ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σχετικά έγγραφα
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο B8-0546/ εν συνεχεία δήλωσης της Επιτροπής

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και διεθνής απαγωγή παιδιών

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

* ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0388/

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο B8-0487/ σύμφωνα με το άρθρο 216 παράγραφος 2 του Κανονισμού

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 17 Φεβρουαρίου 2017 (OR. en)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 2015 (OR. en)

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - SWD(2016) 208 final.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 27.1.2012 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέµα: Αναφορά 1614/2009, της Marinella Colombo, ιταλικής ιθαγένειας, συνοδευόµενη από 134 υπογραφές, σχετικά µε τις διακρίσεις σε βάρος υπηκόων ξένων χωρών από τις γερµανικές αρχές οικογενειακών υποθέσεων και τη γερµανική υπηρεσία ανηλίκων (Jugendamt). 1. Περίληψη της αναφοράς Η αναφέρουσα, η οποία στο παρελθόν κατοικούσε στη Γερµανία µε τον γερµανό σύζυγό της και τα δύο παιδιά τους, περιγράφει τα προβλήµατα που αντιµετώπισε µε τη γερµανική υπηρεσία ανηλίκων (Jugendamt) και τις γερµανικές αρχές που είναι αρµόδιες για οικογενειακές υποθέσεις, µετά τον χωρισµό της το 2006. Μετά τη µετακόµισή της για επαγγελµατικούς λόγους στο Μιλάνο το 2007, στερήθηκε µε απόφαση των γερµανικών δικαστικών αρχών, το δικαίωµα επικοινωνίας µε τα παιδιά της που κατοικούν τώρα µε τον πατέρα τους και δε διατηρούν πλέον καµία επαφή µε τον ιταλικό πολιτισµό και την οικογένειά τους στην Ιταλία. Αναφερόµενη στο έγγραφο εργασίας που εκπονήθηκε από την Επιτροπή Αναφορών το 2008 σχετικά µε ισχυρισµούς για αυθαίρετα και µεροληπτικά µέτρα, τα οποία λαµβάνουν αρχές κοινωνικής µέριµνας για τη νεολαία σε ορισµένα κράτη µέλη, ιδιαίτερα η Jugendamt στη Γερµανία, καθώς και στη µη τήρηση από τις γερµανικές αρχές των συστάσεων που περιλαµβάνονται στην εν λόγω έκθεση, η αναφέρουσα καλεί την Επιτροπή Αναφορών να παρέµβει, τονίζοντας ότι η εν λόγω υπόθεση δε συνιστά απλώς παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου, αλλά και αρκετών θεµελιωδών αρχών της ΕΕ. 2. Παραδεκτό Χαρακτηρίσθηκε παραδεκτή στις 19 Φεβρουαρίου 2010. Η Επιτροπή κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες σύµφωνα µε το άρθρο 202, παράγραφος 6, του Κανονισµού. CM\890554.doc PE443.183v04-00 Eνωµένη στην πολυµορφία

3. Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 24 Ιουνίου 2010. Η αναφέρουσα, ιταλίδα υπήκοος η οποία στο παρελθόν κατοικούσε στη Γερµανία µε τον γερµανό σύζυγό της και τα δύο παιδιά τους, καταγγέλλει την παράνοµη µεταχείρισή της από τις γερµανικές αρχές, µετά τον χωρισµό της το 2006. Η αναφέρουσα δηλώνει ότι κατά τη δίκη του διαζυγίου στις αρχές του 2007, η γερµανική υπηρεσία ανηλίκων παρενέβη ως διάδικος. Η εν λόγω παρέµβαση διενεργήθηκε χωρίς αίτηµα του δικαστηρίου. Η αναφέρουσα επισηµαίνει ότι οι σύζυγοι κατέληξαν σε συµφωνία σχετικά µε την επιµέλεια των παιδιών τους. Η αναφέρουσα θεωρεί την παρέµβαση της γερµανικής υπηρεσίας κοινωνικής µέριµνας για τη νεολαία ασυµβίβαστη µε την ευρωπαϊκή νοµοθεσία. Καταγγέλλει, επίσης, ότι για 18 µήνες λάµβανε µόνο το κατώτατο επίδοµα συντήρησης, λόγω της καθυστερηµένης υποβολής της πλήρους κατάστασης εσόδων εκ µέρους του συζύγου της κατά τη διάρκεια της δίκης. Στις αρχές του 2008, η αναφέρουσα ενηµέρωσε το γερµανικό δικαστήριο ότι της προτάθηκε θέση εργασίας στην Ιταλία. Για τον λόγο αυτό, διενεργήθηκε µε πρωτοβουλία του γερµανικού δικαστηρίου σειρά αξιολογήσεων από εµπειρογνώµονες, προκειµένου να διαπιστωθεί κατά πόσον µια ενδεχόµενη µετακίνηση θα ήταν προς το υπέρτατο συµφέρον των δύο τέκνων. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι δεν της επετράπη να υποβάλει την κατάθεσή της στους εµπειρογνώµονες που διορίστηκαν από το δικαστήριο και ότι οι απόψεις της δεν ελήφθησαν υπόψη από τους τελευταίους κατά την κατάρτιση των εκθέσεών τους. Ισχυρίζεται ότι, ως αποτέλεσµα, στερήθηκε το δικαίωµα σε µια δίκαιη δίκη. Τα πορίσµατα των εµπειρογνωµόνων ανέφεραν ότι η πολιτιστική διαφορά µεταξύ Γερµανίας και Ιταλίας είναι υπερβολικά µεγάλη και ότι τα παιδιά έδειχναν να µην ενσωµατώνονται στην ιταλική κουλτούρα, καθώς και ότι η σχέση τους µε την Ιταλία δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Η αναφέρουσα καταγγέλλει την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς υποστήριξη των παραπάνω συµπερασµάτων. Η κ. Colombo ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της δίκης οι γιοι της εξέφρασαν την επιθυµία τους να µετακοµίσουν στην Ιταλία. Σύµφωνα µε τα λεγόµενά της, το δικαστήριο αποφάσισε ότι ο πατέρας δεν ήταν σε θέση να φροντίσει τα παιδιά, τα οποία θα έπρεπε, συνεπώς, να µείνουν µε τη µητέρα τους. Η αναφέρουσα δηλώνει ότι το γερµανικό εφετείο έκρινε ότι η µητέρα πρέπει να παραµείνει µε τα παιδιά της στη Γερµανία διότι τα συµφέροντα των παιδιών πρέπει να προηγηθούν του δικαιώµατος ελεύθερης κυκλοφορίας της ίδιας. Η αναφέρουσα αποφάσισε να µην ασκήσει προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο κατά της εν λόγω απόφασης. Το Σεπτέµβριο του 2008, η αναφέρουσα συµπεριλήφθηκε στον κατάλογο της Ιντερπόλ προκειµένου να της αποτραπεί η έξοδος από τη Γερµανία. Μην έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, µετακόµισε στην Ιταλία. Εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης στο όνοµά της. Μετά την επιστροφή της στην Ιταλία, κινήθηκαν διαδικασίες σε δικαστήριο της χώρας για την επιστροφή των παιδιών. Στις 28 Νοεµβρίου 2008, το δικαστήριο ενηµέρωσε την αναφέρουσα ότι η ακρόαση θα διεξαγόταν στις 2 εκεµβρίου 2008. Η τελευταία καταγγέλλει ότι δεν της γνωστοποιήθηκε το περιεχόµενο των εγγράφων που υποβλήθηκαν από τις PE443.183v04-00 2/14 CM\890554.doc

γερµανικές αρχές στο ιταλικό δικαστήριο, ενώ της δόθηκαν µόλις 3 ηµέρες για να συντάξει την κατάθεσή της ενώπιον του δικαστήριου. Ισχυρίζεται ότι η αγόρευση του δικηγόρου της δεν ήταν υπέρ της και καταγγέλλει ότι η µετάφραση των εγγράφων που χρησιµοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν ακριβής. Στις 9 εκεµβρίου, το ιταλικό δικαστήριο εξέδωσε εντολή επαναπατρισµού των δύο τέκνων. Κινήθηκε διαδικασία διαµεσολάβησης, κατά τη διάρκεια της οποίας, οι δικηγόροι και των δύο διαδίκων υπέγραψαν συµφωνία που εκχωρούσε την επιµέλεια των δύο τέκνων στη µητέρα και δήλωνε ότι τα παιδιά θα έπρεπε να µείνουν στην Ιταλία. Η εν λόγω συµφωνία διαβιβάσθηκε στο ιταλικό δικαστήριο. Μερικές εβδοµάδες αργότερα, ο δικηγόρος του συζύγου της αναφέρουσας ενηµέρωσε το δικαστήριο ότι η διαδικασία διαµεσολάβησης απέτυχε και ότι τα παιδιά έπρεπε να επιστρέψουν αµέσως στη Γερµανία. Σύµφωνα µε την αναφέρουσα, έπειτα από τις παραπάνω πληροφορίες, ο εισαγγελέας διέκοψε τα παιδιά από το σχολείο και τα µετέφερε στον πατέρα τους στη Γερµανία. Η αναφέρουσα δεν ήταν ενήµερη για τις αποφάσεις και τις ενέργειες των ιταλικών αρχών. Επί του παρόντος, η αναφέρουσα δεν έχει καµία πρόσβαση στα παιδιά της, ενώ η επικοινωνία µαζί τους της έχει απαγορευθεί από τις γερµανικές αρχές. Ισχυρίζεται ότι η καταχώρησή της στον κατάλογο της Ιντερπόλ µετατράπηκε από απαγόρευση εξόδου από τη Γερµανία σε εντολή απαγόρευσης εξόδου από την Ιταλία. Η εν λόγω περιοριστική εντολή εκδόθηκε από τις γερµανικές αρχές για να αποτραπεί τυχόν προσπάθεια της να προσεγγίσει τα παιδιά της. Η αναφέρουσα καταλήγει στο συµπέρασµα ότι οι γερµανικές αρχές παραβίασαν τα άρθρα 6, 13, 8 και 14 της Σύµβασης για την Προστασία των ικαιωµάτων και των Θεµελιωδών Ελευθεριών του Ανθρώπου, το δικαίωµα της για ελεύθερη κυκλοφορία βάσει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 29 της Σύµβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώµατα του παιδιού. Καλεί την Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να απαιτήσει από τη Γερµανία την τήρηση των νόµων και των συµβάσεων στις οποίες έχει προσχωρήσει και κατά συνέπεια να επιστρέψει τους γιους της στην Ιταλία και να επανορθώσει για τις εις βάρος της διακρίσεις. ιερωτάται, ακόµη, σχετικά µε την εσφαλµένη ή µη ερµηνεία των όρων «οικογένεια» και «οικογενειακή ενότητα» στη Γερµανία, καθώς δεν διασφαλίζεται το δικαίωµα επιµερισµού των γονικών καθηκόντων. Η αναφέρουσα ισχυρίζεται ότι σε όλες τις διαδικασίες σχετικά µε τα παιδιά της, η γερµανική υπηρεσία ανηλίκων δεν ενεργούσε προς το υπέρτατο συµφέρον του τέκνου, αλλά προς το συµφέρον της γερµανικής κοινότητας για τα ζητήµατα που αφορούν τα παιδιά. Με συµπληρωµατικό έγγραφό της, καταγγέλλει την εµπλοκή της γερµανικής υπηρεσίας ανηλίκων στις διαδικασίες ενώπιον του δικαστηρίου. Η αναφέρουσα δηλώνει ότι η γερµανική υπηρεσία ανηλίκων παρεµβαίνει και επηρεάζει τις αποφάσεις του δικαστικού συστήµατος για την προστασία των πολιτικών συµφερόντων της Γερµανίας, εκτελώντας τες κατά τέτοιο τρόπο που να ευνοεί την προστασία των CM\890554.doc 3/14 PE443.183v04-00

συµφερόντων αυτών. Ενεργεί ως νόµιµος κηδεµόνας του γερµανού γονέα ενάντια στον αλλοδαπό γονέα και έχει δικαίωµα προσφυγής µε δική της πρωτοβουλία κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων. Υποστηρίζει, ακόµη, ότι η ύπαρξη της γερµανικής υπηρεσίας κοινωνικής µέριµνας είναι ασυµβίβαστη µε τις αρχές του ευρωπαϊκού οικογενειακού δικαίου, καθώς και ότι οι διοικητικές αποφάσεις που λαµβάνονται στο γερµανικό οικογενειακό δίκαιο είναι άκυρες σύµφωνα µε τους ευρωπαϊκούς κανονισµούς και τις διεθνείς συµβάσεις. Η αναφέρουσα ισχυρίζεται ότι προκειµένου να διασφαλίζεται ο σεβασµός των διεθνών της υποχρεώσεων, η γερµανική οµοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα πρέπει να παραχωρεί διοικητικές ή δικαστικές εξουσίες στη γερµανική υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας. Ζητεί, συνεπώς, την αναστολή της αναγνώρισης των αποφάσεων των γερµανικών αρχών δυνάµει των κανονισµών 2201/2003 και 4/2009. Η αναστολή θα πρέπει να παραµείνει σε ισχύ για όσο χρονικό διάστηµα τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και οι διεθνείς οργανισµοί δε δύνανται να διασφαλίσουν τη διακοπή των ισχυριζόµενων παράνοµων παρεµβάσεων της γερµανικής υπηρεσίας ανηλίκων στις δικαστικές διαδικασίες. Σύµφωνα µε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει καµία αρµοδιότητα παρέµβασης σε ζήτηµα που δεν αφορά το ευρωπαϊκό δίκαιο. Στην περίπτωση που περιγράφεται από την αναφέρουσα, η γερµανική υπηρεσία ανηλίκων εφάρµοσε το γερµανικό οικογενειακό δίκαιο και όχι το δίκαιο της ΕΕ. Το οικογενειακό δίκαιο της ΕΕ για τα παιδιά περιορίζεται σε κοινούς κανόνες σχετικά µε τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση υφιστάµενων δικαστικών αποφάσεων σε άλλο κράτος µέλος. Ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 1 («κανονισµός Βρυξέλλες IIα») αποτελεί το κύριο νοµικό µέσο της ΕΕ στον εν λόγω τοµέα. Ούτε ο κανονισµός Βρυξέλλες ΙΙα, ούτε η γερµανική ισχύουσα νοµοθεσία αποδίδουν στην Jugendamt ιδιαίτερο ρόλο σχετικά µε την εφαρµογή του εν λόγω νοµικού µέσου. Η Επιτροπή παρακολουθεί και ελέγχει την ορθή εφαρµογή του κανονισµού Βρυξέλλες ΙΙα στα κράτη µέλη. Αν η Jugendamt εφάρµοζε τον κανονισµό, η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει προσεκτικά τη συµβατότητα των ενεργειών της µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα που ορίζονται στις Συνθήκες και στον Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κάθε υπόθεση που της γνωστοποιείτο. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι η απόφαση του γερµανικού δικαστηρίου περιορίζει το δικαίωµά της στην ελεύθερη κυκλοφορία, ενώ καταγγέλλει, επίσης, την απόφαση εγγραφής του ονόµατός της στην στον κατάλογο της Ιντερπόλ προκειµένου να της αποτραπεί η έξοδος από την Ιταλία. Η Επιτροπή επισηµαίνει ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωµα να κυκλοφορεί και να διαµένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών µελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισµών και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στις Συνθήκες και στα µέτρα που θεσπίζονται για την εφαρµογή τους. Οι εν λόγω περιορισµοί και προϋποθέσεις περιλαµβάνονται στην οδηγία 2004/38/ΕΚ 2. 1 ΕΕ L 338 της 23.12.2003, σ. 1. 2 Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά µε το δικαίωµα των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαµένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών, ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 77. PE443.183v04-00 4/14 CM\890554.doc

Όπως ορίζεται στο Κεφάλαιο VI της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, τα κράτη µέλη µπορούν να επιβάλλουν περιορισµούς στο δικαίωµα των πολιτών της ΕΕ να εισέλθουν ή να εγκαταλείψουν την επικράτειά τους για λόγους δηµόσιας τάξης, δηµόσιας ασφάλειας ή δηµόσιας υγείας. Κάθε µέτρο που λαµβάνεται για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας πρέπει να συνάδει µε την αρχή της αναλογικότητας και να θεµελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συµπεριφορά του θιγόµενου προσώπου, η οποία πρέπει να συνιστά πραγµατική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόµενη κατά θεµελιωδών συµφερόντων της κοινωνίας. Το δικαίωµα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαµονής συνιστά ένα από τα θεµέλια της ΕΕ και, κατά συνέπεια, οι διατάξεις που το κατοχυρώνουν πρέπει να επιδέχονται ευρείας ερµηνείας, ενώ οι παρεκκλίσεις από την εν λόγω αρχή, πρέπει να ερµηνεύονται αυστηρώς και σε συµφωνία µε τις γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ, ειδικότερα δε µε την αρχή της αναλογικότητας. Οι κανόνες της ΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει επίσης να εφαρµόζονται σε σχέση µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα που αναγνωρίζονται ειδικότερα στον Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρέκκλιση από το δικαίωµα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαµονής θα µπορούσε να δικαιολογηθεί, σε µεµονωµένες περιπτώσεις, αν υπήρχαν σοβαροί λόγοι σχετικοί µε την προστασία του υπέρτατου συµφέροντος του τέκνου και µόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει η δέουσα συµµόρφωση µε τα όσα διασφαλίζουν οι κανόνες της ΕΕ για την ελεύθερη κυκοφορία. Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις στο εν λόγω ζήτηµα. Όσον αφορά τις ενστάσεις της αναφέρουσας στις διαδικασίες ενώπιον του ιταλικού δικαστηρίου, η Επιτροπή τονίζει ότι το δικαστήριο πρέπει να ενεργεί σύµφωνα µε τον κανονισµό Βρυξέλλες ΙΙα. Σε συµφωνία µε τις διατάξεις του εν λόγω κανονισµού σχετικά µε την επιστροφή του παιδιού σε περίπτωση απαγωγής, το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται αίτηση για επιστροφή του τέκνου οφείλει να ενεργήσει ταχύτατα όσον αφορά τις δικαστικές διαδικασίες για την αίτηση και να χρησιµοποιήσει τις πιο γρήγορες διαδικασίες που είναι διαθέσιµες στην εθνική νοµοθεσία. Τέλος, οφείλει να εκδώσει την απόφασή του το αργότερο έξι εβδοµάδες από την κατάθεση της αίτησης 1, εκτός αν αυτό καθίσταται αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων. Με συµπληρωµατικό έγγραφο, η αναφέρουσα ζητεί την άρνηση της αναγνώρισης και εκτέλεσης σε άλλα κράτη µέλη των αποφάσεων του γερµανικού δικαστηρίου σε ζητήµατα γονικής µέριµνας και συντήρησης τέκνων που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια διαδικασιών στις οποίες ενεπλάκη η υπηρεσία κοινωνικής µέριµνας. Το παραπάνω αίτηµα δεν παρουσιάζει συνάφεια µε την παρούσα υπόθεση καθώς σύµφωνα µε το κείµενο της αναφοράς ο άλλος γονέας ασκεί την επιµέλεια των δύο τέκνων στον τόπο της συνήθους κατοικίας τους, ενώ δεν έχει ληφθεί καµία απόφαση από το γερµανικό δικαστήριο σχετικά µε τη συντήρηση των τέκνων. Με άλλα λόγια, στην παρούσα υπόθεση, δεν φαίνεται να υπάρχει απόφαση γερµανικού δικαστηρίου που θα έπρεπε να αναγνωριστεί ή να εκτελεστεί σε άλλο κράτος µέλος. 1 Άρθρο 11 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συµβουλίου της 27ης Νοεµβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαµικές διαφορές και διαφορές γονικής µέριµνας ο οποίος καταργεί τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000. CM\890554.doc 5/14 PE443.183v04-00

Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι σε όλες τις διαδικασίες σχετικά µε τα παιδιά της, οι γερµανικές αρχές δεν ενήργησαν προς το υπέρτατο συµφέρον του τέκνου. Σύµφωνα µε το άρθρο 24 του Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Σύµβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώµατα του παιδιού, τα κράτη µέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε όλες τις δράσεις που αφορούν τα παιδιά πρωταρχική σηµασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συµφέρον του παιδιού. Τα εθνικά δικαστήρια είναι τα πλέον αρµόδια να αξιολογήσουν την εφαρµογή της αρχής του υπέρτατου συµφέροντος του τέκνου στις επιµέρους περιπτώσεις. Σύµφωνα µε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει αρµοδιότητα παρέµβασης σε ζήτηµα που δεν αφορά το ευρωπαϊκό δίκαιο. Όσον αφορά τις καταγγελίες της αναφέρουσας για την παραβίαση των άρθρων 6, 8, 13 και 14 της Σύµβασης για την Προστασία των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών κατά τη διάρκεια της δίκης για το διαζύγιο και τη γονική µέριµνα, τα ζητήµατα ουσίας εµπίπτουν στην αποκλειστική αρµοδιότητα των κρατών µελών. Η αναφέρουσα θα πρέπει να ασκήσει προσφυγή σε εθνικό επίπεδο και αφού εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα µέσα, η αναφέρουσα θα µπορεί να εξετάσει την υποβολή αίτησης στο Ευρωπαϊκό ικαστήριο Ανθρωπίνων ικαιωµάτων. Ωστόσο, η απόφαση που απαγορεύει στην αναφέρουσα την έξοδο από τη Γερµανία, και κατά συνέπεια η απόφαση που της απαγορεύει την έξοδο από την Ιταλία, χρήζουν διερεύνησης υπό το πρίσµα του κριτηρίου της αναλογικότητας που αναφέρεται ανωτέρω. Η Επιτροπή αναµένει επί του παρόντος λεπτοµέρειες σχετικά µε τις εν λόγω αποφάσεις ούτως ώστε να µπορέσει να τις εκτιµήσει επί των παραπάνω βάσεων. 4. (ΑΝΑΘ) Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 13 Ιανουαρίου 2011. Ύστερα από την κατάθεση της ανακοίνωσης της Επιτροπής τον Ιούνιο του 2010, η αναφέρουσα προσκόµισε γραπτές παρατηρήσεις. Επαναλαµβάνει ότι η γερµανική υπηρεσία ανηλίκων παρενέβη πριν την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας και συµφώνησε µε τον έτερο διάδικο σχετικά µε την έκβασή της δίκης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν της επετράπη η πρόσβαση στα αρχεία της Jugendamt που αφορούσαν την υπόθεσή της. Η αναφέρουσα εξηγεί, ακόµη, ότι στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υπέρτατου συµφέροντος των παιδιών της, οι γερµανικές αρχές έδωσαν προτεραιότητα στα συµφέροντα της γερµανικής κοινότητας και για τον λόγο αυτό, δεν έλαβαν υπόψη το βέλτιστο συµφέρον των παιδιών της. Σύµφωνα µε την αναφέρουσα, κατά τη διάρκεια της δίκης για την επιστροφή των παιδιών στο πρωτοβάθµιο ιταλικό δικαστήριο, ο άλλος διάδικος προσκόµισε δολίως ανακριβείς µεταφράσεις των γερµανικών εγγράφων, οι οποίες ανέφεραν ότι ο πατέρας είχε την αποκλειστική επιµέλεια των παιδιών, παρόλο που το µόνο δικαίωµα που του είχε παραχωρηθεί ήταν το δικαίωµα επίσκεψης. Προκειµένου να διασφαλίσει το δικαίωµα επίσκεψης του πατέρα, το γερµανικό δικαστήριο αρνήθηκε στην αναφέρουσα το δικαίωµα να µετακοµίσει στην Ιταλία. Το εν λόγω δικαίωµα αποτελούσε επίσης το κύριο επιχείρηµα των γερµανικών αρχών για την επιστροφή των παιδιών από την Ιταλία. Η αναφέρουσα θεωρεί ότι αυτό συνιστά παραβίαση του κανονισµού PE443.183v04-00 6/14 CM\890554.doc

Βρυξέλλες IIα και της Σύµβασης της Χάγης. Η αναφέρουσα υποστηρίζει ότι η καταχώρησή του ονόµατός της στον κατάλογο της Ιντερπόλ/Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS) για τη φερόµενη απαγωγή πραγµατοποιήθηκε ως προληπτικό µέτρο µόλις ένα µήνα προτού φύγει από τη Γερµανία για να εγκατασταθεί στην Ιταλία µε τα παιδιά της. Αναφέρει ότι αυτή είναι µια γενικότερη πρακτική των γερµανικών αρχών που παραβιάζει τα θεµελιώδη δικαιώµατα. Καταγγέλλει ότι ύστερα από την αναχώρησή της από τη Γερµανία, η ηµεροµηνία της καταχώρησης του ονόµατός της στο SIS τροποποιήθηκε για να συµφωνεί µε την ηµεροµηνία της αναχώρησής της. Το δε όνοµά της εξακολουθεί να βρίσκεται στον συγκεκριµένο κατάλογο παρόλο που τα παιδιά της έχουν επιστρέψει στη Γερµανία. Επίσης, καταγγέλλει ότι το όνοµά της είναι ακόµα καταχωρηµένο στον κατάλογο της Ιντερπόλ/SIS παρόλο που το Ανώτατο ικαστήριο (Corte di Cassazione) ακύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου τον Μάρτιο του 2010. Το ικαστήριο αποφάσισε ότι η µετακόµιση της αναφέρουσας στην Ιταλία δεν ήταν παράνοµη και ότι ο γερµανός γονέας δεν δικαιούταν να ζητήσει την επιστροφή των τέκνων. Το ικαστήριο απεφάνθη ότι όλες οι µεταγενέστερες αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήµην και σε βάρος της αναφέρουσας είναι άκυρες επειδή η Σύµβαση της Χάγης πρέπει να χρησιµοποιείται ως µέσο για την αναµόρφωση των συνθηκών διαβίωσης πριν από τη µετακόµιση. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι οι γερµανικές αρχές δεν σέβονται την απόφαση του Ανώτατου ικαστηρίου της Ρώµης. Ως εκ τούτου, η αναφέρουσα ζητεί από την Επιτροπή να εξακριβώσει εάν η καταχώρηση του ονόµατός της στον κατάλογο SIS, στην οποία προέβησαν προληπτικά οι γερµανικές αρχές πριν από την ηµεροµηνία της αναχώρησής της µαζί µε τα παιδιά της από τη Γερµανία, είναι συµβατή µε τη νοµοθεσία της ΕΕ. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να ελέγξει εάν η καταγραφή του γονέα που έχει το δικαίωµα της επιµέλειας στον κατάλογο της Ιντερπόλ συνάδει µε τη νοµοθεσία της ΕΕ. Η αναφέρουσα ζητεί από την Επιτροπή να εξακριβώσει εάν η απόφαση του ιταλικού δικαστηρίου για τον επαναπατρισµό των παιδιών της στη Γερµανία, η οποία εκδόθηκε ύστερα από σχετικό αίτηµα του πατέρα, του οποίου το µοναδικό δικαίωµα είναι αυτό της επίσκεψης, συνάδει µε τη νοµοθεσία της ΕΕ. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενεργήσει προκειµένου να άρει τους περιορισµούς που εκδόθηκαν σε σχέση µε την υπόθεση, ειδικότερα το ένταλµα σύλληψης για την απαγωγή παιδιών και την αίτηση επαναπατρισµού. Παρατηρήσεις της Επιτροπής στα συµπληρωµατικά σχόλια της αναφέρουσας Η Επιτροπή επαναλαµβάνει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης στη Γερµανία, οι γερµανικές αρχές εφάρµοσαν το γερµανικό δίκαιο και όχι τη νοµοθεσία της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά την ισχυριζόµενη εσφαλµένη εφαρµογή της αρχής του υπέρτατου συµφέροντος του τέκνου από τις γερµανικές αρχές, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την εφαρµογή της συγκεκριµένης αρχής σε µεµονωµένες περιπτώσεις. Όσον αφορά την υποβολή της ανακριβούς µετάφρασης των εγγράφων που κατατέθηκαν στο ιταλικό δικαστήριο στο πλαίσιο της δίκης για την επιστροφή των παιδιών βάσει του κανονισµού Βρυξέλλες IIα από τον άλλον διάδικο, η Επιτροπή επισηµαίνει ότι το ιταλικό Ανώτατο Ακυρωτικό ικαστήριο κήρυξε την απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου CM\890554.doc 7/14 PE443.183v04-00

άκυρη και έλαβε επανορθωτικά µέτρα. Βάσει του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 το ζήτηµα εάν η µετακίνηση ενός παιδιού είναι παράνοµη ή όχι εξαρτάται από την ύπαρξη του «δικαιώµατος επιµέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από το νόµο ή από συµφωνία που ισχύει µε βάση το δίκαιο του κράτους µέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαµονή του αµέσως πριν από τη µετακίνηση ή την κατακράτησή του». Ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 δεν καθορίζει ποιο πρόσωπο πρέπει να έχει το δικαίωµα επιµέλειας λόγω του οποίου η µετακίνηση παιδιού µπορεί να καταστεί παράνοµη αλλά παραπέµπει το παραπάνω ερώτηµα στο δίκαιο του κράτους µέλους στο οποίο έχει τη συνήθη διαµονή του το παιδί αµέσως πριν από τη µετακίνησή του ή την κατακράτησή του. Εποµένως, το δίκαιο του εν λόγω κράτους µέλους είναι εκείνο που καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι γονείς αποκτούν το δικαίωµα επιµέλειας των τέκνων τους. Βάσει των πληροφοριών που διαβίβασε η αναφέρουσα, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει εάν ο πατέρας του παιδιού είχε το δικαίωµα της επιµέλειας τη στιγµή της µετακίνησης των παιδιών στην Ιταλία από τη µητέρα τους. Σε ό,τι αφορά τις καταγγελίες της αναφέρουσας σε σχέση µε την απόφαση του γερµανικού δικαστηρίου που περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία της, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή στην αναφέρουσα στις 9 Ιουνίου 2010 ώστε να λάβει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση µε τις εν λόγω αποφάσεις. Η Επιτροπή ζήτησε από την αναφέρουσα αντίγραφα όλων των επίσηµων εγγράφων που αφορούν την υπόθεσή της και ειδικότερα αντίγραφα όλων των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τις γερµανικές και τις ιταλικές αρχές. Η Επιτροπή ανέφερε ότι σε περίπτωση που η αναφέρουσα δεν αποστείλει τα απαιτούµενα αντίγραφα, δεν θα είναι σε θέση να απαντήσει επί της ουσίας για την αναφορά και να αξιολογήσει την συµµόρφωση των αποφάσεων των γερµανικών και των ιταλικών αρχών µε το δίκαιο της ΕΕ. Με µήνυµα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου που απέστειλε στις 16 Ιουνίου 2010, η αναφέρουσα ενηµέρωσε την Επιτροπή ότι θα στείλει τις απαιτούµενες συµπληρωµατικές πληροφορίες. Η Επιτροπή δεν έχει λάβει ακόµα κανένα έγγραφο και για τον λόγο αυτόν δεν είναι δυνατόν να αξιολογήσει τη συµµόρφωση των αποφάσεων των γερµανικών και των ιταλικών αρχών µε το δίκαιο της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά τις αντιρρήσεις της αναφέρουσας για την καταχώρηση του ονόµατός της στον κατάλογο της Ιντερπόλ/SIS, το Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν δηµιουργήθηκε ως µία διακυβερνητική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της σύµβασης για την εφαρµογή της συµφωνίας Σένγκεν (CISA), η οποία είναι πλέον ενσωµατωµένη στο πλαίσιο της ΕΕ. Το εν λόγω σύστηµα τίθεται υπό την άµεση διαχείριση των κρατών Σένγκεν. Η Επιτροπή δεν έχει καµία πρόσβαση στα δεδοµένα που αποθηκεύονται στο SIS, στο οποίο πρόσβαση έχουν µόνο οι αρµόδιες εθνικές αρχές των κρατών του Σένγκεν. Τα κράτη του Σένγκεν είναι αρµόδια για την εισαγωγή καταχωρήσεων στο SIS, σύµφωνα µε τις διατάξεις της Σύµβασης CISA και τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου (άρθρα 92, 94 και 108 της Σύµβασης CISA). Τα ίδια κράτη µέλη είναι επίσης αρµόδια να διασφαλίζουν ότι τα δεδοµένα που καταχωρούνται στο SIS είναι ακριβή, ενηµερωµένα και νόµιµα (άρθρο 105 της CISA). Επίσης, η Επιτροπή δεν µπορεί να παρέµβει στο ζήτηµα της ανάκλησης ενός ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, που εµπίπτει στην αποκλειστική αρµοδιότητα των κρατών µελών. 5. (ΑΝΑΘ ΙΙ) Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 10 Ιουνίου 2011. PE443.183v04-00 8/14 CM\890554.doc

Στις παρατηρήσεις της αναφορικά µε την τελευταία ανακοίνωση της Επιτροπής, η αναφέρουσα επαναλαµβάνει ότι η γερµανική υπηρεσία ανηλίκων παρενέβη πριν την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας και συµφώνησε µε τον έτερο διάδικο σχετικά µε την έκβαση της δίκης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν της επετράπη η πρόσβαση στα αρχεία της Jugendamt που αφορούσαν την υπόθεσή της. Η αναφέρουσα εξηγεί ότι στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υπέρτατου συµφέροντος των παιδιών της, οι γερµανικές αρχές έδωσαν προτεραιότητα στα συµφέροντα της γερµανικής κοινότητας και, συνεπώς, δεν έλαβαν υπόψη το βέλτιστο συµφέρον των τέκνων της. Σύµφωνα µε την αναφέρουσα, κατά τη διάρκεια της δίκης για την επιστροφή των παιδιών στο πρωτοβάθµιο ιταλικό δικαστήριο, ο έτερος διάδικος προσκόµισε ανακριβείς µεταφράσεις των γερµανικών εγγράφων, οι οποίες ανέφεραν ότι ο πατέρας είχε την αποκλειστική επιµέλεια των παιδιών, παρόλο που το µόνο δικαίωµα που του είχε παραχωρηθεί ήταν το δικαίωµα επίσκεψης. Προκειµένου να διασφαλίσει το δικαίωµα επίσκεψης του πατέρα, το γερµανικό δικαστήριο αρνήθηκε στην αναφέρουσα το δικαίωµα να µετακοµίσει στην Ιταλία. Το δικαίωµα επίσκεψης του πατέρα αποτέλεσε, επίσης, το κύριο επιχείρηµα των γερµανικών αρχών για την αποµάκρυνση των παιδιών από την Ιταλία. Η αναφέρουσα θεωρεί ότι το παραπάνω συνιστά παραβίαση του κανονισµού Βρυξέλλες IIα και της Σύµβασης της Χάγης. Η αναφέρουσα υποστηρίζει ότι η καταχώρησή του ονόµατός της στον κατάλογο της Ιντερπόλ/Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS) για την ισχυριζόµενη απαγωγή πραγµατοποιήθηκε ως προληπτικό µέτρο έναν µήνα προτού φύγει από τη Γερµανία για να εγκατασταθεί στην Ιταλία µε τα παιδιά της. Αναφέρει ότι αυτή είναι µια γενικότερη πρακτική των γερµανικών αρχών που παραβιάζει τα θεµελιώδη δικαιώµατα και καταγγέλλει ότι ύστερα από την αναχώρησή της από τη Γερµανία, η ηµεροµηνία της καταχώρησης του ονόµατός της στο SIS τροποποιήθηκε ώστε να συµφωνεί µε την ηµεροµηνία της αναχώρησής της. Το δε όνοµά της εξακολουθεί να βρίσκεται στο συγκεκριµένο κατάλογο παρόλο που τα παιδιά της έχουν επιστρέψει στη Γερµανία. Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι το όνοµά της είναι ακόµα καταχωρηµένο στον κατάλογο της Ιντερπόλ/SIS παρόλο που το Ανώτατο ικαστήριο (Corte di Cassazione) ακύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου τον Μάρτιο του 2010. Το ικαστήριο αποφάσισε ότι η µετακόµιση της στην Ιταλία δεν ήταν παράνοµη και ότι ο γερµανός γονέας δεν δικαιούταν να ζητήσει την επιστροφή των παιδιών, ενώ απεφάνθη ότι όλες οι µεταγενέστερες αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήµην και σε βάρος της αναφέρουσας είναι άκυρες επειδή η Σύµβαση της Χάγης θα πρέπει να χρησιµοποιείται ως µέσο για την αναµόρφωση των συνθηκών διαβίωσης πριν τη µετακόµιση. Για το λόγο αυτό, η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι οι γερµανικές αρχές δε σέβονται την απόφαση του Ανώτατου ικαστηρίου της Ρώµης. Ζητεί, λοιπόν, από την Επιτροπή να εξακριβώσει εάν η καταχώρηση του ονόµατός της στον κατάλογο SIS, στην οποία προέβησαν προληπτικά οι γερµανικές αρχές πριν από την ηµεροµηνία της αναχώρησής της µαζί µε τα παιδιά της από τη Γερµανία, είναι συµβατή µε τη νοµοθεσία της ΕΕ και εάν η συµπερίληψη του γονέα που έχει το δικαίωµα της επιµέλειας στον κατάλογο της Ιντερπόλ συνάδει µε τη νοµοθεσία της ΕΕ. Καλεί, επίσης, την Επιτροπή να εξακριβώσει εάν η απόφαση του ιταλικού δικαστηρίου για τον επαναπατρισµό των παιδιών της στη Γερµανία, η οποία εκδόθηκε ύστερα από σχετικό αίτηµα του πατέρα, του οποίου το µοναδικό δικαίωµα είναι αυτό της επίσκεψης, συνάδει µε τη νοµοθεσία της ΕΕ. CM\890554.doc 9/14 PE443.183v04-00

Η Επιτροπή θα πρέπει να ενεργήσει προκειµένου να άρει τους περιορισµούς που εκδόθηκαν σε σχέση µε την υπόθεση, ειδικότερα το ένταλµα σύλληψης για την απαγωγή παιδιών και την αίτηση επαναπατρισµού. Παρατηρήσεις της Επιτροπής στα σχόλια της αναφέρουσας Η Επιτροπή επαναλαµβάνει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης στη Γερµανία, οι γερµανικές αρχές εφάρµοσαν το γερµανικό δίκαιο και όχι τη νοµοθεσία της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά την ισχυριζόµενη εσφαλµένη εφαρµογή της αρχής του υπέρτατου συµφέροντος του τέκνου από τις γερµανικές αρχές, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την εφαρµογή της συγκεκριµένης αρχής σε µεµονωµένες περιπτώσεις. Όσον αφορά την υποβολή των εγγράφων ανακριβούς µετάφρασης που κατατέθηκαν στο ιταλικό δικαστήριο στο πλαίσιο της δίκης για την επιστροφή των παιδιών βάσει του κανονισµού Βρυξέλλες IIα από τον έτερο διάδικο, η Επιτροπή επισηµαίνει ότι το ιταλικό Ανώτατο Ακυρωτικό ικαστήριο κήρυξε την απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου άκυρη και έλαβε επανορθωτικά µέτρα. Βάσει του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 το ζήτηµα εάν η µετακίνηση ενός παιδιού είναι παράνοµη ή όχι εξαρτάται από την ύπαρξη του «δικαιώµατος επιµέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από το νόµο ή από συµφωνία που ισχύει µε βάση το δίκαιο του κράτους µέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαµονή του αµέσως πριν από τη µετακίνηση ή την κατακράτησή του». Ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 δεν καθορίζει ποιο πρόσωπο πρέπει να έχει το δικαίωµα επιµέλειας λόγω του οποίου η µετακίνηση παιδιού µπορεί να καταστεί παράνοµη αλλά παραπέµπει το παραπάνω ερώτηµα στο δίκαιο του κράτους µέλους στο οποίο έχει τη συνήθη διαµονή του το παιδί αµέσως πριν από τη µετακίνησή του ή την κατακράτησή του. Εποµένως, το δίκαιο του εν λόγω κράτους µέλους είναι εκείνο που καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι γονείς αποκτούν το δικαίωµα επιµέλειας των τέκνων τους. Βάσει των πληροφοριών που διαβίβασε η αναφέρουσα, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει εάν ο πατέρας του παιδιού είχε το δικαίωµα της επιµέλειας τη στιγµή της µετακίνησης των παιδιών στην Ιταλία από τη µητέρα τους. Σε ό,τι αφορά τις καταγγελίες της αναφέρουσας σε σχέση µε την απόφαση του γερµανικού δικαστηρίου που περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία της, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή στην αναφέρουσα στις 9 Ιουνίου 2010 ώστε να λάβει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση µε τις εν λόγω αποφάσεις. Η Επιτροπή ζήτησε από την αναφέρουσα αντίγραφα όλων των επίσηµων εγγράφων που αφορούν την υπόθεσή της και ειδικότερα αντίγραφα όλων των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τις γερµανικές και τις ιταλικές αρχές. Η Επιτροπή ανέφερε ότι σε περίπτωση που η αναφέρουσα δεν αποστείλει τα απαιτούµενα αντίγραφα, δεν θα είναι σε θέση να απαντήσει επί της ουσίας για την αναφορά και να αξιολογήσει την συµµόρφωση των αποφάσεων των γερµανικών και των ιταλικών αρχών µε το δίκαιο της ΕΕ. Με µήνυµα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου που απέστειλε στις 16 Ιουνίου 2010, η αναφέρουσα ενηµέρωσε την Επιτροπή ότι θα στείλει τις απαιτούµενες συµπληρωµατικές πληροφορίες. Ωστόσο, µέχρι σήµερα, η Επιτροπή δεν έχει λάβει ακόµα κανένα έγγραφο και για τον λόγο αυτόν δεν είναι δυνατόν να αξιολογήσει τη συµµόρφωση των αποφάσεων των γερµανικών και των ιταλικών αρχών µε το δίκαιο της ΕΕ. PE443.183v04-00 10/14 CM\890554.doc

Σε ό,τι αφορά τις αντιρρήσεις της αναφέρουσας για την καταχώρηση του ονόµατός της στον κατάλογο της Ιντερπόλ/SIS, το Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν δηµιουργήθηκε στο πλαίσιο της σύµβασης για την εφαρµογή της συµφωνίας Σένγκεν (CISA), η οποία είναι πλέον ενσωµατωµένη στο νοµικό πλαίσιο της ΕΕ. Τα κράτη του Σένγκεν (εφεξής: Κράτη) διαχειρίζονται το συγκεκριµένο σύστηµα. S Στο SIS έχουν πρόσβαση µόνον οι αρµόδιες εθνικές αρχές των Κρατών. Τα τελευταία είναι αρµόδια για την εισαγωγή καταχωρήσεων και ενηµερώσεων στο SIS, σύµφωνα µε τις διατάξεις της Σύµβασης CISA και τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου (άρθρα 92, 94 και 108 της Σύµβασης CISA). Είναι επίσης αρµόδια να διασφαλίζουν ότι τα δεδοµένα που καταχωρούνται στο SIS είναι ακριβή, ενηµερωµένα και νόµιµα (άρθρο 105 της CISA). Η νοµική προστασία των πολιτών ενάντια σε αποφάσεις των διοικητικών αρχών των Κρατών καθορίζεται από τα άρθρα 109, 110 και 111 της Σύµβασης CISA όσον αφορά την πρόσβαση σε δεδοµένα, τη διόρθωση ανακριβών ή παράνοµα αποθηκευµένων δεδοµένων, καθώς και νοµικές ενέργειες διόρθωσης ή αποζηµίωσης, αντίστοιχα. Η Επιτροπή δεν µπορεί να παρέµβει στο ζήτηµα της έκδοσης ή ανάκλησης ενός ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, το οποίο εµπίπτει στην αποκλειστική αρµοδιότητα των κρατών µελών. 6. (ΑΝΑΘ ΙΙI) Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 27 Ιανουαρίου 2012. Κατόπιν της προηγούµενης ανακοίνωσης της Επιτροπής, η αναφέρουσα προσκόµισε στην επιτροπή αναφορών αντίγραφα ορισµένων επίσηµων εγγράφων σχετικών µε την υπόθεσή της. Ιδιαίτερης σηµασίας αποτελεί το γεγονός ότι τα εν λόγω έγγραφα περιλάµβαναν την απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού ικαστηρίου της Ιταλίας, σύµφωνα µε την οποία ακυρώνεται η απόφαση του ικαστηρίου Ανηλίκων του Μιλάνου της 10ης εκεµβρίου 2008 που διέτασσε επιστροφή των τέκνων της αναφέρουσας στη Γερµανία και παραπέµπεται η απόφαση ξανά στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο. Επιπλέον, τα παραπάνω έγγραφα διέθεταν αριθµό αναφοράς χάρη στον οποίο η Επιτροπή µπόρεσε να εντοπίσει, µέσω πηγών ελεύθερης πρόσβασης, τη σχετική απόφαση της 3ης Σεπτεµβρίου 2008, του Ανώτερου Περιφερειακού ικαστηρίου του Μονάχου (Εφετείο), η οποία φαίνεται να έχει περιορίσει παρανόµως το δικαίωµα της αναφέρουσας στην ελεύθερη κυκλοφορία. Επιπρόσθετα, η αναφέρουσα απέστειλε επιστολή προς την επιτροπή αναφορών παρέχοντας ενηµέρωση σχετικά µε την υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι τα τελευταία µέτρα που ελήφθησαν από τις γερµανικές αρχές επιβεβαίωσαν τους προηγούµενους ισχυρισµούς της περί διακριτικής µεταχείρισης. Σύµφωνα µε την αναφέρουσα, οι γερµανικές αρχές υπέβαλαν δεύτερη αίτηση για τον επαναπατρισµό των τέκνων, την οποία αποδέχτηκαν οι ιταλικές αρχές. ιατείνεται ότι η παραπάνω αποδοχή στερείται νοµικής βάσης, εφόσον δεν ανέµεινε το αποτέλεσµα της επανεξέτασης της αρχικής απόφασης περί επιστροφής των τέκνων. Η αναφέρουσα απηύθυνε το συγκεκριµένο σηµείο της υπόθεσής της ενώπιον του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου για τα Ανθρώπινα ικαιώµατα. Τα τέκνα της αναφέρουσας επέστρεψαν για δεύτερη φορά στη Γερµανία το Μάρτιο του 2011 και επισηµαίνει ότι, έκτοτε, δεν τα έχει δει. CM\890554.doc 11/14 PE443.183v04-00

Προσέφυγε στο Περιφερειακό ικαστήριο του Μονάχου, ως το αρµόδιο γερµανικό δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία σχετικά µε την ουσία της υπόθεσης, προκειµένου να διεκδικήσει το δικαίωµα επιµέλειας, καθώς και το αποκλειστικό δικαίωµα καθορισµού του τόπου διαµονής των τέκνων. Καταγγέλλει, επίσης, ότι υπήρξαν παρατυπίες αναφορικά µε τη διεξαγωγή της δίκης στη Γερµανία, καθώς δεν παραχωρήθηκε ούτε στην ίδια αλλά ούτε και στο νόµιµο αντιπρόσωπό της δικαίωµα παράστασης στην ακροαµατική διαδικασία. Η αναφέρουσα υποστηρίζει ότι η γερµανική υπηρεσία ανηλίκων διόρισε νέο αρµόδιο για την υπόθεση, ο οποίος παρόλο που δεν γνωρίζει την ίδια κατέστη διάδικος στη δίκη. Καταγγέλλει, ακόµα, ότι οι γερµανικές αρχές διόρισαν επίτροπο προκειµένου να εκπροσωπήσει τα τέκνα στην εν εξελίξει δίκη επιµέλειας, ο οποίος ωστόσο δεν έχει έρθει ακόµα σε επαφή µαζί της. Κατά την άποψή της, τα εν λόγω άτοµα δεν θα πρέπει να εµφανίζονται ως διάδικοι στη δίκη για την επιµέλεια εφόσον δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τον -µη γερµανικής ιθαγένειας- γονέα. Θεωρεί την ακρόαση των τέκνων από το γερµανικό δικαστήριο καταχρηστική, από τη στιγµή που απαγορεύεται η ηχογράφηση της ακροαµατικής διαδικασίας. Η παραπάνω διαδικασία διεξάγεται απουσία των διαδίκων και µόνο υπό την παρουσία του δικαστή (µερικές φορές από κοινού µε τον επίτροπο και / ή κάποιον από την υπηρεσία ανηλίκων). Συνεπώς, σύµφωνα µε την αναφέρουσα, υπονοµεύεται η αντικειµενικότητα και, ως εκ τούτου, το κύρος της διαδικασίας ακρόασης. Τα συµπληρωµατικά έγγραφα που προσκόµισε η αναφέρουσα επέτρεψαν στην Επιτροπή να εκτιµήσει τους προβληµατισµούς της πρώτης σχετικά µε την διατεινόµενη παραβίαση του δικαιώµατος της στην ελεύθερη κυκλοφορία, καθώς και µε την παραβίαση του κανονισµού 2201/2003 1 του Συµβουλίου από την πλευρά του δικαστηρίου ανηλίκων του Μιλάνου το οποίο διέταξε την επιστροφή των τέκνων µε την απόφασή του στις 10 εκεµβρίου 2008. Η Επιτροπή αξιολόγησε τις αποφάσεις των γερµανικών δικαστηρίων απορρίπτοντας την αίτηση της αναφέρουσας σχετικά µε το αποκλειστικό δικαίωµα καθορισµού του τόπου διαµονής των τέκνων µε σκοπό τη µετακίνησή τους στην Ιταλία και δεν διαπίστωσε καµία παραβίαση του δικαίου της ΕΕ στην ελεύθερη µετακίνηση των πολιτών της. Σύµφωνα µε την απόφαση του Ανώτερου Περιφερειακού ικαστηρίου του Μονάχου, η αναφέρουσα απέτυχε να προβάλει έγκυρους και δεόντως αιτιολογηµένους λόγους βάσει των οποίων θα της χορηγείτο το δικαίωµα καθορισµού του τόπου διαµονής των τέκνων ώστε να µετακοµίσει αµέσως µαζί τους στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο δεν περιόρισε ευθέως το δικαίωµα της αναφέρουσας για ελεύθερη κυκλοφορία παρά µόνο επιβεβαίωσε τους διακανονισµούς για την επιµέλεια ώστε να διασφαλιστούν τα υπέρτατα συµφέροντα των τέκνων καθώς και το δικαίωµά τους να διατηρούν επαφή µε τον πατέρα τους. Η απόφαση του Ανώτερου Περιφερειακού ικαστηρίου του Μονάχου δε µπορεί να θεωρηθεί 1 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συµβουλίου της 27ης Νοεµβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαµικές διαφορές και διαφορές γονικής µέριµνας ο οποίος καταργεί τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1347/2001 (EE L 338, 23.12.2003, σ. 1). PE443.183v04-00 12/14 CM\890554.doc

προδήλως δυσανάλογη σε σχέση µε το δικαίωµα της αναφέρουσας για ελεύθερη κυκλοφορία. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή επισηµαίνει ότι δεν είναι σε θέση να προβεί σε αξιολόγηση της εφαρµογής της αρχής των «υπέρτατων συµφερόντων του τέκνου» από τα εθνικά δικαστήρια σε εξατοµικευµένες περιπτώσεις. Η αναφέρουσα υποστηρίζει, ακόµη, ότι το ικαστήριο Ανηλίκων του Μιλάνου παραβίασε τον κανονισµό (ΕΚ) 2201/2003 µη προχωρώντας σε ακρόαση των τέκνων και διατάσσοντας την επιστροφή τους χωρίς να λάβει υπόψη ότι τη στιγµή της εγκατάστασής της στην Ιταλία, ο πατέρας διατηρούσε µόνο δικαίωµα πρόσβασης στα τέκνα και όχι δικαίωµα επιµέλειας. Στο βαθµό που το Ακυρωτικό ικαστήριο ακύρωσε την απόφαση επιστροφής του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, οποιαδήποτε ενδεχόµενη παράβαση του κανονισµού (ΕΚ) 2201/2003 από το ικαστήριο Ανηλίκων του Μιλάνου έχει ήδη αποκατασταθεί. Η υπόθεση παραπέµφθηκε ξανά στο ικαστήριο Ανηλίκων του Μιλάνου προς επιδίκαση. Η Επιτροπή δεν ενηµερώθηκε σχετικά µε την έκβαση των παραπάνω διαδικασιών. Σε κάθε περίπτωση, η θέση της Επιτροπής σχετικά µε το παράνοµο της αποµάκρυνσης ή της κατακράτησης βάσει του κανονισµού (ΕΚ) 2201/2003 διαµορφώνεται ως εξής 1. Ο ορισµός του άρθρου 2, παράγραφος 11 του κανονισµού (ΕΚ) 2201/2003 αφορά στις περιπτώσεις αφαίρεσης ή κατακράτησης τέκνου κατά παραβίαση των δικαιωµάτων επιµέλειας σύµφωνα µε το δίκαιο του κράτους µέλους στο οποίο το τέκνο διατηρούσε τη συνήθη διαµονή του πριν την απαγωγή. Επιπρόσθετα, ο κανονισµός ορίζει ότι η επιµέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού στις περιπτώσεις που χρειάζεται συγκατάθεση και των δύο δικαιούχων της γονικής µέριµνας προκειµένου να καθορισθεί ο τόπος διαµονής του τέκνου. Συνεπώς, η µετακίνηση του παιδιού από ένα κράτος µέλος σε άλλο χωρίς τη συγκατάθεση του αντίστοιχου προσώπου συνιστά απαγωγή βάσει του κανονισµού. Μετά τον πρώτο επαναπατρισµό των τέκνων στη Γερµανία το Μάιο του 2009, η αναφέρουσα τα αποµάκρυνε από τη χώρα για δεύτερη φορά το Φεβρουάριο του 2010. Η παραπάνω αποµάκρυνση έλαβε χώρα ενώ είχε προηγηθεί η χορήγηση στον πατέρα του αποκλειστικού δικαιώµατος καθορισµού του τόπου διαµονής των παιδιών από το Περιφερειακό ικαστήριο του Μονάχου µε την προσωρινή απόφαση της 17ης Σεπτεµβρίου 2008. Αντίστοιχα, η δεύτερη αποµάκρυνση θεωρήθηκε παράνοµη στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 11 του κανονισµού (ΕΚ) 2201/2003. Η δεύτερη ιταλική απόφαση επιστροφής πραγµατοποιήθηκε σε ξεχωριστές διαδικασίες ενώπιον του δικαστηρίου, παράλληλα µε τις διαδικασίες ενώπιον του ικαστηρίου Ανηλίκων του Μιλάνου στο οποίο είχε παραπεµφθεί η υπόθεση µετά την ακύρωση της πρώτης απόφασης επιστροφής από το Ακυρωτικό ικαστήριο. Για το λόγο αυτό, οι ιταλικές αρχές, κατά την εκδίκαση της δεύτερης αίτησης επιστροφής, δεν χρειάστηκε να αναµείνουν την εκκρεµούσα υπόθεση στο ικαστήριο Ανηλίκων του Μιλάνου σχετικά µε τον πρώτο επαναπατρισµό των παιδιών στη Γερµανία. Αναφορικά µε την καταγγελία της αναφέρουσας ότι το γερµανικό δικαστήριο, το οποίο 1 Βλ. τον πρακτικό οδηγό για την εφαρµογή του νέου κανονισµού Βρυξέλλες ΙΙ, σελ.40, µέσω του παρακάτω συνδέσµου: http://ec.europa.eu/justice_home/fsj/privacy/index_fr.htm. CM\890554.doc 13/14 PE443.183v04-00

αποφασίζει επί του παρόντος για τα δικαιώµατα επιµέλειας, παραβιάζει το δικαίωµά της σε δίκαιη δίκη, η Επιτροπή επισηµαίνει ότι οι αποφάσεις για τη χορήγηση δικαιωµάτων επιµέλειας, καθώς και τυχόν µεταγενέστερες τροποποιήσεις θα εµπίπτουν στο εξής στις αρµοδιότητες των κρατών µελών. Σύµφωνα µε το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη µέλη µόνο όταν αυτά εφαρµόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή δεν δύναται να δώσει συνέχεια στα παραπάνω σηµεία. PE443.183v04-00 14/14 CM\890554.doc