Πένυ Παπαδογεώργη Το βιβλίο που ταξίδευε Publibook
http://www.publibook.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις Publibook, προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωση του σε χαρτί, προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. Διεύθυνση στην Ελλάδα : Εκδόσεις Publibook οδός Αριστείδου 8, T.K. 105 59, Αθήνα Έδρα : Editions Publibook 14, rue des Volontaires 75015 PARIS France IDDN.FR.010.0114886.000.R.P.2010.030.31500 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Publibook, 2011
Στις ανιψιές μου Χριστιάνα και Άννα.
Τα σκίτσα που περιλαμβάνονται είναι της συγγραφέως 9
Περιεχόμενα 1 Η Χώρα Του Χαμένου Λόγου... 13 2 Η Χώρα με την Πάνω και την Κάτω Πόλη... 23 3 Η Χώρα που έφτιαχνε Παραμύθια... 31 4 Η Χώρα που έκρυβε Φως μες στο Σκοτάδι... 37 5 Η Χώρα όπου δεν Διάβαζε κανείς... 43 6 Η Χώρα που Ταξίδευε... 49 7 Η Χώρα των Παιδιών του Πολέμου... 57 8 Η Χώρα που έψαχνε την Ιστορία της... 67 9 Η Χώρα της Στιγμιαίας Χαράς... 73 10 Η Χώρα μέσα στο βιβλίο με τους Πίνακες... 83 11 Η Χώρα όπου ζούσαν άνθρωποι της Νύχτας... 91 12 Η Χώρα της Μουσικής... 103 13 Η Χώρα της Προσμονής... 111 14 Η Χώρα μες στο Χιόνι... 115 15 Η Χώρα Της Εγκλωβισμένης Γνώσης... 121 16 Το Βιβλίο που Ταξίδευε... 157 11
1 Η Χώρα Του Χαμένου Λόγου Φυλλομέτρησε τις σελίδες του που είχαν αρχίσει να παίρνουν το χρώμα του χρόνου. Είχε εγκλωβιστεί στα ράφια ενός βιβλιοπωλείου, μέσα στην ατέλειωτη πλήξη της απραξίας, και δεν κατάφερνε να δραπετεύσει από την ενοχλητική συντροφιά των ελαφρών ρομάντζων. Ζήλευε γιατί έμενε ακίνητο στο ράφι, περνούσαν τα χρόνια κι η σκόνη καθόταν πάνω του, μέχρι που μπήκε ανάμεσα στις σελίδες του και σκέπασε κάθε γραφή και κάθε εικόνα. Ενοχλημένο, βρώμικο και παραμελημένο περίμενε την ώρα που κάποιος αναγνώστης με υψηλές απαιτήσεις θα αναγνώριζε την αξία του και θα το ξεχώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία. Διότι είχε για τον εαυτό του την πεποίθηση πως ήταν ξεχωριστό Βιβλίο. Πως η γνώση που περιείχε ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Ο κύριος Αρνώ, ο βιβλιοπώλης, δε θυμόταν την ύπαρξή του. Ώσπου ένα μεσημέρι, το χέρι μιας κυρίας ακούμπησε το δερματόδετο εξώφυλλό του. Τι λέτε γι αυτό κύριε Αρνώ; ρώτησε. Αγνοώ το περιεχόμενο, απάντησε εκείνος. Κυρία Μιράντα, πάρτε καλύτερα «Τα Λουλούδια Της Ανοιξιάτικης Αυλής», είναι ωραίο βιβλίο και ρομαντικό. Να ρίξω μια ματιά, είπε εκείνη και πήρε το παραμελημένο Βιβλίο στα χέρια της. Μύριζαν ένα υπέροχο άρωμα, όπως τα αρωματισμένα συρτάρια με τα ακριβά εσώρουχα πλούσιας κυρίας. Μα αυτό είναι γεμάτο σκόνη! Αναφώνησε ενοχλημένη η κυρία Μιράντα. Πόσον καιρό το έχετε; 13
Το Βιβλίο ένιωσε άσχημα. Θα μπορούσε να ανεχτεί την κριτική για το περιεχόμενό του, αλλά δεν θα συγχωρούσε ποτέ στον κύριο Αρνώ την αδιαφορία του για την καθαριότητα. Πού να θυμάμαι, κυρία μου, απάντησε ο βιβλιοπώλης, από το μαγαζί μου έχουν περάσει χιλιάδες βιβλία. Αν ήταν άνθρωπος θα τον λυπόμουν, έτσι χαμένο μέσα στη σκόνη και στο χρόνο! Είπε με οίκτο η κυρία Μιράντα κι αυτό εξόργισε περισσότερο το Βιβλίο. Μα για κοιτάξτε, πρόσθεσε καθώς το ξεφύλλιζε, έχουν σχεδόν χαθεί τα γράμματα. Είναι ένα άγραφο Βιβλίο. Τότε το Βιβλίο παραδόθηκε στη μοίρα του. Η γνώση, που θεωρούσε σαν το μεγάλο του πλεονέκτημα, είχε χαθεί. Ναι; ρώτησε αδιάφορα ο κύριος Αρνώ. Τότε να το πετάξω! Όχι, είναι κρίμα, είπε η κυρία Μιράντα. Θα το πάρω εγώ, έστω και για να σας απαλλάξω από τον κόπο να το πετάξετε. Εξάλλου δεν είναι πρέπον να σας δουν να πετάτε τα βιβλία σας. Τι θα πιστέψουν για σας; Πάρτε το, μαντάμ, μου είναι άχρηστο. Απορώ μάλιστα ποιος έχασε το χρόνο του να δέσει με δέρμα ένα Βιβλίο χωρίς περιεχόμενο, ένα Βιβλίο που δεν το θέλει κανείς. 14
Η κυρία Μιράντα Η κυρία Μιράντα το πήρε στα χέρια της, φύσηξε τη σκόνη από το εξώφυλλο και διάβασε τον τίτλο που μόλις φαινόταν χαραγμένος στο μαύρο δέρμα: «Το Βιβλίο Που Ταξίδευε». Θα το διαβάσετε; ρώτησε ειρωνικά ο κύριος Αρνώ. Μα δε φαίνονται τα γράμματα! Είπε εκείνη γελώντας. Το λυπήθηκα και το πήρα. Δεν πιστεύω να θέλετε χρήματα! Ο κύριος Αρνώ ήταν παραδόπιστος άνθρωπος. Όμως η κυρία Μιράντα ήταν καλή πελάτισσα και δεν μπορούσε να της ζητήσει χρήματα για ένα Βιβλίο που δεν είχε περιεχόμενο. Έτσι άλλαξε συζήτηση: Λυπηθήκατε ένα Βιβλίο; Ούτε το συγγραφέα δεν γνωρίζετε! Δεν υπάρχει συγγραφέας, απάντησε εκείνη με σιγουριά. Το Βιβλίο θα γράψει μόνο του την ιστορία του! Ο κύριος Αρνώ κοίταξε το εκκρεμές: Θα κλείσω τώρα, είπε, είναι μεσημέρι. Κοίταξε την κυρία Μιράντα με επιφύλαξη. Σίγουρα τη θεωρούσε εκκεντρική, αν όχι στα όρια της τρέλας. Στο βάθος δεν τον ενδιέφερε και πολύ η εξέλιξη των 15
πραγμάτων. Τον πείραζε μόνο που δεν είχε καταφέρει να πουλήσει ένα από τα ακριβά μυθιστορήματα. Κι αυτό φαινόταν έντονα στο βλέμμα του. Κύριε Αρνώ, είπε η κυρία Μιράντα λίγο πριν βγει από το μαγαζί, δώστε μου και «Τα Λουλούδια Της Ανοιξιάτικης Αυλής». Πόσο κάνει; Αμέσως ο βιβλιοπώλης χαμογέλασε. Δέκα μαλίσια, κυρία, μόνον δέκα! Εκείνη τον πλήρωσε κι έφυγε. Δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από τον κύριο Αρνώ εκείνο το μεσημέρι. Όχι μόνο είχε πουλήσει ένα ακριβό βιβλίο αλλά είχε ξεφορτωθεί κι ένα άχρηστο. Ήταν προληπτικός ο κύριος Αρνώ. Όταν ένα βιβλίο έμενε καιρό στο ράφι το θεωρούσε γρουσουζιά. Πίστευε πως επηρέαζε τα διπλανά βιβλία, πως η τιμή και η αξία τους μειωνόταν σταδιακά. Αλλά συγχρόνως φοβόταν ν αλλάξει θέση στο άχρηστο βιβλίο ή να το πετάξει. Υπήρχε και κάτι άλλο. Σε κείνη τη μεριά της βιβλιοθήκης, όπου βρισκόταν «Το Βιβλίο Που Ταξίδευε», είχε ακούσει συχνά περίεργους ήχους. Σαν κάποιος να φυλλομετρούσε χοντρές σελίδες, σαν να έπεφταν σταγόνες νερού, σαν να γίνονταν έντονες συζητήσεις. Έβρισκε τη δικαιολογία πως όλα οφείλονταν στην κακή ηχομόνωση του παλιού κτιρίου και στην γειτνίασή του με το φτηνό ξενοδοχείο για πελάτες μιας νύχτας. Όμως δεν έπαυε να πιστεύει, μέσα στην ατέλειωτη πλήξη του, πως για όλα έφταιγε κάποιο γρουσούζικο Βιβλίο που βρισκόταν σ αυτά τα ανήλιαγα ράφια. Ήταν λοιπόν πολύ ευτυχής που είχε καταφέρει να απαλλαγεί από «Το Βιβλίο Που Ταξίδευε», διότι σίγουρα αυτό ήταν η πηγή του κακού. Αν και μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχε προσέξει ούτε τον τίτλο, ούτε ότι οι σελίδες του ήταν άγραφες. Να είχαν άραγε σβηστεί από το χρόνο ή δεν είχαν τυπωθεί ποτέ; Σίγουρα δεν πίστεψε ούτε στιγμή την εκδοχή της κυρίας Μιράντας, πως το Βιβλίο θα 16
έγραφε μόνο του την ιστορία του. Αυτές ήταν φαντασιώσεις μιας μοναχικής γυναίκας. Εκείνου του αρκούσε που είχε απαλλαγεί για πάντα απ αυτό. Καθώς κλείδωνε την εξώπορτα είδε την πελάτισσά του να περπατά λίγα μέτρα πιο κάτω. Η ομίχλη του Νοέμβρη έπεφτε βαριά. Την κοίταξε πιο προσεκτικά χωρίς ούτε κι ο ίδιος να γνωρίζει γιατί. Κι αίφνης διαπίστωσε πως η κυρία Μιράντα κρατούσε μόνο το μικρό της τσαντάκι - που σίγουρα δεν χωρούσε παρά λίγα μαλίσια και ένα βιβλίο. Ένα μόνο βιβλίο. Η ομίχλη δεν τον άφηνε να διακρίνει καθαρά. Έτρεξε πίσω της. Εκείνη δεν έστρεψε προς τη μεριά του, αλλά ο κύριος Αρνώ την πλησίασε αρκετά ώστε να διαπιστώσει πως η πελάτισσά του κρατούσε μόνο «Τα Λουλούδια Της Ανοιξιάτικης Αυλής». «Το πέταξε το βρωμοβιβλίο», σκέφτηκε και γύρισε πίσω προς το μαγαζί του για να κοιτάξει μήπως της είχε πέσει κάπου. Μήπως δεν είχε καταφέρει τελικά να απαλλαγεί απ αυτό. Μέσα στην ομίχλη δεν φαινόταν τίποτα. Του φάνηκε πως άκουσε πάλι εκείνους τους περίεργους θορύβους μαζί με ένα βουητό ανέμου, μα τίποτα δεν σάλεψε γύρω του. Οσφράνθηκε τη γνωστή σκόνη ανακατεμένη με τη μούχλα. Τον έπιασε πανικός. Το Βιβλίο σίγουρα βρισκόταν εκεί γύρω. Κάτι τον οδήγησε να στρέψει το βλέμμα του προς τον ουρανό. Σαν επίκληση προς τις ανώτερες δυνάμεις ίσως. Και τότε το είδε. Να έχει ανοίξει τα φύλλα του, να έχει απαλλαγεί από το χοντρό εξώφυλλο και να ταξιδεύει κατάλευκο σαν περιστέρι προς τα κει που το πρωί θα έβγαινε ο ήλιος αν και δεν έβγαινε συχνά σ αυτή την πόλη. Αυθόρμητα κοίταξε προς το μέρος που έφευγε η κυρία Μιράντα. Είχε κι εκείνη χαθεί. Το Βιβλίο ένιωσε τόσο ανάλαφρα χωρίς το εξώφυλλό του, που ταλαντευόταν για ώρες πάνω από την πόλη. Όταν νύχτωσε, λες και ήθελε να αποχαιρετίσει τη μίζερη γωνιά 17
όπου έμενε τόσα χρόνια, έφτασε μέχρι το βιβλιοπωλείο του κυρίου Αρνώ και κοίταξε με συμπόνια τα χιλιάδες άλλα εγκλωβισμένα βιβλία που δεν είχαν τη δική του τύχη. Μερικά ίσως να μην έβλεπαν ποτέ το φως του ήλιου, το φως του φεγγαριού. Ένα αεράκι ανέμισε τα κατάλευκα πλέον φύλλα του. Ως δια μαγείας, η ομίχλη του μεσημεριού, είχε κολλήσει πάνω στην κιτρινισμένη σκόνη που τα κάλυπτε. Ύστερα είχε φύγει με το πρώτο φύσημα του ανέμου, κουβαλώντας μαζί της κάθε κακή ανάμνηση του εγκλεισμού του στο βιβλιοπωλείο. Προς στιγμήν ένιωσε προδομένο. Δεν άξιζε ούτε ένα μαλίσι. Η κυρία Μιράντα δεν είχε πληρώσει τίποτα για να το αποκτήσει. Σχεδόν το είχε προσβάλει παίρνοντάς το μόνο και μόνο για να το πετάξει λίγα μέτρα πιο κάτω. Κι όμως αυτή η γυναίκα, που σχεδόν το ειρωνεύτηκε λέγοντας πως θα γράψει την ιστορία μόνο του, ήταν εκείνη που του είχε χαρίσει την ελευθερία. Ως βιβλίο, λοιπόν, που είχε σκοπό να περισώσει τη γνώση μέσα στο χρόνο, όφειλε να διατηρήσει την ευγνωμοσύνη προς την κυρία αυτή και να μην αφήσει να σβηστεί η μνήμη της από τις σελίδες του. Συγκέντρωσε τις ικανότητές του, θυμήθηκε τη μαεστρία του τυπογράφου Γουτεμβέργιου που έφτιαχνε λέξεις ανακατώνοντας χιλιάδες μεταλλικά σημεία, και κατάφερε να αποτυπώσει στην πρώτη σελίδα, κατά σειρά δυτικής γραφής (διότι μονάχα αυτή γνώριζε) τα παρακάτω λόγια: «Το ταξίδι μου είναι αφιερωμένο στην κυρία Μιράντα, που ζει στην Πόλη Του Χαμένου Λόγου, που αγαπά να διαβάζει ρομάντζα και που μου χάρισε, από οίκτο, την ελευθερία μου». Σκέφτηκε ν αφήσει το πρωτοσέλιδο με την αφιέρωση στην πόρτα του κυρίου Αρνώ, αλλά εκείνος δεν θα έδινε και πάλι σημασία. Η σελίδα όμως είχε βαρύνει πολύ γιατί τα γράμματα κουβαλούσαν συναισθήματα, τα συναισθήματα έκρυβαν δάκρυα αποχαιρετισμού κι όλο 18