5. Γνωστικές-Συµπεριφοριστικές Θεωρίες. Ευρύτερες θεωρητικές προσεγγίσεις



Σχετικά έγγραφα
ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η εξέλιξη της επιστηµονικής σκέψης και του πειραµατισµού στην Ελληνιστική

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13 Α' ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΙΑΚΙΝΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ενότητα 2. Γενικά Οργάνωση Ελέγχου (ΙΙ) Φύλλα Εργασίας Εκθέσεις Ελέγχων

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

«Πολιτιστικές διαδροµές στα µεταλλευτικά τοπία της Kύθνου»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ I ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ: ΘΕΜΑ: Ενηµερωτικό σηµείωµα για το πρόβληµα της παράνοµης υλοτοµίας και ειδικά αυτό της καυσοξύλευσης

4 Περίοδοι µε 3ωρα ιαγωνίσµατα ΕΚΤΟΣ ωραρίου διδασκαλίας!!! ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΑΓΩΝΙΣΜΩΝ

ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ - ΟΧΙ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ 2010 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. 3.1 Εισαγωγή

ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση θα εφαρμοστεί με τα παρακάτω Εργαλεία

Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος. Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 3 ώρες /εβδοµάδα. Αθήνα, Απρίλιος 2001

Πολιτική Πρόταση για μια Προοδευτική Διέξοδο Από την Κρίση

7. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΒΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ Ο ΙΚΩΝ ΑΞΟΝΩΝ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ

Σε ποιες κατηγορίες μειώνεται η σύνταξη από 1/1/2009 (σε εφαρμογή του Ν.3655/2008)

Επίσηµη Εφηµερίδα αριθ. C 372 της 09/12/1997 σ

Πρότυπο Σχέδιο Δράσης για τα Συμβούλια Ένταξης Μεταναστών

Πρακτικό εργαλείο. για την ταυτοποίηση πρώτου επιπέδου των θυμάτων παράνομης διακίνησης και εμπορίας. τη σεξουαλική εκμετάλλευση

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2014

Υποψήφιοι Σχολικοί Σύμβουλοι

ΣΧΕΔΙΟ. ΝΟΜΟΣ. Δηµόσιες υπεραστικές οδικές µεταφορές επιβατών. Κεφ. Α - ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο 1 Σκοπός πεδίο εφαρµογής

ΥΠ.Ε.Π.Θ. / ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ»

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Σηµειώσεις στις Εµπορικές Εταιρίες

4 ο ΛΥΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ. Ε ιµέλεια Εργασίας :Τµήµα Α4

Άρθρο 2 -Καταχώρηση και τήρηση στοιχείων σε ηλεκτρονική µορφή

Τοποθέτηση Δημάρχου Γ. Πατούλη. για τεχνικό πρόγραμμα 2010

ΝΟΜΟΣ 3263/2004 (ΦΕΚ 179 Α ) Μειοδοτικό σύστηµα ανάθεσης των δηµοσίων έργων και άλλες διατάξεις

Α. ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ Τιµαριθµική 2012Γ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ (ΦΛΩΡΙΝΑ) ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Δράση 1.2. Υλοτομία και προσδιορισμός ποσοτήτων υπολειμμάτων.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Α. Να αποδώσετε την περίληψη του κειμένου ( λέξεις)

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ A1. Ο συγγραφέας ορίζει το φαινόμενο του ανθρωπισμού στη σύγχρονη εποχή. Αρχικά προσδιορίζει την

Περίληψη Εκδήλωσης. I. Ποια είναι η σχέση της έννοιας της λογοδοσίας µε την Ανοιχτή Κοινωνία;

Θα ξεκινήσουµε την ανάλυσή µας µε τις αλλαγές στον ν. 2238/1994, στη συνέχεια στο Π.. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) και έπειτα στον ν. 2859/2000 (Φ.Π.Α.).

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ FREDERICK

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ Εξώφυλλο του Συντάγµατος του 1844 (Βιβλιοθήκη Βουλής των

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ Ι ΙΩΤΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΕΤΡΟΓΕΝΕΤΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Τρίτη, 23 Μαΐου 2006 Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗ - ΕΚΘΕΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟ

5 η Ενότητα Κουλτούρα και στρατηγική

14.00 µ.µ µ.µ. ένα (1) άτοµα (προετοιµασία παρασκευή) π.µ π.µ. δύο (2) άτοµα (προετοιµασία παρασκευή)

ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2014

Αφήγηση. Βασικά στοιχεία αφηγηµατικού κειµένου:

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΒΕΑ. Το Ασφαλιστικό του 21ο αιώνα; Ανάγκη αναστοχασμού για μια νέα αρχή

Ο αναλφαβητισμός ως σύγχρονο πρόβλημα

ΤΟ ΝΕΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

Το ολοκαύτωμα της Κάσου

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ

ΜΗΝΙΑΙΟ ΕΛΤΙΟ ΙΟΥΝΙΟΥ 2007

ΦΥΣΙΚΟΣ ΑΕΡΙΣΜΟΣ - ΡΟΣΙΣΜΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΩΡΙΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΗΜΟΥΣ ΝΑΥΠΛΙΕΩΝ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΑ 0.2%-4.8% του γενικού πληθυσµού προσβάλλεται από τη νόσο της Ψωρίασης

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ)

I.Επί της Αρχής του σχεδίου Νόµου: ΙΙ. Επί των άρθρων του σχεδίου Νόµου: ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Συµπεράσµατα από την ανάλυση συχνοτήτων στη Γεωµετρία Α Λυκείου. Για το 1 ο θέµα που αφορά τη θεωρία:

στο σχέδιο νόµου «Διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, µισθολογικές ρυθµίσεις και άλλες επείγουσες στόχων και διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων»

περισσότερο από το γεγονός του ότι αυτό δεν ήταν τότε ένα ζήτηµα έγκρισης του ίδιου του κοινοβουλευτισµού αλλά κριτικής στην αστική εξουσία.

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1, την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

& ../../ , :.. : FAX :... & :...

Θέµατα Ιστορίας Γενικής Παιδείας Β Λυκείου 2000

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ για το εκπαιδευτικό σενάριο: ΕΚΛΕΙΨΕΙΣ

Β ΚΥΚΛΟΣ Τ.Ε.Ε. ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ. ΚΕΙΜΕΝΟ Μάριος Πλωρίτης Νέοι, ναρκωτικά, βία

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙΤΕ: ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΡΓΟ ΟΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩN ΕΠΙΣΕΙΡΗΣΕΩΝ ΝΑΥΠΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ ΠΛΟΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ.

ΔΙΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ Φυσική Β' Γυμνασίου. Επιμέλεια: Ιωάννης Γιαμνιαδάκης

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΝΟΤΗΤΩΝ Α ΤΑΞΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Πρακτικό 6/2012 της συνεδρίασης της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, του Δήμου Λήμνου, της 4ης Μαΐου 2012.

«ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ: ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»

6 η Ενότητα Στρατηγική σε επιχειρηματικό επίπεδο

Εσωτερικοί Κανονισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Oδηγία 94/33/ΕΚ του Συµβουλίου της 22ας Ιουνίου 1994 για την προστασία των νέων κατά την εργασία

Γενική τοποθέτηση για το σχέδιο ΓΠΧΣΑΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Η Φυσική με Πειράματα

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΟΜΑΔΑΣ PROJECT ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ: ΟΜΑΔΑ PROJECT ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ:

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣΧΕ ΙΟ. «Στρατολογία των Ελλήνων» Άρθρο 1 Υπόχρεοι σε στράτευση

Συλλόγου ιπλωµατούχων Νοσηλευτριών και Νοσηλευτών Χειρουργείου

Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής


ΤΕΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ. ΑΡΓΥΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑ Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Ελεγκτικής Επιστήμης Εισηγητής :Λυγγίτσος Αλέξανδρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ «ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΝΩΣΟ» - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Team Management Consultants

Kεντρικός συντονισμός πολιτικών, μόνιμοι υφυπουργοί, μείωση ειδικών συμβούλων, κατάργηση αναπληρωτών.

«Φιλολογικό» Φροντιστήριο Επαναληπτικό διαγώνισμα στη Νεοελληνική Γλώσσα. Ενδεικτικές απαντήσεις. Περιθωριοποίηση μαθητών από μαθητές!

Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθµό κάθε µίας από τις παρακάτω ηµιτελείς προτάσεις Α1 έως Α5 και δίπλα στο γράµµα που αντιστοιχεί ση λέξη ή στη

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΣΦΑΛΩΣ ΚΑΤΟΙΚΕΙΝ» ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΙ ΧΩΡΟΙ

Transcript:

5. Γνωστικές-Συµπεριφοριστικές Θεωρίες Ευρύτερες θεωρητικές προσεγγίσεις Οι γνωστικές και συµπεριφοριστικές απόψεις προέρχονται από δύο συναφή ρεύµατα. Ιστορικά, πρώτα εµφανίστηκε η θεωρία της µάθησης, η οποία εξελίχτηκε στην κλινική πρακτική µε την εφαρµογή µιας θεραπείας-αλλαγής της δυσλειτουργικής συµπεριφοράς. Ο Sheldon (1995) έχει διατυπώσει επιτυχώς την ουσία της θεωρίας αυτής υποστηρίζοντας ότι εκλαµβάνει τη σκέψη αποσυνδεµένη από τη συµπεριφορά. Η ψυχοδυναµική, όπως και η παραδοσιακή αντίληψη δέχεται ότι η συµπεριφορά προέρχεται από µια ψυχική διαδικασία. Αυτό συνδέεται µε τις απόψεις για το τι είναι ο ψυχισµός, και αν αποτελεί την έδρα της ανθρώπινής µας υπόστασης, αυτό που αποκαλούµε ψυχή. Ένα συναφές ερώτηµα είναι αν οι επιρροές του περιβάλλοντος περιορίζουν την ανθρώπινη ελευθερία ή αν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να λειτουργούν σύµφωνα µε τη βούλησή τους - δηλαδή, µε αυτό που οι ίδιοι επιθυµούν. Η θεωρία της µάθησης δεν αρνείται ότι αυτό µπορεί να ισχύει, αλλά υποστηρίζει ότι δεν µπορούµε να γνωρίζουµε τι συµβαίνει στο µυαλό κάποιου άλλου. 86

Εποµένως, µπορούµε µόνο να µελετήσουµε και να επηρεάσουµε τη συµπεριφορά που προκύπτει. Το µεγαλύτερο µέρος της συµπεριφοράς είναι προϊόν µάθησης, µε εξαίρεση ορισµένα έµφυτα αντανακλαστικά: προέρχεται, δηλαδή, από εξωτερικές προς εµάς επιδράσεις. Μπορούµε, κατά συνέπεια, να µάθουµε νέα συµπεριφορά που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες µας ή να αντικαταστήσουµε υπάρχουσα συµπεριφορά αν µας δηµιουργεί προβλήµατα. Η θεραπεία, λοιπόν επικεντρώνεται στο να κάνουµε πράγµατα τα οποία οδηγούν συστηµατικά σε αλλαγές στη συµπεριφορά. εν ασχολείται µε τις αλλαγές που ενδέχεται να λάβουν χώρα στο µυαλό µας κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Η θεωρία της κοινωνικής µάθησης (social learning theory) (Bandura, 1977), αναπτύσσει τις απόψεις αυτές υποστηρίζοντας ότι το µεγαλύτερο µέρος της µάθησης προέρχεται από τις παρατηρήσεις και τις σκέψεις που κάνουν οι άνθρωποι µε αφορµή την εµπειρία τους Μαθαίνουν, µιµούµενοι το παράδειγµα άλλων γύρω τους. Η προώθηση της διαδικασίας αυτής µπορεί να ενισχύσει τη θεραπεία. Η γνωστική θεωρία αποτελεί εν µέρει µια εξέλιξη της θεωρίας και θεραπείας της συµπεριφοράς, που πρόσφατα βασίζεται κυρίως στη θεωρία της κοινωνικής µάθησης. 87

Προήλθε επίσης από θεραπευτικές εξελίξεις στην πρακτική, που επινοήθηκαν από συγγραφείς όπως ο Beck (1989) και ο Ellis (1962), οι οποίοι ασχολούνταν µε άτοµα που έπασχαν από ψυχιατρική διαταραχή όπως, αγχώδη νεύρωση και κατάθλιψη. Στο χώρο της κοινωνικής εργασίας σηµαντικό ρόλο έχει παίξει η θεραπεία της πραγµατικότητας (reality therapy) του Glasser (1965), που εφαρµόστηκε µε νεαρές γυναίκες σε ιδρύµατα. Καθώς οι επινοητές της µεθόδου αυτής ασχολούνταν µε ψυχικές διαταραχές, επιδόθηκαν σε µια προσπάθεια να ενσωµατώσουν τη λογική σκέψη στο µοντέλο θεραπείας που ανέπτυξαν. Η γνωστική θεωρία υποστηρίζει ότι η συµπεριφορά επηρεάζεται από την αντίληψη ή την ερµηνεία του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της µάθησης. Ως εκ τούτου µια φαινοµενικά άπρεπη συµπεριφορά θεωρείται πως προέρχεται από παρανόηση και παρερµηνεία. Η θεραπεία προσπαθεί να διορθώσει τη λανθασµένη αντίληψη, ώστε η συµπεριφορά του ατόµου να ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις και τις προσδοκίες του περιβάλλοντος του. Σύµφωνα µε τον Scott (1989), οι διάφορες προσεγγίσεις περιλαµβάνουν το ενδιαφέρον του Beck για τη διαστρεβλωµένη αντίληψη για τον εαυτό µας, τη ζωή µας και το µέλλον µας που οδηγεί σε κατάθλιψη ή άγχος, την επικέντρωση του Ellis στις µη 88

ορθολογικές απόψεις για τον κόσµο και την έµφαση του Meichenbaum (1977) στις απειλές που βιώνουµε. Η τελευταία, συγκεκριµένα, συνδέεται µε ορισµένες έννοιες της παρέµβασης στην κρίση. Ο Gambrill (1995) προσδιορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της συµπεριφοριστικής προσέγγισης ως εξής: Εστιάζει σε συγκεκριµένες συµπεριφορές που προβληµατίζουν τους πελάτες και άλλους γύρω τους. Αν η συµπεριφορά αλλάξει, το πρόβληµα µετατοπίζεται. Βασίζεται σε συµπεριφοριστικές αρχές και στη θεωρία της µάθησης. Οι επαγγελµατίες αναλύουν ξεκάθαρα και περιγράφουν τα προβλήµατα, βασιζόµενη στην άµεση παρατήρηση. Οι µέθοδοι της διαγνωστικής εκτίµησης, της παρέµβασης και της αξιολόγησης προσδιορίζονται ξεκάθαρα. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη συµπεριφορά προσδιορίζονται µέσω της αλλαγής παραγόντων της κατάστασης και της εξέτασης των αλλαγών που προκύπτουν. Τα θετικά στοιχεία των θεραπευόµενων αποκαλύπτονται και τίθενται σε εφαρµογή. Τα σηµαντικά πρόσωπα από το περιβάλλον τους εµπλέκονται στη διαδικασία. 89

Η παρέµβαση βασίζεται σε ερευνητικά δεδοµένα σχετικά µε την αποτελεσµατικότητα των παρεµβάσεων. Η πρόοδος καταµετράται µέσω υποκειµενικών και αντικειµενικών κριτηρίων, συγκρίνοντας δεδοµένα για το παρόν µε δεδοµένα για την κατάσταση πριν την παρέµβαση. Οι επαγγελµατίες ενδιαφέρονται να επιτύχουν αποτελέσµατα τα οποία οι θεραπευόµενοι αναγνωρίζουν και εκτιµούν. Οι επαγγελµατίες τους βοηθούν να εφαρµόσουν τις συµπεριφορές που προέκυψαν ως αποτέλεσµα της αλλαγής σε διάφορες καταστάσεις (γενίκευση) και να τις διατηρήσουν µετά το τέλος της παρέµβασης. Ο Gambrill (1995) παρουσιάζει µια σειρά διαφορετικών συµπεριφοριστικών προσεγγίσεων. Η βασική µορφή συµπεριφοριστικής εργασίας ασχολείται µε την αλλαγή δυνατοτήτων και συµπεριφορών. Ο ριζοσπαστικός συµπεριφορισµός περιλαµβάνει στις συµπεριφορές σκέψεις και συναισθήµατα, αντιµετωπίζοντάς τα ως αίτια άλλων συµπεριφορών. Αυτό αποτρέπει τη θεώρηση των σκέψεων και των συναισθηµάτων ως προερχόµενα από άγνωστες περιοχές του ψυχισµού. Οι σκέψεις και τα συναισθήµατα, έχουν, λοιπόν, ορισµένα αίτια, και 90

µπορούµε να τα αλλάξουµε όπως κάθε άλλη συµπεριφορά. Οι γνωστικές-συµπεριφοριστικές µέθοδοι είναι θεραπευτικές διαδικασίες που εστιάζουν στην αλλαγή σκέψεων και συναισθηµάτων παράλληλα µε, αντί για ή ως προοίµιο προς την αλλαγή συµπεριφορών. Η θεωρία της κοινωνικής µάθησης είναι µια µορφή γνωστικήςσυµπεριφοριστικής θεραπείας η οποία εστιάζει στο πώς µαθαίνουµε από κοινωνικές καταστάσεις µαθαίνοντας πώς οι άλλοι λειτουργούν µε επιτυχία (µάθηση µέσω υποκατάστασης). Ο νεο-συµπεριφορισµός είναι συµπεριφοριστική θεραπεία που ασχολείται ιδιαίτερα µε το στρες και τις αγχώδεις διαταραχές. Οι γνωστικές και συµπεριφοριστικές απόψεις έχουν πολλά κοινά σηµεία µε µοντέλα όπως η εργασία επικέντρωσης σε στόχους, και υπάρχει κάποια αµοιβαία επιρροή. Οι ουµανιστικές και φαινοµενολογικές απόψεις είναι επίσης συναφείς ως προς το ενδιαφέρον τους για νοητικές έννοιες και για γνωστικές προσπάθειες συσχετισµού της σκέψης µε τη δράση. Μερικές βασικές έννοιες της θεωρίας της µάθησης και της συµπεριφοριστικής θεραπείας είναι αναγκαίες για να κατανοήσουµε την προσέγγιση. Ο απολογισµός αυτός βασίζεται σε εκείνον των Fischer και Gochros (1975), λόγω της ξεκάθαρης και περιεκτικής του οργάνωσης της θεωρίας. 91

Μπορούµε να διακρίνουµε τέσσερα είδη συµπεριφοριστικής θεραπείας: την κλασσική αντανακλαστική ή κλασσική εξαρτηµένη µάθηση (respondent or classical conditioning) (την προσέγγιση ερεθίσµατος-αντίδρασης - Jackson και King, 1982). τη συντελεστική εξάρτηση (operant conditioning). την κοινωνική µάθηση (social learning). τη γνωστική θεραπεία (cognitive therapy). Όλα µπορούν να εφαρµοστούν άµεσα στην κοινωνική εργασία. Η κλασσική αντανακλαστική µάθηση (respondent conditioning) ασχολείται µε τη συµπεριφορά (οτιδήποτε κάνουµε) η οποία αποτελεί αντίδραση σε (προκαλείται από) ένα ερέθισµα (ένα άτοµο, κατάσταση, γεγονός ή αντικείµενο κατά κανόνα του περιβάλλοντος). Εξαρτηµένη µάθηση (conditioning) είναι η διαδικασία µέσω της οποίας η συµπεριφορά µαθαίνεται: συνδέεται, δηλαδή, σχεδόν µονίµως µε το ερέθισµα. Έχοντας µάθει µια αντίδραση σε ένα ερέθισµα, έχουµε τροποποιήσει τη συµπεριφορά µας. Η κλασσική αντανακλαστική µάθηση είναι επίσης γνωστή ως κλασσική εξαρτηµένη µάθηση (classical conditioning) 92

διότι προέρχεται από τα πρώτα πειράµατα του Pavlov στο χώρο αυτό. Πολλές µορφές συµπεριφοράς είναι µη εξαρτηµένες. Προκύπτουν φυσικά. Ένα µη εξαρτηµένο ερέθισµα παράγει µια µη εξαρτηµένη αντίδραση. Για παράδειγµα οι άνθρωποι δακρύζουν όταν φυσάει, εκκρίνουν σάλιο όταν τους προσφέρεται φαγητό, τραβούν απότοµα τα χέρια τους όταν καίγονται, κάνουν εµετό όταν τρώνε κάτι βλαβερό. Οι συµπεριφορές είναι εξαρτηµένες όταν οι αντιδράσεις αρχίσουν να συσχετίζονται ή να συνδέονται µε ένα ερέθισµα που δεν παράγει την αντίδραση φυσικά. Ένα παράδειγµα θα ήταν αν εκπαιδευόµασταν ώστε τα µάτια µας να δακρύζουν κάθε φορά που µας προσφέρεται φαγητό. Αυτά ονοµάζονται εξαρτηµένα ερεθίσµατα και εξαρτηµένες αντιδράσεις. Εξάλειψη (extinction) συντελείται αν διακοπεί ο συσχετισµός ανάµεσα σε εξαρτηµένες αντιδράσεις και ερεθίσµατα. Η εξαρτηµένη αντίδραση εξασθενεί και χάνει το σύνδεσµό της µε το ερέθισµα. Ορισµένες µορφές συµπεριφοράς είναι ασυµβίβαστες µε άλλου είδους συµπεριφορά. Για παράδειγµα, ένας άνθρωπος απόλυτα ήρεµος δεν µπορεί να είναι αγχωµένος ή βίαιος. Η αντι-εξάρτηση (counter- 93

conditioning) επιδιώκει να συσχετίζει επιθυµητές αντιδράσεις µε συγκεκριµένα ερεθίσµατα, σε αντίθεση µε ανεπιθύµητες αντιδράσεις. Η πιο διαδεδοµένη τεχνική αντι-εξάρτησης είναι η συστηµατική απευαισθητοποίηση (systematic desensitisation). Οι πελάτες διδάσκονται τις πρακτικές τεχνικές της χαλάρωσης ή δέχονται προσωπική υποστήριξη µε άλλους τρόπους. Στη συνέχεια εκτίθενται σταδιακά στο ανεπιθύµητο ερέθισµα, χρησιµοποιώντας τη χαλάρωση ή την υποστήριξη για να καταπολεµήσουν το άγχος τους. Η τεχνική αυτή εφαρµόζεται συχνά µε άτοµα που πάσχουν από πάσχουν από αγοραφοβία ή σχολική φοβία. Είδαµε ένα απλό παράδειγµα της εφαρµογής της στην περίπτωση των Knowles στο Κεφάλαιο 4. Στην προκειµένη περίπτωση, η χαλάρωση και η παρουσία του κου Knowles δηµιούργησαν αντι-εξάρτηση ως προς το αγοραφοβικό άγχος της κας Knowles. Η µέθοδος αυτοβεβαίωσης (assertiveness training) είναι άλλη µια τεχνική που εφαρµόζεται µε άτοµα µε προβλήµατα αυτοπεποίθησης. Οι επαγγελµατίες τους βοηθούν να εξασκηθούν σε κατάλληλους τρόπους συµπεριφοράς σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, και τους δίδεται η δυνατότητα να τους εφαρµόσουν, κατά προτίµηση, σε όλο και δυσκολότερες πραγµατικές καταστάσεις. 94

Η αντι-εξάρτηση χρησιµοποιείται στη θεραπεία σεξουαλικών προβληµάτων. Τα άτοµα µαθαίνουν ευχάριστες σεξουαλικές αντιδράσεις σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον και εισάγονται σταδιακά σε πιο συνηθισµένες σεξουαλικές καταστάσεις οι οποίες προηγουµένως προκαλούσαν άγχος. Για παράδειγµα, ένας άντρας µε πρόωρη εκσπερµάτιση µαθαίνει να ελέγχει την εκσπερµάτιση καθώς διεγείρεται από τη σύντροφό του, ενώ η ολοκληρωµένη σεξουαλική επαφή δεν επιτρέπεται µέχρι να νιώσει σίγουρος για τον έλεγχο αυτό. Η µετάβαση στη σεξουαλική επαφή ακολουθεί αργότερα. Μια εφαρµογή των τεχνικών αυτών αφορά τη δηµιουργία εξαρτηµένων αντιδράσεων σε παιδιά µε ενούρηση: σε παιδιά, δηλαδή, που συνεχίσουν να βρέχουν το κρεβάτι ενώ θα πρέπει να έχουν µάθει να αποφεύγουν τη συµπεριφορά αυτή. Μια δυνατή σειρήνα ή κουδούνι συνδέεται µε µια ηλεκτρική συσκευή που τοποθετείται κάτω από το παιδί τυλιγµένη σε µαλακό ύφασµα. Η σειρήνα χτυπά όταν µια µικρή ποσότητα ούρων φτάσει στο ύφασµα, και το παιδί ξυπνά και µπορεί να ολοκληρώσει την ούρηση στην τουαλέτα. Η διαδικασία αυτή έχει δύο συνέπειες. Πρώτον, το παιδί αποκτά την εξαρτηµένη αντίδραση να ξυπνά όταν η ουροδόχος κύστη είναι γεµάτη, αποφεύγοντας έτσι το βρέξιµο του κρεβατιού. 95

εύτερον, βελτιώνεται η τονικότητα των µυών της ουροδόχου κύστης, γεγονός που ενισχύει την ικανότητα του παιδιού να περνά ολόκληρη τη νύχτα χωρίς να βρέχει το κρεβάτι. Οι αντιδράσεις αυτές εγκαθίστανται ως µια µορφή αντι-εξάρτησης προς τη φυσική διαδικασία της αντανακλαστικής ούρησης όταν γεµίζει η ουροδόχος κύστη (Morgan και Young, 1972). Το µεγαλύτερο µέρος της συµπεριφοράς δεν αναπτύσσεται από µη εξαρτηµένα ερεθίσµατα και η συντελεστική εξάρτηση (operant conditioning), η δεύτερη σηµαντικότατη µορφή συµπεριφοριστικής εργασίας, ασχολείται µε ένα ευρύτερο φάσµα συµπεριφορών. Ασχολείται µε τη συµπεριφορά που επιδρά στο περιβάλλον, και µπορεί να εφαρµοστεί στη σύνθετη και την προµελετηµένη συµπεριφοράς. Αντίθετα, η κλασσική αντανακλαστική µάθηση ασχολείται κυρίως µε εκµαθηµένες αυτόµατες αντιδράσεις. Η συντελεστική εξάρτηση εστιάζει στις συνέπειες της συµπεριφοράς. Κάτι συµβαίνει (ένα προηγούµενο γεγονός - Α) το οποίο παράγει µια συµπεριφορά - Β - η οποία προσπαθεί να αντιµετωπίσει το γεγονός, και λόγω της συµπεριφοράς αυτής, προκύπτουν ορισµένες συνέπειες - Γ. 96

Οι επαγγελµατίες διαχειρίζονται δυνατότητες που επηρεάζουν τις σχέσεις ανάµεσα στη συµπεριφορά και τις συνέπειες που ενδυναµώνουν ή αποδυναµώνουν τη συµπεριφορά µέσω της ενίσχυσης (reinforcement) και της τιµωρίας (punishment). Η ενίσχυση, θετική ή αρνητική, ενδυναµώνει τη συµπεριφορά. Η τιµωρία, θετική ή αρνητική, µετριάζει τη συµπεριφορά. Θετικό σηµαίνει πάντα ότι κάνουµε κάτι. Αρνητικό σηµαίνει πάντα ότι αποσύρουµε κάτι. Μπορούν να εφαρµοστούν ταυτόχρονα. Περισσότερες πληροφορίες δίνονται παρακάτω, στην παρουσίαση του απολογισµού της γνωστικής-συµπεριφοριστικής εργασίας του Sheldon (1995). Η εξάλειψη είναι επίσης µια τεχνική της συντελεστικής εξαρτηµένης µάθησης. ιαφέρει θεωρητικά από την εξάρτηση στην κλασσική αντανακλαστική µάθηση. Σηµαίνει την αποσύνδεση µιας συµπεριφοράς από τις συνέπειές της. Στην αρνητική τιµωρία, µπορεί να αποσύρουµε µια συνέπεια που δεν έχει καµία σχέση µε τη συµπεριφορά, όπως στο παραπάνω παράδειγµα. Η εξάλειψη θα µπορούσε να εφαρµοστεί σε περιπτώσεις όπου η άρνηση του παιδιού να διαβάσει οδηγούσε σε καυγάδες ανάµεσα στο παιδί και τους γονείς. Οι καυγάδες ενισχύουν θετικά την αποφυγή της µελέτης, διότι 97

καταλαµβάνουν χρόνο και συναισθηµατική ενέργεια, τα οποία έπειτα δεν µπορούν να αφιερωθούν στη µελέτη. Αντί να καυγαδίζουν, οι γονείς βάζουν το παιδί και το υλικό της µελέτης σε ένα δωµάτιο, αποσύροντας έτσι τη συµπεριφορά ενίσχυσης. Αντίθετα µε την εξάλειψη στην κλασσική αντανακλαστική µάθηση, αυτό δεν είναι απλώς αποφυγή µιας αντίδρασης. Πρόκειται για την ενεργό αποσύνδεση µιας συνέπειας από τη συµπεριφορά που οδήγησε στην εµφάνισή της. Η θετική ενίσχυση είναι συνήθως προτιµότερη ή θα πρέπει να χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλες τεχνικές. Η εξάλειψη, για παράδειγµα, δεν µας δίνει τη δυνατότητα ελέγχου της συµπεριφοράς που µπορεί να αντικαταστήσει την ανεπιθύµητη συµπεριφορά. Θα µπορούσε να είναι εξίσου ανεπιθύµητη. Η θετική ενίσχυση επιτρέπει την προώθηση της προτιµούµενης συµπεριφοράς παράλληλα µε την εξάλειψη. Επιπλέον, η ανεπιθύµητη συµπεριφορά µπορεί να ενταθεί προσωρινά προκειµένου να δοκιµαστεί η νέα αντίδραση γεγονός που είναι δύσκολο να αντέξουµε, και εποµένως η προώθηση επιθυµητής συµπεριφοράς κάνει τη διαδικασία ευκολότερη. Η κυριότερη διαδικασία στην κοινωνική µάθηση είναι η µάθηση µέσω προτύπου (modelling). Οι Hudson και Macdonald (1986) την περιγράφουν ως εξής: 98

Ένα άτοµο βλέπει κάποιον να εκτελεί µια πράξη και τον παρατηρεί. Ο παρατηρητής διαµορφώνει µια νοητική εικόνα ή κωδικοποιεί στο µυαλό του τον τρόπο µε τον οποίο διεξάγεται η συµπεριφορά, συµπεριλαµβανοµένων κάποιων δοκιµών που επιχειρεί στην πράξη ή µε το µυαλό του. Ο παρατηρητής αναγνωρίζει τις περιστάσεις στις οποίες εµφανίζεται η συµπεριφορά και οι συνέπειές της. Όταν προκύψει µια ανάλογη περίσταση στον ίδιο, ο παρατηρητής επαναλαµβάνει τη συµπεριφορά σύµφωνα µε τη νοητική εικόνα που έχει διαµορφώσει για αυτήν. Η παρακολούθηση της επιτέλεσης µιας συµπεριφορά που προκαλεί φόβο από ένα πρότυπο, βοηθά πολλούς πελάτες να κατανοήσουν ότι δεν υπάρχουν αρνητικές συνέπειες. Οι Scott και Dryden (1996) κατατάσσουν τις γνωστικέςσυµπεριφοριστικές θεραπείες σε τέσσερις κατηγορίες: 1 Οι δεξιότητες για την αντιµετώπιση προβληµάτων (coping skills), εµπεριέχουν δύο στοιχεία µια αυτολεκτικοποίηση - δηλαδή, µια οδηγία προς τον εαυτό µας - και τη συµπεριφορά που ακολουθεί. Οι δυσκολίες ως προς την αντιµετώπιση διαφόρων καταστάσεων µπορεί 99

να προέρχονται από ανικανότητα είτε να αποφασίσουµε πώς θα πρέπει να διατυπώσουµε την οδηγία προς τον εαυτό µας είτα να εκτελέσουµε τις οδηγίες µας. Η Μέθοδος Ελέγχου του Στρες (Stress Inoculation Training -SIT) του Meichenbaum (1985) επιδιώκει τη µείωση και την πρόληψη του στρες διδάσκοντας στους πελάτες τι να λένε ή να κάνουν σε δύσκολες καταστάσεις. Προβαίνουµε, επίσης, σε αλλαγές για να µειώσουµε το στρες στο περιβάλλον του πελάτη. 2 Η επίλυση προβληµάτων (problem-solving) είναι διαφορετική από την ψυχοδυναµική θεωρία κοινωνικής εργασίας (δείτε Κεφάλαιο 3) της Perlman (1957). Εκείνη αφορά µια θεώρηση της ανθρώπινης ζωής ως µιας διαδικασία επίλυσης διαφόρων προβληµάτων της ζωής. Εδώ, η επίλυση προβληµάτων µοιάζει περισσότερο µε την εργασία επικέντρωσης σε στόχους: οι πελάτες προτρέπονται να συγκεντρωθούν επιλεκτικά σε ένα πρόβληµα και να το ορίσουν, να παράγουν λύσεις, να επιλέξουν την καλύτερη, να σχεδιάσουν τρόπους δράσης βάσει αυτής και αξιολόγησης της προόδου. 3 Η γνωστική αναδόµηση (cognitive restructuring) είναι ίσως η πιο γνωστή µορφή γνωστικής θεραπείας και περιλαµβάνει τη γνωστική θεραπεία του Beck (Cognitive Therapy-CT) και τη λογικο-θυµική θεραπεία 100

υµπεριφοράς (Rational Emotive Behaviour Therapy [REBT], παλαιότερα Rational Emotive Therapy [RET]). Στη γνωστική θεραπεία, οι πελάτες συλλέγουν πληροφορίες για το πώς ερµηνεύουν διάφορες καταστάσεις, και ο επαγγελµατίας θέτει υπό αµφισβήτηση και εξετάζει την εγκυρότητά τους. Στη λογικο-θυµική θεραπεία συµπεριφοράς, µη ορθολογικές πεποιθήσεις κυριαρχούν στη σκέψη των πελατών, γεγονός που οδηγεί σε υπερ-αρνητισµό - δηλαδή, παράλογα αρνητική θεώρηση των πραγµάτων, χαµηλή ανοχή στη µαταίωση - δηλαδή, στην αίσθηση ότι το άτοµο δεν µπορεί να αντέξει δυσάρεστες καταστάσεις, και στον αναθεµατισµό - δηλαδή, την αίσθηση ότι είσαι ουσιαστικά κακός επειδή έχεις αποτύχει σε κάτι. Οι επαγγελµατίες θέτουν υπό αµφισβήτηση και αντικρούουν τις µη-ορθολογικές πεποιθήσεις που υποκρύπτουν οι αντιδράσεις αυτές. 4 Η δοµική γνωστική θεραπεία (structural cognitive therapy) ασχολείται µε τρεις δοµές πεποιθήσεων στο µυαλό των πελατών: οι βαθύτερες πεποιθήσεις (core beliefs) είναι υποθέσεις για τον εαυτό µας. Οι ενδιάµεσες πεποιθήσεις (intermediate beliefs)είναι ξεκάθαρες περιγραφές του κόσµου από τους πελάτες. Οι επιφανειακές πεποιθήσεις (peripheral belies) είναι 101

σχέδια δράσεις και στρατηγικές επίλυσης προβληµάτων που χρησιµοποιούνται καθηµερινά. Οι επαγγελµατίες εστιάζουν στις επιφανειακές πεποιθήσεις που δηµιουργούν προβλήµατα, αλλά χρησιµοποιούν τη διαδικασία της αλλαγής για τη διερεύνηση της προέλευσης των πεποιθήσεων αυτών από βαθύτερες αντιλήψεις. Συνδέσεις Οι κυριότεροι στόχοι της συµπεριφοριστικής κοινωνικής εργασίας είναι η αύξηση των επιθυµητών συµπεριφορών και η µείωση των ανεπιθύµητων συµπεριφορών, ώστε οι άνθρωποι να αντιδρούν σωστά στα κοινωνικά συµβάντα. Αυτό αυξάνει την ικανότητά τους για µια ολοκληρωµένη και ευτυχισµένη ζωή. Η επίγνωση των προβληµάτων του πελάτη συχνά βοηθά διότι επισπεύδει την µάθηση, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία ότι είναι αναγκαία ή επαρκής για να κάνει τους ανθρώπους να αλλάξουν. Οι θερµές προσωπικές σχέσεις µεταξύ επαγγελµατία και πελάτη συµβάλλουν θετικά στη συµπεριφοριστική εργασία όπως και στις άλλες µορφές κοινωνικής εργασίας. Η συµπεριφοριστική προσέγγιση µπορεί να εφαρµοστεί σε πολλές καταστάσεις στα πλαίσια της κοινωνικής εργασίας. 102

Ο Gambrill (1981), για παράδειγµα, επεξηγεί τη χρήση της κατά την εργασία µε περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης τόσο µε τα παιδιά όσο και µε τους γονείς. Είναι ιδιαίτερα βοηθητική λόγω της σαφήνειάς της ως προς τον προσδιορισµό στόχων για συµπεριφοριστικά επιτεύγµατα. Ο Herbert (1987) περιγράφει την πρακτική εφαρµογή συµπεριφοριστικών τεχνικών σε ένα ευρύ φάσµα προβληµάτων παιδιών. Οι Thyer και Hudson (1987:1) περιγράφουν µε τρόπο χρήσιµο τη σχέση µεταξύ της γενικής συµπεριφοριστικής εργασίας και της συµπεριφοριστικής κοινωνικής εργασίας ως εξής: Συµπεριφοριστική κοινωνική εργασία είναι η υπεύθυνη εφαρµογή, από επαγγελµατίες κοινωνικούς λειτουργούς, τεχνικών παρέµβασης που βασίζονται σε θεωρίες µάθησης εµπειρικής προέλευσης οι οποίες περιλαµβάνουν, µεταξύ άλλων, τη συντελεστική εξάρτηση, την κλασσική αντανακλαστική µάθηση και τη µάθηση µέσω της παρατήρησης. Οι κοιν. λειτουργοί συµπεριφοριστικής κατεύθυνσης µπορεί να ασπάζονται ή να µην ασπάζονται τη φιλοσοφία του συµπεριφορισµού. Η άποψη αυτή υποδηλώνει ότι οι επαγγελµατίες δεν είναι υποχρεωµένοι να εισαγάγουν το συνολικό µοντέλο σε 103

ολόκληρη τη δουλειά τους. Μπορούν να χρησιµοποιούν στοιχεία του µοντέλου όπου ενδείκνυται. Η προσέγγιση αυτή, όµως, υπονοεί ότι κανένα άλλο στοιχείο της κοινωνικής εργασίας δεν έχει συµβάλλει στη διαµόρφωση του µοντέλου όπως εφαρµόζεται στην κοινωνική εργασία. Πρόκειται, σύµφωνα µε αυτή τη διατύπωση, για εφαρµογή δανεικών τεχνικών. Αυτό υπονοεί ότι οι συµπεριφοριστικές προσεγγίσεις δεν µπορούν να εξυπηρετήσουν σωστά ορισµένους ευρύτερους κοινωνικούς σκοπούς και ζητήµατα στο χώρο της κοινωνικής εργασίας. Ο Hanson (1983: 142-3) υποστηρίζει ότι, µολονότι είχαµε κάποιες θεραπευτικές εφαρµογές των βασικών θεωριών στη δεκαετία του 50, δεν είχε εφαρµοστεί στην κοινωνική εργασία µέχρι τη δεκαετία του 60 όταν η παραδοσιακή κοινωνική εργασία έγινε στόχος έντονης κριτικής. Σηµαντικοί σύγχρονοι συγγραφείς είναι η Hudson (Hudson και MacDonald, 1986) και ο Sheldon (1995) στη Βρετανία, και ο Fischer (1978, Fischer και Gochros, 1975), η Gambrill (1977, 1995) και ο Thyer (1987, 1989) στις Ηνωµένες Πολιτείες. Οι γνωστικές θεωρίες έχουν εδραιώσει τη θέση τους στο χώρο της θεωρίας της κοινωνικής εργασίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80 κυρίως µέσω της δουλειάς 104

του Goldstein (1981, 1984), που επιδίωξε να ενσωµατώσει σε αυτές πιο ουµανιστικές απόψεις. Η πιθανότητα αυτή διακρίνεται στο ενδιαφέρον βασικών συµπεριφοριστικών απόψεων για τη φύση του ψυχισµού. Σύµφωνα µε τις ουµανιστικές απόψεις (δείτε Κεφάλαιο 8) οι αντιλήψεις και η επεξεργασία τους δικαιολογηµένα ποικίλουν και η µόνη πραγµατικότητα είναι αυτή που γίνεται αντιληπτή και κατανοητή. Όπως και οι γνωστικές απόψεις, αυτό επιτρέπει µια αποδοχή της ακρίβειας της αντίληψης του πελάτη για τον κόσµο. εν υπάρχει, εποµένως, λόγος να θεωρήσουµε τις αντιλήψεις του πελάτη λανθασµένες και να τις αντικρούσουµε. Αυτό το στοιχείο της αποδοχής τροποποιεί τις γνωστικές και συµπεριφοριστικές θεραπείες ώστε να ταιριάζουν περισσότερο µε τις παραδόσεις της κοινωνικής εργασίας. Η ενσωµάτωση του ουµανιστικού στοιχείου είναι, λοιπόν, το σηµαντικότερο χαρακτηριστικό της δουλειάς του Goldstein και των όψιµων συγγραµµάτων του Werner (1982, 1986). Παρόλα αυτά, συγγραφείς όπως ο Scott (1989) έχουν ενσωµατώσει πιο άµεσα τις απόψεις γνωστικών θεωρητικών σε συγγράµµατα κοινωνικής εργασίας. Συγγραφείς όπως ο Sheldon (1995) περιορίζουν το υλικό πάνω σε γνωστικές θεραπείες σε ορισµένες παρεµβολές σε µια βασικά παραδοσιακή συµπεριφοριστική προσέγγιση. Οι Hudson 105

και MacDonald (1986) εκφράζουν επιφυλάξεις για την ενσωµάτωση γνωστικών προσεγγίσεων στα συµπεριφοριστικά µοντέλα θεραπείας. Απόψεις για τη γνωστική-συµπεριφοριστική θεωρία Τα γνωστικά και συµπεριφοριστικά µοντέλα θεραπείας αποτελούν αντικείµενο αντιδικίας, από διότι έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της διαµάχης για το θετικισµό (δείτε Κεφάλαιο 2). Οι συµπεριφοριστές εξαπέλυσαν µια δριµύτατη επίθεση κατά των ψυχοδυναµικών µοντέλων κοινωνικής εργασίας. Κριτικάρουν τα ανακριβή της αποτελέσµατα που βασίζονται σε υποθέσεις για ψυχολογικές δοµές του ψυχικού οργάνου τις οποίες δεν µπορούµε να εξετάσουµε εµπειρικά. Το βασικό επιχείρηµα υπέρ των συµπεριφοριστικών και γνωστικών µεθόδων, που προβάλλεται συνεχώς στα σχετικά συγγράµµατα, είναι η εµπειρικά δοκιµασµένη επιτυχία τους ως προς την επίτευξη αποτελεσµάτων. Η αποδοχή του επιχειρήµατος αυτού προϋποθέτει την αποδοχή της επιστηµονικής µεθόδου και των νεωτεριστικών αντιλήψεων για τη γνώση. Ένα πλεονέκτηµα αυτής της άποψης είναι η δυνατότητα αποδοχής επιστηµονικά τεκµηριωµένων µεθόδων στα πλαίσια της συνεργασίας µε 106

άλλους κλάδους, ιδιαίτερα την ιατρική, βάση της οποίας είναι η επιστηµονική γνώση. Με τον τρόπο αυτό, οι συµπεριφοριστικές και γνωστικές µέθοδοι συµβάλλουν στο επιχείρηµα υπέρ της επαγγελµατικής υπόστασης της κοινωνικής εργασίας σε σχέση µε άλλους κλάδους. Και πάλι, η αποδοχή αυτού του επιχειρήµατος σηµαίνει αποδοχή της υπόθεσης ότι αυτό είναι ένα επιθυµητό επίτευγµα. Οι γνωστικές-συµπεριφοριστικές µέθοδοι έχουν καθιερωθεί σε περιορισµένη κλίµακα σε εξειδικευµένα επαγγελµατικά πλαίσια µε συγκεκριµένες οµάδες πελατών. Εφαρµόζονται συχνά σε περιπτώσεις σχολικής φοβίας, προβληµάτων της παιδικής ηλικίας και σε ψυχιατρικά πλαίσια, ιδιαίτερα, στην περίπτωση των γνωστικών µεθόδων, για την αντιµετώπιση ήπιου άγχους και κατάθλιψης. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι οι κλινικοί ψυχολόγοι, και σε µικρότερο βαθµό το υπόλοιπο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό στα πλαίσια αυτά, µπορούν να προσφέρουν εποπτεία και να δηµιουργήσουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον και ένα πλαίσιο για την εφαρµογή θεραπευτικών µεθόδων το οποίο επικεντρώνεται στον ασθενή. Τα πλεονεκτήµατα αυτά είναι σπάνια στα παραδοσιακά πλαίσια άσκησης της κοινωνικής εργασίας. 107

Η ενσωµάτωση γνωστικών µεθόδων είναι αµφιλεγόµενη. Ορισµένοι συγγραφείς (όπως ο Sheldon, 1995) τις αντιµετωπίζουν ως µια εξέλιξη των βασικών συµπεριφοριστικών µεθόδων, όπως ήταν κατά κύριο λόγο η θεωρία της κοινωνικής µάθησης. Άλλοι τις θεωρούν ως µια σηµαντικότατη νέα και διαφορετική σειρά τεχνικών, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί αυτόνοµα ως ένα σηµείο. Μερικοί πιστεύουν ότι επιδρούν αρνητικά στην επιστηµονική αξιοπιστία των συµπεριφοριστικών µεθόδων, διότι εισάγουν ένα ενδιαφέρον για τις ψυχικές διαδικασίες, µολονότι στην πράξη έχουν επιτύχει ανεξάρτητη επικύρωση µέσω ερευνών (Scott και Dryden, 1996). Μια ιδιαίτερα σηµαντική δυσκολία όσον αφορά τις γνωστικές-συµπεριφοριστικές µεθόδους είναι ο τεχνικός τους χαρακτήρας, µε πολλούς εξειδικευµένους όρους και επίσηµους κανόνες, φαινοµενικά κατανεµηµένους σε καθορισµένα συστήµατα. Σε µερικούς επαγγελµατίες αυτό δεν φαίνεται ανθρώπινο. Μια τέτοια προσέγγιση, όµως, µπορεί να ταιριάζει σε πελάτες ή επαγγελµατίες στους οποίους αρέσει µια οργανωµένη, ξεκάθαρη προσέγγιση των προβληµάτων που να µπορεί να εξηγηθεί και να αιτιολογηθεί µε σαφήνεια. 108

Υπάρχουν επίσης αντιρρήσεις ηθικής φύσεως, καθώς η συµπεριφορά χειραγωγείται από τον επαγγελµατία αντί να βρίσκεται υπό τον έλεγχο του πελάτη. Αυτό θα µπορούσε να έχει ως αποτέλεσµα την επιβολή µέσω συµπεριφοριστικών τεχνικών των επιθυµιών των επαγγελµατιών στους πελάτες παρά τη θέλησή τους, στα πλαίσια της επιδίωξης κοινωνικών ή πολιτικών σχεδίων, τα οποία θα µπορούσαν, σε ακραίες περιπτώσεις, να χρησιµοποιηθούν για την άσκηση αυταρχικού πολιτικού ελέγχου. Οι συµπεριφοριστές υποστηρίζουν ότι η συγκατάθεση του πελάτη είναι ηθικώς απαραίτητη και αποτελεί µια αναγκαία πρακτική προϋπόθεση για την επιτυχία. Επιπλέον, η πιο ηθική θεραπεία είναι η πιο αποτελεσµατική, και οι συµπεριφοριστικές προσεγγίσεις διαθέτουν µια ισχυρή τεκµηρίωση ως προς την αποτελεσµατικότητά τους. Κάθε τεχνική µπορεί να χρησιµοποιηθεί καταχρηστικά από λάθος ανθρώπους. Πολλές άλλες τεχνικές είναι χειριστικές µε τρόπο που αποκρύπτεται από τους πελάτες: η χρήση του παραδόξου µπορεί να θεωρηθεί ως παράδειγµα. Ο Watson (1980: 105-15) υποστηρίζει ότι αυτό δεν αποτελεί ικανοποιητική απάντηση στο ηθικό πρόβληµα που τίθεται. Ο συµπεριφορισµός εµπεριέχει την υπόθεση ότι κάθε συµπεριφορά έχει ορισµένα αίτια. Αν οι πελάτες 109

αποφασίσουν ότι επιθυµούν αλλαγές οι οποίες θα µπορούσαν να επιτευχθούν µε συµπεριφοριστικές µεθόδους, τότε λειτουργούν ελεύθερα βάσει της δικής τους λογικής µε την έννοια ότι αποφασίζουν χωρίς οι αποφάσεις τους να υπόκεινται σε κανένα περιορισµό. Τι γίνεται, όµως, σε περιπτώσεις όπου η συµπεριφορά του πελάτη θεωρείται ανεπιθύµητη κοινωνικά, από ένα δικαστήριο, ή από άτοµα που είναι σε θέση να του επιβάλλουν κοινωνικές ή άλλες πιέσεις; Μπορεί να είναι πεπεισµένοι ότι η συµπεριφορά τους είναι σωστή, καλή ή ότι υπαγορεύεται από την ανάγκη κοινωνικής προσαρµογής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, έχουµε µια µετατόπιση από την αβίαστη λογική σκέψη στη λήψη αποφάσεων στα πλαίσια της επιδίωξης κοινωνικών στόχων. Η µόνη ηθική στάση, που σέβεται το δικαίωµα του αυτο-προσδιορισµού των ατόµων, είναι να χρησιµοποιούµε την τεχνική µόνο σε περιπτώσεις όπου στόχος του ίδιου του πελάτη είναι να απελευθερωθεί από µια ορισµένη συµπεριφορά: για παράδειγµα, αν είναι καταναγκαστική, και οι πελάτες δεν µπορούν, µολονότι επιθυµούν, να την ελέγξουν. Ο Sheldon (1995: 232-4) υποστηρίζει ότι καµία µέθοδος κοινωνικής εργασίας, συµπεριλαµβανοµένων και των συµπεριφοριστικών µεθόδων, δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε 110

να καταφέρει να ξεπεράσει την αντίσταση, και ότι άλλα είδη εργασίας εµπεριέχουν επίσης τον έλεγχο και τον περιορισµό της ελευθερίας. Ο ισχυρισµός αυτός, όµως, δεν είναι ιδιαίτερα πειστικός τη στιγµή που οι συµπεριφοριστικές µέθοδοι τονίζουν ιδιαίτερα ότι είναι πιο αποτελεσµατικές από άλλες τεχνικές κοινωνικής εργασίας ή θεραπευτικής παρέµβασης. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να βάζουµε τους πελάτες σε µια θέση όπου πρέπει να αντισταθούν, αλλά αντίθετα να τους προστατεύουµε από αυτό. Ο Sheldon περαιτέρω υποστηρίζει ότι τα όποια µειονεκτήµατα θα πρέπει να εκτιµηθούν σε συνάρτηση µε τα πλεονεκτήµατα του µοντέλου. Σε µερικές περιπτώσεις έχει σηµειωθεί κατάχρηση συµπεριφοριστικών µοντέλων. Ορισµένα ιδρύµατα, για παράδειγµα, έχουν χρησιµοποιήσει το στοιχείο της ανταµοιβής και τιµωρίας των συµπεριφοριστικών µεθόδων µε καταπιεστικούς και καταχρηστικούς τρόπους. Μια τέτοια περίπτωση είναι το σκάνδαλο που ξέσπασε γύρω από τη µέθοδο της ακινητοποίησης των παιδιών σε ιδρύµατα στη Βρετανία (Levy και Kahan, 1991). Εδώ, ορισµένες συµπεριφοριστικές απόψεις χρησιµοποιήθηκαν ως δικαιολογία για την κράτηση παιδιών σε αποµόνωση χωρίς ρούχα για µεγάλα χρονικά διαστήµατα. Ο Sheldon (1995: 237-41) ισχυρίζεται ότι σε τέτοιες καταστάσεις 111

εφαρµόζονται ορισµένες µέθοδοι σε περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι που εµπλέκονται έχουν ήδη την τάση να καταπιέσουν τους πελάτες. Κάθε µέθοδος θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί καταχρηστικά για το σκοπό αυτό. Η συµπεριφοριστική κοινωνική εργασία έχει ασκήσει σηµαντική επιρροή, ιδιαίτερα στις Ηνωµένες Πολιτείες, αλλά δεν έχει καταφέρει να καθιερωθεί σε ευρεία κλίµακα, παρά µόνο σε εξειδικευµένα επαγγελµατικά πλαίσια ή για ορισµένα είδη προβληµάτων. Sheldon: η γνωστική-συµπεριφοριστική θεραπεία Η πρόσφατη ανασκόπηση της συµπεριφοριστικής θεραπείας του Sheldon εκτιµά ως ένα σηµείο τη συµβολή της γνωστικής προσέγγισης. Συµπεριλαµβάνει επίσης επιπλέον υλικό από το Scott (1989) και άλλους συγγραφείς. Οι περισσότεροι συµπεριφοριστές συγγραφείς καλύπτουν παρόµοια θέµατα. Οι βασικές αρχές και µέθοδοι της συµπεριφοριστικής εργασίας περιγράφηκαν παραπάνω. Αυτές εφαρµόζονται στη θεραπευτική κατάσταση. Ένα στοιχείο καθοριστικής σηµασίας είναι η επιλογή των ενισχυτών. Οι ενισχυτές επιλέγονται σύµφωνα µε το αν ασκούν µια ορατή 112

επίδραση στη συµπεριφορά. Συχνά επιλέγονται ενισχυτές γενικού τύπου οι οποίοι ασκούν κάποια επίδραση σε διάφορες καταστάσεις. Οι µεγάλες αλλαγές συµπεριφοράς θα πρέπει να χωρίζονται σε µικρά στάδια. Θα πρέπει να διαµορφωθεί ένα πρόγραµµα ενίσχυσης, ως εξής: Η συνεχής ενίσχυση (continuous reinforcement) της κάθε εκδήλωσης της επιθυµητής συµπεριφοράς θα επιφέρει άµεσα αποτελέσµατα. Σταδιακή διαµόρφωση της συµπεριφοράς (shaping) σηµαίνει ότι ενισχύουµε σταδιακές αλλαγές που οδηγούν στην επιθυµητή συµπεριφορά. Για παράδειγµα, ο Joe είναι ένας άνδρας µε ψυχιατρικά προβλήµατα που συχνά φωνάζει και απειλεί τους συγκατοίκους του. Ξεκινούµε ενισχύοντας την κάπως πιο ήπια συµπεριφορά. Όταν αυτή γίνει πιο συχνή, ενισχύουµε µόνο την πολύ πιο ήπια συµπεριφορά, έπειτα το να µένει σιωπηλός για µεγαλύτερα διαστήµατα, στη συνέχεια το να είναι λιγότερο απειλητικός, έπειτα το να είναι πιο φιλικός και ούτω καθεξής. Τελικά, µπορούµε να επιφέρουµε αρκετά σύνθετες αλλαγές συµπεριφοράς. Σταδιακή εξασθένιση (;) (fading) σηµαίνει τη σταθερή ελάττωση της ποσότητας ή του είδους της ενίσχυσης 113

αφού επιτευχθεί η επιθυµητή συµπεριφορά, ώστε η συµπεριφορά να µπορεί να µεταφερθεί σε ένα νέο πλαίσιο. Για παράδειγµα, ο Joe θα µπορούσε να ενισχυθεί αρχικά µε ένα τσιγάρο, αργότερα µε προφορική παρότρυνση. Τελικά, θέλουµε να µάθει να ανταποκρίνεται απλώς σε σηµάδια ότι οι άλλοι νιώθουν άβολα εξαιτίας κάποιων στοιχείων της συµπεριφοράς του. Μέχρι να το καταφέρουµε, εκπαιδεύουµε και ελπίζουµε και είναι πιθανό να έχουµε πισωγυρίσµατα σε προηγούµενα µοτίβα συµπεριφοράς όταν σταµατήσουµε τη χορήγηση ενίσχυσης. Αυτός είναι ο λόγος που διάφορα άτοµα συχνά φαίνεται να τα πηγαίνουν καλά όσο βρίσκονται σε ιδρυµατικά πλαίσια, αλλά υποτροπιάζουν µόλις βγουν από το ίδρυµα. Η µερική ενίσχυση (intermittent reinforcement) χρησιµοποιείται όταν µια συµπεριφορά δεν ενισχύεται πάντα. Τα προγράµµατα µερικής ενίσχυσης αναλογίας (ratio schedules of intermittent reinforcement) ενισχύουν µετά από έναν ορισµένο αριθµό εκδηλώσεων της επιθυµητής συµπεριφοράς. Τα προγράµµατα χρονικού διαστήµατος (interval schedules) ενισχύουν µετά από µια ορισµένη περίοδο εκδήλωσης της επιθυµητής συµπεριφοράς. 114

Τα προγράµµατα αναλογίας ή χρονικού διαστήµατος µπορεί να είναι σταθερά (απόλυτα τακτικά) ή να µεταβάλλονται ως προς τη χρονική περίοδο ή τον αριθµό των εκδηλώσεων µιας συµπεριφοράς. Τα µεταβλητά προγράµµατα παρουσιάζουν µεγαλύτερη αντοχή στην εξάλειψη (ιδιαίτερα τα µεταβλητά προγράµµατα χρονικού διαστήµατος) και είναι πιο πρακτικά, καθώς η πολύ τακτική ενίσχυση µπορεί να µην είναι εφικτή. Η µάθηση µέσω προτύπων ή µέσω υποκατάστασης (που περιγράφεται παραπάνω) ενισχύει τις υπάρχουσες αντιδράσεις και συγχρόνως δηµιουργεί τη δυνατότητα να χρησιµοποιηθούν νέες ή αδοκίµαστες αντιδράσεις µέσω της παρατήρησης του πώς συµπεριφέρονται οι άλλοι και πόσο επιτυχής ή ανεπιτυχής είναι η συµπεριφορά. Είναι κάτι που κάνουµε γενικά, και σε ορισµένα στάδια στη ζωή µας: για παράδειγµα, στην εφηβεία ή σε περιόδους πολλών αλλαγών, επιλέγουµε συγκεκριµένα άτοµα ως πρότυπα. Στη συνέχεια συνδυάζουµε και συνθέτουµε παρατηρήσεις από διάφορες πηγές για να δηµιουργήσουµε τη δική µας ταυτότητα. Οι επαγγελµατίες µπορούν να συµβάλλουν σε κάθε στάδιο της µάθησης µέσω προτύπων (δείτε παραπάνω). Ο Bandura (1977) τονίζει τη σηµασία της αντίληψης που έχουµε για την 115

ικανότητά µας (perceived self-efficacy) - δηλαδή, τη δική µας αντίληψη για το πόσο καλοί είµαστε σε τέτοιου είδους πράγµατα. Αυτά αποτελούνται από δύο στοιχεία: τα αποτελέσµατα που προσδοκούµε από ορισµένα είδη συµπεριφοράς, και την αντίληψη που έχουµε για την ικανότητά µας ως προς την επιτέλεση τέτοιων στόχων. Για παράδειγµα, κάποιος που παίρνει ναρκωτικά και ανήκει σε µια υπο-κουλτούρα χρηστών µπορεί να µη βλέπει πολλά πλεονεκτήµατα στο να σταµατήσει τη χρήση (προσδοκίες όσον αφορά το αποτέλεσµα). Παρόλα αυτά, ακόµη και αν ήθελε να επιστρέψει στον κόσµο των µή χρηστών, µπορεί να νιώθει ότι δεν έχει αρκετή δύναµη θέλησης ώστε να σταµατήσει τη χρήση (προσδοκίες όσον αφορά την ικανότητα). Οι θεωρίες του Bandura έχουν γίνει στόχος κριτικής. Είναι λιγότερο εύχρηστες από τις θεωρίες της συντελεστικής εξάρτησης και την κλασσική αντανακλαστικής µάθησης, οι οποίες εξηγούν όλα αυτά µε πολύ πιο απλό τρόπο. Παρόλα αυτά, προσφέρουν µια µέθοδο κατανόησης πιο σύνθετων στοιχείων της συµπεριφοράς µε τα οποία µπορεί να χρειαστεί να ασχοληθούν οι κοινωνικοί λειτουργοί. Ο Sheldon (1995) συνεχίζει επισηµαίνοντας ότι ένα µεγάλο µέρος της µάθησης µέσω µίµησης είναι γνωστική. Φανταζόµαστε, δηλαδή, τον εαυτό µας στην κατάσταση 116

που παρατηρούµε, σχεδιάζουµε πώς θα ενεργούσαµε και ούτω καθεξής. Στην πράξη, είναι χρήσιµο να υποκινήσουµε ένα τέτοιο σκεπτικό σε ένα πελάτη. Ένα σηµαντικό µέρος της διαδικασίας αυτής µπορεί να αφορά το να νιώσει πώς θα ήταν το να δράσει όπως το πρότυπο µέσω της µάθησης µέσω συναισθηµατικής ταύτισης (empathetic learning). Οι γνωστικές-διαµεσολαβητικές θεωρίες (cognitive-mediational theories) ασχολούνται µε τον τρόπο µε τον οποίο οι τελέσεις διαφόρων πράξεων που παρατηρούµε κωδικοποιούνται µέσω µιας σειράς σειρά νοητικών παραστάσεων και λέξεων και στη συνέχεια ανακαλούνται. Η µέθοδος αυτή αποδίδει καλύτερα σε περιπτώσεις όπου τα άτοµα µιλούν παράλληλα µε την αναπαραγωγή της τέλεσης της πράξης. Η διαγνωστική εκτίµηση είναι ένα ιδιαίτερα σηµαντικό στοιχείο της γνωστικής-συµπεριφοριστικής εργασίας. Βασίζεται σε λεπτοµερή κατανόηση των αλληλουχιών συµπεριφοράς. Καθώς διαφορετικοί ενισχυτές επηρεάζουν κάθε πελάτη, κάθε περίπτωση εξατοµικεύεται προσεκτικά. Κατά συνέπεια, ο λεπτοµερής προσδιορισµός των προηγούµενων γεγονότων, των συγκεκριµένων συµπεριφορών και των συνεπειών τους παίζουν σηµαντικό ρόλο. 117

Η ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της γνωστικής συµπεριφοριστικής διαγνωστικής εκτίµησης του Sheldon παρατίθεται στον Πίνακα 5.1. Στις γνωστικές συνεντεύξεις χρησιµοποιούνται τεχνικές που βασίζονται στην ψυχολογία της µνήµης που βοηθούν να διακινηθεί η ακριβής αναµνηµόνευση σε περιπτώσεις διερεύνησης παιδικής κακοποίησης ή παρόµοιων τραυµατικών περιστάσεων (Westcott, 1992). Μια σωστή διαγνωστική διαδικασία περιλαµβάνει τα εξής: Περιγραφές των προβληµάτων από διάφορες οπτικές. Παραδείγµατα για το ποιοι επηρεάζονται και µε ποιο τρόπο. Αναδροµή στην εµφάνιση των προβληµάτων, πώς εξελίχτηκαν και ποιοι παράγοντες επηρέασαν την πορεία τους. Αναγνώριση διαφορετικών στοιχείων των προβληµάτων και πώς αυτά συνδέονται µεταξύ τους. Εκτίµηση του κινήτρου για αλλαγή. Αναγνώριση µοτίβων σκέψης και συναισθηµάτων που προηγούνται, συνοδεύουν και ακολουθούν τα επεισόδια της προβληµατικής συµπεριφοράς. Αναγνώριση ισχυρών σηµείων του πελάτη και του περιβάλλοντός του. 118

Καθ όλη τη διάρκεια οποιασδήποτε δουλειάς, είναι σηµαντικό να συνεχίσουµε να καταµετρούµε τι συµβαίνει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου ο πελάτης ή κάποιος άλλος µπορεί να υποστεί κάποια βλάβη. Οι επαγγελµατίες θα πρέπει να εξετάζουν συνεχώς παράγοντες οι οποίοι µπορεί να έχουν αλλάξει το βαθµό της επικινδυνότητας. Η εµπλοκή µας σε µια σύνθετη αλληλουχία αλλαγής συµπεριφορών µπορεί να µας κάνει να παραβλέψουµε αλλαγές κοινωνικών παραγόντων οι οποίοι δηµιουργούν την επικινδυνότητα. Στη συνέχεια θα πρέπει να ανάγουµε τα προβλήµατα στα συστατικά τους στοιχεία. Ένα διάγραµµα που καλύπτει τα προηγούµενα γεγονότα, τη συµπεριφορά που συνοδεύει και τις συνέπειες συγκεκριµένων γεγονότων µπορεί να είναι χρήσιµο ως προς αυτό. Οι επαγγελµατίες θα πρέπει να εστιάσουν σε ακριβείς περιγραφές συµπεριφοράς, και όχι σε κρίσεις για αυτήν. Για παράδειγµα, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι είναι µια καλύτερη περιγραφή συµπεριφοράς από απογοητεύτηκε, διότι είναι ακριβής, ορατή, επιδέχεται αλλαγή και είναι αδιαµφισβήτητη (θα µπορούσε να είναι θυµωµένος, όχι απογοητευµένος). Πίνακας 5.1. 119

Τα χαρακτηριστικά της γνωστικής-συµπεριφοριστικής διαγνωστικής εκτίµησης κατά τον Sheldon Εστίαση Έµφαση στην ορατή συµπεριφορά που δηµιουργεί προβλήµατα, ή στην απουσία της αναµενόµενης ή προσαρµοστικής συµπεριφοράς Απόδοση νοήµατος σε διάφορα ερεθίσµατα Τρέχουσα συµπεριφορά και σκέψεις και συναισθήµατα που τη συνοδεύουν Τι πρέπει να εκτιµήσουµε Ποιος, τι, πότε, πως, πόσο συχνά, µε ποιόν. Τι γίνεται, τι δεν γίνεται, τι γίνεται υπερβολικά, τι πολύ λίγο, τι γίνεται σε λάθος τόπο ή χρόνο. Αµφιβολίες, ανησυχίες, φόβοι, µαταιώσεις, κατάθλιψη που ερµηνεύονται από τα πρόσωπα που εµπλέκονται και φανερώνονται από τη συµπεριφορά ή από την έλλειψη της αναµενόµενης συµπεριφοράς. Η αναζήτηση αιτίων στο παρελθόν διασπά την προσοχή: προσπαθήστε να ελέγξετε το µέγεθος του προβλήµατος για να περιορίσετε την επίδραση του. ιερευνήστε τι διατηρεί τη συµπεριφορά στα τρέχοντα πλαίσια. Μαθησιακό ιστορικό (π.χ. ακατάλληλες αντιδράσεις, ανικανότητα µάθησης, ανικανότητα διαχωρισµού των βασικών στοιχείων διαφόρων καταστάσεων). 120

Αλληλουχίες συµπεριφοράς προς τροποποίηση Αναγνώριση παραγόντων καθοριστικών Αναγνώριση των χαρακτηρισµών που αποδίδονται σε άτοµα, αποφεύγοντας τις προκαταλήψεις Ελαστικότητα καθώς ακούµε που οδηγεί σε µια ξεκάθαρη υπόθεση για τη συµπεριφορά. Ποια συµπεριφορά θα πρέπει να αυξηθεί ή να περιοριστεί; Ποιές νέες δεξιότητες ή µείωση της έντασης συναισθηµάτων χρειάζονται για να επιτελεστούν διάφορες συµπεριφορές; Που εµφανίζονται τα προβλήµατα; Ποια γεγονότα προηγούνται; Τι συµβαίνει το διάστηµα που εκτυλίσσονται; Τι ακολουθεί; Πώς περιγράφουν ή ερµηνεύουν το πρόβληµα τα άτοµα που εµπλέκονται; Κατά πόσο αυτό είναι έκφραση προκατάληψης ή εξύβριση, και όχι ερµηνεία; Μην επικεντρώνεστε σε στόχους ή στη συµπεριφορά σε βαθµό που να αφαιρείτε την πολυπλοκότητα των ιστοριών των ατόµων. ιερευνήστε πράγµατα που µπορεί να µη θεωρούν σηµαντικά ή να έχουν παραλείψει. Καταλήξτε σε µια ξεκάθαρη διατύπωση για µια ορισµένη συµπεριφορά που µπορεί να αλλάξει, και πώς θα αλλάξει. Πηγή: Shedon (1995: 111-18) 121

Στη συνέχεια τα προβλήµατα θα πρέπει να ιεραρχηθούν. Κατά τη διαδικασία αυτή, θα πρέπει εξετάσουµε τις προτεραιότητες της οργάνωσης, τις απόψεις των πελατών, την ικανότητα και το κίνητρό τους για µια ορισµένη αλλαγή αντί για µια άλλη, τη διαθεσιµότητα διαµεσολαβητών (ατόµων στον περίγυρο που µπορούν να καταγράψουν τη συµπεριφορά και να χορηγήσουν ενίσχυση) και κατά πόσο οι στόχοι είναι δίκαιοι, εφικτοί και δεν υποκρύπτουν διακρίσεις. Το επόµενο στάδιο είναι να βρούµε µια βάση για την αξιολόγηση της αλλαγής. Αυτό συχνά βασίζεται σε πειραµατικές µελέτες περιστατικών ( single case experimental designs) (Gingerich, 1990, Nelsen, 1990). Ένας ξεκάθαρος ορισµός των συµπεριφορών που χρηζουν τροποποίησης (target behaviours) ακολουθείται από µια συστηµατική µέτρηση της συχνότητας εκδήλωσής τους σε µια περίοδο που ονοµάζεται γραµµή βάσης ( baseline period). Ακολουθεί η παρέµβαση. Οι εκδηλώσεις της συµπεριφοράς κατά τη διάρκεια και µετά το τέλος της παρέµβασης καταµετρούνται επίσης. Μερικές φορές µετά από µια περίοδο παρέµβασης, υπάρχει µια περίοδος αναστροφής όπου ο 122

επαγγελµατίας επανέρχεται στη συµπεριφορά της δικής του γραµµής βάσης και η συµπεριφορά προς τροποποίηση καταµετρείται και πάλι. Στη συνέχεια ξαναρχίζει η παρέµβαση. Με τον τρόπο αυτό, µπορούµε να ελέγξουµε αν η παρέµβαση επηρεάζει πράγµατι τη συµπεριφορά. Ο καθορισµός των συναντήσεων για συνεχιζόµενη παρακολούθηση παίζει επίσης σηµαντικό ρόλο, για να εξακριβώσουµε ότι οι αλλαγές διατηρούνται, και να προσφέρουµε κίνητρο για τη διατήρησή τους. Αν ένας επιµελητής δικαστηρίου έχει περιορίσει την επιθετική συµπεριφορά ενός πελάτη µέσω συµπεριφοριστικής εργασίας σε ένα κέντρο ηµέρας, και ανακάλυψε ότι αυτό εξακολουθεί να ισχύει και στο σπίτι, µια επίσκεψη κάθε µήνα και αργότερα κάθε δύο µήνες για ένα διάστηµα για να ελέγχει πώς πάνε τα πράγµατα µπορεί να αποτελέσει σηµαντικό κίνητρο για τον πελάτη. Βάσει των παραπάνω, οι επαγγελµατίες χρησιµοποιούν διάφορες τεχνικές συµπεριφοριστικής εργασίας. Αυτές εµπίπτουν σε δύο κατηγορίες, τον έλεγχο των αντιδράσεων (response control) και τη διαχείριση των δυνατοτήτων (contingency management). Οι τεχνικές ελέγχου των αντιδράσεων περιλαµβάνουν δραστηριότητες όπως τη µάθηση µέσω προτύπων, την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, τη µέθοδο αυτο-βεβαίωσης, 123

διάφορες γνωστικές προσεγγίσεις που συζητήθηκαν παραπάνω και τεχνικές όπως η συστηµατική απευαισθητοποίηση. Αυτά έχουν ήδη παρουσιαστεί ως παραδείγµατα που επεξηγούν την ευρύτερη θεωρητική προσέγγιση της συµπεριφοριστικής θεραπείας. Κατά τη διαχείριση των δυνατοτήτων µπορεί να επιτευχθούν τα παρακάτω: Αναγνώριση και ενίσχυση µε στόχο την αύξηση της συχνότητας ή της έντασης της εκδήλωσης µιας ήδη υπάρχουσας συµπεριφοράς. Σταδιακή διαµόρφωση της υπάρχουσας συµπεριφοράς προς την επίτευξη επιθυµητών στόχων. Όπου υπάρχουν υπερβολικά πολλές εκδηλώσεις ανεπιθύµητης συµπεριφοράς, εφαρµόζουµε µια από τις παρακάτω Η επιλογή των ενισχυτών είναι ένα καθοριστικό µέρος της απόφασης για τη δράση. Στην ιδανική περίπτωση, οι ενισχυτές θα πρέπει να ανακύπτουν φυσικά από την κατάσταση, θα πρέπει να βοηθάµε τους πελάτες να κατανοήσουν τη λογική που υποκρύπτουν, ιδιαίτερα αν είναι κάπως τεχνητοί, και να εστιάζουµε σε µη-υλικούς γενικού τύπου ενισχυτές όπως ο έπαινος, η αγάπη και η προσοχή. Ανέφερα παραπάνω ότι η αποτελεσµατικότητα 124

των ενισχυτών θα πρέπει να είναι εµφανής. Μπορούµε να τους ανακαλύψουµε παρακολουθώντας τους πελάτες στην καθηµερινή τους ζωή και βλέποντας τι τους ενισχύει αλλά και ρωτώντας τους ίδιους και άτοµα του περιβάλλοντός τους. Η αρχή του Premack συνεπάγεται τη χρήση συµπεριφοράς που είναι ευχάριστη για τον πελάτη και στην οποία επιδίδεται συχνά ως ανταµοιβή για λιγότερο συχνή συµπεριφορά την οποία θέλουµε να ενθαρρύνουµε. Για παράδειγµα, αν ένας νεαρός θέλει να κουβεντιάζει µε φίλους στη γωνία και θέλουµε να τον παροτρύνουµε να ασχοληθεί µε το διάβασµα, µπορούµε να δώσουµε την άδεια να βγει µε τον όρο να διαβάσει πρώτα για µια ώρα. Αργότερα µπορεί να αυξηθεί ο χρόνος του διαβάσµατος και να µειωθεί ο επιτρεπόµενος χρόνος κουβέντας. Μερικές φορές µπορούµε να συµβουλευτούµε µια λίστα πιθανών ενισχυτών. Οι ενισχυτές θα πρέπει να είναι αρκετά ισχυροί ώστε να ανταγωνίζονται την ανεπιθύµητη συµπεριφορά, θα πρέπει να είναι πρακτικοί ως προς την παρουσίασή τους, και να επιτρέπουν τη χρήση διαµεσολαβητών - δηλαδή, ατόµων που αντικαθιστούν το θεραπευτή στην καθηµερινότητα. Ο απολογισµός της γνωστικής-συµπεριφοριστικής εργασίας του Scott (1989) διαφέρει αισθητά από του Sheldon καθώς εστιάζει στις γνωστικές παρεµβάσεις. Το 125

επιχείρηµά του (Scott και Dryden, 1996) υπέρ της εφαρµογής γνωστικών θεραπειών είναι το γεγονός ότι είναι βραχείες, εφαρµόσιµες σε ευρεία κλίµακα, αυστηρά δοµηµένες, εύκολες ως προς την εκµάθηση και αποτελεσµατικές. Αυτό τις κάνουν κατανοητές από τον πελάτη και τον επαγγελµατία και εφαρµόσιµες σε οργανώσεις υπό πίεση. Ο Scott εξετάζει τέσσερις τοµείς. Πρόκειται για τα προβλήµατα συµπεριφοράς παιδιών, τις συναισθηµατικές διαταραχές, όπως το άγχος και η κατάθλιψη όπου η γνωστική θεραπεία έχει ασκήσει ιδιαίτερη επιρροή (Scott και Dryden, 1991), τα προβλήµατα διαπροσωπικών σχέσεων όπως τα συζυγικά προβλήµατα ή την απουσία κοινωνικών δεξιοτήτων και τις διαταραχές του αυτο-ελέγχου, όπως η κατάχρηση ναρκωτικών. Όσον αφορά τα προβλήµατα συµπεριφοράς παιδιών, ο Scott περιγράφει εργασία µε οµάδες γονέων. Αυτές εστίασαν αρχικά στο θέµα της συνέπειας και χρησιµοποίησαν µια προσέγγιση κοινωνικών δεξιοτήτων στην ανάπτυξη της ικανότητας των γονιών να αντιµετωπίζουν τη συµπεριφορά των παιδιών τους. Οι γονείς χρησιµοποίησαν προσοµοιώσεις διαφόρων προβληµατικών καταστάσεων, ώστε να µάθουν και οι δύο γονείς σε µια οικογένεια την ίδια προσέγγιση. Αυτό στη 126

συνέχεια εφαρµόστηκε στο σπίτι. Χορηγήθηκαν έπαινοι (ενίσχυση) για την επιτυχία. Οι γονείς στη συνέχεια έµαθαν για τα διαλείµµατα, τα πρόστιµα και τις κυρώσεις στα πλαίσια της αντιµετώπισης των παιδιών τους. Ακολούθησε, και πάλι, εξάσκηση και δουλειά για το σπίτι. Κατοπινές συνεδρίες ασχολήθηκαν µε την επανεξέταση των εµπειριών αυτών, και αργότερα µε την προετοιµασία των γονιών για την εξεύρεση τρόπων αντιµετώπισης µελλοντικών προβληµάτων. Μολονότι η επικέντρωση εδώ είναι το να βοηθηθούν οι γονείς να κατανοήσουν σε βάθος τα προβλήµατά τους, βλέπουµε ότι αρκετά στοιχεία των απολογισµών της συµπεριφοριστικής εργασίας του Sheldon χρησιµοποιούνται στις συνεδρίες αυτές για να ενισχύσουν την επιτυχή και να αποτρέψουν την ανεπιτυχή συµπεριφορά των γονιών. Περιγράφεται επίσης δουλειά πάνω στη διαχείριση του θυµού. Η Ronen (1994) υποστηρίζει ότι η γνωστική-συµπεριφοριστική προσέγγιση µπορεί να εφαρµοστεί µε επιτυχία σε άµεση εργασία µε παιδιά για να τους δώσει τη δυνατότητα µεγαλύτερου αυτο-ελέγχου της συµπεριφοράς. Όσον τις αφορά συναισθηµατικές διαταραχές, ο Scott αναπτύσσει τα πρακτικά θέµατα γύρω από την εφαρµογή της γνωστικής θεραπείας του Beck για την αντιµετώπιση της κατάθλιψης. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ο 127

βαθµός της κατάθλιψης που βιώνουν οι πελάτες αξιολογούνται λεπτοµερώς, µέσω ενός καλά δοκιµασµένου εργαλείου. Η αρχική δουλειά µε τους πελάτες είναι συµπεριφοριστική, επιδιώκοντας την ανάπτυξη και διαµόρφωση πιο σωστής συµπεριφοράς. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα µια άµεση βελτίωση. Οι κατοπινές συνεδρίες εστιάζουν σε γνωστική θεραπεία. Οι πελάτες καταγράφουν αυτόµατες σκέψεις σε συγκεκριµένες καταστάσεις οι οποίες οδηγούν σε κατάθλιψη. Πρόκειται για σκέψεις που έρχονται στο µυαλό τους καθώς βιώνουν ορισµένα συναισθήµατα. Κάθε µια από αυτές δοκιµάζεται σε ένα εργαστήριο ερωτήσεων. Αυτές είναι: Πόσο ρεαλιστική είναι;, Ποιος σου δίνει τη δυνατότητα να διατηρείς αυτή την άποψη; και Βοηθά η υπόθεση στην επίτευξη κάποιου στόχου;. Επαγγελµατίες και πελάτες εξετάζουν µαζί ηττοπαθείς τρόπους σκέψης. Όσον αφορά το άγχος, οι πελάτες µπορεί να είναι απογοητευµένοι, υπερβολικά επιρρεπείς στο να διακρίνουν προβλήµατα ή αποτυχίες, να αποφεύγουν καταστάσεις που τους προκαλούν άγχος, γεγονός που παρεµποδίζει µια φυσιολογική ζωή. Μπορεί επίσης να έχουν σωµατικά συµπτώµατα όπως µυϊκή ένταση, ή συναισθηµατικά προβλήµατα όπως αναβλητικότητα, µε 128

αποτέλεσµα να µη µπορούν ποτέ να πάρουν µια απόφαση. Στη θεραπεία ζευγαριών, ο Scott προτείνει ένα πρόγραµµα µε τρία στοιχεία: τη συµπεριφοριστική συναλλαγή, τη γνωστική αναδόµηση και την εκπαίδευση στην επικοινωνία και την επίλυση προβληµάτων. Η εκτίµηση γίνεται µέσω µιας συνέντευξης, όπου διερευνούνται οι προβληµατικές συµπεριφορές, όπως περίπου προτείνει και ο Sheldon (1995) - δείτε παραπάνω. Χρησιµοποιούνται, επίσης, διάφορες κλίµακες και ερωτηµατολόγια. Αυτές οι δοµηµένες µορφές διαγνωστικής εκτίµησης είναι πολύ πιο διαδεδοµένες στη γνωστική-συµπεριφοριστική εργασία από ότι σε άλλες µορφές κοινωνικής εργασίας. Τα αρχικά στάδια του προγράµµατος είναι σχεδιασµένα για να αλλάξουν συγκεκριµένες, ξεκάθαρα προσδιορισµένες συµπεριφορές οι οποίες αλλάζουν εύκολα. Αυτό βοηθά τα ζευγάρια να διαπιστώσουν ότι µπορούν να αντλήσουν ευχαρίστηση από το σύντροφό τους. Ακολουθεί µια συναλλαγή σε επίπεδο συµπεριφοράς µεταξύ των συντρόφων. Ο καθένας παίρνει κάτι που επιθυµεί, και ο άλλος τον βοηθά να το αποκτήσει. Συνάπτεται ένα γραπτό συµβόλαιο µε κάποια κύρωση αν δεν επιτευχθεί και µια ανταµοιβή αν επιτευχθεί. Αρχικά οι αµοιβές είναι ανεξάρτητες µεταξύ 129

τους, διότι µια αποτυχία µπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση ολόκληρου του συµβολαίου. Στο τέλος, οι συµπεριφορές µπορούν να συνδεθούν µεταξύ τους. Για παράδειγµα, η Sally και ο Peter διαφωνούν, µεταξύ άλλων, για το γεγονός ότι εκείνος περνά όλο το χρόνο του στον κήπο κι εκείνη ξοδεύει πολλά χρήµατα σε ρούχα. Η απόλυση από τη δουλειά του τον έκανε να περνά περισσότερο χρόνο στον κήπο. Καθώς, όµως, βασίζονται στο µισθό της από µια δουλειά µερικής απασχόλησης, έχουν λιγότερα χρήµατα για ξόδεµα, αλλά αυτή το θεωρεί άδικο διότι σηµαίνει ότι δεν µπορεί να ξοδεύει τόσο πολλά για τα ρούχα της. Το συµβόλαιο είναι ότι αυτή θα βοηθήσει για ένα απόγευµα να φυτέψουν στον κήπο λαχανικά που θα συµβάλλουν στα οικονοµικά του σπιτιού και αυτός θα έρθει µαζί της για να ψωνίσουν κάτι φτηνό αλλά όµορφο: ένα µεταξωτό φουλάρι. Και οι δύο συµφωνούν να περιορίσουν τα παράπονά τους για τον άλλο κατά τη διάρκεια αυτών των δραστηριοτήτων. Οι αµοιβές είναι οι ίδιοι οι στόχοι. Οι κυρώσεις, αν δεν καταφέρουν να ελέγξουν τη συµπεριφορά τους, είναι για αυτόν να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού µόνος τους για µια βδοµάδα, ή για αυτή να περάσει όλο τον ελεύθερο χρόνο της στο σπίτι για µια βδοµάδα. Μια τακτική επανεξέταση και διερεύνηση των δυσκολιών µπορεί να 130