ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ



Σχετικά έγγραφα
Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :30. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4. Αρθρο :31. Αρθρο 30.

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής. Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 36/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 10/2016 ΠΛΗΡΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

Αριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21 ο / ΑΠΟΦΑΣΗ 836/2012

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]

Πίνακας περιεχομένων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΣτΕ 1727/2012 [Παράνομη ανοικοδόμηση άρτιου εντός σχεδίου ακινήτου στο Χαϊδάρι χωρίς πρόσωπο σε οδό]

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2012

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/5792-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2011

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ Α 1-ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ

ΑΠ 686/2017 Μη μείωση αποζημίωσης απόλυσης λόγω συνταξιοδότησ

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 16/2012

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2012

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙV. Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Νέα Αιτήµατα στην κατ έφεση δίκη - Άρθρο 525 ΚΠολ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ ΑΙΜΙΛΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΛΗ Α ΠΙΨΟΥ Θεσσαλονίκη, Μάιος 2010

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ ΑΡΧΝ ΑΠ αρ. αριθµ. Αρµ. ΑχαΝοµ Βλ. εδ. Ελλ νη Εµπρ επ Εφ ΚΠολ ΜονΠ Αστικός Κώδικας Αρχείο Νοµολογίας Άρειος Πάγος άρθρο αριθµός Αρµενόπουλος(περιοδικό) Αχαϊκή Νοµολογία βλέπε ίκη εδάφιο Ελληνική ικαιοσύνη Εµπράγµατο ίκαιο επόµενα Εφετείο Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας Μονοµελές Πρωτοδικείο Ν. Νόµος ΝοΒ Ολ ο.π. ΠΠΡ Νοµικό Βήµα Ολοµέλεια όπου παραπάνω Πολυµελές Πρωτοδικείο σ. σελίδα ΧρΙ Χρονικά Ιδιωτικού ικαίου σ 2

Πίνακας Περιεχοµένων σελ. Κυριότερες Συντοµογραφίες 2 Πίνακας Περιεχοµένων 3 Α. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις.. 4 Β. Το αντικείµενο της κατ έφεση δίκης... 6 Γ. Άρθρο 525 ΚΠολ - Μια πρώτη θεώρηση. 11. Το άρθρο 525 ΚΠολ ειδικότερα 1. α. Αίτηση που υποβλήθηκε πρωτοδίκως 14 β. Αίτηση για την οποία δεν αποφάνθηκε το πρωτοβάθµιο δικαστήριο.. 15 2.α Νέες αιτήσεις. 23 β. Ανταγωγή. 27 3.α. Παρεπόµενες απαιτήσεις.. 34 αα. Ειδικότερα Νοµολογιακά Ζητήµατα- 1. Ανατοκισµός.. 37 2. Αναπροσαρµογή της επίδικης αξίωσης λόγω επιγενόµενης µεταβολής των συνθηκών.. 40 β. Αποκατάσταση των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση. 44 γ. Παρεµπίπτουσα αγωγή..46 Ε. Βιβλιογραφία 52 σ 3

Α. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Η δικαστική απόφαση είναι προϊόν αφενός µιας υποκειµενικής θεώρησης της πραγµατικότητας εκ µέρους του δικαστή, η οποία συνοδεύεται έτσι αναπόφευκτα σε κάποιες περιπτώσεις από το ανθρώπινο σφάλµα και κατά συνέπεια από µια πιθανή εσφαλµένη διάγνωση, αφετέρου αποτέλεσµα πρωτοβουλιών και ενεργειών των ίδιων των ενδιαφερόµενων διαδίκων που ενέχουν τον κίνδυνο και δικών τους παραδροµών και παραλείψεων 1. Συνέπεια τούτων µια δικαστική απόφαση µπορεί να µην ανταποκρίνεται πάντοτε στην πραγµατική νοµική κατάσταση. Είναι λοιπόν αναπόφευκτο, σε κάποιες περιπτώσεις η πρωτογενής απονοµή της δικαιοσύνης να εµφανίζεται εσφαλµένη. Ανακύπτει τότε το ζήτηµα παροχής στον βλαπτόµενο διάδικο µιας πρόσθετης δυνατότητας προσφυγής στην δικαστική προστασία. Ακριβώς αυτόν τον σκοπό υπηρετεί και η καθιέρωση του κανόνα των δύο βαθµών δικαιοδοσίας. Ο κανόνας αυτός µπορεί βέβαια να µην αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικαιϊκής δοµής, δηλαδή της αξίωσης προς παροχή έννοµης προστασίας 2, σε κάθε περίπτωση 1 Αρβανιτάκης, Η κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, Κ Α, 1, σελ. 27 επ. ΑΠ 155/1996, Ελλ νη 1996.1347, η όποια έκρινε ότι λόγοι έφεσης αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουµένης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδροµές του εκκαλούντος, είτε σε νοµικά ή πραγµατικά σφάλµατα του δικαστή. βλ και ΕφΑθ 8667/2001, ΑρχΝ 2002.351 2 Νίκας, Οι νέοι πραγµατικοί ισχυρισµοί στην κατ έφεση δίκη, Κεφ Α 1 Ι, σελ. 18 Ο κανόνας των δύο βαθµών δικαιοδοσίας δεν εντάσσεται καταρχήν στο δικαίωµα δικαστικής προστασίας σύµφωνα µε το άρθρο 20 Ι του Συντάγµατος, αλλά ούτε και στο δικαίωµα χρηστής δίκης κατά το άρθρο 6 Ι 1 ΕΣ Α, όπως άλλωστε και γενικά η προσφυγή στα ένδικα µέσα. Στο περιεχόµενο του γενικότερου δικαιώµατος δικαστικής προστασίας συγκαταλέγεται, µαζί µε το δικαίωµα λήψης ασφαλιστικών µέτρων και εκτέλεσης της απόφασης, το δικαίωµα απλώς προς έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς, ανεξαρτήτως θεσπιζόµενων βαθµών δικαιοδοτικής κρίσης, βλ Αρβανιτάκης, ο.π., Κ Α, 1, σελ. 27 Ο νοµοθέτης δεν εµποδίζεται να περιορίζει ή και να αποκλείει, µε κανόνες δικαίου γενικούς και αφηρηµένους, την άσκηση ενδίκων µέσων για ορισµένες κατηγορίες διαφορών, βλ. λ.χ. το άρθρο 512 του ΚΠολ, σύµφωνα µε το οποίο οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων σε διαφορές που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 466 έως 472 είναι ανέκκλητες, βλ και Κεραµεύς, Ένδικα Μέσα Έκδοση, Κεφ. 1 αριθµ.8, σελ. 22 ΟλΑΠ 168/1984, ΝοΒ 1984.536 Άλλωστε ανέκκλητη µπορεί να καταστεί µια απόφαση και µε έγκυρη συµφωνία των µερών, όπως στην περίπτωση αποδοχής της απόφασης ή παραίτησης από τα ένδικα µέσα. σ 4

όµως συνιστά βάση κάθε δικονοµικού συστήµατος καθώς ολοκληρώνει την έννοµη προστασία µέσα στα πλαίσια της ίδιας της δικαιοδοτικής λειτουργίας µε την καθιέρωση διπλής κρίσης της επίδικης διαφοράς και την δυνατότητα επανόδου µε την άσκηση ενδίκου µέσου ενώπιον ενός οργάνου ιεραρχικά ανώτερου, µε περισσότερα µάλιστα κατά τεκµήριο εχέγγυα ορθής κρίσης, εν τέλει δηµιουργεί τις προϋποθέσεις για αποτελεσµατικότερη παροχή δικαστικής προστασίας 3. Η µετάβαση στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο, υλοποιείται µε το ένδικο µέσο της έφεσης, η οποία ταυτόχρονα αποτελεί και το όργανο πραγµάτωσης του κανόνα των δύο βαθµών δικαιοδοσίας, κατά το άρθρο 12 του ΚΠολ, εκφράζοντας την ιδέα ότι καταρχήν κάθε διαφορά 4 µπορεί να περάσει από δύο στάδια δικαστικής διάγνωσης 5. Με το ένδικο µέσο της έφεσης, ο έχων έννοµο συµφέρον διάδικος, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ενώπιον δευτεροβάθµιου δικαστηρίου και επιδιώκει την εξαφάνιση ή τη µεταρρύθµιση της και την εκ νέου εξέταση της διαφοράς, προσβλέποντας στην έκδοσης ορθότερης και ευνοϊκότερης για τα συµφέροντα του απόφασης 6. 3 εν µπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός βέβαια ότι η προσφυγή στον δεύτερο δικαιοδοτικό βαθµό δεν συµβαδίζει πάντοτε µε την ανάγκη ταχείας απονοµής της δικαιοσύνης, συνεπάγεται επιπρόσθετες δαπάνες σε ότι αφορά τον δικαστικό αγώνα, διαιωνίζει πολλές φορές τον δικαστικές διαµάχες, χωρίς να αποκλείεται µια απολύτως ορθή απόφαση να καθίσταται, µέσα από µεταγενέστερο έλεγχο, εσφαλµένη. 4 βλ. όµως και υποσηµείωση 2 5 Σύµφωνα µε το υιοθετούµενο από τον ΚΠολ σύστηµα, η έφεση ελέγχει την προσβαλλόµενη απόφαση από κάθε πλευρά, πραγµατική ή νοµική, ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαίου. 6 Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 112 αριθµ. 2 σ 5

Β. Το αντικείµενο της κατ έφεση δίκης Το αντικείµενο 7 της έκκλητης δίκης, συνδέεται αναπόσπαστα µε την φύση και τον σκοπό της έφεσης, καθορίζει τις εξουσίες του εφετείου µετά την εξαφάνιση της εκκαλούµενης και προσδιορίζει το παραδεκτό και τη λειτουργία του jus novorum, δηλαδή την προβολή νέων αιτηµάτων, νέων ισχυρισµών και νέων αποδεικτικών µέσων στην κατ έφεση δίκη 8. Αν και η έφεση αφενός ελέγχει την ορθότητα και τη νοµιµότητα της πρωτοβάθµιας απόφασης και αφετέρου στοχεύει στην ανατροπή και στην εξαφάνιση ή µεταρρύθµιση της, παρά ταύτα δεν περιορίζεται στην κριτική της προσβαλλόµενης απόφασης, αλλά µε αυτήν επιδιώκεται και η επανασυζήτηση της επίδικης διαφοράς µε την εκ νέου έρευνα της υπόθεσης κατ ουσίαν από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο. Ο σκοπός της έφεσης δεν εξαντλείται λοιπόν στο να διανοίγει απλώς τον δρόµο για την νέα συζήτηση της επίδικης διαφοράς, αφού εξαφανισθεί η πρωτόδικη 7 Το αντικείµενο της έκκλητης δίκης επιχείρησαν να οριοθετήσουν δύο κυρίως συστήµατα. Λόγος για σύστηµα πλήρους έφεσης γίνεται, όταν µε το ένδικο µέσο επιδιώκεται η συνέχιση της δίκης ενώπιον ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου. Σε ένα τέτοιο σύστηµα πλήρους έφεσης οι διάδικοι µπορούν να επανορθώσουν και δικά τους σφάλµατα, παραδροµές ή παραλείψεις, ενώ επιτρεπτή είναι και η προβολή νέων πραγµατικών ισχυρισµών και η προσαγωγή νέων αποδεικτικών µέσων, στην περίπτωση δε που το σύστηµα της πλήρους έφεσης είναι διαµορφωµένο στην απόλυτη του µορφή, είναι δυνατή ακόµη και η άσκηση νέων αξιώσεων. Σύµφωνα µε τα ανωτέρω, η πλήρης έφεση επιδιώκει όχι µόνο εξέταση των πραγµατικών και νοµικών ζητηµάτων της πρωτοβάθµιας απόφασης για σφάλµατα του δικαστηρίου αλλά αποβλέπει, χωρίς να αποκόπτεται από την πρωτοβάθµια διαδικασία, και σε µια εξαρχής θεώρηση της υπόθεσης και οδηγεί σε µια ανανέωση και επανάληψη της επίδικης διαφοράς σε µια νέα διαδικασία. Αντικείµενο της δεν είναι τότε η κριτική και ο έλεγχος της πρωτοβάθµιας απόφασης, αλλά η εκ νέου έρευνα της υπόθεσης από ανώτερους δικαστές, που παρουσιάζουν κατά τεκµήριο πληρέστερες εγγυήσεις ορθοδικίας. Αντίθετα, κατά το σύστηµα της περιορισµένης έφεσης, η κατ έφεση διαδικασία έχει ελεγκτικό χαρακτήρα, ελέγχεται δηλαδή µόνο η εκκαλούµενη απόφαση και η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της και όχι η επίδικη αξίωση. Άρα αντικείµενο εδώ δεν είναι η επίδικη έννοµη σχέση αλλά η πρωτόδικη απόφαση. Για τον λόγο αυτό η επανεξέταση της απόφασης στηρίζεται µόνο στο πραγµατικό και αποδεικτικό υλικό του πρώτου βαθµού, χωρίς να επιτρέπεται η ανανέωση ή συµπλήρωση του µε νέα πραγµατικά περιστατικά και αποδεικτικά µέσα εκ µέρους των διαδίκων, ενώ λόγοι έφεσης µπορούν να αποτελέσουν µόνο σφάλµατα της απόφασης και όχι παραλείψεις των διαδίκων. Βλ. σχετικά. ηµητρίου, Το αντικείµενο της πολιτικής δίκης κατ έφεση, 3 σελ 31 επ. Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 114 αριθµ. 26-33 Αρβανιτάκης, Η κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, Κ Β, 3, υποσ. 3, σελ. 52 8 Νίκας, ο.π., 114 αριθµ. 26 σ 6

απόφαση µε την διαπίστωση πληµµέλειας. Η επανασυζήτηση επί της διαφοράς που επακολουθεί δεν κείται έξω από την έννοια της έφεσης, της διαδικασίας και του αντικειµένου της. Και αυτό διότι το δικαστήριο µπορεί να επιληφθεί της ουσίας της υπόθεσης ακόµη και πριν καρποφορήσει η έφεση και εξαφανισθεί η προσβαλλόµενη απόφαση. Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώνεται µε το ν. 2915/2001, κατά τους ορισµούς του οποίου και ειδικότερα σύµφωνα µε το άρθρο 535 Ι ΚΠολ 9, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο διακρατεί και δικάζει πλέον την επίδικη διαφορά µετά την εξαφάνιση της προσβαλλόµενης απόφασης, ακόµη και αν η υπόθεση δεν είχε κριθεί κατ ουσίαν στον πρώτο βαθµό 10. Η αναδίκαση µπορεί να συµβεί εξάλλου όχι µόνο αφού ευδοκιµήσει προηγουµένως η έφεση, αλλά εξαιρετικά, και κατά το στάδιο ακόµη της έρευνας της βασιµότητας αυτής 11, µετά δηλαδή από την κατάφαση του παραδεκτού της και πριν από την εξαφάνιση της προσβαλλόµενης. Στο στάδιο αυτό άλλωστε όχι µόνο ερευνώνται οι προβαλλόµενοι ως λόγοι έφεσης νέοι πραγµατικοί ισχυρισµοί, αλλά το δευτεροβάθµιο δικαστήριο µπορεί και αυτεπαγγέλτως να ερευνήσει τα στοιχεία του παραδεκτού, του ορισµένου και του νόµω βάσιµου της αγωγής, χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, ενώ και όταν ο εκκαλών προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση για κακή εκτίµηση των αποδείξεων, µπορεί το εφετείο, πριν ακόµη προχωρήσει στην εξαφάνιση της εκκαλουµένης, να διατάξει νέες ή συµπληρωµατικές αποδείξεις 12, εφόσον σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για εκκληθέν κεφάλαιο 9 Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 112 αριθµ. 2 10 Εδώ, και προς εξυπηρέτηση της αρχής της οικονοµίας της δίκης, παραµερίζεται ο κανόνας των δύο βαθµών δικαιοδοσίας υπέρ του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου. 11 Νίκας, ο.π., 112 αριθµ. 2 Αν και η έφεση αποτελείται από δύο στάδια, αφενός ένα ακυρωτικό της πρωτόδικης απόφασης, κατά το οποίο εξετάζεται το παραδεκτό της έφεσης και το παραδεκτό και βάσιµο των λόγων της και ένα στάδιο εξέτασης της ουσίας της διαφοράς που ακολουθεί την εξαφάνιση της εκκαλούµενης, παρ όλα αυτά η εξέταση της ουσίας της διαφοράς µπορεί να πραγµατοποιηθεί και στο πρώτο στάδιο, πριν από την εξαφάνιση τη προσβαλλόµενης απόφασης και µετά την κατάφαση του παραδεκτού, κατά τον έλεγχο δηλαδή της ουσιαστικής βασιµότητας των λόγων έφεσης, Αρβανιτάκης, Η κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, Κ Β, 3, σελ. 54 βλ. σχετικά και Νίκας, Οι νέοι πραγµατικοί ισχυρισµοί στην κατ έφεση δίκη, σελ. 33 επ. 12 ΑΠ 2/2006 Ελλ νη 2006.1048 ΟλΑΠ 1285/1982, ΝοΒ 1983.219 σ 7

και δεν καθίσταται δυσµενέστερη η θέση του εκκαλούντος, σύµφωνα µε το άρθρο 536 Ι ΚΠολ 13. Η έφεση συνεπώς δεν επιτελεί αποκλειστικά ελεγκτική λειτουργία σε σχέση µε την πρωτόδικη απόφαση, αλλά αποτελεί παράλληλα µέσο συνέχισης της δίκης που διανοίχθηκε πρωτοβάθµια σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο. Η δυνατότητα της εξαρχής θεώρησης της υπόθεσης και η συνέχιση αυτής προσδίδει στο υιοθετούµενο από τον ΚΠολ σύστηµα έφεσης, χαρακτήρα «περιορισµένα πλήρους έφεσης 14». Η έφεση οδηγεί έτσι µέσα από µια νέα συζήτηση σε επανεξέταση τόσο της νοµικής όσο και της πραγµατικής πλευράς της υπόθεσης, όχι µόνο βάσει του υλικού που προσκοµίστηκε πρωτόδικα, αλλά και βάσει στοιχείων που για πρώτη φορά υποβάλλουν στον δεύτερο βαθµό οι διάδικοι ή το πρώτον εξετάζει ο δικαστής. Λόγο έφεσης δε, µπορεί να αποτελέσει όχι µόνο σφάλµα του δικαστηρίου, αλλά και η επίκληση νέων πραγµατικών περιστατικών ή η διόρθωση σφαλµάτων και παραλείψεων των διαδίκων 15. Η εκ νέου έρευνα της διαφοράς δεν είναι βέβαια απεριόριστη, αφού η ορθότητα της πρωτοβάθµιας κρίσης επιβάλλεται να διερευνηθεί µε βάση, καταρχήν, τα στοιχεία και το υλικό που µπορούσε και έπρεπε να αξιοποιήσει ο πρωτοβάθµιος δικαστής 16, ενώ κατά κανόνα δεν είναι δυνατή η παράκαµψη του πρώτου βαθµού δικαιοδοσίας µε την υποβολή νέων αιτήσεων απευθείας στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο 17 ενώ και η δυνατότητα προβολής 13 Αρβανιτάκης, ο.π., Κ Β, 3, σελ. 58 14 Έτσι ηµητρίου, Το αντικείµενο της πολιτικής δίκης κατ έφεση, σελ 151 επ. Αρβανιτάκης, Η κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, Κ Β, 3, σελ. 53 15 Ο εκκαλών µπορεί επιπροσθέτως να διορθώσει ενώπιον του εκκλητού δικαστηρίου και δικές του παραδροµές, ΑΠ 155/1996, Ελλ νη 1996.1321 ΕφΑθ 8667/2001, ΑρχΝ 2002.351 ΕφΑθ 580/1983, Ελλ νη 1983.682 Αρβανιτάκης, ο.π., Κ Β, 1, σελ. 52 ηµητρίου,, σελ. 32 16 Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 112 αριθµ. 2 17 ΚΠολ 525 ΙΙ σ 8

πραγµατικών ισχυρισµών 18 στην κατ έφεση δίκη είναι επιτρεπτή µόνο υπό προϋποθέσεις 19. Όπως διαµορφώνεται το σύστηµα της έκκλητης δίκης κατά τον Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας, αντικείµενο της αποτελεί το αίτηµα εξαφάνισης ή µεταρρύθµισης 20 της εκκαλούµενης απόφασης, όπως αυτό πάντως οριοθετείται από τους λόγους που προβάλλονται για να το στηρίξουν, αφετέρου δε από τα αιτήµατα και τους ισχυρισµούς, που αφορούν την εκδικασθείσα υπόθεση ή διαφορά 21. Η έφεση δεν δηµιουργεί νέο αντικείµενο δίκης. Αντίθετα αυτό ταυτίζεται καταρχήν µε την αξίωση που υποβλήθηκε στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο 22, η οποία καθίσταται εκ νέου 18 ΚΠολ 527 19 Ως προς τα αιτήµατα και τους πραγµατικούς ισχυρισµούς το υλικό της έκκλητης δίκης ταυτίζεται καταρχήν µε αυτό της πρωτοβάθµιας, αντίθετα σύµφωνα µε το ΚΠολ 529 στην κατ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών µέσων και µάλιστα χωρίς διάκριση µεταξύ εκκαλούντος και εφεσιβλήτου, µε τις εξαιρέσεις βέβαια που θεσπίζει το ως άνω άρθρο, Κεραµεύς, Ένδικα Μέσα, Κεφ ΙΙΙ, αριθµ. 29 20 Βλ. Ρίκο, Ελλ νη 1987.5 Τσικρικάς, Το µεταβιβαστικό αποτέλεσµα της έφεσης, σελ.93 Νίκας, ο.π., 112 αριθµ. 70 Τα εισαγωγικά δικόγραφα της δίκης, όπως είναι αυτά της αγωγής και της έφεσης πρέπει να περιέχουν συγκεκριµένο αίτηµα, δίχως το οποίο το δικαστήριο αδυνατεί να ενεργήσει ανάλογα, σύµφωνα και µε το ΚΠολ 106. Ως αίτηµα εκλαµβάνεται αυτό που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης και δηµιουργεί εκκρεµοδικία. Σύµφωνα δε µε το άρθρο 525 ΚΠολ, αντικείµενο της έφεσης και της δευτεροβάθµιας κρίσης, µπορεί να αποτελέσει κάθε αίτηση που έχει υποβληθεί στον πρώτο βαθµό ακόµη και αν δεν κρίθηκε από το πρωτοβάθµιο δικαστήριο. Συνεπώς το αντικείµενο της δευτεροβάθµιας δίκης ταυτίζεται µε εκείνο του πρώτου βαθµού και µεταβιβάζεται στο εφετείο κατά τα κεφάλαια που προσβλήθηκαν. Σύµφωνα ωστόσο µε την πρόσφατη νοµολογία του Άρειου Πάγου και επειδή το δευτεροβάθµιο δικαστήριο δεν εξετάζει αν οι δικαστές του πρώτου βαθµού αποφάσισαν ορθά, σύµφωνα µε το αποδεικτικό υλικό που τέθηκε ενώπιον τους, αλλά αντίθετα αν τώρα, κατά τη νέα συζήτηση της διαφοράς, η απόφαση κρίνεται ορθή, σύµφωνα και µε το νέο υλικό που δικαιούνται να προσκοµίσουν οι διάδικοι, το αίτηµα για εξαφάνιση της εκκαλούµενης απόφασης δεν εµπίπτει στο πρωταρχικό αντικείµενο της δευτεροβάθµιας δίκης, αφού, σύµφωνα και µε τα προεκτεθέντα, η έφεση δεν έχει χαρακτήρα ελεγκτικό της πρωτοβάθµιας απόφασης. Η εξαφάνιση της απόφασης, σύµφωνα µε το ανωτέρω σκεπτικό, θεσµοθετείται ως αυτεπάγγελτη υποχρέωση του δικαστηρίου, όταν κρίνει έστω και έναν λόγο της έφεσης βάσιµο και δεν έχει την έννοια ότι το εφετείο εξαφανίζει την προσβληθείσα απόφαση µόνο κατόπιν αίτησης του εκκαλούντος. Ούτε ακόµη το εφετείο υποχρεούται να απαγγείλει ρητά την εξαφάνιση της πρωτοδίκου απόφασης, αλλά αρκεί να καταστήσει σαφές στους ενδιαφερόµενους ότι η απόφαση του εισέρχεται στη θέση της πρωτοβάθµιας, η οποία, εκ µόνου του λόγου τούτου παύει να υπάρχει, βλ. σχετικά ΑΠ 2/2006, ΝοΒ 2006.863 ΑΠ 137/2004, Ελλ νη 2004.1412 21 Τσικρικάς, το µεταβιβαστικό αποτέλεσµα της εφέσεως στην πολιτική δίκη, σ. 93 22 ΑΠ 1459 /2000, Ελλ νη 2001.744 ΑΠ 1236/1990, 1998.246 ΟλΑΠ 12/1989, Ελλ νη 1989.252 ΕφΘεσ 2846/2000 Αρµ 2001.537 σ 9

εκκρεµής µε την άσκηση της έφεσης 23 και προσδιορίζεται από τα όρια του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος της έφεσης και τους πρόσθετους αυτής λόγους 24. Αποτελεί δε η συζήτηση για την έφεση όχι µια νέα, αυτοτελή και πλήρως αποκοµµένη συζήτηση, από εκείνη του πρώτου βαθµού, αλλά συνέχιση και ανανέωση της τελευταίας 25. Στην κατ έφεση δίκη δηλαδή, δεν πρόκειται παρά για την ίδια επίδικη διαφορά, το αντικείµενο δηλαδή της πρωτοβάθµιας απόφασης. Η Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου µε την µε αριθµό 12/1989 απόφαση της 26 και κατά την έννοια των άρθρων 12, 522, 525 1 ΚΠολ έκρινε ότι «αντικείµενο της πολιτικής δίκης και στον δεύτερο βαθµό είναι η δικονοµική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο και εκφράζεται µε αίτηση παροχής, για την προσβαλλόµενη ιστορική αιτία, δικαστικής προστασίας δι αποφάνσεως του δικαστηρίου σύµφωνα µε το υποβαλλόµενο αίτηµα. Η έφεση δεν δηµιουργεί νέο αντικείµενο δίκης, αλλά αποτελεί αναλόγως του εάν η πρωτοβάθµια απόφαση ήταν δυσµενής ή ευµενής για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, µέσο τελικής επίτευξης ή µαταίωσης της ικανοποιήσεως της δικονοµικής ως άνω αξιώσεως δια της υποβολής της σε νέα δευτεροβάθµια δικαστική κρίση 27.». Την άποψη αυτή ακριβώς ενισχύει και η ρύθµιση του άρθρου 525 Ι όταν ορίζει ότι «πάσα αίτηση υποβληθείσα πρωτοδίκως δύναται να αποτελέσει αντικείµενο της έφεσης και της κατ έφεση δίκης, και αν δεν αποφάνθηκε για αυτή το πρωτοβάθµιο 23 Όπως γίνεται δεκτό, η εκκρεµοδικία αναβιώνει ήδη από τον χρόνο παραδεκτής άσκησης του ενδίκου µέσου, σύµφωνα και µε τον χαρακτήρα της έφεσης ως µέσο συνέχισης της δίκης στον δεύτερο βαθµό, Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 114 αριθµ. 16 Αρβανιτάκης, Η κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, Κεφ Β 3, σελ. 54, υποσ. 11 ηµητρίου, Το αντικείµενο της πολιτικής δίκης κατ έφεση, σελ. 5, σελ.166 24 βλ. Αρβανιτάκης, ο.π., Κεφ Α 1, σελ. 51 επ. Η αξίωση που υποβλήθηκε στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο, µεταβιβάζεται ενώπιον του εφετείου µέσα στα όρια που προσδιορίζονται από την έφεση, τους πρόσθετους λόγους ή την αντέφεση. 25 ηµητρίου, ο.π., 7 3 σελ 152 επ. 26 ΟλΑΠ 12/1989, Ελλ νη 1989.252 βλ. σχετικά και ΑΠ 1459 /2000 ( Ελλ νη 2001.744), ΑΠ 1236/1990, 22.496, ΕφΘεσ 2846/2000 ( Αρµ 2001.537 ), οι οποίες έκριναν ότι από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 12, 522, 525 1 ΚΠολ προκύπτει ότι το αντικείµενο της δίκης καθορίζεται από το αίτηµα της αγωγής και µε την έφεση δεν δηµιουργείται νέο αντικείµενο 27 Μπακόπουλος Α., Ζητήµατα από την κατ έφεση δίκη, Ελλ νη 1992.1138 επ. (1146) Καλογιάννης, Η έφεση κατά τη νοµολογία των δικαστηρίων, αρ.525, σελ. 152 σ 10

δικαστήριο», ενώ θεωρεί «απαράδεκτη την υποβολή στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο κάθε νέας αίτησης, η οποία δεν είχε υποβληθεί στον πρώτο βαθµό δικαιοδοσίας». Γ. Άρθρο 525 ΚΠολ - Μια πρώτη θεώρηση Έπειτα από την διαπίστωση ότι το ένδικο µέσο της έφεσης και η δίκη που διανοίγεται µε αυτό, έχει σκοπό να κρίνει την ουσία της διαφοράς αλλά και να ελέγξει την πρωτοβάθµια απόφαση, συνεπάγεται ότι η εξουσία του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου ως προς το αντικείµενο της δίκης προσδιορίζεται καταρχήν από τα αιτήµατα των διαδίκων που υποβλήθηκαν πρωτόδικα. Η διάταξη του άρθρου 525 ΚΠολ 28 οριοθετεί τη σχέση µεταξύ πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας κρίσης της διαφοράς 29. Έτσι οποιοδήποτε τέτοιο αίτηµα που προτάθηκε πρωτόδικα µπορεί να προβληθεί και ενώπιον του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, καθιστάµενο έτσι αντικείµενο της έφεσης και της έκκλητης δίκης, ακόµη κι αν, σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου 525 1 ΚΠολ, δεν αποφάνθηκε γι αυτήν το πρωτοβάθµιο δικαστήριο. Συµπεραίνει έτσι κανείς ότι τα όρια της έκκλητης δίκης προσδιορίζονται από τα πρωτοβάθµια αιτήµατα των διαδίκων και όχι από το περιεχόµενο της απόφασης του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου 30. Όπως άλλωστε ορίζει η διάταξη του άρθρου 525 2 ΚΠολ, είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης το πρώτον ενώπιον του εφετείου 31. Το απαράδεκτο δε αυτό καταλαµβάνει και την άσκηση της ανταγωγής για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου. Η ως άνω απαγόρευση, διαγράφοντας τα πλαίσια µέσα 28 όπως και εκείνες των άρθρων 522 και 535 ΚΠολ 29 Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας, Ερµηνευτική Νοµολογιακή Ανάλυση ( κατ άρθρο), άρθρο 525 αριθµ.1 30 Κεραµεύς, Ένδικα Μέσα, Κεφ ΙΙΙ, αριθµ 29 31 Λ.χ. ο ενάγων, που είχε ασκήσει αγωγή αποζηµίωσης λόγω υλικής βλάβης ( ΑΚ 914 ), δεν µπορεί ενώπιον του εφετείου, είτε ως εκκαλών είτε ως εφεσίβλητος, να ζητήσει και χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθική βλάβης ( ΑΚ 932 ). σ 11

στο οποία κινείται ο κατ έφεση έλεγχος των δικαστικών αποφάσεων, γνωρίζει υψηλή δικονοµική αξιολόγηση, διότι αφενός είναι ανεξάρτητη από την συµπεριφορά του αντιδίκου, µε την έννοια ότι δεν την αίρει η συναίνεση του τελευταίου και αφετέρου η ποινή απαραδέκτου που προβλέπει η διάταξη, λαµβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το εφετείο 32. Ρύθµιση που αποκλίνει από εκείνη της 2 εισάγει η 3 της υπόψη διάταξης, η οποία προβλέπει κάποιες περιθωριακές εξαιρέσεις. Κρίνεται έτσι επιτρεπτή η προβολή νέων αιτηµάτων ενώπιον του εφετείου και µε τις προτάσεις ακόµη, «για παρεπόµενες απαιτήσεις που γεννήθηκαν µετά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση ή αιτήσεις για αποκατάσταση των πραγµάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της απόφασης». Το άρθρο 525 ΚΠολ λειτουργεί ως θεµελιώδης φραγµός στη δραστηριότητα του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, συνιστά δε ειδικότερη εφαρµογή της γενικότερης αρχής περί ύπαρξης δύο βαθµών δικαιοδοσίας και απαγόρευσης απευθείας εισαγωγής υπόθεσης στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο κατά παράλειψη του πρώτου βαθµού, περιορίζοντας καταρχήν την εξουσία του µόνο στα αιτήµατα της πρωτοβάθµιας δίκης 33. Όπως προαναφέρθηκε, σύµφωνα µε την αρχή αυτή κάθε πολιτική διαφορά µπορεί να κριθεί σε πρώτο και δεύτερο βαθµό, διαδοχικά από δυο δικαστήρια, από τα οποία το δεύτερο, παρέχει περισσότερα εχέγγυα για πιο ορθή και πιο δίκαιη κρίση. Αυτό σηµαίνει ότι σύµφωνα µε την αρχή των δύο βαθµών δικαιοδοσίας παρέχεται η δυνατότητα της διπλής εξέτασης της υπόθεσης, της διαδοχικής αλλιώς εξέτασης της ουσίας κάθε επίδικης διαφοράς από δύο δικαστήρια, τόσο το πρωτοβάθµιο όσο και το δευτεροβάθµιο. Σύµφωνα µε τον κανόνα των δύο βαθµών δικαιοδοσίας, καθίσταται απαράδεκτη κάθε κύρια 34 και αυτοτελής 35 αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας, που 32 Κεραµεύς, ο.π., αριθµ 29 33 Κεραµεύς, Ένδικα Μέσα, Κεφ ΙΙΙ, αριθµ 2 34 ΚΠολ 525 ΙΙ, ΙΙΙ 35 ΚΠολ 283 ΙΙ σ 12

υποβάλλεται απευθείας στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόµος όπως στην περίπτωση άσκησης παρέµβασης 36 κατά τα άρθρα 79 και 80 ΚΠολ, η οποία ασκείται παραδεκτά ακόµη και στο εφετείο καθώς και στην περίπτωση άσκησης τριτανακοπής, κατά το 587 ΚΠολ. Παράκαµψη του πρώτου βαθµού δεν είναι δυνατή ούτε µε συµφωνία των µερών 37. Ως αιτήσεις, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, θεωρούνται εκείνες µε τις οποίες επιδιώκεται η παροχή αυτοτελούς έννοµης προστασίας υπέρ έννοµης σχέσης, µε την έκδοση δικαστικής απόφασης 38, οι αιτήσεις δηλαδή που περιέχουν δικαστική άσκηση δικαιώµατος ή αξίωσης. 36 Αντίθετα η άσκηση της προσεπίκλησης για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, κατ άρθρο 89 ΚΠολ είναι απαράδεκτη, καθώς ο χρόνος άσκησης της οριοθετείται έως τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου προς αποτροπή παραβίασης της προβλεπόµενης από το άρθρο 12 ΚΠολδ αρχής των δύο βαθµών δικαιοδοσίας, το απαράδεκτο δε ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Ο παραπάνω χρονικός περιορισµός άσκησης της προσεπίκλησης ισχύει και αν ακόµη ενώνεται στο ίδιο δικόγραφο παρεµπίπτουσα αγωγή αποζηµίωσης ΕφΠειρ 181/2006, Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ Αντίστοιχα και η ανακοίνωση δίκης, σύµφωνα µε το άρθρο 91 ΚΠολ, ασκείται παραδεκτά έως την έκδοση οριστικής επί της ουσίας απόφασης του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου. Αν ασκηθεί συνεπώς το πρώτον κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, δεν παράγει καµία έννοµη συνέπεια και είναι απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως ΕφΠατρ 289/2003, Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 4472/1992, ΝοΒ 1993.103 βλ. Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 114 αριθµ. 21 22 Σταυρόπουλος, Ερµηνεία του Κώδικος Πολιτικής ικονοµίας, Άρθρο 525 αριθµ. 5 37 Με ιδιωτική βούληση δεν χωρεί παρέκταση της καθ ύλην και κατά λειτουργία αρµοδιότητας και υπέρβαση του πρώτου βαθµού δικαιοδοσίας, σύµφωνα µε την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 12 2 ΚΠολ, η τήρηση της οποίας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Είναι δυνατή όµως µε έγγραφη συµφωνία των ενδιαφεροµένων να υπαχθεί µια διαφορά σε δευτεροβάθµιο δικαστήριο ως διαιτητικό, αφού εγκύρως µπορούν να οριστούν ως διαιτητές ολόκληρο δικαστήριο ΕφΑθ 1621/1999, Αρµ. 2000.255 ΕφΛαρ 45/2004, ικογραφία 2004.304 Η σηµασία ωστόσο του κανόνα της µη παράκαµψης του πρώτου βαθµού δικαιοδοσίας περιορίζεται από τη ρύθµιση του άρθρου 528, καθώς ο διάδικος µπορεί µέσω της ερηµοδικίας του, να υπερπηδήσει τον πρώτο βαθµό δικαιοδοσίας, χωρίς να απολέσει στην ουσία κανένα δικονοµικό του δικαίωµα, Αρβανιτάκης, Η κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, Κεφ Α 1, σελ. 31 38 Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 114 αριθµ. 15 Μαργαρίτη σε Κεραµέας/Κοδύλης/Νίκας Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας Ι 1-590, αρ. 525 αρ.2 Βαθρακοκοίλης., Κώδικας Πολιτικής δικονοµίας, Ερµηνευτική Νοµολογιακή Ανάλυση ( κατ άρθρο), άρθρο.525 αριθµ. 2 Μπέης, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα και Ανακοπές, άρθρο 525 ΙΙΙ 1 σ 13

Μέσα στον περιορισµό που εισάγει το άρθρο 525 ΚΠολ λειτουργεί και ο πρόσθετος φραγµός του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος 39, σύµφωνα µε την ερµηνεία του οποίου προκύπτει ότι από τα αιτήµατα που υποβλήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου επαναφέρονται προς κρίση ενώπιον του εφετείου µόνο όσα προσβάλλονται τώρα από τον εκκαλούντα, καθορίζοντας έτσι την έκταση προσβολής της πρωτοβάθµιας απόφασης και οριοθετώντας συγχρόνως το αντικείµενο της δευτεροβάθµιας απόφασης 40.. Το άρθρο 525 ΚΠολ ειδικότερα 1. α. Αίτηση που υποβλήθηκε πρωτοδίκως Ο εκκαλών µε την έφεση και ενδεχοµένως και µε το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, καθορίζει την έκταση κατά την οποία η ένδικη διαφορά µεταβιβάζεται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο. Η µεταβίβαση αυτή µπορεί να αφορά οποιαδήποτε αίτηση του εκκαλούντος που υποβλήθηκε πρωτοδίκως. Προϋπόθεση της µεταβίβασης της αίτησης στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο, σύµφωνα µε τη ρύθµιση της 1 του άρθρου 525 ΚΠολ είναι η υποβολή της στην πρωτόδικη δίκη και η ύπαρξη σφάλµατος ως προς την παραδοχή ή όχι αυτής ή η µη απάντηση για αυτή. Κάθε αίτηση έτσι που υποβλήθηκε στον πρώτο βαθµό και ανεξάρτητα από την τύχη της λοιπόν, µπορεί να υποβληθεί και στο εφετείο και να αποτελέσει αντικείµενο της 39 Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολ, µε την άσκηση της έφεσης η υπόθεση µεταβιβάζεται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο µέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Προκύπτει συνεπώς ότι στο Εφετείο δεν µεταβιβάζεται ολόκληρη η υπόθεση που δικάστηκε στον πρώτο βαθµό και δεν επανακρίνεται στο σύνολο της, αλλά εξετάζονται και επανακρίνονται µόνο εκείνα τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης για τα οποία υποβλήθηκαν παράπονα κατά αυτής µε την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους, Ζόµπολας, Η έφεση κατά τον Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας, Κεφ. 16, σελ. 423 40 βλ. Κεραµεύς, Ένδικα Μέσα, Κεφ. ΙΙΙ αριθµ. 29 Νίκας, ο.π., 113 αριθµ. 10 σ 14

έφεσης και της δευτεροβάθµιας δίκης. Αίτηση αντίστοιχα που δεν υποβλήθηκε στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο, δεν µπορεί κατά κανόνα να υποβληθεί ούτε στο εφετείο 41. Αντίστοιχα το δευτεροβάθµιο δικαστήριο δεν έχει την εξουσία και µόνο εκ του λόγου ότι µεταρρύθµισε την πρωτόδικη απόφαση να εξετάσει αυτεπάγγελτα αίτηµα το οποίο υποβλήθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε και για το οποίο δεν προβάλλεται προσηκόντως παράπονο σε αυτό και εποµένως το αίτηµα αυτό της αγωγής µη µεταβιβασθέν στο εφετείο δεν µπορεί να ερευνηθεί από αυτό, το οποίο εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση µόνο κατά τα εκκληθέντα κεφάλαια αυτής. Έτσι ο αναιρεσείων ενάγων ο οποίος µε την ένδικη αγωγή του είχε ζητήσει την επιδίκαση σε αυτόν της προκύπτουσας διαφοράς µεταξύ των καταβλητέων αποδοχών του για δώρα εορτών και αδείας και επιδόµατος αδείας, µε συνυπολογισµό για τον προσδιορισµό τους και της αµοιβής για την τακτικά παρεχόµενη υπερεργασία του και των καταβληθείσων τοιούτων για τις αιτίες αυτές, αλλά δεν επανέφερε το αίτηµα του αυτό διά λόγου έφεσης ή δια πρόσθετου λόγου έφεσης, απαράδεκτα πρόβαλε την αναιρετική αιτίαση του άρθρου 559 9 ΚΠολ, καθώς αυτό δεν ήχθη προς κρίση ενώπιον του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου 42. 1. β. Αίτηση για την οποία δεν αποφάνθηκε το πρωτοβάθµιο δικαστήριο αα. Είναι δυνατόν κάποια αίτηση αν και υποβλήθηκε στον πρώτο βαθµό δικαιοδοσίας, παρ όλα αυτά να µην αποφάνθηκε για αυτήν το πρωτοβάθµιο δικαστήριο. Σφάλµα υφίσταται, στην περίπτωση που παρά την ύπαρξη δυνατότητας εξέτασης της αίτησης, δεν απάντησε επ αυτής το δικαστήριο, οπότε θεωρείται ότι 41 όπως λ.χ. το αίτηµα επιδίκασης κυριότητας βάσει του άρθρου 1010 ΑΚ, βλ. Μαργαρίτη σε Κεραµέας/Κοδύλης/Νίκας - Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας Ι 1-590, αρ. 525 αρ.3 Εφεσ 27/1970, Αρµ 1970.501 42 ΑΠ 419/2004, ΝοΒ 2005.679 ΑΠ 833/2003, Ελλ νη 2004.155 ΑΠ 1268/1983, 15.401 µε ενηµερωτικό σηµείωµα Στέλιου Σταµατόπουλου ΑΠ 132/1997, 29.16 ΑΠ 497/1984, ΝοΒ 1985.420 σ 15

απορρίφθηκε σιγή. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εφόσον το δικαστήριο δεν είχε το καθήκον να δικάσει το υποβληθέν αίτηµα, όπως στην περίπτωση που αυτό προβάλλεται επικουρικά, δεν υφίσταται πληµµέλεια της απόφασης, αλλά ανακύπτει θέµα αν αυτή µπορεί και µε ποιους όρους να εξεταστεί πλέον από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο 43, όπως θα φανεί παρακάτω. Η έννοια του αδίκαστου αιτήµατος προκύπτει από τον συσχετισµό των άρθρων 525 1 ΚΠολ και 559 αριθµ. 9. Σύµφωνα µε την πρώτη διάταξη, προβλέπεται ότι η αίτηση, η οποία υποβλήθηκε πρωτόδικα, η οποία, «και αν δεν αποφάνθηκε περί αυτής το πρωτοβάθµιο δικαστήριο», εξετάζεται παρά ταύτα, στο εφετείο, κατά την δε δεύτερη ορίζεται ότι «αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη». Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, ως αίτηση νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, µε την οποία ζητείται η παροχή έννοµης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόµιµη µορφή αυτής, που δηµιουργεί αντίστοιχη εκκρεµότητα της δίκης 44. Προκειµένου το δευτεροβάθµιο δικαστήριο να κρίνει µετά την εξαφάνιση της προσβαλλόµενης απόφασης αν υπάρχει αδίκαστη αίτηση, την οποία µπορεί να εξετάσει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, πρέπει να εξετάσει πρώτα µήπως υπάρχει σιωπηρή απόρριψη της αίτησης. Όπως προαναφέρθηκε, για να υπάρξει σφάλµα της εκδιδόµενης απόφασης, που να δικαιολογεί την άσκηση έφεσης κατ αυτής, πρέπει να υπάρχει η δικονοµική δυνατότητα και υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει το υποβληθέν αίτηµα. Εφόσον αυτή υφίσταται, το µη εξετασθέν αίτηµα λογίζεται σιγή απορριφθέν 45. Στην περίπτωση αυτή ο θιγόµενος διάδικος δύναται να ασκήσει έφεση, προβάλλοντας ως 43 Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας, Ερµηνευτική Νοµολογιακή Ανάλυση ( κατ άρθρο), άρθρο 525 αριθµ.3 44 Τέτοια αίτηση ιδίως είναι η της αγωγής ή της ανταγωγής, της κύριας ή της αυτοτελούς πρόσθετης παρέµβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου µέσου, βλ. ΑΠ 1622/2009, Α ηµοσίευση Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ΑΠ 533/2007 Α ηµοσίευση Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ 45 Βλ. σχετικά και Ρίκος, Ελλ νη 1984.25, σηµείωση στην ΑΠ 463/1984 σ 16

λόγο την παράλειψη του δικαστηρίου να δικάσει το αίτηµα αυτό και να αποφανθεί έτσι για κάθε εκκρεµές ενώπιον του ζήτηµα. Σε αντίθετη περίπτωση και εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσµία έφεσης ή αντέφεσης, η εφεξής επίκληση του αιτήµατος που απορρίφθηκε σιγή κρίνεται ως απαράδεκτη, διότι δεν αναγνωρίζονται περιθώρια παραδεκτής εναντίωσης του µε αναίρεση. Και αυτό, επειδή σύµφωνα µε το άρθρο 562 2 ΚΠολ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισµό ο οποίος δεν προτάθηκε νόµιµα, µε έφεση ή αντέφεση, ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας 46. Σύµφωνα µε τα παραπάνω, ο Άρειος Πάγος 47 αντιµετώπισε την περίπτωση κατά την οποία ο αναιρεσείων ενάγων ζήτησε µε την ένδικη αγωγή του την επιδίκαση επί των αιτούµενων κεφαλαίων νόµιµου τόκου από την επόµενη ηµέρα της εξώδικης όχλησης της αναιρεσίβλητης - εναγοµένης, άλλως από την επόµενη της επίδοσης της αγωγής, η δε πρωτοβάθµια απόφαση που εκδόθηκε επ αυτής όµως, επιδίκασε µέρος του αιτηθέντος κεφαλαίου, χωρίς να διαλάβει τίποτα στο διατακτικό της ή το αιτιολογικό της σχετικά µε το αίτηµα των τόκων. Το δευτεροβάθµιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου µεταβιβάστηκε η υπόθεση έπειτα από την άσκηση έφεσης εκ µέρους της εναγόµενης, απεφάνθη ότι το αίτηµα των τόκων απορρίφθηκε σιωπηρά από την εκαλλούµενη και εφόσον δεν προσβάλλεται το κεφάλαιο αυτό των τόκων µε την ασκηθείσα έφεση αλλά ούτε και µε αντέφεση του εφεσίβλητου ενάγοντος ( ήδη αναιρεσείοντος ), δεν µπορούν να επιδικασθούν τόκοι επί του γενοµένου δεκτού µέρους της κύριας απαίτησης. Αλλά κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι το αίτηµα περί επιδίκασης των τόκων δεν απορρίφθηκε από την εκκαλούµενη, αλλά αφέθηκε αδίκαστο και πάλι δεν δικαιούται να χωρήσει η επιδίκαση τόκων επί της ως άνω εν µέρει γενοµένης δεκτής απαίτησης µετά την εξαφάνιση της εκκαλούµενης και την έρευνα της αγωγής, αφού µε την έφεση προσβλήθηκε µόνο το κεφάλαιο της εκκαλούµενης που αναφέρεται στην κύρια απαίτηση του ενάγοντος - αναιρεσείοντος 46 Παρατηρήσεις Μπέη υπό της ΑΠ 52/1998, 29.834 ( 835 ) 47 ΑΠ 52/1998, 29.834 σ 17

και µόνο ως προς αυτό µεταβιβάστηκε η υπόθεση στο εφετείο, το αίτηµα δε τον τόκων παρέµεινε εκτός των ορίων του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος της έφεσης. Την άποψη αυτή επικύρωσε ο Άρειος Πάγος µε την ως άνω απόφαση του 48. Το δικαστήριο συνεπώς αποφάνθηκε στην περίπτωση αυτή ότι απαιτείται ειδικός λόγος έφεσης εκ µέρους του ενάγοντος ως προς τους απορριφθέντες τόκους, ακόµη κι αν το αγωγικό αίτηµα περί τόκων δεν εξετάστηκε στην πρωτόδικη δίκη 49. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αποδοχής του επικουρικού αιτήµατος, ευθέως και άνευ εξέτασης του κυρίως υποβληθέντος, παρά την ύπαρξη υποχρέωσης εξέτασης αυτού, οπότε αυτό συνεπάγεται σιγή απόρριψη του τελευταίου και άρα σφάλµα, η δε απόφαση ανατρέπεται κατά τούτο, µε την άσκηση ένδικου µέσου, συντρέχοντος εννόµου συµφέροντος 50. Παρ όλα αυτά η µε αριθµό 463/1984 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι το εφετείο µπορούσε να εξετάσει και χωρίς παράπονο του ενάγοντος το κύριο αίτηµα της αγωγής του µετά την εξαφάνιση της 48 ΑΠ 52/1998, 1998.834 βλ. και ΑΠ 132/2004, ΝοΒ 2004.1547 βλ. και ΑΠ 2085/1984, 1986.78, µε παρατηρήσεις Βερβετσιώτη ΑΠ 1268/1983, 15.401 µε σύµφωνες παρατηρήσεις Σταµατόπουλου Σύµφωνοι και Νίκας, ( Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 113 αριθµ. 14), κατά την άποψη του οποίου µε την προσβολή ενός κεφαλαίου µε την έφεση, δεν προσβάλλονται συγχρόνως και τα αναγκαίως συνεχόµενα µε αυτό κεφάλαια της απόφασης, καθώς µε τον τρόπο αυτό παραβλέπεται η αρχή της διαθέσεως που αποτελεί τον κινητήριο µοχλό του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος και αχρηστεύεται ο θεσµός της αντέφεσης, η οποία αποτελεί το βασικό µέσο για την µεταβίβαση των αναγκαίως συνεχόµενων κεφαλαίων στον δεύτερο βαθµό Τσικρικάς, Το µεταβιβαστικό αποτέλεσµα της εφέσεως στην πολιτική δίκη, σ. 114 Μπακόπουλος, Οι εξουσίες του εφετείου µετά την εξαφάνιση της εκκαλουµένης, Ελλ νη 1989.264 ( 269 ) 49 Κατά τη γνώµη ενός µέλους του δικαστηρίου, στην περίπτωση που το πρωτοβάθµιο δικαστήριο άφησε αδίκαστο το αίτηµα αυτό, µετά την εξαφάνιση της εκκαλουµένης, κατ αποδοχή της έφεσης της εναγόµενης αναιρεσίβλητης, και την έρευνα της αγωγής, έπρεπε να ερευνηθεί και το αναγκαίως µε το προσβληθέν µε την έφεση κεφάλαιο της απαίτησης συνεχόµενο αίτηµα των τόκων τούτου, το οποίο λόγω του χαρακτήρα του αυτού ενέπιπτε στα όρια του µεταβιβαστικού του αποτελέσµατος της έφεσης. Κατά την ίδια γνώµη αδίκαστη καταλείπεται η αίτηση, όχι µόνο αν αγνοείται από το δικαστήριο, αλλά και αν καίτοι τούτο είχε υποχρέωση να τη δικάσει, ρητά αρνείται τούτο, όπως στην προκειµένη περίπτωση, κατά την οποία µια τέτοια άρνηση δεν µπορεί να εκτιµηθεί ως απόρριψη, ως απαράδεκτης, της άνω αίτησης.. Το µέλος του δικαστηρίου που είχε διάφορη άποψη ήταν ο Αρεοπαγίτης Ε. Περλίγκας βλ και ΑΠ 1699/2001, Ελλ νη 1993.579 βλ. και την ΑΠ 728/1980, (ΝοΒ 1981.33), η οποία έκρινε ότι το εφετείο, εάν µε την έφεση προσβάλλεται η πρωτοβάθµια απόφαση ως προς την διάταξη µε την οποία επιδικάστηκε το αιτούµενο µε την αγωγή κεφάλαιο, έχει την εξουσία να εξετάσει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, αν ορθά ή όχι επιδικάστηκαν µε την πρωτοβάθµια απόφαση οι διά της αγωγής αιτηθέντες τόκοι. 50 Ρίκος, Ελλ νη 1984.25, σηµείωση στην ΑΠ 463/1984 ΑΠ 1360/1997, Ελλ νη 1998.1542 σ 18

εκκαλούµενης που δέχθηκε το επικουρικό αίτηµα, χωρίς να ασχοληθεί µε το κύριο 51. Εκφράζονται όµως για τη λύση αυτή και επιφυλάξεις. Σύµφωνα µε τη γνώµη αυτή η µη εξέταση της κύριας βάσης ισοδυναµεί µε σιωπηρή απόρριψη, αφού το δικαστήριο είχε δικονοµική δυνατότητα και καθήκον να ασχοληθεί µε τη βάση αυτή. Μόνο όταν το πρωτοβάθµιο δικαστήριο δεν είχε τη δικονοµική δυνατότητα να εξετάσει µια αίτηση, όπως στην περίπτωση της επικουρικής αίτησης, δεν µπορεί να γίνει λόγος για σιωπηρή απόρριψη 52. ββ. ιαφορετικά διαµορφώνεται η κατάσταση στην περίπτωση του άρθρου 219 1 ΚΠολ 53, το οποίο ορίζει ότι «µπορεί ο ενάγων για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής, να τη στηρίξει σε άλλη βάση ή να υποβάλλει άλλη αίτηση που στηρίζεται στην ίδια ή σε άλλη βάση». Πρόκειται για τη λεγόµενη επικουρική σώρευση αγωγών, ως δικαίωµα του ενάγοντος ή του αντενάγοντος 54. Εδώ, το πρωτοβάθµιο δικαστήριο δεν έχει τη δικονοµική δυνατότητα και το καθήκον να εξετάσει την αίτηση που υποβάλλεται επικουρικά ή επιβοηθητικά, δηλαδή υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας αίτησης που εν τέλει γίνεται δεκτή. Η µη εξέταση της επικουρικής ή επιβοηθητικής αίτησης συνεπώς δεν ισοδυναµεί µε σιωπηρή απόρριψη της από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο. Με την άσκηση έφεσης εκ µέρους του εναγοµένου, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο οφείλει σε πρώτη φάση να περιορισθεί µόνο στην εξέταση της κύριας 51 ΑΠ 463/1984, Ελλ νη 1984.1552 Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 113 αριθµ. 27 Μπακόπουλος, Οι εξουσίες του εφετείου µετά την εξαφάνιση της εκκαλουµένης, Ελλ νη 1989.264 52 Μπακόπουλος, ο.π., Ελλ νη 1989.264 (268 ) 53 Αναγνωριζόµενο βέβαια εκ του νόµου είναι και το κατ άρθρον 218 ΚΠολ δικαίωµα αντικειµενικής σώρευσης αγωγών. Γίνεται εξάλλου δεκτό ότι όταν στην αγωγή σωρεύονται περισσότερα αυτοτελή αιτήµατα, σύµφωνα µε το άρθρο 218 1 ΚΠολ και ένα από αυτά γίνει δεκτό, η έφεση του εναγόµενου που παραπονείται για την παραδοχή του, µεταβιβάζει την υπόθεση στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο µόνο ως προς το αίτηµα αυτό ( Κπολ 522). 54 Έτσι λοιπόν ο ενάγων δικαιούται, λόγου χάριν, να θεµελιώσει την προς το δικαστήριο στρεφόµενη αξίωση του προς ακύρωση της συναφθείσας δικαιοπραξίας, κυρίως επί τη βάσει της ΑΚ 147 ( ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω απάτης ) και επικουρικώς επί τη βάσει της ΑΚ 150 ( ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απειλής ), κατά τρόπον ώστε αν απορριφθεί η κύρια βάση της απάτης, να εξετασθεί κατόπιν από το δικαστήριο η επικουρική βάση της απειλής. σ 19

βάσης, που προσβάλλεται µε την έφεση, αφού οι υπόλοιπες δεν έχουν µεταβιβασθεί σε αυτό. Όταν όµως, και εφόσον έγινε πρωτοδίκως δεκτή η πρώτη βάση της αγωγής και συνεπώς το δικαστήριο άφησε ανεξέταστη την επικουρική βάση της ελλείψει πλέον εννόµου σηµασίας, κατόπιν παραδοχής ενός λόγου έφεσης και την εξαφάνιση της εκκαλούµενης, τότε και επειδή πλέον κρίνεται εξ υπαρχής η αγωγή και όχι η έφεση, το εφετείο, υποκαθιστάµενο στην εξουσία του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, και άνευ έφεσης, αντέφεσης ή οποιουδήποτε άλλου αιτήµατος και τις υπόλοιπες «αδίκαστες βάσεις ή το αδίκαστο επικουρικό αίτηµα» της αγωγής, τα οποία εφόσον δεν κρίθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, ως εκ τούτου δεν καλύφθηκαν και µε τελεσιδικία 55. Το ίδιο ισχύει για την ταυτότητα του νοµικού λόγου και αν από παραδροµή το πρωτοβάθµιο δικαστήριο παρέλειψε να ερευνήσει την επικουρική βάση της αγωγής παρά την απόρριψη της κύριας 56. Στο στάδιο αυτό συνεπώς γίνεται δεκτό ότι το εφετείο είναι αρµόδιο να ερευνήσει όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα ζητήµατα και εποµένως, αν κρίνεται αγωγή που θεµελιώνεται σε περισσότερες βάσεις, το µεταβιβαστικό αποτέλεσµα δεν περιορίζεται πλέον µόνο στις διατάξεις της απόφασης που προσβάλλονται µε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, αλλά εκτείνεται και στα µη εξετασθέντα πρωτοδίκως κεφάλαια, καθώς αυτά µεταβιβάζονται αυτοµάτως στον δεύτερο βαθµό, κατ εξαίρεση της απαγορευτικής διάταξης του άρθρου 12 ΚΠολ και του κανόνα της µη υπέρβασης των δύο βαθµών δικαιοδοσίας 57. Αν όµως το δευτεροβάθµιο δικαστήριο επιληφθεί της κατ αρχήν µη µεταβιβασθείσας στο εφετείο πρωτοδίκως ανεξέταστης επικουρικής βάσης της 55 Βλ. Νίκας, Πολιτική ικονοµία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, 113 αριθµ. 26 Κεραµεύς, Ένδικα Μέσα, 26 Αρβανιτάκης, Η κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, Κεφ Β 3, σελ. 75 επ. Σταµατόπουλος, Η αυτεπάγγελτος εξουσία του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, 2008.737 ( 747 ) Κουσουλος, Το ένδικον µέσον της εφέσεως κατά τον Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας, ΝοΒ 1972.153 ( 168 ) Μακρίδου, Πρόσθετοι Λόγοι Έφεσης κατά τον ΚΠολ, σελ. 86 επ. 56 Αρβανιτάκης, ο.π., Κεφ Β 3, σελ. 76 57 ΑΠ 1799/2008, Α ηµοσίευση Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ 20