ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Θ. Ε.:ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ: ΕΛΠ 42 ΤΡΙΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2012-2013



Σχετικά έγγραφα
Ομάδα «Αναποφάσιστοι» : Αθανασοπούλου Ναταλία, Μανωλίδου Εβίτα, Μήτση Βασιλική, Στέφα Αναστασία

Το Μεσαιωνικό Κάστρο Λεμεσού.

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΟΡΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. που γέννησες και ανάθρεψες τους γονείς και τους παππούδες μας.

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Η ΑγιαΣωτήρα στους Χριστιάνους

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

Το Τραγούδι της Γης του Στράτη Μυριβήλη

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΡΑΠΤΗ. Γενική άποψη του οικισμού. Το άνοιγμα στη θέα. Η περιοχή μελέτης

Ιερού Παλατίου Ιππόδρομο ανακτόρου των Βλαχερνών, του ανακτόρου του Μυρελαίου σειρά καταστημάτων της Μέσης

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο.

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Τίρυνθας

ΣΚΟΠΟΣ: Η σύνδεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία ενός πολιτισμού.

Το Φρούριο της Καντάρας. Κατεχόμενη Κύπρος

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

Όνομα:Αναστασία Επίθετο:Χαραλάμπους Τμήμα: Β 5 Το Κούριον

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Α1 Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

«Αρχαιολογικοί χώροι και περιβαλλοντική εκπαίδευση- η μελέτη περίπτωσης της αρχαίας Μεσσήνης»

Ιστορία της Βυζαντινής Αρχαιολογίας

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Ο φιλαθήναιος αυτοκράτορας Αδριανός: όσα δεν ξέρετε γι αυτόν

Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Προστατευόμενα μνημεία και χώροι, στην Υπάτη και την ευρύτερη περιοχή

Θέατρο ιονύσου Ελευθερέως. Λίλιαν Παπαγιαννίδη Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο

ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

Βοιωτικός Ορχομενός και Μονή της Παναγίας Σκριπού Πανόραμα Ταξιδιωτικές Σημειώσεις apan.gr

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

Βυζαντινά Μνημεία της Θεσσαλονίκης

«Βυζαντινή Τέχνη και Αρχιτεκτονική, η Θεσσαλονίκη συναντά την Κωνσταντινούπολη» Βυζαντινός Περίπατος

Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης

Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία της Μάκρης

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

ΑΠΟΦΑΣΗ. Η Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού

Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων,

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΣΔΡΟΛΙΑ 7 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία Αγιάς. Ανάδειξη και αξιοποίηση.

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ. Ονομασία Φορέα: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΦΙΛΙΠΠΩΝ - ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ - ΘΑΣΟΥ - ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ - ΚΑΒΑΛΑ

Υπόγειο δίκτυο πρόσβασης Ένα νέο έδαφος

ΟΜΟΔΟΣ ΟΨΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ. χατζηπέτρου_ελένη. Περιοχές-Όψεις

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2016 Εκκλησίες της Σωτήρας. Πρόγραμμα Μαθητικών Θρησκευτικών Περιηγήσεων «Συνοδοιπόροι στα ιερά προσκυνήματα του τόπου μας»

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο.

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ

Πανεπιστήμιο Κύπρου Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος Πρόγραμμα Αρχιτεκτονικής ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ.

Φρούρια, Κάστρα Κέρκυρα. Παλαιό Φρούριο

ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΥΠΟΟΜΑΔΑ:ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΒΙΚΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΗΛΙΑΝΑ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΥΡΤΩ ΑΓΑΠΙΟΥ

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Μινωικοί ιεροί χώροι

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης

Ενότητα 5. Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

Η επέμβαση στη Νάπολη, 1850 και 1855.

Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Δραπετσώνας & Τροιζήνας Μεθάνων. Λόφος Μουσών. Φύλλα εργασίας

Ιερά Μονή Γόλας: Το μοναστήρι των δύσκολων καιρών

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

ΖΑΝΝΕΙΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ. Μάθημα: Ερευνητική Εργασία Α Λυκείου-Τμήμα ΑPR6. Σχολικό έτος:

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Η Λίνδος απέχει 50 χλμ. νότια από την πόλη της Ρόδου. Ο οικισμός διατηρεί το χρώμα και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Κυρίαρχο στοιχείο ο

ΘΕΜΑ: «Προτάσεις για την Τουριστική Ανάπτυξη και προβολή της Τοπικής Κοινότητας Στράτου» Κύρια πύλη δευτερεύουσα πύλη πύλη Ακρόπολης Παραποτάμια πύλη

Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος

ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ γ γυμνασίου

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΠΡΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗ. Ανακτορούπολη - εξωτερικά της νότιας πλευράς του χώρου, Νέα Πέραμος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ

Γενικό Λύκειο Καρπερού Δημιουργική Εργασία: Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

Βυζαντινά Χρόνια. Τι έτρωγαν, Τι έπιναν Οι συνήθειες τους, Ενδυμασία

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ. Σελ. 1

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Α Ι Ν Ο Σ ``ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ. έτος ίδρυσης 1976

Transcript:

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Θ. Ε.:ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ: ΕΛΠ 42 ΤΡΙΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2012-2013 Θέμα: Αναζητείστε ομοιότητες και διαφορές στη μορφή των πόλεων της Παλαιοχριστιανικής (4ος 7ος αι. μ.χ.) και Βυζαντινής περιόδου (7ος 15ος αι μ.χ) μέσα από αρχαιολογικές αναφορές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις πόλεων. Ωστόσο, αποφύγετε τις λεπτομερείς περιγραφές συγκεκριμένων πολεοδομικών συνόλων ή αρχιτεκτονημάτων (εκκλησίες) και προτιμείστε γενικότερες συγκριτικές αναφορές και συνθέσεις. Πρότυπη Εργασία Α. Εισαγωγή Η μελέτη της πολεοδομικής εξέλιξης των πόλεων είναι από τη φύση της μια ιστορία που περιλαμβάνει τη μελέτη ειδικών παραδειγμάτων, πόλεων που πρέπει να μελετηθούν ξεχωριστά, αποφεύγοντας τις γενικεύσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελούν πάντα οι συστηματικές ανασκαφές που επιτρέπουν σε πολλές περιπτώσεις την προσέγγιση του πολεοδομικού ιστού, τουλάχιστον σε κάτοψη. Επιπλέον οι γραπτές μαρτυρίες, είτε πρόκειται για έμμεσες ενδείξεις είτε συχνά για Τακτικά, 1 αποτελούν βασικές πηγές για την ανασύσταση μιας περιοχής και μιας εποχής. Θα ήταν χρήσιμο, εδώ, να διευκρινίσουμε τι σημαίνει πολεοδομικός σχεδιασμός μιας πόλης. Πρόκειται για τις αρχές δομής και δόμησης ενός οικιστικού περιβάλλοντος, αλλά και για τις διορθωτικές παρεμβάσεις σε αυτό, με σκοπό την κάλυψη των ιδιωτικών και δημόσιων-κοινωνικών αναγκών. Ο σχεδιασμός αυτός έχει άμεσα αποτελέσματα στην εικόνα της πόλης, με την εφαρμογή γεωμετρικών χαράξεων που προσαρμόζονται στις εκάστοτε εδαφικές ιδιαιτερότητες. Είτε υιοθετείται το αρχαίο ιπποδάμειο σύστημα (γεωμετρία του ορθογώνιου κάναβου), είτε διαφορετικού τύπου διατάξεις (ομόκεντροι κύκλοι, χάραξη δρόμων με σκοπό την 1 Διονυσίου Αρεοπαγίτου κείμενα, PG 3, 1857. Β. Baldwin, ODB, 926, 927. 1

ανάδειξη ενός κεντρικού στοιχείου-πυρήνα), οι πόλεις δομούνται πάνω σε τομείς με σκοπό την οργάνωση και τη λειτουργία των δημόσιων ελεύθερων χώρων. Ζητήματα όπως η ασφάλεια (τείχη), η λειτουργικότητα (χρήση γης για κατοικίες, εμπόριο, δημόσιο και θρησκευτικό βίο και νεκροταφεία), η υγιεινή (λουτρά) και η αισθητική (κτήρια μνημειακού ύφους που αναδεικνύουν συγκεκριμένες πολιτικές και θρησκευτικές αντιλήψεις) αποτελούν τους βασικούς στόχους που πρέπει να καλύπτονται από τον εκάστοτε πολεοδομικό σχεδιασμό μιας πόλης. 2 Στην παρούσα εργασία θα αναζητήσουμε τις διαφορές και τις ομοιότητες στην μορφή των πόλεων της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής περιόδου μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα και οικιστικά κατάλοιπα. Σκοπός αυτής της σύγκρισης αποτελεί η κατανόηση της διαφορετικής τυπολογίας και δομής των πόλεων κατά τις δύο αυτές περιόδους, δηλωτική των μετασχηματισμών στο τοπίο και των προτεραιοτήτων κάθε εποχής. Β. Κύριο Μέρος 1. Τα χρονικά πλαίσια και οι μεταβολές. Η πορεία από την ύστερη αρχαιότητα στον μεσαίωνα. Το ιστορικό πλαίσιο το οποίο προσπαθεί να καλύψει η παρούσα μελέτη είναι τεράστιο και ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από πολλές μεταβολές, αντίστοιχες με τους μετασχηματισμούς που υπέστη η βυζαντινή αυτοκρατορία σε όλο της το εύρος και σε διάστημα χιλίων ετών. Μολονότι, είναι δύσκολο να μελετήσουμε την ιστορία τόσων αιώνων ως ενιαία, θα προσπαθήσουμε να διασαφηνίσουμε κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και μεταβολές της βυζαντινής κοινωνίας. Διότι θεωρούμε πως η ιστορία των πόλεων συνδέεται με αυτή των κοινωνικών θεσμών, των πολεοδομικών - αρχιτεκτονικών εξελίξεων, καθώς και της οικονομίας. 3 Σχηματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο 7 ος αιώνας αποτελεί μια σημαντική διαχωριστική γραμμή: η βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει να παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα από αυτή του παρελθόντος. Ήδη από τον 6 ο αιώνα παρατηρείται μια έντονη παρακμή των αστικών κέντρων και της αστικής ζωής στις πόλεις και στις περιφέρειες της αυτοκρατορίας, απόρροια των αλλαγών στις βασικές 2 Π. Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», Αρχαιολογία στον ελληνικό χώρο, τ. Β, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, 192. 3 C. Bouras, «City and Village: Urban design and architecture», JӦB 31/ 1, 2, (1981), 611-653. A. Guillou, La civilisation byzantine, Παρίσι 1974, 243 κ.ε. 2

οικονομικές και κοινωνικές δομές. 4 Ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ευημερίας επικρατούσε μέχρι και τον 6 ο αιώνα σε όλη την διευρυμένη επικράτεια χάρη στις εδαφικές ανακτήσεις, τη δομημένη χωροταξική οργάνωση των κεντρικών και επαρχιακών πόλεων, χάρη σε ένα οικονομικό αναπτυξιακό σύστημα στηριζόμενο στο εμπόριο και σε δίκτυα ανταλλαγών. 5 Ωστόσο, από τα τέλη του ίδιου αιώνα, παρατηρείται προοδευτικά μείωση του αστικού πληθυσμού, παρακμή του εμπορίου και στροφή προς αγροτικές κοινωνίες 6. Τόσο οι δημογραφικές αλλαγές από την εδαφική συρρίκνωση του βυζαντινού κράτους και τις επαναλαμβανόμενες επιδημίες πανώλης (6 ος -8 ος αι.), 7 όσο και η ανασφάλεια απέναντι στις αραβικές και σλαβικές επιδρομές, οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας νέας αγροτικής οικονομίας και κατά συνέπεια νέων μορφών και θεσμών κοινωνικής οργάνωσης. Η κρίση του 6 ου και 7 ου αιώνα οδηγεί, λοιπόν, στην παρακμή του αρχαίου αστικού μοτίβου και των πόλεων, καθώς και στην αλλαγή της εικόνας των τελευταίων και σε αρκετές περιπτώσεις στην εγκατάλειψή τους, έτσι όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα. 8 Ωστόσο, από τα τέλη του 8 ου αιώνα, η βαθμιαία οικονομική ανάκαμψη, η δημογραφική άνοδος και οι νέες ρυθμίσεις στην οικονομία και το εμπόριο, 9 αντικατοπτρίζονται και στα ερείπια των μεσοβυζαντινών πόλεων. Είτε χτίστηκαν εκ νέου σε άλλη θέση, είτε οχυρώθηκαν και ξαναχτίστηκαν, 10 τα νέα 4 C. Mango, Βυζάντιο. Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφ. Τσουγκαράκης Δ., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, 77. A.P Kazhdan, A. Wharton Epstein, Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11 ο και τον 12 ο αιώνα, μτφ. Παππάς Α., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, 24-38 5 C. Morrisson, J.-P. Sodini, «Ο έκτος αιώνας», Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ. Α, σπορ. 281-348 (και σχετική προηγούμενη βιβλιογραφία). 6 M. Kaplan, Les hommes et la terre à Byzance du VIe au XIe siècle. Propriété et exploitation du sol, Παρίσι 1992, 324. 7 C. Mango, Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles), Travaux et Mémoires du Centre de Recherche d Histoire et Civilisation de Byzance. Monographies 2, Boccard, Παρίσι, 1990, 51 (αναφέρει πως το έτος 542 ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης μειώθηκε στο μισό εξαιτίας της πανώλης). J.-N. Biraben, «Rapport. La peste du VI siècle dans l Empire byzantine», Hommes et Richesses, τ. Ι, 121-125. 8 J.-P. Sodini, «La contribution de l archéologie à la connaissance du monde byzantin (IV-VII siècles)», DOP 47 (1993), 139-184. 9 Για την οικονομική ανάκαμψη από τον 8 ο αιώνα και έπειτα: J. Lefort, «Η αγροτική οικονομία (7 ος - 12 ος αιώνας)», Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, ό.π., τ.β., 427-487. G. Dragon, «Η αστική οικονομία από τον 7 ο έως τον 12 ο αιώνα», στο Ίδιο, τ.β., 43-59. 10 Να σημειωθεί πως είναι αρκετά δύσκολο να διατυπωθεί μια ενιαία άποψη για την παρακμή και αναβίωση των αστικών κέντρων κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Κι αυτό, γιατί, ενώ η αρχαιολογία και αρκετοί ερευνητές καταλήγουν σε μια αστική αναβίωση κατά τον 11 ο και 12 ο αιώνα (μεσαιωνική ανάκαμψη), τα ανά τόπους αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι τα μόνα που μπορούν να επιβεβαιώσουν τέτοιες εξελίξεις. Χαρακτηριστική είναι η άποψη των Kazhdan και Epstein που υποστηρίζουν πως οι πόλεις της Μ.Ασίας φαίνεται να έμειναν στη βάση τους αγροτικές και να λειτουργούσαν ως στρατόπεδα και ενδιάμεσοι σταθμοί (με εξαίρεση Νίκαια, Νικομήδεια, Έφεσο) και να υστερούσαν από τις αντίστοιχες βαλκανικές ως προς την αστική ανάπτυξη (Βλ. Kazhdan, Epstein, Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό, ό.π., 74-75). Επίσης, νέες πόλεις εμφανίζονται ως αγροτικές κωμοπόλεις, 3

βυζαντινά κέντρα διαφοροποιούνται πλέον από τις καλοσχεδιασμένες πόλεις της ύστερης αρχαιότητας. Τα περισσότερα, μάλιστα, επανέρχονται ως ένα άθροισμα οικισμών που απλώνονται γύρω από τα τείχη ενός προϋπάρχοντος οχυρού και κατέχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση στην αστική οικονομία του 11 ου και 12 ου αιώνα (Αθήνα, Θήβα, Κόρινθος). Κατά την υστεροβυζαντινή εποχή, οι νέες συνθήκες ανασφάλειας και οι πολιτικοοικονομικές ανακατατάξεις, επέβαλαν ξανά τη δημιουργία νέων πόλεων. Σε αυτές τα περίχωρα συρρικνώνονται και δημιουργούνται πόλεις-οχυρά με καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. Επιπλέον, εξαιτίας της διάσπασης του βυζαντινού κράτους, οι περισσότερες διακρίνονται από ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: αν και περιορισμένης έκτασης, αποτελούν διοικητικά κέντρα της περιφέρειας που ανήκουν, έδρες των τοπικών κοσμικών ηγεμόνων. 11 2. Εξελίξεις και μετασχηματισμοί των πόλεων από την παλαιοχριστιανική στη βυζαντινή εποχή. Μορφή και οργάνωση του πολεοδομικού ιστού. Το βασικό ζήτημα που θα εξεταστεί στο παρόν κεφάλαιο αφορά στη μορφή και οργάνωση των πόλεων κατά τις δύο εξεταζόμενες περιόδους. Σύμφωνα με τους ιστορικούς των λεγόμενων «σκοτεινών ή μεταβατικών χρόνων», είναι αρκετά δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα αν τελικά οι πόλεις κατά την περίοδο αυτή άλλαξαν εκ θεμελίων ή αποτέλεσαν συνέχεια των πρώιμων πόλεων. 12 Αναμφισβήτητα, αλλαγές που συντελέστηκαν τόσο στον διοικητικό και οικονομικό τομέα όσο και στον αστικό ιστό, ενισχύουν την άποψη περί αγροτοποίησης της βυζαντινής κοινωνίας και συρρίκνωσης των πόλεων. Με οδηγό τα αρχαιολογικά δεδομένα θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε ομοιότητες και διαφορές στη μορφή και τον πολεοδομικό τους ιστό και να εξετάσουμε με ποιο τρόπο οι κάτοικοι των επόμενων αιώνων επανοικειοποιήθηκαν και επανασχεδίασαν τον αστικό χώρο. 13 μητροπόλεις και έδρες στρατηγών (για τη Θεσσαλία και την πόλη της Λάρισας: Α.Μ. Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι το 1204. Συμβολή εις την ιστορικήν γεωγραφίαν, Αθήνα 1974). 11 K.-P. Matschke, «Η οικονομία των πόλεων κατά την υστεροβυζαντινή εποχή (13 ος -15 ος αιώνας)», Λαΐου, Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, ό.π., τ. Β., 142-154. 12 Οι βυζαντινές πόλεις (8 ος -15 ος αιώνας). Προοπτικές της έρευνας και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Τ. Κιουσοπούλου (επιμ), Ρέθυμνο 2012. Διεθνές επιστημονικό συμπόσιο, Ρέθυμνο, 18-20 Οκτωβρίου 2009, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. 13 Από τη συγκεκριμένη μελέτη δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εκ προοιμίου, αρχικά τις αναφορές στην Κωνσταντινούπολη, και δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, θα προσπαθήσουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στις βυζαντινές πόλεις που αναδεικνύουν καλύτερα την εξέλιξη και διαμόρφωση του αστικού φαινομένου στα πλαίσια της επικράτειας. 4

Πόλεις με αδιάκοπη οικιστική δράση από την αρχαιότητα. Πόλεις που εγκαταλείφθηκαν και αναβίωσαν αργότερα, (συχνά με μορφή οικισμού γύρω από ένα κάστρο). Νέες πόλεις συνοικισμοί από τον 8 ο αιώνα και έπειτα. Νέες πόλεις-οχυρά κατά την υστεροβυζαντινή εποχή. Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Θήβα, Κόρινθος, Σμύρνη, Νίκαια, Άγκυρα Χαλκηδόνα, Χερσώνα. Πέργαμος, Λακεδαιμονία-Μονεμβασία, Μίλητος, Πριήνη, Σάρδεις, Αττάλεια, Άρτα κ.ά. Μονεμβασία, Σέρβια, Στρόβιλος, Πρεσλάβα, Μαρώνεια, Ξάνθεια, κ.ά. Μυστράς, Γεράκι, Μουχλί, Αγγελόκαστρο, Ρογοί. Πίνακας με τις ενδεικτικές παλαιοχριστιανικές και βυζαντινές πόλεις 14 2.1. Οχύρωση Τα οχυρωματικά έργα αποτελούν τα πιο δυναμικά και προσιτά κτίσματα της αρχαιολογικής έρευνας και δίνουν εξ αρχής σαφείς ενδείξεις για την έκταση και τον χαρακτήρα των πόλεων. Τα τείχη των πόλεων φαίνεται να τροποποιήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, να ανακαινίστηκαν ή να ενισχύθηκαν με περαιτέρω αμυντικές δομές, αλλάζοντας μορφή και ενίοτε θέση και επομένως και έκταση της ακρόπολης. Παρά τις αλλαγές, η ανάγκη ύπαρξης ενός προστατευτικού τείχους για την άμυνα της πόλης από τους εξωτερικούς εχθρούς, παραμένει κοινή από την αρχαιότητα μέχρι και τον μεσαίωνα 15. Σημαντική ήταν η ανακαίνιση ή εκ νέου οχύρωση αρκετών πόλεων κατά τον 6 ο αιώνα, στο πλαίσιο του προγράμματος ανοικοδόμησης των φρουρίων της Ελλάδας που πραγματοποίησε ο Ιουστινιανός (όπως η Θήβα και η Αθήνα) 16. Το στοιχείο που διαφοροποιεί τις παλαιοχριστιανικές πόλεις από αυτές των μεταβατικών χρόνων και του μεσαίωνα είναι η δημιουργία ενός, μικρότερου σε έκταση, εσωτερικού οχυρωματικού τείχους που προστατεύει το κέντρο του αστικού ιστού, το λεγόμενο οχυρό. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, οι οποίες ήταν τειχισμένες από τα ελληνιστικά και τα αρχαία χρόνια 14 Χ. Μπούρας, «Απόψεις των βυζαντινών πόλεων από τον 8 ο έως τον 15 ο αιώνα», Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, ό.π., τ.β., 200-201 (όπου και η σχετική βιβλιογραφία). 15 Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», 198-199, 221. 16 Προκόπιος, Περί κτισμάτων, 4, 2, 272, Λιψία 1964. Ι. Τραυλός, Η Πολεοδομική εξέλιξις της πόλεως των Αθηνών από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του ΙΘ αιώνος, Αθήνα 1960, 1993 (β εκδ), 144-145. 5

αντίστοιχα. Στη Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα της επαρχίας του Ιλλυρικού, τα παλαιοχριστιανικά τείχη ανακαινίστηκαν στα τέλη του 4 ου αιώνα με πύλες, πύργους, πολεμίστρες και διάδρομο στην εσωτερική πλευρά. Η παλαιοχριστιανική οχύρωση της πόλης, θεμελιώθηκε σε παλαιότερους περιβόλους και παρά τις ανακαινίσεις έμεινε αναλλοίωτη σε όλο τον μεσαίωνα 17. Η Αθήνα κατά τον 3 ο αιώνα περιβάλλεται από ένα νέο τείχος (Βαλεριάνειο) που ακολούθησε την πορεία του αρχαίου θεμιστόκλειου και επεκτάθηκε ανατολικά για να περιλάβει και τη νέα πόλη που αναπτύχθηκε την εποχή του Αδριανού εκτός του αρχαίου περιβόλου. Το μεγάλο αυτό οχυρωματικό έργο που επέκτεινε την πόλη στα ανατολικά κατά τον 3 ο αιώνα, καταστράφηκε σύντονα από την επιδρομή των Ερούλων το 267. Μετά την καταστροφή, η πόλη συρρικνώθηκε αρκετά στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης και μετατράπηκε σταδιακά σε οχυρό. Το νέο αποκαλούμενο υστερορωμαϊκό τείχος, με ορθογώνιους πύργους και μικρές πύλες, ανεγέρθη στα 280-282. Αφήνοντας εκτός την αρχαία αγορά και τη βιβλιοθήκη του Αδριανού, συμπεριελάμβανε τη ρωμαϊκή αγορά, καθώς και τη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, με σκοπό την οχύρωση της πηγής στην περιοχή του Ασκληπιείου που διοχέτευε την πόλη με νερό. Επιπλέον, η είσοδος του μεσαιωνικού κάστρου (πύλη Beulé), οχυρώθηκε με δύο τετράπλευρους πύργους. 18 Έτσι, κατά τον όψιμο 3 ο αιώνα, η Ακρόπολη της Αθήνας αρχίζει να μεταβάλλεται σε κάστρο και να αποτελεί πια οικιστική περιοχή και καταφύγιο των κατοίκων σε ώρα κινδύνου, φαινόμενο που θα διατηρηθεί σε όλα τη διάρκεια του μεσαίωνα. Στις αρχές του 13 ου αιώνα, οι γάλλοι δούκες ανακατασκευάζουν τον οχυρωματικό περίβολο στη ρίζα του βράχου (Ριζόκαστρο), βελτιώνουν τις οχυρώσεις με προτειχίσματα και πύργους κατόπτευσης, και μετατρέπουν την Ακρόπολη σε μεσαιωνικό κάστρο, όπου τον 14 ο αιώνα θα συμπεριλάβει τα ανάκτορα των φλωρεντινών δουκών. 19 Αρκετές πληροφορίες και αρχαιολογικές μαρτυρίες προέρχονται επίσης από την Κόρινθο και τη Θήβα, όπου οι βυζαντινές ακροπόλεις βρισκόταν στα μεσοβυζαντινα χρόνια σε αρκετή απόσταση από τον οικισμό. Το τείχος του Ακροκόρινθου πάτησε σχεδόν πάνω στα θεμέλια της ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής περιόδου, ενώ τον 6ο αιώνα η ανοικοδόμηση χριστιανικών ναών μακριά από τα τείχη είναι δηλωτική της μεταφοράς του κέντρου της πόλης εκτός του 17 Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 213. Ε. Kourkoutidou-Nikolaidou, Α. Tourta, Wandering in Byzantine Thessaloniki, εκδ. Kapon 1997, 24 26. 18 Ι. Τραυλός, Η Πολεοδομική, ό.π., 126-128, εικ. 79-80. 19 Ε. Μακρής, Κ.Τσάκος, Α.Χαριτωνίδου, «Το Ριζόκαστρο. Σωζόμενα υπολείμματα: Νέες παρατηρήσεις και μεταχρονολόγηση», ΔΧΑΕ 14 (1987-1988), 329-366 http://www.deltionchae.org/index.php/deltion/article/view/1023 6

οχυρωματικού περιβόλου. Τον 13ο αιώνα οι Φράγκοι βρήκαν την πόλη επιμελώς οχυρωμένη με πύργους και περιμετρικό τείχος, ανατολικά της ρωμαϊκής αγοράς. 20 Στη Θήβα, σύμφωνα με τον καθηγητή Χ. Μπούρα, η επέκταση της πόλης εντοπίζεται έξω από την Καδμεία, σε περιφερειακούς οικισμούς. Παρά τις επεκτάσεις, ο τειχισμένος πυρήνας παρέμεινε πάντα η Καδμεία από την εποχή ανακατασκευής του περιβόλου, επί Ιουστιανιανού, στα βυζαντινά χρόνια και τη Φραγκοκρατία, όπου και προστέθηκαν πύργοι. 21 Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση των Σάρδεων, όπου μέχρι το 616 ήταν πρωτεύουσα της αναπτυγμένης επαρχίας της Λυδίας, με δημόσια κτήρια, μητρόπολη και όλα τα στοιχεία μιας πόλης της ύστερης αρχαιότητας. Μετά την καταστροφή της από την περσική επιδρομή, η πόλη δεν ξαναχτίστηκε και περιορίστηκε σε ένα οχυρό-φρούριο που δέσποζε στην κορυφή του λόφου, τόσο κατά τον πρώιμο όσο και τον ύστερο μεσαίωνα. 22 Τα τεκμήρια υστερορωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών οχυρώσεων σημαντικών πόλεων, όπως αυτές που εξετάσαμε παραπάνω οι οποίες αποτελούσαν σημαντικά οικονομικά ή διοικητικά κέντρα με οχυρωματική μέριμνα χρονολογούνται από τα τέλη του 4 ου έως τον 6 ο αιώνα. Σε αυτές που παρουσιάζουν συνεχή οικιστική δραστηριότητα, η βυζαντινή οχύρωση δεν φαίνεται να αλλοίωσε την αρχική χάραξη. Ωστόσο, μετά τους «μεταβατικούς αιώνες», ζητήματα ασυνέχειας, συνέπεια της εγκατάλειψης και της μετατόπισης του πληθυσμού στις ακροπόλεις, οδήγησαν σε νέες αμυντικές οχυρώσεις στο εσωτερικό των παλαιότερων ή πάνω στα ερείπια των τειχών των αρχαίων ακροπόλεων. Οι βυζαντινές πόλεις, με τα λεγόμενα εσωτερικά κάστρα ή καταφύγια, επεκτείνονται στα χρόνια της ευημερίας και της ακμής (9 ος -11 ος αι.) προς τις γύρω περιοχές. Από τον 12 ο αιώνα και ύστερα, είτε ξαναχτίζονται, είτε τροποποιούνται, στην πλειοψηφία τους, από τους Νορμανδούς, τους Βενετούς και τους Σταυροφόρους. Η οχύρωση, λοιπόν, των πόλεων και η ίδρυση οχυρών ή πύργων, που ίσχυε στην αρχαιότητα, εξακολούθησε σε όλο τον μεσαίωνα 23. Οι σημαντικότερες βυζαντινές πολιτείες, όσες υπήρχαν ήδη από προγενέστερες εποχές (π.χ. 20 Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 229. 'Ιωάννου τού Ευγενικού, Εγκωμιαστική έκφρασις Κορίνθου, ό.π., 47, 48, όπου επαινεί την οχύρωση του Ακροκορίνθου. 21 C. Bouras, «City and Village», ό.π., 622-625. 22 C. Foss, Byzantine and Turkish Sardis, Archaeological Exploration of Sardis, Μονογραφία 4, Cambridge, Mass./ Λονδίνο 1976. 23 Σε Αυτό συνηγορεί και η άποψη του καθηγητή Χ. Μπούρα: Χ. Μπούρας, «Πολεοδομικά των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών πόλεων», ΔΧΑΕ 20 (1998), 90 http://www.deltionchae.org/index.php/deltion/article/view/1197 7

Κωνσταντινούπολη 24, Θεσσαλονίκη), αλλά και όσες ιδρύθηκαν κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (μετά το 1262) 25 δίνουν την ίδια περίπου εικόνα: πάνω στο λόφο, που δεσπόζει στην περιοχή, κατασκευάζεται ένα κάστρο από την αρχή ή θεμελιώνεται πάνω σε ερειπωμένα αρχαία ή ρωμαϊκά τείχη, ακολουθώντας τις ανωμαλίες του εδάφους. Έξω από το κάστρο (το οποίο ισοδυναμεί με τη ακρόπολη των αρχαίων πόλεων-άστεων) χτίζεται ο οικισμός που περιβάλλεται επίσης από αμυντικό περίβολο. Σε διάφορες περιπτώσεις, όπως αυτή του Μυστρά, 26 η αύξηση του πληθυσμού δημιούργησε την ανάγκη ενός δεύτερου περιβόλου για την προστασία ολόκληρου του οικισμού. Έτσι, το κάστρο των μεσαιωνικών και κυρίως των ύστερων χρόνων, δεν χαρακτηρίζει μόνο το φρούριο, αλλά ολόκληρη την οχυρωμένη πόλη, την καστροπολιτεία. Σε αντιπαράθεση με τη λέξη «κάστρο», τα μεσαιωνικά κείμενα, αναφέρουν τον όρο «χώρα», που φαίνεται να δηλώνει τον ανοχύρωτο οικισμό εκτός των περιβόλων. 27 2.2. Πολεοδομικός ιστός Μορφή και οργάνωση των αστικών κέντρων. Οι πολεοδομικές αρχές και η εικόνα της ρυμοτομίας του αστικού κέντρου, δηλαδή των δρόμων και των κεντρικών αρτηριών που οδηγούν στο κέντρο της πόλης, είναι το πρώτο από τα ζητήματα που θα εξετάσουμε. Φυσικά, οι παλαιοχριστιανικές πόλεις διασώζουν περισσότερα αρχαιολογικά κατάλοιπα, ενώ, αντίθετα, οι ενδείξεις από τους βυζαντινούς οικισμούς είναι περιορισμένες. Βασικό χαρακτηριστικό των βυζαντινών πόλεων που δημιουργήθηκαν μετά την εικονομαχία, σε αντίθεση με τις παλαιοχριστιανικές πόλεις, είναι πως 24 Για τα τείχη και την εξέλιξη της Κωνσταντινούπολης: C. Mango, Le développement urbain de Constantinople, ό.π., 46-47. A.-M. Talbot, «The restoration of Constantinople under Michael III», DOP 47 (1993), 243-261. 25 Ο αριθμός των κάστρων και των νέων οικισμών που ιδρύθηκαν από τον 13 ο αιώνα και έπειτα από Βυζαντινούς (Λεοντάρι, Λογγάνικος, Μουχλί, Άρτα κ.ά.), Φράγκους (Χλεμούτσι, Καρύταινα, Γεράκι, Μυστράς κ.ά.) και Ενετούς (Κρήτη, Κέρκυρα κ.ά) είναι τεράστιος. Ωστόσο, το εκτεταμένο αυτό δίκτυο φεουδαρχικού τύπου καστροπολιτειών, με εξελιγμένες οχυρωματικές τεχνικές και την δημιουργία του κάστρου-παλατιού δεν είναι αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Το ελάχιστο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως παρά τις διάφορες σημαντικές διαφορές ως προς τον τρόπο δόμησης και στα οχυρωματικά μέτρα, τα εν λόγω κάστρα παρουσιάζουν την ίδια μορφή: γύρω από ένα φρούριο, σε λόφο ή παραθαλάσσιο, απλώνεται η πόλη που περιβάλλεται και αυτή από οχυρωμένο περίβολο.βλ. ενδεικτική βιβλιογραφία: Χ. Μαλτέζου, Φρούρια, Οικισμοί (της περιόδου της Βενετοκρατίας), ΙΕΕ, 10, 1974, 228 κ.εξ. Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο (5 ος -15 ος αιώνας). Περιλήψεις, Διεθνές Συνέδριο, 30 Σεπτεμβρίου 2 Οκτωβρίου 2011, Κόρινθος 2011. 26 Μ. Χατζηδάκης, Η μεσαιωνική πολιτεία και το κάστρο, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995. 27 Χρονικό του Μορέως, εκδ. Καλονάρου, Αθήνα 1940, στ.62, στ.1411. 8

απομακρύνονται από τις θεσμικές δομές των ελληνορωμαϊκών πόλεων 28, φαινόμενο που βαθμιαία αποτυπώνεται τόσο στις λειτουργίες, όσο και στο κτιστό περιβάλλον. Έτσι, ο πολεοδομικός ιστός χάνει την κανονικότητα, την οργάνωσή και το μνημειακό του ύφος. Οι παλαιοχριστιανικές πόλεις χαρακτηρίζονται από καλοσχεδιασμένες πολεοδομικές διατάξεις. Ο αστικός χώρος διαιρείται σε ορθογώνια οικοδομικά τμήματα με κάθετους και οριζόντιους δρόμους, όπου μια μνημειώδης κεντρική αρτηρία διασχίζει την πόλη και οδηγεί συνήθως στο forum, την κεντρική πλατεία με τα δημόσια και διοικητικά κτήρια καθώς και τις οικίες της ανώτερης αστικής τάξης 29. Η πόλη των Φιλίππων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον το κέντρο της πόλης τροποποιείται ριζικά από τον 2 ο στον 6 ο αιώνα. Η θέση του ρωμαϊκού forum που καταλαμβάνει το κέντρο της πόλης, με την παλαίστρα, τα δημόσια κτήρια και τους χώρους λατρείας, αλλάζει με την ανέγερση χριστιανικών κτισμάτων που κυριαρχούν στο τοπίο και παρεμβαίνουν στην κανονική ρυμοτομία της πόλης 30. Ένα άλλο κέντρο που αξίζει να μνημονευτεί είναι αυτό της Μεσσήνης 31, σημαντικής ελληνιστικής πόλης της Πελοποννήσου, με καίρια οικονομική και πολιτική θέση κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο αστικός χαρακτήρας της πόλης φανερώνεται από την μνημειακή αγορά στο κέντρο της πόλης, με το ναό της θεοποιημένης Μεσσήνης, το Ασκληπιείο, τις στοές και τους πολυάριθμους οίκους. Ωστόσο, ήδη από τον 4 ο αιώνα, η τοπογραφία του κέντρου αλλάζει πλήρως και τα αστικά μνημειακά κτήρια εγκαταλείπονται και καταστρέφονται. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα (τέλη 5 ου αιώνα) οι πρωτοβυζαντινοί κάτοικοι αξιοποιούν τον χώρο και τα υλικά, εγκαινιάζοντας διάφορες παραγωγικές εγκαταστάσεις, ενώ εκκλησίες και νεκροταφεία εμφανίζονται στο κέντρο της πόλης. Ο οικισμός στρέφεται πλέον προς την αγροτική παραγωγή και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που κατοικούσαν κάποτε στις αστικές βίλες του κέντρου απουσιάζουν 32. Χαρακτηριστική ένδειξη 28 Ο θεσμός της κουρίας και του έπαρχου του πραιτωρίου, που αναλάμβαναν και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης, εκλείπει από τον 5 ο και 8 ο αιώνα αντίστοιχα. Η Εκκλησία και οι επίσκοποι, πρωτεύοντες ή κτήτορες αναλαμβάνουν τη φροντίδα της πόλης. G. Dagron, «Le christianisme dans la ville byzantine», DOP 31 (1977), 3-25. H.G. Saradi, The Byzantine City in the Sixth Century. Literary Images and Historical Reality, Αθήνα 2006, 168. 29 Για τον σχεδιασμό της Κωνσταντινούπολης, που λειτούργησε ως πρότυπο για όλες τις βυζαντινές πόλεις: C. Mango, Le développement urbain de Constantinople, ό.π., 23-36, 51-53. Βλ. επίσης τις ανακοινώσεις από το Dumbarton Oaks Symposium του 1998 για την Κωνσταντινούπολη στο DOP 54 (2000). http://www.doaks.org/resources/publications/dumbarton-oaks-papers/dop54 30 Π. Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 214-215. 31 Π. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη: Ιστορία Μνημεία Άνθρωποι, Αθήνα 2010. 32 Για την πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη: Ο Ίδιος, «Υστερορωμαϊκή και Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία: αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, εκδ. Π. Θέμελης Β. Κοντή, Αθήνα 2002, 20-58. 9

αυτής της μεταστροφής προς την «αγροτοποίηση» είναι η μετατροπή της κεντρικής μνημειακής κρήνης και του μετέπειτα ρωμαϊκού νυμφαίου, που βρισκόταν στο δυτικό άκρο της αρχαίας αγοράς, σε νερόμυλο (6 ος αι.) 33. Ανάλογες εξελίξεις, σημειολογικές της μετάβασης από τα μεγάλα υστερορωμαϊκά και παλιοχριστιανικα αστικά κέντρα σε μικρότερους οικισμούς, εντοπίζονται διάσπαρτα στη βυζαντινή επικράτεια, με γνωστότερη αυτή του νερόμυλου στην Αγορά της Αθήνας 34. Το συγκεκριμένο, μάλιστα, παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε από τους ερευνητές ως κριτήριο της μετατροπής της αρχαία πόλης σε χωριό. Σύμφωνα με τα σωζόμενα κατάλοιπα, οι δρόμοι στις περισσότερες βυζαντινές πόλεις είναι στενοί, σπάνια ευθύγραμμοι, πολλές φορές αδιέξοδοι, δίνοντας την εντύπωση ακαταστασίας και πυκνής κατοίκησης (Κόρινθος, Άργος, Πέργαμος) 35. Επιβιώσεις του αρχαίου κανονικού πολεοδομικού συστήματος, με κάθετους και οριζόντιους δρόμους, συναντώνται σπάνια και σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπως στη μεσοβυζαντινή Νίκαια, τη Θεσσαλονίκη και τη Ρόδο, ενώ στην Πέργαμο επιβιώνει στα μεσαιωνικά χρόνια η κεντρική οδός που οδηγούσε στην πύλη του κάστρου (κάτι ανάλογο με την επιβίωση της οδού των Παναθηναίων στην Αθήνα) 36. Στη Θεσσαλονίκη, μπορούμε να διακρίνουμε μια «μέση οδό», κάπως ευρύτερη και καθοριστική για το σχήμα της πόλης, η οποία είχε διαμορφωθεί στον 6ο αιώνα, και διασταυρωνόταν με έναν κεντρικό κάθετο άξονα που οδηγούσε στο βυζαντινό λιμάνι της πόλης. 2.3. «Αγορές» και δημόσια κτήρια. Όπως φάνηκε και από τα παραπάνω, τα κοσμικά δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, είτε διοικητικά (βουλευτήρια, επαύλεις κ.ά.), είτε χώροι ψυχαγωγίας (παλαίστρες, θέατρα, λουτρά), που δέσποζαν στο κέντρο των αρχαίων, ρωμαϊκών και παλαιοχροστιανικών πόλεων, μειώθηκαν και ήταν ασφαλώς ελάχιστα κατά τους βυζαντινούς χρόνους 37, 33 Ο Ίδιος, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ (1995), 56. 34 J.Spain, «The Roman Watermill in the Athenian Agora: A New View of the Evidence», Hesperia 56 (1987), 335-353. 35 C. Bouras, «Houses in Byzantium», ΔΧΑΕ 11 (1982-1983), 9, 14-16 http://www.deltionchae.org/index.php/deltion/article/view/925 36 Χ. Μπούρας, «Απόψεις των βυζαντινών πόλεων από τον 8 ο έως τον 15 ο αιώνα», Λαΐου, Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, ό.π., τ. Β., 207-208 (στα αγγλικά: http://www.doaks.org/resources/publications/doaks-online-publications/byzantinestudies/the-economic-history-of-byzantium/ehb19-aspects-of-the-byzantine-city, 509). 37 Π. Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 201, 211, 212. Bouras, «City and Village»,ό.π., 645. Στο σημείο αυτό εξαιρείται η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. 10

κυρίως στις πόλεις που δεν πήραν τον χαρακτήρα διοικητικών κέντρων (Άρτα, Μυστράς κ.ά.). Αρκετές είναι οι περιπτώσεις όπου το κέντρο του άστεως, της αρχαίας ή ρωμαϊκής αγοράς καταλαμβάνεται στους «μεταβατικούς χρόνους» από χριστιανικά μνημεία, όπως στους Φιλίππους του 6ου αιώνα, που εξετάσαμε παραπάνω. Βασιλικές και περίκεντροι ναοί χτίζονται κυρίως έξω από τα τείχη του μεσαιωνικού κάστρου και λειτουργούν ως οι κύριοι χώροι συνάθροισης των κατοίκων. Στην Αθήνα του 10ου αιώνα, όπου προήχθη εκκλησιαστικά σε Μητρόπολη και έδρα του θέματος της Ελλάδας, πολυάριθμοι ναοί, μικρών διαστάσεων (σταυροειδείς εγγεγραμμένοι με τρούλλο 38 ) χτίστηκαν στο χώρο κάτω από την ακρόπολη, έξω από το υστερορωμαϊκό τείχος, ένδειξη ευημερίας και ασφάλειας 39. Σε ορισμένες, περιπτώσεις, βασιλικές που λειτουργούν ως μητροπολιτικοί ναοί, γειτνιάζουν με μια κεντρική αρτηρία της πόλης, αποκτώντας κεντρική θέση μέσα στο άστυ και ακολουθώντας, με αυτό τον τρόπο, το πολεοδομικό σχέδιο της ύστερης αρχαιότητας. Τέτοια παραδείγματα, σώζονται ελάχιστα, και είναι ο Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης, οι μητροπόλεις της Βέροιας και των Σερρών και η Αγία Σοφία της Νίκαιας 40. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά και νομισματικά ευρήματα, η ρωμαϊκή αγορά της Κορίνθου χρησιμοποιούταν για εμπορικές συναλλαγές από τον 9ο έως τις αρχές του 11ου αιώνα. Από τον 12ο αιώνα, μια εκτεταμένη συνοικία με κατοικίες, εργαστήρια, καταστήματα και μονές οικοδομήθηκε περιμετρικά της παλαιάς αγοράς 41. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως συχνά, οι κεντρικοί χώροι του παλαιού άστεως, τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά fora, παρακμάζουν και την θέση τους παίρνουν βυζαντινές «αγορές», εμποροπανηγύρεις και καταστήματα, όπως αυτό που μόλις αναφέραμε, καθώς και της Περγάμου και των Σάρδεων. Στη Θεσσαλονίκη, τα νέα καταστήματα της βυζαντινής αγοράς τοποθετούνται στην νοτιοανατολική και νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, κοντά στο λιμάνι. Αντίθετα, στην περιοχή της αρχαίας αγοράς στην οποία δεν οικοδομήθηκαν νέα κτίσματα και εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 12 ο αιώνα μόνο ορισμένα καταστήματα στο επίπεδο της Εμπορικής Οδού, που κατασκευάστηκαν τον 6 ο αιώνα, διατηρήθηκαν σε όλο τον μεσαίωνα. Μάλιστα, 38 Π. Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 224. 39 Οι περισσότεροι ναοί αποτελούν ιδιωτικά ιδρύματα της τοπικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων και των κρατικών αξιωματούχων, ενώ με αυτούς συνδέονται και τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν την ίδια εποχή στην περιφέρεια της πόλης. Μ. Χατζηδάκης, Βυζαντινή Αθήνα, Αθήνα 1958. 40 Μπούρας, «Πολεοδομικά», ό.π., 92. 41 Bouras, «City and Village», ό.π., 617-619. 11

κιονοστοιχίες και μάρμαρα από τα ρωμαϊκά ερείπια χρησιμοποιήθηκαν για την ανακατασκευή του ναού του Αγ. Δημητρίου (7 ος αι.) 42. 2.4 Χώροι κατοίκησης και ταφής. Ένα από τα βασικά κύτταρα του δομημένου αστικού χώρου αποτελεί η αστική οικία και η τυπολογία της, ενδεικτική των κοινωνικοοικονομικών μεταβολών μιας πόλης και του κτισμένου περιβάλλοντος. Οι γνώσεις μας για τους χώρους κατοίκησης της ύστερης αρχαιότητας περιορίζονται κυρίως στις ιδιωτικές οικίες των εύπορων τάξεων, αφού τα κατάλοιπά τους διασώθηκαν καλύτερα στο χρόνο. Αντίστοιχα, ελάχιστα γνωρίζουμε για την απλή κατοικία των βυζαντινών χρόνων, και οι περισσότερες πληροφορίες αφορούν σε επαύλεις κρατικών αξιωματούχων. Σε γενικές γραμμές οι κατόψεις των σπιτιών της ύστερης αρχαιότητας ακολουθούν αυτές της ελληνιστικής και ρωμαϊκής οικίας. Ο κεντρικός χώρος υποδοχής, το τρικλίνιο, με αψίδα στη μια μακριά πλευρά και διακοσμητικές κόγχες, διακρίνεται από τα υπόλοιπα δωμάτια που διατάσσονται γύρω του 43. Σε αρκετές περιπτώσεις επαύλεις των Δελφών 44, η οικία C και η οικία του Πρόκλου στην Αθήνα 45 δωμάτια στο ισόγειο και στον όροφο, θέρμες στο εσωτερικό, ορθομαρμαρώσεις, ψηφιδωτά δάπεδα και εσωτερικές αυλές, δίνουν μια άριστη εικόνα των πολυτελών ιδιωτικών οικιών. Οι ερευνητές κατηγοριοποιούν τις αστικές οικίες, σύμφωνα με την τυπολογία τους, τις εσωτερικές ή περίστυλες αυλές και τα περιβάλλοντα δωμάτια 46. Ωστόσο, αυτό που απασχολεί την παρούσα εργασία είναι η μετατροπή, τόσο μορφολογικά, όσο και χρηστικά, των πολυτελών οικιών στα τέλη του 6 ου αιώνα. Στους Δελφούς, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις τα περισσότερα από αυτά τα κτήρια που βρίσκονταν κοντά στο χώρο της αγοράς μετατράπηκαν σε αποθήκες και εργαστήρια 47. 42 Saradi, The Byzantine City in the Sixth Century, ό.π., 242-243. 43 Π. Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 199-200. 44 Στο Ίδιο, 215. 45 Ν. Γκιολές, Η Αθήνα στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Πολεοδομική εξέλιξη, Αθήνα 2005, 29-31. Π. Πετρίδης, «Παρατηρήσεις στις πόλεις και τις αστικές οικίες της ύστερης αρχαιότητας στον ελλαδικό χώρο», ΔΧΑΕ ΚΘ (2008), 251, εικ.3. 46 Στο Ίδιο, 255-256. 47 Στο Ίδιο, 257 (και σχετική βιβλιογραφία). 12

Τα νέα σπίτια της βυζαντινής περιόδου 48 οικοδομήθηκαν πιθανότατα στις περιοχές κατοίκησης των κατώτερων τάξεων, κοντά στην αγορά ή άλλοτε σε νέες περιοχές έξω από τα τείχη. Απλά στη μορφή, κατασκευασμένα με ευτελή υλικά πάνω σε προϋπάρχοντα κτήρια, είχαν λίγα δωμάτια: αποθηκευτικούς χώρους στο υπόγειο, κελάρια και χώρους οικιακής παραγωγής στο ισόγειο, δωμάτια κατοίκησης στον όροφο 49. Στην Κόρινθο, τέτοια σπίτια βρέθηκαν στο χώρο της υστερορωμαϊκής Νότιας Στοάς και χρονολογούνται στον 10 ο και 12 ο αιώνα. Μια άλλη οικία που χτίστηκε μέσα στο χώρο της αγοράς φαίνεται να ανήκε σε εξέχοντα πρόσωπα ή πλούσιους εμπόρους της πόλης. Αποτελούνταν από δύο ορόφους και μία τριπλή τοξωτή πρόσοψη, το τρίβηλον, το οποίο οδηγούσε σε μια κεντρική μεγάλου μήκους αίθουσα 50. Στον μεσαιωνικό Μυστρά, τα σπίτια χτίζονταν διώροφα (τα λεγόμενα ανωγοκάτωγα) με θολωτά δωμάτια στο ισόγειο, που χρησίμευαν ως στάβλοι και αποθήκες (ενίοτε με στέρνες) και με τον «τρίκλινο» 51 στον όροφο, που κατοικούσε η οικογένεια. Σχετικά με τις πολυτελείς οικίες της τοπικής αριστοκρατίας, τα λεγόμενα αρχοντικά, τέτοια σώζονται και πάλι στον Μυστρά με χαρακτηριστικότερα τα αρχοντικά του Λάσκαρη και του Φραγκόπουλου 52. Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα μείζονος σημασίας ζήτημα, που αλλάζει και επηρεάζει τη μορφολογία των πόλεων. Αφορά στους χώρους ταφής, δηλαδή τα νεκροταφεία, και την αλλαγή που υφίστανται από τον 6 ο -7 ο αιώνα και έπειτα. Από τους αρχαίους χρόνους, τα νεκροταφεία τοποθετούνταν στο περιθώριο των πόλεων, έξω από τα τείχη, συνήθεια που επικράτησε και στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, είναι αυτά της αρχαίας Αθήνας με το νεκροταφείο στον Κεραμεικό, έξω από την Ιερά Πύλη 53, και της Θεσσαλονίκης. Σε αυτή, τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά νεκροταφεία, ορίστηκαν ανατολικά και δυτικά του περιβόλου. Όταν στα μέσα του 3 ου αιώνα τμήμα αυτών βρέθηκε στο εσωτερικό της πόλης, λόγω επέκτασής της, επιχώσθηκε. Οι παλαιοχριστιανικές νεκροπόλεις 48 Bouras, «City and Village», ό.π., 617-637. Ο Ίδιος, «Houses in Byzantium», ό.π., 9-16. 49 Π. Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 222. 50 Bouras, «Houses in Byzantium», ό.π., 6-7. 51 Τρίκλινος ονομάζεται η αίθουσα που κατοικούσε η οικογένεια. Σήμερα παρουσιάζεται ενιαίος, αλλά προφανώς χωριζόταν σε τμήματα από ευτελή υλικά, ξύλα και καλάμους, που σήμερα δεν έχουν αφήσει ίχνη. 52 Α. και Χ Καλλιγάς, «Το σπίτι του Λάσκαρη στο Μυστρά», ΔΧΑΕ 13 (1985-1986), 261-277 http://www.deltionchae.org/index.php/deltion/article/view/994/938. Π. Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 229-230. 53 U. Knigge, Ο Κεραμεικός της Αθήνας, μτφ, Α. Σεϊρλή, εκδ. Κρήνη, Αθήνα 1990,127-153. 13

επεκτείνονταν εξωτερικά του τείχους ακόμη και την περίοδο του εκχριστιανισμού τής πόλης (4 ος -5 ος αι.), όταν, δηλαδή, οικοδομήθηκαν τα πρώτα χριστιανικά μαρτύρια και οι κοιμητηριακές βασιλικές και εισήχθη η συνήθεια ταφής στο εσωτερικό των χώρων λατρείας 54. Βαθμιαία, ωστόσο, τα νεκροταφεία εγκαταστάθηκαν και μέσα από τα τείχη 55, όχι απαραίτητα με τη μορφή συγκροτημένου νεκροταφείου αλλά διάσπαρτων τάφων σε τυχαίες θέσεις. Στην πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη, περίπου στα τέλη του 5 ου αιώνα, εμφανίζονται νεκροταφεία στο κέντρο της αρχαίας πόλης 56. Από τον 9 ο αιώνα, οι ταφές στο εσωτερικό των οικισμών γενικεύονται (σε μοναστήρια, περιβόλους και στο εσωτερικό των εκκλησιών), ενώ οι διατάξεις που κάποτε απαγόρευαν τις ταφές μέσα από τα τείχη εκλείπουν. Οι Νεαρές του Λέοντα Σοφού επέτρεπαν τις ταφές εντός των πόλεων με αποτέλεσμα να γεμίσουν οι ελεύθεροι χώροι με τάφους 57. Προφανώς, τέτοια μέτρα, πρέπει να σχετιστούν με τη γενικότερη έλλειψη σχεδιασμού των πόλεων, και καταστρατήγησης παλαιότερων διατάξεων, που ίσχυσαν κυρίως στους «μεταβατικούς αιώνες» αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν. Γ. Επίλογος Η συγκριτική μελέτη του πολεοδομικού ιστού και της μορφής των πόλεων της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαίωνα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της μελέτης και εξέλιξης των θεσμισμένων κοινωνιών. Στην παρούσα εργασία υπογραμμίστηκε εξ αρχής η μεταβατική περίοδος του 7 ου αιώνα με σκοπό να φανεί πως η κρίση των «σκοτεινών αιώνων» δεν προκάλεσε μόνο βαθιές αλλαγές στον χαρακτήρα και την κυρίαρχη ιδεολογία της αυτοκρατορίας, αλλά τροποποίησε όλους τους κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς τομείς που ορίζουν μια κοινωνία και οργανώνουν τον αστικό βίο, αναπόσπαστο τμήμα του οποίου είναι το κτισμένο περιβάλλον. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στη μορφολογία των πόλεων των δύο περιόδων είναι εμφανείς στα περισσότερα 54 Ε. Μακρή, Η νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης στους υστερορωμαικούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, Αθήνα 2006, 57-59, 69-99, 205-210. 55 G. Dagron, «Le christianisme dans la ville byzantine», DOP 31 (1977), 11 κ.εξ. Π. Πετρίδης, «Βυζαντινοί Χρόνοι», ό.π., 227. 56 Θέμελης, «Υστερορωμαϊκή και Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», ό.π., 40-41. 57 Για την Κωνσταντινούπολη: P. Magdalino, Constantinopolitana, 'Αετός, Studies in Honour of Cyril Mango, Λειψία 1998, σ. 230-232. 14

τμήματα του πολεοδομικού ιστού. Εξαίρεση, αποτελεί ο τομέας της οχύρωσης, όπου από τα αρχαία χρόνια ακολουθεί την ίδια τυπολογία (τοιχοποιία τειχών και περιβόλων) και εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, την προστασία των κατοίκων της πόλης, ανεξαρτήτως της έκτασης και της εσωτερικής της οργάνωσης. Φυσικά, οι καστροπολιτείες της βυζαντινής εποχής δεν θυμίζουν σε τίποτα, τις εξωστρεφείς πόλεις-άστεα των αρχαίων, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Αντλούν, όμως, την πρωταρχική τους έμπνευση και χρηστικότητα από τις προϊστορικές και αρχαίες ακροπόλεις-οχυρά που δέσποζαν στο κορυφαίο σημείο του οικισμού. Από τις παραπάνω παρατηρήσεις των πολεοδομικών ιστών, είναι φανερό, πως τα βυζαντινά κέντρα δεν θυμίζουν καθόλου τις καλοσχεδιασμένες, σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα και τα ελληνιστικά πρότυπα, εξωστρεφείς πόλεις της ύστερης αρχαιότητας. Οι θεσμικές αρχές (curiae) ή ο κρατικός έλεγχος που θα επέβαλε κάποιο πολεοδομικό σχεδιασμό, φαίνεται να απουσιάζουν. Ακόμη και οι διατάξεις 58 που ανά καιρούς εκδόθηκαν σχετικά με την οργάνωση των πόλεων, το πλάτος των δρόμων, το ύψος των οικιών, την κατασκευή εργαστηρίων κ.ά. προφανώς δεν ακολουθήθηκαν και καταστρατηγήθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις. Δρόμοι και κατοικίες δομούνται άναρχα και σε πλήρη αταξία, ενώ εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια που άλλοτε θα είχαν δημόσιο, ανοιχτό χαρακτήρα, αποτελούν συχνά τμήματα οικιών, εγκατεστημένα σε εσωτερικές αυλές. Η αίσθηση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου είναι ασαφής, και η ύπαρξη κοινόχρηστων χώρων, πλατειών και λουτρών με κοινωφελή-προνοιακό χαρακτήρα απουσιάζει από τα ανασκαφικά δεδομένα. Αξίζει, λοιπόν, να καταλήξουμε με τον τίτλο ενός σπουδαίου βιβλίου για την περίοδο που εξετάστηκε, ο οποίος αντικατοπτρίζει άριστα τις μεταβολές αλλά και τους προβληματισμούς που προκύπτουν από την έρευνα για τις πόλεις του βυζαντινού κράτους, «Οι μεταμορφώσεις του πρώιμου αστικού βυζαντινού βίου: η προσφορά και οι περιορισμοί των αρχαιολογικών δεδομένων» 59. Και αυτό, γιατί οι αναφερθείσες μεταβολές των αστικών κέντρων θα στηρίζονται πάντοτε στις γνώσεις που μας παρέχουν τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών. Και όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής Χ. Μπούρας 60 θα είναι πάντα πιθανό, αλλά όχι βέβαιο, οι 58 Μπούρας, «Πολεοδομικά», ό.π., 94-97 (κριτική απέναντι στις διατάξεις και σχετική βιβλιογραφία). 59 J. Russel, «Transformations of early Byzantine urban life: The contribution and limitations of archaeological evidence», στο The 17 th International Byzantine Congress: Major Papers, Washington, D.C/ Ν. Υόρκη 1986, 137-154. 60 Μπούρας, «Πολεοδομικά», ό.π., 94. 15

βυζαντινές πόλεις να οικοδομήθηκαν άτακτα και χωρίς σχεδιασμό, ακολουθώντας διατάξεις και νόμους που προσέδιδαν στο γενικό σύνολο λογική και λειτουργικότητα. 16

Βραχυγραφίες ΔΧΑΕ: Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Αρχαιολογικῆς Ἑταιρείας http://www.deltionchae.org/ ΙΕΕ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975. Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: Α. Λαΐου (επιμ), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τ. Α-Γ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006 http://www.doaks.org/resources/publications/doaks-online-publications/byzantinestudies/the-economic-history-of-byzantium (στα αγγλικά). ΠΑΕ: Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας DOP: Dumbarton Oaks Papers Hommes et Richesses: J. Leford,C.Morrisson (επιμ.), Hommes et Richesses dans l Empire Byzantin, P. Lethielleux, Paris 1989. JÖB: Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik ODB: The Oxford Dictionary of Byzantium, εκδ. A.Kazhdan, κ.ά., 3 τόμοι, Νέα Υόρκη/ Οξφόρδη 1991. PG: Patrologia Greaca, H.P.MIGNE (éd ), Patrologiae cursus completus, Series Graeca, Paris 1857-1866. Κύρια Βιβλιογραφία Γκιολές Ν., Η Αθήνα στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Πολεοδομική εξέλιξη, Αθήνα 2005, 29-31. Θέμελης Π., Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία: αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, εκδ. Π. Θέμελης Β. Κοντή, Αθήνα 2002. Κιουσοπούλου T., (επιμ), Οι βυζαντινές πόλεις (8 ος -15 ος αιώνας). Προοπτικές της έρευνας και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Ρέθυμνο 2012. Διεθνές επιστημονικό συμπόσιο, Ρέθυμνο, 18-20 Οκτωβρίου 2009, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Λαΐου Α., (επιμ), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τ. Α-Γ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006. 17

Πετρίδης Π., «Παρατηρήσεις στις πόλεις και τις αστικές οικίες της ύστερης αρχαιότητας στον ελλαδικό χώρο», ΔΧΑΕ ΚΘ (2008), 247-258. Πετρίδης Π., «Βυζαντινοί Χρόνοι», Αρχαιολογία στον ελληνικό χώρο, τ. Β, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, 191-235. Τραυλός Ι., Η Πολεοδομική εξέλιξις της πόλεως των Αθηνών από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του ΙΘ αιώνος, Αθήνα 1960. Bouras C., «City and Village: Urban design and architecture», JӦB 31/ 1, 2, (1981), 611-653. Bouras C., «Houses in Byzantium», ΔΧΑΕ 11 (1982-1983), 1-26. Guillou A., La civilisation byzantine, Παρίσι 1974, 243 κ.ε. Kaplan M., Les hommes et la terre à Byzance du VIe au XIe siècle. Propriété et exploitation du sol, Παρίσι 1992, Kazhdan A.-P, Wharton Epstein A., Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11 ο και τον 12 ο αιώνα, μτφ. Παππάς Α., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997. Mango C., Βυζάντιο. Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφ. Τσουγκαράκης Δ., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, 77. Mango C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles), Travaux et Mémoires du Centre de Recherche d Histoire et Civilisation de Byzance. Monographies 2, Boccard, Παρίσι, 1990. Russel J., «Transformations of early Byzantine urban life: The contribution and limitations of archaeological evidence», στο The 17 th International Byzantine Congress: Major Papers, Washington, D.C/ Ν. Υόρκη 1986, 137-154. Saradi H.G., The Byzantine City in the Sixth Century. Literary Images and Historical Reality, Αθήνα 2006. Talbot A.-M., «The restoration of Constantinople under Michael III», DOP 47 (1993), 243-261. 18