35 6. Ρ. Μούζιλ, Ο νεαρός Τέρλες Τα πάντα γύρω του έμοιαζαν τώρα άδεια και βαρετά. Στο μεταξύ είχε μεγαλώσει κάτι άγνωστο και σκοτεινό ένιωθε να ξυπνάει μέσα του: ήταν η εφηβεία που άρχιζε. Και την κρίσιμη αυτή στιγμή της εξελικτικής του πορείας συνδέθηκε με κείνους, που έμελλε να παίξουν μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Ήταν ο Μπάινεμπεργκ και ο Ράιτινγκ, ο Μοτέ και ο Χοφμάγιερ, η παρέα δηλαδή των νεαρών, που συνόδευαν τώρα μαζί του τους γονείς του στο σταθμό. Κατά περίεργη σύμπτωση, αυτοί ήταν και οι χειρότεροι στην τάξη τους. Είχαν χαρίσματα και ασφαλώς προέρχονταν από καλές οικογένειες, αλλά πολύ συχνά γίνονταν ανάποδοι και φέρονταν με τρομερή αγριότητα. Η παρέα τους τον είχε τραβήξει, γιατί ο ίδιος δεν ένιωθε καθόλου σίγουρος για τον εαυτό του, ειδικά από τότε που απομακρύνθηκε απ τον πρίγκηπα. Οι νέες του κλίσεις, βρισκόντουσαν σ ευθύγραμμη προέκταση αυτού του αισθήματος, κι έδειχναν φανερά το φόβο του για τους υπερευαίσθητους ανθρώπους, που συγκριτικά μ αυτούς, οι νέοι του φίλοι φάνταζαν χυμώδεις, ζωηροί και γεμάτοι υγεία. Ο Τέρλες αφέθηκε να τον παρασύρουν, μια και η πνευματική του κατάσταση ήταν κάπως έτσι: Οι νεαροί της ηλικίας του, έχουν διαβάσει στο Γυμνάσιο Γκέτε, Σίλερ, Σέιξπηρ, ίσως και τους πιο σύγχρονους. Τα αναγνώσματα αυτά, πριν α- κόμα καλοχωνευτούν, ξανακυλάνε με την πιο μεγάλη ευκολία από την πένα τους, κι έτσι γεννιούνται ρωμαϊκές τραγωδίες ή λεπταίσθητα ποιήματα, που διαβαίνουν ντυμένα με ολοσέλιδα διάστιχα σαν μέσα σε αιθέριες δαντελένιες φορεσιές. Και όλ αυτά είναι βέβαια γελοία, αλλά παίζουν σπουδαίο ρόλο στην περίοδο της ανάπτυξης. Γιατί οι εξωτερικοί συνειρμοί, όπως και τα δανεισμένα αισθήματα, απομακρύνουν τα παιδιά απ τις επικίνδυνα τρυφερές περιοχές των χρόνων αυτών είναι η εποχή, όπου ο καθένας θέλει να σημαίνει κάτι, αλλά είναι τόσο νωρίς, που συνήθως δεν σημαίνει τίποτα. Αν σ ορισμένους μένουν αργότερα ίχνη απ όλα αυτά και σ άλλους τίποτα, αυτό είναι χωρίς σημασία, γιατί τότε ο καθένας ξέρει πια που βαδίζει. Ο κίνδυνος βρίσκεται στην ηλικία της μεταβατικής περιόδου αν τότε δείξεις σ ένα παιδί πόσο γελοίο είναι, θα βουλιάξει το έδαφος κάτω απ τα πόδια του ή θα σωριαστεί καταγής, σαν τους υπνοβάτες που ξυπνούν απότομα, αντικρύζοντας μπροστά τους το κενό.
36 Οι ψευδαισθήσεις και τα διάφορα ξεγελάσματα, τα τόσο απαραίτητα για τους έφηβους, έλειπαν τελείως απ το ινστιτούτο. Τους κλασικούς που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη, τους έβρισκαν βαρετούς. Τα υπόλοιπα βιβλία ήταν μερικές συναισθηματικές νουβέλες και κάμποσα άνοστα στρατιωτικά ευθυμογραφήματα. Ο νεαρός Τέρλες που διψούσε για βιβλία, δεν άφησε τίποτα αδιάβαστο κάποιες φτηνές, τρυφερές εικόνες από τη μια ή την άλλη νουβέλα τον επηρέαζαν για λίγο, χωρίς όμως να έχουν σοβαρή επίδραση στο χαρακτήρα του. Την εποχή εκείνη θα λεγε κανείς, πως δεν είχε καν χαρακτήρα. Έγραφε λ.χ. επηρεασμένος από τα διαβάσματά του ένα σύντομο αφήγημα ή καταπιανόταν με κάποιο ρομαντικό έπος. Από την έξαψη που του προκαλούσαν οι ερωτικές περιπέτειες των ηρώων του, τα μάγουλά του κοκκίνιζαν, τα μάτια του γυάλιζαν κι ο σφυγμός του δυνάμωνε. Μόλις όμως παρατούσε την πένα, όλα πήγαιναν περίπατο κατά κάποιο τρόπο, το πνεύμα του ζούσε μόνο μέσα στην κίνηση. Γι αυτό και είχε τη δυνατότητα να γράφει ποιήματα ή διηγήματα οποιαδήποτε στιγμή, και με την παραμικρή ευκαιρία. Η απασχόληση αυτή του έφερνε μεγάλη αναστάτωση, αλλά ποτέ δεν την πήρε στα σοβαρά. Γενικά, τίποτα δεν επηρέαζε την προσωπικότητά του, αλλά και τίποτα δεν πήγαζε απ αυτήν. Μόνο κάτω από εξωτερικές πιέσεις ένιωθε συγκινήσεις, που στο βάθος τον άφηναν αδιάφορο ήταν περισσότερο οι συγκινήσεις που χρειάζεται ένας ηθοποιός, για την ερμηνεία κάποιου ρόλου. Όλες του οι αντιδράσεις ήταν εγκεφαλικές. Αυτό όμως που εννοούμε λέγοντας χαρακτήρας, ψυχή, έκφραση, αποχρώσεις της φωνής ενός ανθρώπου, με λίγα λόγια όλα εκείνα που κάνουν τις σκέψεις, τις εκφράσεις και τις ενέργειες κάποιου να μοιάζουν περισσότερο τυχαίες και ευμετάβλητες και ελάχιστα ηθελημένες, όλα λ.χ. εκείνα τα στοιχεία του πρίγκηπα, που πέρα από κάθε λογική κρίση, είχαν σαγηνεύσει τον Τέρλες, αυτή η μακρινή κι αμετακίνητη ενδοχώρα, έλειπε τότε από τον ίδιο. Στους συντρόφους του, εκείνο που δεν άφηνε περιθώρια να γεννηθούν τέτοιες ανάγκες, ήταν η χαρά του αθλητισμού, τα ζωώδη ένστικτα, όπως αντίστοιχα στο γυμνάσιο τα παιχνίδια με τη λογοτεχνία. Ο Τέρλες όμως ήταν από τη μια ανώτερος πνευματικά κι από την άλλη είχε αίσθηση του γελοίου όλων των αισθημάτων αυτού του είδους, που η ζωή στο ιν-
37 στιτούτο γεννά στα παιδιά, εξαιτίας της ανάγκης για επαγρύπνηση στους καυγάδες και στα παλέματα. Έτσι, η ύπαρξή του απέκτησε μια ασάφεια, μια εσωτερική ανεπάρκεια, που δεν τον άφηνε ν ανακαλύψει τον εαυτό του. Προσκολλήθηκε στους νέους του φίλους, γιατί τον εντυπωσίασε η αγριότητά τους. Έτσι φιλόδοξος που ήταν, προσπάθησε μάλιστα μερικές φορές να τους ξεπεράσει, αλλά έμεινε στα μισά του δρόμου αυτό τον ανάγκασε να υφίσταται το σαρκασμό τους, που τον αποθάρρυνε κάθε φορά. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως την κρίσιμη τούτη περίοδο της ζωής του, σπαταλούσε όλες του τις προσπάθειες, στο να μιμείται τον ανδρισμό και την τραχύτητα εκείνων, ενώ συγχρόνως αγωνιζόταν να παραμένει εσωτερικά αδιάφορος απέναντί τους. Τώρα που βρέθηκαν ύστερ από καιρό με τους γονείς του, ήταν συνεσταλμένος και αμίλητος. Έβρισκε του κόσμου τις προφάσεις για ν αποφύγει τα τρυφερά αγγίγματα της μητέρας του, αν και στο βάθος θα υπέκυπτε με μεγάλη ευχαρίστηση σ αυτά, αν δε ντρεπόταν τους φίλους του, που λες και τον παρακολουθούσαν αδιάκοπα. Οι γονείς του τον δικαιολόγησαν, λέγοντας πως όλα τα παιδιά της ηλικίας του είναι έτσι αδέξια. Το απόγεμα ήρθε κάνοντας φασαρία ολόκληρη η κομπανία. Έπαιξαν χαρτιά, έφαγαν, ήπιαν, διηγήθηκαν ανέκδοτα για τους δασκάλους τους και κάπνισαν τα τσιγάρα, που έφερε ο κύριος σύμβουλος από την πρωτεύουσα. Η ευθυμία τους χαροποίησε και καθησύχασε το ζευγάρι. Δε φαντάστηκαν πως ο Τέρλες είχε ζήσει και διαφορετικές στιγμές, που τον τελευταίο καιρό μάλιστα είχαν πολλαπλασιαστεί. Ήταν φορές, που η ζωή του εκεί μέσα του ήταν τελείως αδιάφορη. Δεν υπήρχε καμιά συνοχή στις καθημερινές του ασχολίες, κι οι ώρες του σκορπούσαν ασύνδετες μεταξύ τους. Κι όταν καθόταν ώρα πολλή ακίνητος και συλλογισμένος, είχε φορές φορές την αίσθηση πως έσκυβε πάνω απ τον ίδιο του τον εαυτό. [ ] Ο Τέρλες κοίταζε ακόμα προς τον κήπο. Θαρρούσε πως άκουγε το θόρυβο των μαραμένων φύλλων που παρέσυρε ο αέρας. Ύστερα ήρθε εκείνη η βαθιά σιωπή, που έρχεται πάντα πριν πέσει το βράδυ. Κι έτσι που βούλιαζαν όλα τα σχήματα
38 στο σούρουπο και τα χρώματα έλιωναν κι έσβηναν αργά, έδιναν την εντύπωση πως ήταν τελείως ακίνητα, σαν να κρατούσαν για λίγα λεπτά την ανάσα τους «Άκουσε Μπάινεμπεργκ», είπε ο Τέρλες, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του «Θα πρέπει να υπάρχουν μερικές στιγμές την ώρα που σκοτεινιάζει, όπου συμβαίνει κάτι ανεξήγητο. Όσες φορές το παρατηρώ, θυμάμαι πάντα την ίδια σκηνή. Ή- μουν πολύ μικρός ακόμα, όταν έπαιζα κάποτε την ώρα αυτή στο δάσος. Η υπηρέτρια είχε απομακρυνθεί από κοντά μου, μα εγώ δεν το ξερα πίστευα πως ήταν ε- κεί γύρω. Ξαφνικά, κάτι μ έσπρωξε να σηκώσω τα μάτια μου και να κοιτάξω. Έ- νιωθα πως ήμουν μόνος, γιατί υπήρχε απόλυτη ησυχία. Κι όταν σήκωσα το βλέμμα, ήταν σαν να με είχαν περικυκλώσει τα δέντρα και να με κοίταζαν βουβά. Έ- κλαψα, γιατί ένιωσα πως με είχαν παρατήσει οι μεγάλοι, παραδίνοντάς με σε κείνα τα άψυχα πλάσματα Τι να ναι αλήθεια αυτό; Το παθαίνω συχνά και τώρα ακόμη Αυτή η απότομη σιωπή, αυτή η γλώσσα που δεν την πιάνουν τ αυτιά μας» «Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις. Αλλά γιατί να μην έχουν γλώσσα και τ άψυχα; Μπορούμε μήπως να είμαστε σίγουροι πως δεν έχουν ψυχή;» Ο Τέρλες δεν απάντησε, γιατί η άποψη του Μπάινεμπεργκ τον άφηνε ανικανοποίητο. Αλλ ύστερ από λίγο εκείνος συνέχισε: «Μπορείς να μου πεις γιατί κοιτάς όλη την ώρα απ το παράθυρο;» «Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό το πράγμα». Στην πραγματικότητα βέβαια, άλλα ήθελε να πει μα δεν τολμούσε να το κάνει. Δεν άντεχε, παρά για ελάχιστες στιγμές μονάχα, ν αφουγκράζεται με υπερβολική ένταση κάποιο μεγάλο μυστικό, σκύβοντας προσεχτικά πάνω από σχέσεις, που δεν είχαν ακόμα διατυπωθεί. Γι αυτό αφέθηκε αμέσως να τον σκεπάσει πάλι εκείνο το αίσθημα της ερημιάς, που τον κυρίευε κάθε φορά που έβαζε τη σκέψη του σε μεγάλη δοκιμασία. Ένιωθε πως υπήρχε κάτι ασήκωτα βαρύ για την ηλικία του και συγχρόνως διέκρινε κάτι άλλο, που για την ώρα καραδοκούσε στο βάθος: τη μοναξιά! Από τον έρημο κήπο, χόρευε πότε πότε κάποιο φύλλο προς το φωτισμένο παράθυρο, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή λουρίδα στο σκοτάδι, που έμοιαζε για λίγα δευτερόλεπτα να μαλακώνει και να υποχωρεί όμως αμέσως ορθωνόταν ξανά ακίνητο, σαν τείχος πίσω από το τζάμι. «Το σκοτάδι!» συλλογίστηκε ο Τέρλες. «Έ-
39 νας κόσμος αυτόνομος και ξεχωριστός το σκοτάδι!» Είχε κυριέψει τη γη με τις μαύρες ορδές του, τσακίζοντας κι αφανίζοντας κάθε ανθρώπινο ίχνος. H σκέψη αυτή τον ευχαρίστησε. Τη στιγμή εκείνη δεν συμπαθούσε τους ανθρώπους, τους μεγάλους, τους ενήλικες. Είχε συνηθίσει να τους διώχνει απ τη σκέψη του την ώρα που σκοτείνιαζε. Και μετά, ο κόσμος γινόταν ένα σκοτεινό, α- δειανό σπίτι. Το στήθος του ανατρίχιαζε έπρεπε να τρέξει από δωμάτιο σε δωμάτιο, σε δωμάτια χωρίς φως, που ποιος ξέρει τί έκρυβαν στις γωνιές τους Κι ύ- στερα, κάποτε, θα διάβαινε ψηλαφώντας το κατώφλι που κανείς ύστερ απ αυτόν δε θα δρασκελούσε, και θα βρισκόταν αντιμέτωπος με την αρχηγό των μαύρων ορδών, ενώ όλες οι πόρτες μπρος και πίσω του θα κλειναν ορμητικά. Όποια πόρτα είχε ανοίξει μέχρι εδώ θα κλείδωνε με κλειδαριά, ενώ πέρα από τα τείχη, μακριά, θα φρουρούσαν οι σκιές του σκότους σαν μαύροι ευνούχοι, που κανέναν δε θ άφηναν να πλησιάσει. Αυτό ήταν το δικό του είδος μοναξιάς, από τότε που τον παράτησαν στο δάσος κι είχε κλάψει πολύ. Είχε τη γοητεία της γυναίκας και της απανθρωπιάς συγχρόνως. Την αισθανόταν για γυναίκα, όμως η ανάσα της ήταν ένα πνίξιμο στο στήθος του, το πρόσωπό της η λησμονιά όλων των ανθρώπινων προσώπων που του φερνε ζάλη και οι κινήσεις των χεριών της, ανατριχίλες που κατρακυλούσαν στο κορμί του Τον φόβιζαν αυτές οι φαντασιώσεις, γιατί ήξερε τη διεστραμμένη τους μυστικότητα κι ανησυχούσε με τη σκέψη, πως με τον καιρό ίσως να τον κυρίευαν όλο και πιο συχνά. Και ειδικά τότε που πίστευε πως ήταν απόλυτα αγνός και σοβαρός, τότε τον κατέκλυζαν Θα λεγε κανείς, πως έτσι αντιδρούσε τις στιγμές που συλλάμβανε αχνά, λεπτότατες έννοιες, που αν και είχαν ωριμάσει από καιρό, δεν ανταποκρίνονταν στην ηλικία του. Γιατί η ανάπτυξη κάθε λεπταίσθητης ηθικής δύναμης, αρχίζει πάντοτε με μια εξασθένιση της ψυχής, της οποίας θ αποτελέσει ίσως κάποτε την πιο τολμηρή εμπειρία λες και οι ρίζες της, ψάχνοντας στην αρχή, πρέπει να κατασκάψουν το χώμα που πρόκειται αργότερα να συγκρατήσουν- γι αυτό και πολλοί απ αυτούς που γίνονται κάποτε σπουδαίοι, σέρνουν πίσω τους ένα παρελθόν πλούσιο σε ταπεινώσεις. Η προτίμηση του Τέρλες για ορισμένες καταστάσεις, ήταν η πρώτη νύξη για μια εξέλιξη που θα φανερωνόταν στο μέλλον, σαν μια ιδιαίτερη ικανότητα στο
40 να απορεί με το καθετί. Ήταν δηλαδή αργότερα αναγκασμένος να βιώνει γεγονότα, ανθρώπους, αντικείμενα, τον ίδιο του τον εαυτό, έχοντας την αίσθηση, πως όλ αυτά συνδέονται μεταξύ τους με μια ανεξήγητη συγγένεια, ενώ συγχρόνως αποτελούσαν ένα αξεδιάλυτο αίνιγμα. Ήταν πράγματα που δεν μπορούσε να διατυπώσει με μια σειρά συλλογισμών, αν και τά βρισκε εύκολα και χειροπιαστά. Ανάμεσα στα γεγονότα και στον εαυτό του, ανάμεσα στα αισθήματα και στο βαθύτερο εγώ του, που λαχταρούσε ν ανακαλύψει, υπήρχε πάντα ένα όριο, ένας ορίζοντας, που όσο τον πλησίαζε, λες και υποχωρούσε εξαιτίας της μεγάλης επιθυμίας του. Κι όσο με μεγαλύτερη ακρίβεια τύλιγε με σκέψεις τα αισθήματά του, όσο περισσότερο τα γνώριζε, τόσο πιο ξένα κι ακατανόητα του φαίνονταν. Ποτέ δεν φάνηκαν να υποχωρούν καθώς τα πλησίαζε, αλλά αντίθετα: εκείνος έμοιαζε να απομακρύνεται από κοντά τους, χωρίς όμως να μπορεί ν απαλλαγεί από την ψευδαίσθηση πως τα πλησίαζε. Αυτή η περίεργη, απροσπέλαστη αντίφαση, κάλυψε αργότερα ένα μεγάλο τμήμα της πνευματικής του ανάπτυξης και φάνηκε να χει τη δύναμη να κουρελιάσει την ψυχή του, καθώς απειλούσε να γίνει για μεγάλο διάστημα βασικό της πρόβλημα. Μια ξαφνική κούραση ήταν για την ώρα ο προάγγελος αυτού του σκληρού αγώνα, που λες και τρόμαζε τον Τέρλες από μακριά. Αισθάνθηκε αδύναμος, σαν φυλακισμένος που τον παράτησαν οι άλλοι, όπως κι ο ίδιος του ο εαυτός. Ήταν τόσο άδειος κι απελπισμένος, που θα θελε να φωνάξει όμως αντί γι αυτό, αποτραβήχτηκε κατά κάποιο τρόπο από κείνη την κατάσταση του σοβαρού και γεμάτου προσδοκίες, βασανισμένου κι εξαντλημένου ανθρώπου, και κλείστηκε στον εαυτό του όπου τρομαγμένος ακόμα από την αιφνίδια παραίτηση και ήδη μαγεμένος απ τη ζεστή και ένοχη ανάσα της- άρχισε να αφουγκράζεται τις ψιθυριστές φωνές που προόριζε γι αυτόν η μοναξιά.