πέρα αληθινό. Έπειτα κατευθύνθηκε προς τα ταμεία. Εκεί βρήκε την καθαρίστρια να συνομιλεί με τον μοναδικό ταμία που είχε βάρδια εκείνη τη νύχτα.



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το Α' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη Σμπώκου


Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα.

T: Έλενα Περικλέους

Το παραμύθι της αγάπης

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Στο γραφείο της Δημάρχου κυρίας Μαυρίδη Μιλάει στο τηλέφωνο. Μπαίνει η γραμματέας του μ ένα τεράστιο ντοσιέ στο χέρι

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Κατερίνα Ζωντανού. Γράμματα. Στη Νεφέλη και στον Αναστάση. K.Z. Εικονογράφηση: Γεωργία Στύλου. από τον

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

* Λογοπαίγνιο που δε γίνεται ν αποδοθεί στα ελληνικά: Το lie σημαίνει «λέω ψέματα» αλλά και «κείτομαι». (Σ.τ.Μ.).

Ειρήνη Τσιτυρίδου, «Οι ξένες γλώσσες για τους μεγάλους»

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Οι προσωπικοί στόχοι καθενός μπορούν κατά καιρούς να αποτελούν και να καθορίζουν το success story της ζωής του για μια μικρή ή μεγάλη περίοδο.

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΔΟΝΤΙΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ Β

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Εκείνη την ώρα μπαίνει το διοικητικό συμβούλιο. Ακης Πολύ αργά! Κατά φωνή Μουσίτσα Κι ό γάιδαρος! Μην ανησυχείτε. Θα σας το διαβάζω εγώ στα κρυφά!

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Μια επίσκεψη στη Βουλή των Αντιπροσώπων

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκιπας. Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα. Διασκευή: Ανδρονίκη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Transcript:

Το τρένο. Βυθισμένος σε ένα ύπνο δίχως όνειρα, ο σταθμάρχης ετοιμαζόταν να γλιστρήσει απ το παγκάκι στο οποίο βρισκόταν καθισμένος εδώ και ώρα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μεταλλικό μπουκαλάκι που κι ήταν αυτό έτοιμο να πέσει στο έδαφος. Απ το άλλο χέρι είχε πέσει ήδη μια εφημερίδα και κείτονταν τώρα διπλωμένη σε μια σελίδα όπου αναγράφονταν οι κηδείες και τα μνημόσυνα. Τα πόδια του λύγισαν, το κεφάλι του έγειρε στ αριστερά, λίγα σάλια κύλησαν στο βρόμικο σακάκι του και έπειτα σαν κάποιος να τον τράβηξε απότομα προς τα κάτω, έχασε την μάχη με την βαρύτητα και προσγειώθηκε με τα μούτρα στην τραχιά τσιμεντένια επιφάνεια της αποβάθρας. «Τι στο διάολο;» μουρμούρισε νοιώθοντας ένα οξύ πόνο στο μέτωπο. Παρόλα τα απρόοπτα όπως αυτό, οι βραδινές βάρδιες ήταν το καλύτερο του. Μακριά απ το σπίτι για οκτώ ώρες και έπειτα ξεκούραση για άλλες οκτώ το οποίο σήμαινε ότι δεν θα τον έπρηζε ούτε η γυναίκα του, ούτε και η κόρη του μέχρι το επόμενο απόγευμα. Και για τις δύσκολες βραδινές ώρες υπήρχε πάντα το ρούμι να τον συντροφεύει. Σηκώθηκε με κόπο και τεντώθηκε ενώ το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο εσωτερικό του σταθμού σαν να τον παρατηρούσε για πρώτη φορά. Σε λίγα λεπτά όλα φαινόντουσαν γνώριμα και πάλι εκτός απ το τρένο που βρισκόταν μερικά μέτρα πιο κάτω, λαχανιασμένο, με ατμούς να βγαίνουν απ τα σωθικά του, σαν άλλος ξέπνοος ταύρος. Ο σταθμάρχης κοίταξε το ρολόι του. Τρεις παρά τέταρτο. Το επόμενο δρομολόγιο ήταν στις έξι το πρωί, αναχώρηση με προορισμό την συμπρωτεύουσα. Το τρένο που είχε μόλις φθάσει ήταν τελείως διαφορετικό από αυτά που γνώριζε τόσο καλά, όσο τον ίδιο του τον εαυτό. Και ήταν σίγουρος πως δεν ήταν αυτό που θα έφευγε το πρωί κι ας βρισκόταν σ αυτήν τη θέση. Πλησίασε την πόρτα του οδηγού και κοίταξε μέσα από το σκούρο κρύσταλλο που κάλυπτε όλη την επιφάνεια του μπροστινού μέρους. Δεν υπήρχε κανείς. Ούτε και μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος βρισκόταν εκεί μέσα πριν από λίγο. Το εσωτερικό του έμοιαζε να είναι άθικτο. Προχώρησε λίγο προς τα πίσω, κατά μήκος του τρένου κοιτάζοντας μέσα στα βαγόνια. «Μωρέ λες;» είπε στον εαυτό του. «Μήπως κοιμάμαι ακόμα;». Τελειώνοντας την φράση έσφιξε βίαια με τον αντίχειρα και τον δείκτη ένα μέρος από το μπράτσο του για να βεβαιωθεί ότι αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν πέρα για

πέρα αληθινό. Έπειτα κατευθύνθηκε προς τα ταμεία. Εκεί βρήκε την καθαρίστρια να συνομιλεί με τον μοναδικό ταμία που είχε βάρδια εκείνη τη νύχτα. «Ρε παιδιά, είδατε αυτό το τρένο που είναι στην τρίτη αποβάθρα;» «Ποιο;» του είπε ο ταμίας ενοχλημένα που τους διέκοπτε την δική τους κουβέντα. Η καθαρίστρια ήταν ο μόνος λόγος που τον απέτρεπε απ το να πεθάνει απ την βαρεμάρα μέσα σε ένα περιβάλλον που εδώ και εικοσιπέντε χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο απ το να μετράει λεφτά και να εκδίδει εισιτήρια. Την έψηνε εδώ και μήνες και παρόλο που εκείνη δεν του καθόταν, με κάθε ευκαιρία βρισκόταν στον γκισέ του για κουβεντούλα. Σήμερα ο ταμίας πίστευε ότι κάτι είχε αλλάξει γιατί η καθαρίστρια είχε εμφανιστεί περιποιημένη. Μακιγιαρισμένη, παρφουμαρισμένη, με τα ρούχα της δουλειάς για πρώτη φορά να είναι καθαρά. «Τι ποιο; Χαμπάρι δεν έχετε πάρει; Πριν λίγο ήρθε και είναι σαν διαστημόπλοιο. Δεν έχετε ξαναδεί τέτοιο τρένο εδώ» τους είπε σχεδόν φωναχτά για να τους κάνει να ασχοληθούν επιτέλους μαζί του. «Δεν έχει έρθει κανένα τρένο εδώ και ώρα. Πιωμένος είσαι πάλι;» του πέταξε αγριεμένα ο ταμίας. «Εγώ είμαι πιωμένος ή εσείς που έχετε μεθύσει απ τον έρωτα σας; Άντε, ξεκολλήστε και ελάτε να το δείτε και μόνοι σας». «Δεν πάμε πουθενά. Άλλη όρεξη δεν είχαμε να ασχολούμαστε με τις φαντασιώσεις σου. Προχθές ήταν ένας κλόουν που χόρευε στις γραμμές, τις προάλλες μια γυναίκα που έτρωγε χουρμάδες κάτω από ένα παγκάκι. Για να μην πω για κείνη την μαύρη γάτα που την πήρες για πάνθηρα και το σκασες απ τον σταθμό τρέχοντας. Έχεις γίνει πολύ κουραστικός, εσύ και το ρούμι σου». Ο σταθμάρχης δεν επέμενε. Κατά βάθος είχαν δίκιο. Όποτε είχε βραδινή βάρδια όλο και κάτι συνέβαινε στον πλημμυρισμένο από αλκοόλ εγκέφαλο του. Μα τώρα ήταν βέβαιος γι αυτό που είχε δει. Δεν ήταν άλλωστε και απ τις φορές που είχε στραγγίξει το μπουκαλάκι του. Το τρένο ήταν εκεί. Ναι, το ξανάβλεπε τώρα μπροστά του. Ολοζώντανο. Κάθισε πάλι στο παγκάκι που είχε αποκοιμηθεί πιο πριν και έπιασε να το παρατηρεί εκ του ασφαλούς. Σε λίγο ένας διακριτικός θόρυβος ακούστηκε και μια

απ τις συρόμενες πόρτες των βαγονιών υποχώρησε. Ο σταθμάρχης ίσιωσε την πλάτη του και τέντωσε τον λαιμό του. Θα ορκίζονταν ότι δεν υπήρχε κανένας εκεί μέσα κι όταν είδε ένα ξερακιανό λαχειοπώλη να κρατάει απ το χέρι ένα μικρό παιδάκι, επανέλαβε με περισσότερη δύναμη το τσίμπημα που είχε κάνει στον εαυτό του λίγο πιο πριν αφήνοντας μια έντονη κοκκινίλα στο δέρμα του που σύντομα θα γινόταν μια ευμεγέθης μελανιά. Δίχως να χάσει καιρό, σηκώθηκε και με μεγάλα βήματα βρέθηκε δίπλα τους. Ο λαχειοπώλης κρατούσε ένα κοντάρι με έξι λαχεία και το αγοράκι ντυμένο κάπως επίσημα με ένα μπλε μάλλινο γιλέκο, άσπρο πουκάμισο, μια μικροσκοπική κόκκινη γραβάτα κι ένα καφέ κοτλέ παντελόνι, είχε περασμένο στον ώμο του ένα μικρό σακίδιο ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε σφιχτά τρεις μαρκαδόρους. «Λοιπόν, θα σ αφήσω έξω για δέκα λεπτά και μετά επιστρέφεις στο τρένο. Όπως έχουμε πει» του είπε κάπως αυστηρά ο λαχειοπώλης κουνώντας παράλληλα και τον δείκτη του δεξιού του χεριού σαν να ήθελε να διαλύσει τις τυχόν πονηρές σκέψεις του παιδιού για κάποια αιφνίδια αλλαγή στο ήδη προσυμφωνημένο πρόγραμμα. «Και βάλε επιτέλους αυτούς τους μαρκαδόρους στην τσάντα σου. Θα τους χάσεις στο τέλος». «Καλησπέρα» είπε με βαριά φωνή ο σταθμάρχης ενώ το αγοράκι βρήκε την ευκαιρία να απομακρυνθεί από εκείνο το σημείο. «Καλησπέρα» του απάντησε με ιδιαίτερα ζεστό τόνο στη φωνή του ο λαχειοπώλης. «Ήσασταν μέσα στο τρένο;». «Ναι, αλλά δεν ταξιδέψαμε». «Πως γίνεται αυτό; Αφού σας είδα να βγαίνετε από μέσα. Το τρένο δεν έχει πολύ ώρα που έφτασε εδώ». «Μα ούτε και εμείς, μόλις πριν λίγο φτάσαμε και μπήκαμε μέσα για να το δούμε. Εντυπωσιακό δεν είναι; Επέμενε ο πιτσιρικάς ξέρεις». «Ναι, αλλά εσύ του είπες να επιστρέψει σε δέκα λεπτά για να μπει στο τρένο». «Όχι, όχι. Δεν κατάλαβες καλά» του είπε και τα μακρόστενα μάτια του σαν να χώθηκαν πιο πολύ στις κόγχες τους. Ο σταθμάρχης αισθάνθηκε μια μικρή ζαλάδα, σαν να είχε μόλις κατεβάσει ένα δυο σφηνάκια ρούμι ακόμα.

«Έλα, πάμε να κάτσουμε, είσαι λίγο ωχρός το ξέρεις;» ο λαχειοπώλης τον έπιασε απ το μπράτσο και τον κατεύθυνε στο παγκάκι σαν να ήταν μικρό παιδί. «Θα μου δώσεις ένα λαχείο;» του είπε αφηρημένα έχοντας ξεχάσει τον προηγούμενο διάλογό τους. «Δεν γίνεται» του απάντησε ξερά εκείνος. «Τι εννοείς; Δεν τα χεις για πούλημα;». «Ναι, αλλά για συγκεκριμένους πελάτες». «Τι μας λες; Καλό κι αυτό» του είπε ο σταθμάρχης που φάνηκε να συνέρχεται και πρόσθεσε με αρκετή ειρωνεία. «Βλέπεις εσύ κανένα άλλο εδώ;». «Δεν έχουν έρθει ακόμα. Σε λίγο καταφθάνει ο πρώτος, ο Αλέξης». «Μπα; Τους γνωρίζεις προσωπικά δηλαδή;». «Θα μπορούσες να το πεις και έτσι». «Ρε φίλε, μπας και τα χεις κοπανήσει και εσύ;». «Δεν πίνω ποτέ» του απάντησε σοβαρά εκείνος. Τόσο σοβαρά που ο σταθμάρχης αναγκάστηκε να πάρει το βλέμμα του από πάνω του σαν να τυφλώθηκε από ένα μικρό ήλιο. «Ας πούμε ότι τους παρακολουθώ τώρα τελευταία» συνέχισε ο λαχειοπώλης με την φωνή του να γλυκαίνει και πάλι. «Δεν σε καταλαβαίνω. Γιατί τους παρακολουθείς;» «Αυτό είναι κάτι που δεν σε αφορά και ούτε πρόκειται να το μάθεις. Και επειδή σύντομα θα πρέπει να ασχοληθώ με τον πρώτο μου πελάτη, θα σ αφήσω εδώ, στο παγκάκι σου να κοιμηθείς». «Μπα, δεν έχω ύπνο» του είπε ο σταθμάρχης που η περιέργεια τον είχε ξυπνήσει για τα καλά. «Κι όμως, να δεις που θα νυστάξεις. Σε πέντε λεπτά θα κοιμάσαι σαν πουλάκι». «Πάμε στοίχημα;».

«Θα χάσεις» του είπε ο λαχειοπώλης ενώ έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το τρένο. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε και το αγοράκι κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι νερό. «Άντε, πιες το και μπες μέσα. Δεν έχουμε άλλο χρόνο». Ο σταθμάρχης έκανε να σηκωθεί. «Κάτι δεν πάει καλά εδώ» σκεφτόταν όμως τα πόδια του ξαφνικά βάρυναν. Η απόσταση μέχρι τον λαχειοπώλη έμοιαζε σαν να ξεχειλώνει και το είδωλο του να γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτο. Τώρα βυθίζονταν στην άμμο κι ο σταθμός είχε γίνει μια απέραντη έρημος. Περπατούσε διψασμένος και ψόφιος απ την κούραση. Ακολουθούσε μια πορεία που θα τελείωνε όταν θα ξύπναγε λίγες ώρες μετά. Όταν πια το τρένο θα είχε αναχωρήσει με τους έξι πελάτες του λαχειοπώλη να έχουν ήδη αγοράσει τον τυχερό λαχνό τους