ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σχετικά έγγραφα
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο B8-0546/ εν συνεχεία δήλωσης της Επιτροπής

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο B8-0487/ σύμφωνα με το άρθρο 216 παράγραφος 2 του Κανονισμού

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και διεθνής απαγωγή παιδιών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

* ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0388/

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - SWD(2016) 208 final.

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 2015 (OR. en)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο γνωμοδότησης Evelyne Gebhardt (PE v01-00)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 13.1.2011 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέµα: Αναφορά 1614/2009, της Marinella Colombo, ιταλικής ιθαγένειας, η οποία συνοδεύεται από 134 υπογραφές, σχετικά µε τη γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας παίδων και νέων (Jugendamt) και τις διακρίσεις των γερµανικών αρχών που ασχολούνται µε οικογενειακά ζητήµατα σε βάρος υπηκόων ξένων χωρών 1. Περίληψη της αναφοράς Η αναφέρουσα, η οποία στο παρελθόν κατοικούσε στη Γερµανία µε τον γερµανό σύζυγό της και τα δύο παιδιά τους, περιγράφει τα προβλήµατα που αντιµετώπισε µε τη γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας παίδων και νέων (Jugendamt) και τις γερµανικές αρχές που είναι αρµόδιες για οικογενειακά ζητήµατα, µετά τον χωρισµό της το 2006. Η αναφέρουσα, η οποία µετακόµισε για επαγγελµατικούς λόγους στο Μιλάνο το 2007, στερήθηκε στη συνέχεια, κατόπιν απόφασης των γερµανικών δικαστικών αρχών, το δικαίωµα να βλέπει τα παιδιά της που κατοικούν τώρα µε τον πατέρα τους και δεν έχουν πλέον καµία επαφή µε τον ιταλικό πολιτισµό και την οικογένεια στην Ιταλία. Παραπέµποντας στο έγγραφο εργασίας που εκπονήθηκε από την Επιτροπή Αναφορών το 2008 σχετικά µε ισχυρισµούς για αυθαίρετα µέτρα και µέτρα που εισάγουν διακρίσεις, τα οποία λαµβάνουν αρχές κοινωνικής µέριµνας παίδων και νέων σε ορισµένα κράτη µέλη, συγκεκριµένα η Jugendamt στη Γερµανία, και στη µη τήρηση από τις γερµανικές αρχές των συστάσεων που περιλαµβάνονται στην εν λόγω έκθεση, η αναφέρουσα καλεί την Επιτροπή Αναφορών να µεσολαβήσει, τονίζοντας ότι εν προκειµένω δεν πρόκειται απλώς για υπόθεση παραβίασης της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου, αλλά και αρκετών θεµελιωδών αρχών της ΕΕ. 2. Παραδεκτό Χαρακτηρίσθηκε παραδεκτή στις 19 Φεβρουαρίου 2010. Η Επιτροπή κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες (άρθρο 202, παράγραφος 6, του Κανονισµού). CM\853695.doc PE443.183v02-00 Eνωµένη στην πολυµορφία

3. Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 24 Ιουνίου 2010. Η αναφέρουσα, ιταλίδα υπήκοος η οποία στο παρελθόν κατοικούσε στη Γερµανία µε τον γερµανό σύζυγό της και τα δύο παιδιά τους, καταγγέλλει την παράνοµη µεταχείριση από τις γερµανικές αρχές, µετά τον χωρισµό της το 2006. Η αναφέρουσα δηλώνει ότι κατά τη δικαστική διαδικασία για τον χωρισµό της στις αρχές του 2007, η γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας παίδων και νέων παρενέβη στη διαδικασία ως διάδικος. Η εν λόγω παρέµβαση διενεργήθηκε χωρίς αίτηµα του δικαστηρίου. Η αναφέρουσα υποδεικνύει ότι οι σύζυγοι κατέληξαν σε συµφωνία όσον αφορά την επιµέλεια των παιδιών τους. Η αναφέρουσα θεωρεί την παρέµβαση της γερµανικής υπηρεσίας κοινωνικής µέριµνας παίδων και νέων ασυµβίβαστη µε την ευρωπαϊκή νοµοθεσία. Καταγγέλλει επίσης ότι για 18 µήνες λάµβανε µόνο κατώτατο επίδοµα συντήρησης, λόγω της καθυστερηµένης υποβολής της πλήρους κατάστασης εσόδων εκ µέρους του συζύγου της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Στις αρχές του 2008, η αναφέρουσα ενηµέρωσε το γερµανικό δικαστήριο ότι δέχτηκε µια προσφορά εργασίας στην Ιταλία. Για τον λόγο αυτόν διενεργήθηκαν πολλές αξιολογήσεις εµπειρογνωµόνων από το γερµανικό δικαστήριο προκειµένου να διαπιστωθεί κατά πόσον µια τέτοια κίνηση θα ήταν προς το υπέρτατο συµφέρον των δύο γιων της αναφέρουσας. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι δεν της επετράπη να υποβάλει την κατάθεσή της στους εµπειρογνώµονες που διορίστηκαν από το δικαστήριο και ότι οι απόψεις της δεν ελήφθησαν υπόψη από τους εµπειρογνώµονες κατά την κατάρτιση των εκθέσεών τους προς το δικαστήριο. Ισχυρίζεται ότι, ως αποτέλεσµα, της αρνήθηκε το δικαίωµα σε µια δίκαιη δίκη. Τα πορίσµατα των εµπειρογνωµόνων ανέφεραν ότι η πολιτιστική διαφορά µεταξύ Γερµανίας και Ιταλίας είναι υπερβολικά µεγάλη και ότι τα παιδιά φαινόταν ότι δεν εντάσσονταν στην ιταλική κουλτούρα και η σχέση τους µε την Ιταλία δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Η αναφέρουσα διαµαρτύρεται για την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς υποστήριξη των εν λόγω συµπερασµάτων. Η αναφέρουσα ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας οι γιοι της εξέφρασαν την επιθυµία να µετακοµίσουν στην Ιταλία. Σύµφωνα µε την αναφέρουσα, το δικαστήριο αποφάσισε ότι ο πατέρας τους δεν ήταν σε θέση να φροντίσει τα παιδιά και ότι τα παιδιά θα έπρεπε να µείνουν µε τη µητέρα τους. Η αναφέρουσα δηλώνει ότι το γερµανικό εφετείο έκρινε ότι η µητέρα πρέπει να παραµείνει µε τα παιδιά της στη Γερµανία διότι τα συµφέροντα των παιδιών πρέπει να προηγηθούν του δικαιώµατος ελεύθερης κυκλοφορίας της µητέρας. Η αναφέρουσα αποφάσισε να µην ασκήσει προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο κατά της εν λόγω απόφασης. Τον Σεπτέµβριο του 2008, η αναφέρουσα συµπεριλήφθηκε στον κατάλογο της Ιντερπόλ για να της αποτραπεί η έξοδος από τη Γερµανία. Μην έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, µετακόµισε στην Ιταλία. Εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης στο όνοµά της. Μετά την επιστροφή της στην Ιταλία, κινήθηκαν διαδικασίες σε δικαστήριο της χώρας για PE443.183v02-00 2/9 CM\853695.doc

την επιστροφή των παιδιών. Στις 28 Νοεµβρίου 2008, το δικαστήριο ενηµέρωσε την αναφέρουσα ότι η ακρόαση θα διεξαγόταν στις 2 εκεµβρίου 2008. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι δεν της γνωστοποιήθηκε το περιεχόµενο των εγγράφων που υποβλήθηκαν από τις γερµανικές αρχές στο ιταλικό δικαστήριο. Της δόθηκαν µόλις 3 ηµέρες για να συντάξει την κατάθεσή της στο δικαστήριο. Ισχυρίζεται ότι η αγόρευση του δικηγόρου της δεν ήταν υπέρ της. Καταγγέλλει ότι η µετάφραση των εγγράφων που χρησιµοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν ακριβής. Στις 9 εκεµβρίου, το ιταλικό δικαστήριο εξέδωσε εντολή επαναπατρισµού για τα δύο παιδιά. Κινήθηκε διαδικασία διαµεσολάβησης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι δικηγόροι των διαδίκων υπέγραψαν µια συµφωνία που εκχωρούσε την επιµέλεια των δύο παιδιών στη µητέρα και δήλωνε ότι τα παιδιά θα έπρεπε να µείνουν στην Ιταλία. Η εν λόγω συµφωνία διαβιβάσθηκε στο ιταλικό δικαστήριο. Μερικές εβδοµάδες αργότερα, ο δικηγόρος του συζύγου της αναφέρουσας ενηµέρωσε το δικαστήριο ότι η διαδικασία διαµεσολάβησης απέτυχε και ότι τα παιδιά έπρεπε να επιστρέψουν αµέσως στη Γερµανία. Σύµφωνα µε την αναφέρουσα, έπειτα από αυτές τις πληροφορίες, ο εισαγγελέας αποµάκρυνε τα παιδιά από το σχολείο και τα µετέφερε στον πατέρα τους στη Γερµανία. Η αναφέρουσα δεν ενηµερώθηκε για τις αποφάσεις και τις ενέργειες των ιταλικών αρχών. Η αναφέρουσα δεν έχει επί του παρόντος πρόσβαση στα παιδιά της και έχει απαγορευθεί από τις γερµανικές αρχές η επικοινωνία της µε τα παιδιά της. Η αναφέρουσα ισχυρίζεται ότι η καταχώρησή της στον κατάλογο της Ιντερπόλ άλλαξε από την απαγόρευση εξόδου από τη Γερµανία σε εντολή απαγόρευσης εξόδου από την Ιταλία. Η περιοριστική εντολή εκδόθηκε από τις γερµανικές αρχές για να αποτραπεί τυχόν προσπάθεια της αναφέρουσας να προσεγγίσει τα παιδιά της. Στο συµπέρασµά της, η αναφέρουσα ισχυρίζεται ότι οι γερµανικές αρχές παραβίασαν τα άρθρα 6, 13, 8 και 14 της Σύµβασης για την Προστασία των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών, το δικαίωµα ελεύθερης κυκλοφορίας της βάσει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 29 της Σύµβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώµατα του παιδιού. Ζητεί από την Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να απαιτήσει από τη Γερµανία τον σεβασµό των νόµων και των συµβάσεων στις οποίες έχει προσχωρήσει και κατά συνέπεια να επιστρέψει τους γιους της στην Ιταλία και να αποκαταστήσει την εισαγωγή διακρίσεων εις βάρος της. Η αναφέρουσα ερωτά αν οι όροι «οικογένεια» και «οικογενειακή ενότητα» ερµηνεύονται εσφαλµένα στη Γερµανία, καθώς δεν διασφαλίζεται το δικαίωµα επιµερισµού των γονικών καθηκόντων. Η αναφέρουσα ισχυρίζεται ότι σε όλες τις διαδικασίες σχετικά µε τα παιδιά της, η γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας δεν ενεργούσε προς το υπέρτατο συµφέρον του παιδιού, αλλά προς το συµφέρον της γερµανικής κοινότητας σε ζητήµατα που αφορούν παιδιά. Σε ένα συµπληρωµατικό έγγραφο στην αναφορά, η αναφέρουσα καταγγέλλει την εµπλοκή CM\853695.doc 3/9 PE443.183v02-00

της γερµανικής υπηρεσίας κοινωνικής µέριµνας στις δικαστικές διαδικασίες. Η αναφέρουσα δηλώνει ότι η γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας επηρεάζει και παρεµβαίνει στις αποφάσεις του δικαστικού συστήµατος για την προστασία των πολιτικών συµφερόντων της Γερµανίας. Εκτελεί τις αποφάσεις κατά τρόπο που προστατεύει τα πολιτικά συµφέροντα της Γερµανίας. Ενεργεί ως νόµιµος κηδεµόνας του γερµανού γονέα ενάντια στον αλλοδαπό γονέα και έχει δικαίωµα προσφυγής µε δική της πρωτοβουλία κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων. Η αναφέρουσα δηλώνει ότι η ύπαρξη της γερµανικής υπηρεσίας κοινωνικής µέριµνας είναι ασυµβίβαστη µε τις αρχές του οικογενειακού δικαίου στην Ευρώπη και οι διοικητικές αποφάσεις που λαµβάνονται στο γερµανικό οικογενειακό δίκαιο είναι άκυρες σύµφωνα µε τους ευρωπαϊκούς κανονισµούς και τις διεθνείς συµβάσεις. Η αναφέρουσα ισχυρίζεται ότι προκειµένου να διασφαλίζεται ο σεβασµός των διεθνών της υποχρεώσεων, η γερµανική οµοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να παρέχει διοικητικές ή δικαστικές εξουσίες στη γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας. Η αναφέρουσα ζητεί την αναστολή της αναγνώρισης των αποφάσεων των γερµανικών αρχών δυνάµει των κανονισµών 2201/2003 και 4/2009. Η αναστολή θα πρέπει να παραµείνει σε ισχύ εφόσον τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και οι διεθνείς οργανισµοί δεν είναι βέβαιοι για τη διακοπή των εικαζόµενων παράνοµων παρεµβάσεων της γερµανικής υπηρεσίας κοινωνικής µέριµνας στις δικαστικές διαδικασίες. Σύµφωνα µε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει αρµοδιότητα παρέµβασης σε ζήτηµα που δεν αφορά το ευρωπαϊκό δίκαιο. Στην περίπτωση που περιγράφεται από την αναφέρουσα, η γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας εφάρµοσε το γερµανικό οικογενειακό δίκαιο και όχι το δίκαιο της ΕΕ. Το οικογενειακό δίκαιο της ΕΕ για τα παιδιά περιορίζεται σε κοινούς κανόνες σχετικά µε τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση υφιστάµενων δικαστικών αποφάσεων σε άλλο κράτος µέλος. Ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 1 («ο κανονισµός Βρυξέλλες IIα») αντιπροσωπεύει την κύρια νοµική πράξη της ΕΕ στον εν λόγω τοµέα. Ούτε ο κανονισµός Βρυξέλλες ΙΙα, ούτε η γερµανική νοµοθεσία εφαρµογής αποδίδουν στην Jugendamt ιδιαίτερο ρόλο όσον αφορά την εφαρµογή του εν λόγω νοµικού µέσου. Η Επιτροπή παρακολουθεί την ορθή εφαρµογή του κανονισµού Βρυξέλλες ΙΙα στα κράτη µέλη. Αν η Jugendamt εφάρµοζε τον κανονισµό, η Επιτροπή θα εξέταζε προσεκτικά κατά πόσον οι ενέργειές της συνάδουν µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα που ορίζονται στις Συνθήκες και στον Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κάθε περίπτωση που υπέπιπτε στην αντίληψή της. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι η απόφαση του γερµανικού δικαστηρίου περιορίζει το δικαίωµά της στην ελεύθερη κυκλοφορία. Καταγγέλλει επίσης την απόφαση εγγραφής του ονόµατός στην στον κατάλογο της Ιντερπόλ για να της αποτραπεί η έξοδος από την Ιταλία. Η Επιτροπή επισηµαίνει ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωµα να κυκλοφορεί και να διαµένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών µελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισµών και µε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρµογή τους. Οι συναφείς περιορισµοί και προϋποθέσεις 1 ΕΕ L 338 της 23.12.2003, σ. 1. PE443.183v02-00 4/9 CM\853695.doc

περιλαµβάνονται στην οδηγία 2004/38/ΕΚ 1. Όπως ορίζεται στο Κεφάλαιο VI της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, τα κράτη µέλη µπορούν να επιβάλλουν περιορισµούς στο δικαίωµα των πολιτών της ΕΕ να εγκαταλείψουν ή να εισέλθουν στην επικράτειά τους για λόγους δηµόσιας τάξης, δηµόσιας ασφάλειας ή δηµόσιας υγείας. Κάθε µέτρο που λαµβάνεται για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεµελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συµπεριφορά του αφορώµενου ατόµου που πρέπει να συνιστά πραγµατική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόµενη κατά θεµελιώδους συµφέροντος της κοινωνίας. Το δικαίωµα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαµονής συνιστά ένα από τα θεµέλια της ΕΕ και, κατά συνέπεια, στις διατάξεις που ορίζουν την εν λόγω ελευθερία πρέπει παρέχεται ευρεία ερµηνεία, ενώ οι παρεκκλίσεις από την εν λόγω αρχή, πρέπει να ερµηνεύονται αυστηρά και σύµφωνα µε τις γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ, ειδικότερα την αρχή της αναλογικότητας. Οι κανόνες της ΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει επίσης να εφαρµόζονται σε σχέση µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα που αναγνωρίζονται ειδικότερα στον Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε µεµονωµένες περιπτώσεις, σοβαροί λόγοι σχετικοί µε την προστασία του υπέρτατου συµφέροντος του παιδιού θα µπορούσαν να αιτιολογήσουν παρέκκλιση από το δικαίωµα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαµονής υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει η δέουσα συµµόρφωση µε τις διασφαλίσεις των κανόνων της ΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία. Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει αν συµβαίνει κάτι τέτοιο στο προκείµενο ζήτηµα. Όσον αφορά τις αντιρρήσεις της αναφέρουσας σχετικά στις διαδικασίες ενώπιον του ιταλικού δικαστηρίου, η Επιτροπή τονίζει ότι το δικαστήριο πρέπει να ενεργεί σύµφωνα µε τον κανονισµό Βρυξέλλες ΙΙα. Σύµφωνα µε τις διατάξεις του εν λόγω κανονισµού για την επιστροφή του παιδιού σε περίπτωση απαγωγής, το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται αίτηση για επιστροφή του παιδιού καλείται να ενεργήσει ταχέως όσον αφορά τις δικαστικές διαδικασίες για την αίτηση. Το δικαστήριο πρέπει να χρησιµοποιήσει τις ταχύτερες διαδικασίες που είναι διαθέσιµες στην εθνική νοµοθεσία. Το δικαστήριο πρέπει να εκδώσει την απόφασή του το αργότερο έξι εβδοµάδες από την ενώπιόν του κατάθεση της αίτησης, εκτός αν αυτό καθίσταται αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων 2. Σε συµπληρωµατικό έγγραφο, η αναφέρουσα ζητεί να αρνηθεί η αναγνώριση και εκτέλεση σε άλλα κράτη µέλη των αποφάσεων του γερµανικού δικαστηρίου σε ζητήµατα γονικής µέριµνας και συντήρησης τέκνων που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια διαδικασιών στις οποίες ενεπλάκη η υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας. Αυτό δεν φαίνεται συναφές στην παρούσα υπόθεση καθώς σύµφωνα µε το κείµενο της αναφοράς ο άλλος γονέας ασκεί την επιµέλεια 1 Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά µε το δικαίωµα των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαµένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών, ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 77. 2 Άρθρο 11 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συµβουλίου της 27ης Νοεµβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαµικές διαφορές και διαφορές γονικής µέριµνας ο οποίος καταργεί τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 CM\853695.doc 5/9 PE443.183v02-00

των δύο παιδιών στον τόπο της συνήθους κατοικίας των παιδιών και δεν έχει ληφθεί καµία απόφαση από το γερµανικό δικαστήριο σχετικά µε τη συντήρηση των τέκνων. Με άλλα λόγια, δεν φαίνεται να υπάρχει απόφαση γερµανικού δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση που θα έπρεπε να αναγνωριστεί ή να εκτελεστεί σε άλλο κράτος µέλος. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες σχετικά µε τα παιδιά της, οι γερµανικές αρχές δεν ενήργησαν προς το υπέρτατο συµφέρον του παιδιού. Σύµφωνα µε το άρθρο 24 του Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Σύµβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώµατα του παιδιού, τα κράτη µέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε όλες τις δράσεις που αφορούν τα παιδιά πρωταρχική σηµασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συµφέρον του παιδιού. Τα εθνικά δικαστήρια είναι τα πλέον αρµόδια να αξιολογήσουν την εφαρµογή της αρχής του υπέρτατου συµφέροντος του παιδιού στις επιµέρους περιπτώσεις. Σύµφωνα µε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει αρµοδιότητα παρέµβασης σε ζήτηµα που δεν αφορά το ευρωπαϊκό δίκαιο. Όσον αφορά τις καταγγελίες της αναφέρουσας για την εικαζόµενη παραβίαση των άρθρων 6, 8, 13 και 14 της Σύµβασης για την Προστασία των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για τον χωρισµό και τη γονική µέριµνα, τα ζητήµατα ουσίας εµπίπτουν στην αποκλειστική αρµοδιότητα των κρατών µελών. Η αναφέρουσα θα πρέπει να ασκήσει προσφυγή σε εθνικό επίπεδο. Άπαξ και εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα µέσα, η αναφέρουσα µπορεί να εξετάσει την υποβολή αίτησης στο Ευρωπαϊκό ικαστήριο Ανθρωπίνων ικαιωµάτων. Εντούτοις, η απόφαση που απαγορεύει στην αναφέρουσα να εγκαταλείψει τη Γερµανία, και κατά συνέπεια η απόφαση που της απαγορεύει να εγκαταλείψει την Ιταλία, χρήζουν εξέτασης στο πλαίσιο του κριτηρίου της αναλογικότητας που αναφέρεται ανωτέρω. Η Επιτροπή αναµένει επί του παρόντος λεπτοµέρειες σχετικά µε τις εν λόγω αποφάσεις ούτως ώστε να τις εξετάσει επί αυτής της βάσης. 4. Συµπληρωµατική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 13 Ιανουαρίου 2011. Ύστερα από την κατάθεση της ανακοίνωσης της Επιτροπής τον Ιούνιο του 2010, η αναφέρουσα προσκόµισε γραπτές παρατηρήσεις. Η αναφέρουσα επαναλαµβάνει ότι η γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας παρενέβη πριν από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας και κανόνισε µε τον άλλον διάδικο την έκβαση της διαδικασίας. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν της επετράπη η πρόσβαση στα αρχεία της Jugendamt που την αφορούσαν. Η αναφέρουσα εξηγεί ότι στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υπέρτατου συµφέροντος των παιδιών της, οι γερµανικές αρχές έδωσαν προτεραιότητα στα συµφέροντα της γερµανικής κοινότητας. Για τον λόγο αυτόν, οι γερµανικές αρχές δεν έλαβαν υπόψη το βέλτιστο συµφέρον των παιδιών της. Σύµφωνα µε την αναφέρουσα, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας για την επιστροφή των παιδιών στο πρωτοβάθµιο ιταλικό δικαστήριο, ο άλλος διάδικος προσκόµισε δολίως ανακριβείς µεταφράσεις των γερµανικών εγγράφων. Η αναφέρουσα ισχυρίζεται ότι οι µεταφράσεις αυτές ανέφεραν ότι ο πατέρας είχε την αποκλειστική επιµέλεια των παιδιών, παρόλο που το µόνο δικαίωµα που του είχε παραχωρηθεί ήταν το δικαίωµα επίσκεψης. PE443.183v02-00 6/9 CM\853695.doc

Προκειµένου να διασφαλίσει το δικαίωµα επίσκεψης του πατέρα, το γερµανικό δικαστήριο αρνήθηκε στην αναφέρουσα το δικαίωµα να µετακοµίσει στην Ιταλία. Το δικαίωµα επίσκεψης του πατέρα ήταν επίσης το κύριο επιχείρηµα των γερµανικών αρχών για την επιστροφή των παιδιών από την Ιταλία. Η αναφέρουσα θεωρεί ότι αυτό συνιστά παραβίαση του κανονισµού Βρυξέλλες IIα και της Σύµβασης της Χάγης. Η αναφέρουσα υποστηρίζει ότι η καταχώρησή του ονόµατός της στον κατάλογο της Ιντερπόλ/Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS) για την εικαζόµενη απαγωγή πραγµατοποιήθηκε ως προληπτικό µέτρο έναν µήνα νωρίτερα προτού φύγει από τη Γερµανία για να πάει στην Ιταλία µε τα παιδιά της. Αναφέρει ότι αυτή είναι µια γενικότερη πρακτική των γερµανικών αρχών που παραβιάζει τα θεµελιώδη δικαιώµατα. Καταγγέλλει ότι ύστερα από την αναχώρησή της από τη Γερµανία, η ηµεροµηνία της καταχώρησης του ονόµατός της στο SIS τροποποιήθηκε για να συµφωνεί µε την ηµεροµηνία της αναχώρησής της. Το δε όνοµά της εξακολουθεί να βρίσκεται στον συγκεκριµένο κατάλογο παρόλο που τα παιδιά της έχουν επιστρέψει στη Γερµανία. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι το όνοµά της είναι ακόµα καταχωρηµένο στον κατάλογο της Ιντερπόλ/SIS παρόλο που το Ανώτατο ικαστήριο (Corte di Cassazione) ακύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου τον Μάρτιο του 2010. Το ικαστήριο αποφάσισε ότι η µετακόµιση της αναφέρουσας στην Ιταλία δεν ήταν παράνοµη και ότι ο γερµανός γονέας δεν δικαιούταν να ζητήσει την επιστροφή των παιδιών. Το ικαστήριο απεφάνθη ότι όλες οι µεταγενέστερες αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήµην και σε βάρος της αναφέρουσας είναι άκυρες επειδή η Σύµβαση της Χάγης πρέπει να χρησιµοποιείται ως µέσο για την αναµόρφωση των συνθηκών διαβίωσης πριν από τη µετακόµιση. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι οι γερµανικές αρχές δεν σέβονται την απόφαση του Ανώτατου ικαστηρίου της Ρώµης. Η αναφέρουσα ζητεί από την Επιτροπή να εξακριβώσει εάν η καταχώρηση του ονόµατός της στον κατάλογο SIS, στην οποία προέβησαν προληπτικά οι γερµανικές αρχές πριν από την ηµεροµηνία της αναχώρησής της µαζί µε τα παιδιά της από τη Γερµανία, είναι συµβατή µε τη νοµοθεσία της ΕΕ. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να ελέγξει εάν η συµπερίληψη του γονέα που έχει το δικαίωµα της επιµέλειας στον κατάλογο της Ιντερπόλ συνάδει µε τη νοµοθεσία της ΕΕ. Η αναφέρουσα ζητεί από την Επιτροπή να εξακριβώσει εάν η απόφαση του ιταλικού δικαστηρίου για τον επαναπατρισµό των παιδιών της στη Γερµανία, η οποία εκδόθηκε ύστερα από σχετικό αίτηµα του πατέρα, του οποίου το µοναδικό δικαίωµα είναι αυτό της επίσκεψης, συνάδει µε τη νοµοθεσία της ΕΕ. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενεργήσει προκειµένου να άρει τους περιορισµούς που εκδόθηκαν σε σχέση µε την υπόθεση, ειδικότερα το ένταλµα σύλληψης για την απαγωγή παιδιών και την αίτηση επαναπατρισµού. Παρατηρήσεις της Επιτροπής για τα συµπληρωµατικά σχόλια της αναφέρουσας Η Επιτροπή επαναλαµβάνει ότι κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας στη Γερµανία, οι γερµανικές αρχές εφάρµοσαν το γερµανικό δίκαιο και όχι τη νοµοθεσία της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά την εικαζόµενη εσφαλµένη εφαρµογή της αρχής του υπέρτατου συµφέροντος του παιδιού από τις γερµανικές αρχές, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογεί την εφαρµογή της συγκεκριµένης αρχής σε µεµονωµένες περιπτώσεις. CM\853695.doc 7/9 PE443.183v02-00

Όσον αφορά την υποβολή της ανακριβούς µετάφρασης των εγγράφων που κατατέθηκαν στο ιταλικό δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας για την επιστροφή των παιδιών βάσει του κανονισµού Βρυξέλλες IIα από τον άλλον διάδικο, η Επιτροπή επισηµαίνει ότι το ιταλικό Ανώτατο Ακυρωτικό ικαστήριο κήρυξε την απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου άκυρη και διόρθωσε την κατάσταση. Βάσει του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 το ζήτηµα εάν η µετακίνηση ενός παιδιού είναι παράνοµη ή όχι εξαρτάται από το δικαίωµα «επιµέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από το νόµο ή από συµφωνία που ισχύει σύµφωνα µε το δίκαιο του κράτους µέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαµονή του αµέσως πριν από τη µετακίνηση ή την κατακράτησή του». Ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 δεν προσδιορίζει ποιο πρόσωπο πρέπει να έχει το δικαίωµα επιµέλειας λόγω του οποίου η µετακίνηση παιδιού µπορεί να καταστεί παράνοµη αλλά παραπέµπει στο δίκαιο του κράτους µέλους στο οποίο έχει τη συνήθη διαµονή του το παιδί αµέσως πριν από τη µετακίνησή του ή την κατακράτησή του το ερώτηµα ποιος έχει το δικαίωµα επιµέλειας. Εποµένως, το δίκαιο αυτού του κράτους µέλους είναι εκείνο που καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι γονείς αποκτούν το δικαίωµα επιµέλειας των τέκνων τους. Βάσει των πληροφοριών που διαβίβασε η αναφέρουσα, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει εάν ο πατέρας του παιδιού είχε το δικαίωµα της επιµέλειας τη στιγµή της µετακίνησης των παιδιών στην Ιταλία από την αναφέρουσα. Σε ό,τι αφορά τις καταγγελίες της αναφέρουσας σε σχέση µε την απόφαση του γερµανικού δικαστηρίου που περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία της, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή στην αναφέρουσα στις 9 Ιουνίου 2010 για να λάβει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση µε τις αποφάσεις. Η Επιτροπή ζήτησε από την αναφέρουσα αντίγραφα όλων των επίσηµων εγγράφων που αφορούν την υπόθεσή της, ειδικότερα αντίγραφα όλων των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τις γερµανικές και τις ιταλικές αρχές. Η Επιτροπή ανέφερε ότι σε περίπτωση που η αναφέρουσα δεν αποστείλει τα απαιτούµενα αντίγραφα, η Επιτροπή δεν θα είναι σε θέση να δώσει µια απάντηση επί της ουσίας για την αναφορά και να αξιολογήσει την συµµόρφωση των αποφάσεων των γερµανικών και των ιταλικών αρχών µε το δίκαιο της ΕΕ. Με µήνυµα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου που απέστειλε η αναφέρουσα ενηµέρωσε την Επιτροπή στις 16 Ιουνίου 2010 ότι θα στείλει τις απαιτούµενες συµπληρωµατικές πληροφορίες. Η Επιτροπή δεν έχει λάβει ακόµα κανένα έγγραφο και για τον λόγο αυτόν δεν είναι δυνατόν να αξιολογήσει τη συµµόρφωση των αποφάσεων των γερµανικών και των ιταλικών αρχών µε το δίκαιο της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά τις αντιρρήσεις της αναφέρουσας για τη συµπερίληψή της στον κατάλογο της Ιντερπόλ/SIS, το Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν δηµιουργήθηκε ως διακυβερνητική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της σύµβασης εφαρµογής της συµφωνίας του Σένγκεν (CISA), η οποία είναι πλέον ενσωµατωµένη στο πλαίσιο της ΕΕ. Τα κράτη του Σένγκεν διαχειρίζονται απευθείας το συγκεκριµένο σύστηµα. Η Επιτροπή δεν έχει πρόσβαση σε κανενός είδους δεδοµένα που αποθηκεύονται στο SIS. Στο SIS έχουν πρόσβαση µόνον οι αρµόδιες εθνικές αρχές των κρατών του Σένγκεν. Τα κράτη του Σένγκεν είναι αρµόδια για την εισαγωγή καταχωρήσεων στο SIS, σύµφωνα µε τις διατάξεις της Σύµβασης CISA και τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου (άρθρα 92, 94 και 108 της Σύµβασης CISA). Τα ίδια κράτη µέλη είναι επίσης αρµόδια να διασφαλίζουν ότι τα δεδοµένα που καταχωρούνται στο SIS είναι ακριβή, ενηµερωµένα και νόµιµα (άρθρο 105 της CISA). PE443.183v02-00 8/9 CM\853695.doc

Επίσης, η Επιτροπή δεν µπορεί να παρέµβει στο ζήτηµα της ανάκλησης ενός ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, που αποτελεί αποκλειστική αρµοδιότητα των κρατών µελών. CM\853695.doc 9/9 PE443.183v02-00