KΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ POPPER



Σχετικά έγγραφα
«Ειρήνη» Σημειώσεις για εκπαιδευτικούς

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ» Θ.Ε. ΔΕΟ 10 Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης

Επαρχιακός Γραμματέας Λ/κας-Αμ/στου ΠΟΑ Αγροτικής

ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1 ο Λύκειο Καισαριανής ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Κείμενα Προβληματισμού

ΚΟΡΙΝΘΟΥ 255, ΚΑΝΑΚΑΡΗ 101 ΤΗΛ , , FAX

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

109(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΤΟΥ 2014 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΦΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΟΝΕΩΝ & ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ 1 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Του νεκρού αδελφού. δημοτικό τραγούδι (βλ. σ. 18 σχολικού βιβλίου) που ανήκει στην κατηγορία των παραλογών (βλ. σ. 20 σχολικού βιβλίου)

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 26/5/2010

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 20 ΜΑΪΟΥ 2011 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Διδαγμένο κείμενο

Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει. πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της.

Γιατί θεωρεί ότι είναι μια ευκαιρία για να κάνει επίδειξη της τέχνης του και να εντυπωσιάσει (σ. 103, ΥΑΠ).

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008 ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΡΧΗΓΟ ΤΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ

Β.Ι.ΛΕΝΙΝ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Η ΑΡΧΗΣ ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ - ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Σχετ: Το από έγγραφό σας (αρ. πρωτ. εισερχ. 932/ ). Σε απάντηση του ως άνω σχετικού, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

Υπό Παναγιώτη Δαλκαφούκη, μέλους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Από τα πρακτικά της με αριθμό 13ης/2013, συνεδρίασης του Περιφερειακού Συμβουλίου την Τρίτη 9 Ιουλίου 2013 στην Κέρκυρα με τηλεδιάσκεψη.

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Ο «ΕΚΑΛΟΓΟΣ» ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το υπ' αριθμ. 30/ Πρακτικό της Οικονομικής Επιτροπής Ιονίων Νήσων

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Προς: Δημάρχους της Χώρας Αθήνα, 16 Δεκεμβρίου 2013 Α.Π.:2271. Αγαπητέ κ.

E N O T H T A. Ο Κεραμιδοτρέχαλος

ΔΙΚΤΥΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ» Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Σύνταγμα, Εργασία και Συναφή Δικαιώματα ( Συνδικαλιστική Ελευθερία, Απεργία )

Οι 99 θέσεις του Ποταμιού

Πάνω Λεύκαρα. Αγαπίου Αθανασία-Αλέξη Τιμόθεος-Χαραλάμπους Γιώργος-Χατζηγιάγκου Δήμητρα

Δυσαρεστημένοι με τη ζωή τους οι 7 στους 10 Έλληνες

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε Τμήμα Νομικής

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΟΥ

«Διερευνώντας την δισκογραφία του μεταπολεμικού τραγουδιού: Η περίπτωση της Μαρινέλλας»

Ευρετήριο πινάκων. Ασκήσεις και υπομνήματα

Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Β Α Σ Η ΠΡΩΙΝΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

«Φιλολογικό» Φροντιστήριο Επαναληπτικό διαγώνισμα στη Νεοελληνική Γλώσσα. Ενδεικτικές απαντήσεις. Περιθωριοποίηση μαθητών από μαθητές!

KATATAΞH APΘPΩN. 6. Αρχές της προσφοράς και προμήθειας, ανθρώπινων ιστών και/ ή κυττάρων

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΟΜΑΔΑ Α

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ ΑΡΙΘΜ. ΑΠΟΦ:

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΡΟΠΑΡΙΩΝ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΨΑΛΤΙΚΗΣ 1

Από το ξεκίνημά του ο ΤΙΤΑΝ εκφράζει

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ & ΑΛΜΥΡΟΥ Ν.Π.Δ.Δ Νόμος 3601 Ελευθ. Βενιζέλου 7 Τηλ ΒΟΛΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΜΑΪΟΥ 2010

ΕΤΟΣ 16ο ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 88 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2006

Εσωτερικοί Κανονισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Βαρβάρα Μπουκουβάλα, ΔΝ-Πρωτοδίκης ΔΔ

Α. Περιστατικά της υπόθεσης

Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ

Φροντιστήριο «ΕΠΙΛΟΓΗ» Ιατροπούλου 3 & Χρ. Παγώνη - Καλαμάτα τηλ.: & 96390

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ «ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΑ ΖΩΑ»

ιδάσκοντας Ιστορία στο Γυμνάσιο

Το πρόβλημα του ανατοκισμού στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΚΟΥΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΗΞΟΥΡΙ 2013

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΚΕΦ. ΙΑ -ΙΒ Θέμα: ο μύθος του Πρωταγόρα και το επιμύθιο

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ ΠΕΡΙ ΑΞΙΟΘΕΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ ISBN Βιβλίον εκδοθέν εν έτει 2013 Τύποις: Κ. Ταπακούδης Εκδόσεις:

ΙΙ. ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

ISSN Περιοδικόν εκδοθέν εν έτει 2011, περιέχει διηγήσεις ιστοριών Δοξασιών που αφορούσιν το χωρίον της Χλώρακας. Συγγραφέν υπό τού Κυριάκου

Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ» ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3638, 27/9/2002

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ

του Αναπληρωτή Εκπαιδευτικού Π.Ε. Ένας χρήσιµος οδηγός αφιέρωµα στον αναπληρωτή εκπαιδευτικό της Π.Ε..

2. Τις διατάξεις του Αρθ-29Α του Ν-1558/85 "Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα"(φεκ-137/α) όπως προστέθηκε με το Αρθ-27 του Ν-2081/92 (ΦΕΚ-154/Α).

Όμιλος Λογοτεχνίας. Δράκογλου Αναστασία, Κιννά Πασχαλίνα

Οι αγώνες των Σουλιωτών

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. Παύλος Φ. Μάραντος

Περίληψη. Περιεχόμενα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4344, 6/7/2012

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Εργαζοµένων στις Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Νοµού Χανίων

Φούρνος μικροκυμάτων με λειτουργία αέρα

Πρώτη διδακτική πρόταση Χρωματίζοντας ένα σκίτσο

Ο Οδικός Χάρτης για την Ελλάδα της δημιουργίας

ΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΕΓΓΡΑΦΗ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟ ΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

συνήλθε στην Αίθουσα των συνεδριάσεων του Βουλευτηρίου η Βουλή σε ολομέλεια για να συνεδριάσει υπό την προεδρία του Ε Αντιπροέδρου αυτής κ.

Π Πιλοτική εφαρμογή και αξιολόγηση αντιπροσωπευτικού αριθμού σεναρίων από κάθε τύπο σε διαφοροποιημένες εκπαιδευτικές συνθήκες πραγματικής τάξης

Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι ( ) στα ελληνικά διδακτικά εγχειρίδια Ιστορίας (δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης) της περιόδου

Η κυπαρική θεωρία στη σύγχρονη εκδοχή της υποστηρίζει

22:1,2 Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Α. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Μ ΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝ ΑΣΤ ΑΣΗ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3561, 21/12/2001

Οι 21 όροι του Λένιν

Aπόσπασμα από τις αρκετές εκατοντάδες σελίδες θεωρίες. Λεκτικών δεξιοτήτων Γραμματικής Ορθογραφικών. Ερμηνευτικών παρατηρήσεων και των 2.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ι Σ Ο Κ Ρ Α Τ Η Σ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Δ.Σ.Α.

Δαλιάνη Δήμητρα Λίζας Δημήτρης Μπακομήτρου Ελευθερία Ντουφεξιάδης Βαγγέλης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΚΑΙ Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ,

Θεµατική ενότητα. Φύση-περιβάλλον-οικολογία. Κείµενα Άρθρα Δοκίµια Σχεδιαγράµµατα Κριτήριο αξιολόγησης

Συνοπτική Παρουσίαση. Ελλάδα

Οι μαθητές της ομάδας λογοτεχνίας της βιβλιοθήκης ασχολήθηκαν με το έργο πέντε γυναικών συγγραφέων: Ζωρζ Σαρή, Λότη Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου,

Transcript:

1 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η διαμάχη Popper Kuhn αποτελεί ένα κεντρικό σημείο αναφοράς της σύγχρονης επιστημολογίας.πρόκειται ουσιαστικά για τη διαμάχη δύο επιστημολογικών ρευμάτων, του Κριτικού Ορθολογισμού και της ιστοριογραφικής Σχολής του Kuhn, ο οποίος με το έργο του «Η δομή των επαναστατικών επαναστάσεων» εγκαινιάζει μια νέα περίοδο της μετά θετικιστικής επιστημολογίας.στη μελέτη μου θα προσπαθήσω να αναδείξω βασικές πτυχές του σύγχρονου επιστημολογικού προβληματισμού.

2 KΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ POPPER 1. Το πρόβλημα της εγκυρότητας της επιστημονικής γνώσης Mολονότι ο Popper δεν ανήκε στους φιλοσόφους του Κύκλου της Βιέννης, η σκέψη του δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς αναφορά στο έργο αυτών των φιλοσόφων για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, πολλές από τις αρχικές απόψεις του διατυπώθηκαν μέσα από κριτική των απόψεων των φιλοσόφων αυτών και η φιλοσοφική του πορεία ακολούθησε στα πρώτα της βήματα την πορεία του κύκλου της Βιέννης, άλλοτε συγκλίνοντας και άλλοτε αποκλίνοντας από αυτήν. Δυο παράγοντες έκαναν δυνατή αυτή τη σύγκλιση: πρώτο, η κοινή προβληματική το πρόβλημα της θεμελίωσης της εμπειρικής γνώσης και το πρόβλημα του κριτηρίου της εγκυρότητας, καθώς και η κοινή βάση, ο εμπειρισμός, πάνω στην οποία αντιμετωπίστηκαν τα παραπάνω προβλήματα. Δεύτερο, το γεγονός ότι πολλές από τις απόψεις των φιλοσόφων του κύκλου της Βιέννης διαφοροποιήθηκαν μετά από κριτική του Popper 1. Την επίδραση αυτής της κριτικής αναγνωρίζει και ο Carnap που τονίζει, ωστόσο ότι και ο Popper επηρεάστηκε σε ορισμένες απόψεις του από τον Κύκλο της Βιέννης 2. Ο εμπειρισμός αποτελεί βασικό στοιχείο της θεωρίας του Popper 3. Ο φιλόσοφος πιστεύει ότι «η αρχή του εμπειρισμού μπορεί να διατηρηθεί αμετάβλητη, αφού η τύχη μιας θεωρίας, η αποδοχή ή η απόρριψή της, αποφασίζεται από την παρατήρηση ή το πείραμα» 4. Ωστόσο το έργο του κυριαρχείται στα αρχικά του στάδια από μια κριτική του εμπειρισμού όπως τον εκπροσωπούσε ο Κύκλος της Βιέννης, και δημιουργεί την εντύπωση ότι δίνει έμφαση μονό στην ανεπάρκεια της εμπειρίας ως πηγής της γνώσης. Ο Carnap ισχυρίζεται 5 ότι ο Popper υπερτονίζει 1 Βλ. V.Kraft, Ο κύκλος της Βιέννης, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1986, σ.28: «το Logik der Forschung άσκησε καθοριστική επίδραση στη διανοητική εξέλιξη του Κύκλου της Βιέννης». 2 R. Carnap, Erkenntnis, 5 (1935), 290-4 ( βιβλιοκρισία στο Logic of Scientific Discovery). Συστηματική εξετάση της φιλοσοφικής σχέσης του με τον Carnap επιχειρεί ο Popper στο άρθρο του «The Demarcation between Science and Metaphysics» στον τιμητικό τόμο για τον Carnap, The Philosophy of Rudolf Carnap, (επιμ. Ρ.Α. Schilpp) La Salle, Illinois,Open Court, 1964. Στο άρθρο αυτό ( τώρα στο Conjectures and Refutations, Λονδίνο, εκδ.routledge and Kegan Paul, 1969, σσ.253-92), ο Popper δηλώνει ρητά την αντίθεση του στις θεμελιώδεις έννοιες του Carnap. Βλ. και Α. Michalos, The Carnap- Popper Controversy, The Hauge, 1975. 3 Βλ. V.Kraft, «Popper and the Vienna Circle», στο The Philosophy of Κarl Popper, (επιμ. Ρ.Α. Schilpp), Ι, 1974, σσ. 185 κ.ε. 4 Κ. Popper, Conjectures and Refutations, σ. 54. 5 R. Carnap, Erkenntnis, 5 (1935), 290.

3 σκόπιμα τις διαφορές του από τις απόψεις του Κύκλου της Βιέννης, ενώ στην πραγματικότητα δεν απομακρύνεται πολύ από τις απόψεις αυτές, και ότι δίνει την εντύπωση πως είναι «απριοριστής και αντιεμπειρικός», ενώ δεν είναι. Εξαιτίας του εμπειρισμού του ο Popper φαίνεται να κρατά, όπως και ο Κύκλος της Βιέννης, μια αντιμεταφυσική στάση 6, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αντιτίθεται στη μεταφυσική από την ίδια σκοπιά. Αρνείται την εγκυρότητα της μεταφυσικής γνώσης, δε μένει όμως στην άρνηση αυτή, αφού, κατά την άποψή του, οι μεταφυσικές θεωρίες μπορούν να αποτελέσουν, όπως εξάλλου και στο παρελθόν, αφορμή για επιστημονικές θεωρίες. Έτσι, ενδιαφέρεται για την «οριοθέτηση» (demarcation) ανάμεσα στη μεταφυσική και στην επιστημονική γνώση, ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό. 1.1 Η κριτική της επαγωγής Η χρήση της επαγωγικής μεθόδου θεωρήθηκε παραδοσιακά ως το κριτήριο οροθέτησης ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό: οι προτάσεις των εμπειρικών επιστημών, βασισμένες σε παρατηρήσεις και πειράματα - δηλαδή σε προτάσεις που περιγράφουν γεγονότα, είναι πολύ διαφορετικές από τις προτάσεις που ανάγουν το κύρος τους στην αυθεντία, το συναίσθημα, την παράδοση, την προκατάληψη ή τη συνήθεια, και είναι οι μόνες που παρέχουν έγκυρη γνώση. Η επιστήμη είναι το σύνολο αυτών των γνώσεων και η εξέλιξη της στηρίζεται στη διαρκή προσθήκη νέων βέβαιων γνώσεων στις ήδη υπάρχουσες. Το λεγόμενο πρόβλημα της επαγωγής ξεκινά από τη διαπίστωση ότι οι γενικές προτάσεις ( λ.χ. οι νόμοι της φυσικής) δεν μπορούν να συναχθούν από τις ενικές παρατηρησιακές προτάσεις, όσο μεγάλος και αν είναι ο αριθμός τους, από τη μια, γιατί η ίδια η εμπειρία μπορεί στο μέλλον να τις διαψεύσει και, από την άλλη, γιατί οι γενικές προτάσεις δεν είναι λογικά δυνατό να συνάγονται από ενικές προτάσεις που περιγράφουν τα φαινόμενα που οι γενικές προτάσεις καλούνται να εξηγήσουν. Ο Popper πιστεύει ότι έχει λύσει το πρόβλημα της επαγωγής 7, προτείνοντας ένα νέο κριτήριο για τη θεμελίωση της εμπειρικής γνώσης. Αφού οι γενικές προτάσεις δεν μπορούν να συναχθούν λογικά από τις παρατηρησιακές προτάσεις, μπορεί να τις θέσει κανείς μόνο ως υποθέσεις. Υπάρχει μια λογική ασυμμετρία ανάμεσα στην επαλήθευση 6 Βλ. την κριτική του W.W. Bartley με το άρθρο «Theories of Demacration between Science and Metaphysics» στο Problems in the Philosophy of Science των Ι. Lakatos, A. Musgrave ( επιμ.), Amsterdam, North Holland Publ., 1968, σ.53, όπου επικρίνεται η θεώρηση από τον Popper της μεταφυσικής ως «αναγκαίου κακού». Για την απάντηση του Popper στην κριτική του Bartley, βλ. στο ίδιο, σσ. 88-102. 7 Objective Knowledge. An Evolutionary Approach, Oxford Univ. Press, 1975, σ.1.

4 και στη διάψευση, αφού οι γενικές εμπειρικές προτάσεις είναι διαψεύσιμες, όχι όμως επαληθεύσιμες 8. Όσο μεγάλος και αν είναι ο αριθμός των επιμέρους εμπειρικών προτάσεων, δεν μας επιτρέπει να βγάλουμε λογικά το συμπέρασμα «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί». Αντίθετα, μια μόνο επιμέρους πρόταση, που εκφράζει την παρατήρηση ενός μαύρου κύκνου, αρκεί για να καταρρίψει την προηγούμενη γενική πρόταση, γιατί συνεπάγεται την αντιφατική της «υπάρχουν κύκνοι που δεν είναι λευκοί». Παρόμοια, οι επιστημονικές προτάσεις-νόμοι είναι ελέγξιμες (μπορούμε, δηλαδή, να αναζητήσουμε για αυτές προτάσεις που να τις διαψεύδουν), δεν είναι όμως αποδείξιμες (δεν μπορούμε, δηλαδή, να κάνουμε όλες τις παρατηρήσεις που τις επαληθεύουν). Κατά συνέπεια, μπορούν να ελεγχθούν μόνο μέσα από συστηματικές προσπάθειες που αποβλέπουν στην ανασκευή τους. Ο επιστήμονας, λοιπόν, δεν πρέπει να δώσει βαρύτητα στην τάση να γενικεύει, αλλά στην τάση να ασκεί κριτική, δηλαδή να υποβάλλει διαρκώς τις γενικεύσεις του σε έλεγχο. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος, όχι να εξηγεί το πέρασμα του από τις παρατηρήσεις στη θεωρία, αλλά, ξεκινώντας από υποθέσεις-θεωρίες, να απαλείφει τις εσφαλμένες από αυτές δείχνοντας πώς οδηγούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Ο Popper καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η θεωρία είναι αυτή που οδηγεί στις παρατηρήσεις και όχι οι παρατηρήσεις στη θεωρία. Αυτό σημαίνει ότι σε όλα τα στάδια της επιστημονικής ανάπτυξης ξεκινάμε από συγκεκριμένα προβλήματα 9 που συζητούνται υπό το φως θεωριών 10, που κατευθύνουν τις παρατηρήσεις μας και μας βοηθούν να επιλέγουμε από τα αναρίθμητα αντικείμενα της παρατήρησης αυτά που μπορεί να μας ενδιαφέρουν. 1.2 Η διαψευσιμότητα («falsifiability») ως κριτήριο οριοθέτησης Η παραδοσιακή φιλοσοφία, στηριζόμενη στην επαγωγική θεωρία, δεχόταν ότι οι προτάσεις που ενδιαφέρουν την επιστήμη είναι αυτές που μπορούν να επιβεβαιωθούν ή που εξηγούν καθετί δυνατό να συμβεί. Αντίθετα ο Popper θεωρεί ότι οι προτάσεις με μεγάλο βαθμό πιθανότητας δεν ενδιαφέρουν την επιστήμη. Γιατί όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός 8 Βλ. επίσης Logic of Scientific Discovery, Λονδίνο, Hutchinson, 1959, σσ.27 κ.ε., 34 κ.ε. Το πρόβλημα της επαγωγής και το πρόβλημα της οροθέτησης θεωρούνται από τον Popper τα δυο θεμελιώδη προβλήματα της θεωρίας της γνώσης ήδη από την πρώτη του δημοσίευση: «Two Notes on Induction and Demarcation», Erkenntnis,3 ( 1933 ), 426 κ.ε. ( τώρα στο L.Sc.D.,παράρτημα i, σσ. 311 κ.ε.). 9 «η γνώση, η επιστήμη, δεν ξεκινά από αντιλήψεις ή παρατηρήσεις ή συλλογή δεδομένων, αλλά από προβλήματα», «The Logic of Social Science», σ. 88 στο συλλογικό έργο των Τ. Adorno, H. Albert (κ.α.), The Positivist Dispute in German Sociology, Λονδίνο, Heinemann, 1977 (1969), βλ. και The Poverty of Historicism, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1957. 10 Conjectures and Refutations, σ. 38, υποσ. 3.

5 πιθανότητας μιας πρότασης, τόσο φτωχότερο είναι το πληροφοριακό της περιεχόμενο, και υπάρχουν προτάσεις οι ταυτολογίες, με πιθανότητα Ι και πληροφοριακό περιεχόμενο 0, που δεν μας λένε δηλαδή τίποτα για τον κόσμο, αφού η αλήθεια τους είναι αναγκαία, αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα πράγματα ο καθένας μπορεί να διατυπώσει έναν μεγάλο αριθμό προβλέψεων με πιθανότητα σχεδόν Ι όπως, για παράδειγμα, την πρόταση «θα βρέξει», που είναι πρακτικά αληθείς και που ποτέ δεν διαψεύδονται - αφού μπορεί να περάσουν χιλιάδες χρόνια χωρίς βροχή, αλλά κάποτε σε κάποιο μέρος της γης θα βρέξει. Τέτοιες προτάσεις όμως δεν ενδιαφέρουν την επιστήμη. Η επιστημονική υπόθεση πρέπει να είναι ασυμβίβαστη με κάποιες παρατηρήσεις, αν θέλει να εξηγεί κάποιες άλλες. Για κάποιον, λόγου χάρη, που έχει πυρετό, η εξήγηση «κάτι δεν πάει καλά στον οργανισμό του» έχει πολύ υψηλότερο βαθμό πιθανότητας από την εξήγηση «έχει ιλαρά», αλλά καμία επιστημονική αξία 11, γιατί όλα τα παρατηρήσιμα στον άρρωστο φαινόμενα την επαληθεύουν. Έτσι, ο επιστήμονας ενδιαφέρεται για την υπόθεση που έχει όχι υψηλό βαθμό πιθανότητας, αλλά πλούσιο πληροφοριακό περιεχόμενο και που είναι, για αυτό το λόγο, σε μεγάλο βαθμό ελέγξιμη. Η υπόθεση αυτή τον υποχρεώνει να έχει ορισμένες προσδοκίες και τελικά διαψεύδεται αν αυτές δεν πραγματοποιηθούν. Κατά συνέπεια, επιστημονική υπόθεση δεν είναι αυτή που μπορεί να επιβεβαιωθεί (αφού σχεδόν πάντοτε είναι δυνατόν να βρεθούν προτάσεις που επιβεβαιώνουν μια θεωρία), αλλά αυτή που μένει ανοιχτή σε έλεγχο 12. Ο όρος «ελεγξιμότητα» (testability) δείχνει ακριβώς τη δυνατότητα της θεωρίας να υφίσταται ελέγχους, δηλαδή σοβαρές προσπάθειες που αποβλέπουν στη διάψευσή της. Επιστήμη υπάρχει εκεί που γίνονται συστηματικές προσπάθειες διάψευσης (επιτυχείς ή όχι). Με αυτόν τον τρόπο ο Popper εισάγει την έννοια της «διαψευσιμότητας» (falsifiability), σύμφωνα με την οποία μια υπόθεση είναι επιστημονική μόνο όταν είναι δυνατόν να διαψευστεί. Πολύ περισσότερο, πρέπει η ίδια η θεωρία να ορίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαψεύδεται. Η διαψευσιμότητα γίνεται, έτσι, κριτήριο οροθέτησης, δηλαδή «κριτήριο που μας επιτρεπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε προτάσεις που ανήκουν στις εμπειρικές επιστήμες (θεωρίες, υποθέσεις), και σε άλλες προτάσεις ιδιαιτέρα τις ψευδοεπιστημονικές και μεταφυσικές, αλλά και προτάσεις των μαθηματικών και της λογικής» 13. 11 Βλ. John Passmore, A Hundred Years of Philosophy, Harmondsworth, Penguin, 1966, σ. 407. 12 Συνοπτική παρουσίαση των όρων που εξασφαλίζουν την επιστημονικότητα μιας υπόθεσης (θεωρίας) στο Conjectures and Refutations,σ. 36-37. 13 Realism and the Aim of Science, Εισαγωγή, σ. Xix.

6 Πολλοί φιλόσοφοι (και ανάμεσα τους οι φιλόσοφοι του λογικού θετικισμού) δέχονταν την επαληθευσιμότητα ως κριτήριο οροθέτησης ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό, ανάμεσα σε αυτό που έχει και σε αυτό που δεν έχει νόημα 14. Αυτό, τους οδήγησε στην αποδοχή δυο ειδών προτάσεων με νόημα : (α) τις προτάσεις της τυπικής λογικής και των μαθηματικών, που δε δίνουν καμιά πληροφορία για τον εμπειρικό κόσμο, και που είναι αληθείς ή ψευδείς χωρίς αναφορά στην εμπειρία (αληθείς είναι οι ταυτολογικές προτάσεις και ψευδείς οι αντιφατικές) και (β) τις προτάσεις που δίνουν πληροφορίες για τον εμπειρικό κόσμο, των οποίων η αλήθεια θεμελιώνεται στην παρατήρηση. Κάθε πρόταση που δεν αποτελεί τυπική πρόταση των μαθηματικών ή της λογικής και δεν είναι εμπειρικά επαληθεύσιμη είναι χωρίς νόημα. Έτσι, η «επαληθευσιμότητα» (verifiability) θεωρήθηκε κριτήριο οροθέτησης ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό και ταυτόχρονα ανάμεσα στις προτάσεις με νόημα και στις προτάσεις χωρίς νόημα. Οι αντιρρήσεις του Popper στην αποδοχή ενός τέτοιου κριτηρίου συνοψίζονται στα εξής 15 : Άσχετα με το αν οι επιμέρους προτάσεις είναι ή δεν είναι εμπειρικώς επαληθεύσιμες, οι γενικές προτάσεις- όπως λ.χ. οι νόμοι της επιστήμης, σε καμιά περίπτωση δεν είναι. Έτσι, η αρχή της επαληθευσιμότητας αποκλείει ως μη επιστημονικές όχι μόνο τη μεταφυσική, αλλά και όλες τις φυσικές επιστήμες. Η αρχή της επαληθευσιμότητας εμφανίζει όλη τη μεταφυσική χωρίς νόημα, ενώ ιστορικά η επιστήμη βγήκε μέσα από τη μεταφυσική-μέσα από προλήψεις και μυθικές ή θρησκευτικές ιδέες. Μια ιδέα μη ελέγξιμη και, συνεπώς, μεταφυσική είναι δυνατό, όταν αλλάξουν οι συνθήκες, να γίνει ελέγξιμη και, κατά συνέπεια, επιστημονική, «όπως λόγου χάρη η βασική ιδέα του ατομισμού (δηλαδή η ιδέα μιας πρώτης φυσικής «αρχής», ή έσχατου στοιχείου, από το οποίο προέκυψαν τα άλλα), η ιδέα της κίνησης της γης και η σωματιδιακή θεωρία του φωτός». 16 Έτσι, μια μεταφυσική θεωρία όχι μόνο μπορεί να έχει νόημα, αλλά μπορεί να είναι και αληθής. Μπορεί απλώς να μην είναι ελέγξιμη, να μην υπάρχουν δηλαδή εμπειρικές ενδείξεις για αυτή και, συνεπώς, να μην μπορούμε να τη θεωρήσουμε επιστημονική. 14 Συχνά, ο Popper θεωρήθηκε εισηγητής ενός διαφορετικού κριτηρίου νοήματος. Ο ίδιος αντικρούει διαρκώς μια τέτοια άποψη (Logic of Scientific Discovery,παράγραφοι 4,10. παραρτ. i Ανοιχτή κοινωνία, κεφ.11, σημ.46,51.52. Conjectures and Refutations, κεφ.1,2,3. Unended Quest,παράγραφοι 8,16. Realism and the Aim of Science σσ. 175 κ.ε.) 15 Βλ. Bryan Magee, Karl Popper, Γλασκόβη, Collins, 1975,σσ. 47-48. 16 The Logic of Scientific Discovery,σ. 278.

7 Αν θεωρηθούν προτάσεις με νόημα μόνο οι επαληθεύσιμοι και ταυτολογικοί ισχυρισμοί, τότε κάθε συζήτηση για το «νόημα» πρέπει να περιέχει προτάσεις χωρίς νόημα. Με την υιοθέτηση της επαληθευσιμότητας ως κριτηρίου οροθέτησης δεν είναι δυνατό να αποκλειστούν από την επιστήμη η αστρολογία και η ορθολογική θεολογία. 17. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μια πλήρης εμπειρική επαλήθευση είναι αδύνατη. Γι αυτό ο Popper εισάγει στη θέση της την αυξανομένη «Ενίσχυση» των επιστημονικών υποθέσεων, μια έννοια δυναμική στην οποία υπεισέρχεται ο παράγοντας της συμβατικότητας και της πιθανότητας. 18 «Ενισχυμένη» (corroborated) θεωρείται μια υπόθεση-θεωρία που επιζεί μετά από αυστηρούς ελέγχους που έγιναν με σκοπό την ανασκευή της. Η ενίσχυση της θεωρίας ποτέ δεν μπορεί να είναι πλήρης ή απόλυτη αφού, πέρα από τους λογικούς ελέγχους που ασκούμε σε αυτή, μένει πάντοτε ανοιχτή η δυνατότητα νέων πειραματικών ελέγχων. Οι πειραματικοί έλεγχοι ακολουθούν διαδικασία όχι επαγωγική αλλά παραγωγική: «Με τη βοήθεια άλλων προτάσεων που έχουν γίνει πρωτύτερα αποδεκτές συνάγονται με λογική παραγωγή από τη θεωρία ορισμένες επιμέρους προτάσεις, που μπορούμε να τις ονομάσουμε προβλέψεις (predictions), ιδιαίτερα προβλέψεις που εύκολα μπορούν να ελεγχθούν και να εφαρμοστούν. Από αυτές τις προτάσεις επιλέγουμε εκείνες που δεν προκύπτουν από την τρέχουσα θεωρία, και ιδιαιτέρα εκείνες με τις οποίες η τρέχουσα θεωρία έρχεται σε αντίφαση. Στη συνέχεια αποφασίζουμε για τις προτάσεις που έχουν προκύψει (ή και άλλες) συγκρίνοντας τες με τα αποτελέσματα πρακτικών εφαρμογών και πειραμάτων. Αν η απόφαση είναι θετική, που σημαίνει ότι αυτές οι επιμέρους προτάσεις έγιναν αποδεκτές ή επαληθεύτηκαν, η θεωρία περνά προσωρινά τον έλεγχο. [..] Αλλά αν η απόφαση είναι αρνητική, [..] αν τα συμπεράσματα διαψεύστηκαν, τότε η διάψευσή τους διαψεύδει και τη θεωρία από την οποία είχαν παραχθεί αυτά τα συμπεράσματα.» 19 «Βαθμός ενίσχυσης» («degree of corroboration») είναι ο βαθμός αντοχής μιας θεωρίας στους ελέγχους, και δείχνει κατά πόσο η θεωρία απέδειξε τη δύναμή της και δεν ξεπεράστηκε στην πορεία της επιστήμης από άλλες θεωρίες. Όπως λέει ο ίδιος ο Popper, «με το βαθμό ενίσχυσης μιας θεωρίας εννοώ τη σύντομη και σαφή έκθεση που αξιολογεί (σε 17 Conjectures and Refutations, σσ. 40, 253. 18 Βλ. Π. Χριστοδουλίδη, Η εξήγηση στην επιστήμη και η έννοια του μοντέλου, Θεσσαλονίκη, εκδ. Εγνατία, 1979, σ. 127. 19 The Logic of Scientific Discovery, παραγρ. 3 (σελ.33), βλ.επίσης και στο ίδιο, παραγραφή 79-85 (σσ. 251 κ.ε.).ακόμη, Realism and the Aim of Science, παράγραφοι 27-33 (σσ. 217 κ.ε.).

8 ορισμένο χρόνο t) το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται η κριτική συζήτηση της θεωρίας, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η θεωρία λύνει τα προβλήματα της, με το βαθμό ελεγξιμότητας και την αυστηρότητα των ελέγχων, και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε αυτούς τους ελέγχους.» 20 1.3 Το πρόβλημα της εμπειρικής βάσης Η διαψευσιμότητα είναι, λοιπόν, κριτήριο οριοθέτησης, κριτήριο δηλαδή του εμπειρικού χαρακτήρα των επιστημονικών προτάσεων. Η εφαρμογή όμως του κριτηρίου αυτού απαιτεί ειδικές προτάσεις, που καθιστούν δυνατό τον εμπειρικό έλεγχο των επιστημονικών υποθέσεων. Ο Popper γράφει σχετικά: «Τις χρειαζόμαστε, για να μπορούμε να αποφασίσουμε αν μια θεωρία πρέπει να ονομαστεί διαψεύσιμη, δηλαδή εμπειρική». Έτσι το πρόβλημα του εμπειρικού χαρακτήρα των θεωριών συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα του εμπειρικού χαρακτήρα των προτάσεων εκείνων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο εγκυρότητας των επιστημονικών υποθέσεων. Άρα το κριτήριο οριοθέτησης μεταθέτει όλο το πρόβλημα από την περιοχή των θεωριών στην περιοχή της εμπειρικής βάσης. Οι βασικές προτάσεις επιτελούν διπλή λειτουργία: α) Κρίνουν τον εμπειρικό χαρακτήρα των θεωριών και β) Χρησιμεύουν για την αποτίμηση της αντικειμενικότητάς τους. Προκειμένου να διασφαλίσει τη διπλή αυτή λειτουργία ο Popper, θέτει ορισμένα αιτήματα που αφορούν τόσο στη μορφή, όσο και στο περιεχόμενο των βασικών προτάσεων. Οι βασικές προτάσεις πρέπει να έχουν τη μορφή ενικών υπαρκτικών προτάσεων (π.χ. «στη χωροχρονική θέση κ υπάρχει ένα α» ή «στη χωροχρονική θέση κ συμβαίνει το α γεγονός) και να ικανοποιούν τις εξής συνθήκες: «(α) από μια γενική πρόταση δεν είναι δυνατό να προκύψει δίχως αρχικές συνθήκες μια βασική πρόταση. Μια γενική ωστόσο (β) πρόταση μπορεί να αντιφάσκει ωστόσο με βασικές προτάσεις. Η συνθήκη (β) μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο εφόσον είναι δυνατό να συναγάγουμε την άρνηση μιας βασικής πρότασης από τη θεωρία με την οποία αντιφάσκει. Από αυτό και τη συνθήκη (β) συνάγεται ότι μια βασική πρόταση πρέπει να έχει τέτοια λογική μορφή, ώστε η άρνησή της να μη μπορεί να είναι με τη σειρά της μια βασική πρόταση». Προβάλλοντας το παραπάνω αίτημα ο φιλόσοφος στοχεύει στη διασφάλιση της λογικής εγκυρότητας του μηχανισμού της διάψευσης. Αν η άρνηση της βασικής πρότασης συνάγεται από τη θεωρία, τότε η βασική πρόταση διαψεύδει τελείως τη θεωρία αυτή. Όμως ο Popper, πέρα από αυτά τα λογικά αιτήματα, θέτει και ένα υλικό αίτημα: «τα γεγονότα που 20 K. Popper, Objective Knowledge, An Evolutionary Approach, Oxford Univ. Press, 1975, σ.18.

9 συμβαίνουν, όπως μας λένε οι βασικές προτάσεις, στη θέση κ, πρέπει να είναι παρατηρήσιμα γεγονότα, συνεπώς οι βασικές προτάσεις πρέπει να επιδέχονται διυποκειμενικό έλεγχο με την παρατήρηση». Βέβαια το αίτημα αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι οι βασικές προτάσεις πρέπει να επιδέχονται επαλήθευση με την παρατήρηση, σύμφωνα με τις αρχές του θετικισμού, ο οποίος επιχειρεί να λύσει το πρόβλημα της εμπειρικής βάσης στο πλαίσιο της γνωσιοθεωρητικής αρχής ότι η εποπτεία, η αισθητηριακή αντίληψη αποτελεί την πηγή της επιστημονικής γνώσης. Οι βασικές προτάσεις θεμελιώνονται κατά το θετικισμό, στα δεδομένα της αισθητηριακής αντίληψης ή, όπως λέει ο Popper, σε «αισθητηριακές εμπειρίες» (Wahrnehmungserlebnisse) και από τη σκοπιά αυτή η αλήθειά τους είναι άμεσα προφανής. Για το λόγο αυτό δεν χρειάζονται οι ίδιες παραπέρα θεμελίωση. Αντίθετα, πάνω σ αυτές θεμελιώνονται τα θεωρητικά συστήματα των εμπειρικών επιστημών. Έχουν συνεπώς μια γνωσιοθεωρητική προτεραιότητα απέναντι σε όλες τις άλλες επιστημονικές προτάσεις. Σε περίπτωση δηλαδή σύγκρουσης των θεωριών με την εμπειρική μαρτυρία (βασικές προτάσεις) οι θετικιστές δεσμεύονται να απορρίψουν τις θεωρίες. Ο Popper κριτικάρει τη θετικιστική λύση του προβλήματος της εμπειρικής βάσης από μια διπλή σκοπιά: Α) Δείχνει ότι ο ψυχολογισμός αποτελεί το υπόβαθρο της νεοθετικιστικής θεωρίας της εμπειρικής βάσης. Β) Ανασκευάζει τη θέση της γνωσιοθεωρητικής προτεραιότητας των βασικών προτάσεων. Την κριτική του αυτή τη στηρίζει σε δυο επιχειρήματα: 1. Η ενάργεια της αισθητηριακής αντίληψης, η υποκειμενική βεβαιότητα αποτελεί κριτήριο εγκυρότητας των συνθετικών προτάσεων στο αντικείμενο της ψυχολογίας. Η εμπειρία δεν μπορεί να θεμελιώσει την αλήθεια των βασικών προτάσεων, αλλά και των προτάσεων γενικότερα. Η μορφή αυτή του ψυχολογισμού στρέφεται ενάντια στη θεωρία των προτάσεων πρωτοκόλλου με την εξής έννοια: η θεωρία αυτή δεν μας μιλάει βέβαια για τις αισθητηριακές αντιλήψεις, αλλά μόνο για προτάσεις που δεν χρειάζονται παραπέρα θεμελίωση, γιατί αναφέρονται στο άμεσο δεδομένο, περιγράφουν άμεσες αισθητηριακές εμπειρίες μας (Carnap) και ό,τι δίδεται άμεσα στην εμπειρία δεν μπορεί ως ψυχικό γεγονός να αμφισβητηθεί. Και ο Popper καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η θεωρία των προτάσεων πρωτοκόλλου δεν είναι παρά «ένας ψυχολογισμός μεταφρασμένος στον τυπικό τρόπο ομιλίας». Το παραπάνω επιχείρημα του Popper είναι ασφαλώς σωστό, αλλά παράλληλα και «τετριμμένο», αφού δεν θίγει την ουσία του προβλήματος, γιατί ξεκινάει από μια πολύ στενή έννοια της θεμελίωσης, στο πλαίσιο της οποίας η σχέση παρατήρησης και παρατηρησιακής πρότασης παραμένει ουσιαστικά αδιευκρίνιστη. Γιατί το πρόβλημα είναι εδώ κυρίως γνωσιοθεωρητικό και αφορά στη σχέση ανάμεσα στην

10 παρατηρησιακή πρόταση και το παρατηρούμενο αντικείμενο (ή την κατάσταση πραγμάτων). Το χάσμα ανάμεσα στην παρατήρηση και στην παρατηρησιακή πρόταση, ανάμεσα στην εμπειρική πραγματικότητα και τη γλώσσα παραμένει αγεφύρωτο. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η κριτική του εμπειρισμού και του θετικισμού δεν πηγάζει από μια βαθύτερη ανάλυση της δομής της εμπειρίας, αλλά αποτελεί πιο πολύ μια εναλλακτική πρόταση. Ο Popper προσέγγισε από διαφορετική σκοπιά το μεθοδολογικό ρόλο της εμπειρίας στο πλαίσιο του υποθετικο-παραγωγικού μοντέλου θεμελίωσης, δεν άλλαξε ωστόσο το γνωσιοθεωρητικό της status. 2. Iσχυρότερο είναι το δεύτερο επιχείρημα του Popper ενάντια στον υποτιθέμενο ψυχολογισμό του νεοθετικισμού. Γράφει: «Δεν μπορούμε να αρθρώσουμε καμιά επιστημονική πρόταση που δεν υπερβαίνει κατά πολύ ό,τι μπορούμε να γνωρίσουμε με βεβαιότητα βάσει της άμεσης εμπειρίας. Κάθε περιγραφή χρησιμοποιεί γενικά σημεία, γενικές έννοιες, κάθε πρόταση έχει το χαρακτήρα μιας θεωρίας, μιας υπόθεσης. Η πρόταση «Εδώ υπάρχει νερό» δεν επαληθεύεται από καμιά αισθητηριακή εμπειρία, γιατί στις γενικές έννοιες που εμφανίζονται εδώ δεν μπορούμε να αντιστοιχίσουμε ορισμένες αισθητηριακές εμπειρίες. Π.χ. Με τις λέξεις «ποτήρι» και «νερό» δηλώνουμε φυσικά σώματα που παρουσιπαζουν μια νομοτελή συμπεριφορά. Οι γενικές έννοιες δεν επιδέχονται αναγωγή σε κλάσεις άμεσων εμπειριών. Τα παραπάνω ισχύουν βέβαια και για τις προτάσεις πρωτοκόλλου, οι οποίες πρέπει να προσφύγουν σε γενικές έννοιες και η προσφυγή αυτή έχει ακριβώς το χαρακτήρα μιας θεωρητικής υπόθεσης. Αυτόν τον θεωρητικό χαρακτήρα των βασικών προτάσεων ο Popper τον θεμελιώνει πάνω σε μια θεωρία γενικών εννοιών, σύμφωνα με την οποία όλες οι γενικές έννοιες που απαντούμε στις βασικές προτάσεις δηλώνουν μια τάση προς μια ορισμένη νομοτελειακή συμπεριφορά των πραγμάτων και από την άποψη αυτή υπερβαίνουν την εμπειρία. Η κεντρική εδώ ιδέα του Popper είναι ότι «κάθε αναφορά στα αντικείμενα της εμπειρίας είναι δυνατή μόνο υπό τη μορφή μιας θεωρητικής υπόθεσης για τη νομοτελειακή συμπεριφορά των φυσικών σωμάτων». Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η μόνο εμπειρία που υπάρχει είναι αυτή που ερμηνεύεται υπό το φως θεωριών. Γι αυτό και κάθε προσπάθεια να διακρίνουμε σαφώς ανάμεσα σε θεωρητικούς και παρατηρησιακούς όρους ή ανάμεσα σε θεωρητική και παρατηρησιακή γλώσσα είναι, κατά τον Popper, καταδικασμένη σε αποτυχία. 1.4. Η κριτική της Μαρξιστικής και Ψυχαναλυτικής Θεωρίας Στα βιβλία του The Open Society and Its Enemies (1945) και The Poverty of Historicism (1957), ο Popper εφαρμόζει στον άνθρωπο και την κοινωνία τη θεωρία του για τη γνώση, με τη μορφή μιας επίθεσης κατά

11 του ιστορισμού (historicism),της άποψης δηλαδή ότι υπάρχουν γενικοί νόμοι της ιστορικής εξέλιξης, που καθιστούν την πορεία της ιστορίας αναπόφευκτη και, συνεπώς, προβλέψιμη. Στο The Open Society ο ιστορικισμός εξετάζεται μέσα από τρεις σχετικές θεωρίες, του Πλάτωνα, του Hegel και του Marx.Στο The Poverty of Historicism ο ιστορικισμός ανασκευάζεται, και επισημαίνονται οι εσφαλμένες απόψεις για τη φύση της κοινωνικής επιστήμης από τις οποίες ξεκινά. Η μια από αυτές είναι ότι η επιστήμη των κοινωνικών φαινόμενων πρέπει να έχει ως στόχο τη διατύπωση ενός γενικού εξελικτικού νόμου. Η άλλη, εσφαλμένη κατά τον Popper άποψη, είναι ότι η παραπάνω επιστήμη δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί στην κοινωνία, αλλά, αντί γι αυτοί, ορισμένοι νόμοι ειδικής ιστορικιστικής μορφής. Ο Popper διαφωνεί υποστηρίζοντας ότι η επιστημονική μέθοδος εφαρμόζεται και στη φύση και στην κοινωνία. 21 Όσον αφορά την επιστημονική μέθοδο, πιστεύει ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην κοινωνία, με τη διαφορά ότι ενώ είναι σε θέση να αποκαλύπτει νόμους που αποσαφηνίζουν τις απρόβλεπτες συνέπειες των επιμέρους ανθρώπινων ενεργειών, δεν μπορεί να διατυπώνει γενικούς εξελικτικούς νόμους. Αυτό τον οδηγεί στην άποψη ότι οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί επιτυγχάνονται μόνο με επιμέρους χειρισμούς των κοινωνικών προβλημάτων, και όχι με συνολικές επαναστατικές κοινωνικές ανακατατάξεις. Αν το κριτήριο οριοθέτησης ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό είναι η διαψευσιμότητα, τότε μια θεωρία που επαληθεύεται από όλες τις δυνατές καταστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει οποιαδήποτε επιστημονική πληροφορία. Γιατί μια θεωρία που δεν είναι δυνατόν να ανασκευαστεί από κάποια παρατήρηση δεν είναι ελέγξιμη, και αφού δεν είναι ελέγξιμη, δεν είναι επιστημονική. Ο Popper ισχυρίζεται ότι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων θεωριών («που καταλήγουν να εξηγούν τα πάντα, και, συνεπώς, τίποτα») το δίνουν η μαρξιστική και η ψυχαναλυτική θεωρία, και ότι ακριβώς η μελέτη αυτών των θεωριών τον οδήγησε στην υιοθέτηση της διαψευσιμότητας ως κριτηρίου οροθέτησης. Σύμφωνα με την άποψη του, η ικανότητα των θεωριών αυτών να εξηγούν το καθετί, πράγμα που πείθει και ενθουσιάζει τους οπαδούς τους, είναι ακριβώς το αδύνατο σημείο τους. Εντούτοις, οι μαρξιστές στην πράξη και οι ψυχαναλυτές στη θεωρία φαίνεται να στηρίζονται σε μια μη διαψεύσιμη βεβαιότητα θρησκευτικού τύπου, και η πεποίθηση τους για την επιστημονικότητα 21 Για τη μεθοδολογικη ενοτητα φυσικων και κοινωνικων επιστημων, βλ. το αρθρο του Popper «The Logic of the Social Sciences» (σ.89).

12 των θεωριών τους, ακόμη και όταν παρουσιάζεται ειλικρινής, είναι εσφαλμένη. 22 Ο Popper τονίζει πολλές φορές ότι ο λόγος της μεγάλης ψυχολογικής προσκόλλησης σε τέτοιες θεωρίες βρίσκεται στη δυνατότητα τους να εξηγούν τα πάντα. Το να έχει κανείς την εντύπωση ότι είναι σε θέση να καταλάβει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του είναι κάτι που του δίνει όχι μόνο πνευματική και ψυχική δύναμη αλλά, το σπουδαιότερο, το αίσθημα του ασφαλούς προσανατολισμού του στον κόσμο. Η αποδοχή μιας τέτοιας θεωρίας, γράφει ο Popper, «έχει ως αποτέλεσμα μια στροφή του νου ή μια αποκάλυψη που σου ανοίγει τα μάτια σε μια νέα αλήθεια, κρυμμένη από αυτούς που δεν την έχουν καταλάβει ακόμη. Από τη στιγμή που θα ανοίξουν τα μάτια σου, βλέπεις παντού γεγονότα που την επαληθεύουν. Ο κόσμος είναι γεμάτος από επαληθεύσεις της θεωρίας. Οτιδήποτε συμβαίνει, πάντοτε την επιβεβαιώνει. Έτσι, η αλήθεια της είναι ολοφάνερη, και όσοι δεν τη δέχονται είναι άνθρωποι που αρνούνται να δουν τη φανερή αλήθεια». 23 Ο Popper δε θεώρησε ποτέ ότι τέτοιου είδους θεωρίες δεν έχουν αξία, και πολύ περισσότερο ότι δεν έχουν νόημα. Γράφει, για παράδειγμα: «Πολλά από όσα είπαν [ο Freud και ο Adler] έχουν πολύ μεγάλη σημασία και μπορούν να παίξουν πολύ καλά κάποτε το ρόλο τους σε μια ελέγξιμη ψυχολογική επιστήμη. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι κλινικές παρατηρήσεις, που οι ψυχαναλυτικοί αφελώς πιστεύουν ότι επιβεβαιώνουν τη θεωρία τους, μπορούν να την επαληθεύσουν με καθημερινές επαληθεύσεις στην πράξη περισσότερο από όσο τα καθημερινά γεγονότα επαληθεύουν τις προβλέψεις των αστρολόγων. [..] Περιγράφουν, βέβαια, κάποια γεγονότα, αλλά με τον τρόπο που περιγράφουν τα γεγονότα οι μύθοι, και περιέχουν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ψυχολογικές προτάσεις, όχι όμως σε ελέγξιμη μορφή. 24 22 «Οι οπαδοί του Μαρξ, αντί να δεχτούν τις εμπειρικές διαψεύσεις [ της θεωρίας τους] ερμήνευσαν εκ νέου τόσο τη θεωρία όσο και τις εμπειρικές μαρτυρίες έτσι, ώστε να τις κάνουν να συμφωνούν μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό έσωσαν τη θεωρία από την απόρριψη, με τίμημα όμως την υιοθέτηση ενός τεχνάσματος [ «ad hoc βοηθητικές υποθέσεις»] που την έκανε μη απορρίψιμη», δηλαδή μη επιστημονική (Conjectures and Refutations, σ. 37)Βλ. επίσης Realism and the Aim of Science, παράγραφος 18 (σσ. 162 κ.ε.), και Unended Quest, παράγραφος 8. 23 Κ. Popper, Conjectures and Refutations, σσ. 34-35. Αντιρρήσεις στις θέσεις αυτές του Popper εξέφρασαν μαρξιστές όπως ο Μ.Cornforth ( The Open society and the Open Philosophy. A repky to Dr. Karl Popper s Refutation of Marxism, Λονδίνο, Lawrence and Wishart, 1968), και ο L. Seve (Une imtroduction a la philosophie marxiste, Παρίσι, ed. Sociales, 1980, σσ. 415-9). Βλ. επίσης την κριτική του Α. Ο Hear ( Karl Popper, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1980. σ. 104). 24 Ο Popper επανέρχεται λεπτομερέστατα στον Freud εξετάζοντας ορισμένες εξηγήσεις που δίνει η Traumdeutung (Realism and the Aim of Science, παραγραφος 18, σσ. 163-74). Κριτική στις απόψεις του Popper για τη μη επιστημονικότητα της

13 Αναγνωρίζω, ωστόσο, ότι τέτοιοι μύθοι μπορούν να αναπτυχθούν και να γίνουν ελέγξιμοι, και ότι, ιστορικά, όλες ή σχεδόν όλες - οι επιστημονικές θεωρίες ξεκινούν από μύθους. Ο μύθος μπορεί να περιέχει σημαντικές προ-συλλήψεις επιστημονικών θεωριών. Για παράδειγμα, η θεωρία του Εμπεδοκλή για την εξέλιξη μέσω της δοκιμής και του σφάλματος, ή ο μύθος του Παρμενίδη για ένα αμετάβλητο και συμπαγές σύμπαν στο οποίο τίποτα δεν συμβαίνει και το οποίο, αν του προσθέσουμε μια άλλη διάσταση, γίνεται το σύμπαν του Einstein (εννοώ το σύμπαν των τεσσάρων διαστάσεων) στο οποίο επίσης τίποτα δεν συμβαίνει, αφού τα πάντα είναι προσδιορισμένα και δεδομένα από την αρχή. Για αυτό, έχω την εντύπωση πως το να θεωρούμε μια θεωρία μη επιστημονική ή μεταφυσική δε σημαίνει ότι η θεωρία αυτή είναι χωρίς ενδιαφέρον, χωρίς σημασία ή χωρίς νόημα.» 25 2. Κριτικός ορθολογισμός και η ανάπτυξη της επιστήμης Κατά τον Popper ο ορθολογικός χαρακτήρας της επιστημονικής γνώσης θεμελιώνεται στη συνεχώς αυξανομένη ανάπτυξη της, «στον τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες διακρίνουν ανάμεσα στις διαθέσιμες θεωρίες και επιλέγουν την καλύτερη ή (όταν απουσιάζει μια ικανοποιητική θεωρία) στον τρόπο με τον οποίο δικαιολογούν την απόρριψη όλων των διαθέσιμων θεωριών, προτείνοντας συγχρόνως μερικές από τις συνθήκες τις οποίες θα πρέπει να εκπληρώνει μια ικανοποιητική θεωρία». 26 Αυτό που χαρακτηρίζει την επιστημονική ανάπτυξη δεν είναι η συσσώρευση παρατηρήσεων ή πειραμάτων αλλά οι συνεχείς προσπάθειες των επιστημόνων να απορρίψουν τις θεωρίες τους και να τις αντικαταστήσουν με νέες πιο ικανοποιητικές. Σκοπός της επιστήμης είναι η αλήθεια. Όχι οποιαδήποτε αλήθεια, αλλά αυτή που δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα μας. Μια αλήθεια ή μια εικασία για την αλήθεια, γίνεται ενδιαφέρουσα για την επιστήμη, όταν αποτελεί απάντηση σε κάποιο πρόβλημα. 27 Ο επιστήμονας, μολονότι πιστεύει στην αλήθεια, δεν πιστεύει ότι ο ίδιος την κατέχει. 28 Χωρίς να έχει κανένα κριτήριο για την αλήθεια, καθοδηγείται «από την ιδέα της φροϋδικής ψυχανάλυσης ασκεί ο Grunbaum σε μια σειρά άρθρων του (λ.χ. «Is Freudian Pshychoanalytic Theory Pseudo-scientific by Karl Popper s Criterion of Demarcation?», Αmerican Journal of Philosophy, 16 (1979, 131-141). 25 Conjectures and Refutations, σσ. 34-8. Για τον Popper, οι μεταφυσικές θεωρίες μπορούν να μας οδηγήσουν σε ερευνητικά προγράμματα ( βλ.unended Quest, σ.169). Εξάλλου, «μια μεταφυσική θεωρία είναι απείρως προτιμότερη από την έλλειψη θεωρίας» (Realism and the Aim of Science, σ. 172, επίσης, βλ. παράγραφο 21, σσ.179-81). 26 Conjectures and Refutations, σ.215. 27 Βλ. ό.π., σ.230. 28 Βλ. ό.π., σ.376.

14 αλήθειας ως κανονιστικής αρχής». 29 Αυτό τον οδηγεί σε κριτική στάση απέναντι στις ίδιες του τις θεωρίες, τις οποίες έχει διατυπώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και σαφήνεια ώστε να είναι ελέγξιμες. 30 Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η επιστημονική πρόοδος συνίσταται στη διατύπωση νέων θεωριών «που συγκρινόμενες με τις προγενέστερες μπορούν να χαρακτηριστούν ως καλύτερες προσεγγίσεις στην αλήθεια». 31 Η επιστήμη ξεκινά από προβλήματα (Π1) τα οποία προσπαθεί να λύσει με δοκιμαστικές, ανταγωνιστικές μεταξύ τους υποθέσεις-θεωρίες (ΔΘ), που προτείνονται προσωρινά και παραμένουν όσο αντιστέκονται στις κριτικές προσπάθειες που γίνονται για την απόρριψη τους. Το τι είδους παρατηρήσεις και πειράματα θα κάνουμε σχετικά με μια θεωρία εξαρτάται από την ίδια τη θεωρία και την κριτική μας. Όπως και να έχει το πράγμα, τόσο πιο ενδιαφέρουσες είναι αυτές οι παρατηρήσεις και τα πειράματα, όσο πιο προσεκτικά τα έχουμε σχεδιάσει με σκοπό τον έλεγχο των θεωριών μας. Το σχήμα που επανειλημμένα δίνει ο Popper για να περιγράψει αυτή την πορεία της επιστημονικής σκέψης, από παλιά σε νέα προβλήματα μέσα από κριτική ( κριτική απαλοιφή του σφάλματος) των υποθέσεων θεωριών είναι: Π1----- ΔΘ----- ΑΣ----- Π2 Αυτό που έχει σημασία σε όλη αυτή την πορεία της επιστήμης είναι ο κριτικός χαρακτήρας της επιστημονικής σκέψης, η σταθερή διάθεση του επιστήμονα να υποβάλλει σε κριτική τόσο τις θεωρίες των άλλων όσο και τις δικές του. Έτσι, εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της γνώσης, «μέσω των διυποκειμενικών ελέγχων και της αμοιβαίας κριτικής» 32 με επιχειρήματα. Η κριτική είναι ο αναγκαίος όρος για την αλλαγή των θεωριών μας και συνεπώς για την πνευματική πρόοδο. «Η κριτική αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμη κάθε πνευματικής ανάπτυξης». 33.Αυτό που επιτρέπει την ορθολογική συγκρότηση της επιστήμης είναι η ορθολογική στάση που υιοθετούν οι επιστήμονες, η «ανορθόλογη πίστη στο λόγο» 34 που συνεπάγεται μια ορθολογική επιστημονική ηθική και αποτελεί, όπως 29 Ο.π., σ.226. 30 Βλ. Objective Knowledge, σ.25. 31 Conjectures and Refutations, σ.226. 32 Δημ. Δημητράκος, «Ποιος φοβάται τον Καρλ Πόππερ;» Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 2/4 (1985), σ. 74. 33 Conjectures and Refutations, σ.316. 34 Ο.π., σ. 357. πρβ. Ανοιχτή Κοινωνία,τόμ. ΙΙ, σσ.341-42. για σχετική συζήτηση, βλ. Η. Ο Ηear, Karl Popper, σ. 114.

15 πιστεύει ο Popper, τον θεμέλιο λίθο μιας ανοιχτής επιστημονικής κοινότητας που και αυτή μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα σε μια ανοιχτή κοινωνία.

16 KΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΤΟΝ THOMAS KUHN Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων αποτελεί σταθμό στην επιστημολογία. Πρόκειται σαφώς για ένα πολεμικό κείμενο, αφού μ αυτό ο Kuhn έρχεται να προτείνει μια νέα εικόνα της επιστήμης, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση και φιλοδοξεί να αντικαταστήσει την ανάλυση του Λογικού Θετικισμού, η οποία κυριαρχούσε τότε, ειδικά στην τριακονταετία 1930 1960. Βέβαια στο διάστημα αυτό ορισμένες θέσεις του αμφισβητούνται, άλλες μετασχηματίζονται, αλλά, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις που προβάλλονται, ο βασικός πυρήνας της θετικιστικής ανάλυσης εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τη μοναδική αξιόπιστη φιλοσοφική προσέγγιση της επιστήμης. Η κατάσταση, όμως, αλλάζει ριζικά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 60. Η ηρεμία του κλάδου διαταράσσεται, τα «σύνορα του ανοίγουν» και η προβληματική του εμπλουτίζεται από ένα σύνολο συμβολών που ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες. Δημιουργείται ένα νέο επιστημολογικό ρεύμα, που συνδέεται με τα ονόματα του Kuhn, του Feyerabend, του Hanson, του Toulmin και που χαρακτηρίζεται από μια ακραία αντιθετικιστική γραμμή 35. Ως «σημείο καμπής» εκλαμβάνεται συνολικά το 1962, έτος έκδοσης της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων, που θεωρήθηκε το «μανιφέστο» του νέου ρεύματος. Η κατάσταση «κρίσης» που δημιουργήθηκε (για να προστρέξουμε στην ορολογία του Kuhn) οδήγησε σε τόσο ραγδαίες εξελίξεις, ώστε, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, ο Λογικός Θετικισμός θεωρούνταν καθολικά ξεπερασμένος. H στροφή αυτή στην αγγλοσαξονική επιστημολογία είναι πρώτα από όλα αντίδραση στο ασφυκτικό πλαίσιο της Μαθηματικής Λογικής και του ακραίου εμπειρισμού. Το κεντρικό σημείο της διαμάχης είναι η φύση και η εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών. Οι εκπρόσωποι του νέου ρεύματος θεωρούν ότι η θετικιστική εικόνα της επιστήμης είναι διαστρεβλωτική, αγνοεί την αληθινή πρακτική των επιστημόνων και τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας και θυσιάζει στο βωμό ενός απλοϊκού 35 Ο Kuhn είναι ιστορικός της επιστήμης, ειδικός του 17 ου αιώνα. Ο Feyerabend είναι μαθητής του Popper και στηρίζει την ανάλυση του σε μια ανάλυση της επιστημονικής επανάστασης του 20 ου αιώνα. Οι Hanson και Toulmin επηρεάζονται από τις Φιλοσοφικές Έρευνες του Wittgenstein. O Polanyi ξεκινάει από μαρξιστικές αρχές. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια ενιαία σχολή. Οι βασικοί αντιπρόσωποι του ρεύματος προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις, διαφωνούν σε πολλά σημεία, και παίρνουν, στη δεκαετία πια του 70, ο καθένας το δικό του δρόμο. Συνήθως, η νέα αυτή τάση χαρακτηρίζεται ως «ιστορικισμός» ή «σχετικισμός» ( relatinism ).

17 εμπειρισμού τον κυριότερο παράγοντα επιστημονικής προόδου: τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του ερευνητή. Η ιστορία της επιστήμης δείχνει ότι οι σημαντικότερες ανακαλύψεις δεν ήταν απλές ερμηνείες νέων εμπειρικών δεδομένων, αλλά, ότι, αντίθετα, η δημιουργική θεωρία «ξεπερνά» πάντοτε τα διαθέσιμα στοιχεία. Η επιστήμη και η ορθολογικότητα δεν αποτελούν ένα θαύμα. Στην πραγματικότητα συγγενεύουν με τα άλλα πολιτιστικά φαινόμενα πολύ πιο στενά από όσο άφηναν να θεωρηθεί οι θετικιστές. Έτσι, οι επιστημονικές θεωρίες, όπως κάθε άλλο ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι ιστορικές οντότητες, με γέννηση, ακμή και τέλος, και με συμμετοχή όχι μόνο στην αλήθεια, αλλά και στο λάθος. Μπορούμε να προσδιορίσουμε τρεις παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία του νέου ρεύματος: 1. Η μείωση της αξιοπιστίας του «Λογικού Θετικισμού». 2. Οι παράλληλες εξελίξεις στον τομέα της Φιλοσοφίας της Γλώσσας. 3. Η ανάπτυξη της Ιστορίας των Επιστημών. Για να προσδιορίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου ρεύματος, θα χρειαστεί να αναλύσουμε λεπτομερειακά το έργο του T. S. Kuhn. Πριν περάσουμε όμως στον Kuhn, πρέπει να τονίσουμε ένα σημείο. Η κατάσταση κρίσης που δημιουργείται αυτήν την περίοδο στον κλάδο, αναδεικνύει ως κεντρικά προβλήματα τη δομή και την αλλαγή των επιστημονικών θεωριών. Θίγονται ακόμη ορισμένα θέματα, που συνδέονται στενά με αυτά, όπως η επαγωγή, η επικύρωση των θεωριών, η φύση της εξήγησης και της δικαιολόγησης κτλ. Η επιστημολογία όμως, δεν εξαντλείται σε αυτά τα προβλήματα. Έτσι, οι συζητήσεις πάνω στην αιτιότητα, στη μέτρηση, στην τροπικότητα ( modality ), στο ρόλο των μοντέλων στην επιστήμη, στο χρόνο και στο χώρο, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα, συνεχίζονται χωρίς να παρουσιάζουν αισθητά συμπτώματα κρίσης. Η παρατήρηση αυτή αιτιολογεί το σχετικά μονομερή χαρακτήρα των αναλύσεων που θα ακολουθήσουν και των στοιχείων που θα δοθούν. Ο Kuhn ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Φυσική και, στη συνέχεια, στρέφεται βαθμιαία προς την Ιστορία των Επιστημών. Η μελέτη της Ιστορίας των Επιστημών τον πείθει ότι η τρέχουσα θετικιστική ανάλυση της επιστήμης είναι ανεπαρκής και παραπλανητική. Διατηρεί ένα απλώς ερασιτεχνικό ενδιαφέρον για την Επιστημολογία, ως την εποχή που γράφει τη «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων». Η εκπληκτική όμως επιτυχία του βιβλίου, ο αντίκτυπος και οι συζητήσεις που προκαλεί σε φιλοσόφους και επιστήμονες, τον εισάγουν de facto, και μάλιστα, ως κεντρική μορφή, στο πεδίο της Επιστημολογίας. Μετά το 1962 το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιεύσεων του γιατί ταυτόχρονα συνεχίζει

18 τις ιστορικές του έρευνες- αφιερώνεται στην υπεράσπιση, στην τροποποίηση και στη «φιλοσοφικότερη» κωδικοποίηση των θέσεων της «Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων». Ο Kuhn, επομένως, γράφει το βασικό του βιβλίο ως ιστορικός και όχι ως φιλόσοφος της επιστήμης. Έτσι εξηγείται η σχετική ασάφεια της ορολογίας του, η απουσία των καθαρών φιλοσοφικών αναφορών, η έλλειψη μιας αυστηρής δομής. Ως ιστορικός, ο Kuhn είναι ειδικός της «επιστημονικής επανάστασης» του 17 ου αιώνα, της αντικατάστασης δηλαδή, του αριστοτελικού «κλειστού κόσμου» από το «ανοικτό σύμπαν» του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Newton ( για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις του Alexandre Koyre). Είναι χρήσιμο, λοιπόν, να έχουμε στο νου μας ότι πίσω από τη γενική κατηγορία «επιστημονική επανάσταση» της Δομής βρίσκεται το πρότυπο αυτής της συγκεκριμένης επανάστασης. Ο ίδιος αναφέρει ότι η «διαφώτιση»του, η ξαφνική έλευση της βασικής του ιδέας, ήρθε όταν μελετούσε την ιδιαιτερότητα της Αριστοτελικής Φυσικής. Τότε κατάλαβε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάγνωσης ενός κειμένου του παρελθόντος και ότι ο χειρότερος τρόπος προσέγγισης είναι αυτός που φαίνεται φυσικότερος στο σύγχρονο αναγνώστη: η προσέγγιση, δηλαδή, που στηρίζεται στο σύνολο των τωρινών γνώσεων και πεποιθήσεων και προσπαθεί να προσδιορίσει τις αποκλίσεις του κειμένου από αυτό το σύνολο. Η αδυναμία αυτού του τρόπου ανάγνωσης οφείλεται στο γεγονός ότι από την εποχή του κειμένου μέχρι σήμερα έχει μεσολαβήσει «ένα είδος σφαιρικής αλλαγής στον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν και περιγράφουν τη φύση» 36, μια αλλαγή που δεν μπορεί να αναχθεί ούτε σε απλές προσθήκες στη συνολική γνώση ούτε σε απλή διόρθωση επιμέρους λαθών. Η βασική του ιδέα λοιπόν είναι ότι οι επιστημονικές γνώσεις κάθε εποχής αρθρώνονται σε ένα αυτόνομο σύστημα, με τη δική του αξία και λειτουργικότητα, που δεν μπορεί να κριθεί με τα δικά μας, σημερινά κριτήρια επιστημονικότητας. Η ανάπτυξη της επιστήμης είναι μια ριζικά ασυνεχής διαδικασία, μια ακολουθία βίαιων ανατροπών. Βασικά αποτελείται από τρεις φάσεις: α) Η προ-παραδειγματική φάση. β) Η παραδειγματική φάση (η κανονική επιστήμη), γ) Η επαναστατική φάση. Παρακάτω θα εξετάσουμε αναλυτικά τις φάσεις αυτές. Προς το παρόν θα πούμε ότι στη «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» o Kuhn εισάγει μια εντελώς νέα ορολογία. Με τον όρο επιστημονική κοινότητα (scientific community), χαρακτηρίζει ένα σύνολο επιστημόνων με συναφές πεδίο έρευνας, που ασπάζονται τις ίδιες βασικές αντιλήψεις για τη φύση της επιστήμης και την μεθοδολογία της. Ζουν σε σχετική απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία και τους άλλους επιστήμονες, 36 Essential Tension, Chicago, 1977, Εισαγωγή, σ. xiir.

19 μιλούν την ίδια «επιστημονική γλώσσα», βλέπουν τα πράγματα κάτω από την ίδια «οπτική». Είναι η βασική κοινωνιολογική μονάδα του Kuhn δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο μεμονωμένος επιστήμονας, όσο η συλλογική μορφή που παίρνει η έρευνα στην επιστήμη. Το βασικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής κοινότητας είναι, όπως φάνηκε από τα παραπάνω, η αποδοχή ενός κοινού Παραδείγματος: (paradigm). Η έννοια αυτή η πιο βασική και πολυσυζητημένη στο σύστημα της Δομής - παραμένει σχετικά ασαφής στο σύνολο του βιβλίου, φαίνεται να περιγράφει περισσότερα από ένα πράγματα, όπως ομολογεί και ο ίδιος ο Kuhn. Η πρωταρχική, πάντως, χρήση του όρου, η συνδεδεμένη με την πρωτοτυπία της ανάλυσης της «Δομής», υποδεικνύει «το σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων αξιών και των τεχνικών που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας επιστημόνων». Δεν ταυτίζεται λοιπόν το παράδειγμα με μια επιστημονική θεωρία, έχει μια πολύ σφαιρικότερη διάσταση. Περικλείει «νόμους, θεωρίες, εφαρμογές και πειραματισμό ταυτόχρονα» και αποτελείται «από ένα ισχυρό πλέγμα εννοιολογικών, θεωρητικών, πειραματικών και μεθοδολογικών παραδοχών» ακόμη και «σχεδόν-μεταφυσικών». Υπάρχει μια «κυκλικότητα» στον ορισμό επιστημονικής κοινότητας και Παραδείγματος: η μια έννοια φαίνεται να ορίζεται με βάση την άλλη. Είναι ένα σημείο που δεν επεξηγείται στα πλαίσια του βιβλίου, αλλά δε νομίζω ότι δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη γενική εικόνα. Εδώ θα θεωρήσουμε ότι επιστημονική κοινότητα και Παράδειγμα δημιουργούνται ταυτόχρονα και αλληλοεξαρτώνται. Η σύνδεση μιας δεδομένης επιστημονικής κοινότητας με ένα, μοναδικό Παράδειγμα δημιουργεί μια ιδιαίτερα αυστηρή παράδοση επιστημονικής έρευνας, που ο Kuhn ονομάζει κανονική επιστήμη (normal science). Στην κανονική επιστήμη, αφιερώνεται όλος σχεδόν ο χρόνος και η δημιουργικότητα των περισσότερων επιστημόνων. Είναι η εργασία στο εσωτερικό και υπό την καθοδήγηση ενός Παραδείγματος, που τείνει στην αποσαφήνιση, στη διάρθρωση και την αύξηση της ακριβείας του. Το Παράδειγμα καθορίζει τη σημασία και τη φύση των προβλημάτων που πρέπει να λυθούν, τις κατάλληλες μεθόδους και τα κριτήρια επιστημονικότητας. Η κανονική επιστήμη είναι μια δραστηριότητα επίλυσης γρίφων (puzzle-solving activity), προορισμένη να μείνει στο εσωτερικό ενός Παραδείγματος, που σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβητείται. Η δημιουργία «κανονικών επιστημονικών παραδόσεων» είναι για τον Kuhn, κριτήριο ωριμότητας μιας επιστήμης. Η κανονική επιστήμη αντιδιαστέλλεται από την ιδιόρρυθμη επιστήμη (extraordinary science), στη διάρκεια της οποίας δεν έχουμε επικράτηση ενός παραδείγματος, αλλά μια κατάσταση αντιδικίας ανάμεσα σε ασυμβίβαστα ή αντιθετικά Παραδείγματα. Είναι μια κατάσταση ρευστή,

20 όπου τα ίδια τα θεμέλια της επιστήμης αμφισβητούνται, μια κατάσταση κρίσης, σύμφωνα με την ορολογία του Kuhn. Η «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» εισάγει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης της επιστήμης, που μπορεί να περιγραφεί σχηματικά με την παρακάτω χρονική ακολουθία: 37 Προεπιστήμη Παράδειγμα επιστημονική κοινότητα Κανονική επιστήμη ανωμαλίες κρίση ( ιδιόρρυθμη επιστήμη ) επιστημονική επανάσταση νέο Παράδειγμα κοινότητα νέα επιστημονική νέα κανονική επιστήμη κ.ο.κ Η επιστήμη αρχίζει, για τον Kuhn, με την εμφάνιση του πρώτου Παραδείγματος (και τη δημιουργία της πρώτης επιστημονικής κοινότητας). Μέχρι τότε δεν υπάρχει επιστήμη, αλλά μια πλειάδα αντιμαχόμενων «σχολών» και «απόψεων». 38 Το Παράδειγμα κερδίζει τη γενική αποδοχή, οι επιστήμονες παύουν να θέτουν σε συνεχή αμφισβήτηση τα θεμέλια του κλάδου τους και αφοσιώνονται στην «κανονική ερεύνα», που γρήγορα αποδίδει καρπούς. Οι νέες γενιές των επιστημόνων εκπαιδεύονται στο φως του αποδεκτού Παραδείγματος, μαθαίνουν να έχουν τις ίδιες αξίες και την ιδία οπτική με τους εκπαιδευτές τους. Η εκπαιδευτική αυτή ευθυγράμμιση περνά μέσα από τα διδακτικά εγχειρίδια και τα έργα που θεωρούνται κλασσικά, και 37 Το σχήμα αυτό είναι παραλλαγή ενός σχήματος που υιοθετεί ο A. F. Chalmers, στο What is this Thing Called Science, Queensland, 1976, σ. 86. 38 Σε κατάσταση προ-επιστημονική βρίσκονται, για τον Kuhn, οι περισσότερες κοινωνικές επιστήμες, οπού κυριαρχεί μια παρόμοια κατάσταση. Θα εισέλθουν στην επιστημονική τους περίοδο, όταν επικρατήσει κι εκεί ένα καθολικά αποδεκτό Παράδειγμα. Ο Kuhn δε δίνει περισσότερα στοιχεία για την εφαρμογή του σχήματος του στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, αλλά είναι γεγονός ότι πάρα πολλοί βιάστηκαν να επεκτείνουν την ανάλυση του Kuhn στο πεδίο τους. Δες και Kuhn, «Comment» (οn the Relation between Science and Art) Commparative Studies in Society and History, 1969, σ. 403-412.

21 παίζει τεράστιο ρόλο στην οικονομία δυνάμεων και στην αποδοτικότητα του κλάδου. Η «στράτευση» σε ένα Παράδειγμα σημαίνει αποδοχή μιας θεωρίας, αλλά ταυτόχρονα μια οντολογική παραδοχή (από τι είδους οντότητες αποτελείται ο κόσμος). Ενέχει και μια μεθοδολογική κατεύθυνση (ποια προβλήματα είναι σημαντικά και τι θεωρείται επιστημονική λύση). Η δραστηριότητα επίλυσης γρίφων της κανονικής επιστήμης δεν είναι, ωστόσο, μια συνεχώς επιτυχημένη διαδικασία. Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα, που παρά τη θεμελιώδη σημασία τους και τις επανειλημμένες προσπάθειες της κοινότητας, εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα. Από την άλλη μεριά, ορισμένα πειράματα και νέες παρατηρήσεις, μπορούν να οδηγήσουν σε δεδομένα που διαψεύδουν μια αποδεκτή πεποίθηση. Τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν ανωμαλίες για το Παράδειγμα, και μια συσσώρευση ανωμαλιών μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή του Παραδείγματος. Βέβαια, οι ανωμαλίες είναι ως ένα βαθμό φυσικές. Κανένα Παράδειγμα δεν είναι απαλλαγμένο από ανωμαλίες και τις περισσότερες φορές, οι επιστήμονες έχουν πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος, χωρίς να χάνουν την πίστη τους στο Παράδειγμα. Το ερώτημα που γεννιέται, φυσικά, είναι σε ποια περίπτωση η συσσώρευση των ανωμαλιών θεωρείται τόσο σημαντική, ώστε να οδηγήσει σε ανατροπή του Παραδείγματος. Το ερώτημα είναι κρίσιμο και δεν επιδέχεται μια γενική λύση. Η ιστορία των επιστημών δείχνει ότι δεν ισχύουν πάντα τα ίδια κριτήρια, ούτε έχουμε πάντα μπροστά μας όλα τα δεδομένα του προβλήματος. Εκείνο, πάντως, που μπορούμε να υποστηρίξουμε είναι ότι δεν έχει τόσο σημασία ο αριθμός των ανωμαλιών όσο η σπουδαιότητα τους. Σημαντικότερες ανωμαλίες θεωρούνται εκείνες που θίγουν τα θεμέλια ενός Παραδείγματος, τα αναπόσπαστα μέρη του. Βασικό ακόμη στοιχείο στη μείωση της αξιοπιστίας ενός Παραδείγματος είναι η ύπαρξη (ή η γένεση) ενός αντιθέτου Παραδείγματος που καταφέρνει να συμβιβάσει τις ανωμαλίες. Η συσσώρευση ανωμαλιών οδηγεί στην κατάσταση κρίσης. Η επιστημονική κοινότητα χάνει την εμπιστοσύνη της στο Παράδειγμα και αρχίζει πάλι η αμφισβήτηση των θεμελίων του κλάδου. Αρχίζει μια περίοδος διαμάχης, όπου διάφορα Παραδείγματα, νέα και παλιά, συνυπάρχουν και αντιτίθενται. Είναι η σύντομη συνήθως περίοδος της ιδιόρρυθμης επιστήμης, που ο Kuhn περιγράφει με ένα καθαρά πολιτικό λεξιλόγιο. Το Παράδειγμα μοιάζει με την κοινωνία, που βρίσκεται σε επαναστατική περίοδο. Οι θεωρίες του και οι μεθοδολογικές επιταγές του είναι οι θεσμοί που δεν καταφέρνουν να επιβάλουν την τάξη. Ακολουθεί μια περίοδος αναρχίας, όπου διάφορες κοινωνικές ομάδες διεκδικούν την εξουσία. Η κριτική επιχειρηματολογία δίνει προοδευτικά τη θέση της στις μεθόδους πειθαναγκασμού των μαζών. Η

22 εξουσία τελικά κερδίζεται όχι από το ορθότερο πρόγραμμα, αλλά από το πειστικότερο. Παρόμοια, στο πεδίο της Επιστήμης, η περίοδος της κρίσης λύνεται με την επικράτηση ενός νέου Παραδείγματος. Η επικράτηση όμως, κατά κανόνα, δεν οφείλεται αποκλειστικά στην εξηγητική πληρότητα του νέου Παραδείγματος. Ο διάλογος των επιστημόνων φτάνει να μοιάζει με διάλογο κουφών και η τελική τους επιλογή μοιάζει περισσότερο με «θρησκευτική μεταστροφή» ή ξαφνική αλλαγή οπτικής εικόνας, όπως στα πειράματα της μορφολογικής ψυχολογίας (gelstat switches). H επικράτηση ενός νέου Παραδείγματος, σημειώνει την ολοκλήρωση μιας επιστημονικής επανάστασης. Για τον Kuhn, λοιπόν, οι επιστημονικές επαναστάσεις είναι εκείνα τα ασυνεχή αναπτυξιακά επεισόδια, στη διάρκεια των οποίων «οι πεποιθήσεις των ειδικών μεταβάλλονται ριζικά» και ένα «παλιότερο Παράδειγμα αντικαθίσταται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ένα παλιό και ασυμβίβαστο Παράδειγμα». Η επιστημονική επανάσταση οδηγεί σε μια αναδιάταξη των επιστημονικών κοινοτήτων, στην εγκαθίδρυση μιας νέας κανονικής ερευνητικής παράδοσης, σε μια νέα περίοδο «ηρεμίας» κ.ο.κ. Εκείνο που θεωρείται ιδιαίτερα ριζοσπαστικό ή «αιρετικό» στη θεώρηση του Kuhn, είναι ο τρόπος που λύνεται η περίοδος της κρίσης, η φύση της επιστημονικής επανάστασης. Η αλλαγή που συντελείται στη διάρκεια μιας επανάστασης δεν είναι δυνατό, για τον Kuhn, να αναχθεί σε μια απλή λογική συγκριτική αποτίμηση, μια «επανερμηνεία ορισμένων σταθερών και ατομικών δεδομένων». Η ιστορική έρευνα δείχνει ότι η εισαγωγή ενός νέου Παραδείγματος προκαλεί τεράστια προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα στους επιστήμονες. Οι επιστήμονες διαφωνούν για την επιστημονική μέθοδο, για τα κυριότερα τρέχοντα επιστημονικά προβλήματα, για το νόημα των όρων που χρησιμοποιούν (μιλούν διαφορετική γλώσσα),φαίνονται να ζουν σε διαφορετικούς κόσμους. Τα Παραδείγματα που ασπάζονται είναι ασύμμετρα (incommensurable). O Kuhn δανείζεται αυτόν τον όρο από τα μαθηματικά για να τονίσει ότι η προ-επαναστατική και μετεπαναστατική επιστήμη, δεν είναι απλώς ασυμβίβαστες, αλλά δεν έχουν ούτε καν κοινό μέτρο σύγκρισης. [Δεν μπορούμε λοιπόν να συγκρίνουμε δυο διαδοχικά Παραδείγματα στο εννοιολογικό και κοινωνιολογικό του πλαίσιο και να εκτιμήσουμε κατά πόσο είναι συνεπές με τις αρχές του και αποτελεσματικό στα προβλήματα που αυτό θέτει προς λύση.] Η «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» βρίσκεται στο κέντρο των συζητήσεων στη δεκαετία 1960-1970. Θεωρείται ως η πρώτη ολοκληρωμένη «εναλλακτική λύση» στη θετικιστική επιστημολογία, ασκεί τεράστια επιρροή και, όπως είναι φυσικό, δέχεται ποικίλες κριτικές. Οι κριτικές αυτές μπορούν να καταταγούν, ως προς το στόχο τους, σε δυο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη τείνει να καταδείξει την