Δεκέμβριος 1916 Μια βδομάδα πριν από τη δολοφονία του Ρασπούτιν



Σχετικά έγγραφα
Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει. πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της.

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

* Από την αγγλική λέξη «boss», αφεντικό. ** «Core houses» στο πρωτότυπο, μικρά ισόγεια σπίτια ανθεκτικής κατασκευής με πρόβλεψη επέκτασης. (Σ.τ.Ε.

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

Κι εγώ τι θα κάνω μόνη μου τις Κυριακές; Έχεις εμένα, αγάπη μου. Εσύ κάθε μέρα είσαι στο μαγαζί και τις Κυριακές πηγαίνεις

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

1 Ένα κορίτσι με όνειρα

ANNA TENEZH Η αρχοντοπούλα με την πέτρινη καρδιά

Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου

Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΥΨΩΝΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2012

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

Η φιλοσοφία στην τέχνη

ΛΑΪΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

Παραμυθιά Τάξη Α Μάστορα Έλλη

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

Απώλεια και μετασχηματισμοί της τραυματικής εμπειρίας. Παντελής Παπαδόπουλος

ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΙΖ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΑ Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Γιάννης Υφαντής ΓΚΆΤΣΟΣ Ο ΠΕΛΑΣΓΙΚΌΣ. Οι ποιητές

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

Διαθεματική προσέγγιση στον Καβάφη μια απόπειρα διδακτικής προσέγγισης

Μάριος Χάκκας. Το Ψαράκι της γυάλας

Νησί που κανείς σεισμός δε θα σε καταπιεί μακρύ σαν πέτρινη μαγνητική βελόνη να δείχνεις το βοριά και το νότο της πορείας μας της ιστορίας του χρόνου

ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

ΤΖΟΤΖΕΦ ΚΙΠΛΙΝΓΚ

Λες, δεν διαφέρεις. Δεν είναι ομαδική παράκρουση, ο πόνος. Σκυμμένοι άνθρωποι, στα στασίδια.

Κυκλοφορώ με ασφάλεια. Είχα ένα ποδήλατο πριν από δύο χρόνια και ήμουν η καλύτερη σ ολόκληρη τη χώρα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΕφΑθ 5253/2003

Περιβάλλον και Ανάπτυξη ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ. Γραμματικογιάννης Α. Ηλίας. Επιβλέπων: Καθηγητής Δ. Ρόκος

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ. ο Βασιληάς οι Νύφες. η Μαύρη Δράκαινα

Μια «γριά» νέα. Εύα Παπώτη

Όταν το μάθημα της πληροφορικής γίνεται ανθρωποκεντρικό μπορεί να αφορά και την εφηβεία.

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γενικές πληροφορίες Πού βρίσκομαι;

Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα

TA BIBΛIA ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

το 1945 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα του ανώνυμου [11]

(Εργασία των μαθητών της ΣΤ Τάξης στα πλαίσια του μαθήματος της Γλώσσας)

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι σ όσους, ατομικά ή συλλογικά επανακτούν αυτά που νόμιμα μας κλέβουν οι εξουσιαστές.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Η κατάσταση στη χώρα, κ. Πρωθυπουργέ, είναι πολύ ανησυχητική. Η κοινωνία βράζει. Η οικονομία βυθίζεται.

Σοφία Γιουρούκου, Ψυχολόγος Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Δαλιάνη Δήμητρα Λίζας Δημήτρης Μπακομήτρου Ελευθερία Ντουφεξιάδης Βαγγέλης

Οι 21 όροι του Λένιν

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ... ΚΑΛΗΜΕΡΑ

Μια νέα φωτεινή σελίδα της ιστορίας μας

Γνωρίζω, Αγαπώ & Φροντίζω το Σώμα μου

Αναλυτικές οδηγίες διακοπής καπνίσματος βήμα προς βήμα

ΕΤΟΣ 16ο ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 88 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2006

ελληνική πεζογραφία ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ Σεραφείμ και Χερουβείμ Επετειακή επανέκδοση του βιβλίου που σημάδεψε τη δεκαετία του 80

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΔΗΜΟΣ ΓΑΖΙΟΥ

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ που γεννιούνται με χαρακτήρα δυναμικό και φιλόδοξο, που χαράζουν μόνοι τους την πορεία τους στον κόσμο. Υπάρχουν όμως και άλλοι,

ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1 ο Λύκειο Καισαριανής ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Κείμενα Προβληματισμού

Β.Ι.ΛΕΝΙΝ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ενορία Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου Ευόσµου Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου-Λυκείου

Συνοπτική Παρουσίαση. Ελλάδα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Π.Μ.Σ. «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑ: ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ»

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΣΤΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ. 9/12/2014, Αγ. Νικόλαος

Εκδήλωση προς τιμήν της Θρακιώτισσας ηρωίδας Δόμνας Βισβίζη

Ο «ΕΚΑΛΟΓΟΣ» ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ

ταν αρκετά αργά το πρωί όταν το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Η Ζόγια Νικολάγεβνα Πέτροβα, χοντρή και σκοτεινή, περπατούσε γεμάτη αποφασιστικότητα στο

ΚΥΡΙΑΚΗ 3/05/ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

Η χορεύτρια. Τοιχογραφία από τα διαμερίσματα της βασίλισσας

ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΣΚΑΛΑΣ ΩΡΩΠΟΥ «ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ» Διήγημα με τίτλο: «ΗλυκειοΜΕΝΗ ΕΦΗΒΕΙΑ»

Ας προσπαθήσουμε να δούμε ποιες είναι αυτές, μία προς μία, εξετάζοντας τις πιο εξόφθαλμες και αναντίρρητες από αυτές.

Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

Oταν ξεκινούσαμε το Κοιτάω Μπροστά πριν από λίγα χρόνια,

Δρ. Αναστασία Σάββα Γεωργιάδου. Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά Φώτα. Ήθη και έθιμα

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ. Έτσι άρχισαν όλα

130 KΑΘΡΙΝ ΝΕΒΙΛ ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΕΛΙΟΥ ΛΑΪΝΑΚΗ

Η Ιστορία του Αγγελιοφόρου Όπως αποκαλύφθηκε στον Μάρσαλ Βιάν Σάμμερς στης 23 Μάιου 2011 στο Μπόλντερ, Κολοράντο, ΗΠΑ

ΕΞΩΣΧΟΛΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ. Νικόστρατος Ένα ξεχωριστό καλοκαίρι. Κωνσταντίνα Αντωνοπούλου Α2 Γυμνασίου

Ευρετήριο πινάκων. Ασκήσεις και υπομνήματα

Ήταν δέκα ακριβώς το πρωί, Σεπτέμβρης μήνας

Τίτλος Ειδικού Θεματικού Προγράμματος: «Διοίκηση, Οργάνωση και Πληροφορική για Μικρο-μεσαίες Επιχειρήσεις»

Στις κόρες µου Χριστίνα και Θάλεια

Ο Λέξους Μανταλέξους

Ένα βιβλίο βασισμένο στο μυθιστόρημα της Λενέτας Στράνη «Το ξενοπούλι και ο Συνορίτης ποταμός»

Μικρός Ευεργετινός. Μεταφρασμένος στη Δημοτική

ο σούρουπο είχε απλώσει το σκοτεινό υφάδι του, κεντημένο με περισσή στοργή από τη μητέρα του, τη μαρμαρυγή. Τιτιβίσματα πτηνών ορμούσαν μες στην

Το σύμπαν μέσα στο οποίο αναδύεστε

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

η ελιά - το δώρο του Θεού

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ

III. Ο γέρος που άκουγε τα ωραιότερα τραγούδια.

Άδειο που φαίνεται το σπίτι ε, σκύλε; Εσύ κοίτα να κάτσεις ήσυχος σε τούτα δω τα βράχια, Γουίλο.

ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΠΛΑΝΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ 11. Πριν...

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ)

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΥΠ.ΓΕΩΡΓΙΑΣ

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ... Αναρωτηθήκατε ποτέ, άραγε, γιατί αν όλ αυτά που θα θέλαμε

και ενδυόμενος με θεία αγάπη την ποδιά του ιατρού έδενε με τα γυμνά του χέρια τις πληγές των πασχόντων και έπειτα τις ασπαζόταν.

Transcript:

1 Δεκέμβριος 1916 Μια βδομάδα πριν από τη δολοφονία του Ρασπούτιν Ήταν περασμένες έντεκα τη νύχτα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο διαμέρισμά μας. Δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, γιατί οι άνθρωποι πάντα χρειάζονταν τη βοήθεια του πατέρα και επειδή στην πόλη μας, αυτή του Μεγάλου Πέτρου, τα ρολόγια ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερο νόημα. Πλησίαζε γοργά η εποχή του χρόνου που η μέρα είχε τη μικρότερη διάρκεια και το φως της δεν ήταν παρά μία ακαθόριστη αναλαμπή, αλλά κανείς μας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Καθόμουν στο κρεβάτι με το Ευγένιος Ονέγκιν του Πούσκιν και το Πετρούπολη του Μπέλι δίπλα μου. Αντί όμως να διαβάζω ετούτους τους περίφημους ποιητές, είχα γοητευτεί από μια καινούργια, τη Μαρίνα

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ, O ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ 3 Τσβετάγεβα. Πριν από λίγα χρόνια, μόλις δεκαοχτώ ετών, είχε εκδώσει μια συλλογή κι έτσι είχε πραγματοποιήσει ό,τι ονειρευόμουν κι εγώ. Αρκετά από τα μικρά μου έργα είχαν ήδη τυπωθεί αλλά θα έγραφα ποτέ τόσα ποιήματα ώστε να γεμίσω ολόκληρο βιβλίο; Η μικρότερη αδελφή μου η Βαρβάρα, που τη φωνάζαμε χαϊδευτικά Βάρια, μισοκοιμόταν στην άλλη μεριά του κρεβατιού που μοιραζόμασταν, με το κεφάλι χωμένο κάτω από ένα πουπουλένιο μαξιλάρι. Το τηλέφωνο συνέχισε το διαπεραστικό του κάλεσμα: δυο, τρεις φορές. Πού ήταν η υπηρέτριά μας, γιατί δεν απαντούσε; Έσπρωξα τα βιβλία μου στο πλάι και χωρίς να βάλω παπούτσια, έτρεξα από τη μικρή μας κρεβατοκάμαρα στο χολ. Πολλοί νόμιζαν ότι, επειδή είχαμε σχέσεις με το παλάτι, ζούσαμε μέσα στη χλιδή και είχαμε υπηρέτες για το καθετί, αλλά δεν ήταν έτσι. Το διαμέρισμά μας στον τρίτο όροφο της οδού Γκοροξχόβαγια 64, ένα τετράγωνο μακριά από τον ποταμό Φοντάνκα, είχε πέντε δωμάτια εκτός από το μπάνιο και την κουζίνα: το σαλόνι, την τραπεζαρία, το γραφείο του πατέρα, την κρεβατοκάμαρά του και το δωμάτιο που μοιραζόμασταν με τη Βαρβάρα. Το σπίτι μας δεν είχε καμιά από τις πολυτέλειες που φανταζόταν ο κόσμος. Ακόμα και οι γείτονές μας ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι: η μοδίστρα Κάτια, που έμενε από πάνω, στο διαμέρισμα 31, ένας υπάλληλος και μια ευγενική μασέζ, η Ουτίλια, που συχνά παραπονιόταν ότι ο πατέρας τη γλυκοκοίταζε.

4 ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ Στο χολ με υποδέχτηκαν δυνατές φωνές και μουσική, όπως συνήθως. Ο πατέρας αγαπούσε τις τσιγγάνικες μελωδίες ιδιαίτερα τη χορωδία Μαζάλσκι, που ήταν γεμάτη ζωντάνια κι αγάπη για τη διασκέδαση όπως και η καρδιά του, αλλά άκουσα μόνο έναν οργανοπαίχτη μπαλαλάικας στο σαλόνι. Από κάπου αντηχούσε όλο και πιο δυνατά το εύθυμο, πληθωρικό γέλιο του πατέρα. Άκουσα και μια γυναίκα να χαχανίζει λάθος, γυναίκες, όπως κατάλαβα αμέσως, όμως δεν είχα ιδέα ποιες ήταν. Κάθε μέρα δεκάδες απελπισμένοι άγνωστοι έρχονταν στο σπίτι μας. Από το πρωί μέχρι το βράδυ υπήρχε έξω από την πόρτα μια ουρά μέχρι κάτω και στους τρεις ορόφους μια ουρά με πρίγκιπες και φτωχούς, τραπεζίτες και φουρνάρηδες, δικηγόρους κι εργάτες, που περίμεναν τη σειρά τους για να δουν τον πατέρα και να τον ικετέψουν να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για χάρη τους ή να τους γιατρέψει. Έτρεξα στο μαύρο τηλέφωνο που κρεμόταν στον τοίχο και σήκωσα το βαρύ ακουστικό. «Ya Vas slushaiyoo». Σας ακούω. «Σας ομιλεί η τηλεφωνήτρια του παλατιού. Περιμένετε, παρακαλώ». Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Αν και είχε περάσει η ώρα, φαντάστηκα ότι θα ήταν η αυτοκράτειρα. Το επόμενο λεπτό όμως αναγνώρισα τη φωνή της μοναδικής στενής φίλης της αυτοκράτειρας, εκείνης που πολλοί την αποκαλούσαν «η δεύτερη πιο ισχυρή γυναίκα σε όλη τη Ρωσία».

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ, O ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ 5 Με το αδιόρατο ψεύδισμα που πάντα την έκανε ν' ακούγεται σαν να είχε το στόμα της γεμάτο χυλό, η κυρία Βιρουμπόβα είπε τη φράση που αποτελούσε την πιο απαράβατη διαταγή για όλο το έθνος: «Τηλεφωνώ από το παλάτι για επείγουσα υπόθεση». Ρώτησε αν ο πατέρας μου ήταν στο σπίτι. Της απάντησα καταφατικά κι έτρεξα να τον βρω. Ευτυχώς, σκέφτηκα, γιατί συχνά έβγαινε κοντά στα μεσάνυχτα. Το προηγούμενο βράδυ ο επίτιμος βουλευτής Πεστρικόφ τον είχε καλέσει σ' ένα πλούσιο τραπέζι στο εστιατόριο «Βίλα Ρόντε». Κόντευε πια τέσσερις το πρωί, όταν γύρισε τρεκλίζοντας στο διαμέρισμα και σωριάστηκε στον καναπέ, όπου κι έμεινε μέχρι τις δέκα το πρωί. Και το προπροηγούμενο βράδυ είχε περάσει όλη τη νύχτα με την κυρία Γιαζινίνσκαγια, μάλλον στο διαμέρισμά της, γιατί δε γύρισε παρά την επόμενη μέρα, την ώρα του μεσημεριανού. Στην τραπεζαρία χρειάστηκε να λοξοδρομήσω ανάμεσα σε αρκετά κιβώτια από γλυκό κόκκινο κρασί, που μόλις τα είχε φέρει κάποιος σύμβουλος. Αυτό το δώρο ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον πατέρα, γιατί όταν άρχισε ο πόλεμος, ο τσάρος είχε επιβάλει νόμους που περιόριζαν την κατανάλωση οινοπνεύματος. Στο ίδιο δωμάτιο δέσποζε και το μπρούντζινο σαμοβάρι μας, που η φωτιά του είχε σβήσει. Στο βαρύ δρύινο τραπέζι υπήρχε ένα καλάθι γεμάτο λουλούδια, καθώς και διάφορα πιάτα με μπισκότα και γλυκά, ξηρούς καρπούς, αποξηραμένα φρούτα, κέικ κι άλλες λιχουδιές που

6 ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ μας έφερναν κάθε μέρα οι αμέτρητοι επισκέπτες μας. Κρίνοντας από τα γέλια και τη μουσική, φαντάστηκα ότι θα έβρισκα τον πατέρα στο σαλόνι. Όμως δεν ήταν εκεί. Είδα τον οργανοπαίχτη μόνο του να γρατζουνάει στην μπαλαλάικα τις μελαγχολικές μελωδίες του τόπου μας μπροστά σε δυο γυναίκες κουρνιασμένες στο πάτωμα. Η μια ήταν η αφοσιωμένη μας υπηρέτρια, η Ντούνια από τις πρώτες πιστές του πατέρα, η οποία είχε έρθει μαζί μας από τη Σιβηρία και που, όπως παρατηρούσα θέλοντας και μη, πάχαινε ολοένα και περισσότερο και η άλλη η πριγκίπισσα Κοσικόφσκαγια, μια νεαρή καλλονή της υψηλής κοινωνίας. Αμέτρητα διαμάντια άστραφταν στα πλούσια καστανά μαλλιά της και στ' αυτιά της, ενώ σειρές από τεράστια μαργαριτάρια κρέμονταν στο λαιμό της. Εκείνη όμως τη στιγμή, όπως καθόταν αγκαλιάζοντας τα γόνατά της, δε φαινόταν τόσο κομψή. Ήταν εντελώς μεθυσμένη. Κι όταν άκουσα την καλλονή να αναγουλιάζει, κατάλαβα γιατί η Ντούνια, που κρατούσε μια λεκάνη μπροστά στα λερωμένα χείλη της νεαρής γυναίκας, δεν είχε απαντήσει στο τηλέφωνο. «Ντούνια, πού είναι ο πατερούλης;» ρώτησα. «Πίσω, στο γραφείο του», απάντησε δείχνοντας πάνω από τον ώμο της με μιαν αόριστη κίνηση. Δάγκωσα τα χείλια μου. Δεν έπρεπε ποτέ να διακόπτουμε όταν ο πατέρας θεράπευε κάποιον. Φτάνοντας μπροστά στο δωμάτιό του, σήκωσα το χέρι για να χτυπήσω την πόρτα, αλλά αμέσως σταμάτησα. Τον κα-

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ, O ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ 7 λούσε όμως η αυτοκράτειρα δεν ήταν πιο σημαντικό; Οπωσδήποτε, σκέφτηκα, και χτύπησα δυνατά αλλά διστακτικά. Σ' ένα λεπτό άκουσα την τραχιά του απάντηση: «Da, da. Ελάτε αμέσως, παρακαλώ!» Το δωμάτιο ήταν μικρό και στενό. Σε μια γωνιά υπήρχε το εικονοστάσι με το καντήλι κι ένα παλιό δρύινο γραφείο. Στην άλλη ένας αξιοθρήνητος δερμάτινος καναπές, που είχε πλέον φθαρεί εντελώς. Ο πατέρας καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά στον καναπέ. Φορούσε φαρδύ μαύρο παντελόνι, ψηλές μαύρες δερμάτινες μπότες κι ένα μοβ kosovorotka, ένα πουκάμισο που κούμπωνε στο πλάι του λαιμού. Κάθε μέρα πολλές γυναίκες ζητούσαν τη φροντίδα του, αλλά δεν ήξερα καθόλου πώς τις θεράπευε. Έριξα μια κλεφτή ματιά μέσα και τον είδα σκυμμένο μπροστά, να κρατάει από τα γόνατα την επισκέπτριά του, που δεν ήταν άλλη από την ίδια την κόμισσα Όλγα Κουρλόβα. Η κόμισσα φορούσε ένα ροζ παριζιάνικο μεταξωτό φόρεμα που μου φάνηκε πολύ χαλαρό, ίσως και ξεκούμπωτο μπροστά. Θεωρούνταν μία από τις ωραιότερες γυναίκες της αυτοκρατορίας, με πυκνά ξανθά μαλλιά και ψηλά, έντονα ζυγωματικά. Καταγόταν από τη Μόσχα, το γνώριζα, και παρόλο που δεν προερχόταν από τόσο αριστοκρατική ή πλούσια οικογένεια, είχε πάρα πολλές συμπάθειες στην πρωτεύουσα. Όλοι επιδίωκαν την παρέα της για τη γοητευτική της εμφάνιση και το κοφτερό μυαλό της. Η κόμισσα Όλγα έσφιξε το πάνω μέρος του φορέ-

8 ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ματός της και με κοίταξε έντρομη, σαν να είχα διακόψει δύο εραστές. «Τι γυρεύεις εσύ εδώ πέρα;» ρώτησε ο πατέρας βλοσυρά. «Νόμισα ότι ήταν η άλλη μας καλεσμένη. Το ξέρεις ότι δεν πρέπει να μ' ενοχλείτε όταν η πόρτα μου είναι κλειστή». Αποστρέφοντας το βλέμμα μου, απάντησα ήρεμα: «Έχεις ένα τηλεφώνημα για κάποια επείγουσα υπόθεση από το παλάτι». «Τι είπες; Μίλα, κόρη!» «Έχεις τηλεφώνημα από το παλάτι Είναι επείγον, πατερούλη». Ξεχνώντας στη στιγμή την παρουσία μου, ο πατέρας μου γύρισε στην αισθησιακή κόμισσα και είπε κομπάζοντας: «Α, η Μητερούλα με χρειάζεται. Η Μητερούλα με θέλει στο παλάτι». Η κόμισσα πάγωσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας χωρικός μιλούσε για ένα τόσο υψηλό πρόσωπο μ' αυτόν το χυδαίο τρόπο. Αν και ορισμένα μέλη της αυλής είχαν την άδεια να απευθύνονται στη μεγαλειότητά της με το μικρό της όνομα και το πατρώνυμο Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα, οι ταπεινοί της υπήκοοι έπρεπε, όταν αναφέρονταν σ' εκείνη, να λένε «η τσαρίνα» ή «η αυτοκράτειρα». Ποτέ μα ποτέ «Μητερούλα». «Δεν τους έχω ανάγκη, όποτε θέλω επιστρέφω στη Σιβηρία», καυχήθηκε ο πατέρας μου, σηκώνοντας θριαμβευτικά το ροζιασμένο δάχτυλό του. «Αλλά δε θα

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ, O ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ 9 άντεχαν ούτε έξι μήνες στο θρόνο χωρίς εμένα! Στ' αλήθεια, ούτε έξι μήνες!» «Το τηλέφωνο, πατερούλη!» του υπενθύμισα. «Σε θέλουν στο τηλέφωνο!» «Ναι, βεβαίως το τηλέφωνο». Φίλησε το δεξί του χέρι και μετά με το ίδιο έτριψε το δεξί γόνατο της κόμισσας Όλγας. Εκείνη όμως δεν έδειξε καθόλου ευχαριστημένη και κινήθηκε απότομα προς τα πίσω τότε η πλάτη του παλιού δερμάτινου καναπέ ξεκόλλησε κι έπεσε. Η όμορφη επισκέπτρια έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. «Α, έλα τώρα, μην ανησυχείς, λιχουδιά μου», μουρμούρισε ο πατέρας ενώ σηκωνόταν όρθιος με κόπο από το πολύ πιοτό. «Μια από κείνες τις χοντρές καλόγριες απ' το μοναστήρι κοιμήθηκε σ' αυτόν εδώ τον καναπέ την περασμένη βδομάδα και τον έσπασε». Σχεδόν χωρίς προσπάθεια, έσκυψε πάνω από την κόμισσα, σήκωσε το βαρύ κομμάτι και το έβαλε στη θέση του με το ένα χέρι. Έγειρε πίσω, ταλαντεύτηκε λίγο, μετά κάθισε και χάιδεψε πεταχτά το κεφάλι της καλεσμένης του. «Θα συνεχίσουμε τον εξαγνισμό μας αργότερα». «Πατέρα!» είπα επίμονα. Απλώνοντας το ένα του χέρι προς το μέρος μου, είπε αδύναμα: «Ναι, ναι. Έλα να με βοηθήσεις, malenkaya maya». Καταλαβαίνοντας πως είχε πιει πάρα πολύ, δεν ήμουν καθόλου πρόθυμη, η «μικρούλα του», να πάω

10 ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ κοντά του. Προτιμούσα να φύγω από το δωμάτιο. Η μητέρα μου όμως στη Σιβηρία είχε συγχωρέσει τις ασωτίες του εδώ και πολύ καιρό. Τον ευγνωμονούσε για τα τρία παιδιά που της είχε χαρίσει, για να μην αναφέρουμε το ωραιότερο σπίτι στο χωριό και ένα χωράφι για να καλλιεργεί. Κι αφού εγώ ήμουν η μεγαλύτερη Ρασπούτιν στο σπιτικό της Πετρούπολης, έπρεπε αναγκαστικά να κάνω το ίδιο. Κοιτάζοντας την κόμισσα μια τελευταία φορά, ο πατέρας έκανε από πάνω της το σημείο του σταυρού με χέρι που έτρεμε από το μεθύσι και ξεστόμισε μία από τις αγαπημένες του φράσεις: «Να θυμάστε, μεγάλος ο χωριάτης στα μάτια του Θεού!» Καθώς τον βοηθούσα να βγει από το γραφείο, παρατηρούσα αυτόν τον αφάνταστα συνηθισμένο και μάλλον άσχημο άντρα: ήταν απλώς ένας muzhik από τη Σιβηρία, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Δεν μπορούσες να τον πεις χαριτωμένο κι ανάλαφρο όπως τους πρίγκιπες ή κόμητες γονείς των συμμαθητριών μου. Ένας σχεδόν αγράμματος, ζωώδης άντρας, όχι πολύ ψηλός, που είχε μοχθήσει στα χωράφια πολλά χρόνια. Τα μάτια του είχαν εκείνο το ανοιχτό μπλε που κάνει τους άλλους να αισθάνονται άβολα, η μύτη του μακριά και σημαδεμένη από ουλές και οι ρυτίδες του περισσότερες απ' όσες έπρεπε στην ηλικία του, αλλά είχε χείλη σαρκώδη κι έντονα σαν ώριμο φρούτο. Φαινόταν καθαρά ότι ερχόταν από τους αγριότοπους, γιατί είχε μαλλιά μακριά και κατά-

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ, O ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ 11 μαυρα και η χωρίστρα τους έμοιαζε με στρεβλό και βρόμικο σοκάκι. Η γενειάδα του, σαν αιωνόβιο δάσος, είχε μια σκούρα καστανοκόκκινη απόχρωση. Όχι, ο πατέρας μου δεν ήταν ωραίος άντρας, ούτε αξιαγάπητος ή πνευματώδης, ούτε και διαβολικά ψηλός όπως έγραψαν πολλοί. Η παρουσία του όμως απέπνεε πραγματικά έναν έντονο μαγνητισμό. Όταν έμπαινε σε μια αίθουσα του παλατιού, παρόλο που όλοι οι ευγενείς στην αρχή κοίταζαν με αποστροφή αυτόν τον άσχημο χωριάτη, μέσα σε λίγα λεπτά πρόσεχαν κάθε του λέξη. Και είχε εκπληκτική σωματική αντοχή. Δεν είχα ξαναδεί άλλον να ξεμεθάει τόσο εύκολα όπως εκείνος. Ναι, στηριζόταν πάνω μου όταν μπήκαμε στο χολ κι απάντησε με κόπο στην κυρία Βιρουμπόβα, που τον ικέτευε να πάει στο παλάτι και τον ενημέρωνε ότι είχαν ήδη στείλει ένα αυτοκίνητο. Συνήλθε αμέσως γιατί τον καλούσε η αυτοκράτειρα κι εκείνος ήταν ο ευνοούμενός της. Ο πατέρας μου είχε πει την αλήθεια: η Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα κρεμόταν πάνω του, τον αγαπούσε όσο κανέναν άλλο, δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτόν. Το γνωρίζαμε καλά όλοι μας. Η Ντούνια άφησε την πριγκίπισσα Κοσικόφσκαγια να κάνει εμετό στο μελαγχολικό ρυθμό της μπαλαλάικας και μαζί σύραμε τον πατέρα στο μπάνιο. Σκουπίσαμε το πρόσωπό του μ' ένα στεγνό πανί, του αλλάξαμε το λεκιασμένο του πουκάμισο και προσπαθήσαμε να χτενίσουμε τα ατίθασα μαλλιά του. Καθώς έσπρω-

12 ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ χνα τις μπούκλες στο πλάι, χτύπησα το μικρό εξόγκωμα στο μέτωπό του. Έμοιαζε με νιόβγαλτο μικρό κέρατο και πάντα προσπαθούσε να το κρύβει. «Θα χτενιστώ μόνος μου!» φώναξε προσπαθώντας ν' αρπάξει τη χτένα από τα χέρια μου. «Όχι, πατερούλη, άσε εμένα!» απάντησα σπρώχνοντας μακριά το χέρι του. Μαζεύτηκε σαν μικρό παιδί, έσκυψε το κεφάλι και με άφησε να συνεχίσω. Δυστυχώς, όταν τέλειωσα, θύμιζε ακόμα ζητιάνο. Στο μεταξύ η Ντούνια είχε πάει κλεφτά στο σαμοβάρι. Γύρισε κρατώντας ένα ψηλό ποτήρι χλιαρό τσάι με τόσο πολλή ζάχαρη, ώστε οι κόκκοι στριφογύριζαν σαν χιόνι σε αργοκίνητη θύελλα. Ήταν το φάρμακο της Ντούνια και το συνιστούσε όχι μόνον όταν άλλαζε η βαρομετρική πίεση και η μισή πόλη υπέφερε από πονοκεφάλους, αλλά και για κρυώματα, πόνους στα νεφρά και, φυσικά, αδιαθεσίες από μεθύσι. «Πιες το μέχρι την τελευταία σταγόνα, Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς», διέταξε η Ντούνια, δίνοντάς του το podstakanik. Ο πατέρας υπάκουσε τη διαταγή, καταπίνοντας όλο το γλυκό τσάι σαν να ήταν ένα ποτηράκι βότκα. Μου ήρθαν στο νου οι τρομερές φήμες που αιωρούνταν σαν μαύρη ομίχλη σ' όλη την πόλη. Η πιο έντονη και πιο αποκρουστική, φυσικά, έλεγε ότι ο πατέρας μου ανήκε στους Khlysty, μια παράξενη και ιδιαίτερα μυστική αίρεση που είχε αναπτυχθεί εκατοντάδες χρόνια πριν στη Σιβηρία. Κανείς δε γνώριζε με βεβαιό-

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ, O ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ 13 τητα αν το όνομά τους προερχόταν από το Xhristi, αλλά σύμφωνα με τις φήμες, οι Khlysty αποτελούσαν ένα περίεργο μείγμα παγανισμού και ορθοδοξίας και, όπως ψιθύριζε ο κόσμος, δε φοβούνταν να αμαρτήσουν. Όμως, ακριβώς εξαιτίας όλων αυτών των δυσάρεστων φημολογιών λεγόταν ότι μαζεύονταν βαθιά μέσα στα σκοτεινά δάση, όπου έκαναν ολονύχτια όργια κι έτρωγαν ακόμα και στήθη παρθένων κοριτσιών, ήμουν σίγουρη ότι ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ καμιά σχέση μαζί τους. Ξαφνικά, ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην μπροστινή πόρτα και η Ντούνια έτρεξε ν' ανοίξει. Ο πατέρας άρπαξε τη χτένα από τα χέρια μου, αλλά του έπεσε στο πάτωμα. Την ξανασήκωσα στη στιγμή, γιατί αν κάποιος από τους επισκέπτες μας την έβρισκε την επομένη, η χτένα μάλλον θα κατέληγε να πουληθεί όσο όσο. Υπήρχαν πολλές ψυχές που λαχταρούσαν απελπισμένα ένα θαύμα και θα έδιναν πολλά χρήματα για να περάσουν τη χτένα του Ρασπούτιν στα μαλλιά τους ο καλύτερος τρόπος για να φέρουν την ευλογία του Θεού πάνω τους. Μάλιστα, πριν από λίγους μήνες είχα πιάσει μια βαρόνη να μαζεύει από κάτω τα κομμένα νύχια του πατέρα για να τα ράψει στο φόρεμά της και να «προστατεύεται με την ασπίδα του». «Dochenka maya», είπε αρπάζοντας και τα δυο μου χέρια με το ατσάλινο σφίξιμό του. «Είχα πάλι το ίδιο όραμα. Νωρίτερα, απόψε, τα είδα όλα πολύ καθαρά».

14 ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ «Πατερούλη, σε παρακαλώ» «Όχι, είμαι σχεδόν σίγουρος. Σύντομα θα περάσω απέναντι, σε λίγο δε θα μπορούμε πια να βλεπόμαστε». Εδώ και αρκετά χρόνια ο πατέρας φοβόταν ότι είχε χάσει τις δυνάμεις του κι έτσι είχε πέσει σε βαριά μελαγχολία. Τελευταία όμως φαινόταν να έχει αποκτήσει ξανά τα χαρίσματά του. Την προηγούμενη εβδομάδα είχε θεραπεύσει μια γιαγιούλα που ήταν σκυφτή σαν στρεβλό κλαδί από την αρθρίτιδα και πριν από λίγο καιρό είχε προβλέψει ότι η τιμή του αυγού θα διπλασιαζόταν. Η επιστροφή όμως της ενόρασής του δεν ήταν καθησυχαστική. Μισούσα στ' αλήθεια αυτές τις παραπονιάρικες κουβέντες για το θάνατό του, που τις μουρμούριζε όλο και πιο συχνά. «Δε φοβάμαι κι ούτε εσύ πρέπει να φοβάσαι, dochenka maya». «Μα» «Μην ανησυχείς, όταν πάω απέναντι, θα σου στείλω σημάδι. Θα σου μηνύσω από τον άλλο κόσμο και θα 'χεις την απόδειξη ότι είμαι καλά και συνεχίζω να ζω. Υποσχέσου μου πως δε θα φοβηθείς, ότι θα είσαι δυνατή!» Δίστασα πριν ξεστομίσω το ψέμα. «Το υπόσχομαι». «Ωραία», συνέχισε κοιτάζοντάς με εξεταστικά με τα διαπεραστικά του μάτια. «Τώρα άκουσέ με. Όταν πεθάνω, πρέπει να πας αμέσως στο παλάτι και να προειδοποιήσεις τη Μητερούλα και τον Πατερούλη ότι η ζωή τους κινδυνεύει. Δώσε μου το λόγο σου και γι' αυτό!» «Ναι βέβαια».

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ, O ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ 15 «Το βλέπω να βγαίνει αληθινό! Η Μητερούλα κι ο Πατερούλης πρέπει να ειδοποιηθούν!» Το νωθρό πρόσωπό του είχε αρχίσει να συσπάται. «Μα» Η Ντούνια ήρθε βιαστική κρατώντας το πανάκριβο, φανταχτερό του παλτό από γούνα ζιμπελίνας δώρο της χήρας Ρεσετνίκοβα και το καστόρινο καπέλο του. «Το αυτοκίνητο είναι κάτω και περιμένει, Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς. Πρέπει να φύγεις γρήγορα!» είπε. Ο πατέρας την κοίταξε σαν να μη θυμόταν τι συνέβαινε. Τραβήχτηκε μακριά μου, κούνησε το κεφάλι του και παραπάτησε. Έτρεξα στο πλευρό του. «Ναι, η Μητερούλα με χρειάζεται. Πρέπει να βιαστώ», πρόσθεσε. Ξύπνησε από το λήθαργο του μεθυσιού σαν να είχε μόλις πάρει έναν υπνάκο, άρπαξε το βαρύ γούνινο παλτό και το καπέλο του από την Ντούνια και κατευθύνθηκε ζωηρά προς την πόρτα. Καθώς τον παρακολουθούσα που έφευγε βιαστικά, δεν κατάφερα να διώξω την ανησυχία που με πλημμύρισε. Όλα αυτά τα λόγια για τη βία, τα παραληρήματα που μιλούσαν για φόνο. Ήθελα να τα αποδιώξω σαν να ήταν μόνο μια τρέλα. Πώς ήταν δυνατόν όμως μετά τη συμφορά που μας είχε βρει πριν από λίγο καιρό; «Ντούνια, πού είναι η κάπα μου; Και το μανσόν μου;» φώναξα. «Α, και τα παπούτσια μου μήπως τα είδες;»