Η έννοια της υπαίθρου και η διαδικασία της αστικοποίησης Δρ. Νίκος Μεταξίδης nmetaxides@gmail.com
Τι είναι ύπαιθρος; Μέχρι σχετικά πρόσφατα η ύπαιθρος οριζόταν ως Ο χώρος που μένει αν αφαιρέσουμε τις αστικές περιοχές και στον οποίο οι άνθρωποι απασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία. Κατά συνέπεια η θεώρηση που κυριαρχούσε ήταν ότι ο αγροτικός χώρος είναι μια ομοιογενής περιοχή, με κυρίαρχη δραστηριότητα την αγροτική παραγωγή.
Σημερινή αντίληψη για την ύπαιθρο : Ένας πολύμορφος, ανομοιογενής και πολυλειτουργικός χώρος.. Οι περιοχές της υπαίθρου δεν είναι όλες ίδιες, διαφέρουν ως προς την οικονομική τους διάρθρωση, τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους που διαθέτουν, τη γεωγραφική θέση, τις κοινωνικές συνθήκες κτλ. Παλιότερα οι άνθρωποι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η συμβατική γεωργική δραστηριότητα δεν εξασφάλιζε αρκετό εισόδημα και ανεκτές συνθήκες διαβίωσης. Σήμερα, τα κοινωνικά προβλήματα και η υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής στις πόλεις οδηγούν σε αναθεώρηση της ταυτότητας και των αξιών της υπαίθρου.
Ανακαλύπτοντας ξανά τη φύση Οι άνθρωποι της πόλης ξαναανακαλύπτουν τις έννοιες της «αγροτικότητας» και του «τοπικού» ως στοιχείων αυθεντικότητας και ποιότητας ζωής. Αυτό γεννά νέες μορφές συμβίωσης πόλης υπαίθρου. Η παραδοσιακή διχοτόμηση ΠΟΛΗ ΥΠΑΙΘΡΟΣ αρχίζει να εξασθενεί. Αυτό συμβαίνει από τη στιγμή που αυξάνεται η γεωγραφική κινητικότητα του πληθυσμού εξαιτίας της διαρκούς βελτίωσης των μεταφορών και επικοινωνιών, που έχει ως συνέπεια τη συνεχή χωρική και κοινωνική αφομοίωση του αγροτικού χώρου από τον αστικό. Ο αστισμός ως τρόπος ζωής δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλης. Η ύπαιθρος πάλι δεν αποτελεί το ταυτόσημο του παραδοσιακού και ίσως και οπισθοδρομικού.
Η «έξοδος» του αστικού πληθυσμού συνδέεται με Εγκατάσταση πρώτης κατοικίας σε περιαστικές αγροτικές ζώνες ή αγροτικές κωμοπόλεις, με τη διεύρυνση της ακτίνας της καθημερινής παλίνδρομης μετακίνησης. Διαφοροποίηση τοπικής οικονομίας και σύνθεσης επαγγελμάτων.
Οι περιοχές της υπαίθρου που κατ αρχήν ωφελούνται είναι οι περιαστικές, οι παραθαλάσσιες τουριστικές, καθώς και οι πεδινές που βρίσκονται κοντά σε πόλεις. Το όφελος των περιοχών της υπαίθρου εκφράζεται ως (1) αύξηση του πληθυσμού, επέκταση της οικιστικής ζώνης, (2) εγκατάσταση τουριστικών, εμπορικών και μεταποιητικών επιχειρήσεων, (3) ενσωμάτωση των αγροτικών δραστηριοτήτων στο αγρο-βιομηχανικό πλέγμα ή στην αγορά της πλησιέστερης πόλης.
Προκύπτουν νέες έννοιες Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη της υπαίθρου (Προστασία, συντήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, αναβάθμιση της κοινωνικής υποδομής στις κοινότητες, αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων κτλ.) Η ανταγωνιστικότητα των περιοχών της υπαίθρου (ενδεικτικό παράδειγμα σχετικής έρευνας : Π. Συμεωνίδου, Ανταγωνιστικότητα και βιωσιμότητα αγροτουριστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Γεωπονική. Τομέας Αγροτικής Οικονομίας, 2009).
Συμπερασματικά η ύπαιθρος είναι ο χώρος στον οποίο ασκούνται αγροτικές δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) αλλά και άλλες πολλαπλές δραστηριότητες, είτε συμπληρωματικές, είτε ανταγωνιστικές (τουρισμός, μεταποίηση). Η ύπαιθρος αναγνωρίζεται ως χώρος άσκησης κοινωνικών και περιβαλλοντικών λειτουργιών (παραθεριστική κατοικία, αναψυχή, ανάδειξη πολιτισμικής κληρονομιάς, προστασία περιβάλλοντος κτλ.).
Θεωρητικές προσεγγίσεις για την ύπαιθρο Οι οπτικές κάτω από τις οποίες μπορεί να ιδωθεί ένας χώρος, άρα και ο χώρος της υπαίθρου, είναι : H οικονομική λειτουργία Η οικιστική διάρθρωση και χρήση της γης Η ζωή και η πολιτισμική ταυτότητα του πληθυσμού
Μέχρι το Β Παγκόσμιο πόλεμο η ύπαιθρος ήταν ιδωμένη ως ο μη αστικός χώρος. Ο χώρος της υπαίθρου ήταν αυτός που παρήγαγε αγροτικά προϊόντα, με στόχο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των πόλεων. Ο χώρος της υπαίθρου κυριαρχούνταν από το φυσικό και όχι από το ανθρωπογενές περιβάλλον. Το επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων της υπαίθρου ήταν χαμηλό.
Μετά το Β Παγκόσμιο πόλεμο διαπιστώθηκε ότι η ύπαιθρος εκτός από τη συμβολή της στο εμπορικό ισοζύγιο, έπαιζε πρωτεύοντα κοινωνικό ρόλο προσφέροντας αυτάρκεια σε τρόφιμα. Το γεγονός αυτό άλλαξε τις αντιλήψεις των πολιτών αλλά και του ακαδημαϊκού κόσμου για τη σημασία της υπαίθρου.
Οι τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν «γέννησαν» νέες οπτικές. Έχουμε τις μελέτες εκείνες που ασχολήθηκαν με τον εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής. Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας συνεπάγεται μείωση του κόστους διατροφής των αστικών πληθυσμών. Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας οδηγεί σε μείωση της απαιτούμενης εργατικής δύναμης που απασχολείται σε αυτή, με το εργατικό πλεόνασμα αυτό να μετακινείται προς τα αστικά κέντρα. Η μετακίνηση δυναμικού από την αγροτική ύπαιθρο στη βιομηχανική πόλη οδηγεί σε συμπίεση του εργατικού μισθού που οφείλεται στο πλεόνασμα προσφοράς εργασίας. Συμπερασματικά, η αγροτική έξοδος είναι υπεύθυνη για την εξασφάλιση εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία.
Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι αναζήτησαν τις κατάλληλες συνθήκες για τη βελτιστοποίηση της αγροτικής παραγωγής μέσω του άριστου συνδυασμού των συντελεστών παραγωγής, δηλαδή τους τρόπους με τους οποίους θα επιτευχθεί η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας των εισροών. Ασχολήθηκαν με την οικονομική αποδοτικότητα του αγροτικού χώρου παραβλέποντας τα κοινωνικά χαρακτηριστικά αλλά και τα χωρικά γνωρίσματα της υπαίθρου.
Οι αγροτικές περιοχές είναι μεταβαλλόμενες πραγματικότητες που επηρεάζονται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η διχοτομία αστικούαγροτικού χώρου, με μαρξιστική επιρροή, χρησιμοποιήθηκε συχνά στον 20 ο αιώνα ως ιδεολογικό εργαλείο. Οι προσεγγίσεις αυτές ενδιαφέρονταν να ερμηνεύσουν τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές στην ύπαιθρο, παρά να αναλύσουν τις αγροτικές δραστηριότητες όπως έκανε η νεοκλασική σχολή. Ζητήματα που απασχόλησαν τις προσεγγίσεις αυτές : αγροτικός πολιτισμός, ταυτότητα του αγρότη, αστική ταυτότητα, αλλαγές στον τρόπο ζωής αναφορικά με την καπιταλιστική συσσώρευση, σύγκριση καπιταλιστικών και προκαπιταλιστικών μορφών παραγωγής.
Η λαϊκιστική προσέγγιση. Επιχειρείται μια βιώσιμη εναλλακτική πρόταση στον καπιταλισμό, βασισμένη στους παραδοσιακούς μη καπιταλιστικοί θεσμούς (οικογένεια, κοινότητα). Η ματιά αυτή απαιτεί την κατάργηση των φεουδαρχικών μορφών παραγωγής και κάθε καπιταλιστικής ή σοσιαλιστικής μορφής κολεκτιβοποίησης. Ο Alexander Chayanov στο «the theory of peasant economy» (1925), αναλύει την κατάσταση στη Ρωσία και αμφισβητεί τον οικονομικό ορθολογισμό της εκβιομηχάνισης που στηρίζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις. Είδε την οικογένεια ως βασική μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης, η οποία, δε στοχεύει στη συσσώρευση, και άρα δεν δημιουργεί ταξικές διαφοροποιήσεις. Οι όποιες διαφοροποιήσεις ερμηνεύονται από δημογραφικές διαφοροποιήσεις («κύκλο ζωής της οικογένειας»).
Τα τελευταία χρόνια η οικογενειακή γεωργία επανέρχεται στο προσκήνιο. Υποστηρίζεται ότι μπορεί να είναι ανταγωνιστική στην καπιταλιστική οικονομία για διάφορους λόγους όπως, η ευελιξία της, το μειωμένο ενδιαφέρον των καπιταλιστών για επενδύσεις στη γεωργία, ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης κτλ.
Σημαντική και η στροφή της ελληνικής βιβλιογραφίας προς την κατεύθυνση αυτή, βασισμένη στην ελληνική εμπειρία. Ένα βασικό στρατηγικό εργαλείο για την επιβίωση της οικογενειακής μονάδας παραγωγής είναι η «πολυδραστηριότητα» (εμφανίζεται ο όρος μετά το 1980) που βοηθάει την οικογενειακή μονάδα παραγωγής να ενταχθεί στην ευρύτερη οικονομία (γεωργία, αγροτουρισμός), επικεντρωνόμενη σε τρεις έννοιες (περιβάλλον, αγροτική ανάπτυξη, διασφάλιση τροφίμων).
Βασικές αλλαγές στο κόσμο της υπαίθρου. Μειώνεται η οικονομική και κοινωνική σημασία της γεωργίας. Αυξάνεται η διασύνδεση μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών. Παρατηρείται συγκράτηση της εξόδου του πληθυσμού από την ύπαιθρο και βελτίωση της ζωής στην ύπαιθρο. Παρατηρείται αύξηση της συνειδητοποίησης για τις περιβαλλοντικές συνέπειες από τις μεθόδους της εντατικής γεωργίας.
Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται από μια τάση επιστροφής στις αγροτικές περιοχές, κυρίως αυτές στις οποίες η εντατική γεωργία τις βοήθησε να εκσυγχρονιστούν, σε αντίθεση με αυτές που ήταν περισσότερο απομονωμένες και δεν τα κατάφεραν. Κάποιες περιοχές της υπαίθρου αστικοποιούνται και εντάσσονται στον αστικό ιστό. Αμφισβητείται η παραδοσιακή διχοτομία ύπαιθρος αστικός χώρος και υπερισχύει η θέση ότι οι δυο χώροι είναι συμπληρωματικοί και αλληλεξαρτώμενοι.
Κριτήρια διαφοροποίησης των περιοχών της υπαίθρου : -εγγύτητά τους σε αστικά κέντρα - βαθμός εκσυγχρονισμού της παραγωγικής τους δομής και -πληθυσμιακή πυκνότητα.
Ο ΟΟΣΑ διακρίνει τρεις τύπους αγροτικών περιοχών : Οικονομικά ενσωματωμένες αγροτικές περιοχές : Βρίσκονται συνήθως κοντά σε αστικά κέντρα, παρουσιάζουν ανάπτυξη οικονομική και πληθυσμιακή, οι γεωργοί αν και αποτελούν μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού τα εισοδήματα από τις αγροτικές εργασίες είναι υψηλότερα του μέσου όρου. Ενδιάμεσες αγροτικές περιοχές : Περιοχές που εξαρτώνται από τη γεωργία και συναφείς δραστηριότητες, που είναι σχετικά απομονωμένες χωρικά με σχετικά καλή πρόσβαση σε αστικά κέντρα. Στις περιοχές αυτές, σταδιακά, όλο και περισσότεροι απασχολούνται σε άλλες δραστηριότητες (βιομηχανία, υπηρεσίες). Απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές: Είναι συνήθως αραιοκατοικημένες και μακριά από αστικά κέντρα. Ο πληθυσμός τους είναι γερασμένος και παρουσιάζει χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα. Οι υποδομές είναι επίσης περιορισμένες, τα εισοδήματα είναι χαμηλά καθώς και οι εξειδικεύσεις.
Κριτήρια για τον ορισμό των τριών αγροτικών περιοχών, κατά τον ΟΟΣΑ Ενσωμάτωση στην εθνική και παγκόσμια οικονομία. Οικονομικά ενσωματωμένες αγροτικές περιοχές Ενδιάμεσες αγροτικές περιοχές Απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές Μεγάλη Σχετικά καλή Μικρή (τοπική αγορά) Χωροθέτηση Κοντά σε αστικό κέντρο Σχετικά μακριά από αστικά κέντρα Δραστηριότητες Δημογραφία Εισόδημα Διαφοροποιημένη διάρθρωση της οικονομίας, εξειδικευμένες θέσεις εργασίας Πληθυσμιακή αύξηση, μέση ως υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα Πάνω από το μέσο όρο της υπαίθρου Ακμάζουσες γεωργικές δραστηριότητες κατά το παρελθόν, αλλαγές στην οικονομική διάρθρωση Πληθυσμιακή στασιμότητα, χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα Κοντά στο μέσο όρο της υπαίθρου Γεωγραφική απομόνωση. Παραδοσιακή γεωργία, βιοτεχνία, υπηρεσίες Λίγοι νέοι, πολύ χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα. Κάτω από το μέσο όρο της υπαίθρου Πολιτισμικοί και εκπαιδευτικοί πόροι Καλή πρόσβαση στο κοντινό αστικό κέντρο Κοντά στο μέσο όρο της υπαίθρου Κάτω από το μέσο όρο της υπαίθρου Υποδομές μεταφορών και επικοινωνιών Καλές Κοντά στο μέσο όρο της υπαίθρου Σημαντικά προβλήματα προσπελασιμότητας
Η περίπτωση της Ελλάδας Το 1961 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν κατανεμημένος κατά 43,3% στις αστικές περιοχές, κατά 12,9% στις ημιαστικές και κατά 43,8% στις αγροτικές περιοχές. Το 1991 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν κατανεμημένος κατά 58,8% στις αστικές περιοχές, κατά 12,8% στις ημιαστικές και κατά 28,4% στις αγροτικές περιοχές.
Διάκριση αστικών και αγροτικών περιοχών (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία) Με βάση το μέγεθος του πληθυσμού κάθε οικισμού έχουμε (1) τις «αγροτικές περιοχές» με οικισμούς με πληθυσμό λιγότερο από 2.000 κατοίκους, (2) τις «ημιαστικές περιοχές» με οικισμούς με πληθυσμό από 2.000 ως 10.000 κατοίκους και (3) τις «αστικές περιοχές» με οικισμούς με πληθυσμό μεγαλύτερο από 10.000 κατοίκους. Έτσι οι αγροτικές περιοχές, αν και έχουν περίπου 26% του πληθυσμού της χώρας, καταλαμβάνουν το 80% της έκτασής της. Αντίστοιχα, ενώ το 60% περίπου του πληθυσμού είναι αστικός, οι αστικές περιοχές καταλαμβάνουν το 4% της έκτασης της χώρας.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι το ποσοστό των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα επί του συνόλου των απασχολούμενων. 1971 39,8% 1981 27,5% 1991 22,2% 1997 19,3% Η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία η γεωργία συνεισφέρει με το 13% του ΑΕΠ, απασχολεί το 19,3% του ενεργού εργατικού δυναμικού, τα αγροτικά προϊόντα αποτελούν το 30,8% του συνόλου των εξαγωγών και το 28,4% του πληθυσμού ζει σε αγροτικές περιοχές.
Οι περιοχές της χώρας με ποσοστό πάνω από το 50% του πληθυσμού τους να κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες (με πυκνότητα κάτω από 100 κατοίκους ανά χλμ 2 ) χαρακτηρίζονται ως κυρίως αγροτικές περιφέρειες. Οι περιοχές της χώρας με ποσοστό 15-50% του πληθυσμού τους να κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες χαρακτηρίζονται ως σημαντικά αγροτικές περιφέρειες. Οι περιοχές της χώρας με ποσοστό κάτω από το 15% του πληθυσμού τους να κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες χαρακτηρίζονται ως κυρίως αστικές περιφέρειες.
Κυρίως αγροτικές περιφέρειες Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (52,7% του πληθυσμού τους κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες) Δυτική Μακεδονία (58,9% του πληθυσμού τους κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες) Ήπειρος (57,3% του πληθυσμού τους κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες) Στερεά Ελλάδα (56,2% του πληθυσμού τους κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες) Πελοπόννησος (57,1% του πληθυσμού τους κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες) Νησιά Βορείου Αιγαίου (56,6% του πληθυσμού τους κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες).
Σημαντικά αγροτικές περιφέρειες. Κεντρική Μακεδονία, Θεσσαλία, Ιόνια Νησιά, Δυτική Ελλάδα, Νησιά Νοτίου Αιγαίου και Κρήτη.
Τυπολογία των αγροτικών περιοχών Ορεινές και ημιορεινές αγροτικές περιοχές με μειονεκτικές διαρθρώσεις (χαμηλή παραγωγικότητα στη γεωργία, προβληματική προσπελασιμότητα, ευαίσθητη κοινωνικοοικονομική βάση). Περιοχές με μεγάλη εξάρτηση από τη γεωργία, κυρίως την εντατική (πεδινές περιοχές με καλά δίκτυα άρδευσης). Αγροτικές περιοχές επικεντρωμένες στην ανάπτυξη γύρω από τον τουρισμό. Περιαστικές αγροτικές περιοχές. Περιβαλλοντικά ευαίσθητες αγροτικές περιοχές (προστατευόμενες). Νησιωτικές περιοχές (μικρά νησιά). Αγροτικές περιοχές με ποικιλία δραστηριοτήτων δεν παρουσιάζεται στην ελληνική ύπαιθρο.
Η Ελλάδα ανάλογα με την επικρατούσα αγροτική παραγωγή, διακρίνεται σε 4 ζώνες : Βόρεια Ελλάδα (Ανατολική, Κεντρική, Δυτική Μακεδονία και Θράκη) : Δημητριακά, καπνά, οπωροφόρα, γαλακτοκομικά. Κεντρική Ελλάδα (Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα) : Βαμβάκι, αμπέλια κρασί, γαλακτοκομικά. Νοτιοδυτική Ελλάδα ( Ήπειρος, Ιόνια νησιά, Πελοπόννησος) : Ελιά, οπωροφόρα, αμπέλια κρασί, γαλακτοκομικά. Νησιά (Αιγαίου και Κρήτη) : Ελιά
Τυπολογία βασισμένη στην προσπάθεια προσδιορισμού των επιπτώσεων από την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) Η διάκριση αφορά αγροτικές περιοχές του «κέντρου» και της «περιφέρειας». Οι περιοχές της περιφέρειας χαρακτηρίζονται από χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και μεγάλη εξάρτησή των οικονομιών τους από τη γεωργία. Οι αγροτικές περιοχές της «περιφέρειας» διακρίνονται όπως ακόλουθα. Αγροτικές περιοχές τύπου Ι : υψηλός βαθμός απομόνωσης, πληθυσμιακή αποδυνάμωση, έλλειψη υποδομών, δύσκολες καιρικές και εδαφολογικές συνθήκες. Χαμηλή εξάρτηση από τη γεωργία και ανάπτυξη υπηρεσιών, βιοτεχνίας κτλ. Αγροτικές περιοχές τύπου ΙΙ : Είναι ίδια με την Ι αλλά υπάρχει εξάρτηση της οικονομικής δραστηριότητας από την αγροτική παραγωγή. Κυρίως πεδινές περιοχές. Οι μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ επηρεάζουν αυτές ακριβώς τις περιοχές.
Βιβλιογραφικές πηγές M. Woods, Γεωγραφία της Υπαίθρου, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2011 (αγγλικό πρωτότυπο 2015). Λ. Λαμπριανίδης, Οικονομική Γεωγραφία, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2011.