6
Κεφάλαιο 1 Μία και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς. Ο Μάγκνους ήξερε τι ώρα είναι χάρη στο ογκώδες ρολόι, το ρολόι της μητέρας του, που είχε κάνει κατάληψη στο ράφι πάνω από το τζάκι. Στη γωνία, το κοράκι στο ψάθινο κλουβί μουρμούριζε και έκρωζε στον ύπνο του. Ο Μάγκνους περίμενε. Το δωμάτιο ήταν έτοιμο να υποδεχτεί επισκέπτες το τζάκι ήταν εφοδιασμένο με τύρφη και πάνω στο τραπέζι βρίσκονταν ένα μπουκάλι ουίσκι και το κέικ με τζίντζερ που είχε αγοράσει από το σουπερμάρκετ την τελευταία φορά που κατέβηκε στο Λέρικ. Τον έπαιρνε ο ύπνος, αλλά δεν ήθελε να πάει στο κρεβάτι μπορεί κάποιος να περνούσε. Βλέποντας το αναμμένο φως από το παράθυρο, μπορεί να ερχόταν κάποιος, με γέλια και κανένα ποτό και έτοιμος να του διηγηθεί ιστορίες. Οκτώ χρόνια τώρα δεν είχε περάσει κανείς για να του ευχηθεί καλή χρονιά, όμως ο Μάγκνους ακόμα περίμενε. Έξω επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Δεν φυσούσε καθόλου. Στα Σέτλαντ η νηνεμία ήταν κάτι το συνταρακτικό. Οι άνθρωποι αφουγκράζονταν και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι δεν πήγαινε καλά. Νωρίτερα την ίδια μέρα είχε ρίξει λίγο χιόνι, αλλά πριν πέσει το σκοτάδι καλύφθηκε από ένα στιλπνό στρώμα πάγου. Κάθε κρύσταλλος λαμπύριζε σαν διαμάντι στο τελευταίο φως της ημέρας 7
και, όταν σκοτείνιασε, στο φως του φάρου. Η παγωνιά ήταν άλλος ένας λόγος που ο Μάγκνους δεν ήθελε να κουνηθεί. Στην κρεβατοκάμαρα το παράθυρο θα είχε πιάσει πάγο από μέσα και τα σεντόνια θα ήταν κρύα και υγρά. Πρέπει να κοιμήθηκε. Αν ήταν ξύπνιος θα τις είχε α- κούσει να πλησιάζουν δεν ήταν σε καμία περίπτωση αθόρυβες. Δεν είχαν σκοπό να τον αιφνιδιάσουν. Θα είχε α- κούσει τα γέλια και το τρίκλισμά τους, θα είχε δει από το γυμνό παράθυρο τη φωτεινή δέσμη του φακού να χορεύει στο σκοτάδι. Τον ξύπνησε το δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Πετάχτηκε, συνειδητοποιώντας ότι έβλεπε εφιάλτη πριν, χωρίς όμως να θυμάται λεπτομέρειες. «Περάστε», φώναξε. «Περάστε, περάστε.» Σηκώθηκε με δυσκολία, τα πόδια του είχαν μουδιάσει και πονούσαν. Πρέπει να είχαν ήδη ανοίξει την εξωτερική πόρτα. Άκουγε τους ψιθύρους τους. Η πόρτα άνοιξε προς τα μέσα επιτρέποντας την είσοδο σ ένα ρεύμα παγωμένου αέρα και σε δύο νεαρά κορίτσια, με φανταχτερό ντύσιμο και χτυπητά χρώματα σαν εξωτικά πουλιά. Ο Μάγκνους κατάλαβε ότι ήταν μεθυσμένες. Στηρίζονταν η μία πάνω στην άλλη για να μην πέσουν. Δεν ήταν κατάλληλα ντυμένες γι αυτόν τον καιρό, κι όμως τα μάγουλά τους ήταν αναψοκοκκινισμένα κι έ- νιωθε τη ζωντάνια τους να τον τυλίγει σαν θερμό κύμα. Η μία ήταν ξανθιά και η άλλη μελαχρινή. Η ξανθιά ήταν πιο όμορφη, με καμπύλες και λείο δέρμα, ωστόσο ο Μάγκνους έστρεψε την προσοχή του στη μελαχρινή πρώτα τα μαύρα μαλλιά της φωτίζονταν από μπλε ανταύγειες. Θα ήθελε όσο τίποτε άλλο να απλώσει το χέρι του και να αγγίξει ε- κείνα τα μαλλιά, όμως ήξερε ότι δεν έπρεπε να το κάνει. 8
Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να τρομάξει τις κοπέλες. «Περάστε», είπε πάλι, παρόλο που βρίσκονταν ήδη μέσα στο σπίτι. Σκέφτηκε ότι θα ακουγόταν σαν ξεμωραμένος γέρος που επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια λόγια, χωρίς κανένα νόημα. Οι άνθρωποι πάντα τον κορόιδευαν. Τον αποκαλούσαν χαζό, και ίσως να είχαν δίκιο. Ένιωσε ένα χαμόγελο να απλώνεται άθελά του στο πρόσωπό του και άκουσε τη φωνή της μητέρας του μέσα του. Σταμάτα να χαμογελάς σαν ηλίθιος. Θέλεις να νομίζει ο κόσμος ότι είσαι ακόμα πιο χαζός απ ό,τι είσαι στην πραγματικότητα; Τα κορίτσια προχώρησαν μέσα στο δωμάτιο χαζογελώντας. Ο Μάγκνους έκλεισε τις πόρτες πίσω τους την εξωτερική πόρτα που είχε στραβώσει από τον καιρό και την εσωτερική που οδηγούσε στα ενδότερα του σπιτιού. Ήθελε να κρατήσει έξω το κρύο και επίσης φοβόταν ότι οι κοπέλες θα το έσκαγαν. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως δύο τόσο όμορφα πλάσματα είχαν εμφανιστεί στο κατώφλι του. «Καθίστε», τους είπε. Είχε μόνο μία πολυθρόνα, αλλά τράβηξε από το τραπέζι και δύο καρέκλες που είχε φτιάξει ο θείος του με ξύλα ξεβρασμένα στην ακτή. «Θα πιούμε κάτι παρέα για να καλωσορίσουμε τον καινούριο χρόνο.» Τα κορίτσια χασκογέλασαν πάλι και με αβέβαια βήματα σωριάστηκαν στις καρέκλες. Είχαν χρωματιστές τούφες στα μαλλιά τους και ρούχα με γουνάκι, βελούδο και μετάξι. Η ξανθιά φορούσε χαμηλά δερμάτινα μποτάκια, τόσο γυαλιστερά που θύμιζαν υγρή πίσσα, με ασημί κούμπωμα και μικρές αλυσίδες. Ήταν μυτερά μπροστά, με ψηλά τακούνια. Ο Μάγκνους δεν είχε ξαναδεί τέτοια 9
παπούτσια, και για μερικά δευτερόλεπτα δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω τους. Τα παπούτσια της μελαχρινής κοπέλας ήταν κόκκινα. Ο Μάγκνους στάθηκε στην κορυφή του τραπεζιού. «Δεν γνωριζόμαστε, νομίζω», είπε, παρόλο που παρατηρώντας τες πιο προσεκτικά συνειδητοποίησε ότι πρέπει να τις είχε δει να περνούν μπροστά από το σπίτι. Προσπαθούσε να μιλάει αργά για να τον καταλαβαίνουν. Καμιά φορά δεν μιλούσε καθαρά. Οι λέξεις ακούγονταν παράξενες στ αυτιά του, σαν το κρώξιμο του πουλιού. Είχε μάθει στο κοράκι μερικές λέξεις. Ήταν βδομάδες που δεν είχε κανέναν άλλον για να μιλήσει. Έβαλε τα δυνατά του για να αρθρώσει άλλη μια πρόταση. «Από πού είστε;» «Είχαμε πάει στο Λέρικ.» Οι καρέκλες ήταν χαμηλές και η ξανθιά αναγκαζόταν να γέρνει πίσω το κεφάλι της για να τον αντικρίσει. Ο Μάγκνους μπορούσε να δει τη γλώσσα της και τον ροζ λαιμό της. Το κοντό μεταξωτό μπλουζάκι της είχε απομακρυνθεί από τη φούστα και ε- κείνος κάρφωσε για λίγο το βλέμμα σε μια λωρίδα από το δέρμα της, που έδειχνε απαλό σαν το ύφασμα της μπλούζας και τον αφαλό της. «Για την πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Μας έφεραν με αυτοκίνητο μέχρι την άκρη του δρόμου. Πηγαίναμε σπίτι και είδαμε το φως σας.» «Να πιούμε, λοιπόν, κάτι;» είπε ο άντρας με ανυπομονησία. «Τι λέτε;» Κοίταξε το μελαχρινό κορίτσι που παρατηρούσε το δωμάτιο. Το βλέμμα της περιφερόταν αργά, καταγράφοντας κάθε λεπτομέρεια, όμως του απάντησε και πάλι η ξανθιά. «Έχουμε φέρει κι εμείς κάτι να πιούμε.» Η κοπέλα έβγαλε ένα μπουκάλι από την πλεκτή τσάντα που κρα- 10
τούσε σφιχτά στα γόνατά της. Ήταν κλεισμένο με φελλό, και το περιεχόμενό του έφτανε λίγο πάνω από τη μέση. Του φαινόταν σαν άσπρο κρασί, αλλά δεν ήταν και σίγουρος. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ κρασί. Η κοπέλα άρχισε να τραβάει τον φελλό από το μπουκάλι με τα κοφτερά, λευκά της δόντια. Ο Μάγκνους σοκαρίστηκε. Μόλις συνειδητοποίησε τι προσπαθούσε να κάνει, ήθελε να βάλει τις φωνές για να τη σταματήσει. Φαντάστηκε τα δόντια της να σπάνε από τη ρίζα τους. Έπρεπε να προσφερθεί να ανοίξει εκείνος το μπουκάλι. Αυτό θα έκανε ένας τζέντλεμαν. Όμως ο Μάγκνους δεν έκανε τίποτα, μόνο την κοίταζε, συνεπαρμένος. Το κορίτσι ήπιε από το μπουκάλι, σκούπισε τα χείλη με το χέρι και το έδωσε στη φίλη της. Ο Μάγκνους πήγε να βάλει ουίσκι για λογαριασμό του. Τα χέρια του έτρεμαν και έχυσε μια δυο σταγόνες στον μουσαμά καθώς γέμιζε το ποτήρι του. Το σήκωσε ψηλά, ενώ η μελαχρινή κοπέλα σήκωσε κι εκείνη το μπουκάλι του κρασιού και τσούγκρισαν. Το κορίτσι είχε σχιστά μάτια. Τα βλέφαρα ήταν βαμμένα με μπλε και γκρι σκιά και μαύρο μολύβι. «Είμαι η Σάλι», είπε η ξανθιά. Δεν είχε την ικανότητα να παραμένει σιωπηλή όπως η μελαχρινή. Ήταν ο τύπος της φασαριόζας, έκρινε ο Μάγκνους. Όλο φλυαρίες και σαματά. «Σάλι Χένρι.» «Χένρι», επανέλαβε ο Μάγκνους. Το όνομα του ήταν γνωστό, χωρίς όμως να μπορεί να θυμηθεί από πού. Είχε αρχίσει σιγά σιγά να τα χάνει. Ποτέ δεν είχε κοφτερό μυαλό, αλλά τώρα πια έπρεπε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να σκεφτεί. Σαν να προσπαθούσε να δει κάτι στη θάλασσα μέσα από πυκνή ομίχλη. Μπορούσε να δια- 11
κρίνει σχήματα στο περίπου, όμως ήταν δύσκολο να ε- στιάσει κάπου. «Πού μένεις;» «Στο σπίτι στην άκρη του κόλπου», του είπε. «Δίπλα στο σχολείο.» «Η μητέρα σου είναι η δασκάλα του σχολείου.» Τη θυμήθηκε. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα. Είχε έρθει από κάποιο νησί από τα βόρεια. Από το Ανστ ή το Γελ ίσως. Είχε παντρευτεί έναν τύπο από το Μπρέσι που δούλευε στον δήμο. Ο Μάγκνους τον είχε δει να οδηγεί ένα μεγάλο 4x4. «Ναι», είπε η κοπέλα αναστενάζοντας. «Κι εσένα;» ρώτησε γυρνώντας προς το μελαχρινό κορίτσι, που τον ενδιέφερε περισσότερο. Τον ενδιέφερε τόσο, που το βλέμμα του επέστρεφε συνέχεια σ εκείνη. «Πώς σε λένε;» «Κάθριν Ρος», του απάντησε, μιλώντας για πρώτη φορά. Η φωνή της ήταν αρκετά βαθιά για την ηλικία της, σκέφτηκε ο Μάγκνους. Βαθιά και απαλή. Μια φωνή γλυκιά σαν σιρόπι. Αφαιρέθηκε προς στιγμή και θυμήθηκε τη μητέρα του να ρίχνει σιρόπι με το κουτάλι στο μείγμα για το κέικ με τζίντζερ και να στριφογυρίζει το κουτάλι πάνω απ την κατσαρόλα για να πιάσει ό,τι είχε απομείνει και να του το δώσει να το γλείψει. Ασυναίσθητα πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα χείλη του, και ντράπηκε όταν διαπίστωσε ότι η Κάθριν τον παρατηρούσε. Είχε σταθερό βλέμμα. «Δεν είσαι αποδώ.» Το κατάλαβε από την προφορά της. «Αγγλίδα;» «Μένω εδώ έναν χρόνο.» 12
«Είστε φίλες;» Η έννοια της φιλίας ήταν άγνωστη για κείνον. Είχε άραγε ποτέ φίλους; Το σκέφτηκε για λίγο. «Είστε κολλητές. Έτσι δεν είναι;» «Φυσικά», είπε η Σάλι. «Οι καλύτερες φίλες.» Και άρχισαν πάλι να γελάνε, δίνοντας το μπουκάλι η μία στην άλλη κι έτσι όπως έκαναν πίσω τα κεφάλια τους για να πιουν, οι λαιμοί τους φαίνονταν άσπροι σαν την κιμωλία στο φως της γυμνής λάμπας που κρεμόταν πάνω απ το τραπέζι. 13
Κεφάλαιο 2 Πέντε λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Βρίσκονταν όλοι στους δρόμους του Λέρικ γύρω απ την πλατεία, γινόταν χαμός. Όλοι ήταν πιωμένοι, αλλά όχι τόσο ώστε να γίνουν επιθετικοί. Ήταν απλώς πιο χαλαροί και είχαν την αίσθηση ότι ανήκαν εκεί, αποτελούσαν κομμάτι αυτού του πλήθους που γελούσε κι έπινε. Η Σάλι σκέφτηκε ότι ο πατέρας της έπρεπε να το δει αυτό. Θα καταλάβαινε ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί. Μπορεί ακόμα και να το διασκέδαζε. Παραμονή Πρωτοχρονιάς στα Σέτλαντ. Δεν ή- ταν δα και στη Νέα Υόρκη. Ούτε στο Λονδίνο. Τι θα μπορούσε να συμβεί; Η Σάλι τούς περισσότερους από τους ανθρώπους γύρω της τους γνώριζε. Ένιωσε τον δυνατό ήχο των μπάσων να διαπερνά το σώμα της και να στροβιλίζεται γύρω από το κεφάλι της. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν η μουσική, όμως παραδόθηκε σ αυτή όπως και οι υπόλοιποι. Και μετά οι καμπάνες σήμαναν μεσάνυχτα και άρχισε να παίζει το καθιερωμένο τραγούδι για την αλλαγή του χρόνου, και η Σάλι αγκάλιαζε όποιον έβλεπε μπροστά της. Έπιασε τον εαυτό της να χαμουρεύεται μ έναν τύπο, που σε μια στιγμή διαύγειας συνειδητοποίησε πως ήταν καθηγητής μαθηματικών στο Γυμνάσιο Άντερσον και ακόμα πιο τύφλα από την ίδια. 14
Αργότερα, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί στη συνέχεια. Δεν θυμόταν λεπτομέρειες ούτε τη χρονική σειρά των γεγονότων. Είχε δει τον Ρόμπερτ Ίσμπιστερ, πελώριο σαν αρκούδα, να στέκεται έξω από το «Lounge» μ ένα κόκκινο κουτάκι μπίρας στο χέρι και να τους παρατηρεί όλους. Μπορεί υποσυνείδητα η Σάλι να τον έψαχνε. Θυμήθηκε ότι τον πλησίασε ανέμελα, με τους γοφούς της να λικνίζονται στον ρυθμό της μουσικής, σχεδόν χορεύοντας. Στάθηκε μπροστά του χωρίς να μιλήσει, αλλά ταυτόχρονα φλερτάροντας. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, ή- ταν σίγουρη ότι τον φλέρταρε. Δεν έπιασε τον καρπό του; Και χάιδεψε μάλιστα τις απαλές χρυσαφιές τρίχες στο χέρι του όπως θα χάιδευε ένα ζώο. Δεν θα το έκανε ποτέ αυτό νηφάλια. Δεν θα είχε καν το θάρρος να τον πλησιάσει, παρόλο που ονειρευόταν τη σκηνή εδώ και βδομάδες, και είχε φανταστεί κάθε λεπτομέρεια. Είχε σηκωμένα τα μανίκια του μέχρι τους αγκώνες, παρά το κρύο, και φορούσε ένα ρολόι με χρυσό μπρασελέ. Η Σάλι θα το θυμόταν αυτό. Θα αποτυπωνόταν στη μνήμη της. Ίσως να μην ήταν πραγματικά χρυσό, αλλά με τον Ρόμπερτ Ίσμπιστερ ποιος μπορούσε να ξέρει; Μετά θυμόταν την Κάθριν να της λέει ότι είχε καταφέρει κάποιον να τους πάει σπίτι, τουλάχιστον μέχρι τη στροφή για το Ρέιβενσουικ. Η Σάλι δεν είχε καμία όρεξη να φύγει, αλλά η Κάθριν πρέπει να την έπεισε γιατί με κάποιον τρόπο βρέθηκε στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου. Ήταν όπως στο όνειρό της, αφού ο Ρόμπερτ βρισκόταν κι εκείνος στο αυτοκίνητο. Καθόταν δίπλα της, τόσο κοντά που αισθανόταν το τζιν του να ακουμπάει στο πόδι της και το γυμνό χέρι του στον σβέρκο της. Η αναπνοή 15
του μύριζε μπίρα. Η μυρωδιά τής έφερνε εμετό, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει στον εαυτό της να ξεράσει. Όχι μπροστά στον Ρόμπερτ Ίσμπιστερ. Μαζί τους στο πίσω κάθισμα είχε χωθεί άλλο ένα ζευγάρι. Της φάνηκε ότι τους ήξερε και τους δύο. Ο τύπος ήταν από τα νότια και σπούδαζε στο Αμπερντίν. Το κορίτσι, πάλι, έμενε στο Λέρικ και ήταν νοσοκόμα στο «Γκίλμπερτ Μπέιν». Τη συγκεκριμένη στιγμή καταβρόχθιζαν ο ένας τον άλλον. Το κορίτσι ήταν από κάτω, με τον τύπο από πάνω της να δαγκώνει τα χείλη της, τον λαιμό, τους λοβούς των αυτιών της, και μετά να ανοίγει διάπλατα το στόμα του λες και ήθελε να την καταπιεί ολόκληρη. Όταν η Σάλι στράφηκε και πάλι προς τον Ρόμπερτ, εκείνος τη φίλησε, αργά και απαλά, όχι όπως ο λύκος την Κοκκινοσκουφίτσα. Η Σάλι δεν ένιωσε πάντως ότι την καταβρόχθιζαν. Δεν μπορούσε να δει καλά τον οδηγό. Καθόταν ακριβώς από πίσω του και το μόνο που διέκρινε ήταν ένα κεφάλι και δύο ώμοι κάτω από το χοντρό μπουφάν. Ο οδηγός δεν μιλούσε, ούτε στην ίδια ούτε στην Κάθριν που καθόταν δίπλα του. Μπορεί να ήταν τσαντισμένος που είχε αναγκαστεί να τους πάρει μαζί του. Η Σάλι είχε σκοπό να του πιάσει την κουβέντα, έτσι από ευγένεια, αλλά τότε ο Ρόμπερτ τη φίλησε ξανά και της απέσπασε την προσοχή. Δεν έπαιζε μουσική στο αυτοκίνητο, δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος πέρα από της μηχανής, που έδειχνε να ζορίζεται, και από τα σαλιαρίσματα του ζευγαριού το οποίο είχε στριμωχτεί δίπλα της. «Σταμάτα!» Αυτή ήταν η φωνή της Κάθριν. Δεν μίλησε δυνατά, αλλά μέσα στην ησυχία τούς ξάφνιασε όλους. 16
Η αγγλική προφορά της κουδούνισε στ αυτιά της Σάλι. «Σταμάτα εδώ, να κατέβουμε εγώ και η Σάλι. Εκτός αν θες να μας πας μέχρι το σχολείο.» «Δεν υπάρχει περίπτωση, φίλε», μπήκε στη μέση ο φοιτητής αφού άφησε για λίγο τη νοσοκόμα. «Έχουμε ήδη αργήσει στο πάρτι.» «Ελάτε μαζί μας», είπε ο Ρόμπερτ. «Ελάτε κι εσείς στο πάρτι.» Η πρόσκλησή του ήταν πειρασμός και απευθυνόταν στη Σάλι, όμως απάντησε η Κάθριν. «Όχι, δεν γίνεται. Η Σάλι υποτίθεται ότι θα ερχόταν στο σπίτι μου απόψε. Οι γονείς της δεν την άφηναν να κατέβει στην πόλη. Αν δεν γυρίσουμε σύντομα, θα έρθουν να τη βρουν.» Η Σάλι δεν χάρηκε καθόλου που η Κάθριν είχε απαντήσει εκ μέρους της, όμως ήξερε ότι η φίλη της είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να κάνει καμιά βλακεία τώρα. Αν η μητέρα της ανακάλυπτε πού είχε πάει, θα γινόταν έξαλλη. Ο πατέρας της ήταν λογικός άνθρωπος, όταν του επιτρεπόταν να έχει άποψη, όμως η μητέρα της ήταν τρελή. Κάθε ίχνος μαγείας είχε πια χαθεί και η Σάλι επέστρεψε στην πραγματικότητα. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του Ρόμπερτ, πέρασε από πάνω του και βγήκε απ το αυτοκίνητο. Το κρύο τής έκοψε την ανάσα, της έφερε ζαλάδα και ευφορία, σαν να είχε μόλις πιει άλλο ένα ποτό. Στάθηκαν με την Κάθριν δίπλα δίπλα παρακολουθώντας τα πίσω φώτα του αυτοκινήτου ν απομακρύνονται. «Μαλάκες!» είπε η Κάθριν, τόσο θυμωμένα που η Σάλι αναρωτήθηκε αν είχε παιχτεί κάτι ανάμεσα στη φίλη της και τον οδηγό. «Θα μπορούσαν να μας πάνε μέχρι το σπίτι.» Έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε έναν μικρό φα- 17
κό και φώτισε τον δρόμο μπροστά τους. Κλασική Κάθριν. Πάντα προετοιμασμένη για όλα. «Πάντως», είπε η Σάλι καθώς τα χείλη της σχημάτιζαν ένα σαχλό και πλατύ χαμόγελο, «καλά περάσαμε. Γαμάτο βράδυ.» Κρεμώντας την τσάντα της στον ώμο, ένιωσε να χτυπάει τον γοφό της κάτι βαρύ. Έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι κρασί, ανοιγμένο, μ έναν φελλό από πάνω. Από πού είχε ξεφυτρώσει αυτό; Δεν θυμόταν απολύτως τίποτα. Το έδειξε στην Κάθριν θέλοντας να της φτιάξει το κέφι. «Κοίτα. Αυτό εδώ θα μας κρατήσει παρέα μέχρι να φτάσουμε σπίτι.» Γέλασαν και προχώρησαν παραπατώντας στον δρόμο που είχε πιάσει πάγο. Το φωτισμένο τετράγωνο πλαίσιο εμφανίστηκε μπροστά τους από το πουθενά και τις ξάφνιασε. «Πού διάολο είμαστε; Δεν μπορεί να φτάσαμε κιόλας.» Για πρώτη φορά η Κάθριν ακουγόταν ανήσυχη, λιγότερο σίγουρη για τον εαυτό της, αποπροσανατολισμένη. «Στο Χίλχεντ. Το σπίτι στην κορυφή του λόφου.» «Μένει κάποιος εκεί; Νόμιζα ότι ήταν άδειο.» «Το έχει ένας γέρος», απάντησε η Σάλι. «Ο Μάγκνους Τέιτ. Ακούγεται ότι είναι λίγο χαζός. Ζει απομονωμένος απ όλο τον κόσμο. Πάντα μας έλεγαν να μην τον πλησιάζουμε.» Η Κάθριν δεν φοβόταν τώρα. Ή μπορεί απλώς να το έπαιζε γενναία. «Μα είναι εκεί μέσα ολομόναχος. Πρέπει να πάμε να του ευχηθούμε καλή χρονιά.» «Αφού σου είπα. Δεν είναι στα καλά του.» «Φοβάσαι», είπε η Κάθριν σχεδόν ψιθυριστά. 18
Έχω χεστεί από τον φόβο μου, και δεν ξέρω καν γιατί. «Μη λες βλακείες.» «Σε προκαλώ.» Η Κάθριν πήρε το μπουκάλι από την τσάντα της Σάλι. Ήπιε μια γουλιά, έβαλε το πώμα στη θέση του και της το έδωσε ξανά. Η Σάλι χτύπησε δυνατά τα πόδια της στο έδαφος σε ένδειξη διαμαρτυρίας, για να δείξει πόσο γελοίο ήταν να στέκονται εκεί μες στο κρύο. «Πρέπει να γυρίσουμε. Εσύ το είπες ότι οι δικοί μου θα περιμένουν.» «Θα τους πούμε ότι κάναμε ποδαρικό στους γείτονες. Άντε, λοιπόν. Σε προκαλώ.» «Δεν πάω μόνη μου.» «Καλά. Θα πάμε και οι δύο.» Η Σάλι δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό ήταν το σχέδιο της Κάθριν από την αρχή ή αν είχε βρεθεί άθελά της σ αυτή τη θέση και τώρα δεν μπορούσε να ξεγλιστρήσει χωρίς να θιγεί η αξιοπρέπειά της. Το σπίτι ήταν πιο μέσα απ τον δρόμο. Δεν υπήρχε κανονικό μονοπάτι. Καθώς πλησίαζαν, η Κάθριν έστρεψε προς τα εκεί τον φακό της και η δέσμη του φωτός έπεσε πάνω στην γκρίζα στέγη από σχιστόλιθο, και μετά στον σωρό με τις μπρικέτες τύρφης δίπλα στην είσοδο. Μύριζαν τον καπνό που έβγαινε απ την καμινάδα. Η πράσινη μπογιά της εξώπορτας είχε πετάξει φουσκάλες πάνω στο αλουστράριστο ξύλο. «Άντε, λοιπόν», είπε η Κάθριν. «Χτύπα.» Η Σάλι χτύπησε διστακτικά. «Μπορεί να έχει πάει για ύπνο και να άφησε απλώς το φως ανοιχτό.» 19
«Δεν έχει πάει για ύπνο. Τον βλέπω μέσα.» Η Κάθριν προχώρησε και χτύπησε με τη γροθιά της την εσωτερική πόρτα. Είναι παλαβή, σκέφτηκε η Σάλι. Δεν ξέρει πού πάει να μπλέξει. Και αυτό που κάνουμε είναι τρελό. Ήθελε να το βάλει στα πόδια, να γυρίσει στους βαρετούς και συνετούς γονείς της. Όμως πριν προλάβει να κουνηθεί, α- κούστηκε θόρυβος από μέσα, η Κάθριν είχε ήδη ανοίξει την πόρτα και μπήκαν μαζί τρικλίζοντας στο δωμάτιο, α- νοιγοκλείνοντας τα μάτια τους καθώς τις τύφλωνε το δυνατό φως. Ο γέρος ερχόταν προς το μέρος τους και η Σάλι τον κοίταζε σαν χαζή. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν ευγενικό, κι όμως δεν μπορούσε να μην τον κοιτάζει. Τον είχε ξαναδεί από μακριά μόνο. Η μητέρα της, που ήταν τόσο φιλεύσπλαχνη όταν επρόκειτο για τους ηλικιωμένους γείτονές της, τόσο καλή χριστιανή που προθυμοποιούνταν να τους κάνει τα ψώνια και τους πρόσφερε σούπες και ψητά, α- πέφευγε κάθε επαφή με τον Μάγκνους Τέιτ. Έσπρωχνε βιαστικά τη Σάλι όταν περνούσαν μπροστά απ το σπίτι και ο άντρας στεκόταν απέξω. «Δεν πρέπει να πας ποτέ εκεί μέσα», της είχε πει η μητέρα της όταν ήταν μικρή. «Είναι κακός άνθρωπος. Είναι επικίνδυνο μέρος για μικρά κορίτσια.» Έτσι, το μικρό αγρόκτημα είχε εξάψει την περιέργεια της Σάλι. Το χάζευε όταν πηγαινοερχόταν στην πόλη. Είχε παρατηρήσει από μακριά τον άντρα σκυμμένο πάνω από τα πρόβατα καθώς τα κούρευε. Είχε δει τη σιλουέτα του με φόντο τον ήλιο, όταν αυτός στεκόταν έξω απ το σπίτι και κοίταζε κάτω στον δρόμο. Τώρα που τον έβλεπε από τόσο κοντά, νόμιζε ότι είχε απέναντί της κάποιον ήρωα παραμυθιού. 20
Την κοίταζε κι εκείνος επίμονα, κι έμοιαζε να έχει βγει πραγματικά από παιδικό βιβλίο. Σαν στοιχειό, σκέφτηκε ξαφνικά η Σάλι. Αυτό της θύμισε, με τα κοντόχοντρα πόδια του, τον κοντό και ογκώδη κορμό του, την ελαφριά καμπούρα, το μικρό σαν σχισμή στόμα και τα άσχημα, κιτρινισμένα δόντια του. Ποτέ δεν της άρεσαν οι ιστορίες για στοιχειά που ζούσαν κάτω από γέφυρες. Όταν ήταν πολύ μικρή, φοβόταν να διασχίσει τη γέφυρα στο ρέμα για να πάει σπίτι της. Φανταζόταν το στοιχειό να κρύβεται από κάτω, με τα μάτια κόκκινα σαν φλόγες, μαζεμένο κι έτοιμο να της επιτεθεί. Τώρα αναρωτιόταν αν η Κάθριν είχε μαζί της τη φωτογραφική μηχανή. Έπρεπε να βγάλει οπωσδήποτε φωτογραφία αυτόν τον γέρο. Ο Μάγκνους κοιτούσε τα κορίτσια με κόκκινα μάτια που δεν μπορούσαν να εστιάσουν και έμοιαζαν να μη βλέπουν καθαρά. «Περάστε», είπε. «Περάστε.» Και τα χείλη του χωρίστηκαν για να χαμογελάσει, αποκαλύπτοντας τα δόντια του. Η Σάλι άρχισε να φλυαρεί. Το έκανε πάντα όταν αισθανόταν αμηχανία. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της χωρίς η ίδια να το καταλαβαίνει. Ο Μάγκνους έκλεισε την πόρτα πίσω τους και στάθηκε ανάμεσα στα κορίτσια και την έξοδο. Τους πρόσφερε ουίσκι, αλλά η Σάλι δεν ήταν χαζή για να το πιει. Ποιος ξέρει τι μπορεί να είχε βάλει μέσα; Έβγαλε το κρασί από την τσάντα της, χαμογέλασε για να μην τον θυμώσει και συνέχισε την κουβέντα. Η Σάλι πήγε να σηκωθεί, όμως ο άντρας κρατούσε ένα μαχαίρι, μακρύ και μυτερό με μαύρη λαβή. Το χρησιμοποίησε για να κόψει ένα κέικ που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. 21
«Πρέπει να φύγουμε», είπε η Σάλι. «Αλήθεια, οι γονείς μου θ ανησυχούν.» Όμως οι άλλοι συμπεριφέρονταν σαν να μην την είχαν ακούσει. Είδε με τρόμο την Κάθριν να απλώνει το χέρι της, να παίρνει ένα κομμάτι κέικ και να το χώνει στο στόμα της. Η Σάλι κοίταζε τα ψίχουλα στα χείλη της φίλης της και ανάμεσα από τα δόντια της. Ο γέρος στεκόταν από πάνω τους κρατώντας το μαχαίρι. Η Σάλι πρόσεξε το πουλί στο κλουβί, καθώς κοίταζε γύρω της αναζητώντας εναλλακτικό δρόμο διαφυγής. «Τι είν αυτό;» ρώτησε απότομα. Οι λέξεις πετάχτηκαν από το στόμα της πριν προλάβει να τις εμποδίσει «Κοράκι.» Ο άντρας στεκόταν ακίνητος και την κοίταζε, ώσπου ακούμπησε το μαχαίρι προσεκτικά στο τραπέζι. «Δεν είναι σκληρό να το κρατάτε φυλακισμένο εκεί μέσα;» «Είχε σπασμένο φτερό. Δεν θα μπορούσε να πετάξει ακόμα κι αν το άφηνα να φύγει.» Όμως η Σάλι δεν άκουγε τις εξηγήσεις του γέρου. Σκεφτόταν ότι ήθελε να τις κρατήσει στο σπίτι του φυλακισμένες, σαν το μαύρο πουλί με το τρομακτικό ράμφος και το τραυματισμένο φτερό. Και τότε η Κάθριν σηκώθηκε, τινάζοντας τα ψίχουλα του κέικ από τα χέρια της. Η Σάλι την ακολούθησε. Η Κάθριν πλησίασε τον γέρο τόσο πολύ, που θα μπορούσε να τον αγγίξει. Ήταν ψηλότερη από εκείνον και τον κοιτούσε από ψηλά. Για μερικά φριχτά δευτερόλεπτα η Σάλι φοβήθηκε ότι η φίλη της σκόπευε να τον φιλήσει στο μάγουλο. 22
Αν το έκανε, θα ήταν αναγκασμένη να κάνει κι εκείνη το ίδιο. Δεν αφορούσε και αυτό η πρόκληση; Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση είχε η Σάλι. Από τη στιγμή που είχαν μπει στο σπίτι, όλα ήταν πρόκληση. Ο Μάγκνους δεν ήταν ξυρισμένος. Άγρια, γκρίζα γένια είχαν φυτρώσει στις ρυτίδες του προσώπου του. Το δόντια του ήταν κίτρινα και όλο σάλια. Η Σάλι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να τον ακουμπήσει. Ωστόσο, τα φριχτά δευτερόλεπτα πέρασαν και τα κορίτσια βρέθηκαν και πάλι έξω, γελώντας τόσο δυνατά που η Σάλι νόμιζε ότι θα κατουριόταν πάνω της ή θα σωριάζονταν κι οι δύο πάνω στο χιόνι. Όταν τα μάτια τους συνήθισαν και πάλι το σκοτάδι, δεν χρειάζονταν πια τον φακό να τους δείχνει τον δρόμο. Είχε βγει ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι και ήξεραν να πάνε σπίτι τους. Στης Κάθριν επικρατούσε ησυχία. Του πατέρα της δεν του άρεσαν οι εορτασμοί της Πρωτοχρονιάς και έτσι είχε πάει νωρίς για ύπνο. «Θα έρθεις μέσα;» ρώτησε η Κάθριν. «Άσε καλύτερα.» Η Σάλι ήξερε ότι αυτή ήταν η σωστή απάντηση. Μερικές φορές δεν μπορούσε με καμία δύναμη να καταλάβει τι σκεφτόταν η Κάθριν. Άλλες φορές πάλι το γνώριζε με ακρίβεια. Εκείνη τη στιγμή ήξερε ότι η Κάθριν προτιμούσε να μείνει μόνη της. «Λέω να κρατήσω εγώ το μπουκάλι. Να κρύψω τα ε- νοχοποιητικά στοιχεία.» «Εντάξει.» «Θα καθίσω λίγο εδώ, να σε παρακολουθώ μέχρι να φτάσεις σπίτι», είπε η Κάθριν. 23
«Δεν χρειάζεται.» Όμως εκείνη περίμενε, γερμένη στον φράχτη. Όταν η Σάλι γύρισε για μια στιγμή προς τα πίσω, η Κάθριν ήταν ακόμη εκεί. 24
1