ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ Ν.Δ. Κου ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Στην συζήτηση εκδήλωση με θέμα: «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 2011+» Κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να ευχαριστήσω το ΚΠΕΕ για την πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δίνει να καταθέσω τις απόψεις μου και να συνομιλήσω με τους εκλεκτούς καλεσμένους που συμμετέχουν και στο πάνελ, αλλά και στο ακροατήριο. Η Ελλάδα σήμερα, ένα χρόνο μετά την υπογραφή του Μνημονίου, συνεχίζει να δαπανά 24 δισ. ευρώ περισσότερα από όσα εισπράττει. Έχει επίσης ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, ύψους περίπου 330 δισ. ευρώ, το οποίο δημιουργήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια, για να υποστηριχθεί ένα υψηλότερο επίπεδο ζωής από αυτό που δικαιολογούν τα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του χρέους δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 80. Εκείνη την εποχή ασκήθηκε μια κοινωνική πολιτική πέρα από τα όρια που επέτρεπε η συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία υποθηκεύοντας το μέλλον και εις βάρος των επόμενων γενεών. Αυτό πληρώνουμε σήμερα. Με αυτά τα οικονομικά δεδομένα, έχουμε δύο επιλογές: η μία είναι όχι μόνο να σταματήσουμε επιτέλους να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα παράγουμε, αλλά επιπλέον να αρχίσουμε να δημιουργούμε πλεόνασμα, προκειμένου να μειώσουμε σταδιακά το δημόσιο χρέος. Αυτό σημαίνει βεβαίως ότι θα υποστούμε υποβάθμιση του επιπέδου ζωής στη χώρα μας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ότι ακόμη και όταν περάσει η κρίση, δεν θα επιστρέψουμε στα παλιά. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με λιγότερα. Η δεύτερη επιλογή είναι να αφήσουμε την Ελλάδα να χρεοκοπήσει. Κάτι που θα έχει ως συνέπεια τη βίαιη και δραματική υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου, χωρίς ορατή προοπτική ανάκαμψης. Και τι σημαίνει πτώχευση; Σημαίνει ότι την πρώτη του μήνα δεν θα υπάρχουν όλοι οι μισθοί και οι συντάξεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς, ότι δεν θα υπάρχουν καύσιμα για κίνηση και θέρμανση, δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν σχολεία και νοσοκομεία, θα υπάρχει δυσκολία στις εισαγωγές και ελλείψεις στην αγορά. Το δίλλημα είναι σαφές, συγκεκριμένο και αφορά όλους μας. Αφορά πρώτα από όλα το πολιτικό σύστημα της χώρας, από το οποίο προφανώς δεν εξαιρώ και τον εαυτό μου. Διότι αυτό ευθύνεται για τη δημιουργία ενός κράτους με διπλάσιους δημόσιους υπαλλήλους σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρει. Το πολιτικό μας σύστημα δημιούργησε ένα πρότυπο οικονομίας που φθονούσε την επιχειρηματικότητα, στραγγάλιζε την παραγωγή και έδινε έμφαση στην κατανάλωση και τα δανεικά. Δημιούργησε και τροφοδότησε ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα περισσότερα εμπορικά καταστήματα, περισσότερους γιατρούς, φαρμακοποιούς, δικηγόρους, περισσότερα καφενεία, εστιατόρια, ξενυχτάδικα, δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης, πολιτικούς και κομματικά στελέχη από κάθε άλλη χώρα. Περισσότερα, σε κάθε περίπτωση, από όσα δικαιολογεί η πραγματική παραγωγική μας δυνατότητα.
Κανείς μας δεν είναι άμοιρος ευθυνών για αυτή τη μεγάλη και πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε σήμερα. Διότι δεν είναι μόνο τα οικονομικά μεγέθη προβληματικά. Είναι και οι αρχές και οι αξίες μια κοινωνίας που έχει εθιστεί στο ρουσφέτι, στο βόλεμα, στη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή, την αυθαιρεσία και εσχάτως και στη βία. Βία που δεν την βρίσκουμε πλέον μόνο στα γήπεδα. Αλλά και στις γειτονιές, στο κέντρο της Αθήνας, παντού. Αν δε σε όλα αυτά προσθέσουμε και την παράνομη μετανάστευση, σε μια περίοδο που οι χώρες της Μεσογείου βρίσκονται σε αναταραχή και το κύμα της λαθρομετανάστευσης στην περιοχή αυξάνεται, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μείγμα. Ένα μείγμα που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Γιατί η χώρα τα επόμενα είκοσι χρόνια δεν αντέχει να δεχτεί ούτε έναν παραπάνω μετανάστη και γιατί ήδη βλέπουμε τα σημάδια: δολοφονίες, μαχαιρώματα και εμπρησμοί στο κέντρο της Αθήνας, αγανακτισμένοι πολίτες που αποφασίζουν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους και την Πολιτεία να είναι απούσα. Πλέον υπάρχει και το φυτίλι και η βενζίνη. Η κοινωνική ανάφλεξη είναι μπροστά μας. Το ερώτημα που κυριαρχεί σήμερα και το ακούω συνεχώς, είναι αν μπορούν οι πολιτικοί και τα κόμματα που μας έφεραν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, να μας οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση και στην ανάταξη της οικονομίας. Το σίγουρο είναι πάντως, ότι η επίλυση η μη των σημερινών προβλημάτων θα στηρίζεται σε πολιτικές επιλογές. Και όχι σε κάποιο συνταγματάρχη, ούτε σε κάποια ξένη παρέμβαση. Η Ελλάδα θα σωθεί μόνο εφόσον εμείς οι ίδιοι το θέλουμε και είμαστε αποφασισμένοι να το προσπαθήσουμε. Πριν από ενάμισι χρόνο, αρκετοί πίστεψαν ότι ο κ. Παπανδρέου θα μας βγάλει από την κρίση και θα οδηγήσει την χώρα και πάλι στην πρόοδο. Πίστεψαν σε ένα πολιτικό που αρνήθηκε τη συναίνεση στον τότε πρωθυπουργό, τον Κώστα Καραμανλή, προκειμένου να ληφθούν έγκαιρα μέτρα για να αποφύγει η χώρα τα σημερινά δεινά. Πίστεψαν σε ένα πολιτικό που κέρδισε την εκλογές λέγοντας ότι «λεφτά υπάρχουν» και την ίδια ώρα έβαζε το ΔΝΤ στη διακυβέρνηση της χώρας και στα Ευρωπαϊκά δρώμενα. Πίστεψαν σε ένα πολιτικό που μέχρι πρότινος μας έλεγε ότι δεν θα χρειαστούν άλλα μέτρα και ότι η χώρα θα βγει στις αγορές για να δανεισθεί μέχρι το τέλος του 2011. Τώρα η χώρα βρίσκεται σε ακόμα πιο δεινή θέση απ ότι πέρυσι. Θα σας έλεγα ότι τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η κατάσταση είναι χειρότερη και σε σχέση με το 2009 που ήταν το χειρότερο έτος της διεθνούς κρίσης. Τα έσοδα στο πρώτο τετράμηνο του έτους σε απόλυτα νούμερα είναι λιγότερα σε σύγκριση με πριν από δύο χρόνια, παρά τη φοροεπιδρομή, η συνολική εξοικονόμηση δαπανών παρ όλα τα μέτρα είναι μόλις 800 εκατομμύρια και το έλλειμμα, αν δεν ληφθούν πρόσθετα μέτρα, βαίνει προς διψήφιο ποσοστό στο τέλος του χρόνου. Επίπεδο στο οποίο δεν θα έφθανε το 2009 αν δεν το φούσκωνε η κυβέρνηση με τις γνωστές μεθόδους που έχω αναφέρει κατ επανάληψη και δεν θέλω να επαναλάβω. Για να μη μιλήσω βέβαια για την ύφεση και την τραγική ψυχολογία της αγοράς.
Άλλοι λένε ότι είμαστε σε χειρότερη κατάσταση επειδή η συνταγή του μνημονίου ήταν λάθος. Άλλοι υποστηρίζουν ότι φταίει η κυβέρνηση που δεν το εφήρμοσε σωστά το μνημόνιο. Η πραγματικότητα είναι ότι ισχύουν και τα δύο. Και το μνημόνιο έχει λάθος συνταγή, κυρίως στα φορολογικά θέματα και η κυβέρνηση Παπανδρέου εδώ και ένα χρόνο, δεν έκανε ούτε ένα βήμα μπροστά στις αποκρατικοποιήσεις, στην αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να αλλάξουν οι δομές της ελληνικής οικονομίας. Και δεν έκανε ούτε ένα βήμα μπροστά, όχι επειδή την εμπόδισε η αντιπολίτευση. Αλλά επειδή την εμπόδισαν οι ίδιοι οι υπουργοί και το ίδιο το κόμμα του ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό ήταν ως ένα βαθμό αναμενόμενο. Διότι δεν μπορεί ένα κόμμα που πολέμησε αυτές τις αλλαγές για 30 ολόκληρα χρόνια, να πείσει μέσα σε ένα χρόνο τα ίδια τα στελέχη του, ότι οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις θα ωφελήσουν σήμερα την χώρα. Συνεπώς, αν θέλουμε να πάρουμε ένα μάθημα από αυτή την πολύπλευρη κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας, είναι ότι κυβερνάει αποτελεσματικά όποιος μιλάει με τη γλώσσα της αλήθειας από τη θέση της αντιπολίτευσης. Όποιος προετοιμάζει τα στελέχη του και την κοινή γνώμη προτού αναλάβει την εξουσία. Οι εποχές που άλλα λέγαμε πριν και άλλα κάναμε μετά, έχουν περάσει. Σήμερα η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει χάσει την εμπιστοσύνη των εταίρων μας. Η διεθνής αξιοπιστία της χώρας έχει φθάσει στο ναδίρ. Είναι πρωτοφανές και ταπεινωτικό για τη χώρα το γεγονός ότι στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup συμμετείχε και όπως μαθαίνουμε παρουσίασε τα της ελληνικής οικονομίας ο κ. Τόμσεν του ΔΝΤ και όχι ο υπουργός Οικονομικών. Και όλα αυτά, γιατί η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να εφαρμόσει στην ώρα του τίποτα σχεδόν από όσα συμφώνησε. Και γι αυτό, επαναλαμβάνω, δεν ευθύνεται η αντιπολίτευση, αλλά τα ίδια τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Δεν εμπόδισε την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας η Νέα Δημοκρατία. Αλλά ο κ. Φωτόπουλος και η κ. Μπιρμπίλη. Δεν εμπόδισε την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων η Νέα Δημοκρατία. Αλλά το ίδιο το κόμμα και οι αντιλήψεις των Υπουργών του ΠΑΣΟΚ. Όσο για τις αποκρατικοποιήσεις και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, πρώτη η ΝΔ έθεσε πέρυσι το στόχο των 50 δις. ευρώ, για να εισπράξει τη χλεύη της κυβέρνησης και τη δέσμευση του πρωθυπουργού ότι δεν θα πουληθεί ελληνική γη με πρόταση μάλιστα αυτό να θεσπιστεί Συνταγματικά. Όλα αυτά όμως είναι παρελθόν. Αυτό που έχουμε τώρα μπροστά μας, είναι η επαπειλούμενη χρεοκοπία της χώρας. Και το ζητούμενο δεν είναι ποιο κόμμα θα κατηγορήσει ή θα πάρει εκδίκηση από το άλλο, αλλά το πώς θα σωθεί η χώρα. Ασφαλώς και χρειάζεται συναίνεση. Συναίνεση όμως δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση αποφασίζει και η αντιπολίτευση υποχρεούται να συμφωνεί στα
πάντα. Αυτά είναι ακρότητες, είναι αλαζονεία είναι προσβολή του θεσμικού ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όσοι λοιπόν θέλουν συναίνεση, πρέπει να μάθουν να συζητούν με την αντιπολίτευση πριν και όχι μετά την διαμόρφωση μιας πολιτικής, που μάλιστα οδηγεί την χώρα σε αδιέξοδα. Σε μια δημοκρατία δεν πρέπει και δεν μπορούμε να συμφωνούμε σε όλα. Θα μπορούσε όμως η κυβέρνηση Παπανδρέου, για παράδειγμα, να πει στην αντιπολίτευση: «Πρέπει να λειτουργήσει το ηλεκτρονικό σύστημα συνταγογράφησης για τα φάρμακα, από το οποίο το ελληνικό δημόσιο θα εξοικονομήσει 2 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτό το γνωρίζετε, αφού είχατε ήδη ξεκινήσει να το κάνετε ως κυβέρνηση. Αν ακολουθήσουμε τις υφιστάμενες διαδικασίες, μόνο για το διαγωνισμό θα απαιτηθούν 2 χρόνια τουλάχιστον. Ζητώ λοιπόν την συναίνεση και τη συμμετοχή σας σε διαδικασίες εξπρές, που προβλέπονται από την νομοθεσία μας, ώστε το έργο να είναι έτοιμο σε έξι μήνες.» Υπάρχει κανείς σε αυτόν το τόπο που θα έλεγε όχι; Θα μπορούσε η κυβέρνηση Παπανδρέου, για παράδειγμα, να πει στην αντιπολίτευση: «Υπάρχουν βεβαιωθέντα χρέη προς το δημόσιο, που ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ. Από αυτά μπορούν να εισπραχθούν 4 με 5 δισ. ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια. Ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός δεν διαθέτει ούτε την τεχνογνωσία ούτε τη μεθοδολογία για να το κάνει στην ώρα του. Ζητώ την συναίνεσή σας, ώστε να αναθέσω αυτό το έργο σε 2-3 μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες της χώρας, που έχουν τις προϋποθέσεις να το φέρουν ταχύτερα σε πέρας.» Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια πρόταση; Θα μπορούσε επίσης η κυβέρνηση Παπανδρέου να καλέσει τις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας και να τους πει: «Ξέρετε τα παραπάνω δύο έργα και αλλά δέκα μεγάλα, όπως π.χ. το Ελληνικό, η αξιοποίηση του θαλασσίου μετώπου στα νότια προάστια, το αεροδρόμιο στο καστέλι, η αξιοποίηση των αεροδρομίων και των λιμανιών κ.ο.κ. χρειάζεται να τα αναθέσω σε ικανούς μάνατζερ, προκειμένου να τα υλοποιήσουν. Παρακαλώ να μου δανείσετε αυτούς τους μάνατζερ για κάποιο χρονικό διάστημα, με τη σύμφωνη γνώμη της αντιπολίτευσης, προκειμένου να βοηθήσουμε την οικονομία να μπει και πάλι στο δρόμο της ανάπτυξης.» Θα μπορούσε να πει κανείς όχι σε αυτή την πρόταση; Ένα επιπλέον ερώτημα είναι βέβαια αν θα υπήρχε ανταπόκριση από τον ιδιωτικό τομέα, να συνεισφέρει στην εθνική προσπάθεια, όχι μόνο με την καλοδεχούμενη κριτική και προτάσεις, αλλά και με στελέχη; Και μάλιστα με τους καλύτερους και όχι με εκείνους που ίσως, λόγω της κρίσης, βρίσκονται κοντά στην έξοδο. Συναίνεση μπορεί να υπάρχει σε επιμέρους πολιτικές, που μπορούν να ωφελήσουν την χώρα. Συναίνεση όμως στο να έχουμε τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων στα ύψη και την ίδια ώρα να διψάμε για ανάπτυξη και επενδύσεις, δεν μπορεί να υπάρχει. Το βασικό μας ζητούμενο είναι ξεκάθαρο: το κράτος πρέπει να μάθει να ζει με 24 δισ. ευρώ λιγότερα το χρόνο. Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ματώσει. Διότι μέχρι σήμερα ματώνει μόνο ο ιδιωτικός τομέας, οι 750.000 άνεργοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες που φυτοζωούν, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που
κλείνουν, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που δεν ξέρουν αν θα έχουν αύριο δουλειά ή αν θα πληρωθούν το μισθό τους, οι επιχειρήσεις που το κράτος τους χρωστάει 6 δισ. ευρώ. Κι όταν λέω ότι το κράτος πρέπει να ματώσει, δεν υποστηρίζω ότι η λύση βρίσκεται στην απόλυση 150.000 δημοσίων υπαλλήλων. Όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αφού απολύσεις σημαίνουν λιγότερα έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία, λιγότερη κατανάλωση, λιγότερα έσοδα από φόρους κατανάλωσης και εισοδήματος για το Δημόσιο, αύξηση της δαπάνης για επιδόματα ανεργίας. Ο βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αποφύγουμε τις απολύσεις είναι ο κίνδυνος της κοινωνικής έκρηξης, τον οποίο κάθε άλλο παρά πρέπει να υποτιμούμε. Υποστηρίζω όμως, ότι δεν μπορούμε να ανεχόμαστε στο δημόσιο τομέα μισθούς 2 έως 3 φορές υψηλότερους, σε σύγκριση με τις αμοιβές της αγοράς. Δεν μπορεί η μισθολογική εξέλιξη του δημοσίου υπαλλήλου να εξαρτάται από τα χρόνια υπηρεσίας του και όχι από την αποδοτικότητα του. Δεν μπορεί να μην υπάρχει αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης, με ποινές, αλλά και επιβραβεύσεις για τους δημοσίους υπαλλήλους. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι για κάθε μονάδα δημόσιας διοίκησης και βεβαίως, συγκεκριμένη διαδικασία λογοδοσίας στο τέλος κάθε χρονιάς. Δεν μπορεί να γίνονται συνεχώς νέοι διορισμοί στο δημόσιο, όταν είναι γνωστό ότι ήδη οι εργαζόμενοι εκεί περισσεύουν. Υπάρχουν ιδέες και λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν με σημαντικό κοινωνικό αλλά και οικονομικό όφελος. Για παράδειγμα, να κλείσουν οι μη παραγωγικοί φορείς του Δημοσίου, ώστε να εξοικονομήσουμε τα λειτουργικά έξοδα και οι υπάλληλοι να μεταταγούν σε υπηρεσίες που υπάρχουν κενά, περνώντας εάν χρειάζεται από μετεκπαίδευση. Για παράδειγμα προχθές ανακοινώθηκε η επέκταση της λειτουργίας όλη την ημέρα για τη θερινή περίοδο ορισμένων μόνο μουσείων επειδή καθυστερούν οι προσλήψεις εποχικού φυλακτικού προσωπικού. Θα μπορούσε οι θέσεις αυτές να καλυφθούν με μετατάξεις ώστε τα μουσεία να δουλεύουν όλη την ημέρα και να μην κλείνουν το μεσημέρι, προκαλώντας ζημιά στον τουρισμό. Θα μπορούσε επίσης να αναλάβουν χρέη γραμματέων στα Δικαστήρια, για να επεκταθεί το ωράριο και να επιταχυνθεί η απονομή της Δικαιοσύνης. Με δυο λόγια, να παγώσουμε τις προσλήψεις, να μειώσουμε μισθούς και επιδόματα στο Δημόσιο για να εξοικονομήσουμε δαπάνες αλλά να μη φτάσουμε σε απολύσεις. Κυρίες και κύριοι, Σταματάω εδώ και στη συζήτηση θα μας δοθεί η δυνατότητα να πούμε περισσότερα. Η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει την πτώχευση. Αλλά πρέπει πρώτα να αλλάξουμε μυαλά και προτεραιότητες. Αυτά που ξέραμε να τα ξεχάσουμε. Ο κ. Παπανδρέου στις εκλογές του 2009 ένα πράγμα είπε σωστό: αν δεν αλλάξουμε θα βουλιάξουμε. Σήμερα, 20 μήνες μετά, δεν έχουμε αλλάξει. Γι αυτό και κινδυνεύουμε, όλο και περισσότερο, να βουλιάξουμε. Σας ευχαριστώ.