European Ombudsman Απόφαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για την περάτωση της έρευνας σχετικά με την αναφορά 1625/2010/ANA κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Το ιστορικό της αναφοράς 1. Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά το χειρισμό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μιας καταγγελίας παράβασης σχετικά με τον ελληνικό νόμο αριθ. 6085/1934 που υποχρεώνει τους αμπελοκαλλιεργητές της νήσου Σάμου να πωλούν το σύνολο της παραγωγής τους στην Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου. 2. Σημείο εκκίνησης της αναφοράς αποτελεί η αίτηση χορήγησης άδειας παραγωγής οίνου που ο ενδιαφερόμενος, ένας αμπελοκαλλιεργητής με έδρα τη Σάμο, εκπροσωπούμενος από δικηγορικό γραφείο, υπέβαλε στη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Σάμου στις 24 Οκτωβρίου 2007. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε. 3. Στις 28 Φεβρουαρίου 2008, ο ενδιαφερόμενος προσέβαλε την απόφαση που απέρριπτε την αίτησή του ενώπιον του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της Ελλάδας (στο εξής «Συμβούλιο της Επικρατείας») υποστηρίζοντας ότι είναι ασύμβατη και με το ελληνικό Σύνταγμα και με τη Συνθήκη ΕΚ, η οποία μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας μετονομάστηκε σε Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). 4. Παράλληλα, στις 13 Μαρτίου 2008, ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε καταγγελία παράβασης στην Επιτροπή, με την οποία αμφισβήτησε τη συμβατότητα του εν λόγω ελληνικού νόμου με τη Συνθήκη ΕΚ, και συγκεκριμένα με τα άρθρα 2, 3 (τα οποία, μετά την τροποποίηση από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, δεν έχουν πλέον ακριβές ισοδύναμο), 43 και 49 της ΣΕΚ (σήμερα, άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ, αντίστοιχα). 5. Στις 28 Μαρτίου 2008, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη λήψη της καταγγελίας. Με επιστολή της 17ης Ιουνίου 2008, η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Επιτροπής (ΓΔ AGRI) ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι η καταγγελία απαιτούσε ενδελεχή εξέταση, τα αποτελέσματα της οποίας θα του γνωστοποιούνταν το συντομότερο δυνατό. Στις 25 Ιουνίου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι η καταγγελία του καταχωρίσθηκε επίσημα ως καταγγελία παράβασης και διαβιβάστηκε στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (ΓΔ COMP). 6. Στις 12 Ιανουαρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος επικοινώνησε με την Επιτροπή και ζήτησε να ενημερωθεί για τις ενέργειές της σε σχέση με την καταγγελία του. Επιπλέον, ζήτησε 1
διευκρινίσεις σχετικά με το ποια ΓΔ θα εξέταζε την καταγγελία του. 7. Στις 5 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι η ΓΔ AGRI είχε αναλάβει την εξέταση της καταγγελίας του και ότι, στο πλαίσιο αυτό, είχε διαβιβάσει την καταγγελία στις ελληνικές αρχές. Η Επιτροπή έκρινε μη ικανοποιητική την απάντηση των ελληνικών αρχών της 12ης Σεπτεμβρίου 2008 και απέστειλε νέο αίτημα στις 9 Δεκεμβρίου 2008 και επιστολή υπενθύμισης στις 16 Ιανουαρίου 2009. Την ημέρα αποστολής της επιστολής υπενθύμισης, η Επιτροπή έλαβε επιστολή των ελληνικών αρχών στην οποία ζητούσαν να παραταθεί κατά τρεις μήνες η προθεσμία που είχαν για να απαντήσουν, λόγω της νομικής πολυπλοκότητας του ζητήματος. Η Επιτροπή θεώρησε το αίτημα υπερβολικό και χορήγησε παράταση δύο μόνο μηνών. 8. Στις 27 Απριλίου 2009, ο ενδιαφερόμενος επικοινώνησε με την Επιτροπή και ζήτησε να ενημερωθεί. Στην απάντησή της της 2ας Ιουνίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι οι ελληνικές αρχές είχαν απαντήσει στις 16 Απριλίου 2009. Οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι εκκρεμούσαν δύο προσφυγές ακύρωσης του νόμου 6085/1934 ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ότι η απόφαση αναμενόταν εντός του 2009. Η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι, με επιστολή της 11ης Μαΐου 2009, είχε ζητήσει από τις ελληνικές αρχές να την τηρούν ενήμερη και να της αποστείλουν αντίγραφο της απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας αμέσως μετά την έκδοσή της. 9. Στην επιστολή του προς την Επιτροπή της 1ης Ιουνίου 2009 (δηλαδή, μία ημέρα προτού η Επιτροπή αποστείλει την απάντηση που περιγράφεται στην προηγούμενη παράγραφο), ο ενδιαφερόμενος ανέφερε ότι πληροφορήθηκε ανεπίσημα πως το ελληνικό Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης είχε ενημερώσει την Επιτροπή για τις δύο υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ότι η Επιτροπή δεν σκόπευε να προχωρήσει στη διερεύνηση της καταγγελίας προτού το Συμβούλιο Επικρατείας αποφανθεί επί των αιτήσεων που του είχαν υποβληθεί. Ο ενδιαφερόμενος ανέφερε ότι, καθώς δεν είχε λάβει απάντηση από την Επιτροπή στην επιστολή του της 27ης Απριλίου 2009, υπέθετε ότι οι πληροφορίες που έλαβε από τις ελληνικές αρχές ήταν ορθές. Επί τη ευκαιρία, υπενθύμισε στην Επιτροπή ότι είχαν μεσολαβήσει δεκαπέντε μήνες από τότε που υπέβαλε την καταγγελία παράβασης και ότι οι περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας του, κατά παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία και τον ανταγωνισμό, του προκάλεσαν ανεπανόρθωτη ζημία. 10. Για τους λόγους αυτούς, ο ενδιαφερόμενος έκρινε σκόπιμο να επαναλάβει τα εξής στοιχεία της καταγγελίας του. Πρώτον, ο ενδιαφερόμενος εξήγησε ότι στην καταγγελία παράβασης είχε ενημερώσει την Επιτροπή για την αίτηση ακύρωσης που είχε υποβληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Συνεπώς, το γεγονός ότι εκκρεμούσε δικαστική υπόθεση ήταν γνωστό στην Επιτροπή ευθύς εξαρχής και δεν θα έπρεπε να επηρεάσει την πρόοδο της διερεύνησης της καταγγελίας του. Δεύτερον, οι προσφυγές ακύρωσης που υπέβαλαν ο ενδιαφερόμενος και άλλοι δύο αμπελοκαλλιεργητές επικεντρώνονταν στη συμβατότητα του ελληνικού νόμου με το ελληνικό Σύνταγμα και δεν κάλυπταν τα ζητήματα τη διερεύνηση των οποίων είχε ζητήσει από την Επιτροπή. Τρίτον, λόγω των διαδοχικών παρατάσεων που ζήτησε η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Σάμου, δεν είχε πραγματοποιηθεί η επ' ακροατηρίου συζήτηση των υποθέσεων, κάτι που σήμαινε ότι η απόφαση δεν θα έπρεπε να αναμένεται 2
προτού συμπληρωθεί τουλάχιστον ένα έτος από την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δηλαδή πριν από τα τέλη του 2010. Επειδή οι υποθέσεις αφορούν τη συμβατότητα του ελληνικού νόμου με το ελληνικό Σύνταγμα, το ζήτημα πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αποτέλεσμα η επ' ακροατηρίου συζήτηση να πραγματοποιηθεί στα τέλη του 2012 και η απόφαση να ακολουθήσει ένα έτος μετά. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές αρχές παραπλάνησαν την Επιτροπή όσον αφορά τη διάρκεια των ελληνικών δικαστικών διαδικασιών. Εάν η Επιτροπή ανέμενε την έκβασή τους, η διερεύνηση της καταγγελίας θα καθυστερούσε άλλα πέντε έτη. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή θα παραβίαζε τα καθήκοντά της που απορρέουν από τη Συνθήκη σε ένα ζήτημα που αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα της ελεύθερης κυκλοφορίας, τα οποία η Επιτροπή οφείλει να διασφαλίζει. Τέλος, ο καταγγέλλων κάλεσε την Επιτροπή να ζητήσει από τις ελληνικές αρχές να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα που εγείρονται. Εάν δεν διαβίβαζαν ικανοποιητική απάντηση, η Επιτροπή θα έπρεπε να απευθύνει προειδοποιητική επιστολή. 11. Με επιστολή της 10ης Ιουλίου 2009, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή του ενδιαφερόμενου στην απάντησή της, της 2ας Ιουνίου 2009. Επιπλέον, η Επιτροπή τον ενημέρωσε ότι απέστειλε νέα επιστολή στις ελληνικές αρχές. Η Επιτροπή έθεσε υπόψη του ενδιαφερόμενου το καθήκον των εθνικών δικαστηρίων των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα να παραπέμπουν ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στο Δικαστήριο της ΕΕ βάσει του άρθρου 234, τελευταίο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (πλέον, άρθρο 267, παράγραφος 3, της ΣΛΕΕ). Σε κάθε περίπτωση, οι κανόνες που απορρέουν από την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς έχουν άμεση ισχύ και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τους επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης τη δυνατότητα αποζημίωσης, η οποία μπορεί να επιδικαστεί μόνο από τα εθνικά δικαστήρια. 12. Στην επιστολή του της 21ης Ιουλίου 2009, ο ενδιαφερόμενος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή χειριζόταν την καταγγελία παράβασης που υπέβαλε. Πιο συγκεκριμένα, αφού παρουσίασε μια σύνοψη της ανταλλαγής αλληλογραφίας μέχρι εκείνη τη στιγμή, διαμαρτυρήθηκε για την έλλειψη αντικειμενικότητας της Επιτροπής, η οποία, κατά την άποψή του, αποδεικνυόταν από το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της μόνο τις απόψεις που της εξέφρασαν οι ελληνικές αρχές. Αυτές αφορούσαν το χρόνο που θα διαρκούσε η εξέταση της υπόθεσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας και, το σημαντικότερο, τις πληροφορίες επί της ουσίας της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εν προκειμένω, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι το ελληνικό Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, με το οποίο συνομιλούσε η Επιτροπή, δεν ήταν διάδικο μέρος στις ελληνικές δικαστικές διαδικασίες και δεν είχε γνώση των σχετικών υποθέσεων. Για να απαντήσει στην επιστολή της Επιτροπής, θα έπρεπε να λάβει αυτές τις πληροφορίες από τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Σάμου. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι αυτό πλήττει την αντικειμενικότητα της Επιτροπής κατά την εξέταση της καταγγελίας του, δεδομένου ότι η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Σάμου είναι η καθ ης στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. 13. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος επεσήμανε ότι γνωρίζει πολύ καλά τα δικαιώματά του που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ και ότι, πράγματι, άσκησε αυτά τα δικαιώματά του στο πλαίσιο των εκκρεμών δικαστικών διαδικασιών στην Ελλάδα ζητώντας από το Συμβούλιο 3
της Επικρατείας να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της ΕΕ. Κατά συνέπεια, η συμβουλή της Επιτροπής να πράξει ακριβώς αυτό που είχε ήδη πράξει ήταν άστοχη. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι είχε ήδη ασκήσει τα δικαιώματά του δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την εκπλήρωση των δικών της καθηκόντων. 14. Πάντως, συνέχισε ο ενδιαφερόμενος, η υποχρέωση του Συμβουλίου της Επικρατείας να ζητήσει από το Δικαστήριο της ΕΕ να εκδώσει προδικαστική απόφαση, αν και αυταπόδεικτη, δεν σχετίζεται με την ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και του ιδίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο ενδιαφερόμενος θεώρησε ανεξήγητη τη σύνδεση των δικαστικών διαδικασιών στην Ελλάδα με την καταγγελία του. Επίσης, ο ενδιαφερόμενος διαμαρτυρήθηκε για τη «μεταβίβαση» των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή από τις Συνθήκες στις δικαστικές αρχές ενός κράτους μέλους. Ο ενδιαφερόμενος αμφισβήτησε επίσης τα κίνητρα της Επιτροπής για την ταχεία διερεύνηση άλλων καταγγελιών παράβασης κατά της Ελλάδας, που έχουν τύχει ευρείας δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι εκκρεμούν υποθέσεις ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. 15. Τέλος, ο ενδιαφερόμενος διευκρίνισε ότι δεν ζήτησε αποζημίωση από την Επιτροπή. Της ζήτησε απλώς να εξετάσει τη συμβατότητα της άρνησης των ελληνικών αρχών να του χορηγήσουν άδεια ίδρυσης οινοποιείου με το δίκαιο της ΕΕ και, μετά από ενδελεχή διερεύνηση της καταγγελίας του για παράβαση, να απαντήσει με ολοκληρωμένο και αιτιολογημένο τρόπο στους ισχυρισμούς του. 16. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι είχε απευθύνει νέα επιστολή στις ελληνικές αρχές ζητώντας τους να απαντήσουν εντός ενός μηνός στα ουσιώδη ζητήματα που τέθηκαν στο πλαίσιο της αλληλογραφίας της με τον ενδιαφερόμενο. Εφόσον οι ελληνικές αρχές δεν απαντούσαν, η Επιτροπή επρόκειτο να αποστείλει επιστολή υπενθύμισης προτού προβεί στις επόμενες ενέργειες στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η Επιτροπή εξέφρασε την πεποίθησή της ότι η επί της ουσίας απάντηση των ελληνικών αρχών συνιστούσε σημαντικό στοιχείο που θα έπρεπε να λάβει υπόψη προτού καθορίσει τη θέση της επί της καταγγελίας. 17. Με επιστολή της 26ης Οκτωβρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος υπενθύμισε στην Επιτροπή ότι είχαν μεσολαβήσει άλλοι τέσσερις μήνες από την επιστολή του της 1ης Ιουνίου 2009 και ότι δεν είχε λάβει απάντηση επί της ουσίας. Ο ενδιαφερόμενος ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η ακρόαση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας που είχε οριστεί για τις 20 Οκτωβρίου 2009 αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος της καθ ης η αίτηση για τις 24 Νοεμβρίου 2009. 18. Στην επιστολή της, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, προς τον ενδιαφερόμενο, η Επιτροπή συνόψισε τις πληροφορίες που είχε λάβει από τον ίδιο όσον αφορά την προσφυγή ακύρωσης που εκκρεμούσε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη συμβατότητα του εν λόγω ελληνικού νόμου με το ελληνικό Σύνταγμα. Αναφορικά με τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις εκτιμήσεις του ενδιαφερόμενου, αλλά τον ενημέρωσε ότι, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, δεν θα χρειαζόταν να παραπεμφθεί το ζήτημα στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα πάλι με τις ελληνικές αρχές, η συμβατότητα του εν λόγω ελληνικού νόμου με το ελληνικό Σύνταγμα δεν αποτελούσε πλέον αντικείμενο εξέτασης, η 4
Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι τα ζητήματα του δικαίου της ΕΕ που αναφέρονταν στην αίτηση του ενδιαφερόμενου είχαν τεθεί στις εθνικές δικαστικές διαδικασίες και ότι επρόκειτο να τεθούν, στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ. Τέλος, η Επιτροπή ζήτησε από τον ενδιαφερόμενο να την ενημερώσει για τυχόν εξελίξεις στην υπόθεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και, συγκεκριμένα, για το εάν το ζήτημα επρόκειτο να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια. 19. Στην επιστολή του με ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος κατηγόρησε την Επιτροπή για έλλειψη αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και καλής πίστης. Εντούτοις, εξήγησε ότι δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση από το να επιμείνει στην καταγγελία του ελπίζοντας ότι η Επιτροπή θα ασκούσε το ρόλο της ως θεματοφύλακας των Συνθηκών. Σχετικά με την άποψη των ελληνικών αρχών ότι το ζήτημα δεν επρόκειτο να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο ενδιαφερόμενος επισήμανε ότι στη δήλωσή της η Επιτροπή επανέλαβε αυτολεξεί τους ισχυρισμούς της Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου, παρεμβαίνουσας υπέρ της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Σάμου στις εν λόγω δικαστικές διαδικασίες. Ωστόσο, η απόφαση εναπόκειτο στο ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας και οποιεσδήποτε απόψεις επί του ζητήματος αυτού δεν είχαν σημασία. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η Επιτροπή ανέμενε να αποφανθεί το ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας επί του ζητήματος δεν αποτελούσε δικαιολογία για την καθυστέρησή της να εξετάσει την καταγγελία παράβασης του ενδιαφερόμενου. 20. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος αμφισβήτησε τη δήλωση της Επιτροπής ότι «τα ζητήματα του δικαίου της ΕΕ που αναφέρονται στην αίτηση του ενδιαφερόμενου έχουν τεθεί στις εθνικές δικαστικές διαδικασίες και επρόκειτο να τεθούν, στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ». Ο ενδιαφερόμενος ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ο ίδιος ήταν ο μόνος διάδικος στην υπόθεση που έθεσε το ζήτημα της συμβατότητας του ελληνικού νόμου με το δίκαιο της ΕΕ. Ωστόσο, στην προφορική εισήγησή του, ο εισηγητής δικαστής ζήτησε από το Συμβούλιο της Επικρατείας να απορρίψει τους ισχυρισμούς σχετικά με το δίκαιο της ΕΕ και να επικεντρωθεί σε αυτούς που αφορούν το ελληνικό Σύνταγμα. Εντέλει, συνέστησε στο Συμβούλιο της Επικρατείας να απορρίψει και αυτούς τους ισχυρισμούς. 21. Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν ήταν η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν θα ήταν δεσμευτική για την Επιτροπή και δεν θα είχε καμία σχέση με την καταγγελία που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος σε αυτήν. Η Επιτροπή δεν πρέπει να αναθέτει την εκτέλεση των δικών της καθηκόντων στα εθνικά δικαστήρια, αλλά να εξετάσει τη συμβατότητα του εν λόγω ελληνικού νόμου με το δίκαιο της ΕΕ. Πρέπει να το πράξει αμερόληπτα και χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Τέλος, χάριν της ισότητας των όπλων, ο ενδιαφερόμενος ζήτησε να του επιτραπεί η πρόσβαση στις επιστολές των ελληνικών αρχών ώστε να αποκτήσει επίσημα πληρέστερη εικόνα των απόψεών τους. 22. Με επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή δήλωσε ότι απέστειλε νέα επιστολή στις ελληνικές αρχές, ζητώντας να διευκρινίσουν εντός ενός μηνός ορισμένα θέματα που τέθηκαν στις επιστολές του ενδιαφερόμενου. Η Επιτροπή επανέλαβε ότι η απάντηση επί της ουσίας των ελληνικών αρχών συνιστούσε σημαντικό στοιχείο που έπρεπε να λάβει υπόψη προτού καθορίσει τη θέση της επί της καταγγελίας. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς σχετικά με το δίκαιο της ΕΕ που περιέχονταν στα έγγραφα 5
που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος στο Συμβούλιο της Επικρατείας, καθώς και το αίτημά του για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της ΕΕ. Τέλος, όσον αφορά το αίτημα του ενδιαφερόμενου να αποκτήσει πρόσβαση στις απαντήσεις των ελληνικών αρχών, η Επιτροπή το απέρριψε βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. 23. Με επιστολή της 19ης Μαΐου 2010, ο ενδιαφερόμενος επισήμανε ότι, παρότι είχε παρέλθει η προθεσμία που είχε τεθεί στις ελληνικές αρχές, δεν είχε λάβει καμία πληροφορία σχετικά με την καταγγελία του. Ο ενδιαφερόμενος σημείωσε περαιτέρω ότι είχαν πλέον περάσει πάνω από δύο χρόνια από τότε που υπέβαλε την καταγγελία παράβασης, χωρίς όμως να έχει λάβει καμία ουσιαστική απάντηση. Κατηγόρησε την Επιτροπή για έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας και την προέτρεψε να αλλάξει τη στάση της. Ο ενδιαφερόμενος ενημέρωσε την Επιτροπή ότι αυτή θα ήταν η τελευταία ευκαιρία που θα της έδινε προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη Συνθήκη προτού παραπέμψει την υπόθεση σε άλλα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ. 24. Στις 25 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι έλαβε μια απάντηση από τις ελληνικές αρχές και ότι την εξέταζε. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που ελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναμενόταν πριν από τις θερινές διακοπές. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι ο ενδιαφερόμενος είχε θέσει ζητήματα εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και του είχε ζητήσει να τα παραπέμψει για προδικαστική απόφαση στο Δικαστήριο της ΕΕ. Η Επιτροπή ζήτησε από τον ενδιαφερόμενο να επιβεβαιώσει κατά πόσον είχε την ίδια άποψη για το στάδιο εξέλιξης της υπόθεσης μέχρι εκείνη τη στιγμή. 25. Με επιστολή της 12ης Ιουλίου 2010, ο ενδιαφερόμενος εξέφρασε την έκπληξή του για την απάντηση της Επιτροπής και υποστήριξε ότι, μετά από αλληλογραφία τριάντα μηνών, η Επιτροπή δεν διέθετε «ίχνος αντικειμενικότητας, αξιοπιστίας και αμεροληψίας με τις οποίες οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της και να εκπληρώνει τα καθήκοντά της». Επισήμανε ότι αυτός ήταν που ζήτησε από το Συμβούλιο της Επικρατείας να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα και απέρριψε τη σημασία των πληροφοριών που παρέσχε η Επιτροπή στην επιστολή της. Σε κάθε περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος επέμεινε στην άποψή του ότι δεν πρέπει να συνδέονται οι ελληνικές δικαστικές διαδικασίες με την καταγγελία παράβασης που υπέβαλε. Επιπλέον, ανέφερε ότι η απάντηση των ελληνικών αρχών, εξ όσων γνώριζε, ήταν εκτενέστατη, αλλά αφορούσε μόνο το ζήτημα της συμβατότητας του συγκεκριμένου ελληνικού νόμου με το ελληνικό Σύνταγμα και όχι τα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο της καταγγελίας του για παράβαση. Ο ενδιαφερόμενος ισχυρίστηκε ότι η προσέγγιση της Επιτροπής αποσκοπούσε συστηματικά να καλύψει τις ελληνικές αρχές και να προκαλέσει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Ο ενδιαφερόμενος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρότι ανέμενε ακόμη την πλήρη εξέταση της καταγγελίας του από την Επιτροπή, επρόκειτο να απευθυνθεί σε άλλα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ για το θέμα. 26. Στις 12 Ιουλίου 2010, ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε την παρούσα αναφορά στον Διαμεσολαβητή. 6
Το αντικείμενο της έρευνας 27. Ο Διαμεσολαβητής διεξήγαγε έρευνα σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε την από 13 Μαρτίου 2008 καταγγελία παράβασης που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος με τη δέουσα επιμέλεια. Ο Διαμεσολαβητής επέστησε την προσοχή της Επιτροπής στα επιχειρήματα που επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος προς επίρρωση του ισχυρισμού του, συγκεκριμένα ότι η Επιτροπή α) καθυστέρησε αδικαιολόγητα την ουσιαστική εξέταση της καταγγελίας του για πάνω από τριάντα μήνες και β) παρέβη την υποχρέωση να ενεργεί με αμεροληψία και αντικειμενικότητα, καθώς έλαβε υπόψη μόνο τις πληροφορίες που της υπεβλήθησαν από τις ελληνικές αρχές. 28. Ο Διαμεσολαβητής συμπεριέλαβε στην έρευνα του την αξίωση ότι η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε πλήρη εξέταση της καταγγελίας του ενδιαφερόμενου αναφορικά με τη συμβατότητα της εν λόγω ελληνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της ΕΕ. Η έρευνα 29. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, ο Διαμεσολαβητής εκκίνησε έρευνα σχετικά με τον ισχυρισμό και την αξίωση του ενδιαφερόμενου και ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει τη γνώμη της επί της αναφοράς. 30. Στην επιστολή του με την οποία εκκίνησε την έρευνα, ο Διαμεσολαβητής ενημέρωσε επίσης την Επιτροπή ότι σκόπευε να επιθεωρήσει το φάκελο της καταγγελίας παράβασης. Στις 14 Οκτωβρίου 2010, οι εκπρόσωποι του Διαμεσολαβητή επιθεώρησαν το φάκελο στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής. Στις 15 Νοεμβρίου 2010, ο Διαμεσολαβητής απέστειλε την έκθεση της επιθεώρησής του στον ενδιαφερόμενο. 31. Στις 22 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε τη γνώμη της, η οποία διαβιβάστηκε στον ενδιαφερόμενο για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στις 10 Ιανουαρίου 2011. 32. Με επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι απεύθυνε επίσημη προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα σχετικά με την υπόθεση. Η Επιτροπή ενημέρωσε σχετικά και το Διαμεσολαβητή. Καθότι, κατά τη διάρκεια της έρευνάς του επί της αναφοράς, η Επιτροπή απεύθυνε επίσημη προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα, ο Διαμεσολαβητής θα διερευνήσει εάν, κατά την περίοδο πριν την αποστολή της επίσημης προειδοποιητικής επιστολής, η Επιτροπή εξέτασε την καταγγελία παράβασης με τη δέουσα επιμέλεια. Ανάλυση και συμπεράσματα του Διαμεσολαβητή 7
A. Ισχυρισμός ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε την καταγγελία παράβασης που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος με τη δέουσα επιμέλεια και η σχετική αξίωση Επιχειρήματα που υποβλήθηκαν στο Διαμεσολαβητή 33. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, ο ενδιαφερόμενος προέβαλε στην καταγγελία του προς το Διαμεσολαβητή τα επιχειρήματα ότι η Επιτροπή α) καθυστέρησε αδικαιολόγητα την ουσιαστική εξέταση της καταγγελίας του για παράβαση για περισσότερους από τριάντα μήνες και β) παρέβη την υποχρέωση να ενεργεί με αμεροληψία και αντικειμενικότητα, καθώς έλαβε υπόψη μόνο τις πληροφορίες που της υπεβλήθησαν από τις ελληνικές αρχές. 34. Η απάντηση που έδωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της ανταλλαγής επιστολών με τον ενδιαφερόμενο μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: 1) η Επιτροπή απέστειλε αρκετές επιστολές στις ελληνικές αρχές, καλώντας τις τελευταίες να υποβάλουν τις απόψεις τους σχετικά με την καταγγελία παράβασης, 2) η απάντηση επί της ουσίας των ελληνικών αρχών ήταν καίριας σημασίας για τη στοιχειοθέτηση παράβασης του δικαίου της ΕΕ, και 3) ο ισχυρισμός παράβασης του δικαίου της ΕΕ, ο οποίος προβλήθηκε και στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών που ήταν σε εξέλιξη στην Ελλάδα, θα είχε ως αποτέλεσμα να υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας στο Δικαστήριο της ΕΕ. α) Αδικαιολόγητη καθυστέρηση 35. Στη γνώμη της, η Επιτροπή επισήμανε, ως προκαταρκτική παρατήρηση, ότι όλη η σχετική με την υπόθεση αλληλογραφία, είτε με τις ελληνικές αρχές είτε με το δικηγόρο του ενδιαφερόμενου, εισερχόμενη ή εξερχόμενη, έπρεπε να μεταφράζεται από τα ελληνικά στα αγγλικά ή τα γαλλικά και το αντίστροφο. 36. Στη συνέχεια, περιέγραψε τις ενέργειές της σε σχέση με τις ελληνικές αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ανέφερε ότι απέστειλε μια πρώτη επιστολή στις ελληνικές αρχές στις 3 Ιουλίου 2008, ζητώντας πληροφορίες εντός δύο μηνών από τη λήψη της επιστολής για τρία ζητήματα: α) κατά πόσον ο «Συνεταιρισμός Οινοπαραγωγών Καρλοβασίου» είχε αναγνωριστεί από τις εθνικές αρχές ως ομάδα παραγωγών κατά την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού 1493/99 του Συμβουλίου για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (ΚΟΑ οίνου), β) πώς οι ελληνικές αρχές δικαιολογούν αυτό τον περιορισμό της εμπορικής δραστηριότητας των οινοπαραγωγών στη νήσο Σάμο, και γ) αντίγραφο του νόμου 6085/1934. 37. Στην απάντησή τους της 12ης Σεπτεμβρίου 2008, οι ελληνικές αρχές επισύναψαν αντίγραφο του εν λόγω νόμου και επιβεβαίωσαν ότι ο «Συνεταιρισμός Οινοπαραγωγών Καρλοβασίου» αναγνωρίστηκε ως ομάδα παραγωγών κατά την έννοια του άρθρου 39 της ΚΟΑ οίνου, ότι, βάσει του ελληνικού νόμου 6085/1934, είναι υποχρεωτικό οι κάτοικοι της περιφέρειας του συνεταιρισμού που είναι αμπελοκτήμονες να γίνουν μέλη του, και ότι τα 8
μέλη του συνεταιρισμού υποχρεούνται να πωλούν όλη την παραγωγή τους στο συνεταιρισμό για οινοπαραγωγή. 38. Με επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή επανέλαβε στις ελληνικές αρχές το αίτημά της να ενημερωθεί, εντός ενός μηνός, σχετικά με το πώς δικαιολογούν οι ελληνικές αρχές αυτό τον περιορισμό της εμπορικής δραστηριότητας των οινοπαραγωγών στη νήσο Σάμο, καθώς οι ελληνικές αρχές δεν είχαν απαντήσει επ αυτού στην αρχική επιστολή τους. 39. Στην απάντησή τους της 19ης Ιανουαρίου 2009, οι ελληνικές αρχές ζήτησαν παράταση τριών μηνών για να απαντήσουν, λόγω της νομικής πολυπλοκότητας του ζητήματος που απαιτούσε ενδελεχή έρευνα. Με επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή απάντησε ότι έκρινε πως θα μπορούσε να δοθεί παράταση, η οποία όμως δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τους δύο μήνες. 40. Σε επιστολή που ελήφθη στις 16 Απριλίου 2009, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για τις δικαστικές διαδικασίες που ήταν σε εξέλιξη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η απόφαση επρόκειτο να εκδοθεί το 2009. Στην επιστολή της με ημερομηνία 11 Μαΐου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να την ενημερώσουν για τυχόν εξελίξεις και να της αποστείλουν αντίγραφο της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας αμέσως μετά την έκδοσή της. Σε επιστολή προς τον ενδιαφερόμενο με ημερομηνία 2 Ιουνίου 2009, η οποία συντάχθηκε σε απάντηση της επιστολής του της 27ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή τον ενημέρωσε για την παραπάνω κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί έως τη δεδομένη στιγμή. 41. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος, σε νέα επιστολή του με ημερομηνία 1 Ιουνίου 2009, την οποία απέστειλε προτού λάβει την απάντηση της Επιτροπής της 2ας Ιουνίου 2009, αμφισβήτησε την άποψη που εξέφρασαν οι ελληνικές αρχές σχετικά με τις δικαστικές διαδικασίες στην Ελλάδα. Στη συγκεκριμένη επιστολή, ο ενδιαφερόμενος έκανε διάκριση μεταξύ του ζητήματος του ελληνικού συνταγματικού δικαίου, ιδίως των διατάξεων που διέπουν την ίδρυση υποχρεωτικών συνεταιρισμών, το οποίο έπρεπε να εξεταστεί από την άποψη της νομοθεσίας των κρατών μελών, και των ζητημάτων που περιλαμβάνονταν στην καταγγελία του για παράβαση. Σε κάθε περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν θα έπρεπε να αναμένεται πριν από τα τέλη του 2010 και, εάν το ζήτημα της συνταγματικότητας παραπεμπόταν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου, πριν από τα τέλη του 2013. 42. Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή απηύθυνε νέα επιστολή με ημερομηνία 10 Ιουλίου 2009, στις ελληνικές αρχές ζητώντας τους να διαβιβάσουν, εντός ενός μηνός, τις πληροφορίες που τους ζητούσε αρχικά στην επιστολή της της 9ης Δεκεμβρίου 2008. Σε επιστολή της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή ενημέρωσε σχετικά τον ενδιαφερόμενο και του υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 267, παράγραφος 3, της ΣΛΕΕ, όταν εγείρονται ζητήματα ερμηνείας της αυτής Συνθήκης σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο της ΕΕ. Επιπλέον, καθώς οι κανόνες της ΚΟΑ οίνου έχουν άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη, επιχειρήματα που βασίζονται σε αυτούς τους κανόνες μπορούν να προβληθούν ενώπιον 9
εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών κατά άλλων ιδιωτών ή κατά του κράτους μέλους. Περαιτέρω, όπως επεσήμανε η Επιτροπή, ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση αποζημίωσης στα εθνικά δικαστήρια. 43. Η Επιτροπή συνέχισε την περιγραφή της σχετικά με την ανταλλαγή αλληλογραφίας, κάνοντας αναφορά στην επιστολή του ενδιαφερόμενου της 21ης Ιουλίου 2009, όπου ο ενδιαφερόμενος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την απάντηση της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 2009. Στην απάντησή της, της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή δήλωσε ότι, εάν οι ελληνικές αρχές δεν απαντούσαν επί της ουσίας στα ζητήματα που τους είχαν τεθεί, θα απέστειλε νέα επιστολή υπενθύμισης προτού προβεί σε περαιτέρω ενέργειες σχετικά με την υπόθεση. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρούσε αυτή την απάντηση σημαντικό στοιχείο που θα έπρεπε να λάβει υπόψη της προτού εκφράσει οποιαδήποτε θέση σχετικά με την καταγγελία παράβασης. 44. Η απάντηση των ελληνικών αρχών ελήφθη στις 8 Σεπτεμβρίου 2009. Κατά την άποψή τους, δεν θα χρειαζόταν να παραπεμφθεί το ζήτημα στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. 45. Στις 26 Οκτωβρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος απέστειλε επιστολή υπενθύμισης στην οποία εξέφρασε την προσδοκία ότι η Επιτροπή θα προέβαινε σε περαιτέρω ενέργειες κινώντας διαδικασία σε βάρος της Ελλάδας. Στην απάντησή της, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή απάντησε στον ισχυρισμό του ενδιαφερόμενου ότι «η καταγγελία δεν αποκλείει τη δικαστική επίλυση της διαφοράς στο κράτος μέλος, ούτε, φυσικά εμποδίζει τη διεξαγωγή παράλληλης έρευνας από την Επιτροπή σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν το κοινοτικό δίκαιο» επισημαίνοντας ότι τα θέματα του δικαίου της ΕΕ που είχαν τεθεί στο πλαίσιο των εθνικών διαδικασιών ήταν πιθανό να τεθούν στις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή επεσήμανε πως «το γεγονός ότι τα θέματα του δικαίου της ΕΕ τέθηκαν στο πλαίσιο εθνικών διαδικασιών δεν συνδέεται με το ζήτημα του ανοίγματος φακέλου παράβασης, αλλά μπορεί να είναι ιδιαίτερα συναφές κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την καταλληλότητα της κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει σε συγκεκριμένο στάδιο των εθνικών διαδικασιών». 46. Σε απάντηση στην επιστολή του ενδιαφερόμενου με ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 2009 που την ενημέρωνε ότι η προφορική εισήγηση του εισηγητή δικαστή συνιστούσε την απόρριψη τόσο των επιχειρημάτων του ενδιαφερόμενου σχετικά με τη συνταγματικότητα και των ισχυρισμών του σχετικά με το δίκαιο της ΕΕ, όσο και του αιτήματός του για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της ΕΕ, η Επιτροπή απέστειλε νέα επιστολή στις ελληνικές αρχές στις 23 Φεβρουαρίου 2010. Στη συγκεκριμένη επιστολή, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να απαντήσουν στο ερώτημα που εκκρεμούσε καθώς και στο νέο ισχυρισμό του ενδιαφερόμενου ότι η περίπτωση της Σάμου αποτελούσε τη μόνη υποχρεωτική ένωση συνεταιρισμών που εξακολουθούσε να υφίσταται. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε την άποψη των ελληνικών αρχών σχετικά με το πότε πίστευαν ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα εξέδιδε την τελική απόφασή του επί της συγκεκριμένης υπόθεσης και το κατά πόσον η υπόθεση θα παραπεμπόταν στο Δικαστήριο της ΕΕ για την έκδοση προδικαστικής απόφασης βάσει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ. 10
47. Με επιστολή που απέστειλε την ίδια ημέρα, η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο για την παραπάνω επιστολή που απηύθυνε στις ελληνικές αρχές, καθώς και για το ότι θεωρούσε ότι η απάντηση των ελληνικών αρχών αποτελούσε σημαντικό στοιχείο που έπρεπε να λάβει υπόψη προτού εκφράσει οποιαδήποτε θέση επί των γεγονότων όπως τα περιέγραψε ο ενδιαφερόμενος. Επιπλέον, η Επιτροπή σημείωσε το αίτημα που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για παραπομπή του ζητήματος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με σκοπό την έκδοση προδικαστικής απόφασης βάσει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ. 48. Σε επιστολή με ημερομηνία 23 Μαρτίου 2010, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναμενόταν να εκδοθεί το 2010, ενδεχομένως πριν από τις θερινές διακοπές. Οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν επίσης μια περίληψη της υπόθεσης, κυρίως βάσει του εθνικού δικαίου. Καθώς αυτό δεν ήταν συναφές προς τη συγκεκριμένη καταγγελία παράβασης και μετά από ενδοϋπηρεσιακές διαβουλεύσεις, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή στις ελληνικές αρχές στις 23 Ιουλίου 2010, συνοψίζοντας την κατάσταση βάσει του δικαίου της ΕΕ και ζητώντας ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες εντός ενός μηνός. Στο μεταξύ, και εν αναμονή της απάντησης των ελληνικών αρχών, η Επιτροπή αντάλλαξε αρκετές επιστολές με τον ενδιαφερόμενο. Η απάντηση των ελληνικών αρχών της 24ης Αυγούστου 2010 παρείχε ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες, χωρίς όμως να απαντήσει πλήρως στα ζητήματα του δικαίου της ΕΕ που έθεσε η Επιτροπή. 49. Η Επιτροπή παρέπεμψε σε επιστολή του ενδιαφερόμενου με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 2010 όπου ζητούσε να ενημερωθεί για την κατάσταση. Η Επιτροπή απέστειλε απάντηση στις 11 Οκτωβρίου 2010 ενημερώνοντας τον ενδιαφερόμενο για τις νέες επιστολές που έλαβε από τις ελληνικές αρχές σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση., Η Επιτροπή εξέταζε ενδελεχώς το συγκεκριμένο ζήτημα υπό το πρίσμα αυτής της απάντησης προκειμένου να καταλήξει σε μια απόφαση σχετικά με το ποιος ήταν ο βέλτιστος τρόπος να προχωρήσει. 50. Βάσει της περιγραφής των ενεργειών στις οποίες προέβη, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε παράσχει έγκυρους και επαρκείς λόγους για τις καθυστερήσεις που προέκυψαν κατά το χειρισμό της καταγγελίας. 51. Στις παρατηρήσεις του, ο ενδιαφερόμενος επεσήμανε ότι, παρά το μεγάλο διάστημα που είχε μεσολαβήσει, δεν είχε λάβει ουσιαστική απάντηση από την Επιτροπή σχετικά με την καταγγελία του για παράβαση. Ουσιαστικά, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, η Επιτροπή ακόμη δεν είχε αποφασίσει σχετικά με τη συμβατότητα του ελληνικού νόμου 6085/1934 με το πρωτογενές και το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. β) Αμεροληψία και αντικειμενικότητα 52. Στη γνώμη της σχετικά με τα επιχειρήματα του ενδιαφερόμενου περί «αμεροληψίας και αντικειμενικότητας» στα οποία βασίζεται ο ισχυρισμός που εξετάζεται εδώ, η Επιτροπή εξήγησε ότι «[κ] αθώς εκκρεμεί υπόθεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη συνταγματικότητα του εν λόγω εθνικού νόμου, θεώρησε σκόπιμο να αναμένει την έκβαση αυτών 11
των διαδικασιών προτού κινήσει διαδικασία επί παραβάσει στη συγκεκριμένη υπόθεση, υπό την επιφύλαξη παραπομπής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής απόφασης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει εκφράσει επανειλημμένα την άποψη ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι τα πλέον κατάλληλα να εξετάζουν θέματα όπως αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα της παρούσας υπόθεσης». 53. Η Επιτροπή συνέχισε εξηγώντας εκ νέου (βλ. την παράγραφο 48 παραπάνω) ότι η επιστολή των ελληνικών αρχών με ημερομηνία 23 Μαρτίου 2010 την ενημέρωνε ότι αναμενόταν απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2010 και ότι ο ενδιαφερόμενος είχε ζητήσει από το εθνικό δικαστήριο να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο της ΕΕ για την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Δεδομένου ότι οι ελληνικές αρχές συνόψισαν την κατάσταση βάσει του εθνικού δικαίου (όπως είχαν πράξει και σε προηγούμενη αλληλογραφία) και ότι δεν ήταν σαφές πότε ακριβώς το Συμβούλιο της Επικρατείας θα αποφαινόταν οριστικά επί της συγκεκριμένης υπόθεσης, η Επιτροπή άρχισε να ασχολείται ενεργά με την καταγγελία. 54. Επιπλέον, η Επιτροπή τόνισε ότι θεωρούσε την απάντηση των ελληνικών αρχών επί των ζητημάτων της καταγγελίας παράβασης σημαντικό στοιχείο που έπρεπε να λάβει υπόψη της προτού εκφράσει οποιαδήποτε θέση επί των στοιχείων που της υποβλήθηκαν. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή υποστήριξε ότι δεν ενήργησε με μεροληπτικό τρόπο παραβλέποντας τους προβληματισμούς που εξέφρασε ο ενδιαφερόμενος. 55. Στις παρατηρήσεις του, ο ενδιαφερόμενος επέστησε την προσοχή του Διαμεσολαβητή στο γεγονός ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε στο μεταξύ απόφαση επί της υπόθεσης, κρίνοντας ότι ο εν λόγω νόμος δεν είναι ασύμβατος με το ελληνικό Σύνταγμα, χωρίς να χρειάζεται να παραπεμφθεί το ζήτημα στην Ολομέλειά του. Ομοίως, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση του ενδιαφερόμενου να ζητηθεί έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Δικαστήριο της ΕΕ, καθώς δεν διαπίστωσε καμία ένδειξη πιθανής παραβίασης του δικαίου της ΕΕ. 56. Ο ενδιαφερόμενος επεσήμανε περαιτέρω ότι η στάση της Επιτροπής έναντι των ελληνικών αρχών χαρακτηρίστηκε από αδικαιολόγητη ανοχή. Μάλιστα, τέσσερις φορές η Επιτροπή έδωσε αδικαιολόγητα μεγάλες προθεσμίες στις ελληνικές αρχές για να απαντήσουν. Η Επιτροπή δικαιολόγησε την αδράνειά της κάνοντας άσκοπες αναφορές στις εθνικές δικαστικές διαδικασίες που ήταν σε εξέλιξη. Την ίδια στιγμή, η Επιτροπή δεν χειρίστηκε ορθά τις απαντήσεις των ελληνικών αρχών, οι οποίες επικεντρώνονταν διαρκώς στα ζητήματα της εθνικής νομοθεσίας την περίοδο που παρέχονταν. Μόνο σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο η Επιτροπή χαρακτήρισε τις απαντήσεις των ελληνικών αρχών μη συναφείς προς την καταγγελία παράβασης που διερευνούσε. Βάσει αυτών των παρατηρήσεων, ο ενδιαφερόμενος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή χειρίστηκε την καταγγελία παράβασης κατά τρόπο που παραβίασε την υποχρέωσή της να ενεργεί αμερόληπτα. Η εκτίμηση του Διαμεσολαβητή 12
57. Ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει ότι η έρευνά του περιορίζεται στη διερεύνηση του κατά πόσον η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που τη δεσμεύουν κατά το χειρισμό της καταγγελίας παράβασης. Η έρευνά του δεν περιλαμβάνει εξέταση του κατά πόσον οι εθνικοί νόμοι, οι εθνικές αποφάσεις ή πρακτικές μπορεί να αντιβαίνουν στο δίκαιο της ΕΕ [1]. 58. Προκειμένου να εξετάζει ορθά η Επιτροπή μια καταγγελία παράβασης που της υποβάλλεται, πρέπει να τηρεί τους κανόνες και τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Η χρηστή διοίκηση απαιτεί από τα θεσμικά όργανα να ενεργούν με επιμέλεια, αντικειμενικότητα και αμεροληψία [2] και να λαμβάνουν αποφάσεις σε εύλογο διάστημα [3]. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο των καταγγελιών παράβασης, απαιτείται επίσης συμμόρφωση με τους κανόνες και τις διαδικασίες που ορίστηκαν στην Ανακοίνωση του 2002 όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου («Ανακοίνωση του 2002») [4], που αποσκοπεί να δημιουργήσει ένα σαφές και διαφανές πλαίσιο για το χειρισμό αυτών των καταγγελιών [5]. 59. Κατά την αξιολόγηση του ισχυρισμού του ενδιαφερόμενου στην υπόθεση που εξετάζεται εδώ, ο Διαμεσολαβητής θα επικεντρωθεί σε δύο άξονες επιχειρημάτων που κυριαρχούν στην έρευνά του, συγκεκριμένα α) την εικαζόμενη αδικαιολόγητη καθυστέρηση της Επιτροπής και β) την εικαζόμενη έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας εκ μέρους της Επιτροπής κατά το χειρισμό της εν λόγω καταγγελίας παράβασης. α) Αδικαιολόγητη καθυστέρηση 60. Εξετάζοντας το ζήτημα της καθυστέρησης, ο Διαμεσολαβητής επισημαίνει την ιδιαίτερη σημασία που έχουν στην παρούσα υπόθεση οι κανόνες που αφορούν την προθεσμία διερεύνησης των καταγγελιών. Στο πλαίσιο αυτό, το σημείο 8 της ανακοίνωσης του 2008 προβλέπει ότι «[κ] ατά κανόνα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διερευνούν τις καταγγελίες που καταχωρίζονται προκειμένου να ληφθεί απόφαση είτε για αποστολή προειδοποιητικής επιστολής ή για θέση στο αρχείο εντός ανώτατης προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία καταχώρισης της καταγγελίας από τη Γενική Γραμματεία. Σε περίπτωση υπέρβασης αυτής της προθεσμίας, η υπηρεσία της Επιτροπής που είναι υπεύθυνη για το φάκελο παράβασης, ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα γραπτώς, μετά από αίτησή του.» [6] Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή έχει δεσμευτεί να λαμβάνει οριστική θέση επί μιας καταγγελίας παράβασης κατά κανόνα εντός ενός έτους [7]. 61. Ο Διαμεσολαβητής επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, από τις 13 Μαρτίου 2008, όταν ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε την καταγγελία παράβασης, έως τις 12 Ιουλίου 2010, όταν ο ενδιαφερόμενος κατέθεσε την παρούσα αναφορά στο Διαμεσολαβητή, πέρασαν δύο έτη και τέσσερις μήνες χωρίς η Επιτροπή να λάβει οριστική θέση επί του θέματος. Διαπιστώνεται υπέρβαση της προαναφερθείσας προθεσμίας. Μάλιστα, ο Διαμεσολαβητής σημειώνει ότι η Επιτροπή χρειάστηκε ένα επιπλέον έτος και τρεις μήνες για να απευθύνει προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα. Δεδομένων των ανωτέρω, είναι σαφές ότι η Επιτροπή χρειάστηκε περισσότερο από ένα έτος για να ενεργήσει. 13
62. Το ερώτημα που προκύπτει στη συνέχεια είναι κατά πόσον ο χρόνος που χρειάστηκε η Επιτροπή για να εξετάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση συνιστά αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Επιτροπή φέρει, βάσει της ανακοίνωσης του 2002, τη διαδικαστική υποχρέωση να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα γραπτώς εάν η αξιολόγηση μιας υπόθεσης παράβασης πρόκειται να διαρκέσει πάνω από ένα έτος. Η Επιτροπή περιέγραψε λεπτομερώς, στη γνώμη της, την ανταλλαγή αλληλογραφίας με τον ενδιαφερόμενο, την οποία εξέτασε και ο Διαμεσολαβητής όταν επιθεώρησε το φάκελο. Από αυτή την περιγραφή, προκύπτει ότι η Επιτροπή ενημέρωνε συνεχώς τον ενδιαφερόμενο για την κατάσταση της διαδικασίας και αιτιολόγησε τους λόγους για τους οποίους χρειάστηκε επιπλέον χρόνο για να εξετάσει την υπόθεση, συγκεκριμένα την ανάγκη να λάβει απάντηση επί της ουσίας από τις ελληνικές αρχές επί των θεμάτων του δικαίου της ΕΕ που τέθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, σε προηγούμενη αλληλογραφία της, η Επιτροπή επεδίωξε να μάθει τη θέση των ελληνικών αρχών σχετικά με το πώς δικαιολογούν τον περιορισμό μιας οικονομικής ελευθερίας όπως αυτής που εξετάζεται εδώ και, πιο πρόσφατα, σχετικά με το κατά πόσον ο συνεταιρισμός της Σάμου είναι ο μόνος συνεταιρισμός αυτού του είδους που λειτουργεί στην Ελλάδα. 63. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωση να παράσχει πληροφορίες, όπως ορίζεται στο σημείο 8 της ανακοίνωσης του 2002. Εντούτοις, η συμμόρφωση με αυτή τη διαδικαστική υποχρέωση από μόνη της δεν αίρει την υποχρέωση σχολαστικού ελέγχου της συνολικής δράσης της Επιτροπής. Επί τούτου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, σε προηγούμενη υπόθεση, ο Διαμεσολαβητής έκρινε ότι είναι πολύ πιθανό η Επιτροπή να χρειαστεί πάνω από ένα έτος για να διερευνήσει δύσκολες ή περίπλοκες υποθέσεις. Ο Διαμεσολαβητής έκρινε επίσης ότι υπέρβαση της προθεσμίας του ενός έτους θα μπορούσε να δικαιολογηθεί εφόσον η Επιτροπή συνέχιζε τη διερεύνηση της καταγγελίας [8]. Σε μια άλλη υπόθεση, ο Διαμεσολαβητής θεώρησε ότι, για να πληροί τις απαιτήσεις της χρηστής διοίκησης, η Επιτροπή πρέπει επίσης να παράσχει έγκυρους και επαρκείς λόγους για αυτή την καθυστέρηση [9]. 64. Γενικότερα, η απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσον η καθυστέρηση της Επιτροπής στο χειρισμό μιας καταγγελίας παράβασης είναι δικαιολογημένη πρέπει να συνδέεται με το γενικό κανόνα του εύλογου, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοίκησης ως θεμελιώδους δικαιώματος των πολιτών [10]. Σε αυτό το πλαίσιο η αξιολόγηση του εύλογου πρέπει να λάβει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες. 65. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, τέθηκαν τα παρακάτω ζητήματα κατά τη διάρκεια της έρευνας: πρώτον, οι απαιτήσεις μετάφρασης, τις οποίες επικαλέστηκε η Επιτροπή στη γνώμη της και, δεύτερον, η προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και η επιρροή της αναμενόμενης απόφασης του εν λόγω δικαστηρίου/της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της ΕΕ. 66. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, ο Διαμεσολαβητής επισημαίνει αμέσως ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ λειτουργούν σε ένα πολύγλωσσο πλαίσιο. Αν και, αντικειμενικά, οι απαιτήσεις μετάφρασης συνεπάγονται πρόσθετη επιβάρυνση στις εργασίες που διενεργούνται σε καθημερινή βάση, αυτές οι απαιτήσεις συνιστούν εγγενές χαρακτηριστικό 14
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα μέσο στην υπηρεσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών [11]. Λόγω του συστημικού χαρακτήρα της απαίτησης, προκύπτει ότι τα ζητήματα που αφορούν τη μετάφραση αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των προθεσμιών που ισχύουν σε όλες τις σχετικές διαδικασίες και, συνεπώς, εν τη απουσία πραγματικά εξαιρετικών περιστάσεων, δεν μπορεί να προβάλλεται η ανάγκη μετάφρασης ως δικαιολογία για καθυστερήσεις. 67. Κατά συνέπεια, ο Διαμεσολαβητής πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση του βασικού ζητήματος, όπως αναγνωρίζεται και από τον ενδιαφερόμενο και από την Επιτροπή, σχετικά με το κατά πόσον θα ήταν δικαιολογημένο να αναμένει η Επιτροπή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας όσον αφορά τη συμβατότητα του εν λόγω ελληνικού νόμου με το ελληνικό Σύνταγμα και το αίτημα του ενδιαφερόμενου προς το δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο της ΕΕ. 68. Αρχικά, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, «[π] ράγματι, η δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν αίρει τη δυνατότητα ασκήσεως της προσφυγής του άρθρου [258 ΣΛΕΕ], δεδομένου ότι τα δύο ένδικα μέσα επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα [12]». Η νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής: ότι η Επιτροπή δεν απαγορεύεται να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά ενός κράτους μέλους όταν το εθνικό μέτρο αποτελεί αντικείμενο προσφυγής σε εθνικό δικαστήριο. Από την άλλη πλευρά βέβαια, στο πλαίσιο της γενικής διακριτικής ευχέρειάς της [13], η Επιτροπή επίσης δεν απαγορεύεται, καταρχήν, να αναμένει την έκβαση αυτής της προσφυγής. 69. Στο πλαίσιο αυτό, ο Διαμεσολαβητής αναγνωρίζει συστηματικά ότι, δυνάμει της αρχής της επικουρικότητας, οι εθνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές είναι πρωτίστως υπεύθυνες να διασφαλίζουν ότι τα κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της ΕΕ. Πρώτον, αυτό είναι επωφελές για τους πολίτες και, δεύτερον, το δίκαιο της ΕΕ απολαμβάνει μεγαλύτερου σεβασμού αν τα ζητήματα και οι ανησυχίες που συνδέονται με αυτό εξετάζονται από τις εθνικές αρχές [14]. 70. Ωστόσο, η θέση που εκφράζει ο Διαμεσολαβητής για τις εθνικές δικαστικές διαδικασίες σε σχέση με μεμονωμένες παραβάσεις πρέπει να εντάσσεται σε ένα πλαίσιο. Συνεπώς, το ζήτημα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. 71. Η πτυχή του εν λόγω ισχυρισμού που αφορά την «αδικαιολόγητη καθυστέρηση» θα πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο των παραπάνω σκέψεων. Υπενθυμίζεται, εν προκειμένω, ότι η Επιτροπή, όπως δήλωσε και η ίδια, ανέμενε την έκβαση των ελληνικών δικαστικών διαδικασιών. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι παρέμενε αδρανής. Αντιθέτως, παρακολουθούσε την πρόοδο αυτών των διαδικασιών και ζητούσε πληροφορίες τόσο από τις ελληνικές αρχές, που παρουσίαζαν την περάτωση αυτών των διαδικασιών ως επικείμενη, όσο και από τον ενδιαφερόμενο σχετικά με οποιαδήποτε εξέλιξη στο μέτωπο αυτό. Παράλληλα, η στάση της Επιτροπής δεν ήταν παθητική όσον αφορά την ουσιαστική εξέταση της εν λόγω καταγγελίας παράβασης [15]. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένα από τις ελληνικές αρχές να της παράσχουν τις πληροφορίες που της ήταν απαραίτητες για την εξέταση της καταγγελίας παράβασης του ενδιαφερόμενου. 15
72. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο Διαμεσολαβητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καθυστέρηση της Επιτροπής, αν και σημαντική, δεν ήταν αδικαιολόγητη στην προκειμένη περίπτωση. β) Αμεροληψία και αντικειμενικότητα 73. Ο ισχυρισμός του ενδιαφερόμενου ότι η Επιτροπή δεν χειρίστηκε την καταγγελία του με αμεροληψία και αντικειμενικότητα έχει τόσο διαδικαστική όσο και ουσιαστική διάσταση. 74. Από διαδικαστικής άποψης, το επίμαχο ζήτημα ήταν η διάρκεια των ελληνικών δικαστικών διαδικασιών. Από τη μία πλευρά, ο ενδιαφερόμενος, διάδικος σε αυτές τις δικαστικές διαδικασίες, επέμενε ότι το ζήτημα της συμβατότητας του εν λόγω ελληνικού νόμου με το ελληνικό Σύνταγμα θα χρειαζόταν να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγούσε σε καθυστέρηση αρκετών ετών. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή παρουσίαζε τις πληροφορίες που λάμβανε από τις ελληνικές αρχές, οι οποίες παρουσίαζαν την περάτωση των ελληνικών δικαστικών διαδικασιών ως επικείμενη. 75. Ο ενδιαφερόμενος ουσιαστικά υποστήριξε ότι η Επιτροπή, αποδεχόμενη την άποψη των ελληνικών αρχών ότι οι διαδικασίες θα περατώνονταν σύντομα, φάνηκε να μεροληπτεί. 76. Στη γνώμη της, η Επιτροπή αρνήθηκε ότι έκλινε υπέρ της άποψης των ελληνικών αρχών κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών. Μάλιστα, δεδομένου ότι οι ελληνικές αρχές επικεντρώνονταν στην εθνική νομοθεσία και καθώς δεν ήταν σαφές πότε θα έπρεπε να αναμένεται η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Επιτροπή εξέταζε ενεργά την καταγγελία παράβασης. 77. Ο Διαμεσολαβητής σημειώνει ότι, όπως υπογράμμισε ορθά ο ενδιαφερόμενος στην επιστολή του της 14ης Δεκεμβρίου 2009, το κατά πόσον το ερώτημα για τη συμβατότητα του εν λόγω νόμου με το ελληνικό Σύνταγμα θα παραπεμπόταν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ήταν ένα ζήτημα το οποίο θα αποφασιζόταν από το ίδιο το δικαστήριο. Μετά από προσεκτική μελέτη της ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου, φαίνεται ότι η Επιτροπή έλαβε πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα από τις ελληνικές αρχές και τις παρουσίασε στον καταγγέλλοντα. Ενώ η Επιτροπή, στο πλαίσιο της συνεργασίας σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που διέπει τις σχέσεις της με τα κράτη μέλη, θα είχε το δικαίωμα να βασιστεί στις πληροφορίες που έλαβε, προσπάθησε επανειλημμένα να επιβεβαιώσει με τον ενδιαφερόμενο εάν οι πληροφορίες αυτές ήταν ακριβείς. Εν προκειμένω, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι δεν αποδεικνύεται πουθενά ότι η Επιτροπή μεροληπτούσε υπέρ της άποψης της ελληνικής κυβέρνησης για το πότε αναμενόταν να αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας επί του θέματος και για το εάν επρόκειτο να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο της ΕΕ. Απλώς την έλαβε σοβαρά υπόψη της όπως όφειλε να κάνει. 78. Όσον αφορά την εικαζόμενη έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας της Επιτροπής από ουσιαστικής άποψης, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε, στην ουσία, ότι η 16
Επιτροπή, κατά το χειρισμό της εν λόγω καταγγελίας παράβασης, μερολήπτησε υπέρ της θέσης και της άποψης που εξέφρασαν οι ελληνικές αρχές. Απαντώντας, η Επιτροπή υποστήριξε παγίως ότι ήθελε να λάβει μια απάντηση από τις ελληνικές αρχές επί των ζητημάτων που ήγειρε η καταγγελία παράβασης, καθώς έκρινε ότι αυτή η απάντηση θα ήταν ένα σημαντικό στοιχείο που έπρεπε να λάβει υπόψη. 79. Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ευρωπαϊκού κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, εάν η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη τους σχετικούς παράγοντες και δεν τους είχε σταθμίσει κατάλληλα κατά τη λήψη μιας απόφασής της, είναι σίγουρο ότι δεν θα ανταποκρινόταν στα υψηλά πρότυπα αντικειμενικότητας που αναμένουν οι πολίτες της ΕΕ από αυτήν. 80. Ωστόσο, στην περίπτωση της παρούσας αναφοράς δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ο Διαμεσολαβητής επιθεώρησε το φάκελο της καταγγελίας παράβασης και διαπίστωσε ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα επιχειρήματα του ενδιαφερόμενου προς επίρρωση της θέσης του ότι ο εν λόγω ελληνικός νόμος παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ και τα στάθμισε κατάλληλα. Μάλιστα, η Επιτροπή υποστήριξε την άποψη του ενδιαφερόμενου σε συγκεκριμένα ζητήματα και επανέλαβε τα επιχειρήματά του στην επικοινωνία της με τις ελληνικές αρχές. Κατά συνέπεια, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι ο ενδιαφερόμενος δεν τεκμηρίωσε τη σχετική πτυχή του ισχυρισμού του. Ως εκ τούτου, ο Διαμεσολαβητής δεν διαπιστώνει κακοδιοίκηση. γ) Η αξίωση του ενδιαφερόμενου 81. Όσον αφορά την αξίωση του ενδιαφερόμενου, από την επιθεώρηση του φακέλου διαπιστώθηκε ότι η Επιτροπή διερεύνησε την καταγγελία παράβασης. Αυτή η διερεύνηση περιλάμβανε τη συγκέντρωση πληροφοριών, τη νομική αξιολόγησή τους και τη διεξαγωγή εσωτερικών διαβουλεύσεων επί του ζητήματος. 82. Επιπλέον, με επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε το Διαμεσολαβητή ότι απηύθυνε επίσημη προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Συνεπώς, ο Διαμεσολαβητής δεν κρίνει ότι είναι απαραίτητο να διεξαγάγει περαιτέρω έρευνες σχετικά με την αξίωση του ενδιαφερόμενου. Β. Συμπεράσματα Βάσει της έρευνας στην οποία προέβη, ο Διαμεσολαβητής περατώνει την εξέταση της παρούσας καταγγελίας με τα εξής συμπεράσματα: Δεν διαπιστώθηκε κακοδιοίκηση εκ μέρους της Επιτροπής όσον αφορά τον ισχυρισμό του ενδιαφερόμενου. Καθότι η Επιτροπή απηύθυνε επίσημη προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα, ο Διαμεσολαβητής δε χρειάζεται να διεξαγάγει περαιτέρω έρευνες σχετικά με την αξίωση του ενδιαφερόμενου. 17