτύου (σωληνώσεις και αντλιοστάσια) και των εγκαταστάσεων του βιολογικού καθαρισμού. Σήμερα η Κρύα βρύση, όσον αφορά τουλάχιστον τη διαχείριση των οικιακών λυμάτων, διοχετεύει καθαρό νερό στον ποταμό Λουδία, που λειτουργεί ως ο τελικός αποδέκτης των υδάτων της περιοχής. Δε θα μπορούσε όμως να ισχυριστεί κανείς το ίδιο και για τα ύδατα εκείνα που καταλήγοντας στον ίδιο ποταμό μεταφέρουν σημαντικά υποπαράγωγα από την εντατική γεωργική καλλιέργεια της περιοχής. Οι ίδιοι οι μαθητές, άλλωστε, όπως και γενικότερα η τοπική κοινωνία, προσλαμβάνουν την εικόνα του Λουδία ως ενός ιδιαίτερα μολυσμένου ποταμού, όπως καταδείχθηκε από τις απαντήσεις που λάβαμε. Στο Κεντρικό Ζαγόρι, από την άλλη μεριά, το σύστημα υδάτινων πόρων είναι τελείως διαφορετικό. Παρά το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό βροχοπτώσεων, όπως άλλωστε γενικότερα στη Δυτική Ελλάδα, και σε αντίθεση με την εικόνα που κατασκευάζουν τα Μ.Μ.Ε. για την περιοχή[ 6 ], η ασβεστολιθική σύσταση του εδάφους και κυρίως οι απότομες πλαγιές που καταλήγουν στη χαράδρα του Βίκου, 6 Στα περισσότερα τηλεοπτικά προγράμματα για το Ζαγόρι η περιοχή παρουσιάζεται με πλούσια τρεχούμενα νερά κ.λπ., κάτι που ισχύει μεν, αλλά όχι για το Κεντρικό Ζαγόρι, εικόνες από το οποίο χρησιμοποιούνται για να κατασκευαστεί η εικόνα για το Ζαγόρι γενικά. Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί και η διαφημιστική καμπάνια γνωστής εταιρείας που εμπορεύεται το ομώνυμο νερό, παρ όλο που αυτό δεν εμφιαλώνεται στο Ζαγόρι.
αποστραγγίζουν σε σύντομο χρόνο μεγάλες ποσότητες από αυτά τα όμβρια ύδατα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαμορφωθεί ένας αξιοποιήσιμος υδροφόρος ορίζοντας[ 7 ]. Η απουσία, λοιπόν, αρτεσιανών υδάτων και η σχετικά μεγάλη απόσταση του Κεντρικού Ζαγορίου από τα μεγάλα ποτάμια της περιοχής, έστρεψε τους κατοίκους στην αξιοποίηση των όμβριων υδάτων με τη συλλογή τους, πριν αυτά χαθούν. Η συλλογή των υδάτων αυτών γίνεται με δύο τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες που εξυπηρετούν: α) για τη συλλογή νερού οικιακής χρήσης, στην οποία περιλαμβάνεται και η εξυπηρέτηση των μικρών οικόσιτων κοπαδιών που διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα οι ντόπιοι, κατασκευάζονταν κλειστές δεξαμενές νερού, όπου συγκεντρωνόταν το νερό της βροχής ή του χιονιού κατά τους χειμερινούς μήνες. Για τη συγκέντρωση του νερού χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα υδροσωλήνων που περιέζωναν τη στέγη του σπιτιού ή άλλων βοηθητικών κτιρίων και οδηγούσαν το νερό της στέγης σ ένα φρεάτιο καθαρισμού κι από εκεί στη δεξαμενή (στέρνα). Οι παλιότερες από τις στέρνες αυτές, που βρίσκονται ακόμη σε λειτουργία, χρονολογούνται από τα μέσα του 19 ου αιώνα και έχουν χωρητικότητα περίπου 150m 3. Στην κοινότητα που επισκεφθήκαμε, το Μονοδένδρι, υπάρχουν 35 τέτοιες κυλινδρικής κατασκευής στέρνες, καθώς και άλλες 40 ακόμη, πολύ πιο πρόσφατες, κατασκευασμένες είτε από πέτρα είτε από τσιμέντο και στεγανοποιημένες εσωτερικά από το ίδιο υλικό. β) για τη συλλογή νερού για το πότισμα των κοπαδιών -να σημειώσουμε ότι στα βοσκοτόπια του Κεντρικού Ζαγορίου ξεκαλοκαίριαζαν άλλοτε δεκάδες χιλιάδες πρόβατα, κυρίως Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων- χρησιμοποιούνταν άλλοτε φυσικά κοιλώματα συγκέντρωσης του νερού και άλλοτε ανοιχτοί ταμιευτήρες νερού που κατασκευάζονταν σε σημεία φυσικής αποστράγγισης όμβριων υδάτων. Η στεγανοποίησή τους γινόταν παλιότερα με υδραυλικό κονίαμα, ανάλογο μ εκείνο που χρησιμοποιούσαν και για την εσωτερική στεγανοποίηση των στερνών. Με τη χρησιμοποίηση του τσιμέντου τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο κατασκευάστηκαν περισσότεροι ταμιευτήρες αλλά επιπλέον εξελίχθηκαν τυπολογικά, αφού τώρα μπορούν να κατασκευαστούν και ταμιευτήρες κλειστού τύπου με τη στεγανοποίηση του περιβάλλοντα χώρου για τη συγκέντρωση των όμβριων υδάτων. Στο Μονοδένδρι, π.χ. υπάρχουν σήμερα 12 συνολικά ταμιευτήρες νερού, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι κλειστού τύπου. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος διαχείρισης των οικιακών λυμάτων στο Κεντρικό Ζαγόρι, όπως γινόταν παλιότερα και σήμερα. Σε παλιότερη φάση οι βόθροι ήταν αβαθείς λάκκοι σκαμμένοι κοντά στον εξωτερικό περίβολο του σπιτιού. Κατά την περίοδο των έντονων βροχοπτώσεων, μια ειδική κατασκευή στον κοινόχρηστο δρόμο, στο καλντερίμι, οδηγούσε μεγάλες ποσότητες νερού προς το σημείο όπου βρισκόταν ο βόθρος. Με την αφαίρεση ορισμένων λίθων από τη βάση του περιβόλου το νερό παρέσερνε τα λύματα και τα οδηγούσε έξω και μακριά από τον οικισμό, καθώς η κλίση του εδάφους βοηθούσε στην αποστράγγιση δια φυσικής ροής. Φυσικά δεν έλειπαν και τα απρόοπτα, όταν ξαφνικά η νεροποντή σταματούσε! Αυτό όμως δεν εμπόδιζε σε γενικές γραμμές την αντιμετώπιση και αυτής της ανάγκης στο ίδιο πλαίσιο χρήσης υδάτινων πόρων, δηλαδή των όμβριων υδάτων. Σήμερα το σύστημα αυτό έχει αντικατασταθεί με τη χρήση κλειστών μη στεγανοποιημένων εσωτερικά βόθρων, που οδηγεί τα οικιακά λύματα στο ασβεστολιθικό υπέδαφος. Αυτό 7 Στη συνέντευξη με τον αντιδήμαρχο Κεντρικού Ζαγορίου κ. Β. Ζαρκάδα (8/4/2006) έγινε λόγος για επανειλημμένες γεωτρήσεις για τον εντοπισμό αξιοποιήσιμων ποσοτήτων νερού στο υπέδαφος, οι οποίες όμως δεν είχαν ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
ακριβώς προοιωνίζεται και το σημαντικότερο πρόβλημα στην περιοχή, αφού δεν υπάρχει καμία μελέτη για την αντοχή αυτού του συστήματος φυσικής αποχέτευσης - ούτε, βέβαια, πρόβλεψη για εγκατάσταση βιολογικού καθαρισμού- σε μια περίοδο μάλιστα που το Κεντρικό Ζαγόρι δέχεται εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες σε ετήσια βάση. 3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η διαφορά στον τρόπο προσπορισμού του νερού αλλά και οι διαφορετικές ανάγκες για τη χρήση του στις δύο περιοχές παρήγαγαν αρχικά δύο τελείως διαφορετικούς τύπους διαχείρισης. Θα λεγε κανείς ότι ο παράγοντας τύχη έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αρχική διαχείριση του νερού στην Κρύα Βρύση, όπου η επί δεκαετίες απουσία συστηματικής υποδομής δε δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα. Αντίθετα, στο Κεντρικό Ζαγόρι η προσαρμογή στους φυσικούς περιορισμούς οδήγησε σε μια ισορροπημένη διαχείριση, η οποία υποστηρίχθηκε θεσμικά από την ενδοκοινοτική συνεννόηση και αλληλοϋποστήριξη. Σήμερα όμως οι όροι έχουν αντιστραφεί: ο παράγοντας τύχη στην Κρύα Βρύση έχει ελαχιστοποιηθεί, και η ελπίδα για μια συνολικότερη διαχείριση των υδάτινων πόρων, τέτοια που να ευνοεί την αειφορία φαίνεται να διατηρείται ζωντανή, όσο περισσότερο μάλιστα αυξάνεται ο όγκος παραγωγής των φιλικών προς το περιβάλλον βιολογικών προϊόντων στην περιοχή. Στο Κεντρικό Ζαγόρι, ωστόσο, ο αυξανόμενος όγκος των επισκεπτών και η συνακόλουθη οικολογική επιβάρυνση έχουν διαταράξει την προηγούμενη ισορροπία με απρόβλεπτες συνέπειες, που ενισχύονται από την πλήρη έλλειψη προγραμματισμού. Σε θεσμικό επίπεδο, πάντως, η διαφοροποίηση αυτή φαίνεται να προέρχεται από τις διαφορετικές αναπτυξιακές επιλογές του κράτους: η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής στη δεκαετία του 1960 οδήγησε στη συστηματική αντιμετώπιση των προβλημάτων στην Κρύα Βρύση από την άλλη, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η «βιομηχανία του τουρισμού», που εξελίσσεται ραγδαία στο Ζαγόρι και αλλού ως νέα αναπτυξιακή στρατηγική από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, δεν είναι καθόλου «ήπια», αλλά απαιτεί μακροχρόνια προγραμματισμό, επιστημονική προεργασία και κυρίως γενναίες δαπάνες για υποδομές. Από τη δική μας μεριά, των εκπαιδευτικών, τα μηνύματα είναι ελπιδοφόρα αναφορικά με την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης στους μαθητές. Οι στάσεις και τα στερεότυπα των μαθητών της Κρύας Βρύσης, όπως καταγράφηκαν στα ερωτηματολόγια, παρά τις αμφιταλαντεύσεις μας εξέπληξαν ευχάριστα. Από την προθυμία και τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπισαν την έρευνά μας, την ανησυχία τους για την ποσότητα και την ποιότητα του νερού στην περιοχή τους -άρα και την ποιότητα της καθημερινής τους ζωής- αλλά και το αίσθημα ευθύνης που διαφαίνεται μέσα από τις απαντήσεις τους, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι θα γίνουν πολύ πιο προσεκτικοί και συνειδητοί χρήστες του νερού, αναγνωρίζοντας τον πολύτιμο χαρακτήρα του ως φυσικού πόρου. Αλλά και στο επίπεδο της διδακτικής εμπειρίας το πρόγραμμα, παρά τις όποιες θεσμικές αντιξοότητες, μας πρόσφερε τη δυνατότητα να μάθουμε μ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, παράγοντας δηλαδή γνώση, να έρθουμε πιο κοντά στις ανάγκες των ίδιων των μαθητών, να πειραματιστούμε σε ζητήματα τεχνικής της εθνογραφικής μεθόδου, να ευαισθητοποιηθούμε σε ζητήματα πολιτικής μικρής κλίμακας. Να δοκιμάσουμε εν τέλει τις δομές ενός άλλου σχολείου, βιωματικού, πολύ πιο αποδοτικού και ευχάριστου, πολύ πιο κοντά στις ανάγκες των μαθητών και
των δασκάλων του για ουσιαστική διδασκαλία και όχι για αλλοτριωτικούς μηχανισμούς αποστήθισης, πειθαναγκασμού και αξιολόγησης. ΑΝΑΦΟΡΕΣ º Αθανασάκης Α., 1996. Περιβάλλον και Οικολογία στην Εκπαίδευση. Δαρδανός Αθήνα. º Γκέφου Μαδιανού Δ., 1999. Πολιτισμός και Εθνογραφία. Από τον Εθνογραφικό Ρεαλισμό στην Πολιτισμική Κριτική. Ελληνικά Γράμματα Αθήνα. º Δαλκαβούκης Β., 1999. Μετοικεσίες Ζαγορισίων (1750-1922). Προσεγγίσεις στις διαδικασίες προσαρμογής μιας τοπικής κοινωνίας στην ιστορική συγκυρία. Ριζάρειος Σχολή Θεσσαλονίκη. º Δαλκαβούκης Β., 2005. Η πένα και η γκλίτσα. Εθνοτική και εθνοτοπική ταυτότητα στο Ζαγόρι τον 20 ο αιώνα. Οδυσσέας Αθήνα. º Κουρτίδου Π., 2005. Το χωριό που ήταν κάποτε λίμνη. Η Κρύα Βρύση του χθες. Αδελφοί Κυριακίδη Θεσσαλονίκη. º Νιτσιάκος Β., 2001. Λαογραφία και Οικολογία. Χρυσούλα Χατζητάκη Καψωμένου (επ.), Ελληνικός Παραδοσιακός Πολιτισμός. Λαογραφία και Ιστορία. Παρατηρητής Θεσσαλονίκη, 106-113. º Νόττας Β., Σταθακόπουλος Π., 1998. Κρύα Βρύση. Μαρτυρίες. Δήμος Κρύας Βρύσης. º Σπιλάνης Γ., 1995. Το περιβάλλον αποτελεί ανασταλτική ή περιοριστική παράμετρο για την περιφερειακή ανάπτυξη; Η αναγκαιότητα του χωρικού σχεδιασμού. Ανακοίνωση στο Συνέδριο Περιφερειακή Ανάπτυξη, Χωροταξία και Περιβάλλον στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθήνα. º Jickling B., 1992. Why I don t want my children to be educated for sustainable development. Journal of Environmental Education, 23 (4) 5-8. º Turner K., Pearce D., Bateman I., 1994. Environmental economics. Harvest Wheatsheaf London. º UNESCO, 1997. Environment and Society: Education and Public Awareness for Sustainability, Proceedings of the Thessaloniki International Conference. º Συνέντευξη με τον κ. Χ. Ουραηλίδη, Δήμαρχο Κρύας Βρύσης, 31/3/2006. º Συνέντευξη με τον κ. Γ. Σπυρίδη, υπάλληλο Δ.Ε.Υ.Α. Κρύας Βρύσης, 31/3/2006. º Συνέντευξη με τον κ. Β. Ζαρκάδα, αντιδήμαρχο του Δήμου Κεντρικού Ζαγορίου, 8/4/2006. º Συνέντευξη με τον κ. Κ. Δαλκαβούκη, μόνιμο κάτοικο Μονοδενδρίου, 8/4/2006.