ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 2015 2016 ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ : ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΜΕΤΡΑ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2016 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το τεκμήριο αθωότητας... 5 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ- ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ Α)Σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία των σχετικών ρυθμίσεων... 7 Β) Σχέση επικουρικότητας μεταξύ περιοριστικών όρων-προσωρινής κράτησης... 11 Γ)Αρχήαναλογικότηταςαναγκαιότητα... 13 Δ) Δικονομική λειτουργία επιβολής μέτρων καταναγκασμού... 15 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ- ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ Α) Σύντομη επισκόπηση των διατάξεων που αφορούν τους περιοριστικούς όρους... 16 Β) Η επιλογή μεταξύ των επιμέρους περιοριστικών όρων... 21 Γ) Περιοριστικοί όροι μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρ. 497 παρ. 5,7 ΚΠΔ)... 23 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ- Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ Α) Η προσωρινή κράτηση ως το επαχθέστερο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού... 25 Β) Οι επιμέρους προϋποθέσεις επιβολής i) Σχέση με τον κατ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση... 28 2
ii) Επιβολή προσωρινής κράτησης... 30 ii.α) Σοβαρές ενδείξεις ενοχής... 32 ii.β1) Κίνδυνος φυγής... 35 ii.β2) Κίνδυνος υποτροπής... 37 Γ) Διαφωνία ανακριτή-εισαγγελέα... 43 Δ) Η διάταξη του άρθρου 2 περ. β` του ν. 2475/1920... 46 Ε) Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι κατά/ μετά την έκδοση οριστικού επί της ουσίας βουλεύματος (άρ. 315)... 49 ΣΤ) Αντικατάσταση περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση(άρ. 298 ΚΠΔ)... 52 Ζ) Στοιχεία και εκτέλεση εντάλματος... 53 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ -ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ Α) Προσωρινή κράτηση και ανήλικος κατηγορούμενος... 55 Β) Επιβολή περιοριστικών όρων σε ανήλικο κατηγορούμενο.. 57 Γ) Αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση... 60 ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ- ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ Α) Προσφυγή του άρθρου 285 ΚΠΔ... 61 Β) Αίτηση του άρθρου 286 ΚΠΔ... 66 Γ) Το άρθρο 435 ΚΠΔ... 70 3
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ- ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ A) Νομολογία ΕΔΔΑ και έκταση προσωρινής κράτησης... 72 Β) Λίγα λόγια για το άρθρο 287 ΚΠΔ... 73 Γ) Ένδικα μέσα κατά του παρατείνοντος την προσωρινή κράτηση βουλεύματος... 77 ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ Το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται τόσο στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Ο.Η.Ε. (άρθρο 11), όσο και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρο 6 παρ. 2). Το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1994, ορίζει: «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Η κατοχύρωση του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου στη σύμβαση μαζί με την επαυξημένη τυπική ισχύ του που της προσδίδει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχει τις εξής συνέπειες: Η Σύμβαση αναγνωρίζει τον απολύτως εξαιρετικό χαρακτήρα της σύλληψης και της προσωρινής κράτησης, παραθέτοντας στην διάταξη του άρθρου της 5 παρ. 1 εδ. γ μια σειρά από συγκεκριμένες, ουσιαστικές προϋποθέσεις εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας κάθε ατόμου, που μπορούν να δικαιολογήσουν την από μέρους των αρχών λήψη τόσο επαχθών μέτρων εις βάρος του ατόμου 1. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, όπως και η Σύμβαση, δεν αναφέρονται ρητά στους λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την σύλληψη και την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, αλλά διαγράφουν ένα πλαίσιο υπό το οποίο μπορούν να επιβληθούν. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 γ της Σύμβασης, είναι επιτρεπτή η στέρηση της ελευθερίας κάποιου, εφόσον αυτός συλληφθεί ή κρατηθεί με την προοπτική να οδηγηθεί στον αρμόδιο δικαστή, όταν υφίστανται εύλογες υποψίες ότι έχει διαπράξει ένα έγκλημα ή όταν υπάρχουν δικαιολογημένες ανησυχίες ότι θα επιχειρήσει κάποιο έγκλημα ότι θα διαφύγει μετά τη διάπραξή του. Κανείς δεν μπορεί να κρατηθεί όταν ο λόγος που θα δικαιολογούσε ένα τέτοιο μέτρο δεν εμπίπτει στις απαριθμημένες περιπτώσεις του άρθρου 5. 1 Μακρή Γ.Κ., Η προδικαστική στέρηση της ελευθερίας, Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της σύλληψης και προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Επισκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σ. 101 5
Η Σύμβαση επομένως εξαρτά την δυνατότητα της σύλληψης ή επιβολής της προσωρινής κράτησης από ορισμένους λόγους ειδικότερα, κατά πρώτον πρέπει να συντρέχουν «εύλογες υπόνοιες» εκ μέρους των διωκτικών αρχών ότι ο ύποπτος ενέχεται στην τέλεση του εν λόγω εγκλήματος-όπως στον ΚΠΔ απαιτείται η συνδρομή «σοβαρών υπονοιών ενοχής» - σε συνδυασμό με την συνδρομή είτε του δικονομικού λόγου «της δραπέτευσης του κατηγορουμένου μετά την τέλεση του αδικήματος» - ο αντίστοιχος του «κινδύνου φυγής» του κατηγορουμένου του ΚΠΔ - είτε του προληπτικού λόγου «της αποτροπής του από το να διαπράξει νέο αδίκημα αντίστοιχος δηλαδή του «κινδύνου τελέσεως νέων εγκλημάτων» από τον κατηγορούμενο που προβλέπεται στον ΚΠΔ. Όπως εύλογα καταδεικνύεται από τα ανωτέρω, σκοπός της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. γ δεν είναι να υποδείξει τον τρόπο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν την σύλληψη ή την προσωρινή κράτηση, αλλά να θέσει συγκεκριμένα όρια και περιορισμούς κατά την εφαρμογή των μέτρων σύλληψης και προσωρινής κράτησης από τις εθνικές αρχές, ώστε να αποφεύγεται τυχόν κατάχρηση αυτών στην πράξη και να κατοχυρώνεται έτσι το άτομο απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία, κάτι που αποτελεί άλλωστε και θεμελιώδη σκοπό του άρθρου 5 της Σύμβασης. Ως εύλογες υπόνοιες, έχει ορίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, «τα γεγονότα ή πληροφορίες που είναι ικανές να πείσουν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι το άτομο για το οποίο πρόκειται μπορεί να έχει τελέσει το αδίκημα». Αντίστοιχα, ο ελληνικός ΚΠΔ στην διάταξη του άρθρου 282 παρ. 1 αξιώνει την ύπαρξη «σοβαρών ενδείξεων» ενοχής για την επιβολή τόσο του μέτρου της σύλληψης όσο και του μέτρου της προσωρινής κράτησης. Ζήτημα προέκυψε από την μεταγλώττιση του ΚΠΔ, κατά την οποία ο όρος «αποχρώσες ενδείξεις» της καθαρεύουσας αντικαταστάθηκε με τον όρο «σοβαρές» και αλλού με τον όρο «επαρκείς» ενδείξεις. Κατά ορθή άποψη, οι ενδείξεις πρέπει ανεξαρτήτως διακρίσεως, για να μπορέσουν να δικαιολογήσουν το μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, να είναι επαρκείς, δηλαδή: όσο πιο επαχθές είναι το μέτρο τόσο πιο ισχυρές πρέπει να είναι οι ενδείξεις ενοχής (αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων). Απόρροια λοιπόν του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων 2. Όσο πιο επαχθές είναι το μέτρο που λαμβάνεται στο στάδιο της προδικασίας εις 2 Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, σ. 370, Μπακόπουλο, Το τεκμήριο της αθωότητας Συνέδριο στην Κύπρο, σ. 91,96. 6
βάρος του κατά τεκμήριον αθώου κατηγορουμένου, τόσο πιο ισχυρές πρέπει να είναι οι ενδείξεις ενοχής που το δικαιολογούν, κατ επέκταση όσο πιο ισχυρές ενδείξεις χρειάζονται, τόσο περισσότερο πρέπει να έχουν εξαντληθεί οι ανακριτικές δυνατότητες συλλογής αποδεικτικών στοιχείων. Στο στάδιο της προδικασίας, παραδείγματος χάριν, γίνεται προσπάθεια απλής πιθανολόγησης της ενοχής και αυτό που μετράει δεν είναι η βεβαιότητα ή μη της συνδρομής των ενδείξεων αυτών, αλλά η ορθή κρίση της προγνωστικής τους αξίας. Τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού επιβάλλονται μετά την απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του ανακριτή, ήτοι επιβάλλονται στο στάδιο της προδικασίας της ποινικής δίκης, σε χρόνο, δηλαδή, όπου δεν υπάρχει νόμιμη απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου. Για το λόγο αυτό, γίνεται δεκτό πως με την επιβολή τους αναδεικνύεται μια σύγκρουση ανάμεσα αφενός στο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, που κατοχυρώνεται με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ, όπως επίσης και στο δικαίωμα του ατόμου στην προσωπική ελευθερία, το οποίο πλήττεται με την προσωρινή κράτηση αυτού (άρ. 5 ΕΣΔΑ) και αφετέρου στην ανάγκη παρεμπόδισης του δράστη από το να διαπράξει άλλο αδίκημα ή να δραπετεύσει (άρ. 5 παρ. 1 εδ.γ ΕΣΔΑ), η οποία ανάγεται σε δημόσιο συμφέρον. Η σύγκρουση επιλύεται με στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, υπέρ του προφανούς δημοσίου συμφέροντος που νομιμοποιεί την τρώση του δικαιώματος στην ελευθερία, παρά τη συνδρομή του τεκμηρίου αθωότητας 3. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ- ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ A) Σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία των σχετικών ρυθμίσεων Το προ του 1981 νομικό πλαίσιο γενικά χαρακτηρίζεται από την υποχρεωτική επιβολή της προφυλάκισης από τον ανακριτή με μόνη προϋπόθεση την αφηρημένη βαρύτητα της πράξης. Το πλαίσιο αυτό καθίστατο προβληματικό και στην επιβολή 3 Λ. Μαργαρίτης, Προσωρινή κράτηση: Προσπάθεια εκλογικεύσεως των ορίων επιβολής της, ΠοινΔικ 2013, σελ 534 7
επί πλημμελημάτων αφού δεν συνοδευόταν ούτε από τη θέσπιση υποκατάστατων μέτρων, ούτε από τις αναγκαίες περιοριστικές προϋποθέσεις 4. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο έλληνας νομοθέτης, ευθυγραμμιζόμενος με τα κρατούντα στην ηπειρωτική Ευρώπη, προέβη σε ευρύτατη αναμόρφωση του δικαίου της προφυλάκισης. Υπό την επίδραση των ιδεωδών που διέπουν τις διακηρυγμένες αρχές της από 10.12.1948 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ αλλά και των δεσμευτικών για το εσωτερικό μας δίκαιο διατάξεων της ΕΣΔΑ του 1950 (ΝΔ 53/1974), όπου ρητά προβλέπεται το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 2) και μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις επιτρέπεται η στέρηση της ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 γ ), έγινε η πρώτη από τις νομοθετικές παρεμβάσεις για την αναμόρφωση του θεσμού και την ανάλογη προς τις πιο πάνω αρχές κι επιταγές προσαρμογή με την ψήφιση του ν 1128/1981. Η αντίληψη που επικράτησε τότε ήταν ότι η δικαστική απόφαση περί προσωρινής κρατήσεως έχει τότε μόνο αξία, όταν παρασχεθεί στο δικαστήριο το δικαίωμα να ενεργεί τις αναγκαίες διαπιστώσεις περί της υπάρξεως των προϋποθέσεών της 5. Η σημαντικότερη καινοτομία που επέφερε ο ν. 1128/1981 είναι η καθιέρωση της προσωρινής κράτησης ως δυνητικού μέτρου, καθιστώντας έτσι κανόνα τη μη επιβολή της προσωρινής κράτησης, παρά μόνον εφόσον συνέτρεχαν αποχρώντες λόγοι και καταφάσκονταν επιπλέον η απόλυτη αναγκαιότητα του μέτρου για την υλοποίηση των σκοπών της ανάκρισης και εν γένει της ποινικής δίκης. Ειδικότερα, καταργήθηκε η υποχρέωση επιβολής του μέτρου της προσωρινής κράτησης επί κακουργημάτων προσδίδοντας στο μέτρο έναν εξαιρετικό χαρακτήρα. Δεύτερη σημαντική καινοτομία του νόμου αυτού ήταν η θέσπιση περιοριστικών όρων. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 283 ΚΠΔ καθορίζονταν με σαφήνεια τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσει ο ανακριτής ο ανακριτής έπρεπε να εξετάσει, πρώτον, τη δυνατότητα να αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο άνευ όρων, δεύτερον, την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων και τελευταίο, εάν ήταν απολύτως αναγκαίο, την επιβολή της προσωρινής κράτησης 6. O Ν. 1128/1981, υπέστη συνεχείς αλλαγές, κατωτέρω θα αναφερθούμε στις σημαντικότερες από αυτές: 4 Θ. Δαλακούρας, Προσωρινή Κράτηση και περιοριστικοί όροι, σ. 20-21 5 Τσουκαλά, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, σ. 145 6 Χ. Δαλακούρας, όπ, σελ 25 8
- Με το ν. N. 2408/1996, επήλθαν αλλαγές στα άρθρα 282 και 287 ΚΠΔ, με τις σπουδαιότερες από αυτές να αφορούν στον περιορισμό της δυνατότητας επιβολής της προσωρινής κράτησης στα κακουργήματα και δειυκρινίστηκαν οι προυποθέσεις επιβολής της στον ανήλικο κατηογορούμενο. Όσον αφορά στο άρ. 287 ΚΠΔ, προβλέφθηκε η δυνατότητα εξακολούθησης της προσωρινής κράτησης με τη συμπλήρωση έξι μηνών και παράτασης αυτής, με τη συμπλήρωση ενός έτους 7. - Με το ν. 3160/2003 επήλθαν αλλαγές στα άρθρα 287 και 291 ΚΠΔ, καταργήθηκε η δυνατότητα αναιρέσεως των βουλευμάτων που αποφαίνονται για την παράταση της προσωρινής κράτησης και προσαρμόστηκε η κατ άρθρο 291 ΚΠΔ αρμοδιότητα των δικαστικών συμβουλίων στην τροποποίηση του άρ. 308 ΚΠΔ 8. - Σημαντικός και ο ν. 3346/2005, με τον οποίο εισήχθη για πρώτη φορά, στο άρ. 282 ΚΠΔ, η δυνατότητα πρωτογενούς επιβολής προσωρινής κράτησης για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια 9 και θεσμοθετήθηκε η υποχρέωση ακρόασης του κατηγορουμένου από το δικαστικό συμβούλιο, όταν πρόκειται να αποφασισθεί η παράταση ή μη της προσωρινής του κράτησης, κατόπιν της καταδίκης της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ, για παραβίαση του άρ. 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ 10. - Με το ν. 3811/2009 ταυτοποιήθηκαν οι σκοποί της προσωρινής κράτησης με αυτούς των περιοριστικών όρων (άρθρο 296 ΚΠΔ), εξαρτήθηκε η νομιμοποίηση επιβολής της προσωρινής κράτησης από την ταυτόχρονη αιτιολογημένη κρίση περί ανεπάρκειας των περιοριστικών όρων για επίτευξη των σκοπών του άρ. 296 ΚΠΔ και εξειδικεύτηκε προς το αντικειμενικότερο το εύρος της προληπτικής προσωρινής κράτησης 11. 7 Λ. Μαργαρίτης, Οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του ν. 2408/1996, Υπερ 1997, σελ 517, Χ. Μυλωνόπουλος, Έκθεση για το ν. 2408/1996 στο Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και Νόμων της Βουλής των Ελλήνων, ΠΧρ 1996, σελ 754 8 Α. Καρράς, Ο ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας- μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, Πλογ 2003, σελ 447 9 Ι. Βαθιώτης, Πολύνεκρα δυστυχήματα-λόγος για αυστηρότερη τιμώρηση των αμελών; Συνήγορος 2004, σελ 482, Δ. Συμεωνίδης, Δικονομικές παράμετροι της συζήτησης για την οριοθέτηση του ενδεχόμενου δόλου και συνειδητής αμέλειας και δυνατότητας επιβολής προσωρινής κράτησης σε περίπτωση συρροής ανθρωποκτονιών από αμέλεια, ΠονΔικ 2006, σελ 451, ο οποίος χαρακτηρίζει τη νέα ρύθμιση <<ατυχές νομοθετικό διάβημα...ξένο σώμα...πρόχειρη, άστοχη και στρεβλή>> 10 Υπόθεση Καμπάνης κατά Ελλάδος, με παρατηρήσεις Σταύρου, ΠΧρ 1996, σελ 147 11 Γ. Καλφέλης, Οι τελευταίες τροποποιήσεις στο καθεστώς της προσωρινής κράτησης-και ιδιαίτερα στο μέγεθος της επικινδυνότητας με το ν. 3811/2009, ΠοινΔικ 2009, σελ 1359, Η. Αναγνωστόπουλος, 9
- Με το ν. 3860/2010, η προσωρινή κράτηση των ανηλίκων επανατοποθετήθηκε σε ορθολογικότερα πλαίσια, καθότι το όριο ηλικίας αυξήθηκε από το 13 ο στο 15 ο έτος και η παραβίαση των περιοριστικών όρων εκ μέρους του ανηλίκου, δεν οδηγεί σε προσωρινή του κράτηση 12. Παρά ταύτα,συζήτηση προκάλεσε η δυνατότητα επιβολής ως περιοριστικού όρου ενός στερητικού της ελευθερίας και αμιγώς κυρωτικού χαρακτήρα αναμορφωτικού μέτρου, ήτοι εκείνου της τοποθέτησης του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής 13 - Με το ν. 3943/2011 νομιμοποιήθηκε η επιβολή της προληπτικής προσωρινής κράτησης στο κακούργημα της παθητικής δωροδοκίας, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξεως 14. - Με το ν. 4055/2012 διευρύνθηκε ο κατάλογος των κακουργημάτων για τα οποία επιτρέπεται η προληπτική προσωρινή κράτηση, με βάση τα συγκεκρμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, επίσης δε προβλέφθηκε ειδική διαδικασία άρσης της διαφωνίας μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα, επί της οποίας θα αναφερθούμε αναλυτικά κατωτέρω. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια συγκριτική επισκόπηση των δικαίων της Ευρώπης, η οποία αποδεικνύει ότι στην πλειοψηφία των έννομων τάξεων των κρατών μελών της Ε.Ε. προσωρινή κράτηση επιτρέπεται και για πλημμελήματα ήσσονος ακόμα σημασίας 15. Γιας παράδειγμα, στα πλαίσια του γερμανικού δικαίου επιτρέπεται η επιβολή προσωρινής κράτησης για την αποτροπή του κινδύνου φυγής του κατηγορουμένου σε όλα τα πλημμελήματα, ενώ για την αποτροπή του κινδύνου συσκότισης της υπόθεσης σε πλημμελήματα για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης άνω των έξι μηνών, αντίστοιχα στην Βρετανία προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί όταν διεξάγεται ανάκριση για πλημμελήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης πάνω από 1 μήνα, ενώ στο ολλανδικό δίκαιο μπορεί, υπό προυποθέσιες, να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και στα πταίσματα. Δικονομικές εγγυήσεις και δημόσια αγανάκτηση, ΝοΒ 1983, σελ 770, Σ. Παπαγεωργίου-Γονατάς, Προσωρινή κράτηση-αναγκαία όσο ποτέ; ΠΧρ 1991, σελ 625 12 Α. Κοσμάτος, Οι νέες τροποποιήσεις του ποινικού δικαίου των ανηλίκων με το ν. 3860/2010, ΠοινΔικ 2010, σελ 804 13 Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, 2016, σελ 224 14 Ν. Μπιτζιλέκης, Η διαφθορά ως νομικό και πολιτικό πρόβλημα, ΠΧρ 2009, σελ 97 15 Συγκριτική επισκόπηση των κυριότερων νομοθεσιών των Ευρωπαικών χωρών σε Έκθεση Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, Ποιν.Χρ. ΜΣΤ /763. 10
Β) Σχέση επικουρικότητας μεταξύ περιοριστικών όρων-προσωρινής κράτησης Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρ. 282, 283 και 296 ΚΠΔ, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρ. 5 παρ. 3γ της εχούσης υπερνομοθετική (άρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος) ισχύ ΕΣΔΑ, ο νομοθέτης προέβλεψε ένα σύστημα επιβολής μέτρων δικονομικού καταναγκασμού στον κατηγορούμενο, το επαχθέστερο και έσχατο εκ των οποίων είναι η προσωρινή κράτηση, ενώ η επιβολή των λοιπών (απαγόρευση εξόδου, εμφάνιση σε αρχή, εγγυοδοσία κ.λπ.), που λειτουργούν ως υποκατάστατη εναλλακτική λύση, εξετάζονται κατά προτεραιότητα 16. Στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί πως η επιβολή οποιουδήποτε μέτρου δικονομικού καταναγκασμού είναι πάντοτε δυνητική για τον ανακριτή, και μάλιστα αυτό ισχύει για όλα τα εγκλήματα 17. Με άλλα λόγια, ο ανακριτής, μόλις ολοκληρωθεί η απολογία του κατηγορουμένου, έχει τις ακόλουθες επιλογές: είτε να τον αφήσει ελεύθερο, είτε να του επιβάλει κάποιον περιοριστικό όρο και συνακόλουθα να επιλέξει ανάμεσα στους αναφερόμενους είτε, τέλος, να του επιβάλει προσωρινή κράτηση, η οποία αποτελεί το επαχθέστερο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού. Βασικό στοιχείο της επιβολής των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού αποτελεί η διπολικότητά τους 18, ήτοι ο ανακριτής μπορεί να επιλέξει από τη μια τους περιοριστικούς όρους, από την άλλη την προσωρινή κράτηση. Στη συνέχεια, καθίσταται φανερό ότι ο νομοθέτης εκκινεί από τη συνδρομή αναγκαιότητας για επιβολή αρχικά περιοριστικών όρων, υπό τον όρο όμως ότι ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του και συντρέχουν είτε η πιθανή φυγή του είτε η ενδεχόμενη υποτροπή του. Μόνον όταν 16 Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 1994, σελ. 284, Α.Καρράς, Μαθήματα Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, 1990, σελ. 229, Θ. Δαλακούρας, Περιοριστικοί όροι, Υπέρ. 1997, σελ 1161). 17 ΣυμβΕφΑιγ 17/2013 ΠοινΔικ 2013, σελ 406, ΣυμβΠλημΑθ 3461/2001 ΠοινΔικ 2002, σελ 26, έτσι και Θ. Λαφαζάνος, Προβλήματα από την εφαρμογή του θεσμού της προσωρινής κράτησης, ΠΧρ ΛΒ 1982, σελ 449, Ν. Τσάκος, Η προσωρινή κράτηση, 2003, σελ 51 18 Θ. Δαλακούρας, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, 1993, σελ 179, Γρ. Καλφέλης, Σκέψεις για την αναμόρφωση του σταδίου της ανακρίσεως (στα πλαίσια της επεξεργασίας του ΣχΚΠΔ 1995), Υπερ 1996, σελ 1219 11
αυτοί αιτιολογημένα δεν κρίνονται επαρκείς για να διασφαλίσουν ότι θα επιτευχθούν οι σκοποί του άρθρου 296 ΚΠΔ (εάν συντρέχει δηλαδή κίνδυνος φυγής ή υποτροπής), θα επιβάλλεται κατ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, περιοριστικός όρος που για να διαταχθεί είναι αναγκαία η υποβολή αιτήματος από τον κατηγορούμενο. Εάν ούτε ο κατ οίκον περιορισμός κρίνεται επαρκής, τότε μπορεί να επιβληθεί το μέτρο της προσωρινής κράτησης, εφόσον βέβαια πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες θα αναλύσουμε διεξοδικά κατωτέρω. Επομένως, οι σκοποί των περιοριστικών όρων είναι ομόρροποι προς τους σκοπούς της προσωρινής κράτησης, ανάμεσα δε στην προσωρινή κράτηση και στους περιοριστικούς όρους υπάρχει μια σχέση επικουρικότητας, όπως αποτυπώνεται και στο άρθρο 282 παρ. 3 Κ.Π.Δ. «αντί για περιοριστικούς όρους>>, δηλαδή μόνον η ανεπάρκεια των περιοριστικών όρων προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού είναι αυτή που νομιμοποιεί την επιβολή προσωρινής κράτησης 19. Με άλλα λόγια, εφόσον κρίνεται πως με την επιβολή των περιοριστικών όρων εξασφαλίζεται ότι ο κατηγορούμενος θα παραστεί οπωσδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, η εκδοχή της προσωρινής κράτησης εμφανίζεται αυθαίρετη και είναι βέβαιο ότι υπαγορεύεται από λόγους κοινωνικής αντίδρασης στο έγκλημα 20. Η διαπίστωση ότι οι σκοποί των περιοριστικών όρων και της προσωρινής κράτησης είναι ομόρροποι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι ανεπίτρεπτη η κρίση ότι οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν αρκούν για την επιβολή προσωρινής κράτησης, αλλά μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή περιοριστικών όρων 21. 19 Βλ. Εισηγητική Έκθεση ν. 1128/1981 20 Θ. Δαλακούρας, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι, 1998, σελ 136, Χ. Βουρλιώτης, Η στέρηση της ελευθερίας ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και τα όρια επιβολής του, ΠΧρ 2002, σελ 395 21 ΕισΠροτ (Γ. Βούλγαρη) στο ΣυμβΠλημΑθ 3735/2011, ΠΧρ ΞΒ/202, σελ 685. Αντίθετο πάντως το ΣυμβΠλημΑθ 5967/2003, ΠΧρ ΝΔ/2004, σελ 936 12
Γ) Αρχή αναλογικότητας-αναγκαιότητα Γίνεται δεκτό πως η αναλογικότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 25 Συντάγματος, οφείλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα σταθμίσεως ατομικού και δημοσίου συμφέροντος, το μεν ατομικό με βάση την ένταση της προσβολής του δικαιώματος που πλήττεται (είδος, έκταση, διάρκεια της ποινικής δικονομικής προσβολής), το δε δημόσιο με βάση την αναμενόμενη ποινική κύρωση, τη βαρύτητα του εγκλήματος την αποδοτικότητα του μέτρου και την ένταση των υπονοιών ή ενδείξεων ενοχής 22. Με άλλα λόγια, επιλέγεται μόνον εκείνο ή εκείνα τα μέτρα (i) που είναι κατάλληλα για την επίτευξη των άνω σκοπών (αρχή προσφορότητας), (ϋ) αλλά και αναγκαία «απολύτως» κατ` άρ. 282 παρ. 1 ΚΠΔ, είτε γιατί είναι τα μοναδικά προς επίτευξη τους, είτε γιατί είναι τα ηπιότερα από τα διατιθέμενα προς τούτο, απαγορευμένης της επιλογής του επαχθέστερου υπέρμετρου (αρχή της αναγκαιότητας) και εν τέλει (iii) βρίσκονται σε μια παραδεκτή λογική σχέση αναλογίας με την βαρύτητα της διωκόμενης αξιόποινης πράξης (αρχή της υπό στενή έννοια αναλογικότητας) 23. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως η παρατηρούμενη σε πρακτικό επίπεδο τάση επιβολής και εξακολούθησης ή παράτασης της προσωρινής κράτησης επαληθεύει τον κοινωνιολογικό <<νόμο>> της λειτουργικής αναπλήρωσης 24, σύμφωνα με τον οποίο η προσωρινή κράτηση καλείται να καλύψει το κενό που δημιουργείται από την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος μεταξύ της τέλεσης της πράξης και της επιβολής ποινής, ως απάντησης στο έγκλημα. Εξάλλου, ο όρος <<προφυλάκιση>> που χρησιμοποιούνταν για την επιβολή της προσωρινής κράτησης, αναδείκνυε ευχερώς ότι αυτή αποτελούσε προκαταβολή ποινής. Ακόμη και σήμερα όμως, οπότε ο όρος <<προφυλάκιση>> έχει πια αντικατασταθεί από τον όρο <<προσωρινή κράτηση>>, η συχνότητα της επιβολής σε συνδυασμό με την τυπικότητα της αιτιολογίας, ουσιαστικά και πάλι αναδεικνύουν ότι το εν λόγω μέτρο αποτελεί προ- 22 Λ. Μαργαρίτης, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι (παρελθόν-παρόν-μέλλον), σελ 20 23 Πλημ Πειρ 130/2005 δημ. στη Νοmοs, ΠλημΡοδ 22/2003 ΠοινΔικ 2004, σελ 543, ΠλημΧαλκιδ 319/2002 ΠοινΔικ 2002,σελ 1285, Α. Μάνεσης, Ατομικές Ελευθερίες, τ. Α`, 1982, σελ. 77, Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, τ. Α`, 1991, σελ. 177, του ιδίου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 1984, σελ. 134, Ν, Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, ό.π., σελ 18,Α. Καρράς, Μαθήματα Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, ό.π., 97, 98 24 Λ. Μαργαρίτης, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι (παρελθόν- παρόν-μέλλον), 2012, σελ 30 13
ποινή. Πάντως, η ανάγκη απάντησης στο έγκλημα δε θα έπρεπε να εξοβελίζει την ασφάλεια δικαίου, ιδίως μάλιστα τη στιγμή που θίγονται θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου. Άλλωστε, ορθώς υποστηρίζεται ότι τόσο η επιβολή, όσο και η δαιτήρης της προσωρινής κράτησης χωρίς σεβασμό των αρχών της αναγκαιότητας, της απαγορεύσεως του υπερμέτρου, της αναγκαίας αναλογίας και της προσφορότητας, αποτελεί εκδήλωση εξουσίας και όχι έκφραση ηθικής υπεροχής από πλευράς της δικαστικής εξουσίας 25 Μολονότι η αρχή της αναλογικότητας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει κάποιο ειδικό δικονομικό μέσο αντίδρασης του θιγόμενου σε περίπτωση παραβίασης της παραπάνω συνταγματικής επιταγής κατά την έκδοση των σχετικών διατάξεων ή βουλευμάτων που διατάσσουν τη λήψη μέτρων δικονομικού καταναγκασμού και συνεπώς η επίκληση της παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λαμβάνει χώρα με τα κοινά δικονομικά μέσα. Πάντως, η παραβίαση της παραπάνω αρχής κατά την επιβολή επαχθών ανακριτικών πράξεων οδηγεί παραχρήμα σε μια αποδεικτική απαγόρευση αξιοποίησης. Πρόκειται για μια ανεξάρτητη ή αυτοτελή απαγόρευση αξιοποίησης, για την αναγνώριση της οποίας δεν ενδιαφέρει αν η απόκτησή της έγινε με θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο, αλλά αυτή καθεαυτή η προσβολή που επέρχεται με τη χρησιμοποίησή της. Σύμφωνα με μια άποψη, τυχόν παράβλεψη αυτής της απαγόρευσης επισύρει την απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ του Κ.Π.Δ. λόγω παραβίασης της δίκαιης δίκης, ταυτόχρονα δε συνιστά και υπέρβαση εξουσίας κατ' άρθρο 484 περ. στ και 510 περ. Η του Κ.Π.Δ. αντίστοιχα, διότι η μη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας από το Συμβούλιο ή το Δικαστήριο αποτελεί άρνηση συμμόρφωσης του δικαιοδοτικού οργάνου σε συγκεκριμένη νόμιμη υποχρέωσή του να εφαρμόζει το Σύνταγμα, τους νόμους και άρα τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου οι οποίες- με ή χωρίς συνταγματική περιβολήαποτελούν αναπόσπαστο μέρος του θετικού μας δικαίου 26. 25 Κ. Κοκκινάκης, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΕφΑθ 161/2000, ΠοινΔικ 2000, σελ 980 26 Θ. Δαλακούρας, Τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού: Μια συστηματική θεώρησή τους υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της ποινικής διαδικασίας, Τιμητικός Τόμος Δ. Σπινέλλη, 2001, σελ. 296-301, του ίδιου, Προσωρινή Κράτηση: Κριτική Θεώρηση του επίμαχου θεσμού υπό το πρίσμα της δογματικής θεμελίωσής του, Μελέτη σε Υπερ. 1996, σελ.961, 14
Δ) Δικονομική λειτουργία επιβολής μέτρων καταναγκασμού Στο άρ. 296 ΚΠΔ ο νομοθέτης καθόρισε το σκοπό επιβολής των περιοριστικών όρων ως αμιγώς δικονομικό (εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου κατά την προδικασία, ακροαματική διαδικασία και εκτέλεση αποφάσεως), που απειλείται όταν καταφάσκεται ο κίνδυνος φυγής του κατηγορουμένου. Στη συνέχεια, στο άρ. 282 παρ. 3 ΚΠΔ, όπως ισχύει, όσον αφορά στην προσωρινή κράτηση, επιπλέον του άνω σκοπού ο νομοθέτης καθόρισε έναν ακόμη, εγκληματοπροληπτικό, προβλέποντας επιβολή της προσωρινής κράτησης όχι μόνον όταν υπάρχει κίνδυνος φυγής του, αλλά και κίνδυνος διαπράξεως νέων εγκλημάτων. Η επιλογή επιβολής στον κατηγορούμενο κάποιου ή κάποιων από τα άνω δικονομικά μέτρα καταναγκασμού, εφόσον προκύπτουν σε βάρος του σοβαρές ενδείξεις ενοχής, μπορεί να επιτευχθεί λυσιτελώς βάσει της αρχής της αναλογικότητας 27 και των ειδικότερων εκφάνσεων. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε σε μια επισήμανση της θεωρίας, σύμφωνα με την οποία μετά τις τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον ΚΠΔ και την επιλογή του νομοθέτη να επιτρέψει την κατά βούλησηαπουσία του κατηγορουμένου και την εκπροσώπησή του από συνήγορο, ακόμη κι επί κακουργημάτων, δεν πρέπει να γίνεται λόγος για παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αλλά για διαθεσιμότητά του 28. Όπως επισημάνθηκε ήδη ανωτέρω, στη θεωρία επικρατεί η αντίληψη για πλήρη ταύτιση των σκοπών των περιοριστικών όρων με τους αντίστοιχους της προσωρινής κράτησης 29. Βασικό επιχείρημα της άποψης περί πλήρους ταύτισης των σκοπών αποτελεί η αποτύπωση, στο άρ. 283 παρ. 1 ΚΠ, των τριών επιλογών που διαθέτουν ανακριτής και εισαγγελέας μετά την απολογία του κατηγορουμένου. Πιο συγκεκριμένα, δύνανται, με σειρά προτεραιότητας, είτε να αφήσουν τον κατηγορούμενο ελεύθερο είτε να του επιβάλλουν κάποιον ή κάποιους περιοριστικούς όρους, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο, είτε, τέλος, να του επιβάλλουν προσωρινή κράτηση. 27 βλ. άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6.4.2011 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής 28 Ν. Ανδρουλάκης, Contra legem επιβαλλόμενες και συντηρούμενες διαδοχικές προσωρινές κρατήσεις μετά την αναθεώρηση του άρ. 6 παρ. 4 του Συντάγματος, ΠλΛογ 2009, σελ 4 29 Λ. Μαργαρίτης, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι, 2012, σελ 59. Αντίθετη άποψη έχει διατυπωθεί από τον Σταθέα αλλά και τον Παρασκευόπουλο, Γνώμη στην Υπερ 1996, σελ 12127 15
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ-ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ Α) Σύντομη επισκόπηση των διατάξεων που αφορούν τους περιοριστικούς όρους Σύμφωνα με το άρθρο 282 ΚΠΔ: «1.`Οσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών. 2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα «και ο κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση». 5. "4. Οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο για κακούργημα ή πλημμέλημα, εάν παραβιασθούν από αυτόν, είναι δυνατόν να αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 298". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 296 (ως αντ/κε με το άρθρο 24 παρ.3 Ν.3811/2009, ΦΕΚ Α 231/18.12.2009) του ΚΠΔ: «ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 297 παρ.1κπδ, αν ως περιοριστικός όρος τεθεί η καταβολή εγγύησης, που αποτελεί και τον συνηθέστερα επιβαλλόμενο όρο, το ύψος καθώς και το είδος και το αξιόχρεο αυτής ορίζονται με ελεύθερη κρίση, αφού ληφθεί υπόψη η ποινή που επιβάλλεται στην πράξη, καθώς και η οικονομική 16
και ηθική κατάσταση του κατηγορουμένου. Δηλαδή, κατά τον καθορισμό του ποσού της εγγυοδοσίας πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25παρ.1Σ 30, έτσι ώστε "η ελεύθερη κρίση" να μην είναι αυθαίρετη, αλλά να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την βαρύτητα του εγκλήματος, την σοβαρότητα των ενδείξεων ενοχής κ.λπ., αλλά επίσης την αναμενόμενη ποινική κύρωση, που δεν πρέπει να πιθανολογείται υπό αναστολή, την οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου και την προσωπικότητά του κατά τα άρθρα 79 παρ. 3 και 80 παρ. 1 ΠΚ. Περαιτέρω έχει υποστηριχθεί ότι ο νομοθέτης συναρτά εμμέσως το ύψος της εγγυοδοσίας και από την βλάβη που προκάλεσε η πράξη του κατηγορουμένου στον παθόντα, αφού κατά τα άρθρα 302 παρ. 1 και 303 παρ. 2 ΚΠΔ από την καταπίπτουσα ή αποδιδομένη εγγύηση αφαιρείται η επιδικασθείσα αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση του αδικηθέντος 31. Σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη, η απαρίθμηση των περιοριστικών όρω στο άρθρο 282 παρ. 2 ΚΠΔ είναι ενδεικτική 32, επιχείρημα δε προς την κατεύθυνση αυτή αντλείται κι από τη διατύπωση της διάταξης <<ιδίως>>. Έχει υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, με βάση την οποία η απαρίθμηση είναι αποκλειστική 33, καθώς, σύμφωνα πάντοτε με τη θεώρηση αυτή, οι περιορισμοί στα ατονικά δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα ή το νόμο. Σημειωτέον δε ότι τόσο η διάταξη για την επιβολή περιοριστικών όρων, όσο και το ένταλμα προσωρινής κράτησης εκδίδονται πάντα από τον ανακριτή 34, αφού πρώτα λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα. Ακόμα και στην περίπτωση που για την επιβολή προσωρινής κράτησης αποφανθεί το Δικαστικό Συμβούλιο, αίροντας την διαφωνία ανάμεσα στον Εισαγγελέα και τον Ανακριτή, ο τελευταίος είναι πάλι αυτός που εκδίδει τη διάταξη ή το ένταλμα και όχι το Δικαστικό Συμβούλιο. 30 Πρόταση Εισαγ. Σκιαδαρέση σε βούλ. Πλημ. Ροδ. υπ` αριθ. 22/2003 ΠοινΔικ 2004, σελ 543, έτσι και Μιχ. Μαργαρίτης, Ερμην.Κωδ.ΠοινΔικ, 2008, σελ.586 31 Βλ. ως άνω πρόταση Εισαγ. Σκιαδαρέση σε βούλ. Πλημ. Ροδ. υπ` αριθ. 22/2003 και εντεύθεν παραπομπές σε Μπουρόπουλο, ΕρμΚΠΔ, τόμ. Α, 1957, σελ. 390 32 ΟλΑΠ 1328/1989ΠΧρ Μ/ 1990, σελ 580, ΓνωμΕισΑΠ 11/2006, ΠΧρ ΝΖ/2007, σελ 1015, ΠοινΔικ 2007, σελ 564 33 Θ. Δαλακούρας, Περιοριστικοί όροι- Σκέψεις για τη λειτουργία, το σκοπό και την ενδεικτική ή μη απαρίθμησή τους, Υπερ 1997, σελ 1175, Α. Καρράς, Η επιβολή περιοριστικών όρων και η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, σε ΤιμΤομΔέδε, 2013, σελ 210 34 Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Θεωρία Πράξη Νομολογία, 2002, Λ. Μαργαρίτης, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, τ.α, 1997 17
Το άρθρο 283 Κ.Π.Δ. ρυθμίζει τις τυπικές προϋποθέσεις επιβολής περιοριστικών όρων και προσωρινής κράτησης, το περιεχόμενο του εντάλματος προσωρινής κράτησης και της διάταξης για την επιβολή περιοριστικών όρων και την διαδικασία εκτέλεσης τους, ενώ οι ουσιαστικές προϋποθέσεις επιβολής τους ορίζονται στο άρθρο 282 Κ.Π.Δ. Επομένως, ορθά ο τίτλος του άρθρου 283 Κ.Π.Δ. προσαρμόστηκε μετά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. ε υποπαρ. 1 Ν. 4205/2013. Αντίθετα, πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4205/2013 ο τίτλος του άρθρου 283 Κ.Π.Δ. δεν ήταν ακριβής, αφού στο άρθρο αυτό δεν περιγραφόταν μόνο η διαδικασία έκδοσης του εντάλματος προσωρινής κράτησης, αλλά και της διάταξης για την επιβολή περιοριστικών όρων. Σύμφωνα με το άρθρο 283 1 εδ. α` ΚΠΔ, πριν την έκδοση από τον Ανακριτή εντάλματος προσωρινής κράτησης ή διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων, πρέπει «προηγουμένως» και «σε κάθε περίπτωση» να έχει εκφράσει τη «γραπτή» και «σύμφωνη» γνώμη του ο Εισαγγελέας. Η γνώμη του Εισαγγελέα πρέπει να εκφράζεται γραπτά, χωρίς να αρκεί η προφορική έκφραση της γνώμης του, και πρέπει να είναι αιτιολογημένη, όπως επιβάλλει το άρθρο 32 4 ΚΠΔ, ενώ η έκφραση γραπτής γνώμης του εισαγγελέα είναι υποχρεωτική ανεξάρτητα από το εάν οι γνώμες ανακριτή και εισαγγελέα συμπίπτουν («σε κάθε περίπτωση»). Επίσης, η έκφραση γραπτής γνώμης του εισαγγελέα είναι υποχρεωτική ακόμη και εάν από την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης προκύπτει ότι δεν συντρέχει λόγος επιβολής προσωρινής κράτησης και περιοριστικών όρων και ο κατηγορούμενος πρόκειται να αφεθεί ελεύθερος. Η γνώμη του εισαγγελέα πρέπει να είναι σύμφωνη με τη γνώμη του ανακριτή, ώστε να είναι επιτρεπτή η επιβολή μέτρου δικονομικού καταναγκασμού. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την προσωρινή κράτηση αλλά και για τους περιοριστικούς όρους. Σε σχέση με τους περιοριστικούς όρους η γνώμη του Εισαγγελέα είναι «σύμφωνη», όχι όταν απλώς συμπίπτει με την κρίση του Ανακριτή ότι πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο περιοριστικοί όροι, αλλά όταν επιπλέον ταυτίζεται και ως προς το είδος των περιοριστικών όρων που πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο, καθώς και ως προς τις ειδικότερες λεπτομέρειες επιβολής κάθε περιοριστικού όρου, δηλ. ως προς την έκταση των περιοριστικών όρων. Ακόμη, γίνεται γενικά δεκτό ότι απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης για την επιβολή της προσωρινής κράτησης, υποχρέωση που συνάγεται όχι μόνο από αυτή τη λογική ερμηνεία του νόμου, αλλά και που προκύπτει ταυτόχρονα άμεσα από τα άρθρα 6 1 εδ. α και 93 3 εδ. α Συντ και από το άρθρο 18
139 ΚΠΔ. Παρά ταύτα, είναι διάχυτη η αντίληψη ότι ο χώρος των συγκεκριμένων δικαιοδοτικών κρίσεων, ήτοι των των ενταλμάτων, των διατάξεων και των βουλευμάτων που αφορούν την προσωρινή κράτηση, χαρακτηρίζεται από σχεδόν ολοκληρωτική απουσία αιτιολογίας 35. Επομένως, η γνώμη του εισαγγελέα είναι σύμφωνη με εκείνη του ανακριτή, όταν και οι δύο συμφωνούν για τους συγκεκριμένους περιοριστικούς όρους που πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο και περαιτέρω όταν συμφωνούν για παράδειγμα στο ύψος της χρηματικής εγγύησης που θα επιβληθεί στον κατηγορούμενο ή στα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα. Διαφορετικά, υπάρχει διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα, η οποία πρέπει να επιλυθεί από το αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ. Αυτό προκύπτει και από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 283 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠΔ, το οποίο κάνει λόγο για διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα «για τους όρους που πρέπει να τεθούν», επομένως η διάταξη αυτή θεωρεί απαραίτητη τη σύμπτωση της γνώμης του ανακριτή και του εισαγγελέα όχι μόνο στο ζήτημα της αναγκαιότητας επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά και στο ζήτημα του ειδικότερου περιοριστικού όρου που πρέπει να επιλεγεί. Σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη επιβολής προσωρινής κράτησης αποφασίζει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κατ` άρθρο 283 παρ. 1 εδ. γ` και δ` ΚΠΔ όπως η παρ. 1 του άρθρου 283 ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 41 παρ. 2 Ν. 4264/2014, δηλ. το συμβούλιο πλημμελειοδικών, αν η ανάκριση διενεργείται από ανακριτή του πρωτοδικείου και το συμβούλιο εφετών, αν η ανάκριση διενεργείται από ειδικό εφέτη ανακριτή. Για την περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά και σε σχέση με τον ειδικότερο περιοριστικό όρο που πρέπει να επιβληθεί, το άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 41 παρ. 2 Ν. 4264/2014, δεν περιέχει καμία πρόβλεψη. Και τούτο σε αντίθεση με την προηγούμενη μορφή της διάταξης αυτής όπου το ζήτημα τούτο αντιμετωπιζόταν ρητά. Η έλλειψη πάντως σχετικής πρόβλεψης στο άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ δε σημαίνει ότι σε αυτή την περίπτωση δεν ανακύπτει διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα που 35 Ν. Ανδρουλάκης, Το καθήκον αληθινής/ουσιαστικής αιτιολόγησης των κάθε λογής ποινικών αποφάσεων ως θεσμικός φραγμός στη διαφθορά, Τιμητικός Τόμος για τον Ι. Μανωλεδάκη, 2007, σελ 729, Λ. Μαργαρίτης, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι, 2012, σελ 25 19
χρήζει επίλυσης από το δικαστικό συμβούλιο. Η αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας στο νομοσχέδιο που στη συνέχεια αποτέλεσε το Ν. 4274/2014 δεν περιέχει κάποια εξήγηση για την απάλειψη της σχετικής πρόβλεψης του άρθρου 283 παρ. 1 ΚΠΔ. Είναι, όμως, προφανές ότι και σε αυτή την περίπτωση επιβάλλεται η παρεμβολή του δικαστικού συμβουλίου προς επίλυση της σχετικής διαφωνίας δεδομένου ότι για την επιβολή περιοριστικών όρων και μάλιστα για την επιβολή του κατάλληλου περιοριστικού όρου απαιτείται σύμφωνη γνώμη Ανακριτή και Εισαγγελέα όπως ρητά εξακολουθεί να προβλέπει το άρθρο 283 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ. Η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 307 περ. β ΚΠΔ. Μάλιστα, όπως έχει ήδη αναφερθεί η αρμοδιότητα αυτή του δικαστικού συμβουλίου ανακύπτει κι όταν ο Ανακριτής και ο Εισαγγελέας συμφωνούν για την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά διαφωνούν και σε σχέση με το είδος του περιοριστικού όρου που πρέπει να επιβληθεί ή σε σχέση με την έκταση του όρου αυτού 36. Ακόμη δε και στην περίπτωση εκείνη που ήθελε υποστηριχθεί ότι δεν μπορούμε να έχουμε ευθεία εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠΔ για την πλήρωση του ως άνω ανακύψαντος ακούσιου κενού και περαιτέρω, για την άρση της αμφισβήτησης περί αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου για την επίλυση της εν προκειμένω ανακύψασας διαφωνίας, είναι δυνατή σε κάθε περίπτωση η αναλογική εφαρμογή του β εδαφίου του άρθρου 283 ΚΠΔ, στο οποίο προβλέπεται η άρση της διαφωνίας εισαγγελέα και ανακριτή για την επιβολή προσωρινής κρατήσεως από το δικαστικό συμβούλιο, ενόψει της επαρκούς ομοιότητας των περιπτώσεων και του κοινού νομικού λόγου και σκοπού τους, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν φαίνεται δικαιολογημένη μια τόσο σοβαρή απόκλιση μεταξύ των σχετικών ρυθμίσεων, αφ ης στιγμής και η επιβολή περιοριστικών όρων αποτελεί μορφή δικονομικού καταναγκασμού, και μάλιστα πολλές φορές δυσβάστακτη, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι η παραβίαση των περιοριστικών όρων μπορεί να οδηγήσει στην αντικατάστασή τους με προσωρινή κράτηση, κατά το άρθρο 298 ΚΠΔ 37. Εξάλλου, η αναλογική εφαρμογή διατάξεων υπέρ του κατηγορουμένου (in bonam partem) είναι επιτρεπτή στο ποινικό δικονομικό δίκαιο 38. Αναμφισβήτητα δε η αναλογική εφαρμογή του εδ. β του άρ. 283 ΚΠΔ και στην περίπτωση διαφωνίας Ανακριτή και 36 Χ. Σεβαστίδης, κατ άρθρο ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Τόμος ΙΙΙ, 2015, αρ. 283 ΚΠΔ 37 ΣυμβΠλημΓυθ 23/2016, ΝΟΜΟΣ 38 Αρ. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σελ. 46 επ. 20
Εισαγγελέα για την επιβολή περιοριστικών όρων αποτελεί μία πρόσθετη εγγύηση υπέρ του τελευταίου, καθώς η εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας θα γίνει από το δικαστικό συμβούλιο και όχι από ένα μόνο πρόσωπο 39. Β )Η επιλογή μεταξύ των επιμέρους περιοριστικών όρων Γίνεται δεκτό πως, από τη στιγμή που η αρχή της αναγκαιότητας αξιώνει την επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέτρου τόσο κατά τη στέρηση όσο και κατά τον περιορισμότης προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουμένου, είναι εύλογο να αφορά το «απολύτως αναγκαίο» όχι μόνο τη σχέση μεταξύ περιοριστικών όρων και προσωρινής κράτησης, αλλά και τη σχέση μεταξύ των επιμέρους περιοριστικών όρων 40. Επιπλέον, είναι σημαντικό να τονιστεί πως η επιβολή περιοριστικών όρων δύναται να λάβει χώρα στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση και μόνο σε αυτές 41. Όπως σημειώθηκε και παραπάνω, γίνεται δεκτό ότι η επιλογή του κατάλληλου περιοριστικού όρου που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται, τη βαρύτητά του, παράλληλα δε την αναγκαιότητα και την προσφορότητα του μέτρου να επιτύχει τους σκοπούς του άρθρου 296 ΚΠΔ, σε ό, τι αφορά το συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Κατά συνέπεια, η απαγόρευση εξόδου από την χώρα κατηγορουμένου εμπόρου του οποίου η επιχειρηματική δράση ασκείται κυρίως στην αλλοδαπή, μπορεί να είναι πρόσφορη μεν, υπέρμετρη δε, όμως όταν κατηγορούμενοι είναι εκπρόσωποι νομικού προσώπου, του οποίου η επιχειρηματική δραστηριότητα ασκείται κυρίως στην ημεδαπή, εκτεινομένη στην αλλοδαπή, επιβάλλεται δε η απαγόρευση εξόδου στον ένα και όχι στον άλλο, τότε προδήλως δεν παραβιάζεται η άνω αρχή της αναλογικότητας 42. Σε ό, τι αφορά τη σχέση προτεραιότητας των περιοριστικών όρων έναντι της προσωρινής κράτησης, η οποία επικρατεί στις απόψεις της θεωρίας, όπως αναλυτικά 39 ΣυμβΠλημΓυθ 23/2016, ΝΟΜΟΣ 40 Χ. Δαλακούρας, Περιοριστικοί όροι-σκέψεις για τη λειτουργία, το σκοπό και την ενδεικτική ή μη απαρίθμησή τους, Υπερ 1997, σελ 1161 41 Ι. Μανωλεδάκης, Παρατηρήσεις στο ΒουλΣυμβΠλημΘες 563/2000, Υπερ 2000, σελ 1049 42 ΠλημΡοδόπης 22/2003, ΠοινΔικ 2004, σελ 543 21
σημειώθηκε και παραπάνω, η καταγραφή της νομολογίας δε φαίνεται να συμμερίζεται την προτεραιότητα αυτή 43. Έχει παρατηρηθεί ότι η ελληνική ποινική δικαιοσύνη κατά κανόνα έχει μια μονομερή προτίμηση υπέρ της δραστικής αντεγκληματικής πολιτικής, ήτοι υπέρ της προσωρινής κράτησης και σε βάρος των περιοριστικών όρων 44. Παράλληλα, πέραν της προτίμησης της προσωρινής κράτησης, πρόβλημα αποτελεί και το παντελώς αναιτιολόγητό της 45, καθότι η αιτιολογία, ως απόρροια τηη δημοκρατικής αρχής 46, Αντλώντας μερικά παραδείγματα από το χώρο της νομολογίας, ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολύ πρόσφατη ΓνωμΕισΠρΣπάρτης 8/2015 47, η οποία αφορούσε την επιβολή περιοριστικών όρων της κατάθεσης εγγυοδοσίας και της εμφάνισης στο ΑΤ του τόπου κατοικίας του ανηλίκου κατηγορουμένου, για το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής. Μολονότι έλαβε χώρα παραβίαση των επιβληθέντων περιοριστικών όρων από τον ανήλικο κι ειδικότερα η μη εμπρόθεσμη καταβολή εγγυοδοσίας, η οποία καταβλήθηκε καθυστερημένα και δη μία μέρα μετά την υποβολή της εισαγγελικής προτάσεως, κρίθηκε ότι διατηρούνται σε ισχύ οι περιοριστικοί όροι, δεδομένων της αντεγκληματικής σκοπιμότητάς τους και της τήρησης του έτερου περιοριστικού όρου της εμφάνισης στο ΑΤ 48. Ενδιαφέρουσα και η υπ αριθμ 90/2014 Διάταξη της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Βεροίας 49, σύμφωνα με την οποία οι αποδοθείσες σε εξαρτημένο δράστη κακουργηματικές κατηγορίες της κατοχής και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών, έχουν λάβει πλέον, σύμφωνα με το ν. 4139/2013, μία προνομιούχα μορφή τιμωρούμενες ως πλημμελήματα. Με βάση λοιπόν και την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, βάσει της οποίας ο δράστης τυγχάνει χρόνιος χρήστης χασίς, έγινε δεκτή η αίτηση αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της εμφάνισης σε Α.Τ. και της καταβολής εγγυοδοσίας. 43 ΠλημΑθ 3461/2001, ΠοινΔικ 2002, σελ 26 με παρατηρήσεις Κοκκινάκη, ΠλημΘες 2868/1993, ΠΧρ 1993, σελ 1040 44 Ι. Μανωλεδάκης, Η σκλήρυνση της ποινικής καταστολής στη σύγχρονη Ελλάδα, Τιμητικός Τόμος Σπινέλλη, 2010, 697, Ν. Κουράκης, Προσωρινή κράτηση-οι δυσλειτουργίες ενός θεσμού, ΠΧρ ΛΣΤ/1986, σελ 626, Λ. Μαργαρίτης, Οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του ν. 2408/1996, Υπερ 1997, σελ 531 45 Λ. Μαργαρίτης, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι, όπ, σελ 25 46 Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Σκέψεις για την αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων με αφορμή τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ΠΧρ 2008, σελ 3 47 ΠοινΔικ 2015,σελ 788 48 Βλ. αντίθετη εισαγγελική πρόταση, βάσει της οποίας ο ανήλικος έπρεπε να τοποθετηθεί σε Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. 49 ΠοινΔικ 2015, σελ 142 22
Τέλος, σχετικά με τη διάρκεια των περιοριστικών όρων, αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με όσα ισχύουν γαι την προσωρινή κράτηση, όπου υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση του ανωτάτου ορίου χρονικής διάρκειάς της (άρ. 6 παρ. 4 Συντάγματος), για τους περιοριστικούς όρους δεν προβλέπεται τέτοιο όριο 50, με εξαίρεση την εγγύηση, για την οποία υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη στο άρ. 303 ΚΠΔ και τον κατ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, για τον οποίο το ζήτημα αντιμετωπίζεται στο άρ. 283 Α παρ. 2 ΚΠΔ. Συνεπώς, οι λοιποί περιοριστικοί όροι διαρκούν μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, εκτός αν το αρμόδιο δικαστικό όργανο κρίνει ότι δε συντρέχει πλέον λόγος για τη διατήρησή τους ή αν διαταχθεί η αντικατάστασή τους με προσωρινή κράτηση 51. Γ) Περιοριστικοί όροι μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρ. 497 παρ. 5,7 ΚΠΔ) Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 497 ΚΠΔ και ειδικότερα των παρ. 3, "Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς", 4. "Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε", 5. "Το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιβάλει περιοριστικούς όρους", 7. "Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταλεμελές εφετείο. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι", 8. "Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως", προκύπτει ότι α) επί καταδίκης σε 50 Γ. Συλίκος, Οι περιοριστικοί όροι στην πράξη, ΠραξΛογΠΔ, 2002, σελ 455 51 Χ. Σεβαστίδης, ΚΠΔ, 2015, σελ 3348 23
ποινή φυλάκισης μεγαλύτερης των τριών ετών, αποκλειστικά αρμόδιο για το αν η ασκηθησόμενη έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, είναι το δικαστήριο που δίκασε, το οποίο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιβάλει περιοριστικούς όρους, β) ρυθμίζεται ειδικά η περίπτωση αναστολής της εκτέλέσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ιδρυόμενης προς τούτο αρμοδιότητος του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, γινομένου λόγου περί άρσεως της αναστολής "υπό του αρμοδίου δικαστηρίου" επί παραβιάσεως των τεθέντων περιοριστικών όρων. Σύμφωνα με μια άποψη που υποστηρίζεται στη θεωρία, εξ όλων αυτών συνάγεται ότι, για την άρση ή αντικατάσταση περιοριστικών όρων που επεβλήθησαν με την καταδικαστική απόφαση με βάση την παρ. 5 του άρθρου 497 ΚΠΔ, προκειμένου η ασκηθησόμενη έφεση να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, λειτουργικά αρμόδιο είναι το δικαστήριο που τους επέβαλε 52, το οποίο και εξέφερε ουσιαστική κρίση επί της υποθέσεως, ρυθμίζοντας το ζήτημα της προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουμένου κατά το διάστημα από της εκδόσεως της αποφάσεως μέχρι της εκδικάσεως της εφέσεώς του επί της ουσίας. Μόλις χρειάζεται δε ν` αναφερθεί ότι, πάντοτε με βάση την ίδια άποψη, εάν ο νομοθέτης ήθελε η περί ής ο λόγος αίτηση να υπάγεται στην αρμοδιότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα το όριζε ρητά, όπως έπραξε στην παρ. 7 ρυθμίζοντας την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Λόγος, τέλος, περί αναλογικής εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 291 παρ. 1 εδ. α` ΚΠΔ δεν μπορεί να γίνει, διότι αυτή αναφέρεται σε περιοριστικούς όρους που τίθενται με βάση το άρθρο 282 ιδίου Κώδικα, ήτοι κατά την διάρκεια της προδικασίας ή και μεταγενέστερα, αντί της προσωρινής κρατήσεως ή προς αντικατάσταση αυτής 53. Ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 Ν. 4022/2011 και 120 παρ. 1, 2 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διαπιστώνοντας την καθ` ύλην αναρμοδιότητά του, πρέπει, αφού κηρυχθεί αναρμόδιο, να παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση και έκδοση αποφάσεως στο αρμόδιο καθ` ύλην και κατά τόπον Δικαστήριο 54. 52 Εφ Πατρ 79/1994, Αρμ. 1994, 717, Υπεράσπιση 1995, 339,. Εφ Θεσσαλ 344/1997, Αρμ. 1997, 831 53 Εφ Πατρ 79/1994, Αρμ. 1994, 717, Υπεράσπιση 1995, 339 54 Έτσι ΕφετΑνατΚρήτης 109/2014, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 48/2012, ΝΟΜΟΣ 24
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ- Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ Α) Η προσωρινή κράτηση ως το επαχθέστερο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού Η προσωρινή κράτηση αποτελεί το επαχθέστερο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και συνίσταται στην αποστέρηση της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου, προ της απόφασης για την ενοχή του. Για το λόγο αυτό, πρέπει να επιβάλλεται σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες μάλιστα οι προυποθέσεις της προκύπτουν με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ενώ η επιβολή της δεν πρέπει να αποτελεί οιονεί προκαταβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας 55. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με το επιτρεπτό ή μη της προσωρινής κράτησης, γίνεται δεκτό ότι δε θα πρέπει τότε να επιβάλλεται 56. Προστασία από αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση παρείχε για πρώτη φορά η ρήτρα 39 του αγγλικού Μεγάλου Χάρτη Των Ελευθεριών του 1215, καθώς και μεταγενέστεροι αγγλικοί νόμοι, ενώ στη χώρα μας μια στοιχειώδη κατοχύρωση της προσωπικής ασφάλειας περιείχαν ήδη τα επαναστατικά Συντάγματα της Επιδαύρου(1822) και της Τροιζήνας(1823). Η προστασία αυτή κατοχυρώθηκε μεταπολεμικά και στο Διεθνές δίκαιο, με σημαντικότερες τις διατάξεις που περιέχονται στην Ευρωπαική Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου(άρθρο 5). Όσον αφορά στην ελληνική έννομη τάξη, μετά τις ριζικές τροποποιήσεις που επήλθαν στο θεσμικό πλαίσιο της προσωρινής κράτησης από το 1981 και έπειτα, η προσωρινή κράτηση προσανατολίστηκε προς σκοπό αμιγώς δικονομικό, ούσα απαλλαγμένη από τον προτιμωρητικό χαρακτήρα του παρελθόντος, δίχως όμως ο στόχος αυτός να επιτυγχάνεται απολύτως. Συγκεκριμένα, η προσωρινή κράτηση αποβλέπει στην εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου κατά την ανάκριση και την εκδίκαση της υπόθεσης και της υποβολής του στην έκτιση τςη ποινής, αλλά και στην αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων 57. 55 ΑΠ 1460/2003, ΕλλΔνη 2003, σελ 1473, ΣυμβΠληΑθ 3945/2012, ΠοινΔικ 2013, σελ 35, Γ. Καλφέλης, Μέτρα δικονομικού κατανγκασμού και κατηγορούμενος, ΕΝΟΒΕ, τεύχος 12, 1991, σελ 61, Λ. Μαργαρίτης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘες 451/1997, Υπερ 1998, σελ 532 56 Λ. Μαργαρίτης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΠληΘες 980/1983, Αρμ 1983, σελ 805 57 ΟλΑΠ 15/2001, ΠΧρ 2001, σελ 798, ΠοινΛογ 2001, σελ 839 25