Οι αρχαιοβοτανικές έρευνες στη Προϊστορική Μακεδονία: Η συμβολή των δεδομένων από την Τούμπα Θεσσαλονίκης



Σχετικά έγγραφα
Διπλωματική Εργασία του φοιτητή του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ Γ.Ν.Ν ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΤΟ ΝΕΟ Γ.Ν.Ν. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

74 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη, Δεκεμβρίου 2013

ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΡΟΣΚΟΠΟΥ. Οι διακρίσεις αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχο διακριτικό για τη στολή, όπως αυτά

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Η


ΒΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΕΜΒΑΔΟΥ ΤΟΥ ΟΡΘΟΓΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ Τ.Π.Ε.

Η εκτίμηση της συμβολής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην τουριστική ανάπτυξη.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ «για τη δίκαιη δίκη και την αντιµετώπιση φαινοµένων αρνησιδικίας» Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ - ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ ΕΜΠ-ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ

Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο Σχινιά

ΣτΕ 4531/2009 Θέμα : [Νόμιμη απόρριψη αίτησης για οριοθέτηση ρέματος]

Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά μου και τους φίλους που με στήριξαν στην προσπάθειά μου αυτή.

FORUM ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Εφαρμοσμένης Πληροφορικής

H ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΥΝΟΜΟ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ

Στον Πανούλη. Γιάννης

Η οικονομική κρίση και ύφεση ανασχεθούν δεν θα αποφύγει να μετεξελιχθεί οι προοπτικές της ευρω- ζώνης αναιμικές η Ευρώπη Κινητήρια δύναμη

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ

Έκθεση Εσωτερικής Αξιολόγησης

Σ Υ Λ Λ Ο Γ Ο Σ Ε Λ Λ Η Ν Ω Ν Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ω Ν

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. Πτυχια<η Εργασία. του σπουδαστή ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΙΔΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ. Εισηγητής

ΠΡΟΣ: Υπουργό Παιδείας Θεσσαλονίκη 26 / 2 / 2008 κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη Αρ. Πρωτ. 4775

ενώ πλέον είχαμε μπει στην πέμπτη δεκαετία από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δεν βρέθηκε κάποιος να σηκώσει στην πλάτη του την χρόνια αυτή

Ξεκινώντας τον απολογισμό της χρήσης του 2014 θα εξετάσουμε ορισμένα θεμελιώδη μεγέθη των Οικονομικών Καταστάσεων στα οποία παρατηρούνται τα εξής:

Ι. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟΥ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και η επιρροή του στην ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τοτολίδης Αεωνίδας Α.Μ.

591 Κ.Ι\ ΘΕΜΑ: ΚΑΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ & ΠΕΡΙΒΑλλΟΝ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΤΜΗΜΑ ΚΛΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑΣ. Τ.Ε.Ι Πειραιά για την απόκτηση του πτυχίου.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ -Αρθρο ΠΡΕΣΒΗ ( ΕΠΙ ΤΙΜΗ) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΛΛΙΑ,

1. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΠΡΩΙΝΑ ΜΕΙΔΙΑΣΜΑΤΑ... 19

7. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ, ΣΕ ΚΑΘΕ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Μακέτα εργασίας 1/50.

ΔΕΗ Ανανεώσιμες: Το μέλλον της ΔΕΗ Ομιλία του κ. Τάκη Αθανασόπουλου Προέδρου & Διευθύνοντος Συμβούλου ΔΕΗ Α.Ε

52 Δημοτικής Κοινότητας Δροσιάς. (χώρος Αθλοπαιδιών).

ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΜΟΥΣΙΟΥ-ΜΥΛΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΜΕΛΙΤΗΣ κ. Π. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ

ΙΟΔΙΚΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΙΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΚΥΘΗΡΑΪΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ. Θέμα: Μέτρα πρόληψης κατά της διασποράς της γρίπης

(Νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 4ης Ιουλίου 2012.

Σχέδιο Χωρικής & Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης Δ.Ε. Αν. Αργιθέας Β 1 Στάδιο ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. (Εγκρίθηκε στη 299/ Συνεδρίαση της Συγκλήτου)

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΟΡΧΟΜΕΝΟΥ Αρ.Πρωτ.: 298/

Οκόσμοςτωνζώων. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός (Π.Ε.70)

ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Κύριοι, σας καλωσορίζω ακόμη μία φορά. Είναι μία τελευταία προσπάθεια μήπως εξευρεθεί κάποια λύση για

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ)

Γ31/2960/ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΛΕΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΙΣΘΩΣΗ ΙΔΙΟΚΤΗΤΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ ΩΣ ΥΠΑΙΘΡΙΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ.

Μπορούμε να πούμε ότι η δεύτερη δύναμη είναι πολύ πιο ισχυρή από την πρώτη.

1) ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ Ηλιακά (Εκδοτική Αθηνών)

«Δημοκρατικοί» παραλογισμοί... και χαράτσια

Ι.Ε.Κ. ΧΑΝΙΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΕΧΝΙΚΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ 12-13

Φυσικό αέριο, χρήσεις, ασφάλεια και οικονομία Ομάδα Μαθητών: Συντονιστές Καθηγητές: Λύκειο Αγίου Αντωνίου Θεωρητικό υπόβαθρο Το Φυσικό αέριο

«ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΑΘΜΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΩΝ Σ.ΕΜΠΟ Ο.Λ.Π.» Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΛΙΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ. Ενδεκα ημερών πορεία είναι από το όρος Χωρήβ δια του όρους Σηείρ μέχρι της Καδης Βαρνή.

Σημείωμα Σύνταξης Η ΓΣΕΕ στα πλαίσια του προσανατολισμού που έχει χαράξει στο 30 ο συνέδριό της, με συγκροτημένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο λόγο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΕΤΗΣΙΑ EKΘΕΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ 2014

Ε.Β.ΖΑΧΑΡΗΣ Α.Ε. Θεσσαλονίκη 17/12/2013

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Καβάλας Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών Τμήμα Μηχανολογίας ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Λυμπεράκης Δημήτριος Α.Μ.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ» ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ-ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ» ΕΡΓΟ:ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ

Π. Δ. 350 / 1996 ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ ΣΧΕΔΙΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ (Φ.Α.Υ. - Σ.Α.Υ.)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Στην Επιτροπή Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών επαγγελμάτων του άρθρου 20 ν.3790/2009

Το Μονόκλωνο γραμμικό σύστημα διαμόρφωσης των δένδρων κερασιάς

μπορούσαμε και θα έπρεπε να το αντισταθμίσουμε με νέες πολιτικές, με άλλες κατακτήσεις και ωφέλειες. Ο κίνδυνος της αποβιομηχάνισης ήταν βέβαια

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Αριθμ.Μελών κατά Νόμο

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ (ΠΟΕΔ) ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΣΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ.

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

«ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΟ ΣΕ ΜΟΝΑΔΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΛΙΚΕΡ»

Εκατοστή τριακοστή τρίτη ηλεκτρονική έκδοση εβδομαδιαίας εφημερίδας του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΤΙΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΕΛΗ ( «ΞΕΝΩΝΑΣ» ΤΗΣ ΔΟΥΚΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ)

Μ. Ασία, Καππαδοκία,Πόντος, Κρήτη. Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρος, Νησιά Ιονίου. Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Νησιά Αιγαίου

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ. Τουριστική ανάπτυξη και προοπτικές της νήσου της Κεφαλονιάς

Η ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΣΟΤΙΚΟΣ ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΟΥ

Η Πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για τη ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ Βιώσιμη και δίκαιη οικονομικά και οικολογικά λύση

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ ΒΟΛΟΥ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΕ ΛΥΚ. ΤΑΞΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ: ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ

Ομήρου Ιλιάδα Ραψωδία Α και Λοιμός, Μῆνις. Διδακτικό σενάριο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΣΥΣΤΑΣΗ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΕΒΡΟΥ ΔΗΜΟΣ ΣΟΥΦΛΙΟΥ ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΡ.ΜΕΛ: 74/2013

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΟΝΑΔΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:

Νικόλαος Τεντολούρης. Αθηνών και Διαβητολογικό Κέντρο, Γ.Ν.Α. Λαϊκό. πληθυσμού. Η συχνότητα του διαβήτη τύπου 2 εμφανίζει μεγάλη αύξηση σε παγκόσμια

3. ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ

3. ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ

Κοινωνική Οικονομία: Μια βιώσιμη εναλλακτική?

Παρράσιο Πάρκο Πολιτιστικής Κληρονομιάς: Σχέδιο της Πρότασης

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

ΠΟΛΕΙΣ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Η 10 Η ΜΠΙΕΝΑΛΕ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ Νίκος Μπελαβίλας

ΤΡΙΗΡΗΣ. ΤΡΙΗΡΗΣ Σελίδα 1

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΥΓΙΕΙΝΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑ Ο ^ Α.Ε. ΒΟΥΔΑΝΤΑ ΑΡΓΥΡΩ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΙ ΣΕΡΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

Αριστοτέλης Ο πατέρας της Δυτικής Επιστήμης

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΕ ΤΙΜΕΣ ΜΟΝΑΔΟΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Έτσι ενεργεί ο Θεός. Έτσι ενεργεί η αγάπη. Έτσι ενεργεί η αλήθεια. Η επίδειξη αυτού

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα 29/6/2015

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΧΡΟΝΟΜΕΡΙΣΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ (TIMESHARING).

Transcript:

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης Οι αρχαιοβοτανικές έρευνες στη Προϊστορική Μακεδονία: Η συμβολή των δεδομένων από την Τούμπα Θεσσαλονίκης Κοτσαχρήστου Δήμητρα Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία Α Μεταπτυχιακός κύκλος Ιστορία του Ανθρωπογενούς περιβάλλοντος Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ. Μ. Βαλαμώτη Θεσσαλονίκη Νοέμβριος 2008

Η έγκριση της μεταπτυχιακής εργασίας από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα

Περιεχόμενα Κατάλογος εικόνων v Κατάλογος πινάκων vii Ευχαριστίες viii Πρόλογος 1 1. Εισαγωγή 5 1.1 Οι αρχαιοβοτανικές έρευνες σε θέσεις της Νεολιθικής Εποχής στη Μακεδονία 5 1.2 Οι αρχαιοβοτανικές έρευνες σε θέσεις της Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία 7 2. Ο προϊστορικός οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης 14 2.1 Η τοποθεσία και το περιβάλλον του οικισμού 14 2.1.1 Γεωμορφολογία 15 2.1.2 Θαλάσσιο περιβάλλον 16 2.1.3 Βλάστηση και κλίμα 17 2.2 Η ιστορία της ανασκαφής και η αρχαιολογική έρευνα 18 2.3 Η σχέση του οικισμού της Τούμπας με τις γύρω γειτονικές τούμπες στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας 29 3. Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Μεθοδολογία στο πεδίο και στο εργαστήριο 32 3.1 Δειγματοληψία στο πεδίο 32 3.2 Δειγματοληψία στο εργαστήριο. Αξιολόγηση και επιλογή των δειγμάτων 32 3.3 Προσδιορισμοί 42 3.4 Ποσοτικοποίηση 42 3.5 Ενοποίηση κατηγοριών προσδιορισμού 43 3.6 Μεθοδολογία ανάλυσης των δειγμάτων 45 3.7 Υπολογισμός λόγων 45 3.8 Υπολογισμός περιεκτικότητας των δειγμάτων σε αρχαιοβοτανικό υλικό 48 4. Η αρχαιοβοτανική ανάλυση των δεδομένων από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης 50 4.1 Ανάλυση στο χώρο- Δημητριακά, φρούτα/καρποί 54 4.2 Άγρια είδη/ζιζάνια 74 5. Η προέλευση του αρχαιοβοτανικού υλικού 83

6. Τα φυτά και οι χρήσεις τους στον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης 86 6.1 Χρήσεις των φυτών 88 7. Σύγκριση των δεδομένων της Τούμπας Θεσσαλονίκης με άλλες θέσεις 91 8. Αγροτικές πρακτικές 94 8.1 Η έρευνα της κλίμακας της γεωργικής παραγωγής 96 8.2 Κτηνοτροφία 97 9. Συμπεράσματα 99 Βιβλιογραφία 103 Παράρτημα Α, Πίνακας με την αρχαιοβοτανική σύσταση των δειγμάτων της Τούμπας Θεσσαλονίκης 117

Κατάλογος εικόνων Εικόνες Εικόνα 1 Πανοραμική άποψη του οικισμού της Τούμπας. Εικόνα 2 Αεροφωτογραφία του οικισμού της Τούμπας Εικόνα 3. Αεροφωτογραφία της Τούμπας, 1917 (Rey). Διακρίνεται το ρέμα στα ΒΑ του λόφου Εικόνα 4 Γενική κάτοψη του οικισμού Εικόνα 5 Η κάτοψη των αρχιτεκτονικών λειψάνων του κεντρικού οικοδομήματος (κτίριο Α) της 4 ης φάσης Εικόνα 6 Αναπαράσταση με Η/Υ του κτιρίου Α Εικόνα 7 Το κτίριο Μ και το κτίριο Η του οικισμού Εικόνα 8 Αναπαράσταση με Η/Υ του κτιρίου Α και της βαθμιδωτής διάταξης στην άκρη του οικισμού Εικόνα 9 Στερεοσκόπιο (Χ4) Εικόνα 10 Διαλογή βαρέως υπολοίπου Εικόνα 11 Σπόροι μονόκοκκου σιταριού από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 12 Σπόροι δίκοκκου σιταριού από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 13 Λέπυρα σιταριού νέου τύπου από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 14 Σπόροι κριθαριού από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 15 Λέπυρα μονόκοκκου σιταριού από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 16 Λέπυρα δίκοκκου σιταριού από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 17 Απανθρακωμένοι σπόροι φακής από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 18 Απανθρακωμένοι σπόροι λαθουριού από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 19 Απανθρακωμένα κουκιά από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 20 Απανθρακωμένοι σπόροι ρόβης από τον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Εικόνα 21 Αρχαιοβοτανική κατανομή των δειγμάτων από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 13-9) Εικόνα 22 Αρχαιοβοτανική κατανομή και σύσταση των δειγμάτων από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 13-9) Εικόνα 23 Αρχαιοβοτανική κατανομή των δειγμάτων από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 13-11) Εικόνα 24 Αρχαιοβοτανική κατανομή και σύσταση των δειγμάτων από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 13-11) Εικόνα 25 Αρχαιοβοτανική κατανομή των δειγμάτων από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 10-9) Εικόνα 26 Αρχαιοβοτανική κατανομή και σύσταση των δειγμάτων από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 10-9) Εικόνα 27 Αρχαιοβοτανική κατανομή των δειγμάτων από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 8-3)

Εικόνα 28 Αρχαιοβοτανική κατανομή και σύσταση των δειγμάτων από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 8-3) Εικόνα 29 Αρχαιοβοτανική κατανομή και σύσταση των δειγμάτων (άγρια είδη / ζιζάνια) από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 13-9) Εικόνα 30 Αρχαιοβοτανική κατανομή και σύσταση των δειγμάτων (άγρια είδη / ζιζάνια) από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 13-11) Εικόνα 31 Αρχαιοβοτανική κατανομή και σύσταση των δειγμάτων (άγρια είδη / ζιζάνια) από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 10-9) Εικόνα 32 Αρχαιοβοτανική κατανομή και σύσταση των δειγμάτων (άγρια είδη / ζιζάνια) από το κτίριο Μ του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης (φάση 8-3) Εικόνα 33 Η αναλογία σπόρων οσπρίων στα κτίρια Μ και Η του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης

Κατάλογος πινάκων Πίνακας 1 Πίνακας με θέσεις της Νεολιθικής περιόδου με αρχαιοβοτανικές δημοσιεύσεις στη Μακεδονία Πίνακας 2 Πίνακας με θέσεις της Εποχής του Χαλκού με αρχαιοβοτανικές δημοσιεύσεις στη Μακεδονία Πίνακας 3 Χρονολογική τοποθέτηση των φάσεων του οικισμού. Πίνακας 4 Πλήρης κατάλογος των δειγμάτων που σκαναρίστηκαν από τα κτίρια Μ (τομές 052, 053, 032, 033) και Η (054) του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Πίνακας 5 Ομαδοποιήσεις ειδών στα δείγματα Πίνακας 6 Αναλογία λεπύρων και σπόρων των δημητριακών στον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Πίνακας 7 Αναλογία ραχιδίων και σπόρων κριθαριού στον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Πίνακας 8 Αναλογία σπόρων άγριων φυτών / ζιζανίων και σπόρων δημητριακών και οσπρίων στον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης Πίνακας 9 Περιεκτικότητα των δειγμάτων σε αρχαιοβοτανικά μέρη ανά λίτρο Πίνακας 10 Ομαδοποιήσεις των άγριων ειδών / ζιζανίων με βάση τις οικολογικές τους προσεγγίσεις Πίνακας 11 Συντομογραφίες των άγριων ειδών / ζιζανίων

Ευχαριστίες Η παρούσα εργασία δεν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς τη συνεισφορά αρκετών ανθρώπων, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω από τη θέση αυτή. Πρωτίστως θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα καθηγήτρια μου κ. Σουλτάνα-Μαρία Βαλαμώτη. Η ενασχόληση μου με την αρχαιοβοτανική δεν θα είχε γίνει πραγματικότητα χωρίς τη δική της παρότρυνση. Ειδικότερα θα ήθελα να την ευχαριστήσω για τις γόνιμες παρατηρήσεις της, για την υποστήριξη και για την πολύτιμη βοήθειά της καθ όλη τη διάρκεια του μεταπτυχιακού μου. Ευχαριστώ πολύ τους καθηγητές μου κ. Στέλιο Ανδρέου και κ. Κώστα Κωτσάκη που μου εμπιστεύτηκαν τη μελέτη αδημοσίευτου υλικού από την ανασκαφή της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον κ. Σ. Ανδρέου για την παραχώρηση των δεδομένων που αφορούσαν τη στρωματογραφία και τη χρονολόγηση των κτιρίων Μ και Η, στοιχεία τα οποία ήταν απαραίτητα για την εργασία μου, καθώς και για το αμέριστο ενδιαφέρον του σε όλη τη διάρκεια του μεταπτυχιακού μου. Τον κ. Κ. Κωτσάκη ευχαριστώ πολύ για τη δυνατότητα χρήσης της συγκριτικής συλλογής του Τομέα Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ, που μου ήταν πολύτιμη και με διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό στην εργασία μου. Θερμότατα ευχαριστώ την Καλλιόπη Ευκλείδου για την πολύτιμη βοήθειά της με ότι είχε σχέση με Η / Υ και για την ηθική υποστήριξή της. Τέλος, ευχαριστώ πολύ από τα βάθη της καρδιάς μου όλους τους δικούς μου ανθρώπους για την ηθική συμπαράσταση και για την ψυχολογική υποστήριξη που μου πρόσφεραν απλόχερα, για την ενθάρρυνση και κυρίως για την υπομονή τους από τα πρώτα μέχρι και τα τελευταία στάδια αυτής της εργασίας. Δεν έχω λόγια..απλά τους ευχαριστώ πολύ. Την εργασία αυτή αφιερώνω στους γονείς μου, Στράτο και Γεωργία και στην αδερφή μου Φέβη. Χωρίς τη δική τους πολύτιμη υλική και ηθική υποστήριξη, αυτή η εργασία δεν θα είχε ολοκληρωθεί ποτέ. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.

Πρόλογος Η αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες σε θέσεις της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού στη Βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα στη Μακεδονία, έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στις αλλαγές που παρατηρούνται στην οικιστική διάταξη των οικισμών, καθώς αυτές συνδέονται στενά με την κοινωνική και οικονομική τους οργάνωση (Ανδρέου και Κωτσάκης 1987β). Δύο βασικά ζητήματα της έρευνας αυτής συνδέονται με την οικιστική διάταξη. Το πρώτο ζήτημα αφορά τους παράγοντες που οδήγησαν στην εμφάνιση των δύο τύπων εγκατάστασης κατά τη Νεολιθική εποχή, της Τούμπας και της εκτεταμένης εγκατάστασης. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την έρευνα των κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, που οδήγησαν στην εξάπλωση των εγκαταστάσεων κατά τη Νεολιθική Εποχή και στην ιεραρχική οργάνωση κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Απαντήσεις στα ζητήματα αυτά μπορούν να δοθούν μέσα από τη διερεύνηση της οικονομίας και της γεωργίας. Διάφοροι ερευνητές (Renfrew 1972, Halstead 1982: 92-99, Gamble 1981: 215-229) έχουν διατυπώσει θεωρίες, που έχουν ως στόχο να ανακατασκευάσουν τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που παρατηρούνται τόσο σε κοινοτικό όσο και σε διακοινοτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού, χρησιμοποιώντας ποικίλες όψεις των αγροτικών πρακτικών. Ο Colin Renfrew το 1972 ήταν ο πρώτος που πρότεινε ένα θεωρητικό μοντέλο για την ενδογενή ανάπτυξη του πολιτισμού στο Αιγαίο, υποστηρίζοντας ότι το σιτάρι, η ελιά και το αμπέλι, συνέθεσαν τη «Μεσογειακή τριάδα» και απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, καθώς και ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο ακμής των ανακτόρων στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Επέτρεψαν την ποικιλία και πρόσφεραν στους αγρότες τη δυνατότητα της εξειδίκευσης και της παραγωγής πλεονάσματος που θα μπορούσε να ανταλλαχθεί με άλλα προϊόντα. Έτσι η ανταλλαγή προϊόντων έγινε απαραίτητη και μέσω αυτής τα ανάκτορα μπορούσαν να έχουν έναν κεντρικό αναδιανεμητικό ρόλο. Εναλλακτικά μοντέλα προτάθηκαν από τους C. Gamble και P. Halstead. O Gamble (1981) υποστήριξε την πιθανή ύπαρξη μιας δυνατής ελίτ, η οποία

ανάγκαζε κατά κάποιον τρόπο τον πληθυσμό να ζει σε μεγάλες εγκαταστάσεις διοικούμενες από έναν κεντρικό πυρήνα εξουσίας και όχι σε μικρά αγροτικά χωριά. Αυτό πιθανόν να είχε ως αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα εφαρμογής μιας μεικτής καλλιέργειας από τους αγρότες, γιατί έπρεπε να μετακινούνται πολύ μακριά από τα κτήματα τους. Σύμφωνα με το μοντέλο του Halstead από τότε που η τοπογραφία και το κλίμα της Νότιας Ελλάδας διέφεραν αισθητά σε πολύ μικρές αποστάσεις, οι αμοιβαίες ανταλλαγές αυτού του είδους θα μπορούσαν να είναι πολύ αποτελεσματικές ακόμη και όταν πραγματοποιούνταν ανάμεσα σε πληθυσμούς που ζουν ο ένας κοντά στον άλλο. Αυτό το μοντέλο κοινωνικής αποθήκευσης θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παραγωγή πλεονάσματος, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την επιβίωση των ανθρώπων σε περιπτώσεις αποτυχίας της σποράς. Επίσης οι Runnels και van Andel (1988) πρότειναν ότι το εμπόριο παρείχε το κλειδί για την κατανόηση της ακμής των σύνθετων κοινωνιών του Αιγαίου. Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα και κατ επέκταση η μελέτη τους μπορεί επομένως να ρίξει φως σε διάφορους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας του παρελθόντος, όπως είναι η επιλογή των ειδών, η αποθήκευση τους, οι μέθοδοι καλλιέργειας τους κ.α. Η μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων της Ασσήρου για παράδειγμα έχει δώσει χρήσιμες πληροφορίες για τις αγροτικές πρακτικές που εφαρμόζονταν κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στη Βόρεια Ελλάδα (Jones 1983a, 1992a). Στόχος της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας είναι η μελέτη, ανάλυση και ερμηνεία του αρχαιοβοτανικού υλικού, που προέρχεται από τα κτίρια Μ και Η της Τούμπας Θεσσαλονίκης, μια θέση της Εποχής του Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία. Συγκεκριμένα η εργασία έχει ως στόχο να προβάλλει τις ποικίλες όψεις της εκμετάλλευσης των φυτών στον οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης μέσω της μελέτης των ειδών που εμφανίζονται στα αρχαιοβοτανικά δείγματα, αλλά και των μεθόδων καλλιέργειας τους και κατ επέκταση να διερευνήσει το ρόλο που έπαιξαν οι αγροτικές πρακτικές στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση του οικισμού. Τα φυτά και οι χρήσεις τους στον οικισμό παρέχουν τη βάση για τη σύγκριση των αρχαιοβοτανικών δεδομένων και με άλλες θέσεις της Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία.

Η εργασία είναι χωρισμένη σε 9 κεφάλαια, εκ των οποίων τα 2 πρώτα κεφάλαια κινούνται περισσότερο σε θεωρητικό επίπεδο, ενώ τα υπόλοιπα ασχολούνται με την ανάλυση και ερμηνεία του υπό μελέτη αρχαιοβοτανικού δείγματος. Η διάρθρωση της εργασίας έχει ως εξής: στις δύο υποενότητες του πρώτου κεφαλαίου παρουσιάζονται οι αρχαιοβοτανικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε θέσεις της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία. Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνονται πληροφορίες για το περιβάλλον του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης και παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε σ αυτόν. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μια εκτενής παρουσίαση των μεθόδων συλλογής και ανάλυσης του αρχαιοβοτανικού υλικού από το κτίριο Μ και το κτίριο Η. Στο τέταρτο κεφάλαιο ακολουθεί η αρχαιοβοτανική ανάλυση των δεδομένων με βάση την κατανομή τους στο χώρο. Στο κτίριο Μ εντοπίστηκαν στρώματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (φάσεις 8-3), αλλά κα της Μέσης Εποχής του Χαλκού (φάσεις 9-14). Στο κτίριο Η εντοπίστηκαν στρώματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (φάσεις 8-3). Επομένως εξετάστηκαν τα δείγματα που ανήκουν στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και τα δείγματα που ανήκουν στη Μέση Εποχή του Χαλκού. Τα δείγματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Μέσης Εποχής του Χαλκού αντιμετωπίστηκαν ως ένα ενιαίο σύνολο. Τα δείγματα της Μέσης Εποχής του Χαλκού αναλύθηκαν περαιτέρω με βάση την υποδιαίρεση τους σε τρεις φάσεις, καθώς υπήρξε αυτή η δυνατότητα: στη φάση 11-13, στη φάση 9-10 και σε μια φάση που χαρακτηρίστηκε ως αδιάγνωστη, καθώς περιείχε δείγματα που δεν μπορούσαν να ενταχθούν με ασφάλεια στις δύο προηγούμενες φάσεις. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται η προέλευση του αρχαιοβοτανικού υλικού. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα είδη των φυτών και οι πιθανές χρήσεις τους από τους κατοίκους του οικισμού. Στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται μια προσπάθεια σύγκρισης των αρχαιοβοτανικών δεδομένων της Τούμπας Θεσσαλονίκης με τα δεδομένα από άλλες θέσεις του Ελλαδικού χώρου. Στο όγδοο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τις ποικίλες όψεις των αγροτικών πρακτικών που παρατηρούνται στον οικισμό.

Τέλος, γίνεται μια παρουσίαση των γενικών παρατηρήσεων και συμπερασμάτων που αφορούν στα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα που βρέθηκαν μέσα στο κτίριο Μ και στο κτίριο Η.

1. Εισαγωγή Είναι φανερό ότι μια λεπτομερής εξέταση της προϊστορικής γεωργίας βασισμένη σε υπάρχοντα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα είναι δυνατόν να ρίξει φως στις ποικίλες όψεις των αγροτικών πρακτικών του παρελθόντος στη Βόρεια Ελλάδα και έτσι να εμπλουτίσει την αντίληψη και τις γνώσεις μας για την κοινωνική και οικονομική οργάνωση των οικισμών κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού. Για το λόγο αυτό οι αρχαιολογικές έρευνες στους προϊστορικούς οικισμούς της Βόρειας Ελλάδας έχουν δώσει μια πληθώρα πληροφοριών για τα φυτικά συστατικά της διατροφής των κοινωνιών της Νεολιθικής (7000 3200 π.χ. περίπου) και της Εποχής Χαλκού (3200 1100 π.χ. περίπου). Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι η προβολή των αρχαιοβοτανικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στο βορειοελλαδικό χώρο κατά την τελευταία εικοσαετία και πως αυτές συνέβαλλαν ώστε να έρθουν στο φως σημαντικές πληροφορίες όσον αφορά τις γεωργικές δραστηριότητες, τις διατροφικές προτιμήσεις και γενικότερα τη σχέση των κατοίκων με τα φυτά κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού (Κroll 1991, Halstead 1994). Τα δεδομένα που προέκυψαν μέσα από την αρχαιοβοτανική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Τούμπα Θεσσαλονίκης συνέβαλλαν και αυτά στον εμπλουτισμό των πληροφοριών για τα παραπάνω ζητήματα. 1.1 Οι αρχαιοβοτανικές έρευνες σε θέσεις της Νεολιθικής Εποχής στη Μακεδονία Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα της Νεολιθικής περιόδου στη Μακεδονία μέχρι πρόσφατα ήταν ανεπαρκή και αποτελούνταν από μερικά δείγματα και από μερικές προκαταρκτικές μελέτες από τη Νέα Νικομήδεια (Πρώιμη Νεολιθική) (Van Zeist and Bottema 1971), από τα Σέρβια (Μέση Νεολιθική) (Hubbard 1979), από τους Σιταγρούς (Νεότερη Νεολιθική) (Renfrew 1971) και από την Όλυνθο (Μυλωνάς 1929). Ωστόσο η αυξανόμενη αρχαιοβοτανική δραστηριότητα στην περιοχή τόσο παλαιότερα, όσο και την τελευταία 15ετία, δημιούργησε ένα μεγάλο σύνολο δεδομένων, περιστασιακά αντιπροσωπευόμενων από προκαταρκτικές δημοσιεύσεις αρχαιοβοτανικού

υλικού από τις εξής θέσεις: Γιαννιτσά Β (Πρώιμη και Μέση Νεολιθική) (Βαλαμώτη 1992α, 1995), Θέρμη Β (Νεότερη Νεολιθική) (Βαλαμώτη 1992β) Ντικιλί Τας (Νεότερη Νεολιθική) (Βαλαμώτη και Μαγκαφά 1996), Αρκαδικός (Νεότερη Νεολιθική) (Βαλαμώτη 1998α), Μακρύγιαλος (Νεότερη Νεολιθική) (Βαλαμώτη 1999), Μάνδαλο (Νεότερη Νεολιθική) (Valamoti and Jones 2003) και Άψαλος (Μέση Νεολιθική) (Βαλαμώτη 2003α). Επιπρόσθετα η τελική δημοσίευση του αρχαιοβοτανικού υλικού από τα Σέρβια (Hubbard and Housley 2001) και από τους Σιταγρούς (J. Renfrew 2003) έχει λάβει χώρα τα τελευταία εφτά χρόνια, ενώ η δημοσίευση των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων από τον οικισμό της Αψάλου (Μέση Νεολιθική) έχει λάβει χώρα τα τελευταία δύο χρόνια (Βαλαμώτη 2006). ΘΕΣΕΙΣ Νέα Νικομήδεια Σέρβια Σιταγροί Όλυνθος Γιαννιτσά Β Θέρμη Β Ντικιλί Τας Αρκαδικός Μακρύγιαλος Μάνδαλο Άψαλος ΑΡΧΑΙΟΒΟΤΑΝΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ Van Zeist and Bottema 1971 Hubbard 1979, Hubbard and Housley 2001 Renfrew 1971, J.Renfrew 2003 Μυλωνάς 1929 Βαλαμώτη 1992α, 1995 Βαλαμώτη 1992β Βαλαμώτη και Μαγκαφά 1996 Βαλαμώτη 1998 Βαλαμώτη 1999α Valamoti and Jones 2003 Βαλαμώτη 2003α, 2006 Πίνακας 1 Πίνακας με θέσεις της Νεολιθικής περιόδου με αρχαιοβοτανικές δημοσιεύσεις στη Μακεδονία Επίσης η δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή της Σ.Μ. Βαλαμώτη (Valamoti 2004) διεύρυνε ακόμη περισσότερο το σύνολο των αρχαιοβοτανικών δεδομένων για τη Βόρεια Ελλάδα. Αρχαιοβοτανικό υλικό συλλέχθηκε συστηματικά από πέντε θέσεις της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίες καλύπτουν το χρονικό διάστημα από τη Νεότερη Νεολιθική έως την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στη Μακεδονία και τη Θράκη, θέτοντας τις βάσεις για την έρευνα της εκμετάλλευσης των φυτών στην περιοχή κατά την προϊστορική περίοδο. Οι θέσεις είναι οι εξής: ο Μακρύγιαλος στη Δυτική Μακεδονία, το Μάνδαλο στην

Κεντρική Μακεδονία, ο Αρκαδικός και το Ντικιλί Τας στην Ανατολική Μακεδονία και η Μάκρη στη Θράκη. Η μελέτη αυτή είχε δύο στόχους. Σε πρώτο επίπεδο είχε ως στόχο να ρίξει φως στις ποικίλες όψεις της προϊστορικής εκμετάλλευσης των φυτών μέσω της μελέτης των ειδών που καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν και των αγροτικών πρακτικών που χρησιμοποιήθηκαν, έτσι ώστε να προσφέρει μια συνολική εικόνα για την προϊστορική δραστηριότητα στην περιοχή αυτή. Σε δεύτερο επίπεδο είχε ως στόχο να ερευνήσει τον ρόλο των αγροτικών πρακτικών στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση, έτσι όπως αυτή αντανακλάται στα πρότυπα εγκατάστασης στην περιοχή. Τα είδη των φυτών που χρησιμοποιήθηκαν, οι χρήσεις τους και οι μέθοδοι καλλιέργειας τους, παρείχαν τις βάσεις για γόνιμες συγκρίσεις ανάμεσα στις τούμπες και στους εκτεταμένους οικισμούς και ανάμεσα στους διαφορετικούς τρόπους διαβίωσης που παρατηρήθηκαν στη Νεολιθική και στην Εποχή του Χαλκού. 1.2 Οι αρχαιοβοτανικές έρευνες σε θέσεις της Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία Μελέτες που συνδέονται με αρχαιοβοτανικό υλικό προερχόμενο από θέσεις της Εποχής του Χαλκού έχουν επίσης πραγματοποιηθεί στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Οι θέσεις είναι οι εξής: η Δήμητρα στην Ανατολική Μακεδονία (Πρώιμη Εποχή Χαλκού) (Renfrew J. 1997), η Μεσημεριανή Τούμπα στην Κεντρική Μακεδονία (Πρώιμη Εποχή Χαλκού-Εποχή Σιδήρου) (Βαλαμώτη 2002 α, Valamoti 2002b) και το Αρχοντικό στη Δυτική Μακεδονία (Εποχή Χαλκού) (Βαλαμώτη 1993, 1997, Valamoti 2002b), ο Καστανάς (Πρώιμη Εποχή Χαλκού-Εποχή Σιδήρου) (Kroll 1983) η Άσσηρος (Πρώιμη Εποχή Χαλκού-Εποχή Σιδήρου) (Jones et al. 1986), η Τούμπα Θεσσαλονίκης (Εποχή Χαλκού) και ο Άγιος Μάμας στην Κεντρική Μακεδονία (Εποχή Χαλκού) (Kroll 1999).

ΘΕΣΕΙΣ Δήμητρα Μεσημεριανή τούμπα Αρχοντικό Καστανάς Άσσηρος Άγιος Μάμας ΑΡΧΑΙΟΒΟΤΑΝΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ Renfrew J. 1997 Βαλαμώτη 2002 α, Valamoti 2002 b Βαλαμώτη 1993, 1997 Kroll 1983 Jones et al. 1986 Kroll 1999, 2008 Πίνακας 2 Πίνακας με θέσεις της Εποχής του Χαλκού με αρχαιοβοτανικές δημοσιεύσεις στη Μακεδονία Αρχαιοβοτανική έρευνα πραγματοποιήθηκε στη Μεσημεριανή Τούμπα, η οποία βρίσκεται 3 χλμ ΝΝΑ του Τριλόφου Θεσσαλονίκης στην Κεντρική Μακεδονία (Γραμμένος και Κώτσος 2002). Συνολικά εξετάστηκαν 62 δείγματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν οικιστικές φάσεις της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού / Εποχής του Σιδήρου, καθώς και των πρωτογεωμετρικών / Γεωμετρικών χρόνων (Βαλαμώτη 2002α: 315). Αναγνωρίστηκαν κυρίως σπόροι δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι), οσπρίων (φακή, λαθούρι, ρόβη και κουκί) και φρούτων (σταφύλι). Επιπλέον η περαιτέρω αρχαιοβοτανική έρευνα απέδωσε απανθρακωμένες συγκεντρώσεις αλεσμένων δημητριακών. Οι συγκεντρώσεις αυτές αποτέλεσαν τη βάση για περαιτέρω πειραματικές έρευνες, οι οποίες έδειξαν ότι οι κάτοικοι του οικισμού προετοίμαζαν πλιγούρι από μονόκοκκο σιτάρι (Valamoti 2002: 17-22). Η αρχαιοβοτανική έρευνα που πραγματοποιήθηκε και συνεχίζει να πραγματοποιείται στην Τούμπα του Αρχοντικού στη Δυτική Μακεδονία, ανέδειξε ένα πλούσιο σύνολο αρχαιοβοτανικών καταλοίπων στις αποθέσεις του οικισμού (Βαλαμώτη 1993, 1997: 172). Ο οικισμός βρίσκεται κοντά στον σύγχρονο ομώνυμο οικισμό ανάμεσα στην αρχαία Πέλλα και την πόλη των Γιαννιτσών. Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως αλλεπάλληλες φάσεις ενός προϊστορικού οικισμού που η κύρια φάση του χρονολογείται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και την αρχή της Μέσης. Τα είδη που προσδιορίστηκαν με βάση την προκαταρκτική εξέταση του απανθρακωμένου αρχαιοβοτανικού υλικού είναι τα εξής: σιτάρι μονόκοκκο (Triticum monococcum), σιτάρι δίκοκκο (Triticum dicoccum), κριθάρι (Hordeum

vulgare), φακή (Lens sp.), ρόβι (Vicia ervilia), κουκιά (Vicia faba), βελανίδια (Querqus sp.), κράνο (Cornus mas), σταφύλι (Vitis vinifera) καθώς και δύο είδη που ανήκουν κατά πάσα πιθανότητα στις οικογένειες των ψυχανθών (leguminosae) και χειλανθών (labiatae) αντίστοιχα (Βαλαμώτη 1997: 173). Από τα είδη που προσδιορίστηκαν ορισμένα είναι παρόντα στα δείγματα σε μεγάλες συγκεντρώσεις. Η συγκεκριμένη παρουσία των ειδών υποδηλώνει την χρήση τους από τους κατοίκους του οικισμού ως ξεχωριστών προϊόντων. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όλα τα είδη των δημητριακών που προσδιορίστηκαν (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι), τα βελανίδια και τα δύο άγνωστα είδη (cf. Labiatae και cf. Leguminosae). H παρουσία λεπύρων μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού και η ταυτόχρονη ελάχιστη παρουσία των αντίστοιχων σπόρων που τα λέπυρα περιέβαλλαν, υποδηλώνει τον επιπλέον καθαρισμό των ντυμένων σιτηρών έτσι ώστε ο σπόρος να είναι απαλλαγμένος από τα λέπυρα (σχετικά με τη συγκεκριμένη επεξεργασία βλ. Βαλαμώτη 1995: 179, σχ. 1). Το στοιχείο αυτό αποτελεί μάλλον ένδειξη ότι τα δύο αυτά σιτηρά προορίζονταν για ανθρώπινη κατανάλωση (Βαλαμώτη 1998: 250). Η παρουσία μεγάλης συγκέντρωσης σπόρων κριθαριού, απαλλαγμένης από την παρουσία άλλων ειδών, μαρτυρούν τη χρήση του στον οικισμό, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατό να προσδιοριστεί ακριβώς (ανθρώπινη τροφή, ζωοτροφή ή και τα δύο). Επίσης μεγάλος αριθμός κοτυληδόνων βελανιδιών σε ορισμένα δείγματα μαρτυρεί ότι το είδος αυτό χρησιμοποιούνταν στο Αρχοντικό (Βαλαμώτη 1997: 174). Επιπλέον στον οικισμό βρέθηκαν και κατάλοιπα του νέου τύπου σιταριού (Jones et al. 2000). Το έτος 1975 ο B. Hansel άρχισε να ανασκάπτει την Τούμπα στο χωριό Καστανάς στη Δυτική Μακεδονία και συγχρόνως ο Κ. Wardle την Τούμπα της Ασσήρου, λίγα χιλιόμετρα πιο ανατολικά. Και οι δύο αυτοί οικισμοί καλύπτουν τις ίδιες χρονικές περιόδους, Πρώιμη έως Ύστερη Εποχή του Χαλκού και Εποχή του Σιδήρου. Το κύριο όμως βάρος δόθηκε στη διερεύνηση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Στις δύο ανασκαφές παρόντες αν όχι μόνιμα, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν αρχαιοβοτανολόγοι, όπως ο H. Kroll στην Τούμπα του Καστανά και η G. Jones στην Τούμπα της Ασσήρου. Στην ανασκαφή ελήφθησαν περισσότερα δείγματα από ότι μέχρι τότε συνηθιζόταν και μάλιστα στον Καστανά μόνο, συλλέχθηκαν περισσότερα από 300 δείγματα, τα οποία επεξεργάστηκαν και ανέλυσαν ειδικοί. Αργότερα το 1983

άρχισε η δημοσίευση των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων του Καστανά από τον H. Kroll. Σε αυτόν τον οικισμό μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την καλλιέργεια φυτών από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως την Εποχή του Σιδήρου με τη βοήθεια πλούσιων ευρημάτων αρχαιοβοτανικών καταλοίπων αν και με ορισμένες διακοπές στη χρονική ακολουθία. Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου στοιχεία για τα είδη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού από τη θέση, ωστόσο όμως η Ύστερη Εποχή του Χαλκού με τις καινοτομίες της, όπως είναι η καλλιέργεια των ειδών Panicum miliaceum, Papaver somniferum, Camelina sativa και η προσθήκη αργότερα των ειδών Triticum aestivum/durum και T.spelta, είναι πολύ καλά κατανοητή. Τα ευρήματα απανθρακωμένων αρχαιοβοτανικών καταλοίπων που βρέθηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους και συγκεκριμένα σε έξι δωμάτια (communal stοrerooms) στην Τούμπα της Ασσήρου, τα οποία κάηκαν από πυρκαγιά γύρω στο 1350 π.χ, απέδειξαν ότι τα είδη Hordeum vulgare/distictium, Panicum miliakeum, Vicia ervilia, Triticum monococcum, Triticum dicoccum, Triticum spelta και Triticum aestivum, αποθηκεύονταν χωριστά και καλλιεργούνταν επίσης χωριστά (Jones et al 1986: 97). Για τον Καστανά αυτό θα μπορούσε μόνο να υποτεθεί. Τα είδη Triticum aestivum / durum, Triticum dicoccum και Triticum spelta, βρέθηκαν και εκεί πιο σποραδικά όμως σε σχέση με το είδος Triticum monococcum. Εμφανείς αποδείξεις της καλλιέργειας των σπανιότερων δημητριακών λείπουν όμως εκεί. Με την επεξεργασία και άλλων ευρημάτων από την Ελλάδα κατέστη δυνατόν στη δημοσίευση των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων του Καστανά να προσαρτηθεί και μια μικρή έκθεση των καλλιεργήσιμων φυτών του ελλαδικού ηπειρωτικού χώρου από τις αρχές της εμφάνισης τους έως την Αρχαϊκή Εποχή (Kroll 1983: 153-158). Η μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων από την Τούμπα της Θεσσαλονίκης (πληροφορίες για τον οικισμό θα δοθούν αναλυτικά σε επόμενο κεφάλαιο) πραγματοποιήθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από την αείμνηστη Μαρία Μαγκαφά, η οποία παρείχε και τις σχετικές πληροφορίες. Τα δημητριακά που αποτελούσαν την κύρια βάση του διαιτολογίου των ενοίκων του κτιρίου ήταν το μονόκοκκο σιτάρι, το εξάστοιχο επενδεδυμένο κριθάρι και το κεχρί, ενώ φαίνεται ότι καλλιεργούνταν επίσης δίκοκκο και σκληρό σιτάρι, σιτάρι σπέλτα και αρτοποιίας, διάφορα όσπρια (ρόβι, φακή, μπιζέλι, κουκί και

λαθούρι) και η άμπελος. Σποραδική είναι επίσης η κατανάλωση στον οικισμό άγριων ή εξημερωμένων φρούτων και άλλων καρπών όπως το σύκο, το κράνο, το βελανίδι, η ελιά κ.α. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα σιτηρά αποθηκεύονταν με τη μορφή σταχιδίων, ώστε να εξασφαλίζεται η μακροχρόνια διατήρησή τους. Τα αρχαιοβοτανικά δείγματα αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από υποπροϊόντα και προϊόντα που αφορούν δραστηριότητες που σχετίζονται με την επεξεργασία των καρπών πριν από την τελική επεξεργασία για την κατανάλωση. Ίχνη τέτοιων δραστηριοτήτων διαπιστώθηκαν τόσο στο εσωτερικό των αποθηκών όσο και στους υπόλοιπους χώρους του κτιρίου Α του οικισμού. Παρόμοια πρακτική αποθήκευσης διαπιστώθηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια στην Τούμπα της Ασσήρου (Jones et al 1986: 97). Ειδικά για την άμπελο πολυάριθμα είναι τα κατάλοιπα της και στις Τούμπες της Ασσήρου και του Καστανά. Σε ό,τι αφορά την Τούμπα Θεσσαλονίκης, η μελέτη των καταλοίπων της αμπέλου είχε ως στόχο τη διερεύνηση δύο ειδικότερων θεμάτων. Το πρώτο θέμα αναφέρεται στο πρόβλημα της εξημέρωσης της αμπέλου. Το δεύτερο αναφέρεται στο ερώτημα των διαφορετικών χρήσεων της αμπέλου, από τις οποίες προήλθαν τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα και της σημασίας αυτών των χρήσεων μέσα στο συνολικό σύστημα της αγροτικής παραγωγής του οικισμού (Μαγκαφά, Κωτσάκης, Ανδρέου 1998: 159). Στον οικισμό βρέθηκε, λοιπόν, πλήθος απανθρακωμένων γιγάρτων και ποδίσκων. Τα ευρήματα αυτά συγκρινόμενα με τα αποτελέσματα των πειραματικών απανθρακώσεων προϊόντων και υποπροϊόντων διαφόρων χρήσεων της αμπέλου, θα πρέπει να θεωρηθούν ως στέμφυλα, υπολείμματα δηλαδή της οινοποίησης (Mangafa & Kotsakis 1996: 409-418, Μαγκαφά, Κωτσάκης, Ανδρέου 1998: 158-169). Πλήθος ανάλογες μαρτυρίες παρέχουν τα στρώματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού του Καστανά και της Ασσήρου (Kroll 1983, Wardle 1988: 385). Είναι πιθανόν ότι μέχρι την 3 η χιλιετία π.χ ο οίνος να παραγόταν από την άγρια άμπελο. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού είχε συντελεστεί η εξημέρωση (Mangafa & Kotsakis 1996: 409-418). Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Μακεδονία υπάρχουν αρχαιοβοτανικές ενδείξεις οινοποίησης ήδη από την 5 η χιλιετία π.χ (Βαλαμώτη 1998α: 137-149, Μαγκαφά, Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Μαλαμίδου και Βαλαμώτη 2003: 21-

35, Valamoti, Koukouli-Chrysanthaki, Malamidou, Mangafa 2006, υπό εκτύπωση). Συγκεκριμένα στον προϊστορικό οικισμό του Ντικιλί Τας σε κάποιες από τις οικίες του βρέθηκαν πλούσια αρχαιοβοτανικά δείγματα της αμπέλου. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμφάνιση απανθρακωμένων γιγάρτων και στέμφυλων που χρονολογούνται με ασφάλεια στην τελευταία φάση της Νεότερης Νεολιθικής. Το ερώτημα είναι αν τα γίγαρτα αυτά που περιβάλλονται από φλούδα, αντιστοιχούν σε νωπούς καρπούς, σταφίδες ή στέμφυλα (τσίπουρα) (Μαγκαφά, Κωτσάκης, Ανδρέου 1998: 158-168). Με βάση τα αποτελέσματα πειραματικής έρευνας προέκυψε ότι τα ευρήματα του Ντικιλί Τας αντιστοιχούν σε τσίπουρα δηλ. σε κατάλοιπα οινοποίησης. Η παρουσία των τσίπουρων στον οικισμό αποδεικνύει τη χρήση του χυμού των σταφυλιών για την παρασκευή μούστου ή μέσω της ζύμωσης, κρασιού ή ξυδιού. Επίσης μέσω πειραματικής έρευνας προέκυψε ότι το είδος της αμπέλου στον οικισμό έχει την άγρια μορφή. Το σίγουρο, λοιπόν, είναι ότι στο νεολιθικό οικισμό γινόταν παραγωγή κρασιού από μορφολογικά άγρια σταφύλια και ότι κατά την 5 η χιλιετία ήταν γνωστή η οινοποίηση. Πρόκειται για την αρχαιότερη μαρτυρία παραγωγής κρασιού στην Ελλάδα και πιθανότατα και στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Μία άλλη σημαντική Τούμπα που έχει δώσει μια πληθώρα αρχαιοβοτανικών καταλοίπων είναι η Τούμπα του Αγίου Μάμα, η οποία ονομάστηκε έτσι ήδη από τα χρόνια του Heurtley (Heurtley 1939) και η οποία βρίσκεται στη Χαλκιδική, ανάμεσα στις χερσονήσους της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας και πολύ κοντά στη Νέα Όλυνθο. Η αρχαιοβοτανική έρευνα στον οικισμό πραγματοποιήθηκε από τον H. Kroll. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής συλλέχθηκαν με τη μέθοδο της επίπλευσης περισσότερα από 800 δείγματα φυτικών καταλοίπων, τα οποία και αναλύθηκαν. Η κατοίκηση στη θέση καλύπτει μια χρονική περίοδο που ξεκινάει από τη Νεολιθική Εποχή και φτάνει μέχρι την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδο. Ωστόσο η κύρια περίοδος της κατοίκησης στη θέση είναι η Εποχή του Χαλκού. Παρ όλα αυτά η θέση παρέμεινε προσεγγίσημη στους ανθρώπους και κατά τους βυζαντινούς χρόνους (Kroll 1999: 293-294). Για τους αρχαιοβοτανολόγους είναι μεγάλη τύχη το γεγονός ότι οι ανασκαφές στην Τούμπα του Αγίου Μάμα και ειδικότερα στον βαθύτερο τομέα Μ αποκάλυψαν κτίρια της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Στα σπίτια και στους

διαδρόμους βρέθηκαν απανθρακωμένα φυτικά κατάλοιπα πιθανόν αποθηκευμένα. Τα αποθέματα αυτά είναι πολύ σημαντικά διότι μας δείχνουν ολόκληρη την αγροτική οικονομία της Μέσης Εποχής του Χαλκού, η οποία ήταν ελάχιστα γνωστή μέχρι σήμερα. Βρέθηκαν σιτάρι μονόκοκκο και δίκοκκο, κριθάρι, λινάρι, ρόβι, κουκί, λαθούρι και φακές. Από τις αναλύσεις γίνεται φανερό ότι τα όσπρια καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του αποθέματος παρά τα δημητριακά και το λινάρι. Παρ όλα αυτά η ερώτηση κατά πόσον η καλλιέργεια των οσπρίων είναι πιο σημαντική από την καλλιέργεια των δημητριακών δεν μπορεί ολοκληρωτικά να απαντηθεί. Έτσι φαίνεται τουλάχιστον μέχρι τώρα (Kroll 1999: 294). Ωστόσο τα ευρήματα οσπρίων μέσα και έξω από τα σπίτια του οικισμού είναι διπλάσια σε συχνότητα σε σύγκριση με αυτά των δημητριακών. Συχνή επίσης ήταν και η παρουσία στα δείγματα σπόρων σταφυλιού και σύκου (Kroll 1999: 301, 2008: 46). Σε ότι αφορά το λινάρι αυτό βρέθηκε σε μεγάλες ποσότητες στα αρχαιοβοτανικά δείγματα, κάτι που πιθανόν να υποδηλώνει την συστηματική παραγωγή του στον οικισμό. Είναι κοινά αποδεκτό και γνωστό ότι απανθρακωμένοι σπόροι λιναριού σπανίως βρίσκονται ή αποκαλύπτονται στις αποθέσεις ενός οικισμού, διότι η υψηλή περιεκτικότητά τους σε λάδι προκαλεί το σπάσιμό τους κατά την απανθράκωσή τους (Wilson 1984: 201-206). Η ταχτική παρουσία τους όμως σχεδόν σε όλα τα δείγματα, τα οποία προέρχονται από όλο σχεδόν τον οικισμό, δείχνει την υψηλή πυκνότητα τους γεγονός το οποίο αποκαλύπτει ότι τα προϊόντα αυτά παράγονταν συστηματικά από τους κατοίκους στον οικισμό (Kroll 1999: 297, 2008: 33). Όπως έγινε αντιληπτό αρχαιοβοτανικές μελέτες πραγματοποιήθηκαν και συνεχίζουν να πραγματοποιούνται στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας με αμείωτο και συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον. Οι πολλές και σημαντικές πληροφορίες που προσφέρουν τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα συμβάλλουν στη διερεύνηση όψεων της καθημερινής ζωής όπως είναι η χρήση του χώρου, οι αγροτικές πρακτικές και οι διατροφικές συνήθειες στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας κατά την προϊστορική περίοδο.

2. Ο προϊστορικός οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης 2.1 Η τοποθεσία και το περιβάλλον του οικισμού Ο προϊστορικός οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης, βρίσκεται στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, 1,5 χιλιόμετρο περίπου από την ακτή σήμερα, σε μια λοφώδη περιοχή που περιβάλλει τη στενή παραλιακή ζώνη, η οποία καταλαμβάνεται από τη σημερινή πόλη (εικόνα 1). Εικόνα 1 Πανοραμική άποψη του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης Η θέση, όπως δηλώνει και το όνομά της, έχει τη χαρακτηριστική μορφή του γηλόφου (εικόνα 2). Η μακρόχρονη εγκατοίκηση στον ίδιο χώρο για 1500 χρόνια, τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των σπιτιών, κυρίως ωμά πλιθιά, αλλά και οι ισχυροί τοίχοι που κατασκευάζονταν στην πλαγιά είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του ψηλού και απότομου αυτού γηλόφου. Τέτοιου είδους γήλοφοι χαρακτηρίζουν τις περισσότερες θέσεις της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ο τύπος εγκατάστασης ήταν ήδη γνωστός κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου στη Μακεδονία, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Φαίνεται ότι οι περισσότερες νεολιθικές θέσεις ήταν χαμηλοί λόφοι και ίσως είναι δυνατόν ο χαρακτηρισμός τους ως τούμπες να αντανακλά τη μεταγενέστερη εξέλιξή τους στις τούμπες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (Ανδρέου και Κωτσάκης

1987β: 72, Παππά 1999, Kotsakis 1999: 68). Κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής οι τούμπες ήταν οι συμβολικές εκδηλώσεις των ανεξάρτητων νοικοκυριών, που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους και παρέμειναν έτσι και κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού ανεξάρτητα από τις σημαντικές αλλαγές που συντελέστηκαν στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του νοικοκυριού και ανάμεσα στα νοικοκυριά (Andreou 2001: 171). Σε ό,τι αφορά την Τούμπα Θεσσαλονίκης, αυτή ξεχωρίζει από τον μέσο όρο των άλλων θέσεων της περιοχής, όπως είναι η Άσσηρος και ο Καστανάς 1, λόγω της έκτασής της, που φτάνει τα 13 στρέμματα στη βάση και τα 7 στην κορυφή, αλλά και του ύψους των επιχώσεών της που φτάνει τα 23 μέτρα (Κωτσάκης και Ανδρέου 1987α: 224, Ανδρέου-Κωτσάκης 1999b: 108). Εικόνα 2 Αεροφωτογραφία του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης 2.1.1 Γεωμορφολογία Η μορφή του σημερινού ανάγλυφου προήλθε από τεκτονικές κινήσεις που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της τριτογενούς και τεταρτογενούς περιόδου. Παρά τις μεγάλες και σημαντικές αλλαγές που συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, όπως για παράδειγμα τη δημιουργία του Θερμαϊκού κόλπου, η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης έμεινε σχεδόν ανέπαφη 1 Το ύψος των επιχώσεων στις τούμπες της Ασσήρου και του Καστανά δεν ξεπερνούν σε ύψος τα 14 μέτρα ( Andreou et al. 1996: 300-302).

(Hammond 1972: 8). Η πεδιάδα έχει κυματοειδές ανάγλυφο που σχηματίζεται από το υπέδαφος και το ανοδικό ανάγλυφο από τη θάλασσα μέχρι τις κορυφογραμμές των ψηλότερων λόφων, που καταλήγουν στον Χορτιάτη. Η σχετικά χαμηλή απορρόφηση των υδάτων που κυλούσαν στην επιφάνεια, εξαιτίας του αργιλώδους υπεδάφους, είχε προκαλέσει στο παρελθόν τη δημιουργία μικρών και μεγάλων χειμάρρων (Hammond 1972: 8-9). Ο οικισμός βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 50 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και στην πλαγιά ενός από τα τελευταία υψώματα του ορεινού συγκροτήματος του Χορτιάτη. Παλαιότερα η περιοχή γύρω από τον οικισμό χαρακτηριζόταν από βαθιά ρέματα, τα οποία διέσχιζαν τους λόφους και κυλούσαν στη συνέχεια προς την παραλιακή πεδιάδα. Μάλιστα ένα από αυτά περνούσε δυτικά του οικισμού και επιχωματώθηκε βαθμιαία τα τελευταία χρόνια (εικόνα 3). Η θέση πρόσφερε πρόσβαση σε ποικίλες οικολογικές ζώνες με διαφορετικό οικονομικό ενδιαφέρον, όπως οι χαμηλοί λόφοι, η παραλιακή πεδιάδα, η θάλασσα και σε μεγαλύτερη απόσταση η ορεινή περιοχή του Χορτιάτη (Κωτσάκης και Ανδρέου 1987α: 224). Εικόνα 3. Αεροφωτογραφία της Τούμπας, 1917 (Rey). Διακρίνεται το ρέμα στα ΒΑ του λόφου 2.1.2 Θαλάσσιο περιβάλλον Συγκεκριμένα σε ότι αφορά το θαλάσσιο περιβάλλον του οικισμού, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη μέρους των οστρέων της θέσης που πραγματοποιήθηκε από τη Ρένα Βεροπουλίδου (2002), μπορεί να διαμορφωθεί μια αδρή εικόνα του θαλάσσιου περιβάλλοντος από όπου

συλλέγονταν τα μαλάκια. Η θάλασσα βρισκόταν κοντά στον οικισμό, περίπου στο ίδιο σημείο που είναι και σήμερα. Σε κάποιο σημείο της ακτής βρισκόταν και η εκβολή ενός μεγάλου χειμάρρου. Η απουσία μελετών για το υποθαλάσσιο περιβάλλον και τη διαμόρφωση της ακτής του Θερμαϊκού κόλπου την εποχή που εξετάζεται δεν επιτρέπει μια περισσότερο λεπτομερειακή και σε βάθος περιγραφή του θαλάσσιου περιβάλλοντος, με βάση μόνο τα είδη των οστρέων που συλλέγονταν στον οικισμό της Τούμπας. Η ακτή ήταν πιθανότατα αμμώδης και το υποθαλάσσιο περιβάλλον αρκετά πλούσιο. Άμμος, ιλύς, βράχια και πέτρες, καθώς και διάφορα φύκια και υποθαλάσσια φυτά, όπως το Posidonia oceanica, πλαισίωναν το υπόστρωμα του πυθμένα. Βραχώδεις σχηματισμοί πρέπει να υπήρχαν και πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (Μερικοί από αυτούς είναι ορατοί ακόμη και σήμερα στην παραλία της Θεσσαλονίκης). Επιπλέον η περιοχή θα ήταν αρκετά πλούσια σε θαλάσσια πανίδα, όπως φαίνεται και από τη μεγάλη ποικιλία οστρέων. Θεωρείται πολύ πιθανόν το αρχαίο περιβάλλον να έμοιαζε με το σύγχρονο, με τις κοντινές στην πόλη της Θεσσαλονίκης ακτές (Βεροπουλίδου 2002: 71). 2.1.3 Βλάστηση και κλίμα Οι πληροφορίες για τη βλάστηση και το κλίμα της περιοχής της Θεσσαλονίκης κατά την Εποχή του Χαλκού είναι ελάχιστες. Τα αποτελέσματα αναλύσεων γύρης από γειτονικές περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας υποδεικνύουν μια συνεχή διεύρυνση της εξάπλωσης των φυλλοβόλων δασών κατά τη διάρκεια του Ολόκαινου τόσο στις πεδιάδες όσο και στα βουνά μεταξύ των ποταμών Αξιό και Στρυμόνα (Turner & Greig 1986: 41-54). Η επέκταση των δασών κορυφώνεται γύρω στα 8.000-7.000 π.χ. και ακολουθείται από κάμψη της δασικής κάλυψης, η οποία στους Φιλίππους χρονολογείται στα 3.500 B.P. (Turner & Greig 1986: 41-54) και στα Γιαννιτσά στα 4.500 B.P. (Bottema 1994: 53-61). Στα τέλη του 2.000 B.C. ή στις αρχές του 1.000 B.C. εμφανίζονται ενδείξεις για εκτεταμένες εκχερσώσεις στα πεδινά της περιοχής του Στρυμόνα και για τη δημιουργία ενός πιο ανοιχτού τοπίου (Bottema 1994: 53-61, Turner & Greig 1986: 41-47).

Αν και δεν υπάρχουν παλαιοπεριβαλλοντικές μελέτες για την άμεση περιοχή της Θεσσαλονίκης, στο τοπίο της προϊστορικής Θεσσαλονίκης διακρίνονται δυο βασικές ενότητες χώρου: η παραθαλάσσια πεδιάδα με προσχωσιγενή εδάφη και αραιή βλάστηση και οι δασωμένοι γύρω λόφοι που απλώνονται μέχρι τον Χορτιάτη (Hasiotis 1997, Hourmouziadis 1997, Κρίγκας 2004: 23). Η παρουσία οικισμών αποτελεί ίσως ένδειξη απουσίας πυκνής βλάστησης κατά την περίοδο εκείνη στην πεδιάδα όπου απλώνεται η σημερινή Θεσσαλονίκη (Κυριατζή 2000: 102). 2.2 Η ιστορία της ανασκαφής και η αρχαιολογική έρευνα Η ανασκαφή στη θέση ξεκίνησε το 1984 υπό τη διεύθυνση του Γ. Χουρμουζιάδη και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα από τους καθηγητές Σ. Ανδρέου και Κ. Κωτσάκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ανασκαφική έρευνα αναπτύχθηκε σε δύο τομείς, στην κορυφή και στην πλαγιά της Τούμπας, οι οποίες και παρείχαν μια συνεχή στρωματογραφία, που καλύπτει τη ζωή της θέσης στο διάστημα από το τέλος της 3 ης ή την αρχή της 2 ης χιλιετίας μέχρι τα τέλη του 4 ου αι. π.χ (εικόνα 4) (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 369). Μια μικρή ομάδα μεσαιωνικών ενταφιασμών σε λακκοειδείς τάφους στην κορυφή της θέσης, με ελάχιστα κτερίσματα, αποτελούν τη νεότερη αρχαιολογική ένδειξη συστηματικής χρήσης του χώρου (Ανδρέου και Κωτσάκης 1991: 211). Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, αλλά και με πρόσφατες ραδιοχρονολογήσεις 2, στην αδιάκοπη κατοίκηση του χώρου (εικόνα 4) αντιπροσωπεύονται το τέλος της πρώιμης, η Μέση και η Ύστερη Εποχή του Χαλκού και η πρώιμη εποχή του Σιδήρου, καθώς και οι ιστορικοί χρόνοι. Αυτή η μακρά περίοδος διαιρείται σε 13 φάσεις που αντιστοιχούν σε επιχώσεις διαφορετικού ύψους και διαφορετικής έκτασης και σε μία ακόμη (14) που δεν έχει ακόμη συνδεθεί πλήρως στρωματογραφικά (Psaraki 2004: 91, 98). Έτσι λοιπόν οι φάσεις 14 έως 9 εντάσσονται στη Μέση Εποχή του Χαλκού, ενώ από τη φάση 8 μπορεί να θεωρηθεί ότι ξεκινά η Ύστερη Εποχή του Χαλκού

στην Τούμπα (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997, Andreou et al. 1996: 303-304). Οι ραδιοχρονολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα (Εργαστήριο Αρχαιομετρίας, ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος (12 δείγματα απανθρακωμένο ξύλο) Poznan Radiocarbon Laboratory (9 δείγματα απανθρακωμένων σπόρων χρονολογημένα με AMS)) είχαν ως στόχο να ελεγχθεί η συνεχής ή όχι κατοίκηση της θέσης στη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού και να τοποθετηθούν οι πολιτισμικές διαδικασίες της θέσης και της περιοχής σε ένα ακριβέστερο πλαίσιο ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι διακυμάνσεις στην ταχύτητα των μεταβολών ή στην υιοθέτηση συγκεκριμένων πολιτιστικών χαρακτηριστικών στην θέση και στην περιοχή, αλλά και η χρονική διάσταση των διαφορών και ομοιοτήτων σε ποικίλα χαρακτηριστικά της υλικής ζωής μεταξύ θέσεων τοπικά ή στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη. Ειδικότερα ο στόχος κατά τις πρώιμες φάσεις ήταν να ελεγχθεί η άποψη που έχει διατυπωθεί σχετικά με την εγκατάλειψη θέσεων της περιοχής στις αρχές της 2 ης χιλιετίας (Μέση Εποχή Χαλκού), αλλά και να προσδιοριστεί χρονικά η εμφάνιση συγκεκριμένων πολιτισμικών χαρακτηριστικών ή πρακτικών σε διάφορες θέσεις της περιοχής (π.χ η χρήση διακοσμημένης και «μινύειας» κεραμικής, η καλλιέργεια της αμπέλου κ.τ.λ). Επίσης επιπλέον στόχος ήταν να δοθούν απαντήσεις σε ότι αφορά την έναρξη της Εποχής του Σιδήρου και την εμφάνιση της Πρωτογεωμετρικής κεραμικής στη Μακεδονία και στο Αιγαίο, αλλά και τη χρονολόγηση της αρχής της ΥΕΙΙΙΓ περιόδου που συνδέεται με τη χρονολόγηση του τέλους των Μυκηναϊκών ανακτόρων. Για τους λόγους αυτούς έγινε λεπτομερής έλεγχος της στρωματογραφικής θέσης των δειγμάτων, επανεξέταση και ενδεχόμενη αναθεώρηση αρχαιολογικού πλαισίου χρονολόγησης (context) μετά την ανάλυση, επιπλέον ανάλυση βραχύβιων απανθρακωμένων υλικών (απανθρακωμένοι σπόροι από εστίες) και έμφαση δόθηκε καταρχάς στην χρονολόγηση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Τα συμπεράσματα των αναλύσεων ήταν τα εξής: Οι χρονολογήσεις των πρώιμων φάσεων είναι ακόμη πολύ λίγες. Ωστόσο δεν επιβάλλουν κάποια ριζική αναθεώρηση των αρχαιολογικών χρονολογιών αυτών των φάσεων. Οι ηλικίες των δειγμάτων των φάσεων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού παρά το μεγάλο εύρος τους, δείχνουν αξιοσημείωτη συμφωνία με την αρχαιολογική χρονολόγηση η οποία εμπίπτει στα όριά τους.

Εικόνα 4 Γενική κάτοψη του οικισμού Η εικόνα της στρωματογραφίας και της διαδοχής των φάσεων, επιτρέπει σε κάποιο βαθμό την παρακολούθηση της ιστορίας της κατοίκησης στο ανασκαμμένο τμήμα του οικισμού. Είναι πιθανόν ότι η παλιότερη εγκατάσταση είχε γίνει σε κάποιο χαμηλό φυσικό έξαρμα, από τα πολλά της γύρω λοφώδους περιοχής, σε μια περίοδο που δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια από τα υπάρχοντα στοιχεία. Mέχρι τα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά και η έκταση του οικισμού. Την περίοδο αυτή ωστόσο, είναι πιθανές κάποιες ανακατατάξεις στην κοινότητα, καθώς ο οικισμός επεκτάθηκε σε χαμηλότερα σημεία προς τα δυτικά, ενώ ταυτόχρονα κατασκευάστηκε ένας πλινθόκτιστος τοίχος, που ίσως οριοθετούσε τον κατοικημένο χώρο στο σημείο αυτό. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν η επέκταση σχετίζεται με κάποια δημογραφική αύξηση ή με

ανακατατάξεις στην οργάνωση της κοινότητας ή και τα δύο (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 381). Η φάση 1 καλύπτει προς το παρόν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από τις αρχές του 9 ου μέχρι τα τέλη του 4 ου αι. π.χ. Σε όλη την ανασκαμμένη έκταση της κορυφής και της πλαγιάς εντοπίστηκαν επιχώσεις, που ανήκουν σε διάφορες χρονικές στιγμές αυτής της φάσης. Αποσπασματικά θεμέλια τοίχων, αποθηκευτικοί λάκκοι, χτιστοί κυκλικοί σιροί και πιθάρια σε διάφορα σημεία της κορυφής λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια, μαρτυρούν τη μόνιμη κατοίκηση του χώρου κατά τον 5 ο και 6 ο αι. π.χ (Κραχτοπούλου & Τουλούμης 1990: 289, Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 370). Ένα χαρακτηριστικό μάλιστα αυτών των καταλοίπων είναι ότι αναπτύσσονται εντελώς ανεξάρτητα από τη διάταξη των προηγούμενων φάσεων κόβοντας παλαιότερους τοίχους και δρόμους (Ανδρέου, Κωτσάκης και Χουρμουζιάδης 1990: 387). Η φάση 2 με βάση την παρουσία κεραμικής του πρώιμου πρωτογεωμετρικού ρυθμού χρονολογείται στα τέλη του 11 ου αι. και στον 10 ο αι. π.χ. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από οικοδομικά λείψανα, τα οποία αντιστοιχούν σε λίθινες θεμελιώσεις τοίχων, που ορίζουν πέντε τουλάχιστον συγκροτήματα, από τα οποία το ένα το κτίριο Β στο ΒΑ άκρο του τομέα της κορυφής σώζεται σε μεγαλύτερη έκταση. Τα συγκροτήματα αυτά διαχωρίζονται μεταξύ τους από στενούς δρόμους. Η διάταξη τόσο των τοίχων όσο και των δρόμων φαίνεται να επαναλαμβάνει τη διάταξη των προηγούμενων φάσεων (Ανδρέου και Κωτσάκης 1991: 211-212). Χαρακτηριστικό των αρχών της φάσης αυτής είναι οι σημαντικές επιχωματώσεις και ισοπεδώσεις που γίνονται σε όλο τον οικισμό. Έπειτα ακολουθεί η επανακατασκευή των κτιρίων με την προγενέστερη περίπου διάταξη (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 373, υποσημ.8). Η φάση 3 χρονολογείται στον 11 ο αι. π.χ κυρίως λόγω της παρουσίας κεραμικής του τέλους της ΥΕΙΙΙΓ περιόδου. Στη φάση αυτή το πολεοδομικό σχέδιο του οικισμού αναγνωρίζεται με μεγαλύτερη πληρότητα. Έχουν αποκαλυφθεί τμήματα μικρότερων ή μεγαλύτερων οικοδομικών συγκροτημάτων (Α, Β, Ε, Ζ), τα οποία διαχωρίζονται από δρόμους (Κραχτοπούλου & Τουλούμης 1990: 291). Οι δρόμοι, όπως και τα κτίρια ακολουθούν το σχέδιο του οικισμού όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από την προγενέστερη φάση. Επίσης στις επιχώσεις της φάσης αυτής στο νοτιοδυτικό

άκρο της ανασκαφής, διακρίνεται για πρώτη φορά πλήρως η κάτοψη του κτιρίου Α (Ανδρέου και Κωτσάκης 1991: 212). Χαρακτηριστικό των αρχών της φάσης αυτής είναι οι σημαντικές επιχωματώσεις και ισοπεδώσεις που γίνονται σε όλο τον οικισμό. Έπειτα ακολουθεί η επανακατασκευή των κτιρίων με την προγενέστερη περίπου διάταξη (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 373, υποσημ.8). Η φάση 4 χρονολογείται στον 12 ο αι. π.χ και χαρακτηρίζεται από την παρουσία τροχήλατης κεραμικής μυκηναϊκού τύπου με χαρακτηριστικά του ρυθμού της πρώιμης και μέσης ΥΕΙΙΙΓ περιόδου 3 (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 376). Η φάση αυτή προσφέρει την πληρέστερη εικόνα για την οργάνωση του οικισμού. Στην κορυφή έχουν αποκαλυφθεί πέντε πολύχωρα, ορθογώνια πλινθόκτιστα κτίρια με σκελετό από πασσάλους και δάπεδα από πατημένο χώμα, τα οποία διαχωρίζονται με στενούς δρόμους και είναι διατεταγμένα σε διαδοχικά άνδηρα. Στην ίδια φάση ανήκει και ένα έκτο πολύχωρο οικοδόμημα (κτίριο Ι), το οποίο βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της κορυφής (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 373-376). Η αποκάλυψη των οικοδομημάτων δεν έχει ολοκληρωθεί σε όλη τους την έκταση με εξαίρεση ίσως το κτίριο Α, το οποίο δεσπόζει ανάμεσά τους και από το οποίο δεν έχει αποκαλυφθεί το βόρειο άκρο του. Πρόκειται για ένα πολύχωρο συγκρότημα, του οποίου η έκταση ξεπερνά τα 230 τ.μ με διαστάσεις 13Χ7 μέτρα (εικόνα 5) (Ανδρέου και Κωτσάκης 1991: 212-218, 1992: 261-265, 1997: 373-374). 3 Κατά τις φάσεις 4-5 ένα σημαντικό καινοτόμο χαρακτηριστικό ήταν η εισαγωγή της τροχήλατης κεραμικής μυκηναϊκού τύπου (Andreou-Psaraki 2003: 433). Από την άλλη πλευρά η εγχάρακτη κεραμική μειώθηκε σημαντικά την περίοδο αυτή, σε αντίθεση με την αμαυρόχρωμη, της οποίας η ποσότητα διπλασιάστηκε αισθητά. Αυτή η αυξανόμενη παρουσία της αμαυρόχρωμης κεραμικής ίσως να υποδηλώνει μια γενικότερη αποδοχή και μια περισσότερο συχνή πραγματοποίηση των εορταστικών εκδηλώσεων που έκαναν την εμφάνιση τους την προηγούμενη περίοδο (Andreou-Psaraki 2003: 433-434).

Εικόνα 5 Η κάτοψη των αρχιτεκτονικών λειψάνων του κεντρικού οικοδομήματος (κτίριο Α) της 4 ης φάσης

Από το κτίριο Α έχουν αποκαλυφθεί δέκα δωμάτια, ενώ πιθανολογείται η αποκάλυψη επιπλέον δωματίων στα βόρεια. Αποτελείται από δύο πτέρυγες, την ανατολική και τη δυτική. Η δυτική πτέρυγα που καταλήγει σε αψιδωτή απόληξη, επικοινωνεί μέσω ενός διαδρόμου με μια σειρά τετράπλευρων δωματίων στα ανατολικά (εικόνα 6). Εικόνα 6 Αναπαράσταση με Η/Υ του κτιρίου Α Η ανασκαφική εικόνα του συγκροτήματος, σε συνδυασμό και με την παρακολούθηση της χωρικής κατανομής των αντικειμένων, δηλώνει την ύπαρξη λειτουργικών διαφοροποιήσεων ανάμεσα στα δύο τμήματα του. Στο ανατολικό τμήμα εντοπίζονται οι αποθηκευτικές και εργαστηριακές λειτουργίες, ενώ οι χώροι στα δυτικά πρέπει να εξυπηρετούσαν τις ανάγκες κατοικίας και διαβίωσης, με μικρές πρόχειρες εστίες (Ανδρέου και Κωτσάκης 1991: 214-215, 1992: 263, 1997) Η οικοδομική φάση 5 χρονολογείται κάπου στο διάστημα ανάμεσα στα τέλη του 14 ου και στην αρχή του 12 ου αι. π.χ (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 377). Οι επιχώσεις της εκτός από τις κατηγορίες της χειροποίητης κεραμικής, χαρακτηρίζονται και από την περιορισμένη παρουσία τροχήλατης κεραμικής μυκηναϊκού τύπου, της οποίας τα νεότερα όστρακα ανήκουν στον ρυθμό ΥΕΙΙΙΒ και ΥΕΙΙΙΑ2. Η φάση αυτή εντοπίστηκε στο βαθύτερα ανασκαμμένο τμήμα του κτιρίου Α και τριών ακόμη οικημάτων (Ζ, Η, Μ) στα νότια και νοτιοδυτικά του κτιρίου Α. Τα οικήματα στα νοτιοδυτικά είναι τα κτίρια Η και Μ (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 377).

Οι πρωιμότερες οικοδομικές φάσεις του οικισμού (φάσεις 6 έως 12) καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα από τη ΜΕΧ μέχρι τις πρώιμες φάσεις της ΥΕΧ, από το 19 ο έως τα μέσα του 14 ου αι. π.χ. Οι φάσεις αυτές είναι γνωστές από τις πέντε ή περισσότερες διαδοχικές ανακατασκευές μέρους ενός οικήματος (κτίριο Μ), που βρίσκεται αμέσως κάτω από τα αρχιτεκτονικά λείψανα της φάσης 5 στα νοτιοδυτικά του κτιρίου Α. Στο κατώτερο σημείο της πλαγιάς της τούμπας εντοπίστηκαν κάποιες διαλυμένες κατασκευές της ίδιας περιόδου και κεραμική που σχετίζονται με ένα βαθύ φυσικό όρυγμα (σκάμμα 761), το οποίο βρίσκεται στη βάση ενός φυσικού εξάρματος (Ανδρέου, Κωτσάκης και Χουρμουζιάδης 1990: 392-394, Αναγνώστου, Κυριακού, Κυριατζή και Vargas 1990: 277). Η εύρεση κεραμικής της 3 ης χιλιετίας π.χ. αποτελεί ένδειξη πρωιμότερων φάσεων κατοίκησης, οι οποίες δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί (Ανδρέου και Κωτσάκης 1997: 370). Το κτίριο Μ από το οποίο διαθέτουμε πληροφορίες για τις πρωιμότερες φάσεις της Τούμπας, εντοπίστηκε στα ανασκαφικά τετράγωνα 052, 053 και 032 (εικόνα 7). Κατά τις φάσεις 5 και 6 αναγνωρίστηκαν δύο χώροι του κτιρίου (χωρίζονται από ενδιάμεσο τοίχο), εκ των οποίων αυτός στα ανατολικά (τομή 052) αποτελούσε δωμάτιο του οικήματος, ενώ πιθανότατα και ο δεύτερος στα δυτικά (τομή 053) ήταν στεγασμένος. Οι δυο χώροι κλείνουν στα δυτικά από τοίχο, ο οποίος αντιστηρίζεται από κτιστό άνδηρο. Οι τοίχοι του οικήματος είναι περισσότερο φροντισμένοι σε αυτές τις φάσεις από ότι στις νεότερες, με ψηλότερα και καλοχτισμένα θεμέλια και υπόλευκο επίχρισμα εσωτερικά (Ανδρέου και Κωτσάκης1997: 378). Το κτίριο Η από το οποίο διαθέτουμε πληροφορίες για όλες τις φάσεις του οικισμού, εντοπίστηκε στο ανασκαφικό τετράγωνο 054. Συγκεκριμένα αναγνωρίστηκαν δύο τοίχοι, ένας εσωτερικός και ένας εξωτερικός, καθώς και τρία τμήματα δωματίων. Το κτίριο Η διαχωρίζεται με δρόμο από το κτίριο Μ (Ανδρέου, προσωπική επικοινωνία).