ίσως ναι... ίσως όχι... ΜΑΙΡΗ Μαίρη ΛΑΚΟΥΜΕΝΤΑ Λακουμέντα ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος ΕΚ ΟΣΕΙΣ οσελότος
Τιτλος Ίσως ναι... Ίσως όχι Συγγραφέας Μαίρη Λακουμέντα Σειρα Ελληνική λογοτεχνία [1358]1111/24 Φωτο εξωφυλλου Shutterstock photos Copyright 2011 Μαίρη Λακουμέντα Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Νοέμβριος 2011 ISBN 978-960-9607-14-8 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα. ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ίσως ναι... ίσως όχι...
Το πούλμαν έτρεχε ήρεμα στον φιδωτό δρόμο, που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας. Τα δέντρα δεξιά και αριστερά σκίαζαν το τοπίο. Το πράσινο εναλλασσόταν με το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Η φύση αναδείκνυε την ομορφιά με κινηματογραφική επιμέλεια. Η αίσθηση ήταν ήρεμη και χαλαρωτική. Δίπλα μου, η Θάλεια είχε ακουμπήσει το κεφάλι της νωχελικά στο παράθυρο και με τα μάτια κλειστά προσποιούνταν ότι κοιμάται. Κοιτούσα το όμορφο τοπίο, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σ αυτό. Αχ, βρε Θάλεια, πώς έχασες το μπλα μπλα σου; Μια κουβέντα μου και μαζεύτηκες σαν μικρό παιδάκι. Αυτή η δυναμική γυναίκα, η γυναίκα που είχε βιώσει και μάθει τόσα πράγματα στα σαράντα δύο της χρόνια, όσα οι απλοί συνηθισμένοι άνθρωποι θέλουν δυο τρεις ζωές για να ζήσουν. Ο πατέρας της μαθηματικός, η μητέρα της φιλόλογος. Μοναχοκόρη, αλλά όχι χαϊδεμένη, όπως μας έλεγε η ίδια, σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα. Ο Αντρέας είναι ο αγαπημένος της, ή θα έλεγα εγώ, ένα παιδί που προσπαθεί να μεγαλώσει. Αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, ζούσε με τη Θάλεια τέσσερα ή πέντε χρόνια, θα σας γελάσω. Του έτυχαν κάτι δουλειές μέσα στον Ιούλιο και οι διακοπές που είχαν προγραμματίσει οι δυο τους, θα μεταφέρονταν για τον Αύγουστο. «Ο Αντρέας δεν μπορεί να πάρει άδεια τώρα, πάμε κάπου διακοπές μαζί τέσσερις πέντε μερούλες;» πρότεινε η Θάλεια. «Ωραία θα είναι» 7
Άλλωστε, το συνηθίζουμε μια δυο φορές τον χρόνο να πηγαίνουμε μαζί Σαββατοκύριακα διακοπές. «Πού λες; Στη Ρόδο ίσως...» «Μμ, πολύ μακριά μας πέφτει!» απαντά η Θάλεια. «Στη Χαλκιδική μήπως;» «Κι εκεί, πολύ μακριά είναι! Άσε να σκεφτώ και θα τα πούμε». Το επόμενο βράδυ, κατά τις δώδεκα παρά κάτι, ντρίιιν το τηλέφωνο. «Έλα, Έλενα, δεν πιστεύω να κοιμάσαι;» Όλο αυτό ρωτούσε, λες και δεν είχα τι άλλο να κάνω παρά να περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο, ακόμα και τα μεσάνυχτα. «Όχι, αλλά τέτοια ώρα δεν θα ήταν περίεργο αυτό! Τι έπαθες, σε ακούω νευριασμένη». «Δυο βράδια ψάχνω στο internet και δεν έχω κοιμηθεί, για να βρω πού θα πάμε, κι εσύ με ειρωνεύεσαι;» μου απάντησε απότομα. «Όχι, δεν σε ειρωνεύομαι», τόλμησα να πω κι ένιωσα αμέσως τύψεις, που τόσο παιδευόταν η καημενούλα. Καθώς την άκουγα να μιλάει, σκεφτόμουν ότι εκείνη το είπε, εκείνη το έκανε, εκείνη τ αποφάσισε, όχι εγώ. «Έχω βγάλει έναν τόμο έντυπα για διακοπές και τελικά το καλύτερο είναι στην Κέρκυρα. Θα σε πάω στο ωραιότερο ξενοδοχείο, να μην γκρινιάζεις σαν τις άλλες τις φορές. Έχω κανονίσει όλες τις λεπτομέρειες». «Ωραία ακούγεται, θα το πω και στην Άντζυ, μήπως θέλει να έρθει κι αυτή». Αμέσως μετά μίλησα με την Άντζυ στο τηλέφωνο. «Κανονίσαμε με τη Θάλεια να πάμε στην Κέρκυρα. Κάπου ο Αντρέας έχει δουλειές και δεν μπορούν να πάνε τώρα διακοπές, κάπου οι άδειές μας συμπίπτουν, είπαμε να το οργανώσουμε. Εσύ τι λες;» «Αλήθεια;» ακούστηκε λίγο διστακτική η φωνή της από την άλλη μεριά του τηλεφώνου. «Ξέρεις, σκέφτομαι κάτι λί- 8 Μαιρη λακουμεντα
γο τολμηρό Να, θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα πάμε και οι τρεις μαζί στους δικούς μου, κι εγώ να έρθω με τον Πέτρο. Δεν αντέχω άλλο, κάθε δεκαπέντε μέρες στο ξενοδοχείο για κάνα δίωρο. Είμαι πολύ ερωτευμένη σου λέω! Τον θέλω όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός. Κοίτα τι με βάζει ο διαβολάκος να λέω! Μήπως είναι ανήθικο αυτό;» Ίσως και ναι, ίσως και όχι. «Εγώ, ξέρεις, Άντζυ... ξέρεις... να μιλήσουμε και με τη Θάλεια και κανονίζουμε». «Άκουσε, Έλενα, φίλη μας είναι. Ευκαιρία να δει τι πάει να κάνει», μου έλεγε η Θάλεια λίγο αργότερα. «Να συγκρίνει τον γέρο με τον άντρα της και, σε τελική ανάλυση, να πάρει τις αποφάσεις της. Ζητάει μια σχέση κάπως πιο πνευματική, πιο ιδανική. Αν τη βρει, έχει καλώς, αν όχι απομυθοποιεί τη σχέση και ανακεφαλαιώνει. Εγώ θα την έχω από κοντά και θα βρω την ευκαιρία να της μιλήσω για την ψυχολογία του Πέτρου, τη δική της, των παιδιών της, και εάν την ενδιαφέρει, και για τον άντρα της». Αφού το λέει η Θάλεια, έτσι θα είναι. Οι αντιρρήσεις ότι καταχράται τη φιλία μας συρρικνώθηκαν. Οπότε κανονίστηκε να πάμε εμείς οι δύο πρώτα και η Άντζυ με τον Πέτρο θα έρχονταν την επόμενη ημέρα. Άφησα τη Θάλεια να κανονίσει τις λεπτομέρειες και τελικά πήγαμε, όχι πολύ μακριά, στην Κέρκυρα δηλαδή, με το λεωφορείο. Εννιάμισι ώρες ταξίδι ταλαιπωρίας, αλλά αν το ήξερε η Θάλεια, θα έκανε μια προσπάθεια να μπει στο αεροπλάνο! Επιτέλους, μπήκαμε στο πλοίο για την Κέρκυρα! Το πλοίο φορτωμένο με πόθους, λύπες, κενότητα, χαρές. Υπήρχε και λίγη αθωότητα μερικά παιδάκια έπαιζαν στο κατάστρωμα, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τα χαρούμενα ξεφωνητά τους. Ένας όγκος άσπριζε στο βάθος και λίγο λίγο ξεχώριζαν τα κυβικά σπιτάκια, άλλα μικρά, άλλα μεγάλα, συμμα- 9
ζεμένα το ένα πλάι στο άλλο. Στο σίμωμά του, όπως σε παραμύθι, πλέομε ανάμεσα σ ακρογιαλιές, άλλες καταπράσινες και άλλες γυμνές, που όσο πάνε, στενεύουν. Το ξενοδοχείο ήταν πράγματι πολύ ωραίο. Κτισμένο σ ένα καταπράσινο ύψωμα. Σιντριβάνια με κόκκινα και λευκά νούφαρα που επέπλεαν ακουμπισμένα στα πράσινα πιατάκια των φύλλων τους, στόλιζαν τον περίβολο. Κλαίουσες έγερναν τα κλαριά τους στο χώμα σχηματίζοντας μια νυσταλέα σκιά. Ζωηρά σπουργίτια χοροπηδούσαν στο γρασίδι κι έπαιζαν κρυφτό μέσα στα φυλλώματα των δέντρων. Στα πόδια του λόφου ακουμπούσε η θάλασσα, όπου έφτανες με το τελεφερίκ και από ένα στριφογυριστό πέτρινο μονοπάτι. Στο λιμανάκι μπροστά μια βάρκα, χωρίς να βιάζεται, τραβούσε για την προβλήτα. Ο αέρας ζεστός, λίβας. Ο ήλιος ξεχώριζε σαν ένας κύκλος με ακτίνες. Η αντηλιά έκαιγε τα μάτια. «Θα πάμε στο Αχίλλειο, Έλενα, συμφωνείς;» είπε χαρούμενα η Θάλεια. «Ναι να πάμε, αρκεί να μάθουμε τα δρομολόγια των λεωφορείων και να γυρίσουμε να κάνουμε κανένα μπάνιο». Σημειωτέον, εγώ δεν οδηγώ και η Θάλεια ξέχασε το δίπλωμα στην τσάντα που άφησε στο σπίτι. Πώς θα νοικιάζαμε αυτοκίνητο, δηλαδή; «Όλο το μπάνιο έχεις στο μυαλό σου. Δεν σε ενδιαφέρουν τα ωραία κτίσματα, η Ιστορία του τόπου, η κουλτούρα του; Πότε θα μας δοθεί πάλι η ευκαιρία να τα δούμε;» συνέχισε η Θάλεια ακάθεκτη. Εδώ μιλούσε η επιστήμη, η όρεξη για μάθηση. «Η Κέρκυρα είναι ολόκληρη μια Ιστορία, δεν μπορούμε μέσα στις λίγες ημέρες των διακοπών να τα δούμε όλα», ψέλλισα αδύναμα, καθώς μια αμυδρή υποψία ότι θα τρέχαμε από αρχαίο σε αρχαίο και από μουσείο σε μουσείο, πέρασε από το μυαλό μου. «Δεν υπάρχει δεν μπορώ, αρκεί να πιέσεις λίγο τον 10 Μαιρη λακουμεντα
εαυτό σου και να αφήσεις το ραχάτι. Όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε!» Άντε, να πιέσω λίγο τον εαυτό μου! Και να με, να τρέχω κατοστάρι την τελευταία στιγμή να προλάβουμε το λεωφορείο, γιατί με την κουβέντα είχαμε ξεχαστεί και δεν προσέξαμε ότι είχε περάσει η ώρα του δρομολογίου. Λαχανιασμένη και με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, έτοιμη να πάθω έμφραγμα, στρογγυλοκάθισα σε μια θέση, προσπαθώντας να πάρω ανάσα. «Έλενα, πρώτον, χρειάζεσαι επειγόντως να αρχίσεις γυμναστική και δεύτερον, βλέπεις πώς ανεβαίνει η αδρεναλίνη!» φώναξε η Θάλεια, με το μέτωπο γεμάτο σταγονίτσες ιδρώτα, που κυλούσαν στα μάγουλά της. Αν αυτή είναι η αδρεναλίνη, καλύτερα να μου λείπει, σκέφτηκα. «Σήκω τώρα να πας να ρωτήσεις τον οδηγό πού θα κατεβούμε και πώς θα επιστρέψουμε», πρόσθεσε επιτακτικά. «Ρώτησα, Θάλεια, στο ξενοδοχείο και μου είπαν ότι θα κατεβούμε στο τέρμα, εκεί είναι η πλατεία Σανρόκο. Στην επιστροφή, θα κάνουμε το ανάποδο, θα πάρουμε το λεωφορείο που λέει Κανόνι και κάνει στάση μπροστά στο ξενοδοχείο μας», της είπα με μια ανάσα. Με κοίταξε με το ένα φρύδι σηκωμένο, όπως έκανε πάντα όταν αμφισβητούσε κάτι. Θυμήθηκα που έλεγε να παίρνω πρωτοβουλίες, να μην κρύβομαι πίσω από τους δυνατούς και να μπορώ να παίρνω στα χέρια μου την κατάσταση. Το επιτιμητικό φρύδι παρέμενε σηκωμένο, και έτσι αναγκάστηκα να πάω στον οδηγό να τον ρωτήσω πώς και τι. Ο άνθρωπος με μεγάλη ευγένεια μου εξήγησε αυτά που ήξερα. Γύρισα πίσω στο κάθισμά μου και τα επανέλαβα στη Θάλεια. Πολύ κουραστικά όλα αυτά, καθώς πιστεύω στην πεμπτουσία της αρετής που παρέχει η σιωπή. «Θα κατέβουμε στον γυρισμό σε μια απίθανη παραλία που είδα στον χάρτη, Έλενα». 11
«Αυτή η παραλία απέχει ένα ή δύο χιλιόμετρα από τη στάση», της αντιγύρισα. «Ε, Δυο και νουβέλες τι είναι δύο που χιλιόμετρα φέρνουν μέσα στο στα προσκήνιο δέντρα, με τη το ζωή αε-τοράκι να σε δροσίζει!» καθενός μας. Μέσα στις γραμμές του βιβλίου ο αναγνώστης ανακαλύπτει ένα κομμάτι από τον εαυτό του, που το φυλάει Έχει βαθιά γούστο μέσα να στην κολλήσει ψυχή και του. να Είναι θέλει η να ευκαιρία πάμε με του τα πόδια, να βγάλει στην τα κάψα κρυφά του μεσημεριού και να νιώσει και μέσα ελεύθερος. στην ερημιά, Οι ιστορίες να βρούμε ακρογιαλιά. γυναικών και ενός άντρα πλεγμένες με ιδιαίτερη μαεστρία τριών «Ρώτα, από τη τέλος συγγραφέα, πάντων!» αφήνουν επέμενε μια η Θάλεια. γεύση πίκρας αλλά και Το ανακούφισης. ύφος της δεν σήκωνε αντίρρηση και το φρύδι είχε ξανασηκωθεί υποτιμητικά. Αυτό έδειχνε πόσο ελλιπής ήμουν να εκτίθεμαι «Μιλάμε, στον συναναστρεφόμαστε, περίγυρο. «Εεπ», μου επιθυμιόμαστε έλεγε, «αυτή ίσως, η έκθεσή σου μα δεν συνεννοούμαστε. Αυτή είναι η σκληρή μας τύχη. Η αιώνια είναι παρεξήγηση. άσκηση για να Τα ξεπεράσεις λόγια και η τη σκέψη δειλία μας σου φτάνουν και να αντιμετωπίζεις παραμορφωμένα τον κόσμο. στην Μην αντίληψη κατεβάζεις του τα άλλου». μάτια! Ρώτησε, μην ντρέπεσαι!» Τη φυσική μου δειλία και ντροπαλότητα την είχα ξεπεράσει Η εδώ Έλενα, και η Θάλεια χρόνια και με η την Άντζυ προσωπική κάνουν διακοπές μου καλλιέργεια. στο όμορφο νησί της Κέρκυρας. Η ιστορία τους ξεδιπλώνεται, πότε με χιούμορ και Αλλά μερικοί βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν και το χειρίζονται γωνία ποικιλοτρόπως. που έχει η μία για την άλλη. Οι μέρες αυτές όμως φέρνουν πότε με παράπονο, όπως τη ζουν οι ίδιες αλλά και από την οπτική Όχι, εκπλήξεις φιλενάδα, και ανατροπές δεν θα συναινέσω, στη ζωή και βαρέθηκα. των τριών... Έκανα ότι δεν άκουσα και γύρισα το κεφάλι να απολαύσω τη θέα. Φτάσαμε Ο Λευτέρης, στο ένας Αχίλλειο. άντρας της Πέρα εποχής μακριά, μας, αποφασίζει στο θάμπος να ζήσει του τη πελάγου, ζωή που ένα νομίζουν βραχάκι οι δικοί ολόρθο του ότι στεκόταν είναι η καλύτερη μοναχικό για καταμεσής των της ανομολόγητων θάλασσας. Ο επιθυμιών ήλιος το του. έντυνε Δείχνει μ να ένα βολεύεται, φως ξανθό- αλλά μέσα αυτόν. Μέσα από τα θέλω και τα πρέπει, πλέκεται ο ιστός των προβλημάτων και τριανταφυλλί από τα λάθη και των το επιλογών εξαΰλωνε. του, η προσωπικότητά του συνθλίβεται. Δύο Τότε φορές αυτός... γύρισα το ανάκτορο και η Θάλεια μισή. Ήθελε να φωτογραφίσει όλα τα κάγκελα, τα αγάλματα, τα ταβάνια, τους θάμνους, τα σιντριβάνια! Καθόταν με τις ώρες και απαθανάτιζε ένα άγαλμα. Όπως την έβλεπα αφοσιωμένη να προσπαθεί να πιάσει με τη φωτογραφική της μηχανή αυτό που ζητούσε, θυμήθηκα μια ταινία που είχα δει κάποτε. Ένας κομψός, αξιοπρεπής οσελότος κλέφτης έργων τέχνης καθόταν σε ένα παγκάκι απέναντι από ένα έργο του Γκογκέν. Ακουμπισμένος σε μπαστούνι με περίτεχνη λαβή ίσως και αυτό έργο τέχνης φαινόταν ότι θαύμαζε τον πίνακα με τις ώρες, ενώ στην 12 Μαιρη λακουμεντα
πραγματικότητα το γερακίσιο βλέμμα του παρατηρούσε τις ακτίνες λέιζερ και τις βάρδιες των φυλάκων, ετοιμάζοντας στο μυαλό του σχέδιο πονηρό. Μήπως θα έπρεπε και εγώ να σταθώ σε κάθε έργο τέχνης, για να το απολαύσω λίγο περισσότερο; αναρωτήθηκα. Όχι για να γίνω η μοχθηρή κλέφτρα, αλλά γιατί έτσι πρέπει να γίνεται με τα έργα τέχνης. Θα χρειαζόμουν όμως κάτι μήνες, ίσως χρόνια για να μπορώ να θαυμάζω αυτά τα έργα, γιατί κάθε φορά που τα κοιτάς ανακαλύπτεις κάτι άλλο που σε συναρπάζει. Βγήκα από την ονειροπόλησή μου και η Θάλεια ακόμη στο δωμάτιο της Σίσσυς να φωτογραφίζει, να διαβάζει με προσήλωση τις επιγραφές, ο κόσμος να σπρώχνει και να σπρώχνεται, και εκείνη να μουρμουρίζει: «Πώς οι βλάκες δεν έχουν ένα έντυπο που να δίνει περισσότερες πληροφορίες!» Εντάξει, την ξέρω άλλωστε. Ευκαιρία ήταν για μένα να ξεκουραστώ και να πιάσω κουβέντα με μια ηλικιωμένη γυναίκα, που ήρθε και στάθηκε δίπλα μου στον ίσκιο. Φορούσε κάπως παλιομοδίτικα ρούχα και έδειχνε πολύ εντυπωσιασμένη. Της μίλησα για τη διαύγεια, την καθαρή ατμόσφαιρα και τον γαλάζιο ουρανό. Τα αιθέρια βουνά, για την αρμονία της ύλης με το πνεύμα. Με κοίταζε χωρίς να μιλάει. Τη ρώτησα πώς φανταζόταν τους αρχαίους. Στάθηκε συλλογισμένη, έχωσε δυο δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά της. «Εγώ δεν ξέρω γράμματα», μου απάντησε. «Φαντάζομαι πως ζούσαν όπως εμείς, μόνο πιο ξετσίπωτα». Επιτέλους, βγήκαμε από το Αχίλλειο και στηθήκαμε να περιμένουμε το λεωφορείο για την επιστροφή. Η Θάλεια κοίταζε σ ένα περίπτερο τις καρτ ποστάλ. «Ωραία», μονολόγησα, «είναι όλα υπό έλεγχο». Αμ δε! Το λεωφορείο ήρθε και της φώναξα: «Φεύγουμε, ήρθε το λεωφορείο!» Βλέπω τότε με τρόμο να παίρνει ένα πακέτο καρτ πο- 13