ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 6ης ΙΟΥΝΙΟΥ 1986 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

Σχετικά έγγραφα
«Μέρος II. Πειθαρχικοί Διατάξεις 3. (1) Συνίσταται Πειθαρχικόν Συμβούλιον προς άσκησιν ελέγχου και πειθαρχικής εξουσίας επί των φαρμακοποιών.

Ε.Ε.Παρ.ΠΙ(Ι) 3023 Κ.Δ.Π. 281/96 Αρ. 3088, Αριθμός 281 ΟΙ ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1963 ΕΩΣ 1995

Πειθαρχία και Διαχείριση Παραπόνων στην Επιχείρηση

191 Κ.Δ.Π. 40/ Ή έπιφύλαξις της παραγράφου (2) τοΰ Κανονισμού 1 τών δασικών Κανονισμών διαγράφεται και αντικαθίσταται διά της ακολούθου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3459, 29/12/2000. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 29ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2000

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 18ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1987 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 17ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1989 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

1438 Κ.Δ.Π. 215/2004

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 28ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1989 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

\ >ευδών ή παραπλανητικών αναφορικά με την πείρα ή την τάξη τους ή γενικά με το επάγγελμα τους.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙ ΑΣ ΤΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ Άρ της 19ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικά! Διοικητικά! Πράξεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ Άρ της 28ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1975 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΣΩΜΑ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΚΥΠΡΟΥ. Εσωτερικός Κανονισμός. Αντιμετώπιση Παραπτωμάτων

ΟΙ ΠΕΡΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΜΗ ΑΔΕΙΟΥΧΩΝ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1982 ΕΩΣ 2002

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΝΟΜΟΣ ΠΡΟΝΟΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΕΩΣ ΩΡΙΣΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΤΕΩΝ ΕΝ ΣΧΕΣΕ1 ΠΡΟΣ ΔΗΜΟ- ΣΙΑΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΝ

1189 Κ.Δ.Π. 354/84. Αριθμός 354 Ο ΠΕΡΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 268 ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ 63 ΤΟΥ 1962 ΚΑΙ 69 ΤΟΥ 1971)

Συνοπτικός τίτλος. Ερμηνεία. 32(1) του (1) του 1995

Ε.Ε. Παρ. Ill (I) 91 Κ.Δ.Π. 31/73 Άρ. 997,

'Αριθμός 229 ΟΙ ΠΕΡΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1970 ΚΑΙ 1972 (71 ΤΟΥ 1970 ΚΑΙ 36ΤΟΥ 1972)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 11ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

5. Οι παρόντες Κανονισμοί τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (Κανονισμός 2)

547 Κ.Δ.Π. 143/87 Ο ΠΕΡΙ ΔΗΜΩΝ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΙ 111 ΤΟΥ 1985, Ι, 8, 25, 39, 50, 114, 121 ΚΑΙ 149 ΤΟΥ 1986, 14 ΚΑΙ 63 ΤΟΥ 1987)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Ο ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1989

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΰπ Άρ. 921 της 18ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1972 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 6ης ΙΟΥΝΙΟΥ 1986 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

εε«*ν'? Α^ν 2. Έν τω παρόντι Νόμω, έκτος έάν έκ τοΰ κειμένου προκύπτη διά Εοι^α φόρος έννοια

ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

Διοικητικό Προσωπικό Κανονισμοί 1990 και 1992

1422 Κ.Δ.Π. 303/95. Αριθμός 303 ΟΙ ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1963 ΕΩΣ 1994

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3401, 7/4/2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4316, 17/2/2012 2(I)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4315, 27/1/2012 ΟΙ ΠΕΡΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1988 ΜΕΧΡΙ (I)/2012

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Ε.Ε. Παρ. III(I) 3101

E.E., Παρ. I, 803 Ν. 48/83 Αρ. 1874,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3780, 5/12/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2003

E.E., Παρ. I, 1067 Ν. 107/72 *Αρ. 981,

1107 Ν. 164/87. E.E., Παρ. I, Αρ. 2241,

28(Ι)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΟΙ ΠΕΡΙ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΙ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 2019 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 97(2)(η) ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 5ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2003 ΑΙΟΪΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

1165 KAH. 304/91 ΟΙ ΠΕΡΙ ΔΗΜΩΝ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1985 ΕΩΣ 1991

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4166, 13/6/2008 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

E.E. Παρ. Ill (I) 535 Κ.Δ.Π. 152/73 Άρ. 1022,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3449, 17/11/2000

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΚΤΙΜΗΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ

1379 K.AJI. 294/95 Ο ΠΕΡΙ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 300Α ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1959 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1995)

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

'Αριθμός 736 Ο ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 2 ΤΟΥ 1964) ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΑ1

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 26ης ΙΟΥΝΙΟΥ 1987 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3719, 30/5/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΗΜΩΝ ΝΟΜΟ. 1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί ήμων

187 Κ.Δ.Π. 53/89 Ο ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ

Η παρούσα Σύμβαση Εργασίας έγινε σήμερα στις.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

Ο ΠΕΡΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 302 ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1960 ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ 1989)

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΝΟΜΟΣ ΠΡΟΝΟΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΟΔΗΓΩΝ ΚΑΙ ΔΙΕΠΩΝ ΘΕΜΑΤΑ ΑΦΟΡΩΝΤΑ ΕΙΣ ΣΧΟΛΑΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΑΣ ΟΔΗΓΩΝ

878 Κ.Δ.Π. 307/93 ΟΙ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1969 ΕΩΣ 1993

Ιστορικό Τροποποιήσεων. Προοίμιο. Για σκοπούς πληρέστερης εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο:

εξουσιοδοτήσεων. ος '

E.E. Παρ. Ill (I) 571 Κ.Δ.Π. 167/81 *Ap. 1705,

164 Ν. 44(Ι)/96. E.E. Παρ. 1(1) Αρ. 3051,

Θέμα: Αυτοδίκαια Αργία.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4085, 28/4/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ

1247 K.AJI. 330/91. οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων

Αρ της 26ης ΜΑΡΤΙΟΥ 1988 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις Αριθμός [ ] ΟΙ ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΙ

Ε.Ε. Παρ. Ill (I) 159 Κ.Δ.Π. 36/77 Άρ. 1330, Αριθμός 36 ΟΙ ΠΕΡΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ (ΠΛΟΙΑΡΧΟΙ (ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ) ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1963 ΕΩΣ 1976

Ο ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4007, 24/6/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟ

83(Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΑΓΩΝ ΝΟΜΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ο ΠΕΡΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΝΟΜΟΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ (Ν.4057/2012 & Ν.4093/2012)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ' 'Αρ. 969 της 23ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1972 ΔΊΟΙΚΗΤΙΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ KΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2015

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΜΕΡΟΣ Ι

909 Κ.Δ.Π. 185/95 Ο ΠΕΡΙ ΣΦΑΓΕΙΩΝ ΝΟΜΟΣ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4267, 31/12/2010 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1978 ΜΕΧΡΙ 2009

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 4ης ΜΑΤΌΥ 1990 ΔΙΟΙΚΗΠΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 9ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Transcript:

Κ.Α.Π. 160/86 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ. 2149 της 6ης ΙΟΥΝΙΟΥ 1986 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Αριθμός 160 ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις Οι περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμοί του 1986 οι οποίοι εξεδόθησαν από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 12 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Νόμου, κατατεθέντες στη Βουλή των Αντιπροσώπων, εγκρίθηκαν και δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ο ΠΕΡΙ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 300Α ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ 46 ΤΟΥ 1959, 20 ΚΑΙ 21 ΤΟΥ 1960, 27 ΚΑΙ 69 ΤΟΥ 1961, 26 ΤΟΥ 1962, 39 ΤΟΥ 1963, 61 ΤΟΥ 1972, 52 ΤΟΥ 1977, 21 ΤΟΥ 1979 ΚΑΙ 68 ΤΟΥ 1985). Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 12 Το Ραδιοφωνικόν Ίδρυμα Κύπρου, ενασκούν τας εξουσίας τας οποίας περιβέβληται δυνάμει του άρθρου 12 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, διά του παρόντος εκδίδει, τη εγκρίσει του Υπουργικού Συμβουλίου, τους ακολούθους Κανονισμούς: 1. Οι παρόντες Κανονισμοί θα αναφέρωνται ως οι περί Ράδιο Συνοπτικός φωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμοί του τιτλος 1986. 2. Εις τους παρόντας Κανονισμούς, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ Ερμηνεία, του κειμένου «αναβολή ετησίας προσαυξήσεως» σημαίνει αναβολήν της ημερομηνίας κατά την οποίαν η προσεχής προσαύξησις καθίσταται πληρωτέα, μετ' αντιστοίχων αναβολών εις επόμενα έτη «Γενικός Διευθυντής» σημαίνει τον Γενικόν Διευθυντήν του Ιδρύματος* (459)

Κ.Δ.Π. 160/86 460 Κεφ.300Α 46 του 1959 20 του 1960 21 του 1960 27 του 1961 69 του 1961 26 του 1962 39 του 1963 61 του 1972 «διακοπή ετησίας προσαυξήσεως» σημαίνει την επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα μη πληρωμήν προσαυξήσεως η οποία άλλως θα ωφείλετο, άνευ αλλαγής της ημερομηνίας προσαυξήσεως «Διοικητικόν Συμβούλιον» σημαίνει το υπό του άρθρου 5 του Νόμου προνοούμενον σώμα* «ετησία προσαύξησις» σημαίνει την διά τίνος καθωρισμένου ποσού αύξησιν του μισθού υπαλλήλου, ήτις δυνατόν να χορηγηθή συμφώνως προς τους όρους διορισμού του τοιούτου υπαλλήλου μέχρις ότου ο μισθός, του ανέλθη εις το ανώτατον όριον της μισθοδοτικής κλίμακος. αυτού* 21 του 1979 68 του 1985 «Ίδρυμα» σημαίνει το Ραδιοφωνικόν Ίδρυμα Κύπρου* «κατακράτησις ετησίας προσαυξήσεως» σημαίνει αναστολήν της παραχωρήσεως της προσαυξήσεως διά καθωρισμένην περίοδον. Εάν και όταν η προσαύξησις παραχωρηθή, δύναται να δοθή με αναδρομικήν ισχύν από της ημερομηνίας από της οποίας αύτη αρχικώς ωφείλετο ή να θεωρηθή ως διακοπείσα ή αναβληθείσα προσαύξησις «Νόμος» σημαίνει τον περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμον ή οιονδήποτε έτερον τροποποτούντα ή αντικαθιστώντα αυτόν Νόμον «Υπάλληλος» σημαίνει τον κατέχοντα μονίμως ή προσωρινώς θέσιν ή αξίωμα εις το Ίδρυμα ή τον αναπληρούντα τον μόνιμον κάτοχον, δεν περιλαμβάνει όμως τον Γενικόν Διευθυντήν ή τους εκτάκτως απασχολουμένους. Πειθαρχικά 3. (1) Πάσα δι' υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως παράβασις αδικήματα. υπηρεσιακού καθήκοντος δυναμένη να καταλογισθή, αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα. (2) Το υπηρεσιακόν καθήκον προσδιορίζεται τόσον εκ των επιβαλλομένων εις το προσωπικόν υποχρεώσεων εκ των κειμένων διατάξεων, εγκυκλίων, οδηγιών και διαταγών, όσον και εκ της φύσεως της υπηρεσίας, έτι δε και εκ της καθόλου εντός της υπηρεσίας εκάστοτε τηρητέας εν γένει διαγωγής αυτού. (3) Η δίωξις του πειθαρχικού αδικήματος αποτελεί υπηρεσιακόν καθήκον. (4) Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων καταλέγονται ιδία τα κάτωθι: (α) (β) Η αδικαιολόγητος αποχή από της εκτελέσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων. Πάσα αδικαιολόγητος απουσία ή μη τήρησις των περί ωρών εργασίας ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων, ως και η αδικαιολόγητος καθυστέρησις μετατιθεμένου ή αποσπώμενου να μεταβή εις την νέαν του θέσιν. Απουσία επί ψευδεί επικλήσει ασθενείας, αποτελεί ιδιαιτέρως επιβαρυντικήν αιτίαν.

461 Κ.Δ.Π. 160/86 (γ) (δ) (ε) (στ) (ζ) (,η) (θ) (ι) (ια) (ιβ) (ιγ) (ιδ) (ιε) (ιστ) (ιζ) (ιη) (ιθ) (κ) Η παρέλκυσις εκτελέσεως υπηρεσίας και πάσα απείθεια ή άρνησις εις εντολήν ιεραρχικώς προϊσταμένου. Πάσα εν γένει αντιπειθαρχική διαγωγή. Πάσα μη προσήκουσα ή εριστική συμπεριφορά προς το λοιπόν εν γένει προσωπικόν. Πάσα συμπεριφορά ανάρμοστος προς την υπαλληλικήν ιδιότητα, ως και πάσα εν ώρα υπηρεσίας απρεπής ή ανοίκειος ή μη προσήκουσα συμπεριφορά προς το χρησιμοποιούν τας υπηρεσίας του ιδρύματος κοινόν. Πάσα παράβασις της εκ της υπηρεσίας επιβαλλομένης εχεμύθειας Πάσα πράξις ή παράλειψις δυναμένη να επιφέρη ζημίαν, υλικήν ή ηθικήν, εις το Ίδρυμα. Πάσα ατασθαλία εν τη διαχειρίσει. Η λόγω ασυνήθους ή κακής χρήσεως φθορά πραγμάτων ανηκόντων εις το Ίδρυμα, η αμέλεια περί την φύλαξιν και συντήρησιν αυτών, ως και η χρησιμοποίησις τούτων προς εξυπηρέτησιν σκοπού μη υπηρεσιακού, Πάσα παράλειψις ελέγχου και παρακολουθήσεως των υφισταμένων, δυναμένη να δημιουργήση ζημίαν, ή διατάραξιν της υπηρεσιακής τάξεως. Η υπό παντός προϊσταμένου εκ προθέσεως ή εξ αμελείας σύνταξις μη αντικειμενικής εκθέσεως περί του υπ' αυτόν προσωπικού. Πάσα αναληθής βεβαίωσις ή δήλωσις του προσωπικού και ιδία εις ό,τι αφορά εις την ύπαρξιν των γενικών ή ειδικών προσόντων και των προς κατάρτισιν του μητρώου προσωπικού αιτουμένων στοιχείων. Πάσα παράβασις των εγκυκλίων, οδηγιών και ειδικών Κανονισμών περί προλήψεως ατυχημάτων. Πάσα πράξις ή παράλειψις αντιβαίνουσα εις τους νόμους της Δημοκρατίας, Η πλημμελής ως και η μη έγκαιρος εκπλήρωσις του καθήκοντος. Πάσα αδικαιολόγητος άρνησίς προσελεύσεως προς εξέτασιν ή κατάθεσιν ενώπιον υπηρεσιακού οργάνου διενεργούντος προανάκρισιν ή ανάκρισιν ή ενώπιον του πειθαρχικού κριτού* Πάσα πράξις συνιστώσα κατάχρησιν εξουσίας ή υπηρεσιακής εμπιστοσύνης. Η χρησιμοποίησις της υπαλληλικής ιδιότητος ή πληροφοριών ας κατέχει ως εκ της υπηρεσίας του, προς εξυπηρέτησιν ιδίων συμφερόντων ή συμφερόντων τρίτων. Η άμεσος ή διά τρίτου προσώπου συμμετοχή εις δημοπρασίαν διενεργουμένην υπό του Ιδρύματος.

Ουδείς υπάλληλος διώκεται εκ δευτέρου διό το αυτό αδίκημα. Μια μόνον πειθαρχική ποινή δι* έκαστον πειθαρχικόν αδίκημα. Λήξις πειθαρχικής ευθύνης. Κ.Δ.Π. 160/86 462 (κα) Η επιδίωξις ή αποδοχή υπό του υπαλλήλου οιασδήποτε υλικής εύνοιας, προερχομένης από πρόσωπα των οποίων εν τη ενασκήσει του υπηρεσιακού του έργου διαχειρίζεται ή πρόκειται να διαχειρισθή τας υποθέσεις. (κβ) Η χρησιμοποίησις τρίτων προσώπων προς απόκτησιν υπηρεσιακής εύνοιας, ή πρόκλησιν ή ματαίωσιν διαταγής της υπηρεσίας. (κγ) Η αναρμόδια παρέμβασις υπέρ ή κατά τρίτου τινός. (κδ) Η άνευ σχετικής εγκρίσεως άσκησις ετέρου κυρίου επαγγέλματος ή προσθέτου έργου. Ως επιβαρυντική αιτία διά την επιμέτρησιν της ποινής θεωρείται η εκ συστήματος ή κατ' εξακολούθησιν ή κατ' επανάληψιν διάπραξίς τίνος των ως άνω αδικημάτων. (5) Αι κάτωθι αναφερόμενοι περιπτώσεις ποινικών καταδικών ή πειθαρχικών αδικημάτων επισύρουν την ποινήν της απολύσεως. Δύναται ουχ' ήττον το Διοικητικόν Συμβούλιον να επιβάλη ελάσσονα ποινήν εάν συντρέξουν αποδεδειγμένως ελαφρυντικά περιστατικά: (α) Πάσα καταδίκη επί κακουργήματι ή επί τινι των πλημμελημάτων κλοπής, υπεξαιρέσεως, απάτης, βιασμού και εκβιασμού, απάτης εν τη υπηρεσία ή απιστία περί την διαχείρισιν, ως και πάσα δωροληψία παρά νυν ή μελλόντων εργολάβων ή προμηθευτών ή πελατών του Ιδρύματος και ασχέτως πάσης ασκήσεως ποινικής διώξεως κατά του υπαλλήλου. (β) Η παραβίασις του επαγγελματικού απορρήτου. (γ) Πάσα εν γένει ιδιαζόντως βαρεία και εκ προθέσεως παράβασις υπηρεσιακού καθήκοντος. (6) Η ηθική αυτουργία ή συνεργεία είς τίνα πειθαρχικώς κολάσιμον πράξιν ή παράλειψιν αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα δυνάμένον να επισύρη την αυτήν οίαν και η αυτουργία ποινήν. Με την αυτήν ποινήν τιμωρείται και πας γνωρίζων και μη καταγγέλλων αμέσως εις τους πειθαρχικούς προϊσταμένους του πράξιν τινά εκ των εν παραγράφω (5) του παρόντος Κανονισμού αναφερομένων. 4. (1) Ουδείς υπάλληλος του Ιδρύματος διώκεται εκ δευτέρου διά το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα. (2) Ένεκα του αυτού πειθαρχικού αδικήματος μια ποινή επιβάλλεται: Νοείται ότι επίπληξις ή αυστηρά επίπληξις δύναται να επιβληθή ομού μετά πάσης ποινής καθοριζομένης εις την υποπάράγραφον (γ) ή (δ) ή (ε) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 7.,(3) Διά της αυτής πειθαρχικής αποφάσεως μια ποινή επιβάλλεται. 5. Ο εξ οιουδήποτε λόγου αποχωρήσάς της υπηρεσίας δεν? διώκεται πειθαρχικώς, η τυχόν όμως αρξαμένή διαδικασία πειθςφ ί χικής διώξεως τούτου δύναται να συνεχισθή και μετά την λυσιν της

463 Κ.Δ.Π. 160/86 εργασιακής του σχέσεως. Αρξαμένη πειθαρχική δίωξις συνεχίζεται υποχρεωτικώς κατ' αίτησιν του αποχωρήσαντος, υποβαλλομένη εντός μηνός από της αποχωρήσεως του. 6. (1) Εάν ποινική δίωξις ασκηθή κατά υπαλλήλου ουδεμία Ποινική πειθαρχική δίωξις επιτρέπεται να ασκηθή ή συνεχισθή κατ' αυτού διω ξ ι ί διά λόγους σχετιζομένους προς την ποινικήν δίωξιν, μέχρις ότου αύτη λάβη οριστικόν τέλος."" (2) Η καταδίκη ή αθώωσις υπαλλήλου υπό του ποινικού δικαστηρίου καταστάσα αμετάκλητος, συνιστά εν τη πειθαρχική δίκη αυτού αμάχητον τεκμήριον περί της ενοχής ή αθωότητος τούτου διά το ποινικόν αδίκημα δι' ο ούτος κατεδικάσθη ή ηθωώθη. (3) οσάκις εν ποινική αποφάσει, κατάσταση αμετακλήτω, βεβαιούται ρητώς η ύπαρξις ή ανυπαρξία πραγματικών γεγονότων, γίνονται ταύτα δεκτά εν τη πειθαρχική δίκη ως εν τη ποινική. Ουδόλως όμως κωλύεται εντεύθεν το πειθαρχικόν όργανον να εκδώση απόφασιν διάφορον της ποινικής εφ' όσον το πειθαρχικόν αδίκημα θεμελιούται επί πραγματικών γεγονότων άλλων ή εκείνων επί των οποίων εθεμελιώθη το ποινικόν αδίκημα. (4) Τηρουμένων των προνοιών της παραγράφου (3) του παρόντος Κανονισμού, υπάλληλος διωχθείς διά ποινικόν αδίκημα και μη ευρεθείς ένοχος δεν δύναται να διωχθή πειθαρχικώς επί τη αυτή κατηγορία, δύναται όμως να διωχθή διά πειθαρχικόν αδίκημα προκύπτον εκ διαγωγής αυτού η οποία σχετίζεται μεν προς την ποινικήν υπόθεσιν αλλά δεν εγείρει το αυτό επίδικον θέμα ως το της κατηγορίας κατά την ποινικήν δίωξιν. 7. (1) Αι ακόλουθοι πειθαρχικαί ποιναί δύνανται να επιβληθώσι Πειθαρχικού δυνάμει των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών: Ποιναι. (α) Επίπληξις (β) αυστηρά επίπληξις (γ) κατακράτησις ετησίας προσαυξήσεως (δ) διακοπή ετησίας προσαυξήσεως (ε) αναβολή ετησίας προσαυξήσεως (στ) πρόστιμον μέχρις αποδοχών τριών μηνών (ζ) υποβιβασμός εις την μισθοδοτικήν κλίμακα (η) υποβιβασμός εις την αμέσως κατωτέραν θέσιν (θ) αναγκαστική αφυπηρέτησις, και (ι) απόλυσις. (2) Η επίπληξις γίνεται προφορικώς και σημε^ούται εις τον προσωπικόν φάκελλον του υπαλλήλου. 3. Αυστηρά επίπληξις γίνεται εγγράφως, έν 5s ^νάγραφον αυτής επιδίδεται εις τον υπάλληλον και έτερον :~'ν:.,' <" 2τί:α εκ τον προσωπικόν φάκελλον αυτού. (4) Το πρόστιμον αποτελεί έσοδον του νίροϋκολογιομού του Ιδρύματος. (5) Επί τη αναγκαστική αφυπηρετήσει εξ οργανικής θέσεως εφαρμόζονται αι διατάξεις του εκάστοτε εν ισχύι Ταμείου Προνοίας ή Σχεδίου Συντάξεως αι αφορώσαι εις ωφελήματα αφυπηρετήσεως επί τω τερματισμώ υπηρεσίας.

Κ.Δ.Π. 160/86 464 (6) Η απόλυσις συνεπάγεται απώλειαν απάντων των ωφελημάτων αφυπηρετήσεως, εξαιρουμένης της συνεισφοράς του υπαλλήλου εις το Ταμείον Προνοίας ή εις το Σχέδιον Συντάξεως. Παραγραφή πειθαρχικών αδικημάτων. 8. (1) Τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται εάν παρήλθεν διετία, ή επί των εν τω Κανονισμό» 3(5) προβλεπομένων αδικημάτων πενταετία, αφ' ης ημέρας διεπράχθησαν, επιφυλασσομένων των διατάξεων των επομένων παραγράφων. (2) Πειθαρχικόν αδίκημα αποτελούν και ποινικόν τοιούτον δεν παραγράφεται προ της παρελεύσεως του προς παραγραφήν του τελευταίου τούτου οριζομένου χρόνου. Επί τοιούτων αδικημάτων αι πράξεις της ποινικής διαδικασίας αποτελούν λόγον διακοπής της παραγραφής του πειθαρχικού αδικήματος. (3) Ασκηθείσης πειθαρχικής διώξεως τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται μετά διετίαν από ταύτης. Ως χρόνος ασκήσεως της πειθαρχικής διώξεως νοείται ο χρόνος καθ' ον προσήφθη η κατηγορία. (4) Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται διά της τελέσεως πειθαρχικού αδικήματος σκοπούντος την απόκρυψιν αυτού ή την ματαίωσιν της ένεκα τούτου πειθαρχικής διώξεως. (5) Η τελεσίδικος πειθαρχική απόφασις, καταγνωστική ή απαλλακτική, καταχωρίζεται εις τον προσωπικόν φάκελλον του κριθέντος υπαλλήλου. (6) Αι κάτωθι πειθαρχικαί αποφάσεις αποσύρονται εκ του ατομικού φακέλλου του κριθέντος μετά παρέλευσιν του δι' εκάστη ν τούτων οριζομένου χρόνου ως ακολούθως: (α) Αι απαλλακτικοί και αι δι' ων επεβλήθησαν ποιναί επιπλήξεως, μετά παρέλευσιν διετίας από της διαπράξεως του πειθαρχικού αδικήματος. (β) Αι δι ων επεβλήθησαν ποιναί προστίμου, μετά παρέλευσιν πενταετίας από της διαπράξεοις του πειθαρχικού αδικήματος. ' Ερευνα εις την διάπραξιν πειθαρχικών αδικημάτων και εκδίκασις τούτων. Πρώτος Πίναξ. Μέρος Ι. 9. (1) Εάν καταγγελθή εις τον Γενικόν Διευθυντή ν ότι υπάλληλος δυνατόν να έχη διαπράξει πειθαρχικόν αδίκημα τότε: (α) εάν το αδίκημα είναι εκ των αναγραφομένων εις το Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακος, των παρόντων Κανονισμών, ο Γενικός Διευθυντής μεριμνά αμέσως όπως διεξαχθή έρευνα κατά τοιούτον τρόπον οίον ήθελεν ούτος διατάξει και ενεργεί ως προνοείται εν τω Κανονισμώ 10: Νοείται ότι εάν ο Γενικός Διευθυντής πιστεύη ότι λόγω της σοβαρότητος του αδικήματος ή λόγω των περιστάσεων υπό τας οποίας διεπράχθη, έδει τούτο να συνεπάγεται σοβαρωτέραν ποινήν δύναται να παραπέμψη το ζήτημα εις το Διοικητικόν Συμβούλιον, εν τοιαύτη δε περιπτώσει ενεργεί δυνάμει της παραγράφου (β).

465 Κ.Δ.Π. 160/86 (β) εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ο Γενικός Διευθυντής μεριμνά αμέσως όπως διεξαχθή έρευνα κατά τον τρόπον ο οποίος καθορίζεται εις το Μέρος Ι του Δευτέρου Πίνακος των παρόντων Κανονισμών και ενεργεί ως προνοείται εις τον Κανονισμόν 11. (2) Η έρευνα διεξάγεται τη γνώσει του επηρεαζόμενου υπαλλήλου παρά του οποίου ζητούνται αι θέσεις και απόψεις από της αρχής της διαδικασίας. 10. (1) Ο Γενικός Διευθυντής κέκτηται εξουσίαν προς συνοπτικήν εκδίκασιν οιωνδήποτε των πειθαρχικών αδικημάτων των αναγραφομένων εις το Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακος των παρόντων Κανονισμών και εν τη περιπτώσει ταύτη κέκτηται εξουσίαν όπως επιβάλλη οιασδήποτε των ποινών αι οποίαι αναγράφονται εις το Μέρος II του Πίνακος τούτου. (2) Όταν εκ της ερεύνης της διεξαχθείσης συμφώνως προς την υποπαράγραφον (α) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 9 ο Γενικός Διευθυντής κρίνη ότι διεπράχθη πειθαρχικόν αδίκημα το οποίον δύναται να εκδικασθή συνοπτικώς, τότε ο περί ου πρόκειται υπάλληλος ειδοποιείται περί της κατ' αυτού αποδειχθείσης εκ πρώτης όψεως υποθέσεως και παρέχεται εις αυτόν ευκαιρία όπως ακουσθή. (3) Αφού ακούση τον περί ου πρόκειται υπάλληλον ο Γενικός Διευθυντής δύναται να επιβάλη οιανδήποτε των ποινών αι οποίαι αναγράφονται εις το Μέρος II του Πρώτου Πίνακος των παρόντων Κανονισμών. (4) Νοείται ότι ο Γενικός Διευθυντής δύναται καθ' οιονδήποτε στάδιον να κρίνη ότι το αδίκημα έδει να μη εκδικασθή συνοπτικώς και να παραπέμψη τούτο προς εκδίκασιν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου ότε και θα εφαρμόζωνται αι πρόνοιαι του Κανονισμού Π. 11. (1) Όταν έρευνα διεξαχθείσα βάσει της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 9 συμπληρωθή και αποκαλυφθή η διάπραξις πειθαρχικού αδικήματος, ο Γενικός Διευθυντής παραπέμπει αμέσως το ζήτημα εις τον Πρόεδρον του Διοικητικού Συμβουλίου και αποστέλλει εις αυτόν: (α) την επί της ερεύνης έκθεσιν (β) την προσαφθησομένην κατηγορίαν υπογεγραμμένην υπ* αυτού, και (γ) τα προς υποστήριξιν αυτής αποδεικτικά στοιχεία. (2) Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου άρχεται διά της διατυπώσεως της κατηγορίας η οποία εστάλη υπό του Γενικού Διευθυντού ως προνοείται εν τη παραγράφω (1) του παρόντος Κανονισμού. Εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από της ημερομηνίας της υπό του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου λήψεως της κατηγορίας, ο Πρόεδρος τούτου μεριμνά όπως κλήσις προς τον εγκαλούμενον υπάλληλον, κατά τον καθωρισμένον τύπον, Δεύτερος Πίναξ. Μέρος Ι. Εξουσίαι του Γενικού Διευθυντού όπως εκδικάζη συνοπτικώς ορισμένα αδικήματα. Πρώτος Πίναξ. Μέρος Ι Μέρος Η. Πρώτος Πίναξ Μέρος Ι. Διαδικασία ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου.

Δεύτερος Πίναξ Μέρος II. Δεύτερος Πίναξ Μέρος III. Καταδίκη δι' (ορισμένα αδικήματα. Διαθεσιμότης. Κ.Δ.Π. 160/86 466 εκδοθή και επιδοθή εις αυτόν κατά τον καθωρισμένον τρόπον ως εις το Μέρος II του Δευτέρου Πίνακος των παρόντων Κανονισμών παρατιθέμενος τύπος κλήσεως και ο εις αυτόν προνοούμενος τρόπος επιδόσεως. (3) Τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας προ της ακροάσεως της υποθέσεως ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος τούτου μεριμνά όπως αντίγραφα της εις αυτόν αποσταλείσης υπό του Γενικού Διευθυντού εκθέσεως επί της ερεύνης και των προς υποστήριξιν της κατηγορίας αποδεικτικών στοιχείων παραδοθώσιν ή επιδοθώσιν εις τον περί ου πρόκειται υπάλληλον. (4) Η ακρόασίς της υποθέσεως ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου διεξάγεται και συμπληρούται κατά τον καθωρισμένον τρόπον ως ορίζεται εις το Μέρος III του Δευτέρου Πίνακος των παρόντων Κανονισμών. (5) Εις πάσαν διαδικασίαν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου δυνάμει των παρόντων Κανονισμών, ο υπάλληλος δύναται να αντιπροσωπευθή διά δικηγόρου της εκλογής αυτού ή/και εκπροσώπου της Συντεχνίας του. 12. (1) Όταν υπάλληλος καταδικασθή δι' αδίκημα ενέχον έλλειψιν τιμιότητος ή ηθικήν αισχρότητα και είτε η καταδίκη επικυρωθή κατ' έφεσιν είτε δεν ασκηθή έφεσις, ο Γενικός Διευθυντής ή το Διοικητικόν Συμβούλιον λαμβάνουν το ταχύτερον αντίγραφον των πρακτικών της διαδικασίας του Δικαστηρίου το οποίον εξεδίκασε την υπόθεσιν και του Δικαστηρίου εν τω οποίω τυχόν ησκήθη έφεσις. (2) Εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από της λήψεως του αντιγράφου των πρακτικών της διαδικασίας ως ορίζεται εις την παράγραφον (1) του παρόντος Κανονισμού, ο Γενικός Διευθυντής ζητεί τας απόψεις του Νομικού Συμβούλου αυτού κατά πόσον το αδίκημα ενέχει έλλειψιν τιμιότητος ή ηθικήν αισχρότητα. Ο Νομικός Σύμβουλος του Ιδρύματος γνωματεύει επ' αυτού το ταχύτερον, εν περιπτώσει δε καταφατικής γνωματεύσεως, ο Γενικός Διευθυντής ή το Διοικητικόν Συμβούλιον, άνευ περαιτέρω ερεύνης της υποθέσεως και αφού παράσχουν εις τον περί ου πρόκειται υπάλληλον την ευκαιρίαν όπως ακουσθή και υποβάλη οιασδήποτε παραστάσεις τας οποίας ούτος επιθυμεί, προβαίνουν εις την επιβολήν της πειθαρχικής ποινής την οποίαν θα εδικαιολόγουν αι περιστάσεις. 13. (Γ) Εάν έρευνα πειθαρχικού αδικήματος διαταχθή, δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 9, κατά τίνος υπαλλήλου ή επί τη ενάρξει αστυνομικής ερεύνης επί σκοπώ ποινικής διώξεως κατ' αυτού ή καθ' οιονδήποτε στάδιον μετά την υπό του Νομικού Συμβούλου του Ιδρύματος γνωμάτευσιν ότι ποινικόν αδίκημα δι' ο κατεδικάσθη ο υπάλληλος ενέχει έλλειψιν τιμιότητος ή ηθικήν αισχρότητα, το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται, εάν το δημόσιον συμφέρον απαιτή τούτο, να θέση εις διαθεσιμότητα τον υπάλληλον από της ημερομηνίας οτε θα ληφθή η τοιαύτη απόφασις μέχρι της τελικής συμπληρώσεως της υποθέσεως.

467 Κ.Δ.Π. 160/86 (2) Ειδοποίησις ότι ο περί ου πρόκειται υπάλληλος ετέθη ούτω εις διαθεσιμότητα δίδεται εγγράφως εις αυτόν το ταχύτερον δυνατόν, επί τούτω δε αι εξουσίαι, τα προνόμια και τα ωφελήματα του υπαλλήλου αναστέλλονται διαρκούσης της περιόδου της διαθεσιμότητος: Νοείται ότι το Ίδρυμα επιτρέπει εις τον υπάλληλον να λαμβάνη μέρος των απολαβών της θέσεως αυτού, ουχί ολιγώτερον του ημίσεος, ως το Διοικητικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει. (3) Εάν ο υπάλληλος απαλλαγή ή εάν εκ της ερεύνης δεν αποδειχθή υπόθεσις κατ' αυτού, η διαθεσιμότης τερματίζεται και ο υπάλληλος δικαιούται εις το πλήρες ποσόν των απολαβών τας οποίας θα ελάμβανε εάν δεν ετίθετο εις διαθεσιμότητα. Εάν ευρεθή ένοχος και η ποινή είναι άλλη ή η της απολύσεως, επιστρέφεται εις τον υπάλληλον τοσούτον μέρος των απολαβών αυτού εν σχέσει προς την περίοδον της διαθεσιμότητας του όσον το Διοικητικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει, οιουδήποτε τυχόν κατακρατηθέντος ποσού αποτελούντος τοιουτοτρόπως μέρος της ποινής του ως προστίμου βάσει του Κανονισμού 7(1 )(ζ) και εντός των περιορισμών τούτου. Εάν η επιβληθείσα ποινή είναι απόλυσις, ουδέν περαιτέρω ποσόν πέραν του ήδη καταβληθέντος καταβάλλεται εις τον υπάλληλον από της ημερομηνίας αφ' ης ετέθη εις διαθεσιμότητα, από δε της ημερομηνίας της καταδίκης του ούτος παύει δικαιούμενος εις οιασδήποτε απολαβάς. ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΞ Κανονισμός 9( 1 )(α) Μέρος Ι Αδικήματα υπαλλήλου τα οποία δύνανται να εκδικασθώσι συνοπτικώς. Ι. Εγκατάλειψις του τόπου εργασίας άνευ αδείας του ανωτέρου αυτού. 2. Καθυστέρησις εις την προσέλευσιν εις τον τόπον εργασίας αυτού. 3. Αμέλεια, αδιαφορία, νωθρότης, ή αδράνεια κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού. 4. Απρεπής συμπεριφορά προς τους ανωτέρους και τους συναδέλφους αυτού και προς το κοινόν. 5. Παράλειψις ή άρνησις όπως συμμορφωθή προς νόμιμον εντολήν ή οδηγίαν δοθείσαν εις αυτόν υπό του ανωτέρου αυτού. 6. Παράλειψις ή άρνησις όπως εκτέλεση τα καθήκοντα της θέσεως αυτού. Μέρος II Ποιναί αι οποίαι δύνανται να επιβληθώσιν υπό του συνοπτικώς εκδικάζοντος τον υπάλληλον Γενικού Διευθυντού: 1. Επίπληξις. 2. Αυστηρά επίπληξις.

Κ.Δ.Π. 160/86 468 3. Κατακράτησις ετησίας προσαυξήσεως δια χρονικήν περίοδον μη υπερβαίνουσαν τους δώδεκα μήνας. 4. Διακοπή ετησίας προσαυξήσεως διά χρονικήν περίοδον μη υπερβαίνουσαν τους δώδεκα μήνας. 5. Αναβολή ετησίας προσαυξήσεως διά χρονικήν περίοδον μη υπερβαίνουσαν τους δώδεκα μήνας. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΙΝΑΞ Κανονισμός 9(1 Χβ) Μέρος Ι Κανόνες αφορώντες εις την έρευναν αδικημάτων. 1. Ο Γενικός Διευθυντής ορίζει το ταχύτερον έναν ή πλείονας λειτουργούς του Ιδρύματος (εις το παρόν Μέρος αναφερομένους ως «ο ερευνών λειτουργός») όπως διεξαγάγωσι την έρευναν: Νοείται ότι εις πάσαν περίπτωσιν ο ερευνών λειτουργός ή οι ερευνώντες λειτουργοί δέον όπως είναι βαθμού ανωτέρου του καθ' ου η καταγγελία υπαλλήλου. 2. Η έρευνα διεξάγεται το ταχύτερον, εν πάση δε περιπτώσει συμπληρούται ουχί αργότερον των τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας της εντολής προς έρευναν. 3. Κατά την υπ' αυτού διεξαγωγήν ερεύνης, ο ερευνών λειτουργός κέκτηται εξουσίαν όπως ακούση οιουσδήποτε μάρτυρας ή λάβη εγγράφους καταθέσεις παρ' οιουδήποτε προσώπου, το οποίον δυνατόν να έχη γνώσιν οιουδήποτε των γεγονότων της υποθέσεως, παν δε τοιούτο πρόσωπον οφείλει να δώση πάσαν εις γνώσιν αυτού περιελθούσαν πληροφορίαν και υπογράψη πάσαν κατάθεσιν ούτω δοθείσαν, αφού αύτη αναγνωσθή εις αυτόν, τηρουμένων των δικαιωμάτων και προνομίων άτινα ούτος τυχόν έχει συμφώνως προς το εν γένει ισχύον δίκαιον. 4. Ο υπάλληλος δικαιούται να γνωρίζη την κατ' αυτού υπόθεσιν, παρέχεται δε εις αυτόν η ευκαιρία όπως ακουσθή και εάν ούτω επιθυμή εις το στάδιο ν τούτο, όπως προσκόμιση οιανδήποτε μαρτυρίαν ή αποδεκτικά στοιχεία προς υπεράσπισίν του. 5. Η έρευνα είναι μυστική. 6. Η έρευνα δύναται να επεκταθή και εις άλλα αδικήματα του διωκομένου υπαλλήλου διά τα οποία προκύπτουν στοιχεία κατά την πορείαν αυτής. 7. Καθήκοντα γραμματέως της ερεύνης εκτελεί ο υπό του ερευνώντος λειτουργού οριζόμενος υπάλληλος. 8. Μετά την συμπλήρωσιν της ερεύνης, ο ερευνών λειτουργός εκθέτει αμέσως το πόρισμα αυτού εις τον Γενικόν Διευθυντή ν, μετά πλήρους αιτιολογίας, συνυποβάλλων άπαντα τα σχετικά έγγραφα. 9. Άμα τη λήψει της εκθέσεως του ερευνώντος λειτουργού, ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος παραπέμπει αμέσως αυτήν, μετά πάντων των υποβληθέντων εγγράφων, εις τον Νομικόν Συμβουλον του Ιδρύματος προς γνωμοδότησιν, ομού μετά των επί της εκθέσεως απόψεων αυτού.

469 Κ.Δ.Π. 160/86 10. Ο Νομικός Σύμβουλος του Ιδρύματος εξετάζει μετά πάσης ταχύτητος το ζήτημα και συμβουλεύει τον Γενικόν Διευθυντήν κατά πόσον δύναται να διατυπωθή κατηγορία κατά του υπαλλήλου, εν περιπτώσει δε καταφατικής γνωματεύσεως, ο Νομικός Σύμβουλος του Ιδρύματος προβαίνει εις την διατύπωσιν της κατηγορίας. 11. Άμα τη διατυπώσει της κατηγορίας, ο Γενικός Διευθυντής υπογράφει και διαβιβάζει ταύτην εις τον Πρόεδρον του Διοικητικού Συβμουλίου, ομού μετά πάντων των εγγράφων τα οποία υπεβλήθησαν εις τον Νομικόν Σύμβουλον προς εκδίκασιν της υποθέσεως. Μέρος II Κανονισμός 11(2) Τύπος Κλήσεως Καλείσθε διά του παρόντος όπως εμφανισθήτε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου εις το γραφείον τούτου εις το Ίδρυμα την 19 και ώραν π.μ./μ.μ. διά την ακρόασιν πειθαρχικής κατηγορίας διατυπωθείσης εναντίον σας επί τω ότι (εκθέσατε συντόμως το αδίκημα ή τα αδικήματα). 2. Εάν επιθυμητέ να καλέσετε μάρτυρας όπως δώσωσι μαρτυρίαν ή προσαγάγωσιν αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, δέον όπως προβήτε εις τας αναγκαίας διευθετήσεις ίνα εξασφαλίσετε την προσέλευσιν των μαρτύρων τούτων ή την προσαγωγήν των αποδεκτικών τούτων στοιχείων. 3. Εάν παραλείψετε να εμφανισθήτε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου εις τον προαναφερθέντα τόπον και χρόνον, το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται είτε να απαίτηση την προσωπικήν προσέλευσιν σας είτε να χωρήση εις την ακρόασιν της υποθέσεως εν τη απουσία σας. Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Επίδοσις Κλήσεως Η κλήσις επιδίδεται εις τον υπάλληλον μέσω του Γενικού Διευθυντού, ο οποίος μεριμνά όπως η κλήσις παραδοθή ιδιοχείρως εις αυτόν και όπως βεβαίωσις της λήψεως αυτής υπογραφή υπό του υπαλλήλου επί του αντιγράφου της κλήσεως το οποίον τότε επιστρέφεται εις τον Πρόεδρον του Διοικητικού Συμβουλίου μέσω του Γενικού Διευθυντού. Εν περιπτώσει αρνήσεως του υπαλλήλου να υπογράψη την σχετικήν βεβαίωσιν, ο ενεργών την επίδοσιν Γενικός Διευθυντής θα αναγράψη επί του αντιγράφου σχετικήν περί της τοιαύτης αρνήσεως σημείωσιν προ της επιστροφής τούτου εις τον Πρόεδρον του Διοικητικού Συμβουλίου ως ορίζεται ανωτέρω.

&.Δ.Π. 160/86 470 Μέρος III Κανονισμός 11(4) Ακρόασις υποθέσεως 1. Εάν ο υπάλληλος εμφανισθή κατά την υπό του Διοικητικού Συμβουλίου ορισθείσαν διά την ακρόασιν της υποθέσεως ημερομηνίαν η ακρόασις διεξάγεται ως προνοείται εις τον παρόντα Πειθαρχικόν Κώδικα και εις το παρόν Μέρος. 2. Εάν ο υπάλληλος δεν εμφανισθή κατά την εν λόγω ημερομηνίαν, τότε κατόπιν αποδείξεως επιδόσεως της κλήσεως εις αυτόν η ακρόασις της υποθέσεως διεξάγεται εν τη απουσία αυτού: Νοείται ότι το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να απαίτηση την προσωπικήν προσέλευσιν του υπαλλήλου. 3. Η ακρόασις της υποθέσεως διεξάγεται, κατά το δυνατόν, και τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον αυτόν τρόπον ως η ακρόασις ποινικής υποθέσεως εκδικαζομένης συνοπτικώς. 4. Το Διοικητικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν (α) όπως καλή μάρτυρας και απαιτή την προσέλευσιν αυτών ως και την προσέλευσιν του υπαλλήλου, ως εις συνοπτικώς διεξαγομένας δίκας: Νοείται ότι πας υπάλληλος ο οποίος άνευ δικαιολογίας παραλείπει να εμφανισθή ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου όταν νομίμως κληθή προς τούτο ή παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε οδηγίαν νομίμως και δεόντως διδομένην υπό του Διοικητικού Συμβουλίου είναι ένοχος πειθαρχικού αδικήματος, το δε Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να προβή εις πειθαρχικήν δίωξιν αυτού* (β) όπως απαιτή προσαγωγήν παντός εγγράφου σχετιζομένου προς την υπόθεσιν (γ) όπως εξετάζη ενόρκως τους ενώπιον του παρουσιαζοτ μένους μάρτυρας (δ) όπως αναβάλλη την ακρόασιν από καιρού εις καιρόν νοουμένου ότι η ακρόασις προχωρεί με τον ταχύτερον δυνατόν ρ,υθμόν. 5. Κατά την ακρόασιν τηρούνται πρακτικά της διαδικασίας. 6. Το Διοικητικόν Συμβούλιον διά της αποφάσεως αυτού δύναται είτε να εύρη τον υπάλληλον ένοχον πάντων ή οιουδήποτε των αδικημάτων διά τα οποία κατηγορείται, και επιβάλη εις αυτόν οιανδήποτε των πειθαρχικών ποινών την οποίαν αι περιστάσεις της υποθέσεως θα εδικαιολόγουν, ή να απαλλάξη τον υπάλληλον της κατηγορίας. 7. Πάσα απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου δέον να είναι ηχιολογημένη, υπογράφεται δε υπό του Προέδρου. Έν αντίγραφον της τοιαύτης αποφάσεως αποστέλλεται ή παραδίδεται εις τον υπάλληλον ή τον δικηγόρον τούτου, άμα τη εκδόσει της. Έγιναν στις 29 Μαά ου, 1986 (Υ.Ε.75^7)