Ομπερβίντερ, Γερμανία



Σχετικά έγγραφα
Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ο Ray Mesterio είναι ένας εξαιρετικός παλαιστής που ξέρει πολλές τεχνικές. Φοράει συνέχεια μια χρωματιστή μάσκα κι έτσι δεν ξέρουμε πώς είναι το

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Το παραμύθι της αγάπης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

O πιο. άγγελος. μικρός. Xίλντε Κέλερ-Τιμ. εικόνες: Στέφανι Ράιχ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Μια επίσκεψη στη Βουλή των Αντιπροσώπων


Στη μητέρα μου Μπέττυ

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Μπουν τού υποσχόταν πως δε θα τα πήγαινε να δουλέψουν στις λιμνοθάλασσες του νότου ή στα ανθρακωρυχεία

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου


Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Άννα & Έλσα O ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΑΡΚΟΥΔΩΝ. Έρικα Ντέιβιντ

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Δώρα Μωραϊτίνη. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις CaptainBook.gr

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

To τέλος αυτό το έδωσε η Αργυρώ

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Transcript:

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 5 I Ομπερβίντερ, Γερμανία Μια παχιά στρώση χιονιού κάλυπτε το χωριό εκείνο το πρωινό. Στους δρόμους βασίλευε μια παγωμένη σιγαλιά. Τα αυτοκίνητα που είχαν παρκάρει απέναντι από το ξενοδοχείο ήταν σαβανωμένα στον πάγο εκτός από ένα, στο οποίο ένα γαντοφορεμένο χέρι είχε καθαρίσει έναν πρόχειρο κύκλο στο παράθυρο του οδηγού. Πίσω από το σκοτεινό τζάμι, το κόκκινο μάτι μιας καύτρας τσιγάρου λαμπύριζε και τρεμόσβηνε. Μια νεαρή γυναίκα έστριψε στη γωνία κι ανέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια του ξενοδοχείου. Ήταν ντυμένη σαν να πήγαινε για τζόγκινγκ: φούτερ με κουκούλα και φόρμα γυμναστικής, αθλητικά παπούτσια, μάλλινο σκουφί κι ένα μικρό σακίδιο στην πλάτη της. Μόνο που δεν ήταν πρωινό για τζόγκινγκ, ούτε υπήρχαν πατημασιές στην είσοδο του ξενοδοχείου μετά τη νυχτερινή χιονόπτωση. Η γυναίκα πέρασε την είσοδο κι εξαφανίστηκε. Η καύτρα μέσα στο αυτοκίνητο φωτοβόλησε έντονα για λίγο κι έπειτα χάθηκε. Η Τζίλιαν έφτασε στο κεφαλόσκαλο της εσωτερικής σκάλας του ξενοδοχείου, διέσχισε στις μύτες των ποδιών το διάδρομο και γλίστρησε στο δωμάτιό της. Ένα ρυπαρό ημίφως διαχεόταν από τις κουρτίνες, κάνοντας το φτωχικό δωμάτιο να φαίνεται ακόμα αθλιότερο. Έζεχνε νικοτίνη: το λεπτό στρώμα και τα ανέγγιχτα σεντόνια, BiblioMystikon005s100.indd 5 5/11/10 10:51:20 PM

6 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ τα βαριά λουστραρισμένα έπιπλα, τα φαγωμένα χαλιά που κάλυπταν το ξύλινο πάτωμα. Ο μαύρος φορητός υπολογιστής πάνω στην τουαλέτα ήταν η μόνη σύγχρονη προσθήκη στα τριάντα τελευταία χρόνια. Η Τζίλιαν έβγαλε το σκουφί της και τίναξε τα εβένινα μαλλιά της. Είδε φευγαλέα το είδωλό της στον καθρέφτη κι ένιωσε μια στιγμιαία έκπληξη: δεν είχε συνηθίσει ακόμα το καινούριο χρώμα των μαλλιών της. Αν τρόμαζε η ίδια να αναγνωρίσει τον εαυτό της, ίσως ούτε οι άλλοι μπορούσαν. Ξεκούμπωσε το σακάκι της φόρμας της και το έβγαλε. Τα ωχρά μπράτσα της ήταν πασπαλισμένα με λάσπη τα δάχτυλά της ήταν σκασμένα και ματωμένα από το σκαρφάλωμα μέσα στο σκοτάδι, αλλά μόλις που το πρόσεξε. Είχε βρει αυτό που έψαχνε. Πήγε στον υπολογιστή, άνοιξε την οθόνη και τον άνοιξε. Κάτω στο δρόμο, η πόρτα ενός αμαξιού έκλεισε με κρότο. Καθώς το μηχάνημα ζωντάνευε, η Τζίλιαν ένιωσε την ένταση μέσα της να υποχωρεί. Η αδρεναλίνη διαλυόταν στον οργανισμό της. Ένιωσε εξαντλημένη και ξυλιασμένη από το κρύο. Υπερβολικά κουρασμένη να περιμένει τον υπολογιστή, πήγε στο λουτρό και γδύθηκε, αφαιρώντας σαν φλούδα το υγρό ύφασμα από το δέρμα της. Παράτησε τα ρούχα σε ένα σωρό στο πάτωμα και μπήκε στο ντους. Το παλιό ξενοδοχείο μπορεί να παρουσίαζε ελλείψεις σε ορισμένες ανέσεις, αλλά τουλάχιστον είχε καλοσυντηρημένα υδραυλικά. Το ζεστό νερό έπεσε με πίεση το πρόσωπό της, κολλώντας τα μαλλιά στο κεφάλι της. Οι σταγόνες χτυπούσαν το δέρμα της σαν καυτές βελόνες οι μύες της άρχισαν να χαλαρώνουν. Έκλεισε τα μάτια. Στο σκοτεινό χώρο που πρόβαλε μπροστά της, είδε τον πύργο στην κορυφή του γκρεμού την παγωμένη βραχώδη επιφάνεια και τη μικρή ρωγμή ένιωσε τον τρόμο που έφραζε το λαιμό της καθώς έσπρωχνε την αρχαία πόρτα... Τα μάτια της άνοιξαν απότομα. Πάνω από το λευκό ήχο του τρεχούμενου νερού, είχε ακούσει έναν ανεπαίσθητο θόρυβο από το δωμάτιο. Μπορεί να μην ήταν τίποτα το ξενοδοχείο είχε πλούσια πα- BiblioMystikon005s100.indd 6 5/11/10 10:51:20 PM

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 7 ρακαταθήκη σε τριξίματα και κρότους, αλλά οι τρεις τελευταίες βδομάδες είχαν διδάξει την Τζίλιαν καινούριους φόβους. Άφησε το νερό να τρέχει και βγήκε από την ντουζιέρα, τυλίγοντας το σώμα της με τη φθαρμένη πετσέτα του ξενοδοχείου. Υγρά αχνάρια σχημάτιζαν λιμνούλες στις σανίδες του δαπέδου καθώς πλησίαζε την πόρτα στις μύτες των ποδιών. Δεν υπήρχε κανείς στο δωμάτιο. Ο φορητός υπολογιστής ήταν στη θέση του, πάνω στην τουαλέτα ανάμεσα στα δυο παράθυρα, βομβίζοντας μακάρια. Τότε άκουσε ξανά τον ήχο ένα χτύπο στην πόρτα. Κράτησε την αναπνοή της. «Φροϊλάιν, τηλέφωνο». Η φωνή ήταν αντρική, αλλά όχι του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Η Τζίλιαν κοίταξε την πόρτα. Είχε ξεχάσει να βάλει την αλυσίδα ασφαλείας. Θα έβρισκε το κουράγιο να το κάνει τώρα ή το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να επιβεβαιώσει την παρουσία της; Άρπαξε το φούτερ με την κουκούλα από το κρεβάτι της και το κούμπωσε πάνω στο γυμνό στήθος της, κατόπιν φόρεσε το παντελόνι της πιτζάμας που είχε χωμένο κάτω από το μαξιλάρι. Δεν είχε νόημα, αλλά ένιωσε λιγότερο ευάλωτη. «Φροϊλάιν;» Η φωνή ακούστηκε τραχιά, ανυπόμονη ή ήταν η ιδέα της; Όχι. Είδε έντρομη το χερούλι της πόρτας να κατεβαίνει αργά. «Εδώ είμαι», φώναξε όσο πιο ατάραχα μπορούσε. «Ποιος είναι;» «Telefon. Για σας. Είναι σημαντικό, φροϊλάιν». Αλλά δεν ακουγόταν σημαντικό ακουγόταν ψεύτικο, ένα προβαρισμένο ψέμα σε ακατάλληλη στιγμή, μια ατάκα εκτός χρόνου στο σενάριο. Το χερούλι ήταν ακόμα κατεβασμένο, η γλώσσα της κλειδαριάς προσέκρουε στην κάσα κάτω από την πίεση που ασκούσε ο άντρας. «Δεν μπορώ να απαντήσω αμέσως», είπε η Τζίλιαν. Άρπαξε τον υπολογιστή από την τουαλέτα και τον έχωσε μέσα στο σακίδιο πλάτης της. «Θα κατέβω σε δυο λεπτά». BiblioMystikon005s100.indd 7 5/11/10 10:51:20 PM

8 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ «Είναι σημαντικό». Ένα αταίριαστο κλειδί ξύστηκε στην κλειδαρότρυπα. Θα παραβίαζε την πόρτα! Η Τζίλιαν διέσχισε σαν αστραπή το δωμάτιο και έβαλε την αλυσίδα ασφαλείας στη θέση της. Άρπαξε το χερούλι και προσπάθησε να το συγκρατήσει, αλλά η πίεση στην άλλη πλευρά δεν υποχώρησε χιλιοστό. Τα δάχτυλά της έγιναν κάτασπρα ένιωσε τον καρπό της να στρίβει. Με έναν ξερό κρότο, η κλειδαριά υποχώρησε. Η πόρτα άνοιξε, με τόση δύναμη ώστε η Τζίλιαν προσγειώθηκε ανάσκελα στο πάτωμα. Η αλυσίδα τεντώθηκε απότομα έτριξε αλλά άντεξε. Η πόρτα ακινητοποιήθηκε με ένα τράνταγμα. Η Τζίλιαν άκουσε μια πνιχτή βλαστήμια. Ένα αθέατο χέρι την τράβηξε λίγο πίσω και την έσπρωξε ξανά να ανοίξει, δυνατά. Και πάλι κράτησε η αλυσίδα. Σαστισμένη και απελπισμένη, η Τζίλιαν πετάχτηκε όρθια. Το μάγουλό της έτρεχε αίμα από το σημείο όπου την έγδαρε η πόρτα, αλλά δεν το πρόσεξε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Κρέμασε το σακίδιο στον ώμο της, άνοιξε το παράθυρο και βγήκε στο στενό μπαλκονάκι. Μια σκουριασμένη ανεμόσκαλα, η έξοδος κινδύνου, κατέβαινε στο πλάι του κτιρίου. Είχε ζητήσει επίμονα δωμάτιο με άμεση διέξοδο, αν και δεν περίμενε πως θα της χρειαζόταν. Πίστευε ότι την είχαν χάσει μετά το Μάιντς. Τράβηξε τα μανίκια χαμηλά πάνω στο χέρια της κι άπλωσε το χέρι της προς το κοντινότερο μεταλλικό σκαλί. Μισό δευτερόλεπτο πριν το αγγίξει, η σκάλα τραντάχτηκε, αδειάζοντας το χιόνι που κάλυπτε τα στενά σκαλιά. Με το μπράτσο της τεντωμένο ακόμα, η Τζίλιαν κοίταξε κάτω. Ο παγωμένος αέρας σαν να στερεοποιήθηκε στα πνευμόνια της. Μέσα στην περιδινούμενη θολούρα και το χιόνι, είδε μια σκοτεινή φιγούρα να σκαρφαλώνει προς το μέρος της. Από το εσωτερικό του δωματίου άκουσε άλλο έναν κρότο: η πρόσκρουση θα πρέπει να είχε ξεριζώσει σχεδόν την αλυσίδα από την κάσα. Ίσως κάποιος να είχε ακούσει τον κρότο, αλλά ήταν αμφίβολο. Δεν είχε συναντήσει άλλο πελάτη όσο έμενε εκεί. BiblioMystikon005s100.indd 8

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 9 Και τώρα ήταν παγιδευμένη. Μόνο ένα πράγμα είχε σημασία. Πέρασε ξανά μέσα από το παράθυρο, έτρεξε στο λουτρό και κλείδωσε την πόρτα. Δε θα άντεχε ούτε δύο λεπτά, αλλά ίσως ήταν αρκετά. Τρέμοντας, κούρνιασε στην άκρη της μπανιέρας και άνοιξε το φορητό υπολογιστή της. Από το δωμάτιο, άκουσε τον ήχο ξύλου που σκίζεται καθώς η αλυσίδα υποχωρούσε τελικά. Κάποιος όρμησε μέσα, σταμάτησε, κι έπειτα πήγε στο παράθυρο. Αυτό θα της εξασφάλιζε μερικά παραπάνω δευτερόλεπτα. Αλλά όχι όσο χρόνο χρειαζόταν για να γράψει, να εξηγήσει. Η Τζίλιαν πέρασε το χέρι της πίσω από το μηχάνημα και άναψε την ενσωματωμένη βιντεοκάμερα. Το λαμπάκι στην κάρτα του μόντεμ αναβόσβησε ολοκληρώνοντας τη σύνδεση στο διαδίκτυο στην οθόνη, άνοιξε ένα καινούριο παράθυρο με μια λίστα ονομάτων. Βλαστήμησε. Όλα ήταν γκρίζα, ανενεργά στο διαδικτυακό σύμπαν. Πιθανότατα οι ιδιοκτήτες τους απολάμβαναν τον ύπνο τους. Στο μεταξύ από το δωμάτιο άκουσε μια χαμηλόφωνη στιχομυθία κι έπειτα βαριά βήματα να πλησιάζουν στο λουτρό. Μια βαριά μπότα βρόντηξε την πόρτα, με τόση δύναμη ώστε της φάνηκε ότι θα την ξερίζωνε από τους μεντεσέδες. Κι όμως, η πόρτα άντεχε ακόμα. Διέτρεξε βιαστικά τη λίστα των ονομάτων. Κάποιος έπρεπε να είναι ξύπνιος. Το φωτάκι στην κάρτα σύνδεσης τρεμόπαιξε πορτοκαλί, κάνοντας την καρδιά της να χάσει ένα χτύπο, αλλά η σύνδεση αποκαταστάθηκε και το φωτάκι πρασίνισε ξανά. Άλλη μια κλοτσιά στην πόρτα που, αυτή τη φορά, στραπατσαρίστηκε. Εκεί! Στο τέλος της λίστας, βρήκε αυτό που έψαχνε: ένα μοναδικό όνομα που έλαμπε ζωηρά στην οθόνη. Νικ και βέβαια ήταν ξύπνιος. Την κυρίεψε ένας στιγμιαίος δισταγμός, αλλά ο επόμενος γδούπος στην πόρτα τον έδιωξε στη στιγμή. Δεν είχε άλλη επιλογή. Πάτησε το εικονίδιο βιντεοκλήσης δίπλα στο όνομά του για να τον καλέσει. Χωρίς να περιμένει απάντηση, βρήκε το αρχείο και πάτησε την ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Το φωτάκι στην κάρτα σύνδεσης άρχισε να αναβοσβήνει μ ένα φρενιτιώδη ρυθμό καθώς μεταδίδονταν τα δεδομένα. BiblioMystikon005s100.indd 9

10 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ Έλα, σε παρακαλώ, μουρμούρισε άηχα εκείνη. Περίμενε να εμφανιστεί στην οθόνη το πρόσωπο του Νικ για να τον προειδοποιήσει, να του πει τι να κάνει με το αρχείο, αλλά το πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε να φανεί παρέμεινε κενό, σκοτεινό. Απάντησε, που να πάρει! «Περίπου ένα λεπτό για την ολοκλήρωση», έγραφε στην μπάρα προόδου. Αλλά δεν είχε τόσο χρόνο. Υπήρχε ένα μικρό παράθυρο πίσω από την μπανιέρα τεντώθηκε και σφήνωσε τον υπολογιστή στο άνοιγμα. Με τα δάχτυλά της να πετούν πάνω στο πληκτρολόγιο, έγραψε δύο σύντομες αράδες κειμένου, προσευχόμενη να έβρισκε κάποιον το μήνυμά της. Άλλη μια κλοτσιά. Έκλεισε την κουρτίνα της μπανιέρας για να κρύψει τον υπολογιστή. Την επόμενη στιγμή, η πόρτα έσπασε. Ένας άντρας με μακρύ μαύρο παλτό και μαύρα γάντια μπήκε από το σπασμένο πλαίσιο και προχώρησε προς το μέρος της, με το τσιγάρο να λαμπυρίζει σαν καρφίτσα στο στόμα του. Μηχανικά, η Τζίλιαν ανέβασε ως το πιγούνι το φερμουάρ του φούτερ της. Έξω, μια ανεπαίσθητη κραυγή παρασύρθηκε στα δρομάκια, ώσπου την έπνιξε εντελώς η παγωμένη ομίχλη. Χιόνι κάλυπτε τα σκαλοπάτια μπροστά στην είσοδο. Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, με τις αντιολισθητικές αλυσίδες να κροταλίζουν σαν τα δεσμά φαντάσματος. Και στην άλλη πλευρά του κόσμου, μια χούφτα εικονοστίγματα αναβόσβησαν σε μια οθόνη για να αναγγείλουν την παραλαβή ενός μηνύματος. BiblioMystikon005s100.indd 10

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 11 II Η Εξομολόγηση του Γιόχαν Γκένσφλαϊς* Κατέβη δὲ ὁ Κύριος διά νά ἴδῃ τήν πόλιν καί τόν πύργον, τόν ὁποῖον ᾠκοδόμησαν οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων. Καί εἶπεν ὁ Κύριος, «Ἰδού, εἷς λαός, καί πάντες ἔχουσι μίαν γλώσσαν, καί ἤρχισαν νά κάμνωσι τοῦτο καί τώρα δέν θέλει ἐμποδισθῆ εἰς αὐτούς πᾶν ὅ,τι σκοπεύουσι νά κάμωσιν...»** Ο Θεός να με σπλαχνιστεί γιατί αμάρτησα. Όπως οι άνθρωποι της Βαβέλ, έχτισα έναν πύργο για να πλησιάσω τους ουρανούς, και τώρα κατακρημνίστηκα. Όχι από ένα ζηλόφθονο θεό, αλλά από τη δική μου τυφλή έπαρση. Έπρεπε να έχω καταστρέψει εκείνο το καταραμένο αντικείμενο, να το έχω ρίξει στο ποτάμι ή να το έχω κάψει στη φωτιά, ώσπου να λιώσουν τα φύλλα χρυσού από τις σελίδες, να εξατμιστεί η μελάνη και να γίνει στάχτη το χαρτί. Αλλά εξαπατημένος από την ομορφιά του και το δημιουργό του δεν μπόρεσα να το κάνω. Το έθαψα στην πέτρα θα γράψω την εξομολόγησή μου, ένα μοναδικό αντίτυπο, και θα κείτονται μαζί στην αιωνιότητα. Και ο Θεός θα με κρίνει. Η ιστορία αρχίζει η δική μου ιστορία στο Μάιντς, μια πόλη με * Το πλήρες όνομα του Γουτεμβέργιου ήταν Γιόχαν Γκένσφλαϊς Τσουρ Λάντεν τσουμ Γκούτεμπεργκ. Αργότερα θα χρησιμοποιήσει μόνο το επώνυμο της μητέρας του, Γουτεμβέργιος, όπως έγινε γνωστός. (Σ.τ.Μ.) ** Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις, ιαʹ, 5-6, μτφ. Νεόφυτου Βάμβα, εκδ. Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας. (Σ.τ.Μ.) BiblioMystikon005s100.indd 11

12 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ προβλήτες και οβελίσκους στις όχθες του Ρήνου. Ένας άντρας μπορεί να έχει πολλά ονόματα στη ζωή του: εκείνη την εποχή, το δικό μου ήταν Χένχεν Γκένσφλαϊς. Το Χένχεν ήταν χαϊδευτικό του Γιόχαν το Γκένσφλαϊς ήταν το όνομα του πατέρα μου. Σημαίνει «κρέας χήνας» και του ταιριάζει γάντι. Όσο διογκωνόταν η οικογενειακή περιουσία, τόσο εκείνος πάχαινε, ώσπου η κοιλιά του ξεχείλιζε πάνω από τη ζώνη του και τα μάγουλά του κρέμονταν πάνω στα διπλοσάγονά του. Και, όπως η χήνα, τσιμπούσε άγρια. Ήταν πολύ φυσικό τα οικονομικά συμφέροντα του πατέρα μου να τον οδηγήσουν τελικά στην πηγή. Έγινε εταίρος του νομισματοκοπείου, μια αργομισθία που κάλυπτε πλήρως τη ματαιοδοξία του. Εκτός από ένα σταθερό επίδομα, του παρείχε το δικαίωμα να συμμετέχει καμαρωτός στην παρέλαση της Γιορτής του Αγίου Μαρτίνου, απαιτώντας ελάχιστα σε αντάλλαγμα, εκτός από μια περιστασιακή επιθεώρηση των εργασιών στο νομισματοκοπείο. Μια μέρα, όταν ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών, με πήρε μαζί του. Ήταν μια σκοτεινή μέρα του Νοέμβρη. Βαριά σύννεφα είχαν θρονιαστεί πάνω στα βέλη του καθεδρικού του Αγίου Μαρτίνου και η βροχή μας χτυπούσε αλύπητα καθώς διασχίζαμε βιαστικά την πλατεία. Δεν είχε παζάρι εκείνη τη μέρα η βροχή θαρρείς και είχε σαρώσει κάθε ζωντανό πλάσμα από προσώπου γης. Αλλά μέσα στο νομισματοκοπείο επικρατούσε ζέστη και έντονη δραστηριότητα. Ο αρχιμάστορας μας υποδέχτηκε αυτοπροσώπως μας πρόσφερε ζεστό μηλίτη που με έτσουξε στο λαιμό, αλλά κατέκλυσε με ζεστασιά το μέσα μου. Φερόταν σχεδόν με δουλοπρέπεια στον πατέρα μου, κι αυτό με χαροποίησε και με γέμισε περηφάνια (αργότερα συνειδητοποίησα ότι διεύθυνε το νομισματοκοπείο με σύμβαση και ήλπιζε στην ανανέωσή της). Στεκόμουν κοντά στον πατέρα μου, σφίγγοντας το βρεγμένο στρίφωμα του μανδύα του καθώς ακολουθούσαμε τον αρχιμάστορα στα εργαστήρια. Ήταν σαν να έμπαινα σε ένα μυθιστόρημα, στο εργαστήριο μάγου ή τις σπηλιές των νάνων. Οι μυρωδιές και μόνο ήταν αρκετές για να με μεθύσουν: άλατα και θειάφι, κάρβουνο, ιδρώτας και καψαλι- BiblioMystikon005s100.indd 12

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 13 σμένος αέρας. Σε ένα δωμάτιο, χρυσοχόοι άδειαζαν χωνευτήρια με αχνιστό χρυσό σε αυλακωτά τραπέζια μέσα από μια πόρτα, ένας μακρύς διάδρομος αντιλαλούσε την κλαγγή σφυριών, καθώς άντρες σκυμμένοι σε πάγκους σφυροκοπούσαν τα φύλλα για να γίνουν επίπεδα. Πιο πέρα, ένας άντρας με μια τεράστια ψαλίδα έκοβε το μέταλλο με την ίδια ευκολία όσο ένα κομμάτι ύφασμα, τεμαχίζοντάς το σε κομμάτια όχι μεγαλύτερα από ανθρώπινο αντίχειρα. Κατόπιν τα δούλευαν γυναίκες σε τροχούς, ώσπου οι αιχμές και οι γωνίες έσβηναν σε ομαλούς δίσκους. Ήμουν μαγεμένος. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να υπάρχει τέτοια αρμονία, τέτοια σύμπνοια οπουδήποτε αλλού έξω από τον παράδεισο. Χωρίς να σκεφτώ, άπλωσα το χέρι μου σε έναν από τους χρυσούς δίσκους, αλλά ένα ράπισμα στο χέρι από την ιδρωμένη παλάμη του πατέρα μου μου έκοψε τη φόρα. «Μην αγγίζεις», με προειδοποίησε. Ένα αγοράκι, μικρότερο από μένα σε ηλικία, μάζευε τους δίσκους σε μια ξύλινη γαβάθα και τους πήγαινε σε ένα γραμματέα στην κορυφή του δωματίου, ο οποίος τους ζύγιζε έναν ένα σε μια μικρή πλάστιγγα. «Καθένα πρέπει να έχει το ίδιο ακριβώς βάρος με τα άλλα», εξήγησε ο αρχιμάστορας, «για να έχει νόημα η δουλειά μας. Τα νομίσματα πρέπει να είναι πανομοιότυπα, αλλιώς δε θα είχαν καμιά αξία». Ο γραμματέας άδειασε μια στοίβα χρυσά νομίσματα από το τραπέζι μέσα σε ένα τσόχινο σακούλι. Το ζύγισε και κράτησε μια σημείωση στο μεγάλο λογιστικό βιβλίο δίπλα του. Έπειτα, έδωσε το σακούλι στο μαθητευόμενό του, ο οποίος το μετέφερε με επισημότητα μέσα από μια πόρτα στο βάθος. Ακολουθήσαμε σιωπηλοί. Ένιωσα αμέσως ότι αυτό το δωμάτιο ήταν διαφορετικό. Τα παράθυρα είχαν χοντρά σιδερένια κάγκελα κι οι πόρτες βαριές κλειδαριές. Οι χαράκτες, τέσσερις γιγαντόσωμοι άντρες με γυμνά μπράτσα και δερμάτινες ποδιές, στέκονταν σ έναν πάγκο και κοπανούσαν μικρές σιδερένιες πρέσες σαν μικρογραφίες αμονιών. Ο μαθητευόμε- BiblioMystikon005s100.indd 13

14 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ νος έδωσε το σακούλι σε έναν απ αυτούς. Ο χαράκτης το άδειασε στον πάγκο δίπλα του, εισήγαγε ένα χρυσό δίσκο στα σαγόνια του καλουπιού του, κι έπειτα ύψωσε το σφυρί του και το κοπάνησε με δύναμη. Ένα μοναδικό χτύπημα, μια έκρηξη από σπίθες, κι έπειτα το καλούπι ανοίχτηκε, κι ένα φρεσκοκομμένο νόμισμα προστέθηκε σε μια νέα στοίβα. Παρακολουθούσα σαν υπνωτισμένος. Στο βαρύ φως από τις λάμπες, τα νομίσματα λαμποκοπούσαν αντανακλώντας την τελειότητα. Ο πατέρας μου και ο αρχιμάστορας στέκονταν με την πλάτη προς το μέρος μου, εξετάζοντας τα καλούπια με μεγεθυντικό φακό. Στον πάγκο, ο χαράκτης είχε αφοσιωθεί στην ευθυγράμμιση του επόμενου χρυσού δίσκου στο καλούπι. Ήξερα ότι ήταν λάθος μα πώς μπορεί να ήταν κλοπή να πάρω κάτι που θα αναπληρωνόταν αμέσως στο εκατονταπλάσιο; Μου φαινόταν το αντίστοιχο του να πάρω μια χούφτα νερό από το ποτάμι για να πιω ή να κόψω ένα μούρο από μια βατομουριά. Άπλωσα το χέρι μου. Το νόμισμα ήταν ακόμα ζεστό από τη σφυρηλάτηση. Για μια στιγμή, είδα την ανάγλυφη μορφή του Αγίου Ιωάννη να με κοιτάζει αποδοκιμαστικά. Κι έπειτα, εξαφανίστηκε μέσα στη σφιγμένη γροθιά μου. Δεν ένιωσα ίχνος ενοχής. Δεν ήταν απληστία όχι για το χρυσάφι. Ήταν μια λαχτάρα που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει η παιδική μου ψυχή, η λαγνεία για κάτι τέλειο. Καταλάβαινα ακαθόριστα ότι αυτά τα νομίσματα θα εισέρχονταν στον κόσμο και θα μετουσιώνονταν ξανά και ξανά σε περιουσία, εξουσία, πόλεμο και λύτρωση και όλα αυτά θα συνέβαιναν επειδή το καθένα τους ήταν ακριβές αντίγραφο όλων των άλλων, τμήμα ενός συνόλου τόσο αδιάσπαστου όσο το νερό. Είχαν τελειώσει. Ο πατέρας μου έσφιξε το χέρι του αρχιμάστορα και έκανε κάποια επιδοκιμαστικά σχόλια εκείνος χαμογέλασε πλατιά και τον προσκάλεσε για ένα ζεστό ποτό στα διαμερίσματά του. Όσο αντάλλασσε δυο λόγια με τους χαράκτες, εγώ τράβηξα το μανίκι του πατέρα μου και του έδειξα προς την πόρτα, σφίγγοντας νευ- BiblioMystikon005s100.indd 14

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 15 ρικά τους μηρούς μου. Εκείνος φάνηκε ξαφνιασμένος που με είδε εκεί. Μου ανακάτεψε τα μαλλιά, σε μια από τις σπάνιες χειρονομίες τρυφερότητας που εισέπραττα απ αυτόν. Ήξερα ότι με είχαν τσακώσει τη στιγμή που περνούσαμε την πόρτα. Ο γραμματέας στεκόταν πίσω από το γραφείο, με το μαθητευόμενο απέναντί του, και κοίταζαν κι οι δυο σαστισμένοι την πλάστιγγα. Το ένα τάσι σήκωσε το βελούδινο σακούλι ψηλά στον αέρα το άλλο καθόταν αμετακίνητο στο τραπέζι, καθηλωμένο εκεί από ένα χάλκινο βαρίδι. Ένιωσα την ελαφρότητα σαν κενό στο στομάχι μου αν και, ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, θαύμασα ένα σύστημα τόσο τέλεια κουρδισμένο, ώστε μπορούσε να εντοπίσει την έλλειψη ενός μόλις νομίσματος. Ο αρχιμάστορας έσπευσε στο τραπέζι λέγοντας κάτι θυμωμένα ο γραμματέας σήκωσε το βαρίδι και το αντικατέστησε, η πλάστιγγα ταλαντεύτηκε, αλλά η ετυμηγορία παρέμεινε η ίδια. Κάλεσαν το χαράκτη, ο οποίος διατράνωσε κραυγάζοντας την αθωότητά του. Ο γραμματέας άνοιξε το σακούλι, άδειασε τα νομίσματα και άρχισε να τα μετράει ένα ένα, αποδίδοντας στο καθένα ένα τετράγωνο πάνω στο καρό ύφασμα μπροστά του. Μετρούσα βουβά μαζί του, σχεδόν πιστεύοντας ότι το λειψό νόμισμα θα εμφανιζόταν ως διά μαγείας. Η πρώτη δεκάδα παρατάχτηκε πάνω στο τραπέζι, για ν ακολουθήσει μια δεύτερη, μια τρίτη, και η αρχή μιας τέταρτης. «Τριάντα εφτά. Τριάντα οχτώ. Τριάντα εννιά». Ο γραμματέας έχωσε το χέρι του μέσα στο σακούλι και το γύρισε το μέσα έξω. «Τίποτα». Συμβουλεύτηκε το κιτάπι του. «Ήταν σαράντα πριν». Ο γραμματικός αγριοκοίταξε το χαράκτη. Ο χαράκτης αγριοκοίταξε τον αρχιμάστορα, που στράφηκε θορυβημένος στον πατέρα μου. Κανείς δε σκέφτηκε να κοιτάξει εμένα όχι πως αυτό άλλαξε κάτι. Ήξερα ότι ο πανθέωρος οφθαλμός του Θεού ήταν καρφωμένος πάνω μου, ένιωθα το αγανακτισμένο Του βλέμμα. Οι παλάμες μου έσταζαν από τον ιδρώτα. Το νόμισμα έγινε σαν μολύβι στο χέρι μου, ασήκωτο από το βάρος της ενοχής μου. BiblioMystikon005s100.indd 15

16 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ Το χέρι μου άνοιξε. Το νόμισμα γλίστρησε ή μπορεί και να ήθελα να το αφήσω. Έπεσε στα πόδια μου και κύλησε μακριά. Πέντε κεφάλια γύρισαν να ακολουθήσουν την πορεία του στο πέτρινο δάπεδο κι έπειτα στράφηκαν αργά προς το μέρος μου. Ένα κινήθηκε ταχύτερα από τα άλλα. Ένα βαρύ χέρι με χτύπησε ξαφνικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού και μ έριξε κάτω. Μέσα από τα δάκρυά μου, είδα το γραμματέα να σκύβει να μαζέψει το απολωλός νόμισμα, να το ξεσκονίζει και να το τοποθετεί τρυφερά στο τελευταίο κενό τετράγωνο, στη θέση του. Το τελευταίο που θυμάμαι πριν με απομακρύνει σέρνοντας ο πατέρας μου ήταν να τον βλέπω να γλείφει τη μύτη της γραφίδας του για να καταγράψει το αποτέλεσμα στο καθολικό βιβλίο δίπλα του. Ο πατέρας μου μ έδειρε ξανά εκείνο το βράδυ, χτυπώντας με ανελέητα με τη βαριά του ζώνη με τα διακοσμητικά καρφιά, ενώ με καταδίκαζε για τις αμαρτίες μου στο πυρ το εξώτερον. Έκλαιγα γοερά η στωικότητα απλώς φούντωνε το θυμό του. Αλλά όπως έσκυβα πάνω στην καρέκλα, με το βλέμμα μου στυλωμένο στο τζάκι, το μόνο που έβλεπα ήταν ένας αστείρευτος καταρράκτης από χρυσά νομίσματα, καθένα τους ένα λαμπρό θραύσμα τελειότητας. BiblioMystikon005s100.indd 16

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 17 III Νέα Υόρκη Κάποτε οι άνθρωποι είχαν κύκλους φίλων, σκεφτόταν ο Νικ τώρα έχουν λίστες. Ευρετήρια με φωτογραφίες που φιγουράριζαν σε μια προσωπική ιστοσελίδα σαν τις επιτυχημένες καταρρίψεις πιλότου καταδρομικού, λίστες επαφών με ενεργούς φίλους που κατατάσσονται ανάλογα με το πόσο πρόσφατα επικοινώνησες μαζί τους. Τα αισθήματά σου απέναντί τους είναι παντελώς αδιάφορα αν δε συνεχίσεις να μιλάς, οι φίλοι σου εξορίζονται αδίστακτα στο κοινωνικό καθαρτήριο. Ένα κομμάτι του Νικ το έβρισκε ανησυχητικό, αλλά εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα προγράμματα. Τώρα έψαχνε σε μία απ αυτές τις λίστες στην οθόνη μπροστά του, με ένα πράσινο φωτάκι να αναβοσβήνει δίπλα σε ένα όνομα με έντονους χαρακτήρες. Το όνομα είχε ξεμείνει στο υπόγειο της λίστας του εδώ και μήνες, κάτω κάτω ανάμεσα σε πρώην συναδέλφους, παλιούς συμμαθητές και ξεχασμένους φίλους φίλων. Αλλά υπήρχε πολύ μακριά ιστορία πίσω απ αυτό το όνομα. Η Τζίλιαν. Ο Νικ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Το διαμέρισμά του ήταν σκοτεινό το μόνο φως ήταν η βιολετιά μαρμαρυγή των οθονών στο γραφείο του και, στην απέναντι μεριά του δωματίου, το τρεμοφέγγισμα της τηλεόρασης που έπαιζε μια μεταμεσονύχτια ταινία με τελείως χαμηλωμένο τον ήχο. Ονειρευόταν για μήνες αυτή τη στιγ- BiblioMystikon005s100.indd 17

18 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ μή έλεγχε το κινητό του, τα μηνύματα στον τηλεφωνητή, τον υπολογιστή και την ηλεκτρονική του διεύθυνση, μέχρι που ένιωθε τις ελπίδες του να αναζωπυρώνονται την ώρα που περνούσε ο ταχυδρόμος κάθε μέρα για να γευτεί τη ματαίωση ξανά και ξανά. Και τώρα, να την ξαφνικά. Ο κέρσορας μετεωριζόταν πάνω από το πράσινο κουμπί της σύνδεσης, αναβοσβήνοντας απαθώς. Η καρδιά του Νικ κάλπαζε στο στήθος του. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό του, τράβηξε το γιακά της μπλούζας του για να τον ισιώσει. Έπρεπε να έχει ξυριστεί. Πάτησε το κουμπί. Η κραυγή τον διαπέρασε σαν λεπίδα. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι πρέπει να ήρθε από την τηλεόραση, αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Περίμενε μια στιγμή με τα νεύρα τεντωμένα σαν χορδές μήπως την ξανάκουγε. Τίποτα. Μήπως ήταν της φαντασίας του; Στο παράθυρο μέσα στην οθόνη είχε εμφανιστεί μια κοκκώδης εικόνα. Έμοιαζε με ταπετσαρία: ένας τοίχος σε γκρι και άσπρο με σταμπαρισμένα πράσινα χριστουγεννιάτικα δεντράκια. Ή, ίσως, μια κουρτίνα τα δεντράκια φαίνονταν να κυματίζουν ελαφρά μπροστά στην κάμερα. Η εικόνα ήταν τόσο συγκεχυμένη ώστε δεν μπορούσε να καταλάβει. «Τζίλιαν!» φώναξε στο μικρόφωνο μπροστά στον υπολογιστή του. «Είσαι εκεί;» Κοίταξε την κάμερα μισοκλείνοντας τα μάτια. «Τι είδους πλάκα είναι αυτή;» Ένα κύμα πικρίας άρχισε να απλώνεται μέσα του. Έπρεπε να το περιμένει ότι θα γευόταν άλλη μια απογοήτευση. Κι όμως, κάποιος πρέπει να ήταν εκεί. Άκουγε φωνές, αντρικές φωνές, και κάποιου είδους σαματά. Ξαφνικά, τα χριστουγεννιάτικα δεντράκια τραβήχτηκαν στο πλάι. Στο παράθυρο εμφανίστηκε ένα αντρικό πρόσωπο μελαψό, με μεσογειακά χαρακτηριστικά αλλοιωμένα στα σημεία όπου παραμόρφωνε ο φακός της ψηφιακής κάμερας, με ένα αναμμένο τσιγάρο στα χείλη. Στο μάγουλό του υπήρχε κάτι που έμοιαζε με κηλίδα αίματος ίσως είχε κοπεί στο ξύρισμα. BiblioMystikon005s100.indd 18

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 19 Ο Νικ πρόλαβε να δει καφέ πλακάκια κι ένα μικρό καθρέφτη μπάνιου πίσω από τον ώμο του. Ο άντρας, σε έξαλλη κατάσταση, φώναξε κάτι που ο Νικ δεν κατάλαβε, κι έπειτα άπλωσε το χέρι του σάμπως για να αρπάξει τον Νικ από το ανοιχτό παράθυρο. Το χέρι γέμισε την οθόνη, θαμπό και κοκκώδες, αλλά τόσο ζωντανό, ώστε ο Νικ τραβήχτηκε πίσω τρομοκρατημένος. Την επόμενη στιγμή, η εικόνα έσβησε. Ο Νικ έμεινε να κοιτάζει εμβρόντητος την οθόνη. Η κάμερα δε μετέδιδε τίποτα, αλλά το παράθυρο επικοινωνίας ήταν ακόμα ανοιχτό. Για πρώτη φορά, πρόσεξε τις δυο αράδες κειμένου που είχαν μεταδοθεί στο περιθώριο: σημαντικό. η αρκούδα είναι το κλειδί βοήθεια έρχονται Δίπλα αναβόσβηνε η ένδειξη ότι ένα αρχείο είχε κατεβεί. Νάπολη, Ιταλία Η μαύρη Μερσεντές προχωρούσε αργά μέσα στα πλακόστρωτα δρομάκια. Το πρωινό ημίφως έβαφε τον κόσμο με μουντά χρώματα άντρες και γυναίκες με σκουρόχρωμα παλτά και κοστούμια πήγαιναν βιαστικά στις δουλειές τους κάτω από το βαρύ ουρανό, ρίχνοντας κάπου κάπου μια κλεφτή ματιά στο είδωλό τους σε λιγδερούς νερόλακκους. Ο Τσεζάρε Τζεμάτο τους παρακολουθούσε από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, μέσα από φιμέ τζάμια που έκαναν τον κόσμο σχεδόν μαύρο. Του άρεσε αυτή η ώρα της μέρας, αυτή η εποχή. Ζούσε όλη του τη ζωή στις σκιές. Ένα ξαφνικό οπερετικό ξεφωνητό έσπασε τη σιωπή μέσα στη λιμουζίνα η ψηφιακά επεξεργασμένη φωνή του Παβαρότι που τραγουδούσε Πουτσίνι από το ηχείο του κινητού του. Ο εγγονός BiblioMystikon005s100.indd 19

20 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ του Τζεμάτο είχε αλλάξει τον ήχο κλήσης κάποια στιγμή που ο ίδιος δεν πρόσεχε παρ όλη την αδιαμφισβήτητη δύναμή του, ο Τζεμάτο δεν είχε καταφέρει ακόμα να βρει τον τρόπο να τον αλλάξει. Ο νεαρός που καθόταν δίπλα του ψάρεψε ένα τηλέφωνο από το μαλακό δερμάτινο χαρτοφύλακα στα γόνατά του, αντάλλαξε δυο λόγια και το παρέδωσε στο αφεντικό του. «Είναι ο Ούγκο», είπε. «Si». Ο Τζεμάτο άκουσε μερικές στιγμές. «Καλώς. Βρήκατε τίποτα στα χέρια της; Το βιβλίο;» Συνοφρυώθηκε. «Είναι πιθανό να σας είδε κι εκείνος στο καταραμένο μηχάνημα;» Μέσα από το παράθυρο, πρόσεξε μια κοπέλα με άσπρο αδιάβροχο που έκανε βιαστικά πεντάλ στο ποδήλατό της. Στιλπνά μαύρα μαλλιά κυμάτιζαν στην πλάτη της ο άνεμος κολλούσε το λεπτό αδιάβροχο στη θελκτική σιλουέτα της. «Στείλ το στους φίλους μας στο Τάλιν στην Εσθονία. Βρες ποιος είναι, πού ζει και πόσα ξέρει αυτός ο άντρας». Έκλεισε το τηλέφωνο και το επέστρεψε στο βοηθό του. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν κάνεις χάρες, σκέφτηκε, ακόμα και σε κάποιον που χρωστάς τόσα, όπως εκείνος στον προστάτη του. Πάντα προκύπτει κάτι ακόμα να σε απασχολήσει. «Πάρε μου τον Νεβάδο». Νέα Υόρκη Ο Νικ καθόταν στο μακρόστενο πάγκο του μικρού καφέ. Ο φορητός υπολογιστής του ήταν ανοιχτός στο τραπέζι μπροστά του, δίπλα σε ένα φύλλο χαρτί κι ένα μιλκσέικ βανίλια μέσα στο ανοξείδωτο σέικερ. Στις τέσσερις το πρωί, το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο, αλλά συνήθιζε να έρχεται εδώ όταν δεν είχε ύπνο του άρεσαν οι επιγραφές από BiblioMystikon005s100.indd 20

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 21 νέον και το χρώμιο, το συνθετικό δέρμα και η φορμάικα και το απύθμενο φλιτζάνι καφέ για μόλις ενάμισι δολάριο. Είχε μια αίσθηση αυθεντικότητας, μόλο που ήξερε πως ο μόνος λόγος που το πίστευε αυτό ήταν οι εκατοντάδες χολιγουντιανές ταινίες που εδραίωσαν αυτή την εντύπωση. Η Τζίλιαν του το είχε επισημάνει πολύ εύστοχα. Η Τζίλιαν. Στύλωσε το βλέμμα του στον υπολογιστή. Οι Έλληνες ιδιοκτήτες του μικρού καφέ δεν είχαν τόσο παλιομοδίτικες απόψεις ώστε να μην παρέχουν στους πελάτες τους ασύρματη σύνδεση στο διαδίκτυο το ρύθμισαν αμέσως μόλις πρόσεξαν την ξαφνική προτίμηση των τελευταίων στο καφέ λίγο πιο κάτω. Ο Νικ κρατούσε τη σύνδεσή του ανοιχτή εδώ και μία ώρα, παρακολουθώντας την οθόνη με θολά μάτια μήπως και εμφανιζόταν η Τζίλιαν. Το όνομά της είχε πηδήξει στην κορυφή της λίστας, αλλά το εικονίδιο δίπλα του έμενε γκρίζο, αδρανές. Τελευταία επαφή: 6 Ιανουαρίου, 07:48:56 Ήπιε μια γουλιά από το σέικ του. 7:48, συνεπώς βρισκόταν κάπου που τα ρολόγια έδειχναν έξι ώρες μπροστά από τη δική του ώρα. Πού, όμως; Κάπου στην Ευρώπη; Τι γύρευε εκεί; Βοήθεια έρχονται. Δεν μπορεί, για κάποια πλάκα πρόκειται. Με την Τζίλιαν, όλα ήταν πιθανά. Όμως, αν ήταν όλα πιθανά, ίσως... Και γιατί θα ταξίδευε μέχρι την Ευρώπη για να του κάνει φάρσα; Ξανάπαιξε το βίντεο μέσα στο κεφάλι του: την κραυγή, το αλλοιωμένο πρόσωπο που γέμισε την οθόνη, το χέρι που απλώθηκε στην κάμερα. Δεν έμοιαζε καθόλου με φάρσα. Με την Τζίλιαν, όλα ήταν πιθανά. Κι έπειτα, ήταν εκείνο το αρχείο που του έστειλε. Τράβηξε πιο κοντά την εκτύπωση πάνω στο τραπέζι και τη μελέτησε για πολλοστή φορά. Περίμενε ότι θα του έδινε μια απάντηση, κάποιου είδους BiblioMystikon005s100.indd 21

22 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ πειρακτικό σχόλιο που θα εξηγούσε την όλη κασκαρίκα. Αντί γι αυτό, απλά μεγάλωσε τη σύγχυσή του. Δεν υπήρχε καθόλου κείμενο, μόνο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που έδειχνε οχτώ σκίτσα λιονταριών και αρκούδων σε διάφορες πόζες: σηκωμένα στα δυο τους πόδια, συσπειρωμένα, να κοιμούνται, να βρυχώνται, να σκάβουν, να σκαρφαλώνουν. Ένα από τα λιοντάρια καθόταν στα πισινά του πόδια κι έγλειφε τα σαγόνια του έμοιαζε να κοιτάζει κατάματα τον Νικ μέσα από τη σελίδα, αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα του, προκαλώντας τον να πλησιάσει, αν τολμούσε. Να πλησιάσει πού, όμως; Πρέπει να ήταν κάτι πάνω στο οποίο δούλευε η Τζίλιαν. Αλλά γιατί να του το στείλει; Ήταν πολύτιμο; Η αρκούδα είναι το κλειδί. Προσπάθησε να κάνει κλικ πάνω στις αρκούδες στην οθόνη, αλλά δεν έγινε τίποτα. Δοκίμασε μια άλλη τακτική. Άνοιξε τη μηχανή αναζήτησης και μπήκε σε όλες τις ιστοσελίδες που ήξερε ότι η Τζίλιαν επισκεπτόταν τακτικά, ένας θλιβερός εραστής που περιφέρεται στα παλιά στέκια της χαμένης του αγάπης. Μπήκε στο μπλογκ που είχε ανεβάσει εκείνη, σε φόρουμ όπου είχε συμμετάσχει. Δε βρήκε πολλά πράγματα. Μια κριτική πάνω σε ένα βιβλίο που την είχε δει να διαβάζει λίγο πριν τον παρατήσει κάτι σχετικό με τη χρυσοχοΐα σε μια ανοιχτή συζήτηση για μελετητές του Μεσαίωνα. Επιχείρησε να το διαβάσει, αλλά ο σκοτισμένος του εγκέφαλος δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις δυσνόητες ορολογίες. Δεν υπήρχε σχεδόν καμιά καταχώρiση από τον Ιούλιο, την τελευταία φορά που την είδε. Να ήταν σύμπτωση; Ίσως ο χωρισμός τους την επηρέασε βαθύτερα απ όσο τον άφησε να δει. Η σκέψη ήταν αλλόκοτα παρήγορη. Σπρωγμένος από μια έμπνευση της στιγμής, μπήκε στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης που ήξερε ότι χρησιμοποιούσε η Τζίλιαν. Όπως πολλοί άλλοι, είχε εγγραφεί, είχε περάσει δυο βδομάδες ενημερώνοντας διαρκώς το προφίλ της και ζαλίζοντας τους φίλους τους να τη μιμηθούν, κι έπειτα αποφάσισε ότι είχε πιο ενδιαφέροντα BiblioMystikon005s100.indd 22

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ 23 πράγματα να κάνει στη ζωή της. Ο Νικ πίστευε ότι δεν του είχε αφιερώσει ούτε στιγμή έκτοτε. Κι όμως, πρέπει να μπήκε πολύ πρόσφατα. Στην κορυφή της σελίδας, στο χώρο όπου οι χρήστες μπορούσαν να αναρτούν σύντομα σχόλια για το τι έκαναν, διάβασε: Η Τζίλιαν Λόχκαρτ διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο (τελευταία ενημέρωση 2 Ιανουαρίου 11:54:56) Άλλο ένα αστείο της; Ήταν το είδος της μελοδραματικής υπερβολής στην οποία ειδικευόταν η Τζίλιαν. Παράλληλα, όμως, λάτρευε την αμφισημία της ειρωνείας, τη δυνατότητα που σου έδινε να δηλώνεις πράγματα που ήταν αλήθεια και ταυτόχρονα δεν ήταν. Σε προκαλούσε με πιθανότητες, αλλά δε σου έδινε ποτέ ξεκάθαρες απαντήσεις. Ο Νικ ρούφηξε με το καλαμάκι του τις τελευταίες σταγόνες του μιλκσέικ του μαζί με αέρα, αδιαφορώντας για τον άπρεπο θόρυβο. BiblioMystikon005s100.indd 23

24 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ IV Φρανκφούρτη, 1412 Μικρός είδα ανθρώπους να καίγονται ζωντανοί. Ήταν στη Φρανκφούρτη, μια μέρα μακριά από το Μάιντς. Ο πατέρας μου είχε κάποια δουλειά εκεί στην εμποροπανήγυρη του Βέτεραου και με πήρε μαζί του, τρεις μήνες μετά το επεισόδιο στο νομισματοκοπείο. Ήταν πολύ ευδιάθετος, γελούσε με τους συντρόφους του στη θέα των γυρολόγων και των σακάτηδων που συνωστίζονταν στο δρόμο. Γελούσα κι εγώ, μόλο που δεν καταλάβαινα τα αστεία τους. Το πλήθος πύκνωνε όσο πλησιάζαμε στην πλατεία της πόλης, αλλά ο πατέρας μου χρησιμοποίησε τον όγκο και το μπαστούνι του για να μου εξασφαλίσει απρόσκοπτη θέα. Με μάτια γουρλωμένα από την έξαψη, αναρωτιόμουν ποιο εκπληκτικό θέαμα είχε προσελκύσει τόσο μεγάλο κοινό. Ευχόμουν να ήταν μια αρκούδα που χόρευε. Τα ικριώματα δέσποζαν στη μέση της πλατείας σαν την κάσα αόρατης θύρας. Ακόμα και σ αυτή την ηλικία, ήξερα τι θα επακολουθούσε. Τα δεμάτια με άχυρα που ήταν στοιβαγμένα στη βάση τους δεν άφηναν αμφιβολίες. Ήθελα να κλάψω, αλλά ήξερα ότι ο πατέρας μου δε θα το επέτρεπε. Δύο αρχιφύλακες έφεραν τους κρατούμενους μέσα από το πλήθος. Ο ένας φορούσε μαύρη τήβεννο και λευκή μίτρα, πάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένοι κάμποσοι δαίμονες ανεμίζοντας ένα λά- BiblioMystikon005s100.indd 24