9 Ιουνίου Ματρόζος και Κανάρης. Πολιτισμός / Ποίηση

Σχετικά έγγραφα
Το περιστατικό πολύ συγκινητικά αφηγείται στο υπέροχο ποίημά του ο μελίρρυτος Σπετσιώτης ποιητής Γεώργιος Στρατήγης.

Μ Α Τ Ρ Ο Ζ Ο Σ. Ποίηµα του Γιώργου Στρατήγη

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Το παραμύθι της αγάπης

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»


ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Ευθύς και πλάγιος λόγος

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα

Μικροί Παραμυθάδες Γ1

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή


Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα


ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Επιμέλεια παρουσίασης : Μαριλένα Χυτήρογλου Α3 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Δανίκα Ευανθία

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Σαν το σύννεφο φεύγω πετάω έχω φίλο τον ήλιο Θεό Με του αγέρα το νέκταρ µεθάω αγκαλιάζω και γη κι ουρανό.

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Πέτερ Κούρµαν. Πανορµίτης

Γκιούλ Χανούμ :: Περιστέρης Σ. - Σάμης Π. :: Αριθμός δίσκου: B

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΠΊΝΑΚΕς ΖΩΓΡΑΦΙΚΉς ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΊΕς

17 ο Δημοτικό Σχολείο Περιστερίου. Τάξη: Στ. Σχ. Έτος:

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.


Ο Γέροντας Ιωσήφ εμφανίσθηκε πολλές φορές μετά την κοίμηση του

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετάει

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Συνθήματα - Εμβατήρια

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

General Music Catalog General Music ΘΩΔΗ ΕΦΗ. page 1 / 5

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Transcript:

9 Ιουνίου 2014 Ματρόζος και Κανάρης Πολιτισμός / Ποίηση Ο Μπουρλοτιέρης Ματρόζος, Σπετσιώτης άγωνιστής, που χάρισε αφειδώλευτα τα πάντα στην πατρίδα, έφθασε στα γεράματά του να είναι φτωχός και άγνοημένος, όταν οι πρώην ναύτες του είχαν γίνει καπεταναίοι στα βασιλικά καράβια και ο παλιός συμπολεμιστής του Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν Υπουργός των Ναυτικών. Αυτόν, λοιπόν, τον Κανάρη, του οποίου τη ζωή είχε γλυτώσει κοντά στην Τένεδο, πήγε να συναντήσει στην Αθήνα ο ήρωας γερο-ματρόζος, που ζούσε σεμνός και αφανής όλα τα χρόνια της ζωής του, μέχρι που η πείνα τον ανάγκασε να καταπιεί την υπερηφάνειά του και να ζητήσει βοήθεια. Στο Υπουργείο, δυστυχώς, του έκλεισε το δρόμο ένας άνθρωπος, που ευεργετημένος ασκούσε τη μικρή εξουσία του με υπεροψία. Κατά καλή του, όμως, τύχη, άκουσε τη συνομιλία τους ο Υπουργός, ο μεγαλόψυχος Κανάρης, και ο γερο-ματρόζος δεν έφυγε άπρακτος και πικραμένος.

Το περιστατικό πολύ συγκινητικά αφηγείται στο υπέροχο ποίημά του ο μελίρρυτος Σπετσιώτης ποιητής Γεώργιος Στρατήγης. Μπαίνοντας στο Υπουργείο ο γέρο-ματρόζος, που είχε την όψη ζητιάνου, είπε στον υπασπιστή, που ήταν ντυμένος στα χρυσά. Θέλω να δω τον Κωνσταντή! Ποιόν Κωνσταντή; Τον ρώτησε εκείνος. Αυτόν τον Ψαριανό! Ο υπασπιστής εκνευρισμένος του απαντά:

Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είν Υπουργείο, να ζητιανέψεις πήγαινε μεσ στο φτωχοκομείο. Ο Ματρόζος τότε παλληκαρίσια του απάντησε: Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνιοι σαν κι έσέ δε θα φορούσαν στέμμα!

Κωνσταντίνος Νικόδημος, (1795/6-1879) Ψαριανός πυρπολητής που τελειοποίησε το πυρπολικό, απομνημονευματογράφος του ναυτικού αγώνα του 1821 και συγγραφέας της ιστορίας των Ψαρών. Ο Κανάρης άκουσε τη φιλονικία και ζήτησε να δει τον γέροντα, που από τα χρόνια δεν τον αναγνώρισε. Τότε ο Ματρόζος του θύμισε την περιπέτειά του απ έξω από την Τένεδο πριν 55 χρόνια, όπου όρμησε και τον έσωσε, ενώ τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Άργησε να καταλάβει ο Κανάρης, αλλά φέρνοντας στη μνήμη του το ιστορικό του παρελθόν δάκρυσε και ανοίγοντας πλατιά την αγκαλιά του τον κράτησε δακρύβρεχτος σφιχτά στα στήθη του, όπως ο ποιητής λέγει: «Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια, με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά, σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ τα χιόνια περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά. Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γερο-καπετάνιος που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος. Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα, από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή, είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί. Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα, μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα. Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι, χωρίς γι αυτούς τους ήρωες μία λέξη αύτη να πει, με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί. Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ ατρόμητα λιοντάρια, με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια. Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα, μα καπετάνιους σαν ιδεί μες στα βασιλικά

εκείνους που χε ναύτες του, με μάτια βουρκωμένα στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου λεγε εκεί στην άμμο πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο. «Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου, θ αποθάνω», στο τέλος πάντα μου λεγε μ εν αναστεναγμό, «Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο, μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό. Κλαίω, που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα, πριν πεθαμένο μ εύρετε μία μέρα από την πείνα Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ τα Ψαρά κει πέρα, πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός, κι αν θυμηθή πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα απ έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι σ εκείνον που χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη». Πέντε-έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι κι ακουμπιστός, περίλυπος έπάνω στο ραβδί, ώσπου στην Ύδρα έφθασε, έγύριζε στην πλώρη το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει. Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,

πως φεύγει τώρ απ το νησί και πως ερχόταν πρώτα. «Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» Ρωτά τον καπετάνιο στο υπουργείο εμπροστά κάποιος θαλασσινός ντυμένος στα χρυσά. «Παιδί μου, είν επάνω ο Κωνσταντής;». «Ποιος Κωνσταντής;». Αυτός ο Ψαριανός». «Δε λεν κανένα Ψαριανό, έδώ είναι Υπουργείονα ζητιανέψης πήγαινε μες στο φτωχοκομειο!». Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού και με σπιθόβολη ματιά μες απ τα στήθια βγάνει με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού: «Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνιοι σαν κι εσέ δε θα φορούσαν στέμμα!» Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου, στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του και να ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή. Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη, κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι. Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,

που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά, στον καπετάνιο εφάνηκαν με τη φωτιά την ίδια, όταν τα φώτιζε ο δαυλός, τα χρόνια τα παλιά. Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι, ο ημίθεος το γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι. «Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;» σε λίγο του φωνάζει, «γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!». «Ποιος το λπιζε να δει ποτές», ο γέροντας στενάζει, «τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!». Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη, τη φτώχεια του έλησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη. «Ποιος είσαι, καπετάνιο μου; Και ποιό ναι το νησί σου;», ο Ψαριανός τον έρωτα με πόνο θλιβερό. «Πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου, απ της καλής μας εποχής εκείνης τον καιρό. Μήπως στη Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη; Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιό, στη Μυτιλήνη;» «Απ έξω απ την Τένεδο πενήντα πέντε χρόνια επέρασαν απ τη στιγμήν εκείνη, σαν φτερό. Σαν να σε βλέπω, Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ Χρόνος δεν ήταν που κάψες στη Χιό τη ναυαρχίδα κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα

Τρόπος δράσεως πυρπολικού. Σχέδιο από το «Υπόμνημα» του Κ. Νικόδημου. Απ έξω απ την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα σ έβαλε εμπρός μ αράπικου άλογου γληγοράδα μ οχτώ βατσέλα πίσω της, που μοιάζαν περιστέρια, κι εσύ γεράκι γύρω τους επάνω στο μπουρλότο, που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ αστέρια, σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο. Σε καμαρώνω από μακριά κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος μ εξόρκιζαν να φύγουμε, τους είχε πιάσει τρόμος, γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι θάρρος στους ναύτες σου έδινες δε βάσταξε η καρδιά μου, σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη και «όρτσα! μάϊνα τα πανιά!» φωνάζω στα παιδιά μου. Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες μ αντάρα ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε, μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε. Οι ναύτες μου φωνάζανε: «Τι κάνεις καπετάνιο;» Κι εγώ τους λέω: «Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω».

Και σου πετώ τη γούμενα και δένεις το μπουρλότο κάνω τιμόνι δεξιά το φλογερό το χνώτο του Τούρκου θα σε βούλιαζε θυμάσαι; Σου φωνάζω: «Πρώτος απ όλους ν ανεβείς», μα δεν μ ακούς κι αφήνεις άλλοι ν ανέβουν έσκυψα κι απ τα μαλλιά σ αδράζω, και σ έσωσα κι εφύγαμε μα δάκρυα βλέπω χύνεις!». «Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει. Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια στ άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια, δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι, όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λιώνει. Πηγή: Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, Κωνσταντίνος Κανάρης ο συνώνυμος της φιλοπατρίας και της λεβεντιάς, Έκδοσις Ένωση Πολυτέκνων Αθηνών, Αθήνα 2014. http://bit.ly/1k5issl