Για το βιβλίο του Αντώνη Κακαρά ΟΞΩ ΑΠ Τ ΑΜΠΕΛΙΑ ΡΕΕΕ της Νάντιας Βαλαβάνη Ομιλία στην παρουσίασή του στη Στοά του Βιβλίου, την 20.05.2008 Αγαπητές φίλες και φίλοι, «Όπως όλες οι αυτοβιογραφίες, είναι κι αυτή εγωιστική, αυτάρκης, οπορτουνιστική, ματαιόδοξη και ενοχλητική». Μην τρομάζετε, δεν πρόκειται για την τελική μου αποτίμηση για το «αφήγημα μνήμης, λήθης άρα και νοσταλγίας μύθων, λόγου και πράξεων» -σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του ίδιου του συγγραφέα του- Όξω απ τ αμπέλια ρεεε. Αλλά για την τελική αποτίμηση του κριτικού της Guardian για την πρόσφατη αυτοβιογραφία της Σερί Μπλερ Μιλώντας για τον εαυτό μου. Αντίθετα βέβαια από τη Σερί Μπλερ, ο Αντώνης Κακαράς αρνείται ότι μιλάει για τον εαυτό του: Παρουσιάζει το βιβλίο του ως ανάγνωσμα των περιπετειών της ζωής του Γρίβα Καραβά. Το μικρό όνομα του κεντρικού του ήρωα προσδιορίζεται από το τοπωνύμιο της καταγωγής του συγγραφέα, τη Γραβιά με το περίφημο Χάνι της μάχης του Οδυσσέα Ανδρούτσου, γι αυτό και ως χωριό γέννησης του ήρωά του κατονομάζονται τα Χάνια. Ενώ ως Καραβάς στήνει ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στο πραγματικό του επώνυμο και στα καράβια, τα οποία επί μια 38ετία [τα 28 χρόνια ως αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και τα 10 ως στέλεχος ναυτιλιακής εταιρείας] κυριάρχησαν, με τον ένα ή άλλο τρόπο, τόσο στο κυριολεκτικό όσο και στο συμβολικό πεδίο στη ζωή του. Αντίθετα επίσης με τη βεβαιότητα του κριτικού της εγγλέζικης εφημερίδας ότι το απόφθεγμά του ισχύει όχι μόνο για το αυτοβιογραφικό πόνημα της Σερί Μπλερ αλλά αναφανδόν για όλες τις αυτοβιογραφίες, προσωπικά μπορώ να σας διαβεβαιώσω με μεγάλη μου χαρά ότι, απ τους επιθετικούς προσδιορισμούς που σας διάβασα εισαγωγικά, οι τέσσερις πρώτοι δεν έχουν καμιά ισχύ ως χαρακτηρισμοί για το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Κακαρά. Γιατί πώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς «εγωιστικό», «αυτάρκες», «οπορτουνιστικό» ή «ματαιόδοξο» ένα κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας του δε χάνει ευκαιρία να μας διαβεβαιώνει, για παράδειγμα: Oτι επαγγελματικά, από το πρώτο πόστο του ως μηχανικός σε πολεμικό πλοίο μέχρι ένα από τα τελευταία του, στο συνεργείο επισκευής των βενζινομηχανών και πετρελαιομηχανών του Πολεμικού Ναυτικού, με τους 240 τεχνίτες που κάνανε παπάδες, ως μηχανικός ήταν κακός. Όπως γράφει χαρακτηριστικά για τον Γρίβα Καραβά σ αυτό το τελευταίο του πόστο: «Ένα χρόνο στο συνεργείο δεν προσπάθησε να μάθει ούτε πώς δουλεύουν αυτές οι μηχανές, ίδιες με των αυτοκινήτων, Μα ελάτε να σας δείξω, θα σας χρειαστεί να ρυθμίζετε μόνος τη δική σας, Δε θέλω, Θα πληρώσετε τζάμπα λεφτά, Δε μ αρέσουν οι μηχανές, Μα είστε μηχανικός, Κακώς είμαι μηχανικός, εγώ ήθελα να είμαι ξυλουργός ή το πολύ βιβλιοθηκάριος, Μα είστε καλά τι είν αυτά που μας λέτε; Έμεινε το αυτοκίνητο του από λάδια πρόσφατα, έβαλε μπροστά τη μηχανή και την έκαψε, θυμήθηκε το Μπάρμπα Στέργιο το Μεκατζή, που τις χάιδευε και δουλεύανε ρολόι.» Ή ένα κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας του, κατ ουσία πολιτικό πρόσωπο, δε διστάζει να περιγράψει γυμνά μια ταυτόχρονα γενική και προσωπική -ως αναγνώστρια, θα πρόσθετα «απίστευτη»- πραγματικότητα, ότι στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, όπως και σ όλες τις παραγωγικές σχολές των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, επικρατούσε προδικτατορικά τέτοιο μαύρο σκοτάδι σε σχέση με τις εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία, ώστε οι δόκιμοι αξιωματικοί δεν είχαν πάρει χαμπάρι τις ιστορικού χαρακτήρα εξελίξεις που συνέβαιναν δίπλα τους, από τα Ιουλιανά μέχρι την επιβολή της δικτατορίας. Και βέβαια ο Αντώνης Κακαράς δε χρησιμοποιεί τη δικαιολογία του πολύ γνωστού προσώπου, ο οποίος επικαλέστηκε ότι δεν είχε αντιληφθεί τι γινόταν όχι στον πρώτο χρόνο της δικτατορίας, αλλά καθ όλη τη διάρκειά της, επειδή «διάβαζε». Αντίθετα, με υπομονή παραθέτει το κλίμα της εποχής μέσα στη Σχολή του, ξανά και ξανά, μέχρι να καταλάβουμε πώς είναι δυνατόν νέοι 1
άνθρωποι από 18 μέχρι 25 χρονών, ζωντανοί, ξύπνιοι, περπατημένοι όσο το επέτρεπαν οι καιροί τους που ήταν δύσκολοι καιροί, η ενηλικίωση ερχόταν πολύ πιο γρήγορα και βίαια απ ό,τι σήμερα-, από πολλές, κι ανάμεσα τους τις πιο ουσιαστικές απόψεις, να έχουν μεγαλύτερη άγνοια από μικρά παιδιά. Απ τα παραδείγματα αυτών των μηχανισμών, η περιγραφή των καψονιών των πρωτοετών απ τους μεγαλύτερους, απ όπου, μέσα από την προσωπική του εμπειρία, αντλεί και τον τίτλο του βιβλίου του: «Αυτόν ρώταγαν αν είχε πηδήσει κατσίκα ή κότα και τον βάζανε να κάνει το δραγάτη φωνάζοντας Όξω απ τ αμπέλια ρεεε και ξελιγώνονταν, ενώ συνέχιζε ο δραγάτης, Πάρ το γάιδαρο από κει, βάλτου και footpowder, δώσ του κι ένα κράνος. Βλάχο τον ανέβαζαν, βλάχο τον κατέβαζαν, και τούτος προσπαθούσε να δείχνει πως δεν τον ένοιαζε, μα έβραζε μέσα του. Έκτοτε θεωρεί σαν αμπέλι τα δικαιώματά του και κάθε ανθρώπου κι όλων μαζί τα δικαιώματα.» Ή όπως αφηγείται, με αυτόν τον όλο πραγματικό μπρίο και ζωή προφορικό λόγο με το ιδιόρρυθμο λεξιλόγιο στο οποίο είναι γραμμένο ολόκληρο το βιβλίο, τις τρέλες της ζωή του από τότε που, όπως λέει, για να τυραννάει τη μάνα του «ήρθε στον κόσμο ο διάολος που τον είπαν Γρίβα». Χωρίς οποιονδήποτε ανιχνεύσιμο εξωραϊσμό, με μια πραγματικά αφοπλιστική ειλικρίνεια και ντομπροσύνη, ανακατεύοντας καταστάσεις σοβαρές και ανόητες, τραγικές και ξεκαρδιστικές, κρίσιμες και της πλάκας, γενναιόφρονες και μικρόψυχες, εξαιρετικά προσωπικές και απολύτως δημόσιες [όπως συμβαίνει, με άλλα λόγια, με τη ζωή όλων μας, μόνο πως σχεδόν ποτέ δεν είμαστε σε θέση να το αναγνωρίσουμε αυτό δημόσια όταν αφορά εμάς τους ίδιους], στις οποίες μπερδεύονται στην κυριολεξία εκατοντάδες είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις τι γίνεται με όλους πρόσωπα. Πολύ πέρα από τα συνηθισμένα στρογγυλέματα που υπαγορεύει η συνήθης οπορτουνιστική διάθεση των αυτοβιογράφων εφόσον τα πρόσωπα που αναφέρονται ζουν κι ενδιαφέρουν ακόμα το συγγραφέα, είναι σε θέση να το κάνει αυτό με τόσο απίστευτο, κάποιες φορές τρόπο, επειδή διαπραγματεύεται και χειρίζεται τόσο ανελέητα, θα λεγες, τα σχετικά με το δικό του ρόλο στην ιστορία. Τόσο στη Μικρή Αφήγηση, την αφήγηση της δικής του προσωπικής ιστορίας, όσο και στη Μεγάλη Αφήγηση, της δημόσιας ιστορίας των καιρών μας. Αυτό, πέρα απ το πώς αφηγείται, είναι που κάνει τόσο σαγηνευτικό αυτό το βιβλίο. Γιατί, από τις πρώτες ήδη σελίδες, σου δίνει την αίσθηση ότι είναι ένα κείμενο που δεν υποτιμά τους αναγνώστες του, που τους αντιμετωπίζει ως ενήλικες, που τους σέβεται ως ανθρώπους σκεπτόμενους και με μέτρο σύγκρισης τις δικές τους εμπειρίες, προπαντός σε συνάφεια με την, πάντα αιχμηρή, πραγματικότητα: Ξέρουμε όλοι λίγο-πολύ ότι οι στρογγυλές γωνίες και οι συνωστισμοί στις προκυμαίες εμφανίζονται μόνο όταν αρχίζει η ιστορική αναθέωρηση. Πριν απ όλα γι αυτό ακριβώς, επειδή το κείμενο βρίσκεται σε συνάφεια με την πραγματικότητα, από τους επιθετικούς προσδιορισμούς ειδικά και γενικά για τις αυτοβιογραφίες, εν είδη θέσφατου, του βρετανού κριτικού, για το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Αντώνη Κακαρά ισχύει μόνο ο τελευταίος. Ναι, είναι μια αυτοβιογραφία ενοχλητική. Δεν είναι όμως ενοχλητική για τον υποψιασμένο και κριτικό αναγνώστη, όπως υπονοεί ο κριτικός της Guardian για την αυτοβιογραφία της Σερί Μπλερ. Ο αναγνώστης του Όξω απ τ αμπέλια ρεεε όχι μόνο δεν ενοχλείται, αλλά γνωρίζει μια πραγματική απόλαυση, την σπάνια ευχαρίστηση σε μια εποχή που η εικόνα εξοστρακίζει τη σκέψη και η πραγματικότητα μετατρέπεται σε εικονική, να περιδιαβαίνει συντροφιά με το συγγραφέα μπρος-πίσω μέσα στο χρόνο σ έναν κόσμο πραγματικό, σ έναν κόσμο που σε κρατάει σε κατάσταση εγρήγορσης, όχι σ ένα κόσμο-καταφύγιο από την πραγματικότητα, όχι σ ένα παράλληλο σύμπαν που σε απορροφάει και σε παρηγορεί και συναντιέται μόνο στα όνειρα. Κι επειδή ακριβώς ο κόσμος αυτού του βιβλίου είναι ένας κόσμος πραγματικός στην ιστορικότητα και στο παρόν του, με όλη του τη βιαιότητα και τη μεγαλοσύνη, τη δόση βλακείας και διάνοιας, δειλίας και γενναιότητας, μεταφυσικής και ορθολογισμού που χαρακτηρίζει μόνο την πραγματική ζωή, γι αυτό κι είναι ένας κόσμος που βοηθά τελικά όχι μόνο το συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη του να ονειρεύεται. Όχι με τα όνειρα που κοιμίζουν, αλλά μ αυτά που σε κρατούν ξύπνιο, που συλλαμβάνουν και αντανακλούν πρώτα σ ένα φαντασιακό πεδίο τις αλλαγές που είναι απολύτως αναγκαίες αλλά φαίνονται αδύνατες στο πεδίο της πραγματικότητες, που αν πρώτα δεν τις ονειρευτείς, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείς να παλεύει γι αυτές στην πραγματική ζωή. Ο Αντώνης Κακαράς, που μια ζωή τρωγόταν με τα ρούχα του ακριβώς γιατί έκανε τέτοια όνειρα, που χάρη σ αυτά αντί να καταβροχθίζει τις 2
βαθμίδες της καριέρας του ως αξιωματικός βρέθηκε μ ένα φάκελο «δυσμενείς κρίσεις ανωτέρων» και στη φυλακή και βέβαια 60χρονος με διδακτορικό, κάνει και τον αναγνώστη του να τρώγεται με τα ρούχα του. Γι αυτό και το παρόν βιβλίο είναι ενοχλητικό: Για τις κοινωνικές δομές που από αρχαιοτάτων χρόνων, απ την περίοδο αποφθεγμάτων τύπου «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον», μέχρι σήμερα, θέλουν ανθρώπους παραιτημένους, συμβιβασμένους με ό,τι εμφανίζεται ως «μοίρα» τους. Και βέβαια δεν είναι ένα βιβλίο ενοχλητικό μόνο για τις κοινωνικές δομές και τη λειτουργία τους, λόγω της ενίσχυσης μιας απολαυστικής στάσης κριτικής και αναστοχασμού, στην οποία παρακινεί τους αναγνώστες του. Σε εντελώς προσωπικό επίπεδο είναι σίγουρα ενοχλητικό για έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που βρίσκονται ακόμα στη ζωή και στων οποίων την υστεροφημία, είτε στο στενό κύκλο της οικογένειας, των φίλων και των κοινωνικών συναναστροφών τους είτε στον ευρύτερο της δημόσιας ζωής, ο συγγραφέας βάζει δυναμίτη. Βέβαια σ αυτό το καθαρά προσωπικό επίπεδο τους προσφέρει μια ιδιόμορφη ασυλία, εμφανίζοντας τους στο κείμενο του με παραφθαρμένες εκδοχές των πραγματικών ονομάτων τους. Πρόκειται για ένα δίκτυ προστασίας μόνο από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, καθώς είναι γεμάτο τρύπες για όσους αναγνώστες σχετίζονται με τους συγκεκριμένους κάθε φορά χώρους αναφοράς, από το χωριό- γενέτειρα του Αντώνη Κακαρά μέχρι το Πολεμικό Ναυτικό. Και δε μπορείς παρά να βγάλεις το καπέλο στο τέχνασμα, αντάξιο του Καλού Στρατιώτη Σβέικ και απολαυστικό ως παιχνίδι με την κοινωνική υποκρισία, πάνω στο οποίο στηρίζεται η εμφάνιση του κειμένου ως αφήγημα μεν, αλλά όχι αυτοβιογραφικό: Αφού μας διαβεβαιώνει ότι όλα τα γεγονότα που διαδραματίζονται σ αυτό είναι αληθινά και καμιά ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα δεν είναι τυχαία, ενώ όλα τα ονόματα είναι κατασκευασμένα, διαβεβαιώνει όσους αναγνωρίζουν σε πρόσωπο του κειμένου τον εαυτό τους ότι αν μένουν ευχαριστημένοι από την παρουσίαση, τότε όντως γι αυτούς πρόκειται. Αν όμως δεν τους αρέσει, τότε δεν πρόκειται για τους ίδιους! Επιτρέψτε μου να προσθέσω μερικά λόγια περισσότερο προσωπικά. Διαβάζοντας τις αναφορές του κειμένου στη Γραβιά και στην πρώτη παιδική ηλικία του συγγραφέα κατά τον εμφύλιο και τη δεκαετία του 50 μέχρι τη μετακόμιση της οικογένειας του το 1958 σ αυτό που ονομάζει Μεγαλοχώρι, την Αμφίκλεια, είχα την αίσθηση ότι σηκωνόταν η άκρη από ένα πολύ βαρύ κιλίμι και από κάτω αντίκριζα έναν ολόκληρο κρυμμένο κόσμο από σκοτάδι και φως. Δεν έχω γνωριστεί παρά μ ελάχιστα από τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται. Καθώς όμως ο άντρας μου γεννήθηκε με λίγα χρόνια διαφορά απ το συγγραφέα σε διπλανό χωριό, αυτό που αποκαλεί στο βιβλίο το «κεφαλοχώρι» που χάρη στον Μακαρέζο έχασε το Γυμνάσιο που προοριζόταν γι αυτό και το κέρδισε η Γραβιά, μ αποτέλεσμα, προσθέτω εγώ, το τότε «κεφαλοχώρι» να παρακμάσει ταχύτατα, γνωρίστηκα με την περιοχή και τον κόσμο της από τα είκοσί μου. Και παρ όλο που αυτή η γνωριμία έμεινε σχετικά επιφανειακή, έστω κι έτσι περισσότερο από 30 χρόνια μέχρι τώρα είναι ένας πολύ μακρύς χρονικός ορίζοντας για να μην αισθάνεται κανείς οικείος. Τη μαύρη φτώχεια που περιγράφει, τα παιδιά που αν έπεφταν στα χέρια τους βαζάκι με γλυκό της μάνας τους το καθάριζαν κατευθείαν χωρίς σκέψη για τις επακόλουθες συνέπειες, τα σχολικά συσσίτια της UNRA με το γάλα σκόνη και το κίτρινο τυρί και τα δέματα με τα μεταχειρισμένα ρούχα που ερχόταν βοήθεια απ το εξωτερικό, το γουρούνι που πάχαιναν μισό χρόνο, το έσφαζαν τα Χριστούγεννα και το έτρωγαν όλο το χειμώνα ενώ ακόμα κι απ το δέρμα του έφτιαχναν γουρουνοτσάρουχα, τα ήξερα από τις αναμνήσεις του συντρόφου μου και της αδερφής του. Τη σκληρή ατέλειωτη δουλειά των γυναικών, χωρίς διαφορά από των αντρών πέρα απ τ ότι είχαν και τα παιδιά και το σπίτι, αυτή την ασταμάτητη δουλειά, το όργωμα με αρχαία τεχνολογία, τα κοπάδια στη Γραβιά, τη δουλειά στα καπνοχώραφα από τις 4 η ώρα το πρωί και τ ατέλειωτα ξενύχτια για το αρμάθιασμα του καπνού στο Καστέλι, τη μετανάστευση απ την Αμερική μέχρι την Αυστραλία και τη Γερμανία, τα ξέρω απ τις ιστορίες της πεθεράς μου και των φιλενάδων της. Το μεταλλείο, που «έδωσε ψωμί» στα χωριά της περιοχής, όπως λένε ακόμα και σήμερα, μετατρέποντας μερίδα των αγροτών, άντρες και γυναίκες, σε εργάτες, αλλά συνδεμένους με μισοτσιφλικάδικους δεσμούς εξάρτησης. Τις πελατειακές σχέσεις που ακόμα σήμερα προσδένουν τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής με την εταιρεία, που με την επιφανειακή εξόρυξη του βωξίτη έχει φάει φέτες-φέτες τα πανέμορφα βουνά ολόγυρα και σήμερα λυμαίνεται τα κάποτε άφθονα νερά της περιοχής, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι οι 3
βρύσες στα σπίτια να τρέχουν με ωράριο και η ποιότητα του νερού να έχει γίνει απαράδεκτη. Το ρήμαγμα της αγροτικής παραγωγής και των χωριών της περιοχής πλέον σήμερα, τα τεράστια σπίτια-σύμβολα πλούτου που χτίζονται από τη δεκαετία του 90 και μένουν άδεια, καθώς οι κάτοχοι τους εμφανίζονται στο χωριό ελάχιστες μέρες το χρόνο, τα ξέρω απ τις διηγήσεις όλων και κάποια απ αυτά - τα βουνά, τα νερά και τα σπίτια - τα βλέπω και τα ζω η ίδια. Και παραπέρα: Οι λίγοι παλιοί αριστεροί με τις ιστορίες τους απ το αντάρτικο και τον εμφύλιο, από μάχες, ήρωες κι εκτελεσμένους, όσοι επιζούν ακόμα: Η περιοχή, όπως λέει κι ο Αντώνης Κακαράς στο βιβλίο του, έβγαζε κυρίως «μπασκίνες και στρατιωτικούς» κι ο κόσμος είναι μικρός μέχρι και τον ανακριτή στο Ρουφ που τον Ιούλιο του 1974 με παρέπεμψε να δικαστώ στο Στρατοδικείο, τον βρήκα κάποιο Πάσχα τέλος δεκαετίας του 70 να χορεύει λεβέντικα τσάμικο στην αυλή της εκκλησιάς στο Καστέλι. Αυτά τα ήξερα μέσα απ τις διηγήσεις των ανθρώπων και πρώτη φορά τα βρίσκω τώρα καταχωρισμένα εδώ, σ αυτό το αφήγημα. Κι αυτά είναι που βρίσκονται πάνω απ το κιλίμι. Κάτω απ την άκρη του που σηκώνει στον αέρα ο συγγραφέας βρίσκεται ένα αντεστραμμένο είδωλο αυτού του κόσμου από το «Βαρώνο» και τη συμμορία του, που ματοκύλισαν την περιοχή στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, μέχρι τις άτυχες γιαγιάδες που νέες «χάσαν την τιμή» τους κι έμειναν να κάνουν «ψυχικά» στους άντρες του χωριού, από τα φονικά για λόγους τιμής ή για ζωοκλοπή ή για το τίποτα μέχρι την καρότσα που έσταζε αίμα από τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών, λίρα το κεφάλι, που για αυτά είχα πρωτοδιαβάσει έφηβη στη δικτατορία στους Καπετάνιους του Ντομινίκ Εντ. Ακόμα καλύτερα που δεν ξέρουμε σε ποιους πραγματικούς ανθρώπους αντιστοιχεί τι απ όσα γράφει ο Κακαράς. Έτσι αυτό που μένει είναι αυτό που κυρίως μετρά αφού οι άνθρωποι φεύγουν: Όχι τόσο οι ίδιοι αλλά οι καταστάσεις που δημιούργησαν, τα σημάδια που άφησε η ζωή τους, τ αποτελέσματα από τις πράξεις τους. Όταν θα ξαναπάω φέτος στην περιοχή, νομίζω ότι η ματιά μου πάνω στα ίδια πράγματα θα χει αποκτήσει ένα άλλο βάθος. Άλλοι, που έχουν σχέση με το Πολεμικό Ναυτικό, πολύ περισσότερο όσοι ξέρουν πρόσωπα και πράγματα για τις καταστάσεις πριν, μετά και για τα κινήματά του, ίσως να νιώθουν έτσι διαβάζοντας για τις αντίστοιχες περιόδους. Για αυτή την εποχή θα ήθελα να προσθέσω κάτι: Πλάι στην ιστορία υπάρχει πάντα η μυθολογία, που γεννιέται σχεδόν ταυτόχρονα για τα γεγονότα. Το επεισόδιο με το τάβλι, προφανώς δίνοντας συμπυκνωμένη έκφραση σε μια συλλογική οργή κι αγανάκτηση όλων όσοι θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο αλλά δεν το έκαναν ποτέ επειδή δεν τόλμησαν ή επειδή δε μπορούσαν, έγινε κάποιου είδους ορόσημο και περιβλήθηκε έναν αέρα μυθολογικό. Σε μένα έφτασε ως φήμη, η ιστορία για τον αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού που σ ένα καράβι τσακώθηκε με τον κυβερνήτη του για το χαρακτήρα του καθεστώτος και του πέρασε κολάρο το τάβλι που έπαιζαν. Μπορεί να χρειαστεί να διαβαστεί το βιβλίο του Αντώνη για ν αποκατασταθεί η αλήθεια, ότι το τάβλι το πέρασε κολάρο στο πουλί της δικτατορίας κι όχι στο συμπαίχτη του, οι μύθοι όμως έτσι κι αλλιώς επιδεικνύουν αντοχές αξιοσημείωτες. Και, πέρα απ όλα τ άλλα, έχοντας ζήσει στη μεταπολίτευση από την άλλη μεριά του λόφου τις προσπάθειες επί χρόνια των εφέδρων, φαντάρων, ναυτών, σμηνιτών και αξιωματικών στα τρία όπλα, να μπουν οι εφημερίδες στις μονάδες και στα πλοία και να υπάρξει κάποιου είδους άτυπος συνδικαλισμός, προσπάθειες που κόστισαν πολύ αγώνα, ποινές και στραπάτσα για αυτούς που το πάλεψαν, με αποκορύφωμα τους εκπροσώπους και των τριών όπλων που άρχισαν να κατεβαίνουν ένστολοι σε συγκεντρώσεις και πορείες, μπορώ να εκτιμήσω πόσο δύσκολες και με τι προσωπικό κόστος ήταν οι αντίστοιχες προσπάθειες που εξιστορεί ο Αντώνης Κακαράς, των μόνιμων, και μάλιστα απ τα χρόνια της δικτατορίας. Και βέβαια θα ήθελα να εξομολογηθώ τη συγκίνησή μου όταν συνάντησα στο βιβλίο τις αναφορές στον πεθερό του, το Στέφανο Παπαγιάννη, αυτόν που αποκαλεί με το πρωτότυπο και εξαιρετικό παρανόμι «ο ασυμπίεστος», προφανώς επειδή είτε ελεύθερος, είτε φυλακή, είτε εξορία, ήξερε πάντα τι έπρεπε να πει και τι να κάνει χωρίς ταλαντεύσεις, χωρίς να φαίνεται ότι έχουν πάνω του οποιοδήποτε αποτέλεσμα οι «πιέσεις»: Έναν απ τους πιο ήρεμους και συγκροτημένους ανθρώπους που γνώρισα, για τον οποίο έτρεφα σεβασμό και εκτίμηση αμείωτη με τα χρόνια, από τότε που πρωτοβρεθήκαμε στον ίδιο χώρο. 4
Αγαπητές φίλες και φίλοι, Ο Αντώνης Κακαράς έχει ήδη κυκλοφορήσει δυο έργα σημαντικά στον τομέα τους, Το πολεμικό Ναυτικό στη Δικτατορία 1967-1974 και το τρίτομο Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί στη Μεταπολεμική Ελλάδα. Σε συνδυασμό με αυτό το τόσο ζωντανό και εξίσου σημαντικό αυτοβιογραφικό του αφήγημα, μπορούμε να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε πλέον τον κύριο ρόλο του. Όχι μηχανικού ή αξιωματικού, αλλά αυτόν που του απένειμαν σχεδόν μισό αιώνα πριν στα καψόνια των πρωτοετών της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων: Ρόλος δραγάτη στα αμπέλια της πιο πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας, με αφηγήματα μνήμης, λήθης, άρα και νοσταλγίας μύθων, λόγου και πράξεων, να διώχνει εκείνους που ανέξοδα και από σχετικά ασφαλή πλέον χρονική απόσταση επιχειρούν την αναθεώρηση της. 5