Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-136



Σχετικά έγγραφα
Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-53

ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ»

74 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη, Δεκεμβρίου 2013


«Ευζωία αγροτικών ζώων».

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ

ΑΔΑ: Β440ΩΞΜ-ΤΘΒ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το πρακτικό 13/2011. της συνεδρίασης της Οικονοµικήςεπιτροπής του ήµου Πολυγύρου

ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΟΣ: Ο ΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «ΤΗΡΗΣΗ ΒΙΒΛΙΩΝ Γ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΣΕ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΡΗΣΗ»

Αθήνα, 31 Αυγούστου2011

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΙΑΚΗΡΥΞΗ: ΣΣΜ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ Νο 2 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: «ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΛΑΜΤΗΡΩΝ»

ΑΡΙΘ. ΥΓ3/89292 (ΦΕΚ Β

Ο ΝΟΜΟΣ 1963/91 ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ (ΝΟΜΟΣ 1963/91 ΦΕΚ. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ

Κοινωνική Οικονομία: Μια βιώσιμη εναλλακτική?

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ «για τη δίκαιη δίκη και την αντιµετώπιση φαινοµένων αρνησιδικίας» Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΩΜΑΤΕΡΗΣ «ΑΣΤΙΜΙΤΣΙ» ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΟΡΥΤΙΑΝΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟY ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ

ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ

ΟΙ ΠΡΩΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ. Η περίπτωση των στρατοπέδων Π. Μελά και Κόδρα στη Θεσσαλονίκη.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Μ Ε Λ Ε Τ Η ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚA*

ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Στην Επιτροπή Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών επαγγελμάτων του άρθρου 20 ν.3790/2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΙ ΣΕΡΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

Ο περί Προστασίας των Μισθών Νόµος του 2007 εκδίδεται µε ηµοσίευση στην Επίσηµη Εφηµερίδα της

LEGAL INSIGHT ΕΥΘΥΝΗ ΕΓΓΥΗΤΗ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΕΙΟΥ

ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

Ο ΗΓΙΑ 2004/54/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Απριλίου 2004

ΑΝΟΙΧΤΟΥ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ

ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ Τεύχος 1043 / Μαϊος Έλα Πνεύµα Άγιο. Στον καθένα δίνεται η φανέρωση του Πνεύµατος για κάποιο καλό.

Αριθµός απόφασης 5160/2008 Αριθµός κατάθεσης αγωγής /2006 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΧΕ ΙΟ ΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 21ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001

Επίσηµη Εφηµερίδα αριθ. L 261 της 06/08/2004 σ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΧΕΙΡΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΗΡΩΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΣΥΣΣΙΤΙΩΝ ΤΟΥ

ΣτΕ 4531/2009 Θέμα : [Νόμιμη απόρριψη αίτησης για οριοθέτηση ρέματος]

Κεφάλαιο 5 Συµπεράσµατα και στρατηγική για την αντιµετώπιση της κλιµατικής µεταβολής

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑΣ ΕΛΛΑ ΟΣ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας. ΠΟΡΙΣΜΑ (Ν. 3094/2003 Συνήγορος του Πολίτη και άλλες διατάξεις, Άρθρο 4 6)

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΣΥΣΤΑΣΗ (Άρθρο 3 1&2 Ν.3297/2004)

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Θέµα: Περί παραχώρησης απλής χρήσης αιγιαλού για την άσκηση δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τους λουόµενους ή την αναψυχή του κοινού για το έτος 2012.

Προϋπολογισµός: Αρ. Μελέτης: Μ Ε Λ Ε Τ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΞΥΛΙΝΟΥ ΑΠΕ ΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΘΛΟΠΑΙ ΙΩΝ ΤΟΥ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ ΤΟΥ Ν.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1101/2015 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τη σύντοµη παρουσίαση του φυσικού πλαισίου αναφοράς (Πίνδος - Αχελώος).

Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Ο ΑΝΤΙ ΗΜΑΡΧΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΣΕΒ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το Πρακτικό της µε αριθµό 29 ης / 09 εκεµβρίου 2011 Συνεδρίασης της Οικονοµικής Επιτροπής ήµου Καβάλας

ΣΑΗΕΝΤΟΛΟΓΙΑ. ηµιουργώντας έναν καλύτερο κόσµο

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. στο σχέδιο νόµου «Αύξηση Φ.Π.Α. και ειδικών φόρων κατανάλωσης» Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΥΠΑΓΩΓΗ ΕΠΕΝ ΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕ ΙΟΥ Ί ΡΥΣΗΣ - ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΞΕΝΟ ΟΧΕΙΑΚΗΣ ΜΟΝΑ ΑΣ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΝΟΜΟ 3299/04

Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΣΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Τροποποιηµένη πρόταση. (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΕΠΕΙΓΟΝ. ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις για την εφαρμογή των διατάξεων άρθρου 8 ν. 3610/2007

ΠΡΟΧΕΙΡΟΣ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ. (Τύπος Γ) Για έργα προµηθειών που δηµοπρατούνται µε τη διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισµού 1

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε. /ΝΣΗ ΝΕΩΝ ΕΡΓΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΕΙ ΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

ΕΠΑΝΑΠΡΟΚΗΡΥΞΗ. Αριθµ. Πρωτ.: οικ /3276

μπορούσαμε και θα έπρεπε να το αντισταθμίσουμε με νέες πολιτικές, με άλλες κατακτήσεις και ωφέλειες. Ο κίνδυνος της αποβιομηχάνισης ήταν βέβαια

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγή Στόχος της µελέτης Η εξέλιξη των µελετών Γενικών Πολεοδοµικών Σχεδίων, από το ν. 1337/83 στον 2508/97...


ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ε Π Ε Α Ε Κ ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΤΕΙ ΚΟΖΑΝΗΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΙΝΑ

ΑΦΡΩ ΕΣ ΚΑΛΥΜΜΑ ΚΑΤΩ ΡΑΒ ΟΣ ΛΑΒΕΣ ΠΕΙΡΟΣ ΚΛΕΙ ΩΜΑΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΧΕΙΡΟΛΑΒΗ ΕΞΙΑ ΧΕΙΡΟΛΑΒΗ ΜΑΞΙΛΑΡΙ ΚΑΘΙΣΜΑΤΟΣ

ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΕΡΓΟ: ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΗ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΚΑΛΑΝΙΟΥ Δ/ΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ Α ΜΕΡΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΘΕΜΑ: Παροχή οδηγιών για την εφαρµογή των διατάξεων (άρθρα 1 11) του ν.3259/2004 που αναφέρονται στη περαίωση εκκρεµών φορολογικών υποθέσεων.

Η λογοτεχνία ως πολιτισμική και διαπολιτισμική αγωγή 1

Περίληψη ειδικής έκθεσης «Το φαινόµενο της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα και η αντιµετώπισή του»

ΑΔΑ: ΒΙΞΠΩΗΒ-ΜΥΩ 5473/ ΔΗΜΟΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ισότητα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συστηµάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης», Βρυξέλλες, , COM (2006) 481 τελικό.

Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ Π Ρ Ο Κ Η Ρ Υ Σ Σ Ε Ι

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 194/2013. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς. 3. Kύριο *** *** *** Κοινοποίηση

Εργασία: Εργασίες απολύµανσης, απεντόµωσης και µυοκτονίας των κτιρίων ευθύνης του ήµου

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟ ΙΟΙΚΗΣΗ 1

στο σχέδιο νόµου «Άσκηση εµπορικών δραστηριοτήτων εκτός καταστήµατος» Γενικό Μέρος ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

οποίο όμως η ομοσπονδία το προσπαθούμε, γιατί ναι μεν το Υπουργείο Μεταφορών όπως ανέφερα και πριν έχει την καλή διάθεση και είδη την έδειξε με μία

H ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Καχυποψία και πίστις

ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑ ΑΣ

για τη ριζική ανανέωση και αλλαγή της δηµοκρατικής παράταξης και του πολιτικού συστήµατος

ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΡΟΣΚΟΠΟΥ. Οι διακρίσεις αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχο διακριτικό για τη στολή, όπως αυτά

1 Εισαγωγή στην Ανάλυση των Κατασκευών 1.1 Κατασκευές και δομοστατική

ΒΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΗΜΟΥ ΡΟ ΟΥ

ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ, ΤΟ ΕΣΠΑ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ (ΙΔΙΩΣ ΤΟ ΕΛΛΑΔΑ) ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

ΠΕ5: Παρουσίαση Βασικών Παραµέτρων Α Επιλογής

2 Η Έκδοση Οδηγού για τη διενέργεια δράσεων Πληροφόρησης και ηµοσιότητας

ΤΟ ΕΥ ΑΓΩΝΙΖΕΣΘΑΙ ΣΤΟ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΠΡΙΤΖ. Το ευ αγωνίζεσθαι ιαδικασία Αλέρτ Συµβάσεις και Συστήµατα

Ἀντιφωνητὴς. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΠΑΝΘΡΑΚΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ ΓΝΩΜΗΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2008 ΕΤΟΣ 10ο / ΑΡ. Φ. 249 / ΤΙΜΗ 1

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το πρακτικό της 4 ης συνεδρίασης της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής την Απριλίου η ΑΡΙΘΜ.

Νόµος για την εισαγωγή του ιεθνούς Ποινικού Κώδικα. της 26 ης Ιουνίου Άρθρο 1. ιεθνής Ποινικός Κώδικας ( ΠΚ) Μέρος πρώτο.

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-136 [ 2 ]

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικοπραξία - Αναπηρία και παραµόρφωση του παθόντος Αριθµός απόφασης: 1087 Έτος: 2010 - Αναπηρία και παραµόρφωση παθόντος. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 931 ΑΚ "η αναπηρία ή η παραµόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαµβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζηµίωσης, αν επιδρά στο µέλλον του". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει, ότι η αναπηρία ή η παραµόρφωση που προξενείται στον παθόντα ανεξάρτητα από το φύλλο εκτός από την επίδραση που µπορεί να ασκήσει στις παροχές που προβλέπονται από τις ΑΚ 929 και 932 είναι δυνατό να θεµελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζηµίωση, αν επιδρά στο µέλλον του, δηλαδή στην επαγγελµατική, οικονοµική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. εν απαιτείται βεβαιότητα δυσµενούς επιρροής στο µέλλον του προσώπου, αλλά αρκεί και απλή δυνατότητα κατά την συνήθη πορεία των πραγµάτων. Η διατύπωση της ΑΚ 931 παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον η αναπηρία ή η παραµόρφωση επιδρά δυσµενώς στο οικονοµικό µέλλον του παθόντος και του προκαλεί ζηµία που δεν µπορεί να καλυφθεί εντελώς µε τις παροχές από τις ΑΚ 929 και 932. Εποµένως, για τη θεµελίωση της αυτοτελούς αυτής αξίωσης απαιτείται να συντρέχουν πέρα από εκείνα που απαιτούνται για τη θεµελίωση αξιώσεως από τις ΑΚ 929 και 932 και εκείνα που συνθέτουν την έννοια της αναπηρίας ή της παραµόρφωσης και η δυσµενής επίδραση αυτών στο µέλλον του παθόντος. ηλαδή, να συντρέξουν περιστατικά από τα οποία να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσµενείς συνέπειες στην οικονοµική πλευρά της µελλοντικής ζωής του. - Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρίθµ. 20 ΚΠολ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραµόρφωσε το περιεχόµενο αποδεικτικού εγγράφου κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολ, δηλαδή υπέπεσε σε λάθος ως προς την ανάγνωση του κειµένου του εγγράφου µε το να αποδώσει σ' αυτό περιεχόµενο κατάδηλος διαφορετικό από το αληθινό, και κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισµά του, στηριζόµενο σ' αυτό ή κυρίως σ' αυτό που είναι επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα ως προς πράγµατα, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1/1999). - Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΑΚ συνάγεται, ότι το δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιµότητα ή µη των προβαλλοµένων από τους διαδίκους πραγµατικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα νόµιµα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για άµεση και έµµεση απόδειξη, χωρίς όµως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά κατ' αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά µέσα τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη για το σχηµατισµό της κρίσης του. εν αποκλείεται, βέβαια, το δικαστήριο της ουσίας να µνηµονεύει και να εξαίρει µερικά από τα αποδεικτικά µέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του µεγαλύτερης σηµασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της αποφάσεως ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που προσκόµισαν και επικαλέστηκαν νόµιµα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο αναιρέσεως

από το άρθρο 559 αρίθµ. 11 περ. γ ΚΠολ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση, ότι το πραγµατικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού µόνο ένα τέτοιο γεγονός καθίσταται αντικείµενο απόδειξης. (ΟλΑΠ 42/2002). ΑΚ: 298, 299, 914, 929, 931, 932, ΚΠολ : 339, 432, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2010 * Ελ νη 2011, σελίδα 716 Αδικοπραξία - Αποζηµίωση και διαφυγόν κέρδος Αριθµός απόφασης: 1184 Έτος: 2005 - Αδικοπραξία. Αποζηµίωση και διαφυγόν κέρδος. Συνυπαιτιότητα. Παραβίαση καόνα ουσιαστικού δικαίου. αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις του άρθρου 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παράνοµα και υπαίτια καταστρέφει ξένο πράγµα έχει υποχρέωση να καταβάλει, ως αποζηµίωση, στον κύριο του πράγµατος, όχι µόνο την αξία αυτού αλλά και το διαφυγόν κέρδος από τη στέρηση της δυνατότητας εκµεταλλεύσεως του πράγµατος καθ όλο το χρονικό διάστηµα από της καταστροφής του ως της πληρωµής της αξίας του (ΟλΑΠ 705/79, ΟλΑΠ 1/97). Ωστόσο, αν ο παθών, προ της πληρωµής από τον υπαίτιο της αξίας του καταστραφέντος πράγµατος, αντικαταστήσει αυτό είτε εξ ιδίων χρηµάτων, είτε δι' εξευρέσεως του αναγκαίου ποσού κατ' άλλον τρόπον, η απαίτησή του για αποκατάσταση του διαφυγόντος κέρδους παύει καθόσον δεν υφίσταται πλέον αδυναµία του για εκµετάλλευση του συγκεκριµένου πράγµατος, αφού αυτό αντικαταστάθηκε, διατηρεί δε αυτός κατά του υπαιτίου αξίωση για τη ζηµία που τυχόν υφίσταται από τη διάθεση των ιδίων χρηµάτων ή από το κόστος για την εξασφάλιση του σχετικού ποσού από άλλη πηγή, για την αντικατάσταση του καταστραφέντος πράγµατος. - Κατά το άρθρο 300 ΑΚ, αν εκείνος που ζηµιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσµα στη ζηµία ή την έκτασή της, το δικαστήριο µπορεί να µην επιδικάσει αποζηµίωση ή να µειώσει το ποσό της, το ίδιο δε ισχύει και όταν εκείνος που ζηµιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζηµία του. Ως πταίσµα, κατά τη γενικής εφαρµογής διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ νοείται και η αµέλεια η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές. Χωρίς τέτοια δε επιµέλεια συµπεριφέρεται ο ζηµιωθείς που παραλείπει να λάβει µέτρα τα οποία, περιέχοντα εξ αντικειµένου τη δυνατότητα αποτροπής ή περιορισµού της ζηµίας, είναι σε θέση να προβλέψει και λαµβάνει, χωρίς να εκτεθεί σε κίνδυνο, ο µέσης εντιµότητας και επιµέλειας άνθρωπος της ίδιας µε τον ζηµιωθέντα δραστηριότητας. Με βάση τα ανωτέρω, ο υπαίτιος της καταστροφής προσοδοφόρου πράγµατος και εναγόµενος από τον παθόντα για την πληρωµή διαφυγόντος κέρδους δύναται να προτείνει, αφού επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισµένο (262 ΚΠολ ) είτε την έλλειψη τέτοιας ζηµίας του παθόντος, λόγω αντικατάστασης από τον ίδιο του καταστραφέντος πράγµατος, είτε τον περιορισµό της υποχρέωσής του προς αποζηµίωση, προβάλλοντας την εκ του άρθρου 300 ΑΚ ένσταση του συντρέχοντος πταίσµατος, επικαλούµενος ότι ο βαρυνόµενος µε το καθήκον περιορισµού της ζηµίας του παθών παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριµένες ενέργειες, εκ των οποίων, χωρίς αυτός να εκτίθεται σε κίνδυνο, θα περιοριζόταν η ζηµία του. ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, [4]

ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2005 Αδικοπραξία - Αποζηµίωση και διαφυγόν κέρδος Αριθµός απόφασης: 919 Έτος: 2011 - Αποζηµίωση. καταστροφή εµπορευµάτων. Αδικοπραξία. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Αρχή αναλογικότητας. Ποιοτική ή ποσοτική αοριστία της αγωγής. - Κατά τα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ο υπόχρεος σε αποζηµίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήµα. Η αποζηµίωση περιλαµβάνει τη µείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζηµία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς µε πιθανότητα, σύµφωνα µε τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά µέτρα που έχουν ληφθεί. - Από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η διακριτική ευχέρεια όπως, ύστερα από εκτίµηση πραγµατικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του και µε βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, επιδικάσει ή όχι χρηµατική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη, καθορίζοντας συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Έτσι, ο προσδιορισµός του ποσού της εύλογης χρηµατικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίµηση του δικαστηρίου της ουσίας και η περί τούτου κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηµατίζεται από εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων και χωρίς την υπαγωγή του πορίσµατος σε νοµική έννοια ώστε να µπορεί να νοηθεί εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου. Εξ άλλου, µεταξύ των κριτηρίων που λαµβάνει υπόψη το δικαστήριο για τον καθορισµό του ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης είναι, εκτός των άλλων οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσµατος του δράστη, το είδος και οι συνέπειες της γενόµενης προσβολής και η κοινωνική και οικονοµική κατάσταση των µερών. - Με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. τέταρτο του Συντάγµατος, όπως αυτό ισχύει µετά τη συνταγµατική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν να επιβληθούν στα ατοµικά δικαιώµατα "πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα είτε από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγµα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νοµίµως επιβαλλόµενοι περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι: α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγµάτωση του επιδιωκόµενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν µέτρο το οποίο, σε σχέση µε άλλα δυνάµενα να ληφθούν µέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισµό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση µε τον επιδιωκόµενο σκοπό, ώστε η αναµενόµενη ωφέλεια να µην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολ.ΑΠ 43/2005). Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατοµικού δικαιώµατος νόµο, απευθύνεται κατ' αρχήν στον νοµοθέτη. Στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας µπορεί να γίνει αν ο κοινός νοµοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας µε νόµο υπέρµετρους περιορισµούς ατοµικών δικαιωµάτων, οπότε ο δικαστής µπορεί, ελέγχοντας τη συνταγµατικότητα του νόµου, να µην εφαρµόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγµατος), είτε έχει [5]

παραλείψει να ασκήσει τις συνταγµατικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρµογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτηµα του µέτρου της επιδικαστέας χρηµατικής ικανοποιήσεως ο νόµος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο µπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηµατική ικανοποίηση, δηλαδή χρηµατική ικανοποίηση ανάλογη µε τις περιστάσεις της συγκεκριµένης περιπτώσεως. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νοµοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτηµα του προσδιορισµού του ύψους της χρηµατικής ικανοποιήσεως. Εποµένως, σύµφωνα µε τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άµεσης εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγµατος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισµό του ύψους της χρηµατικής ικανοποιήσεως στερείται σηµασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά σε σχέση µε τον κατ' εφαρµογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισµό αυτής, αποτελέσµατα (ΟλΑΠ 6/2009). - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή απαράδεκτο. Η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται µε την εν λόγω διάταξη, ενώ η νοµική αοριστία, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο αρκείται για το ορισµένο της αγωγής σε στοιχεία λιγότερα από τα οριζόµενα στο νόµο, ελέγχεται από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ. - Στη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολ ορίζεται ότι η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεµελιώνουν αυτή σύµφωνα µε το νόµο β) ακριβή περιγραφή του αντικειµένου της διαφοράς και γ) ορισµένο αίτηµα. Από τον συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για την πληρότητα της αγωγής, µε την οποία επιδιώκεται επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισµένου κέρδους, µε βάση την κατά την συνήθη πορεία των πραγµάτων πιθανότητα και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά µέτρα, να εκτίθενται στην αγωγή. εν αρκεί δηλαδή ή αφηρηµένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φεροµένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευµένη και λεπτοµερής, κατά περίπτωση µνεία των συγκεκριµένων περιστατικών, περιστάσεων και µέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί µέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να µπορεί να διαταχθεί απόδειξη (ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 258/2008). ΑΚ: 297, 298, 914, 932, ΚΠολ : 117, 118, 216, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 19, Σ: 25, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αποζηµίωση και διαφυγόν κέρδος Αριθµός απόφασης: 894 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αποζηµίωση και διαφυγόν κέρδος. Άρνηση της αγωγής. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Απάντηση σε πραγµατικούς ισχυρισµούς. Οµολογία. Λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν προσκοµίστηκαν. - Aπό τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 335 και 914 του ΑΚ προκύπτει, ότι η οφειλόµενη βάσει των διατάξεων αυτών αποζηµίωση περιλαµβάνει τη διαφορά [6]

ανάµεσα στην τωρινή περιουσιακή κατάσταση αυτού που ζηµιώθηκε και σε εκείνη, στην οποία θα βρισκόταν, αν το γεγονός που έφερε τη ζηµία δεν είχε συµβεί. Για το λόγο αυτό, όταν από το ζηµιογόνο γεγονός προκύπτει και κάποια ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια µε αυτό, πραγµατική ζηµία είναι ό,τι υπολείπεται µετά την αφαίρεση της ωφέλειας (ΟλΑΠ 807/1973, ΑΠ 1213/2001). Ο ισχυρισµός δε του υπόχρεου προς αποζηµίωση από αδικοπραξία, ότι ο παθών δεν υπέστη ζηµία ή ότι η ζηµία του είναι µικρότερη, ενόψει της ωφέλειας αυτού, η οποία τελεί µεν σε αιτιώδη συνάφεια µε το ζηµιογόνο γεγονός, προέκυψε όµως από την παρεµβολή έκτακτων περιστατικών και όχι ως γεγονός πρόσφορο να παραγάγει την ωφέλεια, συνιστά άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση καταλυτική της αγωγικής αξιώσεως, και συνεπώς για την προβολή του δεν έχουν εφαρµογή οι διατάξεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολ (ΑΠ 1781/2006). - Ο από τη διάταξη του αριθµού 8 του άρθρου 559 ΚΠολ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόµο, έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγµατα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής), είτε ως αµυντικό (ένσταση, αντένσταση) µέσο, αλλ όχι και οι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ή επιχειρήµατα νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίµηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισµοί που συνιστούν επιχειρήµατα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων. Εξάλλου, το άρθρο 269 ΚΠολ που έχει εφαρµογή και στην κατ' έφεση δίκη, σύµφωνα µε το άρθρο 527 του ίδιου Κώδικα, δεν εφαρµόζεται για την άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, δεδοµένου ότι οι αρνητικοί ισχυρισµοί δεν αποτελούν µέσο άµυνας υπό την έννοια της διατάξεως αυτής και µπορούν να προβληθούν και αργότερα και ενώπιον του εφετείου ως λόγοι έφεσης, οπότε οι τελευταίοι είναι "πράγµατα" και ορθώς το δικαστήριο τους λαµβάνει υπόψη. - Από τη διάταξη του άρθρου 261 εδ.β του ΚΠολ, που ορίζει ότι, εφόσον δεν αµφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγµατικού ισχυρισµού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει, σε συνδυασµό µε την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισµών των διαδίκων, αν συνάγεται οµολογία ή άρνηση, προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας οµολογία για κάποιο πραγµατικό ισχυρισµό, που αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσεως της αγωγής ή της ένστασης, είναι η µη αµφισβήτηση του ισχυρισµού αυτού, συνδυαζόµενη µε την τυχόν άρνηση και το σύνολο των ισχυρισµών των διαδίκων. Εποµένως, αν υπάρχει τέτοια αµφισβήτηση, η ύπαρξη ή µη της οποίας µόνο ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, και παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε οµολογία, υποπίπτει στην από το άρθρο 559 αριθ.11 β ΚΠολ πληµµέλεια, διότι παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκοµίστηκαν νόµιµα. (ΑΠ 848/2006). - Κατά το άρθρο 352 ΚΠολ, η οµολογία του διαδίκου προφορική ή γραπτή ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή εντεταλµένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που οµολόγησε, αντικείµενο δε της οµολογίας µπορεί να είναι όσα πραγµατικά γεγονότα έχουν ανάγκη απόδειξης (ΑΠ 956/2004). Εφόσον δε από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει τέτοια οµολογία, την οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, ο από το άρθρο 559 αρ. 11β ΚΠολ λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιµος. - Σε περίπτωση που το δικαστήριο στηρίζεται στο σύνολο των αποδείξεων και επαλλήλως ή επικουρικώς σε οµολογία που δεν υφίσταται, αλυσιτελώς πλήττεται µε τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11β ΚΠολ µόνο η τελευταία αιτιολογία. [7]

ΑΚ: 297, 298, 330. 335, 914, ΚΠολ : 261, 269, 352, 527, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 1557 Έτος: 2009 -Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήωη υπόψη πραγµάτων. Αποδοχή πραγµάτων παρά το νόµο. - Κατά το άρθρο 559 αριθµ. 1 ΚΠολ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου είτε µε ψευδή ερµηνεία που υπάρχει όταν αποδίδεται στον κανένα έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε µε µη ορθή εφαρµογή, που εκδηλώνεται όταν εφαρµόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν και δεν υπάρχουν οι πραγµατικές προϋποθέσεις του ή, στην αντίθετη περίπτωση, όταν δεν εφαρµόζεται κανόνας δικαίου, ενώ υπάρχουν οι πραγµατικές προϋποθέσεις του σύµφωνα µε όσα ανελέγκτως δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας ή όταν εφαρµόζεται εσφαλµένα. - Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρίθµ. 19 ΚΠολ για έλλειψη νόµιµης βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης δεν προκύπτουν µε σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις εκείνα τα πραγµατικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο ποίος εφαρµόστηκε (υπαγωγικός συλλογισµός), ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν οι ελείψεις αναφέρονται στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, εφόσον αυτό διατυπώνεται µε σαφήνεια. - Ο από το άρθρο 559 αρίθµ. 10 ΚΠολ, λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχτηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιµος αν από την προσβαλλόµενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχηµάτισε την ουσιαστική του κρίση από τα µνηµονευόµενα στην απόφαση αυτή αποδεικτικά µέσα (ΑΠ 538/2007). - Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθµ. 8 ΚΠολ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως πράγµατα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί, που, υπό την προϋπόθεση της νόµιµης πρότασης τους, θεµελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν ουσιαστικό ή δικονοµικό δικαίωµα που ασκείται µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση. εν είναι πράγµατα όµως µε την πιο πάνω έννοια, η άρνηση της αγωγής ή ένστασης, αιτιολογηµένη ή όχι, τα επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 469/84). ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 10, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2009 [8]

Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 1741 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Ένσταση συνυπαιτιότητας. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρε'ιται εν µέρει η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 300 ΑΚ αν εκείνος που ζηµιώθηκε, συνετέλεσε από δικό του πταίσµα στη ζηµία η στην έκτασή της, το δικαστήριο, µπορεί να µη επιδικάσει αποζηµίωση ή να µειώσει το ποσό της. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να µην επιδικαστεί από το δικαστήριο αποζηµίωση στο ζηµιωθέντα ή για να µειωθεί το ποσό της απαιτείται συντρέχον πταίσµα του και αιτιώδης συνάφεια µεταξύ του πταίσµατος (υπαίτιας πράξης ή παράλειψης) και του επελθόντος αποτελέσµατος. Αν δεν υπάρχει ο απαιτούµενος αυτός αιτιώδης σύνδεσµος διατηρείται πλήρης η αξίωση αποζηµιώσεως του ζηµιωθέντος. Ειδικότερα, επί συγκρούσεως αυτοκινήτων, οπότε εφαρµόζεται το κοινό δίκαιο (άρθρο 10 Ν. ΓΠΝ/1911, 914 επ. 297, 298, 300 ΑΚ) και θανατώσεως του οδηγού του ενός από τα συγκρουσθέντα αυτοκίνητα,η παράλειψη χρήσεως προστατευτικού κράνους του θανατωθέντος οδηγού µοτοσυκλέτας, που επιβάλλεται από το νόµο (άρθρο 16 παρ. 6 του ΚΟΚ), λαµβάνεται υπόψη και θεµελιώνει συντρέχον πταίσµα του εφ' όσον συνδέεται αιτιωδώς µε τις επελθούσες θανατηφόρες σωµατικές κακώσεις. Αν από το είδος και τον τρόπο επελεύσεως των σωµατικών κακώσεων του θανόντος η χρήση του προστατευτικού κράνους δεν ήταν ικανή να αποτρέψει το αποτέλεσµα του θανάτου γιατί άλλη σοβαρή σωµατική κάκωση στην κοιλία ή στο θώρακα επέφερε το θάνατο, τότε λείπει η αναγκαίως απαιτούµενη αιτιώδης συνάφεια και η παράλειψη της χρήσης του κράνους δεν µπορεί να θεµελιώσει συνυπαιτιότητά του. - Έλλειψη νόµιµης βάσεως της αποφάσεως, ήτοι εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικού κανόνα κατά την έννοια της διατάξεως του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ υπάρχει, όταν στις αιτιολογίες της αποφάσεως, που αποτελούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε, όχι όµως, όταν οι ελλείψεις ή οι αντιφάσεις ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων. ΑΚ: 297, 298, 300, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, Νόµοι: ΓΠΝ/1911, άρθ. 10, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 672 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου.έλλειψη νόµιµης βάσης. [9]

- Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζηµιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόµενη µε εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι, α) ζηµιογόνος συµπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνοµος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ ζηµιογόνου συµπεριφοράς και αποτελέσµατος (ζηµίας). Όµως στην έννοια της κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητας περιλαµβάνεται ο δόλος και η αµέλεια του παρανόµως πράξαντος ή παραλείψαντος. Εφόσον δε γίνεται επίκληση υπαίτιας συµπεριφοράς, µε το χαρακτηρισµό είτε του δόλου είτε της αµέλειας, στον ειδικότερο προσδιορισµό αυτής (της υπαιτιότητας) προβαίνει το δικαστήριο στη συγκεκριµένη περίπτωση από την εκτίµηση των αποδείξεων, χωρίς εντεύθεν να επέρχεται µεταβολή της βάσης της αγωγής. - O προσδιορισµός του ποσού της κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογης χρηµατικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη επαφίεται στην ελεύθερη εκτίµηση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο κρίνει αν ο αιτών υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και ποίο είναι το επιδικαστέο ποσό της χρηµατικής ικανοποιήσεως για την αποκατάσταση αυτής µε βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαµβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσµατος, και την οικονοµική, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των µερών, η δε περί αυτού κρίση του δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηµατίζεται ύστερα από την εκτίµηση των πραγµατικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νοµική έννοια, ώστε να µπορεί να νοηθεί εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 106, 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειµένου να σχηµατίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισµα αναφορικά µε τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.γ ΚΠολ. Αυτός θεµελιώνεται όχι µόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι, αλλά και όταν παρά τη διαβεβαίωση αυτή, από το περιεχόµενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι ελήφθησαν υπόψη όλα ή ορισµένα από τα έγγραφα αυτά. - Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολ που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραµόρφωσε το περιεχόµενο εγγράφου µε το να δεχθεί πραγµατικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, κατά προφανή παρανόηση, ήτοι µη ορθή ανάγνωση του περιεχοµένου του αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 432 επ. ΚΠολ, εγγράφου, δέχθηκε ως µνηµονευόµενα σε αυτό πραγµατικά περιστατικά, τα οποία όµως είναι καταδήλως διαφορετικά από τα αναφερόµενα στο έγγραφο, ακολούθως δε στηριζόµενο αποκλειστικώς ή κυρίως σ' αυτό, οδηγείται σε ουσιαστική κρίση βλαπτική για το διάδικο. εν θεωρούνται έγγραφα κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, εκείνα στα οποία αποτυπώνονται άλλα αποδεικτικά µέσα, όπως είναι οι καταθέσεις µαρτύρων, η πραγµατογνωµοσύνη και οι τεχνικές εκθέσεις, η έκθεση αυτοψίας, οι ένορκες βεβαιώσεις και τα διαδικαστικά έγγραφα της ιδίας δίκης. - Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόσθηκε, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο [10]

αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγοµένου από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ. ΑΚ: 914, 932, ΚΠολ : 224, 432 επ.,, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 673 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Παράβαση διατάξεων ΚΟΚ. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης σε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα ανωτέρω έχουν εφαρµογή και στη περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1991. Ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. - Η παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθ' εαυτή υπαιτιότητά στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. - Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόστηκε (υπαγωγικός συλλογισµός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νοµικό [11]

χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επίσης, ο λόγος αναίρεσης από την ως άνω διάταξη ιδρύεται και όταν το πόρισµα που προέκυψε από την εκτίµηση των αποδείξεων σε σχέσει µε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης δεν διατυπώνεται στην απόφαση µε βεβαιότητα αλλά ενδοιαστικά και τον τύπο της αµφιβολίας, αφού στη περίπτωση αυτή δεν καθίσταται βέβαιο τι δέχθηκε το δικαστήριο ότι αποδείχθηκε πραγµατικά, ώστε το τελικό πόρισµα του δεν είναι αναµφίβολο. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγοµένου από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 1231 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Παραβίαση κανόνα δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Aπό τις διατάξεις των άρθρων 10 του ΓΠΝ/1911, 297, 298, 299, 330 εδ. β', 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση συγκρούσεως µεταξύ δύο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων η ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του οδηγού και της ζηµίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, µε µέτρο τη συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει, όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του οδηγού ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεµελιώνει αυτή καθ' αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παραβάσεως και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος. - Oι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσµου είναι νοµικές κι εποµένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδροµή ή όχι υπαιτιότητας του εµπλακέντος σε σύγκρουση οχηµάτων οδηγού και του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 εδ.α και 19 του ΚΠολ για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολ η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση όταν στις αιτιολογίες της που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή [12]

αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόµιµη βάση, όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νοµικά ή πραγµατικά επιχειρήµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίµηση των αποδείξεων (αρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολ ) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. ΑΚ: 297, 298, 299, 330, 914, 932, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 677 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Συνυπαιτιότητα. Υπέρβαση δικαιοδοσίας. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. -Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο µπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζηµίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερο, από εκτίµηση των πραγµατικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθµού του πταίσµατος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των µερών και µε βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής να επιδικάσει ή όχι χρηµατική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισµός του ποσού της εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίµηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηµατίζεται από την εκτίµηση των πραγµατικών γεγονότων (ΚΠολ 561 παρ. 1), χωρίς υπαγωγή του πορίσµατος σε νοµική έννοια, ώστε να µπορεί να κριθεί εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόµιµης βάσεως. -Κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ, αν εκείνος που ζηµιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσµα στη ζηµία ή την έκτασή της το δικαστήριο µπορεί να µην επιδικάσει αποζηµίωση ή να µειώσει το ποσό της. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο καθορισµός του ποσοστού µειώσεως ή η µη επιδίκαση αποζηµιώσεως στο ζηµιωθέντα, µετά παραδοχή ότι στη ζηµία του συντέλεσε και δικό του πταίσµα, υπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και συνεπώς το ζήτηµα τούτο αποτελεί εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων και κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολ δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. -Κατά το αρθρ. 559 αρ. 4 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έχει υπερβεί την δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, όπως καθορίζεται στο αρθρ. 1 ΚΠολ, το οποίο ορίζει ότι στην δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α)οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, β)οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, γ)οι υποθέσεις δηµοσίου δικαίου που ο νόµος υπήγαγε σ' αυτά. Κατά δε το άρθρο 2 του ίδιου κώδικα κάθε επέµβαση των πολιτικών δικαστηρίων σε διοικητικές διαφορές που υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές... απαγορεύεται. Επιτρέπεται µόνο [13]

η εξέταση των ζητηµάτων που προκύπτουν παρεµπιπτόντως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι υπέρβαση δικαιοδοσίας υπάρχει και εποµένως ιδρύεται ο από το αρθρ. 559 αρ. 4 ΚΠολ αναιρετικός λόγος, όταν η υπόθεση που κρίθηκε από το δικαστήριο δεν υπάγεται σε καµία από τις παραπάνω αναφερόµενες περιπτώσεις του αρθ. 1 ΚΠολ καθώς και όταν το δικαστήριο δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία κατά το αρθ. 3 ΚΠολ. - Ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή αν δεν εφαρµοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµοστεί εσφαλµένα ή σε παράβαση εκδηλώνεται µε ψευδή ερµηνεία ή µε κακή εφαρµογή (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1077/2009). - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νόµιµης βάσης υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία σύµφωνα µε το νόµο είναι αναγκαία για τη θεµελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρµόστηκε στη συγκεκριµένη περίπτωση, όχι όµως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων, στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται µε σαφήνεια. Ως ζητήµατα των οποίων η µη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή, ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόµιµη βάση της, νοούνται µόνο οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεµελίωση ή κατάλυση δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα απλά πραγµατικά και νοµικά επιχειρήµατα που δεν συνέχονται µε την αξιολόγηση και στάθµιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992). - Κατά την διάταξη των άρθρων 559 αριθ. 11 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που ο νόµος δεν επιτρέπει ή παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκοµίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. -Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 349 ΚΠολ προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση συνεκτιµά ελεύθερα όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν νόµιµα οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισµών τους. Και έχει µεν υποχρέωση το δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόφαση του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης, όχι όµως και να κάµει ειδική µνεία καθενός από τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν νόµιµα οι διάδικοι για άµεση ή έµµεση απόδειξη. Αν όµως από το όλο περιεχόµενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι για το σχηµατισµό της κρίσης του, επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήµατος, έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα, όπως είναι και τα έγγραφα τα οποία ο διάδικος νοµίµως επικαλέστηκε και προσκόµισε, ιδρύεται ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' λόγος αναίρεσης. ΑΚ: 300, 932, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 4, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 [14]

Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 1251 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Αρχή αναλογικότητας. Αποζηµίωση. Έλλειψη νόµιµης βάσης.παραβίαση των ορισµών του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων. Έκθεση αυτοψίας της τροχαίας. - Ο προσδιορισµός του ποσού της εύλογης χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, που οφείλεται µε βάση τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίµηση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση αυτή σχηµατίζεται από την εκτίµηση των πραγµατικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή του πορίσµατος σε κάποια νοµική έννοια, ώστε να µπορεί να εννοηθεί εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου είτε ευθέως (αριθµός 1 εδάφιο α' του άρθρου 559 ΚΠολ ) είτε εκ πλαγίου (αριθµός 19 του ιδίου άρθρου), είτε παράβαση διδαγµάτων της κοινής πείρας (αριθµός 1 εδάφιο β' του άρθρου 559 ΚΠολ ). Εποµένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισµό του ύψους της οφειλόµενης εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως κατά το άρθρο 932 του ΑΚ. αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ακυρωτικού ούτε και από άποψη παραβιάσεως η µη της αρχή της αναλογικότητας που εισάγεται ως νοµικός κανόνας µε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγµατος και τούτο διότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγµατικότητας διατάξεως νόµου και συγκεκριµένα αν ο νοµοθετικός περιορισµός ενός συνταγµατικώς προστατευόµενου δικαιώµατος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. ηλαδή ο έλεγχος από άποψη τηρήσεως της αρχής αυτής γίνεται µεταξύ αφενός µεν της συνταγµατικής διατάξεως που προστατεύει κάποιο δικαίωµα, αφετέρου δε της νοµοθετικής διατάξεως που το περιορίζει. Έξω όµως από το πεδίο αυτό, τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρµόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριµένη υπόθεση. Εποµένως, δικαστική απόφαση, που δεν προέβη σε συγκεκριµένη περίπτωση στον ορθό προσδιορισµό της εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως του άρθρου 932 του ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά είναι εσφαλµένη και θα ελεγχθεί µε τα επιτρεπόµενα ένδικα µέσα, µε βάση τους κανόνες, που το ίδιο άρθρο θέτει και στα πλαίσια που οι ρυθµίζουσες τα ένδικα µέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο. - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 299, 330 εδ. β,914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση συγκρούσεως µεταξύ δύο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων η ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του οδηγού και της ζηµίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, µε µέτρο τη συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει, όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του οδηγού ήταν σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεµελιώνει αυτή καθ' αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους [15]

συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παραβάσεως και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος. Εξάλλου, οι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσµου είναι νοµικές κι εποµένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδροµή ή όχι υπαιτιότητας του εµπλακέντος σε σύγκρουση οχηµάτων οδηγού και του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αφ. 1 εδ. α' και 19 του ΚΠολ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολ η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση όταν στις αιτιολογίες της που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται διόλου η αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόστηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται από νόµιµη βάση, όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νοµικά ή πραγµατικά επιχειρήµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίµηση των αποδείξεων (αρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολ ) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 12 του ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για παραβίαση των ορισµών του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων όταν το δικαστήριο της ουσίας κατά την εκτίµηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισµένα αποδεικτικά µέσα δύναµη αποδείξεως µικρότερη ή µεγαλύτερη από εκείνη που δεσµευτικά καθορίζει γι' αυτά ο νόµος. εν ιδρύεται όµως ο λόγος αυτός αναιρέσεως στην περίπτωση που το δικαστήριο εκτιµώντας όπως δικαιούται, αποδίδει σε ορισµένα αποδεικτικά µέσα που κατά το νόµο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναµη µε άλλα, µεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία γιατί η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. - Κατά το άρθρο 440 ΚΠολ για όσα περιστατικά βεβαιώνονται στα κατά τα άρθρα 438 και 439 του ίδιου κώδικα δηµόσια έγγραφα, όπως είναι και η συντασσόµενη, σύµφωνα µε τα άρθρα 148 επ. και 180 ΚΠοιν από την αρµόδια αστυνοµική αρχή έκθεση αυτοψίας και το συνοδεύον αυτή σχεδιάγραµµα σε τροχαίο ατύχηµα, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, τα έγγραφα αυτά παρέχουν πλήρη απόδειξη κατά της οποίας όµως επιτρέπεται ανταπόδειξη. Έτσι, σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήµατος τα περιεχόµενα στην έκθεση αυτοψίας της τροχαίας στοιχεία ως προς τη θέση των συγκρουσθέντων οχηµάτων πριν, κατά και µετά το ατύχηµα, είναι από εκείνα την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της εκθέσεως και του σχεδιαγράµµατος. Εποµένως, κατ' αυτού του περιεχοµένου επιτρέπεται ανταπόδειξη η οποία ενεργείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 670, 671 ΚΠολ, οι οποίες εφαρµόζονται και στη διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η διαφορά κατά το άρθρο 681Α ΚΠολ, µε άλλα αποδεικτικά µέσα, τα οποία εκτιµούνται µε τον ίδιο τρόπο. ΑΚ: 297, 298, 299, 330, 914, 932, ΚΠολ : 438, 440, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 12, 559 αριθ. 19, 670, 671, 681Α, Σ: 25, ηµοσίευση: INLAW 2011 [16]

Αδικοπραξία - Γενικά Αριθµός απόφασης: 182 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Παραπλάνηση σχετικά µε την αξία ζωγραφικού πίνακα. Αναστροφή πώλησης. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικύ δικαίου. - Aπό τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 330 του ΑΚ συνάγεται ότι η ευθύνη προς αποζηµίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωµα ή συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η συµπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόµενης ενέργειας από διάταξη νόµου ή από προηγούµενη συµπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννοµη σχέση µεταξύ αυτών. Η υπαιτιότητα εµφανίζεται µε τη µορφή είτε δόλου (άµεσου ή ενδεχόµενου), ο οποίος υπάρχει όταν ο δράστης θέλει ή αποδέχεται την παραγωγή του επιζήµιου αποτελέσµατος, είτε αµέλειας (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης), η οποία υπάρχει όταν ο δράστης προξενεί το επιζήµιο αποτέλεσµα από έλλειψη προσοχής, την οποία όφειλε να καταβάλει ο µετρίως συνετός κοινωνικός άνθρωπος στη θέση του, ευρισκόµενος υπό τις αυτές βιοτικές και λοιπές περιστάσεις. Ζηµία είναι η προς το χειρότερο προξενούµενη µεταβολή (βλάβη) των έννοµων αγαθών του προσώπου, που αφήνει ένα έλλειµµα (µία διαφορά) µεταξύ της νέας καταστάσεως που έχει παραχθεί και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς το επιζήµιο γεγονός. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας και λογικής, ικανή και µπορεί αντικειµενικά να επιφέρει, µε την κανονική και συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολ, µε την οποία ελέγχεται και η νοµική αοριστία της αγωγής (ΟλΑΠ 18/1998), αναίρεση επιτρέπεται µόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, δηλαδή µε την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας µη αληθινής ή µη αρµόζουσας ή έννοιας περιορισµένης ή στενής, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). ΑΚ: 297, 298, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 561, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Ευθύνη από πτώση οικοδοµής Αριθµός απόφασης: 755 Έτος: 2009 - Πτώση κτίσµατος ή άλλου έργου. Ευθύνη κυρίου ή νοµέα. Παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. ιδάγµατα κοινής πείρας. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 925 ΑΚ ο κύριος ή νοµέας κτίσµατος ή άλλου έργου που συνέχεται µε το έδαφος ευθύνεται για τη ζηµία που προξενήθηκε σε [17]

τρίτον, εξαιτίας ολικής ή µερικής πτώσης του, εκτός αν αποδείξει ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωµατική κατασκευή ή σε πληµµελή συντήρησή του. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αντικειµενική ευθύνη του κυρίου ή νοµέα κτίσµατος ή άλλου έργου, για την ζηµία που προκάλεσε σε τρίτο η πτώση του. Αυτός απαλλάσσεται µόνο αν επικαλεσθεί κατ' ένσταση και κατ' ουσίαν αποδείξει ότι η πτώση δεν οφειλόταν σε ελαττωµατική κατασκευή ή πληµµελή συντήρηση. Το µόνο δηλαδή που τεκµαίρεται είναι το ότι η πτώση προήλθε κατ' αιτιώδη συνάφεια από ελαττωµατική κατασκευή ή πληµµελή συντήρηση και για να απαλλαγεί ο κύριος ή νοµέας πρέπει να αποδείξει ακριβώς, ότι τέτοιος αιτιώδης σύνδεσµος δεν υπάρχει, γιατί η πτώση προήλθε από κάποια άλλη τρίτη αιτία, όπως ανωτέρα βία ή ενέργεια τρίτου. Το πότε το επικαλούµενο ως ανωτέρα βία γεγονός αποτελεί τρίτη αυτοτελή αιτία για την πτώση της οικοδοµής ή τµήµατός της, και άρα αίτία για τη διακοπή - άρση της αιτιώδους συνάφειας, που κατά την ίδια διάταξη του άρθρου 925 του ΑΚ τεκµαίρεται ότι υπάρχει ανάµεσα στην υπάρχουσα ελαττωµατική κατασκευή ή την πληµµελή συντήρηση της οικοδοµής και της πτώσης της, εξαρτάται από την ένταση του γεγονότος που εµφανίζεται ως ανωτέρω βία, και η οποία (ένταση) τελεί σε αναλογία µε την έκταση της πιο πάνω αιτιώδους συνάφειας. Όταν όµως το επικαλούµενο ως ανωτέρα βία γεγονός, καίτοι µέτριας έντασης, συνδυάζεται πραγµατικά µε ελαττωµατικότητα της οικοδοµής, που απετέλεσε αιτία της πτώσης, περιορίζεται το ενδεχόµενο διάρρηξης της αιτιώδους συνάφειας και ανατροπής του νόµιµου τεκµηρίου που προαναφέρθηκε. Πταίσµα του κυρίου ή νοµέα, δικό του ή των προστηθέντων του, δεν απαιτείται ούτε τεκµαίρεται, ούτε και τον ωφελεί η απόδειξη, ότι δεν βαρύνεται ο ίδιος µε πταίσµα, αλλά κάποιος άλλος, ενδεχοµένως ο κατασκευαστής ή ο δικαιοπάροχός του. Οι προϋποθέσεις εφαρµογής της ως άνω διάταξης είναι: 1) Ο υπεύθυνος προς αποζηµίωση πρέπει να είναι κύριος ή νοµέας του κτίσµατος ή του συνεχόµενου µετά του εδάφους άλλου έργου κατά την πτώση αυτών. Υπεύθυνος εποµένως, προς αποζηµίωση είναι: α) ο κύριος του κτίσµατος, εφόσον ευρίσκεται στη νοµή αυτού ο ίδιος ή δι' αντιπροσώπου και β) ο νοµέας αυτού. 2) Να πρόκειται περί κτίσµατος ή άλλου έργου συνεχόµενου µετά του εδάφους. Σαν κτίσµα νοείται κάθε ανθρώπινο δοµικό δηµιούργηµα, που συνδέεται σταθερά µε το έδαφος, πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του, αδιάφορα από την κατάσταση ή τον προορισµό του. Στην έννοια του "άλλου έργου" περιλαµβάνεται κάθε τεχνητό αντικείµενο, που συνδέεται µε το έδαφος και εγκυµονεί κίνδυνο, από πιθανή κατάρρευση του και που, λόγω του τρόπου κατασκευής και της ιδιοµορφίας του, δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί σαν "κτίσµα" (κολώνες καλωδίων, κεραίες, καπνοσυλλέκτες, διαφηµιστικές πινακίδες κλπ). 3) Η ζηµία του τρίτου πρέπει να επήλθε εξαιτίας της πτώσεως του κτίσµατος, ή του άλλου έργου ολικής ή µερικής. Σαν πτώση νοείται η λύση των τεχνικών συνδέσµων των διαφόρων υλικών του και η ολική ή µερική κατάρρευση του σύµφωνα µε το νόµο της βαρύτητας ή και η ολική ή µερική υποχώρηση κάτω από µία συνηθισµένη δύναµη, λ.χ. υποχώρηση µιας σκάλας ή δαπέδου κάτω από το βάρος ανθρώπινου σώµατος (ΑΠ 839/2000). - Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο να περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006 και 4/2005). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση [18]

στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Το κατά νόµο δε αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις όµως αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν - ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήµατα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε την εκτίµηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή µοµφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς, ισχυρισµούς επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιµος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολ προκύπτει ότι η εκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγµατικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν µε αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίµησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθµούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχοµένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καµία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως αβάσιµος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 43/1990). - Τα διδάγµατα κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγµάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθηµερινού βίου, την επιστηµονική έρευνα και την εν γένει επαγγελµατική ενασχόληση, µπορούν να χρησιµοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιµότητα πραγµατικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείµενο της απόδειξης (ΚΠολ 336 παρ. 4), είτε για να γίνει, µετά την εξακρίβωση της βασιµότητας αυτών, υπαγωγή τους σε νοµικούς κανόνες (ΚΠολ 559 αριθ. 1) (ΟλΑΠ 8/2005). Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 1 περ. β' του ΚΠολ η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας δηµιουργεί λόγο αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγµα της κοινής πείρας, που αφορά την ερµηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ή την υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών σ' αυτόν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, που για να είναι ορισµένος πρέπει να αναφέρονται σ' αυτόν τα διδάγµατα της κοινής πείρας που παραβιάσθηκαν, όταν το δικαστήριο εσφαλµένα χρησιµοποιεί ή παρέλειψε να χρησιµοποιήσει διδάγµατα από την κοινή πείρα, έστω και αυτεπάγγελτα, για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ή για την υπαγωγή σε αυτόν των [19]

πραγµατικών γεγονότων, όχι όµως όταν το ικαστήριο παραβαίνει τα διδάγµατα αυτά κατά την εκτίµηση των αποδείξεων (ΑΠ 120/2004), οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιµος. ΑΚ: 925, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ηµοσίευση: ΧρΙ 2010, σελίδα 103, σχολιασµός Κ. Α. Χριστακάκου * ηµοσίευση: Ελ νη 2011, σελίδα 979 Αδικοπραξία - Ευθύνη εκείνου που εποπτεύει άλλον Αριθµός απόφασης: 1529 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Ευθύνη εκείνου που εποπτεύσει άλλον. Στοιχεία εγκλήµατος βιασµού. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 923 παρ. 1 του ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 21 του Ν. 2447/1996, "όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συµπαράσταση, ευθύνεται για τη ζηµία, που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνοµα σε τρίτον, εκτός αν αποδείξει, ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζηµία δεν µπορούσε να αποτραπεί. Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία µε σύµβαση". Εποπτεία, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι η επίβλεψη, επιτήρηση και προφύλαξη του εποπτευοµένου, αναλόγως µε τις περιστάσεις, ασκείται δε κατ' αρχήν, προκειµένου περί ανηλίκου, από τους έχοντες τη γονική µέριµνα, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 1510 του ΑΚ. Με τις πιο πάνω διατάξεις, καθιερώνεται τεκµήριο µαχητό σε βάρος του γονέα (εποπτεύοντος) για την ύπαρξη πταίσµατος του περί την άσκηση της εποπτείας, το µέτρο της οποίας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων και ιδίως την ηλικία, την ωριµότητα, τη µόρφωση, αλλά και την κατάσταση της υγείας (σωµατικής και πνευµατικής) εποπτεύοντος και επoπτευοµένου. Το τεκµήριο αυτό µπορεί να ανατραπεί, εφόσον ο εποπτεύων γονέας επικαλεστεί, ότι άσκησε στη συγκεκριµένη περίπτωση την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζηµία παρά την άσκηση της προσήκουσας εποπτείας δεν µπορούσε να αποτραπεί. Το ίδιο ισχύει (ανατροπή του τεκµηρίου) και όταν ο πατέρας ισχυριστεί και αποδείξει, ότι εκ των πραγµάτων δεν ήταν δυνατή η άσκηση της εποπτείας ή όταν η ζηµία προκλήθηκε κατά το χρονικό διάστηµα, που την εποπτεία στον ανήλικο ασκούσε άλλος κατόπιν συµβάσεως µε τον πατέρα του. Στην τελευταία περίπτωση, ο πατέρας δεν ελευθερώνεται οπωσδήποτε από τη δική του ευθύνη, παρά µόνο εάν έχει βεβαιωθεί, ότι ο τρίτος έχει τις αναγκαίες ικανότητες για να αναλάβει την εποπτεία και είχε ελέγξει, ότι αυτός εκπληρώνει προσηκόντως την υποχρέωση που ανέλαβε ή εκ των πραγµάτων δεν ήταν δυνατή η παράλληλη άσκηση της εποπτείας από τον πατέρα και του ελέγχου του τρίτου (ΑΠ 731/2008, 1328/2007, 1366/2003). - Από τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήµατος του βιασµού, απαιτούνται: α) ο εξαναγκασµός κάποιου ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαµη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε εξώγαµη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως, β) ο εξαναγκασµός του προσώπου αυτού να γίνεται µε απειλή σπουδαίου και αµέσου κινδύνου ή µε σωµατική βία, που είναι φυσική δύναµη, η οποία δεν µπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι άλλον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασµός µπορεί να γίνει και µε τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής [20]