ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ



Σχετικά έγγραφα
ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Προστασία και αειφόρος ανάπτυξη ορεινών οικισμών. Η περίπτωση του αγίου Λαυρεντίου

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΤΙΣ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ Ή ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Ε.Π. Κ.Π. «LEADER+» ( )

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (1)

Ευρωπαϊκό. Υπουργείο ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ. Αγροτικής LEADER. ΕΤΑΙΡΙΑ Αναπτυξιακή Ανώνυμη Εταιρεία Ο.Τ.Α. Ευρώπη επενδύει στις αγροτικές περιοχές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΕΝΤΥΠΟ ΥΛΙΚΟ 4 ης ΙΑΛΕΞΗΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

ΑΝΚΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Α.Ε. Ο.Τ.Α.

ΑΝ.ΗΜΑ. Α.Ε. 1. Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης: Η Ευρώπη επενδύει στις αγροτικές περιοχές ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

Επιχειρηματική ευφυΐα και τουρισμός

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΑΣΟΛΟΓΟΣ- ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΟΣ

Georgios Tsimtsiridis

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. με τη διατύπωση συγκεκριμένου Αναπτυξιακού Σχεδίου, με την στήριξη του Σχεδίου από μια ισχυρή και βιώσιμη εταιρική σχέση και

Απόθεμα Βιόσφαιρας ΠΑΡΝΩΝΑ - ΜΑΛΕΑ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

Αγροτικός Τουρισμός. Ενότητα 3 η : Ο Αγροτικός Τουρισμός. Όλγα Ιακωβίδου Τμήμα Γεωπονίας ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΙΚΤΥΟ ΟΙΝΟΠΟΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

Οριοθέτηση αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου πόλεως Βέροιας

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Ειδικότερα, σημειώνουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις επί των σκέψεων για τις τροποποιήσεις του Α.Ν.:

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Διαχείριση Πολιτισμικών Δεδομένων

Τ.Ε.Ε. τμήμα Κερκύρας / Ν.Α. Νομού Κερκύρας. Ημερίδα με θέμα: Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός Όρος Ζωής για την Κέρκυρα

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000»

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

συνοχής του ΕΠΑΛΘ », εγκρίθηκε με την υπ αριθ. 3206/ απόφαση του

ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ & ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΧΩΡΙΩΝ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

Φισκάρδο: προβλήματα ανάπτυξης και προστασίας του περιβάλλοντος σε έναν τουριστικό παραδοσιακό οικισμό

Στρατηγική της Π.Ν.Α για τον Τουρισμό « Έτος Πολιτισμού»

8. Συµπεράσµατα Προτάσεις

Ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων ΤΙΤΛΟΣ ΜΕΤΡΟΥ. Ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

ICOM και ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

«Αναδιάρθρωση της καλλιέργειας του καπνού : Επιχειρηµατική Καθοδήγηση για την Βιωσιµότητα των Αγροτικών Επιχειρήσεων & Προοπτικές

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Η έννοια της υπαίθρου και η διαδικασία της αστικοποίησης. Δρ. Νίκος Μεταξίδης

Αειφόρος ανάπτυξη αλιευτικών περιοχών» του ΕΠΑΛ (Leader)

Ολοκληρωμένη Χωρική Επένδυση στην πόλη της Κέρκυρας με εστίαση στην πολιτιστική & δημιουργική οικονομία

ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ & ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΧΩΡΙΩΝ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

Κεφάλαιο 2 : Γενικά χαρακτηριστικά στοιχεία του Νοµού

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ

Οι παραδοσιακοί οικισμοί Η ανάδειξή τους και η Χάρτα του Πολιτιστικού Τουρισμού

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Αλεξάνδρα Παπιγκιώτη Υπεύθυνη Τμήματος Πληροφόρησης, Δημοσιότητας & Εκπαίδευσης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ. ΔΡΑΣΗ 4: Εκπαίδευση και υποστήριξη προς τις τοπικές κοινωνίες

«Η επιχειρηματικότητα στις ορεινές περιοχές του Δήμου Πύλης»

Σχεδιάζοντας με βάση την εμπειρία, ένα Τοπικό Πρόγραμμα στα μέτρα μας

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Γ. Ευθυμίου. Διαχείριση Οικοτουρισμού και Τουρισμού σε προστατευόμενες Περιοχές

ΘΕΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ.

Ολοκληρωμένη Χωρική Επένδυση στην πόλη της Κέρκυρας με εστίαση στην πολιτιστική & δημιουργική οικονομία

ΗΜΠΑΡΗ ΝΙΚΟΛΕΤΑ 60/01 ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΠΑΛΑΤΟΣ ΑΘ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

Λόγοι υψηλής ελκυστικότητας της Μυκόνου και δυνατότητα εφαρμογής του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης της σε άλλους προορισμούς

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

Ολοκληρώθηκε η μελέτη για την αξιοποίηση του πολιτισμικού και περιβαλλοντικού κεφαλαίου της Περιφέρειας Πελοποννήσου

«ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΗΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»

Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ειδικά Πλαίσια για. Βιομηχανία

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Η Ευρώπη επενδύει στις Αγροτικές περιοχές

«ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ LEADER ΚΑΙ ΟΠΑΑΧ, 1,1 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ LEADER

Αγροτικός Τουρισμός. Ενότητα 4 η : Προϋποθέσεις ανάπτυξης, λειτουργίες και αρχές του Αγροτικού Τουρισμού. Όλγα Ιακωβίδου Τμήμα Γεωπονίας

ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

ΠΑΡΑΡΣΗΜΑ 4 ΣΕΧΝΙΚΑ ΔΕΛΣΙΑ ΜΕΣΡΩΝ ΣΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΓΡΟΣΙΚΗ ΑΝΑΠΣΤΞΗ ΣΗ ΕΛΛΑΔΑ »

1 2 3 = = % 71,96% 28,04% 55,55% 44,45% 100%

Ο νησιωτικός τουρισμός και η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Προκλήσεις και Ευκαιρίες για τον Παράκτιο και Θαλάσσιο Τουρισμό στην ΕΕ».

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

04/29/15. ΜΑΘΗΜΑ 8ο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ (ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΡΝΑΓΙΟΥ) ΔΗΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ


Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

ΘΕΜΑ : Προσδιορισμός του εισοδήματος που αποκτάται από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολόγηση αυτού

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

Ο ρόλος του εναλλακτικού τουρισμού ως μοχλός ανάπτυξης των ορεινών αγροτικών περιοχών Αναφορά στο Δήμο Ζαρού δυτικής Μεσαράς Κρήτης.

ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΟΔΟΥ TOY ΠΕΠ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ. «Νέες συνεργασίες μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων»

Μεταφορά Καινοτομίας και Τεχνογνωσίας σε Επίπεδο ΟΤΑ

ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ» Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΊΝΑΙ: ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΗ ΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ

THE CASTLE OF SERVIA HISTORICAL DOCUMENTATION, ARCHITECTURAL DESCRIPTION, PATHOLOGY, PROPOSED REPAIR WORKS

ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΑΠΟ 1/1/ ,00 40% , ,00

Transcript:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα τελευταία χρόνια και ιδίως κάτω από το βάρος των διαψεύσεων των διαφόρων οικονομικών μοντέλων και της πλήρους επικράτησης μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αναγνωρίζεται ως εναλλακτική οδός πιο ανθρώπινης και βιώσιμης στον χρόνο και τον ανταγωνισμό έναντι του απρόσωπου, του μαζικού και της τυποποίησης, η ενδυνάμωση της τοπικότητας με όλα τα συμφραζόμενά της: το φυσικό, το πολιτισμικό και το ιδιαίτερο οικονομικό περιβάλλον των μη αστικών κοινωνιών, της υπαίθρου. Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, μικρή και κατ εξοχήν αγροτική περιφέρεια της Ευρώπης, ο πολιτισμός ως σύνολο δραστηριοτήτων που χρησιμοποιεί μοναδικούς συντελεστές παραγωγής αποτελεί παράγοντα ανάπτυξης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις απομονωμένες αγροτικές περιοχές, των οποίων η παράδοση και ο μνημειακός πλούτος συνιστούν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, εφόσον: α) είναι μοναδικά και γι αυτό αντέχουν στην ανταγωνιστικότητα της μαζικότητας β) απαντώνται σε όλους τους τόπους γιατί είναι εντάσεως ανθρώπινου στοιχείου, και γ) δημιουργούν όρους ανάπτυξης γιατί έχουν πολλαπλασιαστική επίδραση στο περιβάλλον, καθώς καλλιεργούν την αξία της αισθητικής και του ωραίου. Ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό στοιχείο που συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η λαϊκή αρχιτεκτονική. Η θέση που τίθεται εδώ σε δοκιμασία είναι ότι η διάσωση και η αποκατάσταση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής συμβάλλουν στην κινητοποίηση των τοπικών συντελεστών παραγωγής. Δεν παραβλέπεται ωστόσο ο κίνδυνος το αγαθό αυτό να εμπορευματοποιηθεί και να τύχει- όπως και εν γένει η προστασία των παραδοσιακών τόπωνμονομερούς τουριστικής εκμετάλλευσης. Στην Ελλάδα η τουριστική εκμετάλλευση αποτέλεσε για χρόνια την οδό που είχε επιλεγεί για την ανάπτυξη των παραδοσιακών πόλεων και οικισμών. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι να έχει ενισχυθεί η περιφερειακή ανισότητα, εφόσον το 55% της τουριστικής δραστηριότητας είναι συγκεντρωμένο σε δύο μόνο περιφέρειες- Κρήτης και Νοτίου Αιγαίου-, να έχουν κορεστεί κάποιες περιοχές τουριστικά βλ. Σαντορίνη, Μύκονος- και να έχουν συντελεσθεί ανεπανόρθωτες ζημιές στα μνημεία, στον παραγωγικό και στον κοινωνικό ιστό των περιοχών αυτών. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ 1.1 Ιστορική αναδρομή στην θεσμική κατοχύρωση της προστασίας των παραδοσιακών οικισμών 1 Αυτό που σήμερα αποκαλούμε «παραδοσιακός οικισμός» δεν είναι παρά η κατόπιν θεσμικής παρέμβασης διατηρημένη και ως έναν βαθμό ενσωματωμένη στην μεταβιομηχανική εποχή βασική οικιστική μονάδα της ελληνικής υπαίθρου, το χωριό. Η μετάβαση από την αυθεντική και αψιμύθιαστη παρουσία του ελληνικού χωριού στην έντεχνη αναπαράστασή του ακολούθησε τις ίδιες αυτές διαδρομές της ιστορίας του τόπου, πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής. Η καθημαγμένη από τους Απελευθερωτικούς Αγώνες του 19 ου συνέχεια του 20 ου και στην αιώνα ελληνική ύπαιθρος βίωσε ακόμη -και κυρίως- την πολιτική εγκατάλειψη ήδη από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης και με την τοποθέτηση ενός αλλοδαπού βασιλιά στην πολιτική ηγεσία του τόπου. Έκφανση καθοριστική για την διαμορφούμενη εκείνη την περίοδο βιοθεωρία του νέου ελληνισμού είναι η απαξίωση προς την τοπική λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση και η υιοθέτηση προτύπων προερχόμενων από τα φιλελληνικά ρεύματα της Ευρώπης, κι έτσι την θέση της παράδοσης καταλαμβάνουν ο κλασικισμός, ο ιστορισμός, ο εκλεκτικισμός. Την πρώιμη κιόλας τάση των Ελλήνων να δέχονται άκριτα τα εισαγόμενα πρότυπα στηλιτεύει στα 1899 ο Ροΐδης λέγοντας ότι ο Νεοέλληνας έχασε «μεγάλο μέρος του ελληνισμού του» και μεταβλήθηκε όχι σε «ευρωπαίο αλλά μόνον εις πίθηκον ευρωπαίου». Ενώ ο Δ. Τσιπούρας γράφει για τα χαρακτηριστικά της σύγχρονής του αρχιτεκτονικής: «Αιτία της σημερινής επιλησμοσύνης του κλιματολογικού στοιχείου της Εθνικής ημών Αρχιτεκτονικής είνε (τις θα το επίστευεν;) η απελευθέρωσις του Ελληνικού Βασιλείου» Το ενδιαφέρον για την παραγνωρισμένη από την πολιτεία λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση αρχίζει να γεννάται στην δεύτερη δεκαετία του 20 ου αιώνα με τους ξένους και Έλληνες εκφραστές της «Μοντέρνας» αρχιτεκτονικής μεταξύ των οποίων είναι οι Le Corbusier και W. Gropius αλλά και ο Δ. Πικιώνης. Ένα Νομοθετικό Διάταγμα του 1923 Ν.Δ/γμα 17-7-23, ΦΕΚ 228 Α/23- με το οποίο θεσμοθετούνταν ένα πλαίσιο διευθέτησης οικιστικών θεμάτων παρέμεινε ωστόσο ανενεργό ως εργαλείο προστασίας των παραδοσιακών οικισμών 1 Για τη ιστορική αναδρομή στην νομοθετική κατοχύρωση της προστασίας των παραδοσιακών οικισμών χρησιμοποιήθηκαν οι εξής πηγές: α)συντηρηση ΚΑΙ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΩΝ, Τ.Ε.Ε, τμ,μαγνησίας, 1983,σελ.126-140 β) Αφιερωματική έκδοση του ICOM στην διεθνή ημέρα μνημείων, Προστασία και Ανάπτυξη των Ιστορικών Πόλεων στον 21 ο αι./ Διεθνής επιστημονική συνάντηση 18-20/4/2002, Κέρκυρα γ) έκδοση ΥΠΕΧΩΔΕ για το Συμπόσιο που οργάνωσε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 19-20/6/2001 Η Αρχιτεκτονική Κληρονομιά και η Εφαρμογή της Σύμβασης της Γρανάδας στην Ελλάδα δ) Συνέδριο περιοδικού ΤΟΠΟΣ, Χώρος και περιβάλλον: παγκοσμιοποίηση, διακυβέρνηση, βιωσιμότητα 2

μέχρι το 1973. Η ελληνική πολιτεία λαμβάνει για πρώτη φορά μέριμνα για την προστασία των νεωτέρων του 1830 μνημείων ψηφίζοντας τον Νόμο 1469/1950, ο οποίος αποτελεί μέχρι σήμερα το θεμελιακό νομικό στήριγμα για την προστασία της νεότερης αρχιτεκτονικής. Το νομοθέτημα μολονότι ατελές εισάγει για πρώτη φορά τις έννοιες «τόποι ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους» και «ιστορικοί τόποι» ανοίγοντας έτσι τον δρόμο να αρχίζουν να χαρακτηρίζονται ως ιστορικά και διατηρητέα όχι μόνο μεμονωμένα μνημεία αλλά και αρχιτεκτονικά σύνολα και οικισμοί. Η γένεση του Νόμου αντανακλά τις κοινωνικές εξελίξεις που επισυμβαίνουν στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, την εγκατάλειψη και απερήμωση της ελληνικής υπαίθρου, το ορμητικό ρεύμα της αστυφιλίας που αρχίζει να σαρώνει την χώρα, την μετάβαση τελικά από τις αξίες της συλλογικότητας των «ελληνικών κοινοτήτων» του 19 ου αιώνα σε αυτές της επιδίωξης του ατομικού κέρδους της εκμηχανισμένης μοντέρνας Ελλάδας, της αρχιτεκτονικής του μπετόν, του γυαλιού και της ασφάλτου. Στις δύο δεκαετίες που ακολουθούν και κάτω από την καταλυτική επίδραση της εξωτερικής μετανάστευσης τα χωριά της ελληνικής υπαίθρου συνεχίζουν να μαραζώνουν και τελικά να αφανίζονται. Η μέριμνα της πολιτείας για να περισωθεί ό,τι είχε απομείνει ήταν λειτουργικά περιορισμένη, εφόσον από το 1961 προβλεπόταν μία μόνο Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων αρμόδια για όλη την Ελλάδα, ενώ το Υπουργείο Πολιτισμού συστήνεται μια δεκαετία αργότερα. Είναι ενδεικτικό ότι από τους 870 περίπου επισήμως καταγεγραμμένους ως χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς και ιστορικά κέντρα στην Ελλάδα 2 μόλις οι 112 έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέοι κατά την δεκαετία του 60 και μέχρι την μεταπολίτευση. Το συσταθέν κατά την περίοδο της δικτατορίας Υπουργείο Πολιτισμού μόλις με τον Οργανισμό του 1977 ( Π.Δ. 941/1977,ΦΕΚ 320,τευχ. Α, 17/10/77) απέκτησε 7 8 σήμερα Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων υπαγόμενες στην Γενική Διεύθυνση Πολιτιστικής Ανάπτυξης.. Ο Οργανισμός προέβλεπε αρμοδιότητα κι ευθύνη του Υπουργείου Πολιτισμού για την προστασία και τον ευπρεπισμό νεωτέρων μνημείων από το 1831 μέχρι το 1880, καθώς και για την συντήρηση, στερέωση, αναστήλωση, αποκατάσταση, διαμόρφωση χώρων και προστασία των νεωτέρων μνημείων και διατηρητέων κτισμάτων όπως και για την μελέτη και προστασία των παραδοσιακών οικισμών 3. Τα χρονολογούμενα προ του 1830 μνημεία προστατεύονται από τον αρχαιολογικό νόμο του 1932, στον οποίο για πρώτη φορά προβλέπονται πρόστιμα και ποινές για την κακοποίηση, την καταστροφή, βλάβη ή παραμόρφωση των μνημείων. Επίσης ορίζεται ότι ο 2 ΥΠΕΧΩΔΕ, Συμπόσιο Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς και η εφαρμογή της Σύμβασης της Γρανάδας στην Ελλάδα/ 19-20 Ιουνίου 2001, Ε.Ι.Ε. 3 βλ. Π.Δ. 941/1977,ΦΕΚ 320, τεύχ. Α, 17/10/77, «Περί Οργανισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών» 3

περιβάλλων το μνημείο χώρος τελεί και αυτός υπό την προστασία του Υπουργείου Πολιτισμού, αναγνωρίζοντας έτσι ότι μνημείο, φύση και άνθρωπος αποτελούν μια αρραγή ενότητα και απαγορεύοντας την «πλησίον αρχαίου επιχείρηση έργου δυναμένου να βλάψει αυτό αμέσως ή εμμέσως», εισάγεται δηλ. εδώ ουσιαστικά ο έλεγχος της δόμησης γύρω από αρχαιολογικούς χώρους, σημείο έκτοτε μόνιμης σύγκρουσης του πολίτη με την ελληνική πολιτεία. Χάρη στο άρθρο 50 του ίδιου νόμου διασώθηκαν οι αρχαιότητες, καθώς και ο χαρακτήρας και η κλίμακα των οικισμών των νησιών του Αιγαίου. Χρονικό ορόσημο για την προστασία εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδος αποτέλεσε το άρθρο 24 του Συντάγματος 1975 4, όπου για πρώτη φορά προβλέπεται ευθύνη της πολιτείας για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών της χώρας, το σημαντικότερο όμως είναι ότι μέσω αυτού εισάγεται μια νέα ηθική στάση απέναντι στην αξία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, καθώς διακηρύσσεται ότι το ατομικό συμφέρον μπορεί να υποχωρήσει μπροστά στο κοινό καλό όσον αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος και των μνημείων. Με τον νόμο 360/1976, άρθρο 1, παράγραφος 6 «Περί χωροταξίας και περιβάλλοντος» το πολιτιστικό περιβάλλον ορίζεται ως «τα ανθρωπογενή στοιχεία πολιτισμού και χαρακτηριστικά, ως ταύτα διεμορφώθησαν εκ της παρεμβάσεως και των σχέσεων του ανθρώπου μετά του φυσικού περιβάλλοντος, περιλαμβανομένων των ιστορικών χώρων και καλλιτεχνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.» 5 Η βασική νομοθεσία συμπληρώνεται με διάφορα διατάγματα που για μεν τους οικισμούς είναι σωτήρια, όπως το Διάταγμα 13/11/78 «Περί χαρακτηρισμού ως παραδοσιακών οικισμών τινών του Κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμού δομήσεως των οικοπέδων αυτών» με το οποίο κηρύσσονται 420 περίπου οικισμοί ως παραδοσιακοί από το τότε Υπουργείο Οικισμού, για τους πολίτες και ιδιοκτήτες των οικημάτων στον προστατευόμενο χώρο όμως εγκαινιάζουν μια ατέρμονη σύγκρουση με την ελληνική πολιτεία αλλά και μια εξίσου ατέρμονη φιλολογία περί την ερμηνεία των διατάξεων που αφορούν στους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις. Την δεκαετία του 70 αναπτύσσεται ένα γενικότερο ενδιαφέρον για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που αποτυπώνεται σε τρία διακηρυκτικά κείμενα: την Σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της UNESCO 6, την Διακήρυξη του Άμστερνταμ στα 1975 και την Χάρτα του Πολιτιστικού 4 βλ. Παράρτημα 1 5 Γ. Αποστολάκης, Η παραβίαση αδόμητης ζώνης αρχαιολογικού χώρου συνιστά προσβολή της προσωπικότητας/ Η περίπτωση της αδόμητης ζώνης του αρχαιολογικού χώρου των Αγίων Μετεώρων, Περιβάλλον, Δίκαιο 4/2001 Για τον ορισμό του πολιτιστικού περιβάλλοντος βλ. επίσης Παράρτημα 2 6 Convention Concerning of the World Cultural and Natural Heritage/ Παρίσι, 17/10-21/10/1972. Η Ελλάδα προσυπέγραψε την Σύμβαση μόλις στις 17/7/1981 4

τουρισμού που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στα 1976 από εκπροσώπους του ICOMOS 7 και άλλων επτά διεθνών οργανώσεων (Europa Nostra, Διεθνής Ένωση Αρχιτεκτόνων, Διεθνής Ακαδημία Τουρισμού κ.ά.). Το τελευταίο αυτό κείμενο αναθεωρήθηκε στα 1999 συμπεριλαμβάνοντας στις Γενικές Αρχές της τον σεβασμό, την διατήρηση και την μετάδοση όχι μόνο της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας περιοχής αλλά και του πολιτισμικού πλουραλισμού 8.Ένας άλλος διεθνής οργανισμός που προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά είναι ο ICCROM (International Center for the study of the Preservation and Restoration of Cultural Property), ο οποίος συστάθηκε το 1959 στην Ρώμη κι έχει πάνω από 100 κράτη ως μέλη του. Η Ελλάδα εντάχθηκε μόλις το 1987. Σκοπός της δράσης του είναι να καταστήσει την πολιτιστική κληρονομιά ανθρωπιστικό αγαθό. Ένα από τα προγράμματα του ICCROM είναι το ITUC ( Integrated Territorial and Urban Conservation), ο κεντρικός σκοπός του οποίου είναι να εντάξει τον σχεδιασμό για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στις πολιτικές για βιώσιμη διαχείριση και ανάπτυξη τόσο του αστικού όσο και του αγροτικού περιβάλλοντος. 9 Η παγκόσμια αφύπνιση και συνειδητοποίηση των σοβαρών διαφαινόμενων προβλημάτων που απειλούν την ανθρωπότητα λόγω της αλόγιστης εκμετάλλευση της φύσης και της καταστροφής του περιβάλλοντος εντάσσει πλέον το πρόβλημα της προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς χώρου σε μια ευρύτερη ιδεολογική θεώρηση, η οποία ξεπερνά το όριο της στενής μνημειακής και συντηρητικής αντίληψης: τα δημιουργήματα της φύσης και του ανθρώπου θεωρούνται παγκόσμια κληρονομιά άξια να διατηρηθούν όχι μόνο ως «πολιτιστικές αναφορές» 10 για τις μέλλουσες γενεές αλλά και ως παράμετροι της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης των κοινωνιών. Οι αρχές αυτές διατυπώνονται στην Σύμβαση για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, η οποία υπογράφεται στη Γρανάδα από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και ενσωματώνεται στο ελληνικό Δίκαιο με τον Νόμο 2039/92. Η Σύμβαση αυτή αποτελεί την συμπύκνωση ενός προβληματισμού με κεντρικό άξονα την σχέση παγκοσμιότητας τοπικότητας, σχέση που ανάγεται στην αρχή της βιομηχανικής εποχής, κλίνει υπέρ της πρώτης, όταν καταρρέουν πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά σύνορα στα τέλη της δεκαετίας του 80 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90, οπότε και παρατηρείται μια μεταστροφή προς το να αναδειχθεί το τοπικό στοιχείο στην 7 International Council on Monuments and Sites 8 βλ.παράρτημα ΙΙ«ΧΑΡΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ» 9 Το πρόγραμμα ITUC έχει ειδική αναφορά στις μεσογειακές χώρες μεταξύ των οποίων είναι η Κροατία, η Σλοβενία, η Ελλάδα, η Παλαιστίνη, η Ιταλία, ο Λίβανος, η Συρία και η Μάλτα. 10 Σύμβαση για τη προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης/ Γρανάδα 3-10-85/ΦΕΚ 61/Α.13-4-92 5

παγκοσμιοποιημένη πλέον αγορά, αλλά και η τάση να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στα «άϋλα» ειδοποιά στοιχεία των κοινωνιών, σε αυτό δηλ. που ονομάζεται στην οικονομική ιδιόλεκτο «κοινωνικό κεφάλαιο». Τις αναζητήσεις αυτές τροφοδοτεί η κρίση των φθινουσών βιομηχανικών κοινωνιών, για τις οποίες μια εναλλακτική μορφή ανάπτυξης είναι εκείνη που θα συνδυάζεται με την ενίσχυση και ανάδειξη των τοπικών πλεονεκτημάτων, αυτών που είναι γνωστά στην διεθνή βιβλιογραφία ως rural amenities 11. Καθώς οι περιοχές που κυρίως απειλούνται από τις συνθήκες της «παγκοσμιοποιημένης» οικονομίας, είναι εκείνες που συνηθίσαμε ν αποκαλούμε «περιφέρειες», «αγροτικές περιοχές», «επαρχία», εδώ και δύο δεκαετίες αναπτύσσονται θεωρητικές μελέτες και αναζητούνται τρόποι τέτοιοι, που θα επέτρεπαν την ολοκληρωμένη ανάπτυξή τους μέσω της αξιοποίησης των γηγενών πλουτοπαραγωγικών τους πόρων, την ενδογενή δηλ. ανάπτυξη των μικρότερων ή ευρύτερων οικιστικών χωρικών ενοτήτων, παράγων της οποίας θεωρείται και ο πολιτιστικός πλούτος μιας περιοχής. Και αυτός είναι η αδιάσπαστη ενότητα του τοπικού βίου, με τα γραπτά και άγραφα μνημεία του, τις «κιβωτούς» αυτού του βίου, τα αρχιτεκτονικά έργα, τα κτήρια, τα οικιστικά σύνολα και το φυσικό περιβάλλον με το οποίο τα ανθρώπινα έργα συνδέονται άρρηκτα. 11 Ο ΟΟΣΑ συμπεριλαμβάνει τα «ανθρωπογενή» έργα ( man-made objects - cultural features ) στους δείκτες του αγροτικού περιβάλλοντος και ειδικότερα στους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν το περιβάλλον των αγροτικών κοινωνιών (OECD, Agri- Environmental Indicators) 6

1.2. Γεωργία και τουρισμός: πώς συνδέονται με τις οικονομίες των παραδοσιακών οικισμών στην Ελλάδα Το πλεονέκτημα των παραδοσιακών και κυρίως των αγροτικών οικισμών συνίσταται στο ότι τα ίδια τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, το φυσικό περιβάλλον, η λαϊκή αρχιτεκτονική, οι παραδοσιακές τέχνες, τα ντόπια προϊόντα, η ντοπιολαλιά, οι μύθοι και οι θρύλοι, τα παραμύθια, τα πανηγύρια και τέλος οι ντόπιοι κάτοικοι ως κληροδότες και κληρονόμοι όλων αυτών μπορούν ν αποτελέσουν τους αναγκαίους εκείνους πόρους για την ολοκληρωμένη και συνάμα βιώσιμη ανάπτυξή τους. Τα ιδιαίτερα αυτά στοιχεία συνιστούν τους λιγώτερο κινητικούς και γι αυτόν τον λόγο μοναδικούς και λιγώτερο ευάλωτους στον ανταγωνισμό πόρους 12. Ο John M. Bryden αναφέρει για τις περιοχές εκείνες που έχουν αναπτύξει επιτυχημένες αναπτυξιακές στρατηγικές: «Οι στρατηγικές αυτές, ουσιαστικά, έχουν έναν προσανατολισμό προς τους λιγότερο κινητικούς ή τους μη κινητικούς πόρους. Με τη σειρά τους, πολλοί από τους λιγότερο κινητικούς πόρους καθίστανται από τη μία μεριά δημόσια ή δυνάμει-δημόσια αγαθά ( ). Ωστόσο, είτε είναι κινητικοί είτε όχι, οι τρόποι με τους οποίους περισσότερο «χειροπιαστοί» πόροι, όπως είναι το έδαφος, οι φυσικές πρώτες ύλες, οι άνθρωποι και το κεφάλαιο, χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά σε τοπικό επίπεδο φαίνεται να εξαρτώνται από μία σειρά «λιγότερο χειροπιαστών» παραγόντων, όπως είναι η θεσμική αποτελεσματικότητα, η τοπική πολιτισμική έκφανση καθώς και από μία ομάδα παραγόντων που σχετίζονται με την αποτελεσματική πρόσβαση στους πόρους.» 13 Για τις αγροτικές περιοχές της Ελλάδος, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μικρούς οικισμούς με χαμηλή πυκνότητα βάσει των δεικτών του ΟΟΣΑ 14 και διαθέτουν συνεπώς περιορισμένες δυνατότητες να παραγάγουν τυποποιημένα προϊόντα για μεγάλης κλίμακας αγορές, η δημιουργία μικρών αγορών τοπικής κλίμακας προτείνεται ως εναλλακτική οδός για ανάπτυξη 15. Οι κατηγορίες αγροτικών αγορών βάσει του Προγράμματος Ανάπτυξης της Υπαίθρου του ΟΟΣΑ αφορούν σε αγαθά και υπηρεσίες σε σχέση με τους φυσικούς πόρους, την παράδοση, την πολιτιστική κληρονομιά, το φυσικό περιβάλλον και τις ανέσεις που δημιουργεί. Ως προς τα προϊόντα που θα μπορούσαν να προσφέρουν οι παραδοσιακές 12 John M. Bryden, Αναπτυξιακές στρατηγικές για τις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές. Τι γνωρίζουμε μέχρι τώρα (απομαγνητοφώνηση, μετάφραση, επιμέλεια: Α.Πολύμερος) 13 John M. Bryden ό.π. 14 150 κάτοικοι/ τ.χλμ. 15 ΕΚΘΕΣΕΙΣ 23, Κ.Καραμπάτσου-Παχάκη, Θέματα γεωργίας, αγροτικής και τοπικής ανάπτυξης, ΚΕΠΕ,Αθήνα 1996 7

αγροτικές αγορές μπορεί κανείς να τις διακρίνει σε «α) παραδοσιακές, που είναι είτε τοπικές για συνηθισμένα προϊόντα και υπηρεσίες ( τρόφιμα, ενδύματα, έπιπλα κλπ.), είτε μακρινές για ειδικά προϊόντα της περιοχής ( σφουγγάρια, μαστίχα, κεραμικά, είδη αργυροχρυσοχοΐας κλπ) β) μοντέρνες για νέα αγαθά και υπηρεσίες.» 16 Τα παραδοσιακά προϊόντα μπορούν να καταστούν στην περίπτωση αυτή ανταγωνιστικά έναντι των αντίστοιχων βιομηχανικών χάρη στα εξής χαρακτηριστικά τους: α) Έχουν την σφραγίδα της προσωπικής φροντίδας του παραγωγού τόσο ως προς την δημιουργία τους (κατασκευές κατά παραγγελίαν π.χ.) όσο και ως προς την προσφορά τους (παράδοση στο σπίτι, προσωπική επαφή με τον αγοραστή κ.λ.π.) β) Μπορούν να είναι φθηνότερα, γιατί παράγονται κατά κανόνα από μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, δεν απαιτούν πολυέξοδη προβολή ούτε ανάλογα ακριβή συσκευασία γ) Ειδικότερα τα τρόφιμα έχουν τα πρόσθετα πλεονεκτήματα της γνησιότητας και της νωπότητας, πλεονεκτήματα ιδιαίτερης αξίας για τον άνθρωπο της πόλης με τις παντοειδείς ανησυχίες για τις ούτως ή άλλως ανθυγιεινές συνθήκες της καθημερινής ζωής και διατροφής του 17. Δεδομένου ότι ένα σημαντικό μέρος περίπου το 37%- των χαρακτηρισμένων από την πολιτεία παραδοσιακών οικισμών βρίσκεται στις κυρίως αγροτικές περιφέρειες της χώρας- Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Β. Αιγαίο, Δ. Μακεδονία, Α. Μακεδονία/ Θράκη και Ήπειρο- 18 αλλά και ότι μια πληθώρα 19 λιγώτερο ή περισσότερο σημαντικών ιστορικά χωριών εγκατεσπαρμένων στις ίδιες περιφέρειες αποτελούν δυνάμει αναβιώσιμους παραδοσιακούς οικισμούς, η αναζήτηση εναλλακτικών αναπτυξιακών πολιτικών που θα είναι συμβατές με τις περιγραφόμενες συνθήκες φαίνεται να υπαγορεύεται από την ίδια την εικόνα της γεωργίας στην χώρα μας αλλά και από τις συνέπειες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης: παρά το γεγονός ότι κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η συνολική κατάσταση της γεωργίας στην χώρα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδοεκμηχάνιση στην παραγωγή, εξηλεκτρισμός, αρδεύσεις, οδικό δίκτυο, μεταποιητική βιομηχανία, αύξηση του γεωργικού εισοδήματος, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της υπαίθρου, δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης των αγροτών σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες, βιολογική γεωργία κ.λ.π.- τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα του αγροτικού τομέα παραμένουν. Τα δύο σημαντικότερα, που σχετίζονται 16 ΕΚΘΕΣΕΙΣ 23, Κ.Καραμπάτσου-Παχάκη, Θέματα γεωργίας ό.π. 17 ΕΚΘΕΣΕΙΣ 23, Κ.Καραμπάτσου-Παχάκη, Θέματα γεωργίας ό.π. 18 βλ. Παράρτημα 3, 4 19 Ο Α. Χατζηδάκης χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε αναφέρει ότι ο αριθμός των οικισμών είναι 12.315: «Οι παραδοσιακοί οικισμοί ως στοιχείο πολιτιστικής ανάπτυξης», Πολιτισμός και Τοπική Δημοκρατία- Η αφανής πλευρά μιας προφανούς σχέσης, Ε.Ε.Τ.Α.Α., Αθήνα 1994 8

άλλωστε άμεσα με την μοίρα και την προοπτική των παραδοσιακών οικισμών, είναι οι κατακερματισμένες και μικρές σε μέγεθος γεωργικές εκμεταλλεύσεις και η ανεστραμμένη ηλικιακή πυραμίδα του εργατικού δυναμικού. Σήμερα στην Ελλάδα το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην γεωργία ανέρχεται στο 20% του συνόλου, έχοντας μειωθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε είκοσι χρόνια 20, ενώ το 60% των αρχηγών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχουν ηλικία άνω των 55 ετών. Φαίνεται λοιπόν πως η ανακοπή της μαζικής αγροτικής εξόδου, που επισημαίνεται από τον Κ.Βεργόπουλο ως το σημαντικότερο πέραν του πολυτεμαχισμού της ελληνικής αγροτικής γης- πρόβλημα κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, εξακολουθεί να είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις της ελληνικής γεωργικής πολιτικής, πώς δηλαδή θα πεισθούν οι καλλιεργητές και κυρίως οι νεότερες γενιές να παραμείνουν στα χωριά τους 21. Αλλά και οι διάφοροι μηχανισμοί στήριξης του αγροτικού εισοδήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πνεύμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής δεν πέτυχαν ν αντιμετωπίσουν τα κύρια διαρθρωτικά προβλήματα των μη ανεπτυγμένων αγροτικών περιοχών, αντιθέτως τα άμβλυναν. Το γεωργικό εισόδημα παρουσιάζει στασιμότητα ενώ δεν υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον 22. Επιπροσθέτως η καλλιέργεια παραδοσιακών ποικιλιών (φρούτα κ.λ.π.) δεν ενισχύθηκε ικανοποιητικά, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται είδη που θα μπορούσαν ν αποτελέσουν πολιτιστικά προϊόντα. Στον βωμό της παραγωγής ανθεκτικότερων προϊόντων και της επιμήκυνσης της περιόδου προσφοράς τους περιορίστηκαν παραδοσιακές καλλιέργειες ή ποικιλίες κατάλληλες για μεταποίηση, ακόμα και ποικιλίες με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, όπως το λάδι, οι επιτραπέζιες ελιές, τα εσπεριδοειδή ή η μαστίχα Χίου, ενώ τα παραδοσιακά προϊόντα με έντονα πολιτιστικά γνωρίσματα είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τις 20 Ι. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ/ ΙΣΤΑΜΕ, Οι δρόμοι της ΟΝΕ, ΟΝΕ και αγροτικός τομέας, Αθήνα 2000 Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι το συνολικό απασχολούμενο-και υποαπασχολούμενο- εργατικό δυναμικό μειώθηκε από 1.845.000 άτομα το 1980 στα 1.570.000 άτομα το 1995 21 Παραπομπή από τον Κ. Βεργόπουλο,( Το αγροτκό ζήτημα στην Ελλάδα- Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Αθήνα, Εξάντας, 1975) στο βιβλίο της Στέλλας Παπαδάκη Τζεδάκη, Ενδογενής Τουριστική Ανάπτυξη: Διαρθρωμένη ή αποδιαρθρωμένη τοπική ανάπτυξη, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999, 22 Η Στέλλα Παπαδάκη Τζεδάκη στην μελέτη της για την ενδογενή τουριστική ανάπτυξη στο Ρέθυμνο της Κρήτης σημειώνει: «Κατά γενική εκτίμηση, ένα σημαντικό μέρος τους [των χρημάτων που προέρχονται από τα κοινοτικά κονδύλια] καταναλώνεται αντιπαραγωγικά, αφενός μ ευθύνη των κρατικών φορέων στις κοινότητες και στα χωριά, για την ισχυροποίηση των κομματικών πελατειακών τους σχέσεων, και αφετέρου με ευθύνη των αγροτών, για την επίλυση άλλων προβλημάτων του αγροτικού πληθυσμού, όπως είναι η βελτίωση της κατοικίας, ή άλλων λιγότερο σημαντικών προβλημάτων της οικογένειας, όπως είναι η αγορά αυτοκινήτου, η διασκέδαση κ.ά.», Στέλλα Παπαδάκη Τζεδάκη, Ενδογενής Τουριστική Ανάπτυξη: Διαρθρωμένη ή αποδιαρθρωμένη τοπική ανάπτυξη, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999, σελ.345 9

εξαγωγές της Ελλάδος 23. Γράφει για τις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας ο Κ.Παπαγεωργίου: «Με την δεδομένη όμως πολιτική της Ε.Ε., προκύπτει ότι το ενδιαφέρον χρειάζεται να επικεντρωθεί σε κατευθύνσεις ολοκληρωμένης ανάπτυξης των αγροτικών περιφερειών ( Κόρακας, 1994), δηλαδή προς αξιοποίηση και άλλων δυνατοτήτων, εκτός από τις γεωργικές, ώστε οι αυξήσεις των εισοδημάτων των κατοίκων των αγροτικών περιοχών να προέλθουν από συμπληρωματικές απασχολήσεις. Άλλωστε, η κατεύθυνση που έχουν ήδη ακολουθήσει οι χαμηλοεισοδηματίες κάτοχοι μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, είναι η συμπλήρωση του εισοδήματός τους από άλλες εξωγεωργικές απασχολήσεις. Το πρόβλημα που παραμένει είναι η δημιουργία ευκαιριών εξωγεωργικής απασχόλησης και προς την κατεύθυνση αυτή χρειάζεται να στοχεύει η αναπτυξιακή πολιτική (Παπαγεωργίου- Ευστράτογλου, 1990 Ευστράτογλου-Τοδούλου,1994). Στην περίπτωση των παραδοσιακών οικισμών της Ελλάδος αλλά και σε αντίστοιχα διεθνή παραδείγματα η πλέον πρόσφορη εναλλακτική πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους είναι ο τουρισμός. Ο δυναμικός τομέας του τουρισμού μπορεί να επηρεάσει διττά μια κατεξοχήν αγροτοκτηνοτροφική περιοχή: τόσο ως προς την απασχόληση όσο και ως προς την παραγωγή. Η τοπική παραγωγή μπορεί να επηρεαστεί κατά τον βαθμό που οι τουριστικές επιχειρήσεις απορροφούν μέρος της. Πάντως η μελέτη της περίπτωσης του Νομού Ρεθύμνου 24 απέδειξε ότι η μεγάλη τουριστική βιομηχανία δεν ενισχύει τις οικογενειακές επιχειρήσεις της τοπικής κοινωνίας, αφού προμηθεύεται τα αγαθά από αγορές μαζικής παραγωγής και κατά κανόνα όχι τοπικές. Οι λόγοι γι αυτή την αρνητική σχέση είναι ότι οι αγρότες δεν έχουν την δυνατότητα να εξειδικεύσουν την παραγωγή τους, να γίνουν ανταγωνιστικοί στις τιμές ή να δημιουργήσουν μεγάλες αγροτοκτηνοτροφικές μονάδες. Αντιθέτως στο ίδιο παράδειγμα φάνηκε να υπάρχει πολύ καλή σχέση ανάμεσα στις μη καπιταλιστικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και στις μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, καθώς συχνά στην περίπτωση αυτή ο δραστηριοποιούμενος επιχειρηματίας είναι το ίδιο πρόσωπο και για στις δύο επιχειρήσεις. Από την άλλη πάλι οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες απορροφούν το άνεργο και υποαπασχολούμενο εργατικό δυναμικό της γεωργίας με αποτέλεσμα να παραμένει ο πληθυσμός στον τόπο του αλλά ακόμη και να παλιννοστούν, όσοι είχαν μεταναστεύσει επιστρέφοντας στην καλλιέργεια των πατρογονικών τους κτημάτων. Η μελέτη του νομού Ρεθύμνου καταλήγει πάντως ότι η μικρή εμπορευματική 23 Θ.Παπαγεωργίου, «Γεωργία και πολιτιστικά προϊόντα: από την ανωνυμία του γενικού στη επωνυμία του τοπικού»,επιθεώρηση Αποκέντρωσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Περιφερειακής Ανάπτυξης, τεύχ. 24, Αθήνα 2001 Για παράδειγμα στην Κρήτη η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδοτεί την εγκατάλειψη πατροπαράδοτων τοπικών καλλιεργειών, όπως είναι η αμπελουργία ( Κ.Ο. 1442/88), ενώ το Μ.Ο.Π. Κρήτης επιδοτεί την αντικατάσταση της ελιάς με avogado, μολονότι η ελαιοκαλλιέργεια αποτελούσε και εξακολουθεί ν αποτελεί από τις κυρίαρχες γεωργικές καλλιέργειες στο νησί./ Στέλλα Παπαδάκη Τζεδάκη, ό.π. 24 Στέλλα Παπαδάκη Τζεδάκη, ό.π. 10

γεωργική παραγωγή ενισχύει εντέλει την ανάπτυξη καπιταλιστικών δομών σ έναν τόπο, εφόσον ένα σημαντικό μέρος των ανθρώπινων και φυσικών πόρων μεταφέρονται μέσω αυτής στις καπιταλιστικές δομές 25, δηλ. στην μαζική τουριστική βιομηχανία. Και μολονότι το παράδειγμα του Ρεθύμνου αναφέρεται σε οικονομικές δομές ενός νομού, ευρύτερης κλίμακας δηλ. από αυτές ενός παραδοσιακού οικισμού, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι κάποιες από τις τάσεις που παρατηρήθηκαν στο Ρέθυμνο παρατηρούνται και στις μικρότερης κλίμακας οικονομίες, όπως αυτές των παραδοσιακών οικισμών. Μπορεί δηλαδή κανείς να πει ότι αναπτυξιακές πολιτικές βασισμένες σε μοντέλα οικονομιών μεγάλης κλίμακας, όπως είναι η ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού δεν προσιδιάζουν στις οικονομίες των μικρών κοινωνιών, γιατί αποδιαρθρώνουν τον τοπικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό ιστό μεταμορφώνοντας τις μικρές κοινωνίες σε δορυφόρους των μητροπολιτικών τους φυσικών και οικονομικών κέντρων. Σε έναν μικρό τόπο με περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές και με οικονομική υποδομή κυρίως αγροτοκτηνοτροφική και μεταπρατική η μονοσήμαντη εξάρτηση από τον τουρισμό οδηγεί στην σταδιακή εγκατάλειψη κάθε παραδοσιακής εργασίας που δεν συνδέεται με τον τουρισμό. Τα χειρωνακτικά επαγγέλματα μένουν χωρίς έμψυχο υλικό και μαζί με αυτά χάνεται ένα ολόκληρο κομμάτι πολιτισμού που αυτά δημιουργούσαν: τα εργαστήρια, τα εργαλεία, τα μοναδικά, καθόσον χειροποίητα προϊόντα, το γλωσσικό ιδίωμα των μαστόρων, τα τραγούδια της δουλειάς, ό,τι δηλαδή καθιστούσε αυτόν τον τόπο μοναδικό, ξεχωριστό κι εντέλει ενδιαφέροντα και για τον ξένο. Συνεπώς η απάρνηση της αυθεντικότητας και της παράδοσης, αποψιλώνει έναν τόπο από βασικές ζωτικές πηγές γι αυτόν και δημιουργεί, καθώς δείχνουν τα παραδείγματα από τα αναπτυξιακά πρότυπα που ακολουθήθηκαν στην νησιωτική κυρίως Ελλάδα μέχρι σήμερα 26 πολλαπλασιαστικές συνέπειες, αφού η μονόδρομη αυτή εξάρτηση καλλιεργεί αρνητικό κλίμα για υποδοχή οποιασδήποτε καινούργιας επενδυτικής δραστηριότητας και φαινόμενα παραοικονομίας. Αλλ ακόμη ο τουρισμός έχει 25 Στέλλα Παπαδάκη Τζεδάκη, ό.π, σελ. 361 26 βλ. ενδεικτικά την εισήγηση του Σ. Σαββανή Αυθόρμητη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού στην Κω. Επιπτώσεις στο τοπίο, το κτισμένο περιβάλλον και την πολιτιστική ταυτότητα, Πρακτικά διεθνούς συνάντησης(έκδ. ΥΠΕΧΩΔΕ) «Επιπτώσεις του τουρισμού στους παραδοσιακούς και ιστορικούς οικισμούς των χωρών της Μεσογείου και της Νότιας Ευρώπης», Θεσ/νίκη 22-24 Οκτωβρίου 1993 Από την ίδια πηγή είναι το απόσπασμα της εισήγησης του Κ.Λούμπα «Οι επιπτώσεις του τουρισμού στο ιστορικό κέντρο της Κέρκυρας. Προτάσεις-Προοπτικές»: «Ο τουρισμός δυναμική πηγή εισοδήματος, οδήγησε στην δημιουργία νέων οικονομικών συνθηκών και επαγγελμάτων. Εκτόπισε τα παραδοσιακά επαγγέλματα που εξυπηρετούσαν τον ντόπιο πληθυσμό, αντικαθιστώντας τα με πλήθος καταστημάτων τουριστικών ειδών, εστίασης, αναψυχής κλπ. που απλώθηκαν στο Ιστορικό κέντρο και δημιούργησαν πολλούς νέους εμπορικούς δρόμους. Η μεγάλη επέκταση του τουριστικού εμπορίου δεν τόνωσε τις παραδοσιακές Τέχνες της Κέρκυρας. Δεν έστρεψε το παραγωγικό δυναμικό και τους νέους στην εκμάθηση της Κερκυραϊκής τέχνης που ανθούσε στο ιστορικό κέντρο. Αντίθετα απορρόφησε το εργατικό δυναμικό σχεδόν εξολοκλήρου στην παροχή υπηρεσιών.» 11

επικριθεί συχνά ως «καινό δαιμόνιο» και παράγων που αλλοιώνει την αυθεντική φυσιογνωμία των παραδοσιακών τόπων, ακόμη και δια της «σκηνογραφικής» πολλές φορές αποκατάστασης των κτισμάτων, ιδιαιτέρως εκεί όπου αποτελεί την μοναδική πηγή εισοδήματος, οπότε η κατεξοχήν ζωογόνος χρήση των κτηρίων, αυτή της κατοικίας υποχωρεί προκειμένου τα κτίσματα να γίνουν εκμεταλλεύσιμοι χώροι 27 και να προσομοιάσουν στην αναμενόμενη εικόνα των προβαλλόμενων από την βιομηχανία του μαζικού τουρισμού προτύπων. Ουχ ήττον επισημαίνεται η αφομοιωτική επίδραση του τουρισμού στη ίδια την αρχιτεκτονική των παραδοσιακών οικισμών: όπως ήδη αναφέρθηκε τα κτίσματα παύουν να είναι «οικητήρια». Εκλείπουν συν τω χρόνω οι ιστορικοί και κοινωνικοί εκείνοι παράγοντες που γέννησαν μια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική δομή, που επέβαλαν την χρήση συγκεκριμένων δομικών υλικών π.χ. η ανάγκη για συλλογικότητα ή άμυνα σε εξωτερικές επιθέσεις- ο αριθμός των μονίμων κατοίκων των χωριών, κυρίως των ορεινών μειώνεται συνεχώς 28. Οι αλλαγές σημειώνονται τόσο στην συνολική εικόνα του οικισμού όσο και στην κατασκευή των μεμονωμένων κτηρίων, αφού τα κτίσματα αποκτούν νέες χρήσεις, κατασκευάζονται συχνά υπό συνθήκες πίεσης χρόνου και χρημάτων καταστρατηγώντας την νομοθεσία που αφορά στα διατηρητέα κτίσματα, με υλικά και τρόπους που δεν αρμόζουν στην παραδοσιακή εικόνα του τόπου. Ακόμη και περιοχές χαρακτηρισμένες ως ιστορικά κέντρα, όπως είναι το Ναύπλιο 29 έφθασαν ν αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του κορεσμού: στα 1993 η αρχιτέκτων κ. Ελένη Μαΐστρου 30 επεσήμαινε ότι σε μια πόλη έκτασης 15 ha και 1500 κατοίκων υπήρχαν το 1984 1400 τουριστικές κλίνες συνολικά, αριθμός που αντιστοιχούσε στο 85% του συνόλου των κλινών της πόλης. Το πρόβλημα του τουριστικού κορεσμού εμφανιζόμενο κυρίως στους παράκτιους παραδοσιακούς οικισμούς επέβαλε το 1986 τον χαρακτηρισμό με την Υπουργική Απόφαση 2647/86 ορισμένων περιοχών της χώρας σε «περιοχές ελέγχου τουριστικής ανάπτυξης». Τμήματα των περιοχών αυτών που παρουσίαζαν την μεγαλύτερη συγκέντρωση ξενοδοχειακών κλινών χαρακτηρίστηκαν ως «κορεσμένες τουριστικά περιοχές» και 27 Ελ. Μαΐστρου, Τουριστική ανάπτυξη και πολιτιστική ταυτότητα, περίληψη εισηγήσεως για το διεθνές συνέδριο με θέμα: «Πολιτιστικό περιβάλλον και τουρισμός. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα» 28 Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ το 15,6% του συνολικού πληθυσμού βάσει των στοιχείων της απογραφής του 1991, κατά το πλείστον νέοι, μεταναστεύουν λόγω των δυσμενών συνθηκών ζωής προς τα αστικά κέντρα, ενώ πάνω από το 33% του πληθυσμού των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών έχει μετακινηθεί εκτός ορίων της περιοχής του. 29 Το 1962 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, το 1989 από το ΥΠΕΧΩΔΕ 30 Ελένη Μαΐστρου, εισήγηση «Επιπτώσεις του τουρισμού σε ιστορικά κέντρα πόλεων και οικισμούς. Παράδειγμα το Ναύπλιο. Πρόταση για ελεγχόμενη ανάπτυξη και νέες μορφές τουρισμού.», Πρακτικά διεθνούς συνάντησης «Επιπτώσεις του τουρισμού στους παραδοσιακούς και ιστορικούς οικισμούς των χωρών της Μεσογείου και της Νότιας Ευρώπης», Θεσσαλονίκη 22-24 Οκτωβρίου 1993 12

απαγορεύτηκε, ν ανεγείρονται εκεί νέες ξενοδοχειακές μονάδες ή να γίνουν επεκτάσεις στις υπάρχουσες 31. Παρ όλ αυτά το κίνητρο της τουριστικής αξιοποίησης δεν μπορεί ν αγνοηθεί. Το 1999 η Ελλάδα κατελάμβανε την 10 η θέση στην κατάταξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού ως προς την είσπραξη από τουριστικές υπηρεσίες. Το 2001 η άμεση συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ ήταν 7% έναντι 4% το 1981 και το ποσοστό των απασχολούμενων στον τουρισμό ανερχόταν στο 10% του ενεργού πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για την διατήρηση και αποκατάσταση των παραδοσιακών οικισμών στην Ελλάδα κατεβλήθη από τον ΕΟΤ μέσω ενός ειδικού προγράμματος αξιοποίησης των παραδοσιακών οικισμών, το οποίο προέβλεπε την συντήρηση, αναστήλωση και αποκατάσταση κτηρίων και συνόλων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και την διαμόρφωσή τους προκειμένου να μετατραπούν σε ξενώνες ή να εξυπηρετήσουν νέες χρήσεις, ιδιωτικές ή δημόσιες ως κατοικίες ιδιωτών, κοινοτικά καταστήματα κ.ο.κ.-. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο ΕΟΤ μέχρι το 1994 είχαν επισκευαστεί σε όλη την χώρα 102 κτήρια σε 16 περιοχές της χώρας, μεταξύ των οποίων ήταν η Βάθεια της Μάνης, η Βυζίτσα Πηλίου, τα Μεστά Χίου, η Οία στην Σαντορίνη, το Πάπιγκο Ηπείρου. Ο τουρισμός αποδείχθηκε στην περίπτωση των παραδοσιακών οικισμών η μοναδική λύση για να διασωθούν οι περιοχές αυτές από την εγκατάλειψη. Είναι ενδεικτικά τα στοιχεία που παραθέτει ο ΕΟΤ 32 για την κοινωνική εικόνα που παρουσίαζαν τα χωριά αυτά, -χωριά-φαντάσματα στην πραγματικότητα- πριν αναληφθεί κάποια προσπάθεια αναζωογόνησής τους:στα 1975 η Βάθεια της Μάνης ήταν ένα χωριό με 11 ηλικιωμένους κατοίκους που ζούσαν κυρίως από την σύνταξη του ΟΓΑ, εμβάσματα συγγενών και υποαπασχολούνταν στην ελαιοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Το 75% των κτισμάτων είχαν εγκαταλειφθεί, υπήρχαν 3 μόνιμες κατοικίες, 6 παραθεριστικές και 2 λιοτρίβια. Επίσης το 75% του συνόλου των κτηρίων είχαν υποστεί μικρότερες ή σοβαρότερες φθορές, το 14% είχαν καταρρεύσει και μόνο το 11% των κτισμάτων ήταν σε καλή κατάσταση. Η πρόταση του ΕΟΤ προέβλεπε πέντε ομάδες χρήσεων για τα προς αποκατάστασιν κτίσματα (μόνιμες κατοικίες Βαθειατών, παραθεριστικές κατοικίες Βαθειατών, ξενώνες δυναμικότητας 120-150 κλινών, αναστηλωτέα μουσειακά κτήρια, κοινόχρηστοι χώροι για την εξυπηρέτηση των μονίμων κατοίκων και των τουριστών και βοηθητικά καταλύματα για το 31 Υπουργείο Ανάπτυξης Τουριστική Πολιτική 2000-2004- Στόχοι και Προοπτικές, Ιαν. 2001 32 Τα στοιχεία για το «Πρόγραμμα Αξιοποίησης των παραδοσιακών οικισμών» του ΕΟΤ καθώς και για την περίπτωση της Βάθειας Μάνης προέρχονται από την έκδοση του ΕΟΤ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΟΤ «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Πολιτιστικός Τουρισμός», Αθήνα, 16 Μαρτ.-6Απριλ. 1994 13

προσωπικό).μέχρι το 1994 είχαν επισκευασθεί συνολικά 10 κτήρια με χρήση ξενώνων, υποδοχής, εστιατορίου και δυναμικότητας 48 κλινών. Οι κατατεθειμένες μαρτυρίες όμως που παρατέθηκαν παραπάνω αποδεικνύουν ότι ο χαρακτηρισμός και μόνο ενός τόπου ως παραδοσιακού ή ως ιστορικού διατηρητέου δεν επαρκεί για να διατηρηθεί η ισορροπία φυσική, αρχιτεκτονική, κοινωνική, οικονομική- σ αυτόν. Μολονότι η διάσωση των αρχιτεκτονικών στοιχείων και η ομαλή επανένταξή τους στην σύγχρονη ζωή αποτελεί καθοριστικό βήμα για το ξαναγέννημα ενός τόπου που έχει αρχίσει να ερημώνει, κοινή είναι η πεποίθηση σε όσους μελετούν τα ζητήματα περιφερειακής πολιτικής τόσο στους ειδικούς ερευνητές επιστήμονες όσο και στους ανθρώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης- ότι μια πολιτική για τις απομακρυσμένες και μειονεκτικές περιοχές της χώρας πρέπει να βασίζεται σ ένα σχέδιο ανάπτυξης που θα έχει λάβει υπόψιν του όλες τις παραμέτρους ως ισότιμα συμμετέχουσες στην αναπτυξιακή προοπτική: υπάρχει ανάγκη δηλαδή για μια ολοκληρωμένη θεώρηση των προβλημάτων αλλά και των δυνατοτήτων ενός τόπου. Όπως διαφάνηκε, η αρχιτεκτονική αποκατάσταση των κτισμάτων δεν συμβάλλει πάντοτε στην διατήρηση των τοπικών γνωρισμάτων και εν τέλει της αυθεντικής και ισορροπημένης ζωής σ έναν τόπο. Αντιθέτως μπορεί να συνεπιφέρει στρεβλώσεις στην τοπική οικονομία και φθορά στον κοινωνικό και πολιτιστικό ιστό, όταν δεν εντάσσεται σ ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικού οραματισμού, αξιών και θεσμικής προστασίας του ίδιου του χώρου και της χρήσης του. Όπως αναφέρει ο Δ. Ορφανουδάκης στο βιβλίο του «Μελέτη αποκατάστασης μνημείων και συνόλων», ιστορικό μνημείο δεν είναι μόνο το μεμονωμένο αρχιτεκτονικό έργο αλλά και η αστική ή αγροτική τοποθεσία όπου αυτό βρίσκεται, καθώς και ο πολιτισμός, τον οποίο αυτό απηχεί. Μ αυτήν την έννοια ιστορικά μνημεία θεωρούνται και τα ταπεινά έργα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, οι τοποθεσίες, τα ιστορικά και παραδοσιακά σύνολα, παλιές συνοικίες χωριά, κοινά δημιουργήματα της φύσης και του ανθρώπου. «Έτσι, η συντήρηση έχει ως αντικειμενικό σκοπό να εξασφαλίσει την διάσωση της πολιτισμικής κληρονομιάς, φροντίζοντας για την κατάλληλη προσαρμογή στις ανάγκες της κοινωνίας, μέσα από ένα σύνολο τεχνικών, νομοθετικών, οικονομικών, φορολογικών, πολιτιστικών μέτρων κ.ο.κ.» Επισημαίνεται ακόμη ότι οι προσπάθειες για την διαφύλαξη των μνημειακών συνόλων δεν μπορεί να είναι ξεκομμένες από την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του περιβάλλοντός τους, ούτε και να είναι αποτελεσματικές, εάν δεν συνδυάζονται με αντίστοιχες προσπάθειες στον οικονομικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, όταν δεν αποβλέπουν δηλαδή στην ολοκληρωμένη προστασία τους. Άλλωστε με την διατήρηση μιας παραδοσιακής οικονομικής δραστηριότητας επιτυγχάνεται ακόμη να προστεθούν στον υπάρχοντα μνημειακό πλούτο ενός τόπου και τα λεγόμενα «βιομηχανικά 14

μνημεία» δηλαδή τα εργαστήρια, οι μύλοι, τα εργοστάσια όπου αναπτυσσόταν αυτή η δραστηριότητα και με τον τρόπο αυτό ο πολιτισμός αυτοτροφοδοτείται, διασφαλίζεται η πολιτισμική συνέχεια, η ιστορία είναι ζώσα. 15

1.3. Μελέτες και προτάσεις για ολοκληρωμένη ανάπτυξη παραδοσιακών οικισμών στην Ελλάδα Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι οι μέχρι σήμερα προσπάθειες για αξιοποίηση των παραδοσιακών οικισμών και των εν γένει τοπικών γνωρισμάτων της ελληνικής υπαίθρου προσανατολίστηκαν μονοσήμαντα στην άμεση ανταποδοτικότητά τους ως τουριστικά θέρετρα, έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς δύο εναλλακτικές προτάσεις για ανάπτυξη ορεινών παραδοσιακών οικισμών. Απουσία μιας συνολικής εικόνας για την μέχρι σήμερα εξέλιξη της οικονομικής ζωής στους παραδοσιακούς οικισμούς δεν είναι σκόπιμη ούτε και δυνατή μια αξιολογική προσέγγιση των παραδειγμάτων 33. Η παράθεσή τους σ αυτό το σημείο γίνεται προκειμένου να καταδειχθούν οι εναλλακτικές λύσεις που προτείνονται σε θεωρητικό επίπεδο σε αντιπαράθεση με τα υποδείγματα ανάπτυξης, των οποίων υπαινιγμός έγινε παραπάνω- και οι οδοί μέσω των οποίων μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη οι θεωρητικές διακηρύξεις περί σεβασμού των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης. 1.3.1.Πρόγραμμα οικοανάπτυξης Ροδόπης Νέστου 34 Οι ορεινοί οικισμοί έχουν ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό που τους διαφοροποιεί από τους παράκτιους: είναι εγκατεσπαρμένοι σε μια μεγάλη γεωγραφική έκταση, συχνά δε είναι απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο λόγω γεωμορφολογικών περιορισμών και ελλείψεων σε υποδομές επικοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο μπορούν αυτοί οι διάσπαρτοι οικισμοί να ενσωματωθούν σ ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικού σχεδιασμού μελετάται στο πρόγραμμα οικοανάπτυξης Ροδόπης Νέστου. Η λέξη «οικοανάπτυξη» σημασιοδοτεί την αναγνώριση των περιβαλλοντικών περιορισμών που έπαιξαν ρόλο στην διαμόρφωση της πρότασης. Η μελέτη εκπονήθηκε σε δύο χρονικές φάσεις ( 1988-1989 και 1992-1993) για λογαριασμό της Ε.Ε.Τ.Α.Α. και της W.W.F.και αναφέρεται σε μια χωρική ενότητα η οποία διοικητικά 33 Η μοναδική συνολική αποτίμηση για έργα που αφορούν σε παραδοσιακούς οικισμούς είναι μια σχετική εργασία που έγινε από τον ΕΟΤ και περιγράφει πόσα κτήρια αποκαταστάθηκαν κατά την εφαρμογή του προγράμματος του ΕΟΤ «Διατήρηση και Ανάπτυξη παραδοσιακών οικισμών στην Ελλάδα», όπως επίσης, πόσες κλίνες και πόσες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν μέσα από την εφαρμογή του προγράμματος. Τα στοιχεία πάντως σταματούν στο 1994. 34 ΠΗΓΕΣ:α) Εισήγηση Π. Λουκάκη, «Πρόγραμμα Οικοανάπτυξης Ροδόπης-Νέστου» β) Περίληψη μελέτης «Συγκέντρωση και αξιολόγηση στοιχείων φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στο δίκτυο περιβαλλοντικής ενημέρωσης-πληροφόρησης ορεινού όγκου Ροδόπηςκοιλάδας Νέστου/ Μελέτη ανάπτυξης ολοκληρωμένου δικτύου περιβαλλοντικής ενημέρωσηςπληροφόρησης / Δίκτυο ΡΟ.ΝΕ.» Δράμα, 1999 γ) Ανάπτυξη, Αυτοδιοίκηση, ενημερωτικό δελτίο της Ελληνικής Εταιρίας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης, Δεκέμβριος 1991, αρ. 17 και Φεβρουάριος 1992, αρ.18 16

ανήκει στους νομούς Δράμας, Καβάλας και Ξάνθης, αποτελεί όμως μια ενότητα οικολογική με σημείο αναφοράς τον ποταμό Νέστο. Στην έκταση αυτή καταγράφονται 117 οικισμοί που διακρίνονται σε τρεις άνισης πληθυσμιακής κατανομής ζώνες. Η φιλοσοφία του εγχειρήματος βασίστηκε στις ακόλουθες παραδοχές: 1. Θα έπρεπε να διατηρηθεί ο πληθυσμός που κατοικούσε στην περιοχή 1. Η περιοχή αποτελούσε μια φυσική ενότητα και συνεπώς οι φυσικοί της πόροι ήταν αντικείμενο ενιαίου σχεδιασμού και διαχείρισης 2. Οι οικισμοί θα έπρεπε να διατηρηθούν και ν αποτελέσουν τον καμβά απάνω στον οποίο θα ξεδιπλωνόταν το πρόγραμμα. 3. Θα έπρεπε να διατηρηθούν και να αναδειχθούν η πολιτιστική κληρονομιά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της περιοχής. 4. Το πρόγραμμα θα έπρεπε να συσχετισθεί οικονομικά, λειτουργικά και κοινωνικά με τα τρία αστικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής, την Δράμα, την Καβάλα και την Ξάνθη. 5. Θα έπρεπε να προστατευθεί το ιστορικό και ανθρωπογενές περιβάλλον της περιοχής. 6. Το πρόγραμμα θα έπρεπε να διασφαλίζει ένα ενιαίο κα ιεραρχημένο τρόπο διοικητικής εφαρμογής του προγράμματος 7. Το πρόγραμμα θα βασιζόταν στην ενδογενή ανάπτυξη της περιοχής, στην αξιοποίηση δηλ. των φυσικών και πολιτισμικών πόρων του τόπου καθώς και στην δημιουργία θέσεων εργασίας για τους ανθρώπους που κατοικούσαν στην περιοχή ή ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με αυτήν. 8. Αναγκαία κρινόταν, τέλος, η ενεργός συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στον σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, την χρηματοδότηση και την υλοποίηση του έργου. Σύμφωνα με αυτό το πλαίσιο αξιών προσδιορίστηκαν οι περιορισμοί που όφειλε το πρόγραμμα να σεβαστεί, και αυτοί ήταν οι εξής: η παραδοσιακή παραγωγική βάση γεωργία και κτηνοτροφία- θα διατηρηθεί, ενώ η ενίσχυση των άλλων τομέων μεταποίησης, αλιείας, τουρισμού, μεταφορών- θα πρέπει να γίνει με σεβασμό προς τις υπάρχουσες γηγενείς πλουτοπαραγωγικές πηγές και προς τις υπάρχουσες δυνατότητες για δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο φυσικός χώρος εφαρμογής του σχεδίου προτείνεται να είναι οι ήδη υπάρχοντες οικισμοί, ώστε ν αποφευχθεί η διόγκωσή τους και η ανεξέλεγκτη διασπορά των 17

δραστηριοτήτων και να γίνουν οι αναγκαίες για την πρόοδο υποδομές αλλά κατά τρόπο που δεν θα διαταράσσεται το οικολογικό σύστημα της περιοχής. Ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται το σχέδιο Ροδόπης Νέστου είναι η διάκριση της περιοχής εφαρμογής σε οικιστικούς πυρήνες, οι οποίοι θα συνδέονται μεταξύ τους μέσα από φυσιολατρικές και πολιτιστικές διαδρομές. Η χωροταξική διάρθρωση προβλέπει να διατηρηθούν όλοι οι οικισμοί, να αξιοποιηθούν τα ιστορικά τους στοιχεία και οι ιδιαιτερότητές τους, οι τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες, οι ιστορικοί τόποι και τα κτήρια. Μεταξύ τους οι οικισμοί διασυνδέονται με σύγχρονο οδικό δίκτυο αλλά και μέσω των λιθόστρωτων μονοπατιών, ώστε το οδοιπορικό για τον επισκέπτη να έχει ενδιαφέρον οικολογικό, ιστορικό, αρχαιολογικό, λαογραφικό. Προβλέπεται ακόμη η δημιουργία ειδικών κέντρων πληροφόρησης διάσπαρτων στους οικισμούς, όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να ενημερώνεται για την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής, για τους παραδοσιακούς τρόπους αξιοποίησης των νερών του Νέστου, για τον τρόπο που λειτουργεί ένα εργαστήρι καπνού και ακόμα να μαθαίνει για τις εθνότητες που κατά καιρούς συνέβαλαν στη διαμόρφωση της πολιτισμικής εικόνας της περιοχής. Η οικονομική ζωή στους οικισμούς θα στηρίζεται κατά βάσιν στις ήπιες μορφές αναψυχής - ο παραθερισμός των κατοίκων που κατάγονται από την περιοχή και διαμένουν στα αστικά κέντρα, εκδρομές και περιηγήσεις τα Σαββατοκύριακα, επισκέψεις αλλοδαπών και Ελλήνων τουριστών που παραθερίζουν σε άλλες κοντινές περιοχές, χειμερινός τουρισμός, επιστημονικός και συνεδριακός τουρισμός κ.ο.κ.- αλλά και σε παραδοσιακές ασχολίες, όπως η χειροτεχνία, η οικοτεχνία, η βιοτεχνία ή στο εμπόριο προϊόντων για τον τουρισμό και τις εσωτερικές ανάγκες. Στην περιοχή μπορούν επίσης βάσει του προγράμματος να δημιουργηθούν κατασκευαστικές, επισκευαστικές και λατομικές επιχειρήσεις. Για να μπορέσουν όλοι οι υπάρχοντες οικισμοί ν αξιοποιηθούν όπως προβλέπει το σχέδιο, επισημαίνεται ότι είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν με σαφήνεια οι χρήσεις του εδάφους: να οριοθετηθούν οι προστατευόμενες περιοχές, να υπάρξει ολοκληρωμένος πολεοδομικός σχεδιασμός και αρχιτεκτονική μελέτη για την συνεπή αισθητικώς αποκατάσταση των οικιστικών συνόλων και ενδεχομένως παρέμβαση του ΕΟΤ για τη αρχιτεκτονική αποκατάσταση των παραδοσιακών κτισμάτων. Τέλος, επισημαίνεται η ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ενιαίος φορέας που θα υλοποιήσει το πρόγραμμα, δεδομένου του κατακερματισμού των αρμοδιοτήτων στις κεντρικές υπηρεσίες, των αδυναμιών της τοπικής αυτοδιοίκησης και της δυσκολίας να βρεθούν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι. Στο όλο εγχείρημα θα πρέπει να συμμετέχουν η τοπική αυτοδιοίκηση, 18

οι τοπικοί παραγωγικοί φορείς και γενικώτερα οι ντόπιοι κάτοικοι, Έλληνες της διασποράς καταγόμενοι από την περιοχή αλλά και η Πανεπιστημιακή κοινότητα της περιοχής. 1.3.2. Βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη του ορεινού οικισμού Όσσας 35 Το θεωρητικό μοντέλο ανάπτυξης που αφορά στον ορεινό οικισμό της Όσσας βασίζεται σε τέσσερις κεντρικούς σκοπούς : α) την συντήρηση και βελτίωση της υπάρχουσας υποδομής β) την προσέλκυση κοινού με ειδικά ενδιαφέροντα γ) την στήριξη της τοπικής οικονομίας, και δ) έναν νέο ρόλο στα πλαίσια του νέου δήμου Βερτίσκου, στον οποίο υπάγεται ο ορεινός οικισμός της Όσσας. Η διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα του οικισμού είναι μια από τις προϋποθέσεις για να συντηρηθεί και να βελτιωθεί η υπάρχουσα υποδομή. Γι αυτό προτείνεται ο χαρακτηρισμός του ιστορικού κέντρου ως διατηρητέου καθώς και η αποκατάσταση και επανάχρηση των παραδοσιακών κτηρίων, με παράλληλη μέριμνα, να διαμορφωθεί το δίκτυο των πεζοδρόμων και των ελεύθερων χώρων. Προτείνεται ακόμη ν αποτραπεί η επέκταση του οικισμού και να επιτραπεί η ανέγερση νέων κτηρίων μόνο σε συγκεκριμένα οικοδομικά τετράγωνα. Τα κτήρια που θ αποκατασταθούν θα χρησιμοποιηθούν είτε ως κατοικίες είτε θα δοθούν για νέες χρήσεις ξενώνων, εργαστηρίων, πολιτιστικών χώρων κ.ο.κ.-. Για την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας θεωρείται ότι μπορεί να εκσυγχρονιστεί η τοπική παραγωγή κυρίως κεράσια και κρασί- και αφού ληφθούν υπόψιν οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής να γίνει εισαγωγή νέων οικολογικών καλλιεργειών. Με την τόνωση της παραδοσιακής αγροτικής παραγωγής εκτιμάται ότι μπορεί να επαναλειτουργήσουν και οι γυναικείοι συνεταιρισμοί 36, που φτιάχνουν τα ντόπια γλυκά του κουταλιού και τις κομπόστες, αλλά να οργανωθούν και εκθετήρια, όπου θα προβάλλονται τα προϊόντα αυτά. Προτείνεται ακόμα να δημιουργηθεί ειδικός χώρος εμφιάλωσης κρασιών, όπου θα μπορεί και να παρουσιάζεται ο παραδοσιακός τρόπος παρασκευής του κρασιού. Έτσι αλληλοτροφοδοτούνται και οι τρεις τομείς παραγωγής. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί ο εκσυγχρονισμός της κτηνοτροφίας να συμβάλει, ώστε να μην χαθεί η τέχνη της κατασκευής των ντόπιων παραδοσιακών χαλιών από την τρίχα των αιγοπροβάτων. Η προστασία του 35 ΠΗΓΗ: «Βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη του ορεινού οικισμού Όσσας», Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσσαλονίκης- Τμήμα Αρχιτεκτόνων/ Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Εκπαιδευτική άσκηση φοιτητών του ακαδημαϊκού έτους 1999-2000 36 Η ύπαρξη των συνεταιρισμών μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων, στην μείωση του κόστους παραγωγής τους και στην χρηματοδότηση από κοινοτικά προγράμματα. Βλ. Στέλλα Παπαδάκη Τζεδάκη, Ενδογενής τουριστική ανάπτυξη ό.π.,σελ.367-368 19

φυσικού περιβάλλοντος θεωρείται επίσης όρος ανάπτυξης εξαρτώμενος και από την ποιότητα των τουριστών που επιθυμεί να προσελκύσει ο τόπος, γι αυτό και προτείνεται να στραφεί η αναζήτηση τουριστικού κοινού προς ανθρώπους που θα έχουν ειδικά ενδιαφέροντα και θα διαθέτουν την ποιότητα για να σεβαστούν τον χώρο. Οι επισκέπτες θα μπορούν ν απολαύσουν την φύση μέσα από διαδρομές στο βουνό, μέσα από τα παρατηρητήρια των άγριων θηλαστικών και πτηνών ή και σε συνδυασμό με ήπιες αθλητικές δραστηριότητες. Τέλος η μελέτη αποκατάστασης του ορεινού οικισμού της Όσσας περιλαμβάνει και μια ex ante εκτίμηση των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες που θα προκύψουν από τις εργασίες αποκατάστασης στα παραδοσιακά κτήρια και στα υπόλοιπα έργα υποδομής. Η κοινή αντίληψη που διέπει και τις δύο προαναφερθείσες μελέτες είναι να χρησιμοποιηθεί το υπάρχον φυσικό, ανθρώπινο και κτηριακό δυναμικό ώστε η οικονομική ανάπτυξη των περιοχών εφαρμογής των σχεδίων να σέβεται την φέρουσα ικανότητα του τόπου. Όπως θα δούμε στην συνέχεια αναφερόμενοι στις ορεινές επαρχίες του νομού Τρικάλων που έχουν μεγάλες ομοιότητες με τις περιοχές που περιγράφηκαν παραπάνω, η εφαρμογή ενός ανάλογου προγράμματος μέσα από την κοινοτική πρωτοβουλία LEADER έχει αρχίσει να δίνει ζωή τα τελευταία χρόνια σε ορεινά χωριά που είχαν σχεδόν αποψιλωθεί πληθυσμιακά. 20