Φυσική κατάσταση Η φυσική υγεία ή φυσική κατάσταση (όπως συνηθίζεται να αποκαλείται στους κόλπους των επαγγελματιών της άσκησης), που αντιστοιχεί στον αγγλικό όρο Physical Fitness, είναι ένας πολυδιάστατος όρος που δεν αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ικανότητα, αλλά αποτελεί συνισταμένη πολλών παραμέτρων που αναφέρονται στην υγεία (health-related components), σε διάφορες φυσιολογικές παραμέτρους (physiologic fitness components) και σε παραμέτρους που αναφέρονται στην κινητική απόδοση των ατόμων (skill-related components). Οι πρώτες (health-related components) προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση υγείας του ατόμου. Ένα άτομο με καλή κατάσταση υγείας πραγματοποιεί τις καθημερινές του ασχολίες με ζωντάνια και του περισσεύει αρκετή ενέργεια για ενασχολήσεις στον ελεύθερό του χρόνο και επιπλέον για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών. Συγκεκριμένα η καρδιοαναπνευστική αντοχή, η μυϊκή δύναμη και αντοχή, η κινητικότητα των αρθρώσεων, καθώς και η σύσταση σώματος περιγράφουν τη φυσική υγεία του ατόμου. Οι φυσιολογικές παράμετροι (physiologic fitness components) διαφέρουν από αυτές που προσδιορίζουν την κατάσταση υγείας (health-related components) του ατόμου και σχετίζονται με τα βιολογικά του συστήματα, επηρεάζονται δε από τις καθημερινές του δραστηριότητες. Συγκεκριμένα οι παράμετροι αυτοί της φυσικής κατάστασης αναφέρονται στην κατάσταση του μεταβολισμού, της οστικής πυκνότητας, στην τοπική εναπόθεση λίπους, στην αναλογία άλιπου και λιπώδη ιστού και τέλος σε εκείνες τις μεταβλητές που προλαμβάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη ή καρδιοαναπνευστικών ασθενειών (ACSM, 2006). Ο υπολογισμός των δύο αυτών παραμέτρων της φυσικής υγείας (health-related component και physiologic fitness components) είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την προαγωγή της υγείας και την πρόληψη ασθενειών και μπορούν να τροποποιηθούν με τη συστηματική φυσική δραστηριότητα και την άσκηση (ACSM, 2006). Τέλος οι παράμετροι που αναφέρονται στην κινητική απόδοση (skill-related components) προσδιορίζουν κυρίως τη δυνατότητα του ατόμου να συμμετέχει σε κάποια σπορ. Έτσι ικανότητες όπως είναι η ταχύτητα, η μυϊκή ισχύς, η επιδεξιότητα, η ισορροπία, ο συντονισμός και η ταχύτητα αντίδρασης αναφέρονται κυρίως στη δυνατότητα του ατόμου για αθλητική απόδοση. Παράμετροι της φυσικής κατάστασης που αναφέρονται στην υγεία Οι παράμετροι που αναφέρονται στη φυσική υγεία (health-related components) είναι οι ακόλουθες:
Σύσταση σώματος Η σύσταση σώματος αναφέρεται στην αναλογία λιπώδους και άλιπης σωματικής μάζας. Μπορεί να υπολογισθεί με πολλούς τρόπους που διαφέρουν ως προς την ακρίβεια, την πολυπλοκότητα της μεθόδου και το κόστος. Η αναγκαιότητα υπολογισμού της σύστασης σώματος προκύπτει από τη ραγδαία αύξηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες των υπέρβαρων ανθρώπων, η οποία συνδέεται με την εμφάνιση υπερλιπιδαιμίας, αλλά και με ασθένειες όπως είναι η υπέρταση, ο διαβήτης τύπου II, τα εγκεφαλικά επεισόδια και η στεφανιαία νόσος (National Institut of Health,1985 Ogden, Flegal, Caroll & Johnson, 2002). Η ζύγιση κάτω από το νερό σε δεξαμενή που αποτελούσε για χρόνια την πιο έγκυρη και αξιόπιστη μέθοδο υπολογισμού του σωματικού λίπους και η μέθοδος DEXA (Dual Energy X-ray Absorptiometry) αναφέρονται σήμερα ως οι πιο έγκυρες μέθοδοι υπολογισμού της σύστασης του σώματος (Kohrt, 1995). Η ζύγιση όμως κάτω από το νερό είναι δύσχρηστη τόσο για τον εξεταζόμενο όσο και για τον εξεταστή και ο εξοπλισμός για τη μέθοδο DEXA είναι πολύ ακριβός. Έτσι παρά την αξιοπιστία των μεθόδων αυτών, πρακτικοί και οικονομικοί λόγοι περιορίζουν τη χρήση τους στα ερευνητικά εργαστήρια. Μια από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους υπολογισμού του σωματικού λίπους αποτελεί η μέτρηση του πάχους των πτυχών του δέρματος, η οποία απαιτεί τη χρήση μόνο ενός δερματοπτυχόμετρου. Η μέθοδος αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι το 1/3 περίπου του συνολικού ποσοστού του σωματικού λίπους βρίσκεται στον υποδόριο ιστό και έχει μια απόκλιση της τάξης ±3,5% από το προβλεπόμενο συνολικό ποσοστό λίπους (ACSM, 2006). Καρδιοαναπνευστική αντοχή αερόβια ικανότητα Η αερόβια ικανότητα εκφράζει την καρδιοαναπνευστική αντοχή και ορίζεται ως η ικανότητα εκτέλεσης ενός μακροχρόνιου, υπομέγιστου σε ένταση έργου, σε συνθήκες επαρκούς ενεργειακού ισοζυγίου Ο 2 μεταξύ πρόσληψης και κατανάλωσής του (ACSM, 2006). Η αερόβια ικανότητα είναι ο πιο λειτουργικός δείκτης της φυσικής κατάστασης και της λειτουργικής προσαρμοστικότητας ολόκληρου του οργανισμού. Όσο μεγαλύτερη είναι η αερόβια ικανότητα ενός ατόμου, τόσο μεγαλύτερη είναι η βιολογική του ικανότητα. Ένα άτομο με μεγάλη αερόβια ικανότητα έχει μεγάλη αντοχή και ενεργητικότητα (Κλεισούρας, 1990). Όσον αφορά την εκτίμηση της καρδιοαναπνευστικής αντοχής μια πληθώρα δοκιμασιών είναι διαθέσιμη. Οι δοκιμασίες αυτές βασίζονται στη μέτρηση της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO 2 max), η οποία μπορεί να μετρηθεί άμεσα ή να υπολογισθεί έμμεσα (Κλεισούρας, 1991).
Η άμεση μέθοδος αναφέρεται στην εργαστηριακή μέτρηση της καρδιοαναπνευστικής αντοχής και γίνεται με το ανοιχτό κύκλωμα σπιρομέτρησης. Η επιβάρυνση του οργανισμού για τις μετρήσεις αυτές γίνεται με διάφορα εργόμετρα και διαδικασίες εργομέτρησης ανάλογα με τους επιδιωκόμενους στόχους. Η εφαρμογή της έμμεσης μεθόδου είναι απλούστερη και συνήθως απαιτεί μόνο μέτρηση της καρδιακής συχνότητας και του παραγόμενου έργου κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας σ ένα εργόμετρο. Κατόπιν με βάση κάποιες υποθέσεις και φόρμες υπολογίζεται η VO 2 max. Για τον έμμεσο υπολογισμό της VO 2 max χρησιμοποιούνται υπομέγιστες δοκιμασίες σε κυκλοεργόμετρο (πρωτόκολλο Astrand-Rhyming ή Sjostrand), σε δαπεδοεργόμετρο (πρωτόκολλο Balke ή Bruce) καθώς και σε βαθμιδοεργόμετρο (πρωτόκολλο Margaria ή Mcardle). Μυϊκή δύναμη και αντοχή Η μυϊκή δύναμη και η μυϊκή αντοχή αποτελούν δύο από τις σημαντικότερες παραμέτρους της φυσικής κατάστασης, οι οποίες συμβάλλουν στη βελτίωση ή διατήρηση της οστικής μάζας, στην αρμονική λειτουργία του μυοτενόντιου συστήματος, στη διατήρηση ή αύξηση της άλιπης σωματικής μάζας και του μεταβολικού ρυθμού κατά την ηρεμία, καθώς και στην ενίσχυση της ικανότητας του ατόμου να ανταπεξέρχεται στις καθημερινές του δραστηριότητες. Για τον λόγο αυτό η διατήρηση ή βελτίωση της μυϊκής δύναμης και της μυϊκής αντοχής συνδέεται με μειωμένη εμφάνιση μυοσκελετικών παθήσεων όπως είναι η οσφυαλγία, με μειωμένη εμφάνιση τραυματισμών, αλλά και ασθενειών όπως είναι η οστεοπόρωση ή ο διαβήτης τύπου ΙΙ. Συμβάλλει επίσης στη διαχείριση του σωματικού βάρους, καθώς και στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης (ACSM, 2006). Η μυϊκή δύναμη αναφέρεται στην ικανότητα των μυών να καταβάλλουν δύναμη (ACSM, 2006). Η μυϊκή αντοχή αναφέρεται στην ικανότητα μιας μυϊκής ομάδας να εκτελεί επαναλαμβανόμενες συσπάσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου επέλθει μυϊκή κόπωση, καθώς επίσης και στη διατήρηση ενός συγκεκριμένου ποσοστού της μέγιστης εκούσιας σύσπασης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα (ACSM, 2006). Για τον υπολογισμό της μυϊκής αντοχής μπορούν να χρησιμοποιηθούν ειδικά κατασκευασμένα δυναμόμετρα, αλλά και απλά τεστ. Ένα από αυτά είναι το YMCA bench press endurance test για τον υπολογισμό της μυϊκής αντοχής των μυών των άνω άκρων, στο οποίο χρησιμοποιείται συγκεκριμένη επιβάρυνση και συγκεκριμένος ρυθμός εκτέλεσης των επαναλήψεων. Το abdominal bent-knee curl up test αποτελεί μια ακόμη απλή δοκιμασία που χρησιμοποιείται για τον
υπολογισμό της μυϊκής αντοχής των μυών της κοιλιάς στο οποίο ο εξεταζόμενος εκτελεί με ένα συγκεκριμένο ρυθμό κάμψεις του κορμού σε προκαθορισμένο εύρος κίνησης. Απλό τεστ επίσης είναι και το senior's chair stand test το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της μυϊκής αντοχής των μυών των κάτω άκρων ηλικιωμένων ατόμων, στο οποίο ο εξεταζόμενος ανασηκώνεται και ξανακάθεται σε μια καρέκλα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο υπολογισμός της μέγιστης δύναμης (1-RM) σε πολλούς ασκούμενους στον γενικό πληθυσμό, πολλοί ερευνητές έχουν αναπτύξει εξισώσεις τύπους εκτίμησης του 1-RM με μεγάλη αξιοπιστία, μέσα από τεστ (αντοχής) επαναλαμβανόμενων επαναλήψεων με συγκεκριμένο φορτίο, ρυθμό εκτέλεσης ή σε συγκεκριμένο χρόνο. Ενδεικτικά αναφέρεται αυτός του Brzycki: 1-RM = (weight lifted)/[1.0278 (repetitions x 0.0278)] Κινητικότητα άρθρωσης Η κινητικότητα άρθρωσης ή ευλυγισία ή ευκαμψία ή αρθρική κινητικότητα αναφέρεται στην ικανότητα κίνησης μιας άρθρωσης κατά το πλήρες εύρος κίνησής της. Η αρθρική κινητικότητα είναι απαραίτητη ικανότητα για αρκετά αθλήματα (πχ μπαλέτο, ενόργανη γυμναστική), αλλά ταυτόχρονα απαιτείται σε πολλές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής του ανθρώπου. Επίσης η μειωμένη κινητικότητα των αρθρώσεων μπορεί να προκαλέσει τραυματισμούς ή χρόνιες παθήσεις (Widhe, 2001 ACSM, 1995). Η πιθανότητα εμφάνισης, για παράδειγμα, της οσφυαλγίας σχετίζεται με μειωμένη κινητικότητα της οσφυϊκής μοίρας, αλλά και των οπίσθιων μηριαίων μυών (ACSM, 1995 Kendall, McCreary & Provance, 1993). Η αρθρική κινητικότητα υπολογίζεται από το εύρος κίνησης μιας άρθρωσης, το οποίο μετράται με απλά γωνιόμετρα ή ηλεκτρογωνιόμετρα και εκφράζεται σε μοίρες. Μια πληθώρα ειδικά σχεδιασμένων τεστ είναι διαθέσιμα για την μέτρηση της κινητικότητας των επιμέρους ανατομικών αρθρώσεων. Η σπουδαιότητα διατήρησης ή και βελτίωσης της φυσιολογικής κινητικότητας της σπονδυλικής στήλης και της άρθρωσης του ισχίου, καθιστούν την εκτίμηση της κινητικότητας των αρθρώσεων αυτών σημαντική. Το modified sit and reach test αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές δοκιμασίες αξιολόγησης της ευλυγισίας των οπίσθιων μηριαίων και του κάτω μέρους της ράχης ((Hoeger & Hopkins, 1992), ώστε να συμπεριλαμβάνεται στις περισσότερες δέσμες αξιολόγησης της φυσικής
κατάστασης: American Alliance for Health, Physical Education, Recreation and Dance (AAHPERD, 1988), FITNESSGRAM (Institute for Aerobic Research, 1988), President s Council on Physical Fitness and Sports (PCPFS, 1990), Canada s Physical Activity, Fitness and Lifestyle Appraisal (CSEP, 1997) και AAHPERD Functional Fitness Assessment for Adults over 60 years (Osness, Adrian, Clark, Hoeger, Rabb & Wiswell, 1996). Βιβλιογραφία American Alliance for Health, Physical Education, Recreation and Dance. (1988). AAHPERD Physical Best. Reston, VA: Author. American College of Sports Medicine. (2006). ACSM s Guidelines For Exercise Testing And Prescription. 7 th edition. Lippington Williams & Wilkins, USA American College of Sports Medicine. (1995). Guidelines for exercise testing and prescription. Philadelphia: Lea & Febiger. Brzycki, M. (1993). Strength testing - Predicting a one-rep max from a reps-to fatigue. Journal of Physical Education, Recreation and Dance 64, 88-90. Hoeger, W.W.K., Hopkins, D.R. (1992). A comparison of the sit and reach and the modified sit and reach in the measurement of flexibility in women. Research Quarterly for Exercise and Sport, 63, 191-195. Kendall, F.P., McCreary, E.K., Provance, P.G. (1993). Muscles: Testing and Function. 4 th edition. Baltimore, MD: Williams & Wilkins. Osness, W.H., Adrian, M., Clark, B., Hoeger, W., Rabb, D., Wiswell, R. (1996). Functional fitness
assessment for adults over 60 years. Dubuque, IA: Kendall-Hunt. President s Council on Physical Fitness and Sports. (1990). PCPFS President s challenges physical fitness program test manual. Washington, DC: Author. Widhe, T. (2001). Spine: posture, mobility and pain. A longitudinal study from childhood to adolescence. European Spine Journal, 10:118-123.