ΣΑΝΤΟ ΜΠΡΑΒΟ ΕΝΑ Ο γέροντας Ινοσένσιο είναι καθισμένος στην αμμουδιά. Με την πλάτη του στραμμένη προς τη ζούγκλα κοιτάζει τη θάλασσα κι ένα ηλιοβασίλεμα λεκιασμένο με αίμα, που σέρνεται στο μακρινό ορίζοντα. Ξέρω πως είναι συγχυσμένος εξαιτίας μου, επειδή κάτι που τόλμησα να κάνω έχει φέρει όλους μας εδώ στο κατώφλι της κατάρας. Τα πάντα άρχισαν τη μέρα που τόλμησα να καταστρέψω τον άγιο που προστατεύει το χωριό του γέροντα και που τον λένε Σάντο Μπράβο, ο θυμωσιάρης άγιος. Τίποτα δε βγήκε σε καλό από την πράξη μου, παρά το χειρότερο, γιατί ο Σάντο Μπράβο δραπέτευσε από το γάντζωμα της παραφροσύνης μου κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω του τον κουρνιαχτό μιας απερίγραπτης συμφοράς. 5
ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ Τώρα, καθισμένος στην αμμουδιά, το μόνο που θέλει ο Ινοσένσιο είναι να βρει τον Σάντο Μπράβο, να τον φέρει πίσω στο χωριό, κι έτσι να βάλει τέλος στη δοκιμασία που μας κατατρέχει, αλλά η επιθυμία του είναι έρμαιο της αμφιβολίας. Η φούρκα έχει ήδη κάνει τον Σάντο Μπράβο εκδικητικό σαν φίδι: φαρμάκωσε τα καρπόδεντρα, γέμισε τον ποταμό με κίτρινο δηλητήριο, φέρνοντας έτσι τον πυρετό σαν ένα σμήνος μαύρα πουλιά πάνω από το χωριό της Όσμα. Δε θα είχε συμβεί τίποτα από αυτά αν δεν είχα αρρωστήσει. Σ αυτό το απομονωμένο μέρος της Βενεζουέλας, αυτοί που είναι άρρωστοι ή δαγκωμένοι από θηρία, ή ακόμα κι αυτοί με αρρώστιες της ψυχής, που λιώνουνε το σώμα, όλοι βασίζονται στο γέροντα για γιατρειά. Ο Ινοσένσιο ξέρει να φτιάχνει φάρμακα για όλους τους πόνους. Μερικές φορές, για να βρει βότανα που θεραπεύουν, χρειάζεται να περπατήσει για μέρες βαθιά στην καρδιά της ζούγκλας, μέχρι τις κορυφές των τεπούι. Μακρινά και απρόσιτα, τα τεπούι είναι τρομερές στύσεις βράχου που υψώνονται εκατοντάδες μέτρα πάνω από το θόλο της ζούγκλας, σαν μια άσεμνη χειρονομία που οδηγεί στην κοιλιά του ουρανού. Οι κορυφές τους είναι πάντα σαβανωμένες με σύννεφα. Άνθρωπος ή κτήνος, όποιος τολμάει να περιπλανηθεί στις κάθετες πλαγιές των τεπούι βρίσκει να τον ενεδρεύουν μαστιγώματα ανέμου και βροχής σταλμένα από τη χοάνη της κόλασης. 6
ΣΑΝΤΟ ΜΠΡΑΒΟ Κι έπειτα υπάρχουνε τα φονικά φίδια, που καραδοκούν σε κάθε βήμα, σε κάθε χαραγματιά, πίσω από κάθε βράχο. Μόνο οι σαμάνοι σαν τον Ινοσένσιο ανεβαίνουν στις κορυφές των τεπούι, γιατί τα θεραπευτικά βότανα, που φυτρώνουνε μονάχα εκεί, μπορούν να φέρουν κάποιον πίσω έστω κι από τη μήτρα του θανάτου. Αλλά αυτό το μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι επιβάλλει ένα στυγνό φόρο στον Ινοσένσιο: κάθε φορά που επιστρέφει από τα τεπούι έχει μείνει λιγότερος, κι ό,τι έχασε του το πήρε η ζούγκλα, αφήνοντάς τον σκοτεινό, αινιγματικό, μια μάσκα θανάσιμης γνώσης. Γνώρισα το γέροντα όταν με πρόσβαλε μια ανεξήγητη αρρώστια. Χωρίς καν να με ξέρει, βάλθηκε να βρει και τη δική μου γιατρειά. Στα τεπούι πηγαίνει περπατώντας ένα ταξίδι που κρατάει μέρες. Γι αυτό, όποτε φεύγει μακριά ψάχνοντας για βότανα, ο γέροντας αφήνει τον Σάντο Μπράβο να προστατεύει το χωριό της Όσμα από καθετί απροσδόκητο ενόσω λείπει. Αυτή τη φορά όμως, κατά τη διάρκεια της απουσίας του Ινοσένσιο, η φρικτή μου απόπειρα να καταστρέψω τον άγιο εξαπέλυσε την οργή του Σάντο Μπράβο σε όλους τους κατοίκους του χωριού, καθιστώντας με υπεύθυνο για τα βάσανα αυτών των ανθρώπων, που δεν είχαν κάνει τίποτ άλλο πέρα από το να μου δώσουν καταφύγιο. Είχα έρθει στην Όσμα κυνηγημένος από τη σκιά μιας 7
ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ γυναίκας, ψάχνοντας να πνίξω τις παροξυμένες φωνές που άκουγα μέσα μου. Το χωριό είναι παράγκες και καλυβόσπιτα στριμωγμένα ανάμεσα στην όχθη ενός μικρού ποταμού και τη ζούγκλα, όλα στημένα πεισματάρικα ενάντια στην απειλητική της λαιμαργία, αφού ζητά να πάρει πίσω ό,τι της απαλλοτριώθηκε, και ο μόνος τρόπος να πάψει να διεκδικεί είναι με φωτιά και ματσέτα. Στο κέντρο του χωριού τα μόνα τούβλινα κτίρια στέκονται σαν μνημεία εκφοβισμού: η εκκλησία, η αστυνομία και το μπακάλικο κάποιου που οι χωρικοί τον λένε ο Πορτογάλος. Σε κοντινή απόσταση από το χωριό και πίσω από πυκνές σειρές μπαμπού, ο ποταμός τελειώνει στη θάλασσα. Μένω εκεί, στις εκβολές του ποταμού, σε μια παράγκα που την έχουνε για αποθήκη των κανό και των σύνεργων του ψαρέματος. Δεν είναι παρά ένα στενόχωρο δωμάτιο μισογεμάτο μ άχρηστα, ανόμοιες σανίδες για τοίχους, άμμο για πάτωμα, τσίγκινη σκεπή, και δίχως έπιπλα, πέρα από ένα κρεβάτι φτιαγμένο από μπαμπού. Σ εκείνο το κρεβάτι η μοναξιά με καταβροχθίζει σαν θηρίο. Τις πιο πολλές φορές, το θηρίο είναι η σκιά εκείνης της γυναίκας. Έρχεται σαν εφιάλτης μέσα στη νύχτα, όλες τις άυπνες νύχτες. Αλλά πριν από λίγο καιρό ήρθε ένας άγγελος στη θέση της, ξυπνώντας με σαν μέσα σ όνειρο. Ο άγγελος κατέβηκε σιωπηλά στη μέση της παράγκας, όπου, χωρίς την οποιαδήποτε πρόκληση, άρχισε να ακρωτηριάζει την ψωλή του με μια λεπίδα, γεμίζο- 8
ΣΑΝΤΟ ΜΠΡΑΒΟ ντας τα πάντα με αίμα. Παγωμένος, έβλεπα τον άγγελο να αιμορραγεί. Κι αιμορράγησε για ώρα πολλή, ώσπου το μόνο που έμεινε απ αυτόν ήταν μια τεράστια κηλίδα στο πάτωμα. Στις ατέλειωτες ώρες που ακολούθησαν, άγχος κρεμόταν γύρω μου σαν σκοτεινό προμήνυμα που έφερνε μονάχα θλίψη. Ίσως το όραμα του ευνουχισμένου αγγέλου δεν ήταν παρά ένας οιωνός για να μου πει ότι εκείνη η γυναίκα, που η σκιά της ήταν το μόνο που μου είχε απομείνει, είχε πέσει σε χέρια αλλουνού. Προσπάθησα να πνίξω αυτή τη σκέψη. Μάταια. Το μυαλό μου αρνιότανε να ξεχάσει εκείνη τη γυναίκα, που με μαστίγωνε με πόθο να την ξαναδώ, κι ας με σπαταλούσε. Σύντομα αυτός ο πόθος μετατράπηκε σε μανία, σε κλάμα, σε κραυγές. Κύμα μετά το κύμα, τρομακτικά ερωτηματικά ρύπαιναν το μυαλό μου, αφήνοντάς με να πλέω στο χάος της απελπισίας. Τελικά συνειδητοποίησα ότι η μόνη σωτηρία μου ήταν να της γράψω ένα γράμμα. Ένα τέτοιο γράμμα ικανό ν αλλάξει τα πάντα που είχαν γίνει μεταξύ μας, δίνοντάς μας μια νέα αρχή κι ένα άλλο τέλος, πολύ διαφορετικό απ αυτό που σας διηγούμαι τώρα. Αλλά με το που άρχισα να γράφω το γράμμα, ήταν σαν οι λέξεις να σκίζονταν λωρίδες από τη σάρκα μου. Η τυραννία ανυπόφορης οδύνης κούρσευε την ύπαρξή μου και δε μ άφηνε να γράψω. Κάθε φορά που τολμούσα να 9
ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ συνθέσω μια λέξη στο χαρτί, έπεφτα στην άβυσσο της αφασίας. Κάπως έτσι θυμάμαι το ξεκίνημα της ανεξήγητης αρρώστιας μου. Κάθε λέξη που τολμούσα να γράψω γινότανε πληγή στο δέρμα μου, όπου χόρευαν δαίμονες της φωτιάς μέχρι που με λιγοθυμούσαν. Άλλες φορές, μόνο η σκέψη της γραφής προκαλούσε βίαια αντίποινα στην ύπαρξή μου, κι επειδή δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι το γράμμα, η αγωνία μου μετατράπηκε σε παραλήρημα. Σ αυτή την κατάσταση με βρήκαν ο Μιμία και ο Ελ Μότσο, αναίσθητο στο κρεβάτι, χέρια και πόδια κουβαριασμένα, σώμα διπλωμένο, συντριμμένο κάτω από το βάρος του τρόμου. Με πήραν έξω, στην όχθη του ποταμού, και με ξάπλωσαν στα ρηχά προσπαθώντας να με συνεφέρουν με νερό. Μετά από λίγο, ένας τους έφυγε τρέχοντας στο χωριό για να βρει τον Ινοσένσιο. Το πρόσωπο του γέροντα ήταν το μόνο που είδα όταν άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν ανάσκελα στην αμμουδιά, ανίκανος να γεφυρώσω όσα έγιναν στο πέρασμα του χρόνου. Είχα ηττηθεί από κάποιο ακατανόητο βάρος που ανήκε στο παρελθόν αλλά συνέχιζε να βυθίζει το παρόν μου. Είσαι καλύτερα τώρα, φίλε μου, είπε ο γέροντας. Είχες περάσει μια φοβερή γέφυρα και περιπλανιόσουν από να μέρος σ άλλο. Ήσουνα χαμένος, αλλά με τη βοήθεια 10
ΣΑΝΤΟ ΜΠΡΑΒΟ του Σάντο Μπράβο σε βρήκα, και να σε εδώ τώρα σαν ναρκωμένη πεταλούδα. Οι λέξεις του βούιξαν στ αφτιά μου, βαραίνοντας στην αδυναμία μου να μιλήσω, βυθίζοντάς με κι άλλο σε μια αδιέξοδη σιωπή δίχως καταφύγιο παρηγοριάς. Φαίνεσαι εξαντλημένος, είπε πάλι. Χρειάζεται να ηρεμήσεις. Κοίτα, το ξέρω ότι βλάπτει να ζεις μ αυτό τον τρόπο, προσπαθώντας συνεχώς να εξοφλήσεις αδυναμίες της καρδιάς. Εγώ λέω πως είναι καλύτερο να ξεχάσεις τούτη την ιδέα. Προσπάθησε αντί γι αυτό να καθαρίσεις τα λιθάρια του παρελθόντος από το δρόμο σου. Ξέρεις, έρχεται μια στιγμή στη ζωή ενός άντρα όπου η αγάπη κι ο φόβος μπλέκονται σαν άλυτο κουβάρι, γίνονται αδυναμίες της καρδιάς, που δεν μπορείς να ξεπληρώσεις. Ο Ινοσένσιο σταμάτησε και στράφηκε προς τη θάλασσα, τα μάτια του γυάλιζαν κάτω από τη σκιά του σομπρέρο του. Εγώ ήμουν ακίνητος, μάταια προσπαθώντας να γεμίσω το κενό του κεφαλιού μου. Μετά από λίγες στιγμές σιωπής, ο Ινοσένσιο άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε το δικό μου. Έχεις πολλές ανεξόφλητες αδυναμίες της καρδιάς, είπε κι άρχισε να γελάει. Τότε ο Ελ Μότσο μου έδωσε ένα μπουκάλι ρούμι και μου έγνεψε να πιω. Κατέβασα μια γουλιά, και μετά χωρίς ανάσα και δεύτερη, ώσπου μια ήπια ζεστασιά άρχισε να γεμίζει τις φλέβες μου. Κατόπιν άρχισα να παρατηρώ τους 11
ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ άλλους. Τον Κουλοπίτσε, που ξεφλούδιζε γιούκα και πλάτανο για τη σούπα. Μερικούς που καθάριζαν ψάρια, κι άλλους που μάζευαν γαρίδες με τα χέρια στις εκβολές του ποταμού. Τον Ελ Μότσο, που παρακολουθούσε τις σπασμωδικές αναλαμπές της φωτιάς, καθώς την τάιζε ξερόκλαδα και μπαμπού, ισορροπώντας στο μοναδικό του πόδι. Το μεγάλο μου προνόμιο που με θεωρούσαν γκρίνγκο ήταν ότι δε χρειαζότανε να κάνω τίποτα για την προετοιμασία του φαγητού, προσφορά που έδινε το δικαίωμα στους υπόλοιπους να το μοιράζονται. Έτσι, καθόμουν εκεί, σχεδόν ζαλισμένος, πίνοντας ρούμι. Ε, κάποιος καλύτερα να προσέξει τον Κουλοπίτσε προτού φάει τη σούπα μοναχός του. Κι εσύ, φίλε μου, πάρε το μερτικό σου, είπε ο Ινοσένσιο δίνοντάς μου μια κούπα από φλοιό καρύδας γεμάτη με καυτό, πηχτό ζωμό. Η σούπα είχε επίδραση εξημερωτική. Βάλθηκα λοιπόν να τους κοιτάζω, πώς έτρωγαν όλοι ο ένας κοντά στον άλλο, το μαύρο τους δέρμα λουσμένο στον ιδρώτα, καθισμένοι σταυροπόδαρα, σώμα συσπειρωμένο λες και προστάτευε τη σούπα που κρατούσαν κοντά στο πρόσωπό τους. Ξαφνικά θυμήθηκα ότι η σκιά εκείνης της γυναίκας είχε εμφανιστεί την προηγούμενη νύχτα, κι αυτή της η εμφάνιση έγινε η αιτία της αρρώστιας μου. Θυμήθηκα τα τρομερά, ξέθωρα εικονίσματα του παρελθόντος, τη θαμπή παρουσία ενός παιδιού που κοίταζε επίμονα τη 12
ΣΑΝΤΟ ΜΠΡΑΒΟ θάλασσα, μια ζωή περικυκλωμένη από εικονίσματα που σημάδευαν το πέρασμα του χρόνου. Ε, φίλε μου. Μην πας πολύ μακριά αυτή τη φορά. Είναι δύσκολο για έναν ηλικιωμένο σαν και μένα να σε ψάχνει. Μείνε εκεί που είσαι προς το παρόν. Πάρε τη συμβουλή μου στα σοβαρά και κάτσε έξω απ το κεφάλι σου. Μ ακούς; είπε ο Ινοσένσιο γελώντας καθώς έπαιρνε το δρόμο πίσω για το χωριό. Υποθέτω ότι οι άλλοι έφαγαν κι έφυγαν διακριτικά, αφήνοντάς με μόνο με το νανούρισμα της θάλασσας. Έμεινα στην παραλία μέχρι αργά το βράδυ. Το μυαλό μου ήτανε παγωμένο από τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας και ο φόβος τού να σκέφτομαι μου κάρφωσε για ώρες τα μάτια στο μακρινό ορίζοντα, τον δίχως αστέρι, ούτε φως. Μερικές μέρες αργότερα επέστρεψα στο γράμμα, αλλά φυσικά και η αρρώστια μου επέστρεψε με μένος. Η κατάστασή μου ανησύχησε τους χωρικούς της Όσμα. Για μερικούς, η απόφασή μου να μείνω εδώ ήταν σαν να είχα έρθει στο χωριό τους να πεθάνω, κρυμμένος από τη ζούγκλα και τη θάλασσα. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, έκαναν περίεργα πράγματα για μένα, λες και εκπλήρωναν τις επιθυμίες μελλοθάνατου. Όταν πια είδαν να χειροτερεύει η ανεξήγητη αρρώστια μου, έστειλαν μια γυναίκα, μήπως αυτή διώξει τους δαίμονες από το κρεβάτι μου. Στεκότανε στην ανοιχτή πόρτα και κοίταζε μέσα. Ήταν 13
ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ πολύ νέα κι όμορφη. Η παρουσία της με δόνησε, τρέποντας τους ενδοιασμούς της σάρκας μου σε άτακτη φυγή. Για να μεταμφιέσω το σάστισμά μου, άρχισα να κάνω πράγματα χωρίς νόημα έφτασα σε σημείο να δώσω προσοχή σε λεπτομέρειες μέσα στην παράγκα που πριν μου είχαν διαφύγει. Δίπλα μου ένας σωρός κανό και σκοινιών έμοιαζαν με σφάγια, απομεινάρια πλασμάτων πιασμένων σε δόκανο. Κύριε, το όνομά μου είναι Χουανσίτα, είπε. Θα είχα έρθει πολύ πιο πριν, αν μου το είχες ζητήσει. Το ξέρω, ψιθύρισα, χωρίς πραγματικά να γνωρίζω τι ήταν αυτό που ήξερα. Μπήκε στην παράγκα απλώνοντάς μου τα χέρια, και δεν πρόβαλα αντίσταση. Άκουγα μόνο τον ψίθυρο της αναπνοής της καθώς μου ξεκούμπωνε το πουκάμισο, ώσπου σιγά σιγά μ έγδυσε τελείως. Γυμνό και απαθή, με οδήγησε έξω, στον ποταμό. Η Χουανσίτα μ έβαλε να καθίσω στα ρηχά. Μετά στάθηκε μπροστά μου με τους μηρούς της να ξεχειλίζουν από το στενό της φόρεμα. Χωρίς μιλιά, άρχισε να με λούζει. Εκείνη τη στιγμή, μια περίεργη ενοχή μ έκανε να σκεφτώ εκείνη τη γυναίκα, και η υποχρέωση να της γράψω το γράμμα έγινε ξαφνικά πέπλο που κάλυψε τα μάτια μου. Αλλά αυτό κράτησε λίγο. Στο τέλος υπέκυψα στα χέρια της Χουανσίτα, που παίζανε το κορμί μου σαν κύμβαλο. Μ έλουζε και ταυτόχρονα κουνούσε τους γοφούς 14