ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ ΜΠΑΛΖΑΚ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ελένη Αστερίου ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1992
1 Βλέποντας σ' έναν χάρτη τις ακτές της Νορβηγίας, ποια φαντασία δεν θα γέμιζε από θαυμασμό για τ' αλλόκοτα ψαλιδίσματά τους, μακριά δαντέλα από γρανίτη όπου μουγγρίζουν ακατάπαυστα τα κύματα της Βόρειας Θάλασσας; Ποιος δεν ονειρεύτηκε το μεγαλοπρεπές θέαμα που προσφέρουν αυτές οι ακτές χωρίς αμμουδιά, αυτή η ποικιλία μυχών, κολπίσκων, μικρών όρμων που κανένας τους δεν μοιάζει με τους άλλους και που όλοι τους είναι άβυσσοι χωρίς δρόμο επιστροφής; Δεν θα έλεγε κανείς ότι στη φύση άρεσε να σχεδιάσει με ανεξίτηλα ιερογλυφικά το σύμβολο της νορβηγικής ζωής, δίνοντας σ' αυτές τις ακτές το σχήμα των αγκαθιών ενός τεράστιου ψαριού ; Γιατί το ψάρεμα α ποτελεί το κύριο εμπόριο και παρέχει σχεδόν όλη τη διατροφή των λίγων ανθρώπων που είναι κολλημένοι σαν μια τούφα λειχήνες σ ' αυτούς τους άνυδρους βράχους. Εδώ, σε έκταση που καλύπτει δεκατέσσερις μοίρες γεωγραφικό μήκος, υπάρχουν μόλις επτακόσιες χιλιάδες ψυχές. Χάρη στους κινδύνους οι οποίοι στερούνται δόξα, στα συνεχή χιόνια τα οποία επιφυλάσ- 9
σουν για τους ταξιδιώ τες αυτ ές οι ακρώρειες της Νορβηγίας, που τ ' όνομά της και μόνον σου φέρνει κρύο, οι θείες ομορφιές της έχουν παραμείνει παρθένες και θα εναρμονισθούν με τα ανθρώπινα φαινόμενα, ακόμα παρθένα τουλάχιστον για την ποίηση, που θα λάβουν χώρα εδώ και των οποίων να η ιστορία. Όταν ένας από αυτούς τους όρμους, απλή σχισμή στα μάτια των υπερβόρειων νησσών, είναι αρκετά α νοικτός ώστε η θάλασσα να μην παγώνει τελείως σ ' αυτή την πέτρινη φυλακή όπου αντιπαλεύει, οι άνθρωποι της χώρας ονομάζουν αυτόν τον μικρό κόλπο φιόρδ, λέξη που σχεδόν όλοι οι γεωγράφοι προσπάθησαν να μεταφέρουν στη γλώσσα τους. Παρά την ομοιότητα που έχουν μεταξύ τους αυτά τα είδη καναλιών, το καθένα έχει την ιδιαί τερη φυσιογνωμ ία του παντού η θάλασσα μπαίνει στις ρωγμές τους, αλλά παντού οι βράχοι είναι διαφορετικά σχισμένοι και οι ακανόνιστοι κρημνοί τους αποτελούν πρόκληση για τους περίεργους όρους της γεωμετρίας: εδώ ο βράχος είναι δαντελωτός σαν πριόνι, εκεί οι επιφάνειές του είναι τόσο κάθετες που δεν αντέχουν ού τε την παραμον ή του χιονιού, ούτε τους θεσπέσιους θυσάνους των ελάτων του βορρά. Πιο μακριά, οι δονήσεις της γης έχουν στρογγυλέψει κάποια κομψή πτυχή, ωραία κοιλάδα την οποία στολίζουν κατά επίπεδα τα δένδρα με το μαύρο Φύλλωμα. Θα μπαίνατε στον πειρασμό να ονομάσετε αυτή τη χώρα Ελβετ ί α των θαλασσών. Ανάμεσα στο Ντροντχάιμ και στην Κριστιανία, βρίσκεται ένας από αυτούς τους όρμους που ονομάζεται Στρομφιόρντ. Αν και το Στρομφιόρντ δεν είναι το ωραιότερο από αυτά τα τοπία, έ χει τουλάχιστον τη χάρη να συμπυκνώνει τις γήινες μεγαλοπρέπειες της Νορβηγίας και υπήρξε το θέατρο των 10
σκηνών μιας πραγματικά ουράνιας ιστορίας. Η γενική μορφή του Στρομφιόρντ είναι από πρώτη άποψη η μορφή μιας χοάνης που την έσκαψε η θάλασσα. Το πέρασμα που έχουν ανοίξει τα κύματα δίνει την εικόνα ενός αγώνα ανάμεσα στον Ωκεανό και τον γρανίτη, δυο δημιουργήματα εξίσου ισχυρά: το ένα χάρη στην αδράνειά του, το άλλο χάρη στην κινητικότητά του. Σαν απόδειξη, μερικοί σκόπελοι με φανταστικά σχήματα υπερασπίζονται από τα π λοία την είσοδό του. Τα ατρόμητα παιδιά της Νορβηγίας μπορούν, σε ορισμένα μέρη, να πηδούν από τον ένα βράχο στον άλλο χωρίς να ταράζονται από την άβυσσο ανάμεσά τους, βαθιά εκατό οργυιές και φαρδιά έξι πόδια. Πού και πού ένα εύθραυστο και ετοιμόρροπο κομμάτι από γνεύσιο ριγμένο ανάμεσά τους ενώνει δυο βράχους. Αλλού, οι κυνηγοί ή οι ψαράδες έχουν ρίξει έλατα σαν γ έ φυρες για να ενώσουν τα δυο από τομα κρηπι δώματα που βαθιά κάτω τους γογγύζει ακατάπαυστα η θάλασσα. Αυτ ό το επικίνδυνο στόμιο κατευθύνεται προς τα δεξιά με μια φιδίσια κίνηση, συναντά ένα βουνό που υψώνεται τρεις οργυιές πάνω από τη θάλασσα και που οι πρόποδές του σχηματ ίζ ουν ένα κατακόρυφο βάθρο μήκους μισής λεύγας όπου ο άκαμπτος γρανίτης αρχίζει να σπάζει, να ραγίζει, να κυματίζει μόλις διακόσια πόδια περίπου πάνω από το νερό. Η θάλασσα, λοιπόν, μπαίνοντας με βία, απωθεί ται με την ίδια βία από τη δύναμη αδράνειας του βουνού προς τις αντίθετες όχθες όπου τα κύματα κτυπώντας έχουν αποτυπώσει γλυκά καμπυλώματα. Το φιόρδ κλείνει στο βάθος από έναν όγκο γνεύσιου που στεφανώνεται από ένα δάσος, από όπου πέφτει σχηματ ίζ οντας καταρράκτες ένα ποταμάκι, το οποίο όταν λιώνουν τα χιόνια γίνεται ορμητικός 11
ποταμός, ξαπλώνεται σαν σεντόνι σε μια τεράστια έ κταση, ξεφεύγει με πάταγο ξερνώντας παλιά έλατα και αρχαία πεύκα τα οποία μόλις ξεχωρίζουν στα νερά που πέφτουν. Αυτά τα δένδρα, που βυθίζονται με δύναμη στο βάθος του κόλπου, σύντομα επανεμφανίζονται στην επιφάνειά του, ενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν νησίδες που εξοκέλλουν στην αριστερή όχθη, ό που οι κάτοικοι του μικρού χωριού στην ακτή του Στρομφιόρντ τα ξαναβρίσκουν σπασμένα, κομματιασμένα, μερικές φορές ολόκληρα, αλλά πάντοτε γυμνά και χωρίς κλαδιά. Το βουνό, που στο Στρομφιόρντ δέχεται στους πρ ό ποδές του τις εφόδους της θάλασσας και στην κορυφή του τις εφόδους των βορεινών ανέμων, ονομάζεται Φαλμπέργκ. Η κορφή του, πάντοτε σκεπασμένη μ ' ένα μανδύα χιονιού και πάγου, είναι η πιο αιχμηρή της Νορβηγίας, όπου η γειτνίαση με τον πόλο δημιουργεί σε ύψος χιλίων οκτακοσίων ποδών ψύχος ίδιο μ' εκείνο που βασιλεύει στα πιο ψηλά βουνά του πλανήτη. Η κορυφή αυτού του βράχου, κατακόρυφη προς τη θάλασσα, χαμηλώνει βαθμιαία προς τα α νατολικά και την συνδέουν με τους καταρράκτες του Σιέγκ κλιμακωτά διαταγμένες κοιλάδ ε ς όπου το κρύο αφήνει να φυτρώνουν μόνον θάμνοι και καχεκτικά δένδρα. Το μέρος του φιόρδ από όπου ξεφεύγουν τα νερά, στα πόδια του δάσους, λέγεται Σιεγκντάλεν, όνομα που θα μπορούσε να μεταφρασθεί η π λαγιά του Σιέγκ, το όνομα του ποταμού. Το καμπύλωμα απέναντι από τις επίπεδες επιφάνειες του Φαλμπέργκ είναι η κοιλάδα του Ζαρβί, όμορφη τοποθεσία στην οποία κυριαρχούν λόφοι φορτωμένοι έλατα, πεύκα, σημύδες, μερικές βαλανιδιές και οξυές, το πιο πλούσιο, το πιο πολύχρωμο χαλί που έχει στρώσει η Φύση του βορρά στους τραχείς 12
της βράχους. Το μάτι θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει τη γραμμή όπου τα εδάφη ξαναζεσταμένα από τις α κτίνες του ήλιου αρχίζουν ν ' αντέχουν την καλλιέργεια και αφήνουν να φυτρώνουν τα φυτά της νορβηγικής χλωρίδας. Σ' αυτή την τοποθεσία, ο κόλπος είναι αρκετά πλατύς ώστε η θάλασσα, που απωθείται από το Φαλμπέργκ, έρχεται και σβήνει μουρμουρίζοντας πάνω στους δαντελωτούς πρόποδες αυτ ώ ν των λόφων, ακτή η οποία καταλήγει γλυκά σε λεπτή άμμο, σπαρμένη μαρμαρυγίες, ψήγματα χρυσού, ωραία χαλίκια, πορφυρίτες, κομμάτια από μάρμαρο με χιλιάδες αποχρώσεις που τα έχουν φέρει τα νερά του ποταμού από τη Σουηδία, και συντρίμμια της θάλασσας, κοχύλια, θαλασσινά λουλούδια που τα σπρώχνουν οι θύελλες είτε του πόλου, είτε του νό του. Στους πρόποδες των βουνών του Ζαρβί βρίσκεται το χωριό που αποτελεί ται απ ό διακόσια ξύλινα σπίτια, όπου ζει ένας πληθυσμός χαμένος εδώ, όπως σ' ένα δάσος εκείνα τα σμήνη των μελισσών, τα οποία χωρίς ν' αυξάνονται ή να ελαττ ώ νονται ζούν στην αφάνεια ευτυχισμένα, συλλέγοντας τους χυμούς των λουλουδιών μέσα στην άγρια φύση. Η ανώνυμη ύπαρξη αυτού του χωριού εξηγεί ται ε ύκολα. Λίγοι άνθρωποι είχαν την τόλμη να ριψοκινδυνέψουν περνώντας ανάμεσα από τους υφάλους για να Φθάσουν στις ακτές της θάλασσας και να επιδοθούν στο ψάρεμα που οι περισσότεροι Νορβηγοί επιδίδονται σ' αυτό σε λιγότερο επικίνδυνες ακτές. Τα πολυάριθμα ψάρια του φιόρδ καλύπτουν εν μέρει την τροφή των κατοίκων του, οι βοσκές στις κοιλάδες τούς προμηθεύουν γάλα και βούτυρο, κατόπιν μερικά εξαιρετικά εδάφη τους επιτρέπουν να καλλιεργούν σίκαλη, κάνναβη, λαχανικά που ξέρουν να τα υ- 13
περασπίζονται από τη δριμύτητα του κρύου και την παροδική αλλά τρομερή θερμότητα του ήλιου τους με την επιδεξιότητα την οποία επιδεικνύει ο νορβηγός σ' αυτόν τον διπλό αγώνα. Η έλλειψη επικοινωνίας, είτε από την ξηρά όπου οι δρόμοι είναι αδιάβατοι, είτε από τη θάλασσα όπου μόνον μικρές βάρκες μπορούν να περνούν ανάμεσα από τις στενές διόδους του φιόρδ, τους εμποδίζει να πλουτίσουν επωφελούμενοι από την ξυλεία τους. Θα χρειάζονταν τεράστια ποσά τόσο για να αφαιρεθούν τα εμπόδια από την στενή δίοδο του κόλπου, όσο και για ν' ανοίξει δρόμος στην ξηρά. Οι δρόμοι από την Κριστιανία προς το Ντροντχάιμ προσπερνούν όλοι το Στρομφιόρντ και περνούν πάνω από τον Σιέγκ από μια γέφυρα πολλές λεύγες ψηλότερα από το σημείο της πτώσης του. Η ακτή, ανάμεσα στην κοιλάδα του Ζαρβί και το Ντροντχάιμ είναι στολισμένη με τεράστια, απροσπέλαστα δάση. Τέλος, αδιάβατα φαράγγια χωρίζουν το Φαλμπέργκ και από την Κριστιανία. Το χωριό του Ζαρβί θα μπορούσε ίσως να επικοινωνήσει με το εσωτερικό της Νορβηγίας ή με τη Σουηδία μέσω του Σιέγκ, αλλά για να συνδεθεί με τον πολιτισμό, το Στρομφιόρντ ήθελε έναν άνθρωπο με γόνιμο νου. Πράγματι, αυτός ο γόνιμος νους εμφανίσθηκε: ή ταν ένας ποιητής, ένας θρησκευόμενος Σουηδός που πέθανε θαυμάζοντας και σεβόμενος τις ομορφιές αυτής της χώρας, ως ένα από τα λαμπρότερα έργα του Δημιουργού. Όμως, οι άνθρωποι τους οποίους η μελέτη προίκισε μ' αυτή την εσωτερική όραση που η ταχεία αντιληπτικότητά της μεταφέρει στην ψυχή, σαν σε πίνακα, τα πιο διαφορετικά τοπία της υδρογείου, μπορούν εύκολα ν' αγκαλιάσουν με την σκέψη όλο το Στρομφιόρντ. '1-14
σως μόνον αυτοί θα μπορέσουν να ριψοκινδυνέψουν στους δόλιους υφάλους της στενής διόδου του κόλπου όπου αντιπαλεύει η θάλασσα, να προσπεράσουν μαζί με τα κύματά της τα αιώνια οροπέδια του Φαλμπέργκ, που οι άσπρες πυραμίδες του μπερδεύονται με τα πυκνά, ομιχλώδη σύννεφα ενός ουρανού ο οποίος σχεδόν πάντα έχει το γκριζωπό χρώμα του μαργαριταριού, να θαυμάσουν το κομμένο σαν μισοφέγγαρο σεντόνι του κόλπου, ν' ακούσουν τους καταρράκτες του Σιέγκ που κρέμεται σε μακριά δίκτυα και πέφτει σ' ένα γραφικό σωρό από ωραία δένδρα, ανάκατα σκορπισμένα, όρθια ή κρυμμένα ανάμεσα σε κομμάτια γνεύσιου, ύστερα ν' αναπαυθούν πάνω στις χαμογελαστές ζωγραφιές που αντιπροσωπεύουν οι χαμηλοί λόφοι του Ζαρβί όπου α ναπτύσσονται τα πιο πλούσια φυτά του βορρά, κατά οικογένειες, κατά μυριάδες: εδώ σημύδες χαριτωμένες σαν νεαρές κοπέλες, οι οποίες γέρνουν σαν κι αυτές, εκεί κιονοστοιχίες από οξυές με αιωνόβιους και γεμάτους βρύα κορμούς, όλες οι αντιθέσεις των διαφορετικών αποχρώσεων του πράσινου, λευκά σύννεφα ανάμεσα στα μαύρα πεύκα, χέρσες εκτάσεις από πορφυρά σε άπειρες αποχρώσεις ρείκια, τέλος όλα τα χρώματα, όλα τα αρώματα αυτής της χλωρίδας με τα άγνωστα θαύματα. Επεκτείνετε τις αναλογίες αυτών των αμφιθεάτρων, υψωθείτε στα σύννεφα, χαθείτε στις κοιλότητες των βράχων όπου αναπαύονται τα σκυλόψαρα, η σκέψη σας δεν θα Φθάσει ούτε τον πλούτο, ούτε την ποίηση αυτού του νορβηγικού τοπίου! Η σκέψη σας θα μπορούσε να είναι τόσο μεγάλη όσο ο Ωκεανός που το περιβάλλει, τόσο γεμάτη φαντασία όσο τα απίθανα σχήματα τα οποία σχεδιάζουν τα δάση του, τα σύννεφά του, οι σκιές του και οι μεταβολές του φωτισμού του ; 15
Βλέπετε πάνω από τους λειμώνες της ακτής, πάνω στην τελευταία αναδίπλωση του εδάφους που κυματ ίζ ει κάτω από τους ψηλούς λόφους του Ζαρβί, διακόσια ή τριακόσια σπίτια σκεπασμένα με noeνer, είδος καλύμματος το οποίο φτιάχνεται από τον Φλοιό της σημύδας, σπί τ ια εξαιρετικά εύθραυστα, επίπεδα, τα οποία μοιάζουν με μεταξοσκώληκες πάνω σ' ένα Φύλλο μουριάς που έριξε εδώ ο άνεμος; Πάνω από αυτ έ ς τις ταπεινές, ειρηνικές κατοικίες, είναι μια εκκλησιά κτισμένη με μια απλότητα που εναρμονίζεται με την φτ ώ χεια του χωριού. Ένα κοιμητήριο περιβάλλει την εκκλησία από τη μεριά του νάρθηκα και μακρύτερα βρίσκεται το πρεσβυτ έ ριο. Ακόμα πιο ψηλά, σ' ένα στρογγυλό ύψωμα του βουνού είναι μια κατοικία, η μοναδική από πέτρες καί που γι' αυτό το λόγο οι κάτοικοι την ονόμασαν ο σουηδικός πύργος. Πράγματι, ένας πλούσιος άνδρας ήρθε από τη Σουηδία, τριάντα χρόνια πριν τη μέρα που αρχίζει αυτή η ιστορία, και εγκαταστάθηκε στο Ζαρβί, προσπαθώντας να βελτιώσει τη μοίρα του. Αυτ ό το μικρό σπίτι, το οποίο οικοδομήθηκε με στόχο να παρακινήσει τους κατοίκους να κτίσουν παρόμοια, ήταν αξιοπαρατήρητο για την στερεότητά του, για τον πέτρινο περίβολό του, πράγμα σπάνιο στη Νορβηγία, όπου, παρόλο που οι πέτρες αφθονούν, χρησιμοποιούν το ξύλο για όλων των ειδών τις περιφράξεις, ακόμα και για εκείνες των αγρών. Το σπίτι, που προστατευόταν έ τσι απ ό τα χιόνια, υψωνόταν πάνω σ' ένα λοφίσκο, στο μέσο μιας τεράστιας αυλής. Τα παράθυρα προστατεύονταν από γεισώματα με τεράστιες προεξοχές στηριγμένα σε μεγάλα τετραγωνισμένα ξύλα από έλατο, που δίνουν στα οικοδομήματα του βορρά ένα είδος πατριαρχικής φυσιογνωμίας. Κάτω από αυτά τα σκέπα- 16
στρα, ήταν εύκολο ν' αντιληφθείς την άγρια γύμνια του Φαλμπέργκ, να συγκρίνεις την απεραντοσύνη της θάλασσας με την σταγόνα νερού του αφρισμένου κόλπου, ν ' ακούσεις το κύλισμα του πλατιού Σιέγκ, που από μακριά το σεντόνι του έμοιαζε ακίνητο καθώς έπεφτε στη γρανίτινη κούπα του η οποία περιβάλλεται σε περίμετρο τριών λευγών από τους πάγους του βορρά, τέλος να συλλάβεις όλο το τοπίο όπου θα συμβούν τα υπερφυσικά και απλά γεγονότα αυτής της ιστορίας. Ο χειμώνας του 1799-1800 ήταν ένας από τους πιο βαρείς και οι Ευρωπαίοι διατήρησαν την ανάμνησή του η θάλασσα της Νορβηγίας φυλακίσθηκε στα φιόρδ, όπου η βίαιη επάνοδος των κυμάτων που κτυπούν στους βράχους την εμποδίζει συνήθως να παγώσει. Ένας άνεμος, που τα αποτελέσματά του έμοιαζαν μ' εκείνα του Ισπανικού ανατολικού ανέμου, είχε σαρώσει τον πάγο του Στρομφιόρντ απωθώντας τα χιόνια προς το βάθος του κόλπου. Οι άνθρωποι του Ζαρβί είχαν πολύ καιρό να δουν στη διάρκεια του χειμώνα τον πλατύ καθρέφτη των νερών ο οποίος αντανακλά τα χρώματα του ουρανού, παράξενο θέαμα ανάμεσα σ ' αυτά τα βουνά, που όλες οι ανωμαλίες του εδάφους τους είχαν ισοπεδωθεί κάτω από τα διαδοχικά στρώματα του χιονιού, όπου οι πιο έντονες προεξοχές τους ό πως και οι πιο κοίλες πεδιάδες δεν σχημάτιζαν παρά λεπτές πτυχές στο τεράστιο πέπλο το οποίο είχε ρίξει η φύση πάνω σ ' αυτό το τοπίο, κατά τ' άλλα θλιβερά λαμπερό και μονότονο. Οι μακρείς σαν σεντόνια καταρράκτες του Σιέγκ, οι οποίοι πάγωσαν ξαφνικά, σχημάτιζαν μια τεράστια αψίδα κάτω από την οποία οι κάτοικοι θα μπορούσαν να προστατευθούν από τους α νεμοστρόβιλους, αν κάποιοι από αυτούς ήταν αρκετά 17
τολμηροί για να ριψοκινδυνέψουν σ ' αυτή τη χώρα. Ό μως, οι κίνδυνοι ακόμα και της μικρότερης πορείας κρατούσαν στο σπίτι και τους πιο ατρόμητους κυνηγούς, οι οποίοι φοβούνταν πως δεν θα αναγνώριζαν πια κάτω από το χιόνι τα στενά περάσματα που χρησιμοποιούσαν στην άκρη γκρεμών, ρηγμάτων ή πλαγιών. Επίσης κανένα πλάσμα δεν ζωογονούσε αυτή τη λευκή έρημο, όπου βασίλευε ο βόρειος ψυχρός άνεμος του πόλου, μοναδική φωνή που ηχούσε σε σπάνιες στιγμές. Ο ουρανός, σχεδόν πάντα γκριζωπός, έδινε στη λίμνη τις αποχρώσεις στιλπνού χάλυβα. Ίσως μια γέρικη υ περβόρειος νήσσα διέσχιζε μερικές φορές ατιμωρητί το διάστημα με τη βοήθεια του ζεστού πούπουλου πάνω στο οποίο γλιστρούν τα όνειρα των πλουσίων, οι οποίοι δεν ξέρουν με πόσους κινδύνους αγοράζεται αυτό το πτ έ ρωμα. Όμως, όμοια με βεδουίνο που ολομόναχος αφήνει τα ίχνη του στις άμμους της Αφρικής, κανείς δεν έβλεπε, κανείς δεν άκουγε το πτηνό ' η ναρκωμένη ατμόσφαιρα, που στερούνταν τα ηλεκτρικά της κύματα επικοινωνίας, δεν επανελάμβανε ούτε τον συριγμό των φτερούγων της, ού τε τις χαρο ύμενες φωνές της. Εξάλλου, ποιο μάτι αρκετά διαπεραστικό θα μπορούσε ν ' αντέξει τη λάμψη αυτού του γκρεμο ύ που ήταν στολισμένος με ακτινοβόλους κρυστάλλους και τις σκληρές αντανακλάσεις του χιονιού που μόλις ιρίδιζε στις κορυφές του από τις ακτ ί νες ενός χλομού ήλιου, ο οποίος στιγμές-στιγμές έμοιαζε με ετοιμοθάνατο που ήθελε να βεβαιώσει ότι ζει ακόμα. Συχνά, όταν οι σωροί από τα γκρίζα σύννεφα, κυνηγημένοι μέσα από τα βουνά και τα έλατα, έκρυβαν τον ουρανό κάτω από τριπλά πέπλα, η γη, ελλείψει ουράνιου Φέγγους, φωτιζόταν από μόνη της. Εδώ, λοιπόν, συναντιούνταν όλα τα μεγαλεία 18
του αιώνια καθισμένου στον πόλο ψύχους και που το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η βασιλική σιωπή μέσα στην οποία ζουν οι απόλυτοι μονάρχες. Κάθε ακραία αρχή περιέχει μέσα της μια άρνηση και τα συμπτώματα του θανάτου: η ίδια η ζωή δεν είναι η πάλη δύο δυνάμεων; Εδώ, τίποτα δεν πρόδιδε την ζωή. Μια μόνον ι σχύς, η αντιπαραγωγική δύναμη του πάγου, βασίλευε χωρίς αντίθεση. Το βουητό της ταραγμένης θάλασσας στ ' ανοικτά δεν έφθανε καν σ ' αυτόν τον βουβό όρμο, τον τόσο θορυβώδη στη διάρκεια των τριών σύντομων εποχών που η φύση βιάζεται να παράγει τις πενιχρές συγκομιδές οι οποίες είναι αναγκαίες για την ζωή αυτού του υπομονετικού λαού. Μερικά ψηλά έλατα όρθωναν τις μαύρες, φορτωμένες με φεστόνια χιονιού πυραμίδες τους και η μορφή των κλαδιών τους με τις γερτές γενειάδες συμπλήρωνε το πένθος αυτών των κορυφών, όπου εξάλλου έμοιαζαν με καφετιές δαντέλες. Όλες οι οικογένειες έμεναν στη γωνιά όπου ήταν η φωτιά, σ ' ένα σπίτι επιμελώς κλεισμένο, γεμάτο παξιμάδια, λιωμένο βούτυρο, ξερά ψάρια, προμήθειες που είχαν γίνει εκ των προτέρων για τους επτά μήνες του χειμώνα. Μόλις που διακρινόταν ο καπνός αυτών των σπιτιών. Σχεδόν όλα είναι θαμμένα κάτω από τα χιόνια, από το βάρος των οποίων ωστόσο προστατεύονται χάρη σε μακριές σανίδες που ξεκινούν από την στέγη και στερεώνονται σε μεγάλη απόσταση πάνω σε στέρεους πασσάλους σχηματίζοντας ένα καλυμμένο δρομάκι γύρω από το σπίτι. Στη διάρκεια αυτών των τρομερών χειμώνων, οι γυναίκες υφαίνουν και βάφουν τα μάλλινα ή λινά υ φάσματα με τα οποία γίνονται τα ρούχα, ενώ οι περισσότεροι άνδρες διαβάζουν ή παραδίδονται σε θαυμάσιους διαλογισμούς που έχουν γεννήσει θεωρίες με βά- 19
θος, τα μυστικιστικά όνειρα του βορρά, τις πί στε ις του, τις τόσο ολοκληρωμ έ νες μελέτες για ένα ζήτημα της ε πιστήμης που το ανορύσσουν σαν με γεωτρύπανο' ήθ η ημιμοναστικά που υποχρεώνουν τη ψυχή να επενεργεί στον ίδιο της τον εαυτό, να βρίσκει μ έ σα της την τροφή της, και που κάνουν τον Νορβηγό αγρότη ξεχωριστό ον σε σχ έ ση με τον Ευρωπαϊκό πληθυσμό. Τον πρώτο χρόνο του δέκατου ένατου αιώνα και προς τα μ έ σα του Μαίου, αυτή ήταν, λ οιπόν, η κατάσταση στο Στρομφιόρντ. Ένα πρωινό που ο ήλιος άστραφτε σ ' αυτό το τοπίο ανάβοντας τα Φώτα όλων των εφήμερων διαμαντιών τα οποία είχαν δημιουργήσει οι κρύσταλλοι του χιονιού και των πάγων, δυο άτομα πέρασαν πάνω από τον κόλπο, τον δι έ σχισαν και πέταξαν γρήγορα κατά μήκος των βάσεων του Φαλμπέργκ, προς την κορυφή του οποίου υψώθηκαν από διάζωμα σε διάζωμα. Ή ταν δυο πλάσματα, ήταν δυο βέλη; Όποιος τα έβλεπε σ ' αυτό το ύψος θα τα είχε περάσει για δυο αετούς που πετούσαν ανάμεσα στα σύννεφα. Ούτε ο πιο δεισι δ αίμων ψαράς, ούτε ο πιο τολμηρός κυνηγός δεν θα απέδιδε σε ανθρώπινα πλάσματα τη δύναμη να στέκονται κατά μήκος στενών διόδων που είναι χαραγμένες στις άκρες του γρανίτη, όπου ωστόσο γλιστρούσε αυτό το ζευγάρι με την τρομακτική επιδεξιότητα την οποία διαθέτουν οι υπνοβάτες όταν, έχοντας ξεχάσει όλες τις συνθήκες που καθορίζονται από τη βαρύτητά τους και τους κινδύνους της παραμικρής παρέκκλισης, τρέχουν στην άκρη της στέγης κρατώντας την ισορροπία τους υπό την κυριαρχία μιας άγνωστης δύναμης. - Σταμάτα, ΣεραΦίτους, είπε μια χλομή νέα κοπέλα, και άφησέ με ν ' αναπνεύσω. Δεν κοιτούσα παρά μόνον :ω
εσένα καθώς πορευόμασταν κατά μήκος των πλευρών αυτού του βάραθρου, αλλιώς τι θα είχα απογίνει; Ό μως, δεν είμαι παρά ένα πολύ αδύναμο πλάσμα. Σε κουράζω; - Όχι, είπε το πλάσμα στο μπράτσο του οποίου στηριζόταν. Ας συνεχίσουμε, Μίνα! Το μέρος που είμαστε δεν είναι αρκετά στέρεο για να σταματήσουμε. Εκ νέου, τα δυο πλάσματα έκαναν τις μακριές σανίδες που είχαν δεμένες στα πόδια τους να σφυρίξουν πάνω στο χιόνι και έφθασαν στο πρώτο γείσωμα που η τύχη είχε με σαφήνεια σχεδιάσει στο πλευρό αυτής της αβύσσου. Το άτομο που η Μίνα ονόμαζε Σεραφίτους στηρίχθηκε στη δεξιά του φτέρνα για ν' ανυψώσει τη σανίδα, μακριά ίσαμε μια οργυιά περίπου, στενή ίσαμε ένα παιδικό πόδι, η οποία ήταν δεμένη στο μποτίνι του με δυο κορδόνια από δέρμα σκυλόψαρου. Αυτή η σανίδα, παχιά δυο δάκτυλα, ήταν ντυμένη με δέρμα ταράνδου, που καθώς το τρίχωμά του ανορθώθηκε πάνω στο χιόνι σταμάτησε ξαφνικά τον Σεραφίτους έφερε δίπλα στο δεξί του πόδι το αριστερό του πόδι που το παγοπέδιλό του δεν ήταν μικρότερο από δυο οργυιές μάκρος, έκανε μια επιδέξια περιστροφή, αγκάλιασε τη φοβι τσιάρα συντρόφισσά του, την ανασήκωσε παρά τα μακριά παγοπέδιλα που εξόπλιζαν τα πόδια της και την έβαλε να καθήσει πάνω σ' ένα λαξεμένο κομμάτι βράχου, αφού σκούπισε το χιόνι με το γούνινο πανω Φόρι του. - Εδώ, Μίνα, είσαι ασφαλής, θα μπορείς να τρέμεις με την άνεσή σου. - Έχουμε κιόλας ανεβεί το ένα τρίτο της απόστασης για τον Σκούφο από Πάγο, είπε κοιτάζοντας την κορυ Φή την οποία αποκάλεσε με τη λαϊκή ονομασία με την 21
οποία την ήξεραν στη Νορβηγία. Δεν πιστεύω ότι τη θυμούνται ακόμα. Όμως, πολύ λαχανιασμ έ νη για να μιλήσει κι άλλο, χαμογέλασε στον ΣεραΦίτους, ο οποίος, χωρίς να α παντήσει και με το χέρι ακουμπισμένο στην καρδιά της, την κρατούσε ακούγοντας τους ηχηρούς παλμούς της, γρήγορους σαν ξαφνιασμ έ νου μικρού πουλιού. - Κτυπά συχνά έτσι γρήγορα χωρίς να έχω τρέξει, είπε. Ο Σεραφίτους έσκυψε το κεφάλι χωρίς περιφρόνηση και χωρίς ψυχρότητα. Ωστόσο, αυτή η σχεδόν γλυκιά κίνηση, παρά τη χάρη που είχε, φανέρωνε μια άρνηση, που σε μια γυναίκα θα είχε μεθυστική φιλαρέσκεια. Ο Σεραφίτους χάιδεψε έντονα την νεαρή κοπέλα. Η Μίνα πήρε αυτό το χάδι για απάντηση και συνέχισε να τον κοιτάζει. Την στιγμή που ο ΣεραΦίτους σήκωσε το κεφάλι ρίχνοντας προς τα πί σω με μια σχε δόν ανυπόμονη κίνηση τις χρυσ έ ς μπούκλες των μαλλιών του, για να ξεσκεπάσει το μέτωπό του, είδε την ευτυχία στα μάτια της συντρόφισσάς του. - Ν αι, Μίνα, είπε με φωνή που ο πατρικός της τόνος είχε κάτι το γοητευτικό σ ' έ να πλάσμα στην ηλικία α κόμα της εφηβίας, κοίταξέ με, μη χαμηλώνεις το βλέμμα. - Γιατ ί; - Θέλεις να ξέρεις; Δοκίμασε. Η Μίνα έριξε ένα βλέμμα στα πόδια της και Φώναξε ξαφνικά σαν παιδί που συνάντησε μια τίγρη. Η τρομερή αί σ θηση της αβύσσου την κυρίευσε και αυτό το βλέμμα ήταν αρκετό για να της την μεταδώ σει. Τ ο Φιόρδ, ζηλότυπο για τους λειμώνες του, είχε μεγάλη αντήχηση που την ζάλιζε βουίζοντας στ' αυτιά της, σαν 22
για να την καταβροχθί σει κα λύτερα παρεμβαλλόμενο ανάμεσα σ' αυτήν και την ζωή. Κατόπιν, από τα μαλλιά της μέχρι τα πόδια της, κατά μήκος της πλάτης της, την δι έ τρεξε αρχικά ένα παγωμένο ρίγος, που σύντομα, όμως, της έχυσε στα νεύρα μια ανυπόφορη ζεστασιά, την κτύπησε στις Φλέβες της και συνέθλιψε τα άκρα της με ηλεκτρικές εκκενώσεις παρόμοιες μ' εκείνες που προκαλεί η επαφή με το ψάρι που λέγεται νάρκη. Πολύ αδύναμη για ν' αντισταθεί, ένιωθε μια άγνωστη δύναμη να την τραβά κάτω από αυτό το γείσωμα, όπου νόμιζε ότι έβλεπε κάποιο τέρας που της έριχνε το δηλητήριό του, ένα τέρας που τα γεμάτα μαγνητισμό μάτια του την γοήτευαν, του οποίου το ανοικτό στόμα έμοιαζε να συνθλίβει εκ των προτέρων το θήραμά του. - Πεθαίνω, Σεραφίτους μου, έχοντας αγαπήσει μόνον εσ έ να, είπε κάνοντας μια μηχανική κίνηση για να ριχθεί κάτω. Ο ΣεραΦίτους την Φύσηξε απαλά στο μ έ τωπο και στα μάτια. Ξαφνικά, παρόμοια με τον ταξιδιώτη που χαλαρώνει μετά από ένα μπάνιο, η Μίνα θυμόταν μόνον τους έ ντονους π όνους της, τους οποίους είχε κιόλας ανακουφίσει αυτή η χαϊδευτική αναπνοή η οποία διαπέρασε το κορμί της και την πλημμύρισε υγρό βάλσαμο, μόλις η ανάσα διέσχισε τον αέρα. - Π οιος είσαι, λοιπόν; είπε μ ' έ να αί σ θημα γλυκού τρόμου. Όμως, σε ξέρω, είσαι η ζωή μου. Πώς μπορείς να κοιτάς αυτόν τον γκρεμό χωρίς να πεθαίνεις; συνέχισε μετά από μια ανάπαυλα. Ο ΣεραΦίτους άφησε την Μίνα γαντζωμ έ νη στον γρανίτη και σαν σκιά πήγε και κάθησε στην άκρη του γεισώματος, απ' όπου τα μάτια του βυθίσθηκαν στο βάραθρο του Φιόρδ αψηφώντας το εκθαμβωτικό του 23
βάθος. Το κορμί του δεν ταλαντεύτηκε καθόλου, το μέτωπό του παρέμεινε λευκό και ατάραχο σαν μαρμάρινου αγάλματος: η άβυσσος ενάντια στην άβυσσο. - Σεραφίτους, αν μ ' αγαπάς, έλα! Φώναξε η νεαρή κοπέλα. Ο κίνδυνος που διατρέχεις μου επαναφέρει τους πόνους μου. Ποιος είσαι, λοιπόν, για να έχεις στην ηλικία σου αυτή την υπεράνθρωπη δύναμη, τον ρώτησε νιώθοντας και πάλι πως ήταν στην αγκαλιά του. - Κι όμως, απάντησε ο Σεραφίτους, κοιτάς χωρίς φόβο χώρους ακόμα πιο τεράστιους. Και υψώνοντας το δάκτυλό του, αυτό το ξεχωριστό ον της έδειξε το γαλάζιο φωτοστέφανο που σχεδίαζαν τα σύννεφα αφήνοντας ένα φωτεινό χώρο πάνω από τα κεφάλια τους, στον οποίο διακρίνονταν τα άστρα στη διάρκεια της ημέρας χάρη σε ανεξήγητους ακόμα ατμοσφαιρικούς νόμους. - Τι διαφορά! είπε αυτή χαμογελώντας. - Έχεις δίκιο, συνέχισε, έχουμε γεννηθεί για να τείνουμε στον ουρανό. Η πατρίδα, όπως το πρόσωπο της μητέρας, δεν τρομάζει ποτέ ένα παιδί. Η φωνή του δονήθηκε στα σπλάχνα της συντρόφισσάς του που σιωπούσε. - Ας πηγαίνουμε, έλα, συνέχισε αυτός. Και οι δυο όρμησαν στα στενά μονοπάτια που ήταν χαραγμένα κατά μήκος του βουνού, καταβροχθίζοντας τις αποστάσεις και πετώντας από επίπεδο σε επίπεδο, από γραμμή σε γραμμή, με την ταχύτητα με την οποία είναι προικισμ έ νο το αραβικό άλογο, αυτό το πουλί της ερήμου. Σε μερικά λεπτά, έφθασαν σ ' έ να χαλί χλόης, βρύων και λουλουδιών, στο οποίο κανείς δεν είχε ακόμα καθήσει. 24
- Το ωραίο soeler! είπε η Μίνα δίνοντας σ ' αυτόν τον λειμώνα το πραγματικό του όνομα. Πώς, όμως, υπάρχει σ' αυτό το ύψος; - Εδώ, είναι αλήθεια, σταματά η βλάστηση της νορβηγικής χλωρίδας, είπε ο Σεραφίτους, όμως αν υπάρχουν εδώ μερικά χόρτα και λουλούδια, αυτό οφείλεται σ ' εκείνον τον βράχο που τα προφυλάσσει από το πολικό ψύχος. Βάλε αυτό το ματσάκι στο στήθος σου, Μίνα, είπε, κόβοντας ένα λουλούδι, πάρε αυτό το ευωδιαστό δημιούργημα που κανένα ανθρώπινο μάτι δεν έχει ακόμα δει και κράτησε αυτό το μοναδικό λουλούδι σαν ένα αναμνηστικό αυτού του μοναδικού στην ζωή σου πρωινού! Δεν θα ξαναβρείς οδηγό να σε φέρει σ ' αυτό το soeler. Της έδωσε ξαφνικά ένα υβριδιακό φυτό που τα αετίσια μάτια του είχαν ξεχωρί σει αν άμεσα σε άκαυλα ω κιμοειδή και σε σαξίφραγα, πραγματικό θαύμα που βλάστησε κάτω από την ανάσα των αγγέλων. Η Μίνα άρπαξε με παιδιάστικη βιάση το ματσάκι που είχε ένα διαφανές και λαμπερό πράσινο χρώμα σαν σμαράγδι, το οποίο αποτελούνταν από μικρά φύλλα τυλιγμένα σαν χωνί, τα οποία στη βάση τους είχαν ένα φωτεινό καφέ χρώμα, αλλά σιγά-σιγά γίνονταν πράσινα στις γεμάτες ψαλιδίσματα άπειρης χάρης άκρες τους. Αυτά τα φύλλα ήταν τόσο πυκνά που έμοιαζαν σαν να ήταν ένα και δημιουργού σαν ένα πλήθος όμορφων ροδοειδών. Εδώ κι εκεί, πάνω σ ' αυτό το χαλί, υψώνονταν λευκά άστρα, με χρυσή μπορντούρα, μέ σα απ ό τα οποία έ βγαιναν πορφυρά άνθη χωρίς ύπερο. Μια ευωδιά, που είχε κάτι από το άρωμα των τριανταφύλλων και των καλύκων της πορτοκαλ ι άς, αλλά φευγαλέα και άγρια, κατέληγε να δίνει κάτι το ουράνιο σ ' αυτό το μυστη- 25
ριώδες άνθος που ο Σεραφίτους παρατηρούσε μελαγχολικά, σαν η ευωδιά να είχε εκφράσει θρηνητικές ιδέες που μόνον αυτός καταλάβαινε! Όμως, η Μίνα είδε σ' αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο μια ιδιοτροπία της Φύσης, που ευχαριστήθηκε προικίζοντας μερικά λιθάρια με την δροσιά, την απαλότητα και το άρωμα των φυτών. - Γιατί θα είναι μοναδικό; Δεν θα επαναληφθεί, λοιπόν, ποτέ; είπε η νεαρή κοπέλα στον ΣεραΦίτους, που κοκκίνισε και άλλαξε απότομα συζήτηση. - Ας καθίσουμε, γύρνα, βλέπεις; Σ' αυτό το ύψος, ί σως, δεν θα τρέμεις καθόλου; Οι άβυσσοι είναι τόσο βαθιές που δεν ξεχωρίζεις πια το βάθος τους, έχουν α ποκτήσει την ενιαία προοπτική της θάλασσας, το αχανές των σύννεφων, το χρώμα του ουρανού, ο πάγος του Φιόρδ έχει ένα αρκετά ωραίο τυρκουάζ χρώμα, διακρίνεις τα δάση από έλατα απλώς σαν ελαφριές μελανόφαιες γραμμές. Για σας, οι άβυσσοι πρέπει να στολίζονται μ' αυτόν τον τρόπο. Ο Σεραφίτους πέταξε αυτά τα λόγια με την κατάνυξη στον τόνο της φωνής και στη χειρονομία που συναντούμε μόνον σ' εκείνους οι οποίοι έχουν Φθάσει στην κορυφή ψηλών βουνών της υδρογείου, και η ο ποία αποκτιέται τόσο ακούσια που ο πιο αλαζονικός δάσκαλος υποχρεώνεται ν' αντιμετωπίζει τον οδηγό του σαν αδελφό και να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο μονάχα κατεβαίνοντας προς τις πεδιάδες όπου ζουν οι άνθρωποι. Έλυνε τα πατίνια της Μίνας γονατισμένος μπροστά στα πόδια της. Η παιδούλα δεν το είχε αντιληφθεί, τόσο ήταν θαμπωμένη από το επιβλητικό θέαμα που παρουσιάζει η εικόνα της Νορβηγίας, της ο ποίας τους μακρείς βράχους μπορούσε ν' αγκαλιάσει με 26
μια μόνον ματιά, τόσο ήταν συγκινημένη από την πανηγυρική μονιμότητα αυτών των ψυχρών κορυφών, θέαμα που τα λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν. - Δεν ήρθαμε εδώ μόνον με την ανθρώπινη δύναμη, είπε ενώνοντας τα χέρια της, σίγουρα ονειρεύομαι. - Ονομάζετε υπερφυσικά τα γεγονότα που οι αιτίες τους σας διαφεύγουν, απάντησε. - Οι απαντήσεις σου, είπε, χαρακτηρίζονται πάντα από κι εγώ δεν ξέρω τι βάθος. Κοντά σου, καταλαβαίνω τα πάντα χωρίς προσπάθεια. Αχ! είμαι ελεύθερη. - Δεν φοράς πια τα πατίνια σου, αυτό είναι όλο. - Ω! είπε, εγώ που ήθελα να λύσω τα δικά σου φιλώντας τα πόδια σου. - Φύλαξε αυτά τα λόγια για τον Βίλφριντ, απάντησε γλυκά ο ΣεραΦίτους. - Βίλφριντ! επανέλαβε η Μίνα μ' ένα τόνο θυμού που κατευνάσθηκε μόλις κοίταξε τον σύντροφό της. Εσύ δεν παραφέρεσαι ποτέ! είπε προσπαθώντας, αλλά μάταια, να του πιάσει το χέρι, σε όλα τα πράγματα έχεις μια απελπιστική τελειότητα. - Συμπεραίνεις, λοιπόν, ότι είμαι αναίσθητος. Η Μίνα τρόμαξε που έριξε ένα τόσο διαυγές βλέμμα στην σκέψη της. - Μου αποδεικνύεις ότι καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, απάντησε με τη χάρη της γυναίκας που αγαπά. Ο Σεραφίτους κούνησε απαλά το κεφάλι ρίχνοντάς της ένα βλέμμα συγχρόνως γλυκό και θλιμμένο. - Εσύ που ξέρεις τα πάντα, συνέχισε η Μίνα, πες μου γιατί η συστολή που ένιωθα εκεί κάτω κοντά σου, διαλύθηκε ανεβαίνοντας εδώ; Γιατί τολμώ να σε κοιτάξω για πρώτη φορά καταπρόσωπο, ενώ εκεί κάτω, μόλις που τολμούσα να σε βλέπω κλεφτά! 27
- Ίσως, εδώ, έχουμε απεκδυθεί τις μικρότητες της γης, απάντησε ανοίγοντας το γούνινο πανωφόρι του. - Ποτέ δεν ήσουν τόσο ωραίος, είπε η Μίνα καθώς καθόταν πάνω σ' ένα βράχο με βρύα και καταποντιζόταν στη θέα του όντος το οποίο την είχε οδηγήσει σ' ένα μέρος της κορυφής που από μακριά φαινόταν α πρόσιτο. Στ' αλήθεια, ποτέ ο Σεραφίτους δεν άστραφτε με τόσο ζωντανή λάμψη, μοναδική έκφραση που εμψυχώνει το πρόσωπό του και την όψη της προσωπικότητάς του. Αυτή η λαμπρότητα οφειλόταν στην στιλπνότητα την οποία δίνει στο χρώμα του προσώπου ο καθαρός αέρας του βουνού και η αντανάκλαση του χιονιού, ή ταν δημιούργημα της εσωτερικής κίνησης η οποία υ περδιεγείρει το κορμί την στιγμή που αυτό αναπαύεται μετά από μια μακρόχρονη κίνηση, προερχόταν από την αντίθεση ανάμεσα στη χρυσή λάμψη την οποία εκπέμπει ο ήλιος και στο σκοτάδι των σύννεφων μέσα από τα οποία είχε περάσει αυτό το ωραίο ζευγάρι; Ίσως σ ' αυτές τις αιτίες θα έπρεπε κανείς να προσθέσει τα αποτελέσματα ενός από τα πιο ωραία φαινόμενα που μπορεί να προσφέρει η ανθρώπινη φύση. Αν κάποιος επιδέξιος φυσιολόγος είχε εξετάσει αυτό το πλάσμα, που τούτη την στιγμή, βλέποντας κανείς την περηφάνεια του μετώπου του και τη λάμψη των ματιών του, φαινόταν σαν νεαρός δέκα επτά ετών, αν είχε αναζητήσει τις ρίζες αυτής της ανθηρής ζωής κάτω από το λευκότερο δέρμα που έδωσε ποτέ ο βορράς σ' ένα από τα παιδιά του, θα είχε πιστέψει αναμφίβολα πως υπήρχε ένα φωσφορίζον υγρό, πως τα νεύρα φεγγοβολούσαν κάτω από την επιδερμίδα ή πως υπήρχε συνεχώς ένα εσωτερικό φως που χρωμάτιζε τον ΣεραΦίτους σαν η λάμψη 28
του να περιεχόταν σ' ένα αλαβάστρινο δοχείο. Πόσο α παλά, μακριά και λ επτά ήταν τα χέρια του που τα είχε απελευθερώσει απ6 τα γάντια για να λύσει τα πατίνια της Μίνας, όμως έμοιαζαν να έχουν δύναμη ίση μ' ε κείνη που ο Δημιουργός έδωσε στις διαφανείς συνδέσεις του κάβουρα. Οι Φλόγες που ξεπηδούσαν από το χρυσό του βλέμμα πάλευαν με τις ακτίνες του ήλιου και έμοιαζε σαν το βλέμμα του να μην δεχόταν το φως από τον ήλιο αλλά σαν να του το έδινε. Το κορμί του, λεπτό και μακρύ σαν γυναίκας, φανέρωνε ένα από εκείνα τα φαινομενικά αδύνατα πλάσματα, στα οποία όμως η ε πιθυμία δίνει ισχύ και τα οποία γίνονται δυνατά όταν χρειάζεται. Κανονικού αναστήματος, ο Σεραφίτους έ δειχνε ψηλότερος υψώνοντας το κεφάλι του, σαν να ή θελε να ορμήσει. Τα μαλλιά του, που τα είχε κάνει μπούκλες το χέρι μιας νεράιδας και που φαίνονταν σαν να τα ανασήκωνε μια πνοή, πρόσθεταν στην αυταπάτη την οποία δημιουργούσε η αιθέρια συμπεριφορά του, όμως αυτή η στάση που δεν φανέρωνε καμιά προσπάθεια ήταν μάλλον το αποτέλεσμα ενός ηθικού φαινομένου παρά μιας σωματικής συνήθειας. Η φαντασία της Μίνας ήταν συνένοχη γι' αυτή τη διαρκή παραίσθηση υπό την κυριαρχία της οποίας θα έπεφτε ο καθένας και η οποία έδινε στον ΣεραΦίτους τ ην εμφάνιση ενός πλάσματος από εκείνα που ονειρεύεται κανείς σ' έναν ευτυχισμένο ύπνο. Κανένα γνωστό πρότυπο δεν θα μπορούσε να δώσει την εικόνα αυτής της φυσιογνωμίας που στην Μίνα φαινόταν τόσο μεγαλοπρεπώς αρσενική, η οποία ωστόσο στα μάτια ενός άνδρα θα επισκίαζε με τη θηλυκή της χάρη τα πιο ωραία κεφάλια που χρωστούμε στον Ραφαήλ. Αυτός ο ζωγράφος των ουρανών βάζει διαρκώς ένα είδος ήρεμης χαράς, μια ερωτική 29
γ λ υκύτητα στις γραμμές των αγγελικών του καλλονών, όμως ποια ψυχή, εκτός κι αν κοιτούσε τον ίδιο τον Σεραφίτους, θα μπορούσε να εφεύρει την ανάμικτη με ελπίδα θλίψη η οποία μισοκάλυπτε τα άφατα αισθήματα τα οποία ήταν αποτυπωμένα στα χαρακτηριστικά του; Ποιος θα μπορούσε, ακόμα και στις φαντασιώσεις του καλλιτέχνη όπου όλα γίνονται δυνατά, να δει τις σκιές τις οποίες έριχνε ένας μυστηριώδης τρόμος πάνω σ' αυτό το υπερβολικά έξυπνο μέτωπο που έμοιαζε να ρωτά τους ουρανούς και να οικτίρει πάντοτε τη γη; Αυτό το κεφάλι επισκοπούσε με περιφρόνηση σαν μεγαλοπρεπές αρπακτικό πτηνό που οι κραυγές του ταράσσουν τον αέρα και υποτασσόταν σαν το τρυγόνι που η φωνή του σκορπά την τρυφερότητα στα βάθη των σιωπηλών δασών. Το χρώμα του προσώπου του Σεραφίτους ήταν εκπληκτικής λευκότητας, την οποία αναδείκνυαν ακόμα περισσότερο τα κόκκινα χείλη, τα μαύρα φρύδια και τα μεταξένια ματόκλαδα, τα μοναδικά χαρακτηριστικά που σπάζουν τη χλομότητα ενός προσώπου του οποίου η απόλυτη τελειότητα δεν εμπόδιζε καθόλου να εκδηλώνονται τα αισθήματα: αυτά αντανακλώνταν στο πρόσωπό του χωρίς ταραχή και χωρίς βία, αλλά μ' ε κείνη τη μεγαλοπρεπή και φυσική σοβαρότητα την ο ποία μας αρέσει ν' αποδίδουμε στα ανώτερα όντα. Τα πάντα σ' αυτή τη μαρμάρινη φυσιογνωμία εξέφραζαν τη δύναμη και την ηρεμία. Η Μίνα σηκώθηκε για να πιάσει το χέρι του ΣεραΦίτους, ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να τον τραβήξει κοντά της και ν' αποθέσει σ' αυτό το γοητευτικό μέτωπο ένα φιλί που την επιθυμία γι' αυτό την προκαλούσε περισσότερο ο θαυμασμός παρά ο έρωτας. Όμως, ένα βλέμμα του νέου άνδ ρ α, βλέμμα που εισχώρησε μέσα της όπως μια ακτίνα του 30
ήλιου διαπερνά το πρίσμα, πάγωσε το καημένο κορίτσι. Ένιωσε χωρίς να το καταλαβαίνει μια άβυσσο α νάμεσά τους, απέστρεψε το κεφάλι και έκλαψε. Ξαφνικά ένα δυνατό χέρι την έπιασε από τη μέση, μια φωνή γεμάτη γλυκύτητα της είπε: -Έλα. Υπάκουσε, ακούμπησε το κεφάλι της, που ξαφνικά δροσίσθηκε, πάνω στην καρδιά του νέου άνδρα, ο οποίος προσαρμόζοντας το βηματισμό του με το δικό της, γλυκός και προσεκτικός συγχρονισμός, την οδήγησε σ' ένα μέρος απ' ό που μπορούσαν να δουν τις ακτινοβόλες ομορφιές της πολικής Φύσης. - Προτού κοιτάξω και σ' ακούσω, πες μου, ΣεραΦίτους, γιατί με απωθείς; Σε δυσαρέστησα; Γιατί, πες μου. Δεν θα ήθελα να έχω τίποτα δικό μου, θα ήθελα τα επίγεια πλούτη μου να ήταν δικά σου, όπως κιόλας είναι δικά σου τα πλούτη της καρδιάς μου, το φως να έρχεται σε μένα μέσα από τα μάτια σου, όπως η σκέψη μου πηγάζει από τη δική σου. Δεν θα φοβόμουν πια μήπως σε προσβάλλω, αφού θα σου έστελνα πίσω τις αντανακλάσεις της ψυχής σου, τις λέξεις της καρδιάς σου, τη λάμψη της λάμψης σου, όπως στέλνουμε πίσω στον Θεό τις σκέψεις με τις οποίες τρέφει τα πνεύματά μας. Θα ήθελα να είμαι ένα με σένα! - Καλά, λοιπόν! Μίνα, μια διαρκής επιθυμία είναι μια υπόσχεση που μας δίνει το μέλλον. Να ελπίζεις! Όμως, αν θέλεις να είσαι αγνή, να ενώνεις πάντοτε την ιδέα του Παντοδύναμου με τα πάθη εδώ κάτω, τότε θα αγαπήσεις όλα τα πλάσματα και η καρδιά σου θ' ανεβεί πολύ ψηλά! - Θα κάνω ό,τι θέλεις, απάντησε σηκώνοντας τα μάτια πάνω του με μια συνεσταλμένη κίνηση. - Δεν θα μπορούσα να είμαι ο σύντροφός σου, είπε 31
ο ΣεραΦίτους με θλίψη. Απέδιωξε μερικές σκέψεις, άπλωσε τα χέρια προς την Κριστιανία που φαινόταν σαν ένα σημείο στον ο ρίζοντα και είπε: - Κοίτα! - Είμαστε πολύ μικροί, απάντησε αυτή. - Ναι, αλλά το αίσθημα και η νόηση μας κάνουν μεγάλους, συνέχισε ο Σεραφίτους. Από μας και μόνον, Μίνα, αρχίζει η γνώση των πραγμάτων: τα λίγα που μαθαίνουμε για τους νόμους του ορατού κόσμου μας κάνουν ν' ανακαλύπτουμε πόσο τεράστιοι είναι οι α νώτεροι κόσμοι. Δεν ξέρω αν ήρθε η ώρα για να σου μιλήσω μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά θα ήθελα τόσο να σου μεταδώσω τη Φλόγα των ελπίδων μου! Ίσως μια μέρα θα είμαστε μαζί, στον κόσμο όπου η αγάπη δεν Φθείρεται. - Γιατί όχι και τώρα και πάντα; είπε μουρμουρίζοντας. - Τίποτα δεν είναι σταθερό εδώ, εξακολούθησε αυτός περιφρονητικά. - Οι παροδικές ευδαιμονίες των επίγειων ερώτων είναι το αμυδρό φως που αποκαλύπτει σε μερικές ψυχές την αυγή μιας πιο μόνιμης ευδαιμονίας, όπως η ανακάλυψη ενός νόμου της φύσης επιτρέπει σε ορισμένα προνομιούχα όντα να κάνουν υποθέσεις για όλο το σύστημα. Η εύθραυστη ευτυχία μας εδώ κάτω δεν είναι, λοιπόν, η επιβεβαίωση μιας άλλης πλήρους ευτυχίας, όπως η γη, κομμάτι του κόσμου, βεβαιώνει την ύπαρξη του κόσμου; Δεν μπορούμε να μετρήσουμε την τεράστια τροχιά της θείας σκέψης, της οποίας είμαστε ένα κομματάκι τόσο μικρό όσο μεγάλος είναι ο Θεός, αλλά μπορούμε να προαισθανθούμε την έκταση, να γονατί- 32
σουμε, να λατρεύουμε, να περιμένουμε. Οι άνθρωποι απατώνται πάντα στις επιστήμες τους, αφού δεν βλέπουν ότι τα πάντα στην υδρόγειό τους είναι σχετικά και συντονίζονται με μια γενική επανάσταση, με μια συνεχή παραγωγή που αναγκαστικά συνεπάγεται μια πρόοδο και ένα τέλος. Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι μια τελειωμένη δημιουργία, αλλιώς ο Θεός δεν θα υ πήρχε! - Πού βρήκες τον χρόνο για να μάθεις τόσα πράγματα; είπε η νέα κοπέλα. - Θυμάμαι, απάντησε. - Μου φαίνεσαι πιο ωραίος απ' όλα όσα βλέπω. - Είμαστε ένα από τα μεγαλύτερα έργα του Θεού. Δεν μας έδωσέ την ικανότητα να συλλογιζόμαστε τη Φύση, να τη συμπυκνώνουμε μέσα μας με την σκέψη και να κάνουμε τους εαυτούς μας ένα ανάβαθρο για να ορμήσουμε προς Αυτόν; Αγαπιόμαστε χάρη στον περισσότερο ή λιγότερο ουρανό που περικλείουν οι ψυχές μας. Μην είσαι, όμως, άδικη, Μίνα, κοίταξε το θέαμα που απλώνεται μπροστά στα πόδια σου, δεν είναι μεγαλειώδες; Μπροστά στα πόδια σου, ο Ωκεανός ξετυλίγεται σαν χαλί, τα βουνά είναι σαν το περιτείχισμα ενός τσίρκου, ο αιθέρας από πάνω είναι σαν την στρογγυλεμένη πάνινη σκεπή αυτού του θεάτρου και από εδώ αναπνέουμε όπως ένα άρωμα τις σκέψεις του Θεού. Κοίτα! Οι θύελλες που συντρίβουν τα γεμάτα ανθρώπους πλοία μας φαίνονται εδώ απλώς σαν αδύναμοι παφλασμοί, και αν σηκώσεις το κεφάλι τα πάντα είναι γαλάζια, σαν ένα διάδημα από άστρα. Εδώ, εξαφανίζονται οι αποχρώσεις των γήινων εκφράσεων. Ό ταν στηρίζεσαι σ' αυτή τη Φύση που την δυιλίζει ο χώρος, δεν νιώθεις μέσα σου περισσότερο βάθος παρά
πνεύμα, περισσότερο μεγαλείο παρά ενθουσιασμό, περισσότερη ενεργητικότητα παρά θέληση, δεν δοκιμάζεις αισθήματα των οποίων ο ερμηνευτής δεν είναι πια μέσα μας; Δεν νιώθεις σαν να έχεις φτερά; Ας προσευχηθούμε. Ο Σεραφίτους γονάτισε, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και η Μίνα έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας. Έμειναν έτσι για μερικές στιγμές, για μερικές στιγμές το γαλάζιο φωτοστέφανο που κινιόταν στους ουρανούς πάνω από τα κεφάλια τους μεγάλωσε και φωτεινές α κτίνες τους περιέβαλαν χωρίς οι ίδιοι να το αντιλη Φθούν. - Γιατί δεν κλαις όταν κλαίω; του είπε η Μίνα με σπασμένη φωνή. - Αυτοί που είναι μόνον πνεύμα δεν κλαίνε, απάντησε ο ΣεραΦίτους καθώς σηκωνόταν. Πώς θα έκλαιγα; Δεν βλέπω πια τις ανθρώπινες δυστυχίες. Εδώ το καλό λάμπει σε όλο του το μεγαλείο, κάτω ακούω τις δεήσεις και τις αγωνίες της άρπας των πόνων που πάλλεται στα χέρια του αιχμάλωτου πνεύματος. Από εδώ ακούω το κονσέρτο που παίζουν οι αρμονικές άρπες. Κάτω, έχετε την ελπίδα, αυτή την ωραία αρχή της πίστης, εδώ όμως βασιλεύει η πίστη, που είναι η ελπίδα η οποία εκπληρώθηκε! - Δεν θα μ' αγαπήσεις ποτέ, είμαι πάρα πολύ ατελής, με περιφρονείς, είπε η νέα κοπέλα. - Μίνα, η βιολέτα που κρύβεται στα πόδια της βαλανιδιάς σκέφτεται: «ο ήλιος δεν μ' αγαπά, δεν έρχεται.» Ο ήλιος σκέφτεται: «Αν το Φώτιζα, θα αφανιζόταν αυτό το φτωχό λουλούδι!» Φίλος του λουλουδιού, κάνει τις ακτίνες του να γλιστρούν ανάμεσα από τα φύλλα της βαλανιδιάς και μετριάζει τη δύναμή τους για να 34
χρωματίσει τον κάλυκα της αγαπημένης του. Δεν με σκεπάζουν αρκετά πέπλα και φοβάμαι πως με βλέπεις ακόμα: θα έφριττες αν με γνώριζες καλύτερα. Άκουσέ με, δεν έχω επιθυμίες για τους καρπούς της γης, τις χαρές σας τις έχω καταλάβει πολύ καλά και σαν εκείνους τους άσωτους αυτοκράτορες της βέβηλης Ρώμης κατέληξα ν' αποστρέφομαι τα πάντα, γιατί δέχθηκα το χάρισμα της όρασης. Εγκατέλειψέ με, είπε με πόνο ο ΣεραΦίτους. Ύστερα πήγε και στάθηκε σε μια προεξοχή του βράχου, αφήνοντας το κεφάλι του να γύρει στο στήθος του. - Γιατί, λοιπόν, μ' απελπίζεις έτσι; του είπε η Μίνα. - Φύγε! Φώναξε ο ΣεραΦίτους, δεν έχω τίποτα απ' όσα θέλεις από μένα. Η αγάπη σου είναι πολύ χυδαία για μένα. Γιατί δεν αγαπάς τον Βίλφριντ; Ο Βίλφριντ είναι άνδρας, άνδρας δοκιμασμένος από τα πάθη, που θα ξέρει να σε σφίξει στα νευρώδη μπράτσα του, που θα σε κάνει να νιώσεις το μεγάλο και δυνατό του χέρι. Έχει ωραία μαύρα μαλλιά, μάτια γεμάτα ανθρώπινες σκέψεις, καρδιά που χύνει χείμαρρους λάβας στις λέξεις τις οποίες προφέρει το στόμα του. Θα σε λιώσει με χάδια. Θα είναι ο πολυαγαπημένος σου, ο σύζυγός σου. Ο δικός σου Βίλφριντ. Η Μίνα έκλαιγε με καυτά δάκρυα. - Τολμάς να λες ότι δεν τον αγαπάς; είπε ο ΣεραΦίτους με φωνή που βυθιζόταν στην καρδιά σαν στιλέτο. - Έλεος, έλεος, Σεραφίτους μου! - Να τον αγαπάς, φτωχό παιδί της γης όπου σε καθηλώνει ακαταμάχητα το πεπρωμένο σου, είπε ο τρομερός ΣεραΦίτους, αρπάζοντας την Μίνα με μια κίνηση η οποία την υποχρέωσε να έρθει στην άκρη του soeler, 35
απ ' όπου η θέα ήταν τόσο πλατιά που μια γεμάτη ενθουσιασμό νέα κοπέλα θα μπορούσε εύκολα να πιστέ ψει ότι ήταν πάνω από τον κόσμο. Θα ευχόμουν να είχα έναν σύντροφο για να πάω στο βασίλειο του φωτός, θέλησα να σου δείξω αυτόν τον βώλο λάσπης και σε βλέπω ακόμα προσκολλημένη σ' αυτόν. Αντίο. Μείνε εδώ ν' απολαμβάνεις με τις αισθήσεις, υπάκουσε στη φύση σου, χλόμιασε μαζί με τους χλομούς άνδρες, κοκκίνισε μαζί με τις γυναίκες, παίξε με τα παιδιά, ικέτευσε μαζί με τους ενόχους, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό μέσα στους πόνους σου, τρέμε, έλπιζ ε, σπαρτάρισε, θα έχεις έναν σύντροφο, θα μπορείς ακόμα να γελάς και να κλαις, να δίνεις και να παίρνεις. Εγώ είμαι σαν ε ξόριστος μακριά από τον ουρανό και σαν τέρας μακριά από τη γη. Η καρδιά μου δεν πάλλεται πια, ζω μόνον με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου. Αισθάνομαι με το πνεύμα, αναπνέω με το μέτωπο, βλέπω με την σκέψη, πεθαίνω από ανυπομονησία και επιθυμίες. Κανείς εδώ κάτω δεν έχει τη δύναμη να εκπληρώσει τις ευχές μου, να ηρεμήσει την ανυπομονησία μου και ξέ μαθα να κλαίω. Είμαι μόνος. Υποτάσσομαι και περιμένω. Ο ΣεραΦίτους κοίταξε το γεμάτο λουλούδια ανάχωμα στο οποίο είχε αποθέσει την Μίνα, κατόπιν στράφηκε προς την πλευρά των απόκρημνων βουνών των οποίων οι ακρώρειες ήταν σκεπασμένες με πυκνά σύννεφα στα οποία έριξε τις υπόλοιπες σκέψεις του. - Δεν ακούς ένα θεσπέσιο κονσέρτο, Μίνα; συνέχισε με τη φωνή του τρυγονιού, γιατί ο αετός είχε αρκετά φωνάξει. Δεν θα έλεγε κανείς πως είναι η μουσική των αιολικών λυρών που οι ποιητές σας τοποθετούν στα δάση και στα βουνά; Βλέπεις τις συγκεχυμένες φιγού- 36
ρες που περνούν μέσα από τα σύννεφα, ξεχωρίζεις τα φτερωτά πόδια εκείνων που προετοιμάζουν τους διάκοσμους του ουρανού; Αυτοί οι ήχοι δροσίζουν τη ψυχή, ο ουρανός σύντομα θ' αφήσει να πέσουν τα άνθη της άνοιξης, μια λάμψη εξορμά από τον πόλο. Ας Φύγουμε γρήγορα, είναι ώρα. Μέσα σ' ένα λεπτό, έδεσαν τα πατίνια τους και κατέβηκαν και οι δυο το Φαλμπέργκ μέσα από τις σύντομες κατωφέρειες που το ένωναν με τις κοιλάδες του Σιέγκ. Μια θαυμάσια εξυπνάδα κυριαρχούσε στην πορεία τους, ή μάλλον καλύτερα στο πέταγμά τους. Όταν συναντούσαν μια ρωγμή σκεπασμένη με χιόνι, ο Σερα Φίτους άρπαζε την Μίνα και ορμούσε με μια γρήγορη κίνηση χωρίς να βαραίνει περισσότερο από πουλί πάνω στο εύθραστο στρώμα που κάλυπτε την άβυσσο. Συχνά, σπρώχνοντας τη συντρόφισσά του, έκανε μια ελαφριά παρέκκλιση για ν' αποφύγει ένα γκρεμό, ένα δένδρο, ένα κομμάτι βράχου που τα ξεχώριζε κάτω από το χιόνι, όπως ορισμένοι ναυτικοί συνηθισμένοι στον Ωκεανό μαντεύουν τους σκοπέλους από το χρώμα, από τη δίνη του νερού, από τη θέση της ακτής. Όταν έφθασαν στους δρόμους του Σιεγκντάλεν και ήταν πια δυνατό να ταξιδέψουν σχεδόν χωρίς Φόβο σε ευθεία γραμμή για να ξαναβγούν στον πάγο του Στρομφιόρντ, ο Σερα Φίτους σταμάτησε την Μίνα: - Δεν μου λες πια τίποτα, είπε. - Νόμιζα, απάντησε σεβάσμια η νεαρή κοπέλα, πως ήθελες να σκέφτεσαι μόνος σου. - Ας βιαστούμε, Μινέτ μου, έρχεται η νύχτα, συνέχισε. Η Μίνα σκίρτησε ακούγοντας την καινούρια φωνή του οδηγού της: φωνή καθαρή σαν νεαρής κόρης, που 37
διέλυσε τις φανταστικές λάμψεις του ονείρου μέσα στο οποίο βάδιζε μέχρι τότε η Μίνα. Ο ΣεραΦίτους άρχισε να εγκαταλείπει την αρσενική του δύναμη και να αποδιώχνει από το βλέμμα του την πολύ διαπεραστική εξυπνάδα του. Πολύ σύντομα αυτά τα δύο ωραία πλάσματα έπλεαν πάνω στο Φιόρδ, έφθασαν στον λειμώνα χιονιού ανάμεσα στην ακτή του κόλπου και στην πρώτη σειρά των σπιτιών του Ζαρβί, κατόπιν, καθώς τα πίεζε το τέλος της μέρας, όρμησαν ανεβαίνοντας προς το πρεσβυτέριο, σαν να σκαρφάλωναν στις ράμπες μιας τεράστιας σκάλας. - Ο πατέρας μου θα πρέπει ν' ανησυχεί, είπε η Μίνα. - Όχι, απάντησε ο Σεραφίτους. Εκείνη την στιγμή, το ζευγάρι ήταν μπροστά στο πρόστεγο της ταπεινής κατοικίας όπου ο κύριος Μπέκερ, ο ιερέας του Ζαρβί, διάβαζε περιμένοντας την κόρη του για το δείπνο. - Αγαπητέ κύριε Μπέκερ, είπε ο ΣεραΦίτους, σας ε πιστρέφω την κόρη σας σώα και ασφαλή. - Ευχαριστώ, δεσποινίς, απάντησε ο γέρος ακουμπώντας τα γυαλιά του πάνω στο βιβλίο. Θα πρέπει να είστε κουρασμένες. - Καθόλου, είπε η Μίνα, που εκείνη την στιγμή δέχθηκε στο μέτωπο την ανάσα της συντρόφισσάς της. - Μικρή μου, θέλεις να έρθεις μεθαύριο βράδυ σπίτι μου να πιούμε τσάι; - Πολύ ευχαρίστως, αγαπητή μου. - Κύριε Μπέκερ, θα την φέρετε εσείς. - Ναι, δεσποινίς. Ο Σεραφίτους έσκυψε το κεφάλι με μια φιλάρεσκη κίνηση, χαιρέτισε τον γέρο, έφυγε και σε μερικές στιγμές έφθασε στην αυλή του Σουηδικού πύργου. Ένας 0-38
γδοντάρης υπηρέτης Φάνηκε κάτω από το τεράστιο γείσωμα κρατώντας ένα φανάρι. Ο ΣεραΦίτους έβγαλε τα πατίνια του με τη γεμάτη χάρη επι δ εξ ι ότητα μιας γυναίκας, όρμησε στο σαλόνι του πύργου, έπεσε πάνω σ' ένα μεγάλο καναπέ σκεπασμένο με γούνες και ξά πλωσε. - Τ ι θα πάρετε; του είπε ο γέρος ανάβοντας τα υπερβολ ι κά μακρι ά κερι ά που χρησιμοποιο ύ ν στη Νορβηγία. - Τίποτα, Δαβίδ, είμαι πολύ κουρασμένη. Ο Σεραφίτους έβγαλε το γούνινο πανωφόρι του, τυλίχθηκε σ' αυτό και αποκοιμήθηκε. Ο γερο-υπηρέτης έμεινε μερικά λεπτά όρθ ι ος να παρατηρεί με αγάπη το μοναδ ι κό ον που αναπαυόταν κάτω από τα μάτια του και που το φύλο του δύσκολα θα μπορούσε να καθορισθεί από οποιονδήποτε, ακόμα και από τους ει δή μονες. Βλέποντάς το έτσι ξ απλωμένο, τυλ ι γμένο στο συνηθισμένο του ένδυμα, που έμοιαζε τόσο με γυναικεία ρόμπα όσο και με ανδρικό παλτό, ήταν αδύνατο να μην αποδώσει σε νεαρή κοπέλα τα λεπτά πόδ ι α τα οποία άφηνε να κρέμονται, σαν να ήθελε να δείξει την αβρότητα την οποία τους είχε δώσει η Φύση, αλλά το μέτωπο, το περίγραμμα του κεφαλ ι ού, είχαν την έκφραση της ανθρώπινης δύναμης η οποία έχει Φθάσει στον υ ψηλότερο βαθμό της. - Υ ποφέρει και δ εν θέλει να μου το πει, σκέφθηκε ο γέρος, πεθαίνει σαν το λουλούδ ι που το κτύπησε μια πολύ δυνατή ακτίνα του ήλ ι ου. Και έ κλαψε, ο γέρος. 39
2 ΣΕΡΑΦΙΤΑ Στη διάρκεια του βραδυνού, ο Δαβίδ μπήκε στο σαλόνι. - Ξέρω ποιον θα μου αναγγείλλετε, του είπε η Σεραφίτα με νυσταγμένη φωνή. Ο Βίλφριντ μπορεί να μπει. Περιμένοντας αυτά τα λόγια, ένας άνδρας παρουσιάσθηκε ξαφνικά και ήρθε και κάθησε δίπλα της. - Αγαπητή μου Σεραφίτα, υποφέρετε; Σας βρίσκω πιο χλομή απ' ό,τι συνήθως. Στράφηκε αργά προς τη μεριά του, αφού τίναξε προς τα πίσω τα μαλλιά της σαν μια ωραία γυναίκα που καταπονημένη από την ημικρανία δεν έχει πια τη δύναμη να παραπονεθεί. - Έκανα την τρέλα, είπε, να διασχίσω το Φιόρδ μαζί με την Μίνα, ανεβήκαμε στο Φαλμπέργκ. - Θέλατε, λοιπόν, να σκοτωθείτε; είπε με τον τρόμο εκείνου που αγαπά. - Μην φοβόσαστε, καλέ μου Βίλφριντ, πρόσεχα την Μίνα σας. Ο Βίλφριντ κτύπησε βίαια το τραπέζι με το χέρι του, σηκώθη.κε, έκανε μερικά βήματα προς την πόρτα 40
αφήνοντας να του ξεφύγει μια αναφώνηση γεμάτη πόνο, ύστερα ξανάρθε κοντά της και θέλησε να εκφράσει ένα παράπονο. - Γιατί αυτή η φασαρία, αν νομίζετε ότι υποφέρω; είπε η Σεραφίτα. - Συγνώμη, έλεος! απάντησε γονατίζοντας. Μιλήστε μου σκληρά, απαιτείστε από εμένα ό,τι πιο δυσβάσταχτο οι σκληρές φαντασιώσεις μιας γυναίκας σας κάνουν να φαντάζεσθε, αλλά, πολυαγαπημένη μου, μην αμφιβάλλετε για την αγάπη μου. Χρησιμοποιείτε την Μίνα σαν τσεκούρι για να με κτυπάτε διπλά. Έλεος! - Γιατί μου λέτε τέτοια λόγια, φίλε μου, αφού ξέρετε ότι ε.ίναι άχρηστα! απάντησε ρίχνοντας βλέμματα τα ο ποία κατέληξαν να γίνουν τόσο γλυκά που ο Βίλφριντ δεν έβλεπε πια τα μάτια της ΣεραΦίτας, αλλά ένα υγρό φως του οποίου τα παιχνιδίσματα έμοιαζαν με τις τελευταίες δονήσεις ενός τραγουδιού γεμάτου Ιταλική απαλότητα. - Αχ! δεν πεθαίνει κανείς από την αγωνία του, είπε ο Βίλφριντ. - ΥποΦέρετε; συνέχισε η ΣεραΦίτα με μια φωνή που οι εκφράσεις της δημιουργούσαν στην καρδιά αυτού του άνδρα αποτέλεσμα παρόμοιο μ' αυτό που προκαλούσαν τα βλέμματά της. Τι μπορώ να κάνω για σας; - Να μ' αγαπάτε όπως σας αγαπώ. - Φτωχή Μίνα, απάντησε. - Δεν είμαι ποτέ οπλισμένος, Φώναξε ο Βίλφριντ. - Έχετε ανυπόφορο χαρακτήρα, έκανε με χαμόγελο η ΣεραΦίτα. Μήπως δεν είπα αυτές τις λέξεις σαν τις παριζιάνες που μου διηγείστε τους έρωτές τους; Ο Βίλφριντ κάθησε, σταύρωσε τα χέρια και κοίταξε την Σεραφίτα με σκυθρωπό ύφος. 41
- Σας συγχωρώ, είπε, γιατί δεν ξέρετε τι κάνετε. - Α, συνέχισε η Σεραφίτα, οι γυναίκες, αρχίζοντας από την Εύα, κάνουν πάντοτε από πρόθεση το καλό και το κακό. - Το πιστεύω, είπε. - Είμαι σίγουρη, Βίλφριντ. Το ένστικτό μας είναι α- κριβώς αυτό που μας κάνει τόσο τέλειες. Αυτό που ε σείς οι άλλοι το μαθαίνετε, εμείς το νιώθουμε. - Γιατί, λοιπόν, δεν νιώθετε πόσο σας αγαπώ; - Γιατί δεν μ' αγαπάτε. - Μεγαλοδύναμε! - Γιατί, λοιπόν, παραπονιέστε για τις αγωνίες σας; ρώτησε. - Είστε τρομερή αυτό το βράδυ, Σεραφίτα. Είστε πραγματικός δαίμονας. - Όχι, είμαι προικισμένη με την ικανότητα να καταλαβαί νω και αυτ ό είναι φρικτό. Ο πόνος, Βίλφριντ, είναι ένα Φως που μας φωτίζει την ζωή. - Γιατί, λοιπόν, πήγατε στο Φαλμπέργκ; - Θα σας το πει η Μίνα, εγώ είμαι πολύ καταπονημένη για να μιλήσω. Δίνω το λόγο σ' εσάς που ξέρετε τα πάντα, που έχετε μάθει τα πάντα και δεν έχετε τίποτα ξεχάσει, σ' εσάς που περάσατε τόσες κοινωνικές δοκιμασίες. Διασκεδάστε με, ακούω. - Τι να σας πω που δεν το ξέρετε; Εξάλλου η απαίτησή σας είναι εμπαιγμός. Δεν δέχεσθε τίποτα από τον κόσμο, συντρίβετε τις ορολογίες, κατακεραυνώνετε τους νόμους, τα ήθη, τα αισθήματα, τις επιστήμες, περιορίζοντάς τα στις αναλογίες στις οποίες αυτά τα πράγματα συρρικνώνονται όταν τοποθετείται κανείς έξω από την υδρόγειο σφαίρα. - Βλέπετε καλά, φίλε μου, ότι δεν είμαι γυναίκα. Έ- 42