65 70 75 80 85 90 95 Πάροδος (στ. 64 169) ΧΟΡΟΣ Ἀσίας ἀπὸ γαίας ἱερὸν Τμῶλον ἀμείψασα θοάζω Βρομίωι πόνον ἡδὺν κάματόν τ εὐκάματον, Βάκχιον εὐαζομένα. τίς ὁδῶι, τίς ὁδῶι; τίς μελάθροις; ἔκτοπος ἔστω, στόμα τ εὔφημον ἅπας ἐξοσιούσθω τὰ νομισθέντα γὰρ αἰεὶ Διόνυσον ὑμνήσω. ὦ μάκαρ, ὅστις εὐδαί- [στρ. α] μων τελετὰς θεῶν εἰδὼς βιοτὰν ἁγιστεύει καὶ θιασεύεται ψυχὰν ἐν ὄρεσσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν, τά τε ματρὸς μεγάλας ὄργια Κυβέλας θεμιτεύων ἀνὰ θύρσον τε τινάσσων κισσῶι τε στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει. ἴτε βάκχαι, ἴτε βάκχαι, Βρόμιον παῖδα θεὸν θεοῦ Διόνυσον κατάγουσαι Φρυγίων ἐξ ὀρέων Ἑλλάδος εἰς εὐρυχόρους ἀγυιάς, τὸν Βρόμιον ὅν ποτ ἔχουσ ἐν ὠδί- [ἀντ. α] νων λοχίαις ἀνάγκαισι πταμένας Διὸς βροντᾶς νηδύος ἔκβολον μάτηρ ἔτεκεν, λιποῦσ αἰ- ῶνα κεραυνίωι πλαγᾶι λοχίαις δ αὐτίκα νιν δέξατο θαλάμαις Κρονίδας Ζεύς, κατὰ μηρῶι δὲ καλύψας
2 ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΠΑΘΩΜΑΣ 100 102-103 104 105 110 115 120 125 130 χρυσέαισιν συνερείδει περόναις κρυπτὸν ἀφ Ἥρας. ἔτεκεν δ, ἁνίκα Μοῖραι τέλεσαν, ταυρόκερων θεὸν στεφάνωσέν τε δρακόντων στεφάνοις, ἔνθεν ἄγραν θηρότροφον μαινάδες ἀμφιβάλλονται πλοκάμοις. ὦ Σεμέλας τροφοὶ Θῆ- [στρ. β] βαι, στεφανοῦσθε κισσῶι βρύετε βρύετε χλοήρει μίλακι καλλικάρπωι καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸς ἢ ἐλάτας κλάδοισι, στικτῶν τ ἐνδυτὰ νεβρίδων στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῖς ἀμφὶ δὲ νάρθηκας ὑβριστὰς ὁσιοῦσθ αὐτίκα γᾶ πᾶσα χορεύσει, Βρόμιος εὖτ ἂν ἄγηι θιάσους εἰς ὄρος εἰς ὄρος, ἔνθα μένει θηλυγενὴς ὄχλος ἀφ ἱστῶν παρὰ κερκίδων τ οἰστρηθεὶς Διονύσωι. ὦ θαλάμευμα Κουρή- [ἀντ. β] των ζάθεοί τε Κρήτας Διογενέτορες ἔναυλοι, ἔνθα τρικόρυθες ἄντροις βυρσότονον κύκλωμα τόδε μοι Κορύβαντες ηὗρον βακχείαι δ ἅμα συντόνωι κέρασαν ἡδυβόαι Φρυγίων αὐλῶν πνεύματι ματρός τε Ῥέας ἐς χέρα θῆκαν, κτύπον εὐάσμασι βακχᾶν παρὰ δὲ μαινόμενοι Σάτυροι ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς, ἐς δὲ χορεύματα συνῆψαν τριετηρίδων, αἷς χαίρει Διόνυσος.
ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΒΑΚΧΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ 3 135 140 141a 141b 142 145 148a 148b 149 150 155 157 158 159 160 161 162 163 164 165 167 169 ἡδὺς ἐν ὄρεσσιν ὅταν ἐκ θιάσων δρομαίων πέσηι πεδόσε, νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν, ἀγρεύων αἷμα τραγοκτόνον, ὠμοφάγον χάριν, ἱέμενος εἰς ὄρεα Φρύγια Λύδι ὁ δ ἔξαρχος Βρόμιος εὖοἷ. ῥεῖ δὲ γάλακτι πέδον, ῥεῖ δ οἴνωι, ῥεῖ δὲ μελισσᾶν νέκταρι. Συρίας δ ὡς λιβάνου καπνὸν ὁ Βακχεὺς ἀνέχων πυρσώδη φλόγα πεύκας ἐκ νάρθηκος ἀίσσει δρόμωι καὶ χοροῖσιν πλανάτας ἐρεθίζων ἰαχαῖς τ ἀναπάλλων τρυφερόν <τε> πλόκαμον εἰς αἰθέρα ῥίπτων. ἅμα δ ἐπ εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τοιάδ Ὦ ἴτε βάκχαι, ὦ ἴτε βάκχαι, Τμώλου χρυσορόου χλιδά, μέλπετε τὸν Διόνυσον βαρυβρόμων ὑπὸ τυμπάνων, εὔια τὸν εὔιον ἀγαλλόμεναι θεὸν ἐν Φρυγίαισι βοαῖς ἐνοπαῖσί τε, λωτὸς ὅταν εὐκέλαδος ἱερὸς ἱερὰ παίγματα βρέμηι σύνοχα φοιτάσιν εἰς ὄρος εἰς ὄρος ἡδομένα δ ἄρα πῶλος ὅπως ἅμα ματέρι φορβάδι κῶλον ἄγει ταχύπουν σκιρτήμασι βάκχα. [ἐπωιδ.] 65 Πάροδος (στ. 64 169) ΧΟΡΟΣ Από τη γη της Ασίας έρχομαι έχοντας αφήσει πίσω μου τον ιερό τον Τμώλο για τον Βρόμιο ο κόπος μου γλυκός και η κούραση ευχάριστη, καθώς τη βακχική
4 ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΠΑΘΩΜΑΣ 70 75 80 85 90 95 100 κραυγή κραυγάζω ευοί, ευάν. Ποιος στον δρόμο; ποιος στον δρόμο; ποιος στο παλάτι; ας εξαφανιστεί, το στόμα εντελώς ο καθένας ας κλείσει και ας το εξαγνίσει. Με τον λατρευτικό τρόπο που από τις πρώτες απαρχές ισχύει τον Διόνυσο θα υμνήσω. Μακάριος όποιος ευτυχισμένος [στρ. α] και έχοντας γνώση των τελετών των θεών τη ζωή του με αγνότητα περνά και στο θίασο δίνει την ψυχή του στα βουνά βακχεύοντας με ιερούς καθαρμούς, και της μεγάλης μητέρας Κυβέλης τα όργια τελώντας, τινάζοντας ψηλά τον θύρσο και με κισσό στεφανωμένος υπηρετεί τον Διόνυσο. Εμπρός Βάκχες, εμπρός Βάκχες! Τον Βρόμιο, τον θεό, θεού γιο, τον Διόνυσο κατεβάστε από τα Φρυγικά βουνά στης Ελλάδας τους ευρύχωρους δρόμους, τον Βρόμιο που κάποτε, ενώ τον είχε στην κοιλιά της, [ἀντ. α] με πόνους τον γέννησε η μάνα του από τη βροντή του Δία αποβάλλοντάς τον πριν από την ώρα του και χάνοντας τη ζωή της απ του κεραυνού το κτύπημα. Σε κρύπτη άλλης κυοφορίας αμέσως τον δέχθηκε του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, μέσ στον μηρό του τον κάλυψε και με χρυσές τον έραψε πόρπες, κρυμμένος για να ναι από την ΉΉρα. Και τον γέννησε, όταν οι Μοίρες το όρισαν, θεό με κέρατα ταύρου και τον στεφάνωσε με φιδίσια
ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΒΑΚΧΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ 5 102 103 104 105 110 115 120 125 130 135 στέφανα γι αυτό και οι Μαινάδες πλέκουν με τους βοστρύχους φίδια, λεία που τρέφεται με αγρίμια. Θήβα, που έθρεψες τη Σεμέλη, [στρ. β] στεφανώσου με κισσό Τυλίξου, τυλίξου με τη χλωρή σμιλακιά, που φέρνει όμορφους καρπούς, και βυθίσου στη βακχεία με δρυός ή ελάτου κλαδιά, και τα πιτσιλωτά δέρματα ελαφιού που θα ντυθείς στέψε τα με λευκότριχων πλοκάμων το μαλλί γύρω από τους αγέρωχους θύρσους εξαγνίσου όπου να ναι όλη η χώρα θα χορέψει, όταν ο Βρόμιος θα οδηγεί θιάσους στο όρος, στο όρος, όπου προσμένει το γυναικείο πλήθος, που ξεσηκώθηκε από τους αργαλειούς και τις σαΐτες οιστρηλατημένο από τον Διόνυσο. Ω κρύπτη των Κουρή- [ἀντ. β] των, πανίεροι τόποι της Κρήτης, που γεννήσατε τον Δία, όπου σε σπηλιές Κορύβαντες με τριπλά κράνη το κυκλικό τούτο τεντωμένο δέρμα για μένα εφηύραν Και μέσα στην ένταση της βακχείας το έσμιξαν με τη γλυκιά βοή των Φρυγικών αυλών και το έβαλαν στα χέρια της μητέρας Ρέας, να συνοδεύει ο κτύπος του τις Βάκχες, καθώς φωνάζουν ευοί ευάν. Μανιασμένοι Σάτυροι από τη μητέρα θεά το άρπαξαν, και στους χορούς το έδεσαν των τριετηρίδων, με τους οποίους αγάλλεται ο Διόνυσος. Γλυκός είναι πάνω στα βουνά, όταν αφήνοντας τους θιάσους που τρέχουν πέφτει στη γη, έχοντας νεαρού ελαφιού [ἐπωιδ.]
6 ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΠΑΘΩΜΑΣ 140 145 150 155 157 158 159 160 161 162 163 164 165 167 169 ιερό ένδυμα, κυνηγώντας αίμα σπαραγμένου τράγου, ηδονή ωμοφαγίας, ορμώντας σε βουνά Φρυγικά, Λυδικά, αρχηγέτης ο Βρόμιος. Ευοί. Πλημμυρίζει το χώμα με γάλα που ρέει, με κρασί που ρέει, με νέκταρ μελισσών που ρέει. Και σαν καπνό από λιβάνι της Συρίας, ο Βάκχος τη λαμπερή φλόγα του πεύκου αφήνει από τον πυρσό του, με τρέξιμο και με χορούς ξεσηκώνει τους πιστούς του, που ατέρμονα πλανώνται, συντονίζοντάς τους με ιαχές και ανεμίζοντας τον αβρό πλόκαμό του στον αιθέρα. Και μαζί με τα ευοί ευάν βροντοφωνάζει τέτοια λόγια: Εμπρός Βάκχες, Εμπρός Βάκχες, του Τμώλου του χρυσοφόρου καμάρι, υμνείτε τον Διόνυσο με τη συνοδεία των βαρύγδουπων τυμπάνων, δοξάζοντας με τρόπο βακχικό τον βακχικό θεό, με φρυγική βοή και αλαλαγμούς, όταν ο γλυκόλαλος αυλός, ο ιερός, ιερούς σκοπούς θα παίζει συνοδεύοντας όσες πλανώνται στο βουνό, στο βουνό και χαρούμενη, σαν πουλάρι πλάι στη μητέρα του φοράδα, που βόσκει, με γρήγορο βήμα σκιρτώντας τρέχει η Βάκχη.