1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η έννοια της εκπαιδευτικής έρευνας είναι διττή: πρόκειται για μια συστηματική διερεύνηση που συνίσταται τόσο σε ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης σχετικά με τα εκπαιδευτικά φαινόμενα όσο και σε αυτή καθαυτή τη δραστηριότητα της διενέργειας εκπαιδευτικών ερευνών Η Εκπαιδευτική Έρευνα αποσκοπεί στο να : 1. Διευρύνει τις υπάρχουσες γνώσεις στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο 2. Αντιμετωπίζει τα κενά στην υπάρχουσα γνώση είτε ελέγχοντας την ισχύ γνωστών αποτελεσμάτων σε διαφορετικές συνθήκες (replication) είτε προσθέτοντας νέες οπτικές είτε δοκιμάζοντας νέες ιδέες ή πρακτικές 3. Παρέχει τις αναγκαίες πληροφορίες για την υιοθέτηση νέων πρακτικών στην εκπαίδευση (evidence based practice) 4. Αναπτύσσει και στο πεδίο των επιστημών της αγωγής τη γνωστική βάση η οποία χαρακτηρίζει τα άλλα επιστημονικά πεδία Ατελείς τρόποι παραγωγής νέας γνώσης Εμπειρία Αυθεντία Συλλογιστική (Επαγωγική/Απαγωγική) Έγκυρη νέα γνώση σε ένα πεδίο παράγεται μόνο από την Επιστημονική έρευνα Η Εκπαιδευτική Έρευνα πολλές φορές αντιμετωπίζεται με διάθεση αμφισβήτησης από εκπαιδευτικούς και στελέχη της εκπαίδευσης.
2 Οι κύριες αιτιάσεις αυτής της αρνητικής στάσης είναι : Η απουσία σύνδεσης των αποτελεσμάτων της έρευνας με την πράξη Η αδυναμία πρόσβασης των ανθρώπων της πράξης στα αποτελέσματα της έρευνας Ο ακαδημαϊκός ελιτισμός Υπάρχει πράγματι χάσμα μεταξύ παραγωγών (ερευνητών) και αυτών που θα έπρεπε να είναι οι αποδέκτες της Εκπαιδευτικής Έρευνας. Τα αποτελέσματα των ερευνών δημοσιεύονται στα επιστημονικά περιοδικά, τα οποία όμως διαβάζουν κυρίως οι ερευνητές και σπανίως οι επαγγελματίες της εκπαιδευτικής πράξης. Οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στα προϊόντα της εκπαιδευτικής έρευνας. Επιπλέον οι εκπαιδευτικοί δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι ώστε να είναι σε θέση να διαβάσουν κριτικά τις έρευνες που δημοσιεύονται και πολύ περισσότερο για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μια έρευνα. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει επομένως να εκπαιδευτούν κατάλληλα και να εμπλακούν ενεργά στη διαδικασία της έρευνας. Η ιδιαίτερη αξία της επιστημονικής έρευνας στην εκπαίδευση είναι ότι θα δώσει την ικανότητα στους παιδαγωγούς να αναπτύξουν το είδος της ισχυρής γνωστικής βάσης η οποία χαρακτηρίζει τα άλλα επιστημονικά πεδία, μια ικανότητα η οποία θα διασφαλίσει για την εκπαίδευση μία ωριμότητα και μία αίσθηση κίνησης προς τα εμπρός, που προς το παρόν της λείπουν (Cohen & Manion, 2000) ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Να εξοικειωθούν οι φοιτητές με τους τρόπους και τις διαδικασίες παραγωγής γνώσης στο επιστημονικό τους πεδίο και να γίνουν κριτικοί αναγνώστες της εμπειρικής έρευνας, ώστε να είναι σε θέση να την αξιοποιήσουν στην πράξη.
3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Εισαγωγή στην Εκπαιδευτική Έρευνα: Ο επιστημονικός τρόπος παραγωγής γνώσης, Στόχοι και σημασία της Εκπαιδευτικής Έρευνας. Ποσοτική και Ποιοτική προσέγγιση: Ιστορική αναδρομή, Διαφορές των δύο προσεγγίσεων, Τύποι ποσοτικών και ποιοτικών σχεδίων έρευνας. Ερευνητικός Σχεδιασμός: Καθορισμός ερευνητικού προβλήματος, Βιβλιογραφική ανασκόπηση, Θεωρητικό-εννοιολογικό πλαίσιο, Προσδιορισμός σκοπού, Διατύπωση ερευνητικών ερωτημάτων ή υποθέσεων. Κλίμακες μέτρησης και μεταβλητές, Εργαλεία και Δοκιμασίες, Αξιοπιστία και Εγκυρότητα. Πιθανοθεωρητικά και μη Πιθανοθεωρητικά Δειγματοληπτικά σχέδια Κύριες μέθοδοι συλλογής δεδομένων: Ερωτηματολόγια, Συνεντεύξεις, Παρατηρήσεις. Μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα των μεθόδων Ανάλυση Δεδομένων Ποσοτικής Έρευνας: Περιγραφική και Επαγωγική Στατιστική, Οργάνωση αρχείου δεδομένων, Λογισμικά επεξεργασίας και ανάλυσης. Στοιχεία Περιγραφικής Στατιστικής: Κατανομές συχνότητας και γραφικές απεικονίσεις, Μέτρα Κεντρικής τάσης και Διασποράς, Μορφές κατανομών και η Κανονική κατανομή, Μετασχηματισμοί μεταβλητών. Στοιχεία Επαγωγικής Στατιστικής: Εκτιμητική σημείου και Διαστήματα Εμπιστοσύνης, Βασικές έννοιες του Ελέγχου Υποθέσεων (μηδενική και εναλλακτική υπόθεση, επίπεδο σημαντικότητας του ελέγχου, τύποι σφαλμάτων), Συνήθεις έλεγχοι υποθέσεων (σύγκριση δύο ή περισσότερων μέσων, συνάφεια δύο κατηγορικών μεταβλητών, συσχέτιση δύο ποσοτικών μεταβλητών) Ανάλυση Δεδομένων στην Ποιοτική Έρευνα: Οργάνωση των δεδομένων, Κωδικοποίηση, Λογισμικά επεξεργασίας ποιοτικών δεδομένων. Συγγραφή ερευνητικής έκθεσης Θέματα Δεοντολογίας στην Εκπαιδευτική Έρευνα ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ Διαλέξεις στις οποίες περιλαμβάνονται παραδείγματα ανάλυσης δεδομένων με χρήση του στατιστικού πακέτου SPSS. ΤΡΟΠΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Γραπτές εξετάσεις στο τέλος του εξαμήνου
4 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ Robson Colin (2007). Η Έρευνα του Πραγματικού Κόσμου: ένα μέσον για κοινωνικούς επιστήμονες και επαγγελματίες ερευνητές. Αθήνα : Gutenberg.(προτεινόμενο για δωρεάν διανομή) Cohen Louis & Manion Lawrence (2000). Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας. Αθήνα : Μεταίχμιο. Ρούσσος Πέτρος & Τσαούσης Γιάννης (2002). Στατιστική εφαρμοσμένη στις κοινωνικές επιστήμες. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. Γιαλαμάς Βασίλης (2005). Στατιστικές Τεχνικές και Εφαρμογές στις Επιστήμες της Αγωγής. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Φίλιας Βασίλης (επ.) (1996). Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις Τεχνικές των Κοινωνικών Ερευνών. Αθήνα : Gutenberg.
5 ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ C. Robson Κεφ. 2 Η ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Το θέμα του τι σημαίνει Επιστήμη ή Επιστημονική Μέθοδος δεν έχει μια μοναδική απάντηση αποδεκτή από όλους τους επιστήμονες. Οι απαντήσεις συνδέονται με διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα μέσα στο χρόνο. Η επικρατούσα άποψη για την επιστήμη έχει σαν φιλοσοφικό υπόβαθρο τον Θετικισμό. Ο Θετικισμός χαρακτήριζε αρχικά τους προοδευτικούς για την εποχή τους επιστήμονες του δέκατου ένατου αιώνα που πίστευαν ότι αληθινή γνώση παράγεται μόνον με την επιβεβαίωση θεωριών μέσα από τη συστηματική συλλογή στοιχείων που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις και αποδίδεται στον Auguste Comte. Οι θετικιστές θεωρούν ότι τα πάντα είναι δυνάμει μετρήσιμα και ότι ακόμη και οι κοινωνικές διαδικασίες ανάγονται σε σχέσεις ανάμεσα στις δράσεις των ανθρώπων που είναι παρατηρήσιμες. Αυτή η προσέγγιση της επιστήμης προέκυψε από τον Διαφωτισμό και ήλθε να αντικαταστήσει τη Μεταφυσική στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Στις αρχές του 20 ου αιώνα επικρατεί μια περισσότερο ορθολογική εκδοχή του θετικισμού, ο λογικός θετικισμός (Κύκλος της Βιέννης). Ο λογικός θετικισμός (ή μετέπειτα Λογικός Εμπειρισμός) συνδυάζει τον εμπειρισμό, δηλαδή την ιδέα ότι η γνώση δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε παρατηρήσιμα δεδομένα, με τον ορθολογισμό, δηλαδή ότι η παραγωγή γνώσης περιλαμβάνει και μία συνιστώσα λογικής ανάλυσης. Οι εμπνευστές του λογικού θετικισμού ήταν ο Ernst Mach και ο Ludwig Wittgenstein και η κεντρική ιδέα ήταν ότι όλη η γνώση είναι δυνατόν να κωδικοποιηθεί σε μία ενιαία γλώσσα τη γλώσσα της επιστήμης. Ο λογικός θετικισμός στην εξέλιξή του έδωσε μεγάλη έμφαση στην αμεροληψία, την αυστηρότητα των αποδείξεων και τη δυνατότητα πρόβλεψης.
6 ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Επιστημονική παράδοση: φυσικές επιστήμες Ανεξάρτητη από αξίες (ουδέτερη) Αντικειμενικές μετρήσεις της πραγματικότητας (καταγράφει γεγονότα και πιθανές αιτίες) Βασικά χαρακτηριστικά της ποσοτικής έρευνας Απαγωγική (Deductive) Επιμεριστική- αναλύει το φαινόμενο σε επιμέρους μετρήσιμα χαρακτηριστικά για να τα εκτιμήσει και να προσδιορίσει τις σχέσεις μεταξύ τους Ελεγχόμενες συνθήκες-επιχειρεί να ελέγξει τις συνθήκες ώστε να απομονωθούν οι συγχυτικοί παράγοντες Εστιάζει στα μετρούμενα χαρακτηριστικά (μεταβλητές) Αξιοπιστία Ερευνητής αποστασιοποιημένος- Αντικειμενικότητα (από απόσταση) Ανεξάρτητη του πλαισίου (επιδέχεται γενίκευσης) Στατιστική Ανάλυση δεδομένων Συνήθως μεγάλης κλίμακας ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΥ Η μεθοδολογία των φυσικών επιστημών θεωρήθηκε, ως ακατάλληλη για τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κοινωνικών φαινομένων Κατηγορήθηκε ότι αγνοεί το πλαίσιο εντός του οποίου διαδραματίζεται το μελετώμενο φαινόμενο και επικεντρώνεται σε επιμέρους χαρακτηριστικά του
7 με αποτέλεσμα να παράγει γνώση αποσπασματική, που δεν αντιστοιχεί στο φαινόμενο ως σύνολο Υποστηρίχτηκε ότι τα ανθρώπινα όντα κατασκευάζουν το καθένα τη δική του πραγματικότητα και ότι δεν υπάρχει μια μοναδική πραγματικότητα για να μπορεί να μελετηθεί με τη μεθοδολογία των φυσικών επιστημών Θεωρήθηκε ότι στο βωμό της αυστηρότητας που απαιτεί η ποσοτική έρευνα, προκειμένου να εξασφαλίσει την αμεροληψία και τη δυνατότητα γενίκευσης, θυσιάζεται ο πλούτος και το βάθος του νοήματος των υποκειμένων. Υποστηρίχτηκε ότι είναι μύθος η ουδετερότητα του ερευνητή αφού η φύση των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων δεν είναι ανεξάρτητη του συστήματος αξιών ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Αφορά στη παρατήρηση και ερμηνεία της πραγματικότητας των υποκειμένων Ασχολείται με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή, βιώνεται και παράγεται η κοινωνική πραγματικότητα Παράγει νέες ιδέες με συνεχή διαπλοκή εμπειρικών ενδείξεων και αφηρημένων εννοιών Αξίες παρούσες και σαφείς Βασίζεται σε μεθόδους συλλογής δεδομένων που χαρακτηρίζονται από ευελιξία καθώς και ευαισθησία απέναντι στο κοινωνικό πλαίσιο μεθόδους ανάλυσης που αντιμετωπίζουν τα δεδομένα ολιστικά και στοχεύουν στην κατανόηση της πολυπλοκότητας
8 Βασικά χαρακτηριστικά της ποιοτικής έρευνας Νατουραλιστική : παρατηρεί αυτό που συμβαίνει χωρίς να επιχειρεί να το ελέγξει Επαγωγική (Inductive): οι κατηγορίες αναδύονται από τις λεπτομερείς παρατηρήσεις Ολιστική: επιχειρεί να δομήσει μια συνολική εικόνα Πυκνή καταγραφή με έμφαση στις διαδικασίες και τις αλληλεπιδράσεις Προσωπική επαφή του ερευνητή: ο ερευνητής μοιράζεται την εμπειρία προκειμένου να κατανοήσει τα άτομα και το πλαίσιο (εξαρτάται από τον ίδιο τον ερευνητή- υποκειμενικότητα) Ενσυναίσθηση: ο ερευνητής καταγράφει τις δικές του αντιδράσεις, συναισθήματα, βιώματα ως μέρος των δεδομένων Δυναμική: ακολουθεί τη ροή των αλλαγών του φαινομένου και του πλαισίου, προσαρμόζοντας ανάλογα τις μεθόδους (ευέλικτος σχεδιασμός) Αυθεντική- απουσία ελέγχου των συνθηκών Συγκεκριμένο πλαίσιο: μελετά το φαινόμενο μέσα στο μεμονωμένο και συγκεκριμένο πλαίσιο Θεματική Ανάλυση Δεδομένων Συνήθως μικρής κλίμακας Περιορισμοί της ποιοτικής έρευνας 1. Η έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας που δεν επιτρέπει τη γενίκευση των αποτελεσμάτων. Το δείγμα των ατόμων ή των μονάδων που χρησιμοποιείται στις ποιοτικές έρευνες είναι συχνά μικρό και ακόμη και όταν δεν είναι μικρό εμπεριέχει, εξ αντικειμένου, παντός είδους μεροληψίες. Τα συμπεράσματα, επομένως, δεν μπορεί παρά να αναφέρονται μόνο στο συγκεκριμένο δείγμα και δεν
9 υπάρχουν διαδικασίες που να επιτρέπουν την επέκτασή τους σε ένα πληθυσμό, με οποιουδήποτε βαθμού αξιοπιστία. 2. Η απουσία επαναληψιμότητας, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα από τα σπουδαιότερα πλεονεκτήματά της, την ευελιξία της. Η επανάληψη της έρευνας από άλλον ερευνητή προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα είναι αδύνατη χωρίς αυστηρό προσδιορισμό της ερευνητικής διαδικασίας σε όλα της τα στάδια. Η ευελιξία επομένως της ποιοτικής προσέγγισης έχει ένα πολύ μεγάλο τίμημα: διαφορετικοί ερευνητές που μελετούν ποιοτικά το ίδιο φαινόμενο, στον ίδιο πληθυσμό, μπορεί κάλλιστα να μην καταλήξουν στα ίδια συμπεράσματα. 3. Η απόδειξη αιτιωδών σχέσεων είναι πρακτικά αδύνατη στην ποιοτική έρευνα. Το να διατυπώσει ο ερευνητής μια σχέση αιτίου-αιτιατού, που υπαγορεύεται από τη ανάλυση του υλικού του και φαίνεται να ισχύει στις περιπτώσεις που μελέτησε, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί υπόθεση προς επιβεβαίωση και όχι συμπέρασμα περί της ύπαρξης αιτιώδους σχέσης (ex post facto fallacy) Συνοψίζοντας Η ποσοτική έρευνα, συνεπάγεται μετρήσεις και είναι συνήθως μεγάλης έκτασης. Τα ερωτήματα αφορούν την, σε ομαδικό επίπεδο, εκτίμηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του υπο μελέτη πληθυσμού και την αναζήτηση σχέσεων μεταξύ τους. μακρο-προσέγγιση η ποιοτική έρευνα στηρίζεται είτε σε μελέτες ειδικών περιπτώσεων είτε σε πληροφορίες που έχουν προκύψει από μεμονωμένα άτομα ή καταστάσεις, αν και μπορεί να είναι και αυτή μεγάλης έκτασης. Η ποιοτική έρευνα διερευνά τις
10 διαδικασίες που βρίσκονται πίσω από τις παρατηρούμενες συσχετίσεις μεταξύ παραγόντων, χαρτογραφεί τις ατομικές απαντήσεις και αναζητά τη σημασία και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η συμπεριφορά. μικρο-προσέγγιση Κάθε μία από τις προσεγγίσεις αυτές έχει συνδεθεί με ένα συγκεκριμένο σύνολο μεθόδων συλλογής και ανάλυσης του υλικού Οι μελέτες επισκόπησης, που διεξάγονται με δομημένες συνεντεύξεις ή αυτοσυμπληρούμενα ερωτηματολόγια καθώς και οι πειραματικές μελέτες με συστηματικές μετρήσεις ανήκουν στην παράδοση της ποσοτικής έρευνας και τα δεδομένα τους αναλύονται στατιστικά. Οι ποιοτικές έρευνες χρησιμοποιούν τη συμμετοχική παρατήρηση, ημιδομημένες συνεντεύξεις ή συνεντεύξεις σε βάθος καθώς και εστιασμένες συζητήσεις ομάδων, για τη συλλογή υλικού σε μορφή κειμένων, και αναλύουν τα δεδομένα τους με τεχνικές που βασίζονται στη γλώσσα. Η ποιοτική προσέγγιση στην έρευνα θεωρήθηκε ότι εκπροσωπούσε το εναλλακτικό παράδειγμα και άνοιξε έναν ευρύτατο δημόσιο επιστημολογικό διάλογο Υποστηρίχτηκε ότι οι ποσοτικές και οι ποιοτικές έρευνες εγγράφονται σε δύο διακριτές επιστημολογικές θέσεις (δυο διακριτα παραδειγματα, άποψη της ασυμβατότητας των δυο προσεγγίσεων) Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΗ ΘΕΣΗ Πολλοί από τους έμπειρους ερευνητές θεωρούν ότι τα βασικά επιχειρήματα αμφισβήτησης της εγκυρότητας του κλασσικού ερευνητικού παραδείγματος δεν
11 είναι έγκυρα. Η ποιοτική έρευνα δεν συνιστά ένα νέο παράδειγμα, αλλά διαφορετική ερευνητική προσέγγιση ενός θέματος, με διαφορετικούς στόχους. Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στην εκπαιδευτική έρευνα. Κάθε μια έχει θεματικές και ζητήματα στα οποία έχει διαπρέψει και μελέτες, που έχουν γίνει κλασσικές γιατί τα ευρήματά τους ανέδειξαν σημαντικές πλευρές στη γνώση μας για την κοινωνία. Η κατανόηση των δυνατών σημείων αλλά και των περιορισμών τόσο της ποσοτικής όσο και της ποιοτικής προσέγγισης παρέχει μια ολοκληρωμένη οπτική πάνω στην ερευνητική διαδικασία των κοινωνικών επιστημών γενικά και της εκπαίδευσης ειδικότερα. Η κατανόηση αυτή είναι απαραίτητη για να ξεπεραστούν οι διαχωριστικές γραμμές και όλο και περισσότεροι ερευνητές να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν την καταλληλότερη για το θέμα τους προσέγγιση. Η επιλογή της μιας ή της άλλης προσέγγισης δεν θα πρέπει εξαρτάται από ιδεολογικές προσκολλήσεις αλλά να υπαγορεύεται από τους σκοπούς του συγκεκριμένου ερευνητικού θέματος ΣΥΝΑΡΘΡΩΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΝ Παρά το γεγονός ότι η άποψη της ασυμβατότητας των δύο προσεγγίσεων έχει ξεπεραστεί υπάρχει ακόμα μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε ερευνητές που υιοθετούν είτε την μία είτε την άλλη: οι οπαδοί της ποιοτικής προσέγγισης δεν μπαίνουν στον κόπο να κατανοήσουν και αρνούνται να εκτιμήσουν την αξία της ποσοτικής προσέγγισης και αντιστρόφως
12 Η υιοθέτηση ερευνητικών στρατηγικών που συνδυάζουν ποσοτικές και ποιοτικές προσεγγίσεις θα ήταν πολύ συχνότερη αν οι ερευνητές ήταν επαρκώς εκπαιδευμένοι στις μεθόδους και τη λογική και των δύο προσεγγίσεων. Οι περισσότεροι ερευνητές δεν έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν ισοδύναμα τις δεξιότητες που απαιτούνται για να έχουν στη διάθεσή τους τον πλούτο των μεθοδολογικών επιλογών που θα επέτρεπε την πλέον σφαιρική, έγκυρη και αξιόπιστη διερεύνηση του θέματος. Τα μαθήματα και τα αντίστοιχα διδακτικά βιβλία ερευνητικής μεθοδολογίας, τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, μόλις πρόσφατα άρχισαν να δίνουν το ίδιο βάρος στις δύο προσεγγίσεις και να συζητούν τη συνάρθρωσή τους (μικτές μέθοδοι, μικτά μοντέλα).
13 C. Robson: Κεφ. 3 Αναπτύσσοντας τις ιδέες σας/ Κεφ. 4 Γενικά ζητήματα σχεδιασμού 1. Ερευνητικό Πρόβλημα Εντοπισμός του θέματος Προσδιορισμός του προβλήματος Τεκμηρίωση του προβλήματος (γιατί;) Στάδια της επιστημονικής έρευνας (1) θεωρητικό μέρος Χρησιμότητα της αντιμετώπισής του (για ποιούς;) 2. Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας Εντοπισμός πηγών Επιλογή πηγών Σύνοψη πληροφοριών 3. Σκοπός της Έρευνας Διατύπωση του σκοπού Εξειδίκευση του σκοπού σε ερευνητικά ερωτήματα ή υποθέσεις (2) πρακτικό μέρος 4. Συλλογή δεδομένων Επιλογή του δείγματος Επιλογή μεθόδου/ων συλλογής Εξασφάλιση σχετικών αδειών Συλλογή υλικού 5. Ανάλυση δεδομένων Οργάνωση των δεδομένων Περιγραφή δεδομένων
14 Συμπερασματολογία 6. Συγγραφή της Έρευνας Εντοπισμός του θέματος (research topic) Πηγές ερευνητικών ιδεών είναι : Η καθημερινή πράξη - οι παρατηρήσεις και οι εμπειρίες από την καθημερινή άσκηση του επαγγέλματος σε συνδυασμό με το κοινωνικό γίγνεσθαι γενούν για τον ανήσυχο άνθρωπο μια σειρά από ερωτήματα Πρακτικά ζητήματα που επιζητούν λύση στο χώρο της εκπαίδευσης Προηγούμενες έρευνες καθώς οι περισσότερες έρευνες δημιουργούν συνήθως περισσότερα νέα ερωτήματα από όσα απαντούν Η θεωρία κάθε θεωρία διατυπώνει μια σειρά από προβλέψεις που χρειάζεται να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν με εμπειρική έρευνα Η ερευνητική ιδέα, το αρχικό ερώτημα που προκύπτει, στην πραγματικότητα προσδιορίζει απλά τη θεματική περιοχή ερευνητικού ενδιαφέροντος, αφού η ίδια η ιδέα μπορεί να έχει ήδη ερευνηθεί ή να είναι ακατάλληλη για εμπειρική έρευνα ή ανέφικτη. Πρόκειται απλά για το έναυσμα και αποτελεί την αρχή μιας διαδικασίας που, μέσα από διαδοχικά βήματα, οδηγείται στη διατύπωση των ερευνητικών ερωτημάτων ή/και ερευνητικών υποθέσεων. Το υπόβαθρο της έρευνας Βιβλιογραφική ανασκόπηση Απαιτείται σε βάθος γνώση της βιβλιογραφίας που γίνεται για την εξοικείωση του ερευνητή με την υπάρχουσα γνώση γύρω από το θέμα και έχει διαφορετικό ρόλο στην ποσοτική και την ποιοτική έρευνα. Για την ποσοτική έρευνα η αναζήτηση της βιβλιογραφίας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο εκτεταμένη στο αρχικό στάδιο της έρευνας, αφού στα ευρήματα των
15 προηγούμενων ερευνών θα βασιστεί ο ερευνητής για να προσδιορίσει το θεωρητικό πλαίσιο και τις υποθέσεις τη έρευνας. Οι στόχοι της βιβλιογραφικής διερεύνησης είναι: Να εξεταστεί αν το πρόβλημα ή η ιδέα έχει ήδη ερευνηθεί, οπότε εξετάζεται αν υπάρχει ανάγκη τροποποίησης του προβλήματος, επανάληψης της έρευνας σε διαφορετικό πληθυσμό ή εγκατάλειψη της ιδέας Να μελετηθεί το θεωρητικό πλαίσιο του θέματος Να εντοπιστούν μεθοδολογικά προβλήματα που περιορίζουν την ισχύ των υπαρχόντων ευρημάτων Να προκύψουν ιδέες για τη μεθοδολογία, δηλαδή τη στρατηγική, την επιλογή του δείγματος, τις μεθόδους συλλογής δεδομένων, ανάλυσης κλπ. Η βιβλιογραφία, που θα προκύψει στο αρχικό αυτό στάδιο του σχεδιασμού, θα αξιοποιηθεί, μετά από εμπλουτισμό της και στο τελικό στάδιο της συζήτησης των αποτελεσμάτων (συμφωνία ή διαφωνία με προηγούμενες έρευνες και πιθανές ερμηνείες των αντιφάσεων) Για την ποιοτική έρευνα οι προηγούμενες έρευνες στο θέμα παίζουν λιγότερο σημαντικό ρόλο. Οι στόχοι της βιβλιογραφικής διερεύνησης εδώ είναι: Η τεκμηρίωση του προβλήματος και η αναγκαιότητα διερεύνησής του Η επιλογή του πεδίου διεξαγωγής της έρευνας Η παρουσίαση του γενικού θεωρητικού υπόβαθρου Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι δεν πρέπει να γίνεται εκτεταμένη διερεύνηση της βιβλιογραφίας πριν την έναρξη της συλλογής υλικού ώστε ο ερευνητής να προσεγγίσει το πεδίο χωρίς προιδεασμούς. Στο προκαταρτικό στάδιο η διερεύνηση της βιβλιογραφίας θεωρούν ότι πρέπει να περιορίζεται στο να εξεταστεί αν η ιδέα έχει ήδη ερευνηθεί επαρκώς. Η περαιτέρω αναζήτηση βιβλιογραφίας γίνεται παράλληλα με τη συλλογή και ανάλυση του υλικού και ολοκληρώνεται στο τελικό στάδιο της έρευνας προκειμένου να ενσωματωθεί στη συζήτηση των ευρημάτων. Η
16 τρέχουσα πρακτική είναι να γίνεται αρχικά κάποια βιβλιογραφική διερεύνηση έτσι ώστε α)να εξασφαλιστεί η ευαισθησία του ερευνητή σε θεωρητικές έννοιες σημαντικές για το θέμα του, β)να βοηθήσει τη διατύπωση ερευνητικών ερωτημάτων και γ) να δώσει πληροφορίες για τον πληθυσμό και το πλαίσιο που είναι καταλληλότερο για τη μελέτη του συγκεκριμένου φαινομένου ή διαδικασίας. Πηγές βιβλιογραφίας αποτελούν: βιβλία (κυρίως πρόσφατες μονογραφίες και όχι διδακτικά εγχειρίδια), επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων, διατριβές κλπ. Η αναζήτηση στις πηγές γίνεται, σήμερα, κυρίως ηλεκτρονικά μέσα από βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων. Το πρώτο στάδιο είναι ο εντοπισμός των σχετικών αναφορών στις κατάλληλες βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων. Οι βάσεις αυτές περιλαμβάνουν τις περιλήψεις (και συχνά ολόκληρο το κείμενο) των άρθρων που δημοσιεύονται σε ένα μεγάλο αριθμό επιστημονικών περιοδικών και άλλων εκδόσεων. Πχ. ERIC (Educational Resources Information Center) είναι η online ψηφιακή βιβλιοθήκη εκπαιδευτικών ερευνών και πληροφοριών του Institute of Education Sciences (IES) του U.S. Department of Education. Περιλαμβάνει περισσότερες από 1.2 εκατομμύριο αναφορές, από το 1966. Αποδελτιώνει περισσότερα από 600 επιστημονικά περιοδικά και περιλαμβάνει επίσης βιβλία, ανακοινώσεις σε συνέδρια, τεχνικές εκθέσεις και άλλο υλικό σχετικό με εκπαιδευτικά θέματα. Sociological Abstracts (προηγουμένως sociofile)-για θέματα κοινωνιολογίας κυρίως αλλά και άλλων σχετικών πεδίων των κοινωνικών επιστημών. Περιλαμβάνει περισσότερες από 650.000 αναφορές και κάθε χρόνο προστίθενται 30.000 νέες αναφορές. Psycinfo- βιβλιογραφία ψυχολογίας με περισσότερες απο 2.4 εκατομμύρια αναφορές κυρίως άρθρα σε περιοδικά. Medline- βιβλιογραφία Ιατρικών θεμάτων
17 Ο εντοπισμός των άρθρων που είναι σχετικά με το θέμα της έρευνας γίνεται αρχικά μέσω των περιλήψεων αφού η πρώτη αναζήτηση συνήθως δίνει ένα τεράστιο αριθμό άρθρων. Στην πραγματικότητα οι κεντρικές αναφορές για το θέμα είναι πολύ λιγότερες και ο εντοπισμός τους απαιτεί επανειλημμένους κύκλους αναζητήσεων όπου σταδιακά συνδυάζονται λέξεις-κλειδιά ώστε να γίνεται η αναζήτηση όλο και περισσότερο εστιασμένη. Η ανάκτηση των άρθρων γίνεται είτε απ ευθείας από τα περιοδικά που δημοσιεύονται on-line (e-journals) είτε μέσα από κάποια ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη, που παρέχει τη δυνατότητα ανάκτησης του πλήρους κειμένου των άρθρων (full text). Σε αυτό το στάδιο μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη η βάση δεδομένων Social Sciences Citation Index (SoScI). Η βάση αυτή περιλαμβάνει τις αναφορές στις οποίες παραπέμπει ο συγγραφέας κάθε άρθρου, οπότε μπορεί κανείς να εντοπίσει μεταγενέστερες εργασίες σχετικές με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο που όμως δεν είναι πρόσφατο. Για τη διαχείριση του καταλόγου των αναφορών που εντοπίζονται υπάρχουν κατάλληλα λογισμικά (Procite, Endnote κλπ.) τα οποία βοηθούν στη σύνταξη του τελικού καταλόγου με τον ενδεικνυόμενο τρόπο (βλ. Publication Manual, American Psychological Association, APA). Η ηλεκτρονική διερεύνηση της βιβλιογραφίας είναι χρήσιμο να συμπληρώνεται με επικοινωνία με επιστήμονες που έχουν δουλέψει στο ίδιο πεδίο, συνέδρια ή ομαδικές συζητήσεις στο διαδίκτυο για το θέμα. Εάν η ερευνητική προσέγγιση είναι ποιοτική θα χρειαστεί να συλλεγούν επίσης πληροφορίες σχετικές με το συγκεκριμμένο πλαίσιο στο οποίο θα γίνει η έρευνα. Η σύνθεση των αποτελεσμάτων της βιβλιογραφικής αναζήτησης θα πρέπει να γίνεται έτσι ώστε να οδηγεί με μια λογική σειρά από το ερευνητικό θέμα στη διατύπωση του ερευνητικού προβλήματος, περνώντας μέσα από τον εντοπισμό
18 συγκεκριμένων κενών στα μέχρι τώρα στοιχεία της βιβλιογραφίας. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τη δικαιολόγηση της σημασίας του (το γιατί αξίζει να ερευνηθεί ένα θέμα και γιατί το ερευνητικό πρόβλημα έχει ενδιαφέρον πρέπει να βασίζεται σε βιβλιογραφικά τεκμηριωμένα εμπειρικά δεδομένα) και τη σύνδεση του προβλήματος με το κοινό στο οποίο απευθύνεται (ποιοι και γιατί θα μπορούσαν να ενδιαφέρονται για την κάλυψη αυτών των κενών στη γνώση μας για το θέμα ) Διατύπωση του ερευνητικού προβλήματος (research problem) Ερευνητικό πρόβλημα είναι: Είναι ένα εκπαιδευτικό ζήτημα, αμφιλεγόμενο σημείο ή πρόβλημα που απασχολεί τον εκπαιδευτικό ερευνητή Διατυπώνεται σε μία ή περισσότερες προτάσεις Διακρίνεται από το θέμα της μελέτης-που είναι ευρύτερο, αλλά και από το σκοπό και τις υποθέσεις της έρευνας που είναι όλο και πιο εξειδικευμένα (από το γενικό στο ειδικό) Ποσοτική : αφορά την περιγραφή των χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, τις σχέσεις μεταξύ χαρακτηριστικών ή/και προβλέψεις Ποιοτική: ανάγκη για κατανόηση σε βάθος μιας διαδικασίας ή ενός φαινομένου Διατύπωση του σκοπού της έρευνας Ο σκοπός της έρευνας μπορεί να είναι: Περιγραφικός (ποσοτική/ποιοτική) Ερμηνευτικός (ποιοτική) ή Προβλεπτικός (ποσοτική) Διερευνητικός (ποιοτική) Να εμπνεύσει ή να κινητοποιήσει σε δράση (ποιοτική-έρευνα Δράσης) Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συμβάλει στην παραγωγή νέας γνώσης
19 Η διατύπωση του σκοπού στην ποσοτική έρευνα θα πρέπει να περιλαμβάνει τις έννοιες που θα περιγραφούν με αναφορά σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό καθώς και τις σχέσεις που θα αναζητηθούν. Ο σκοπός στην ποιοτική έρευνα δηλώνει την πρόθεση να διερευνηθεί μια διαδικασία ή ένα φαινόμενο και περιλαμβάνει την κεντρική ιδέα, τον τύπο της έρευνας καθώς και το πλαίσιο και τους συμμετέχοντες. Η θέση της Θεωρίας Πολλές φορές οι έρευνες διακρίνονται σε αυτές που ή επαληθεύουν θεωρία (ποσοτικές) παράγουν θεωρία (ποιοτικές) Πράγματι μια ποσοτική έρευνα συνήθως ξεκινάει από μια θεωρία στα πλαίσια της οποίας διατυπώνονται υποθέσεις και ακολουθεί ο σχεδιασμός, η συλλογή εμπειρικών δεδομένων και η στατιστική τους ανάλυση ώστε να επαληθευτούν ή όχι οι υποθέσεις. Πολλές φορές όμως μπορεί να μην προϋπάρχει θεωρία αλλά απλά ένα εννοιολογικό πλαίσιο με σκοπό περιγραφικό ή/και υποθέσεις για τι σχέσεις μεταξύ των υπό μελέτη εννοιών. Επίσης, ακόμη και όταν προϋπάρχει θεωρία, η έρευνα συχνά δεν καταλήγει απλά στην επαλήθευση ή μη της θεωρίας αλλά σε τροποποιήσεις της ή σε νέα θεωρία. Η ποιοτική έρευνα δεν προϋποθέτει θεωρία αλλά μελετά σε βάθος και ερμηνεύει τα δεδομένα και πολλές φορές καταλήγει στο να αναδυθεί μια θεωρία (κάτι που αποτελεί σκοπό των ερευνών Θεμελιωμένης Θεωρίας) αλλά συχνά παραμένει στην περιγραφή ενός φαινομένου ή μιας διαδικασίας. Συνεπώς ο διαχωρισμός ποσοτικών και ποιοτικών ερευνών σαν μελέτες που επαληθεύουν ή παράγουν θεωρία, αντίστοιχα, δεν ανταποκρίνεται πάντα στη πραγματικότητα.
20 Διατύπωση των ερευνητικών ερωτημάτων και υποθέσεων Τα ερευνητικά ερωτήματα/υποθέσεις είναι διατυπώσεις που επεκτείνουν τον σκοπό της έρευνας αναλύοντας και εξειδικεύοντας τον σε επιμέρους σκοπούς. Στην ποσοτική έρευνα, τα ερευνητικά ερωτήματα περιλαμβάνουν την ακριβή διατύπωση των εννοιολογικών κατασκευών που πρόκειται να περιγραφούν ποσοτικά και τις συγκεκριμένες σχέσεις που θα αναζητηθούν. Οι υποθέσεις συνίστανται στην αυστηρή διατύπωση των προβλέψεων για τις υπό διερεύνηση σχέσεις, με βάση τη θεωρία ή τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών. Πχ. (πηγή J. Creswell,2005) 1. Θέμα: η εξ αποστάσεως εκπαίδευση 2. Ερευνητικό πρόβλημα: Η χαμηλή συμμετοχή στα εξ αποστάσεως προσφερόμενα μαθήματα 3. Σκοπός : Να βρεθούν τα αίτια της χαμηλής συμμετοχής στα εξ αποστάσεως προσφερόμενα μαθήματα 4. Ερευνητική Υπόθεση: Η προαπαιτούμενη τεχνολογική γνώση χρήσης του διαδικτύου αποθαρρύνει τους φοιτητές Στην ποιοτική έρευνα, τα ερευνητικά ερωτήματα είναι ερωτήσεις που αποσαφηνίζουν την προβληματική γύρω από το υπό μελέτη φαινόμενο ή διαδικασία
21 Γενικά Τα ερευνητικά ερωτήματα πρέπει να είναι : Σαφή, όχι διφορούμενα ή πολύπλοκα διατυπωμένα Συγκεκριμένα, τόσο ώστε να είναι σαφές ποιό εύρημα θα συνιστούσε απάντηση Απαντητέα, με βάση τον κατάλληλο σχεδιασμό Αλληλοσυνδεόμενα, έτσι ώστε να συγκροτούν ένα συνεκτικό σύνολο που επεξηγεί το σκοπό Ουσιαστικά και όχι τετριμμένα Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το να κάνει κανείς μια σοβαρή έρευνα προϋποθέτει: Δραστηριοποίηση και εμπλοκή Σύμπτωση δύο ή περισσότερων ενδιαφερόντων/τεχνικών/δραστηριοτήτων Διαίσθηση Θεωρία Χρησιμότητα Αυτό που δεν πρέπει να αποτελεί κίνητρο είναι η ευκολία (πχ. Επανάληψη μιας προηγούμενης έρευνας), η επιλογή θέματος με βάση τη διαθέσιμη χρηματοδότηση ή η επαγγελματική ανέλιξη Μετρήσεις και Μεταβλητές Robson σ.117 Μέτρηση (measurement) ενός χαρακτηριστικού ονομάζεται η διαδικασία απόδοσης αριθμών στα μελετώμενα άτομα (ή γενικότερα) μονάδες, με βάση συγκεκριμένους κανόνες, προκειμένου να παρασταθεί η ποικιλία των
22 διαφορετικών μορφών που μπορεί να παρουσιάζει το μετρούμενο χαρακτηριστικό. Το μετρούμενο χαρακτηριστικό ονομάζεται μεταβλητή (variable) Το είδος της μέτρησης, δηλαδή οι κανόνες που χρησιμοποιούνται για την αντιστοίχηση αριθμών στις διαφορετικές μορφές που μπορεί να έχει ένα χαρακτηριστικό οδηγεί σε διαφορετικούς τύπους κλιμάκων μέτρησης Υπάρχουν ποιοτικές (qualitative) και ποσοτικές (quantitative) κλίμακες μέτρησης και αντίστοιχα ποιοτικές και ποσοτικές μεταβλητές Ποιοτικές ή Κατηγορικές κλίμακες Ονομαστική κλίμακα μέτρησης (nominal measurement scale) Η ονομαστική κλίμακα είναι ποιοτική και αναφέρεται στην ταξινόμηση ενός ατόμου σε μία από το σύνολο των κατηγοριών στις οποίες μπορεί να κατηγοριοποιηθεί το μετρούμενο χαρακτηριστικό. Πχ. το φύλο, η εθνικότητα, το θρήσκευμα, ο τύπος προσωπικότητας, η παρουσία μιας διαταραχής όπως η υπερκινητικότητα κλπ. Οι κατηγορίες μιας ονομαστικής μεταβλητής πρέπει να πληρούν δύο συνθήκες: να είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες (mutually exclusive), δηλαδή, δεν πρέπει να υπάρχει επικάλυψη των κατηγοριών, έτσι ώστε κάθε άτομο είναι δυνατόν να ανήκει σε μία και μόνο μία από τις κατηγορίες να είναι πλήρεις/εξαντλητικές (exhaustive), δηλαδή οι κατηγορίες να καλύπτουν όλες τις δυνατές περιπτώσεις, έτσι ώστε κάθε άτομο να μπορεί να ενταχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες Πρόκειται για την απλούστερη και πιο αδρή κλίμακα μέτρησης, στην οποία οι αριθμοί χρησιμοποιούνται απλά σαν ετικέτες ή κωδικοί για να δηλώσουν την
23 κατηγορία στην οποία ανήκει το άτομο. Οι διαφορές επομένως μεταξύ ατόμων που παίρνουν διαφορετικές τιμές σε μια ονομαστική μεταβλητή δεν είναι ποσοτικές αλλά ποιοτικές και συνεπώς καμιά αριθμητική πράξη δεν είναι εφικτή. Πολλές από αυτές τις κλίμακες περιλαμβάνουν αρκετές κατηγορίες, αλλά άλλες μπορεί να περιλαμβάνουν μόνο δύο κατηγορίες (φύλο, παρουσία/απουσία κάποιου χαρακτηριστικού), οπότε ονομάζονται δίτιμες (binary) Τακτική κλίμακα μέτρησης (ordinal measurement scale) Η τακτική (ή διαβαθμισμένη) κλίμακα είναι επίσης ποιοτική κλίμακα μέτρησης, δηλαδή αναφέρεται στην ταξινόμηση των ατόμων σε κατηγορίες, αλλά σε αυτή την κλίμακα οι κατηγορίες είναι διατεταγμένες. Πχ. το εκπαιδευτικό επίπεδο, κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, σειρά κατάταξης κλπ. Οι αριθμοί που αντιστοιχούν στις κατηγορίες δεν εκφράζουν μεν ποσοτικές διαφορές, αλλά διατηρούν την έννοια της διάταξης, δηλαδή η κατηγορία με τον κωδικό 1 προηγείται αυτής με τον κωδικό 2 κλπ. Η τακτική κλίμακα είναι περισσότερο πληροφοριακή από την ονομαστική, δεδομένου ότι οι διαφορές μεταξύ ατόμων που παίρνουν διαφορετικές τιμές δεν δηλώνουν απλά την ποιοτική τους διαφοροποίηση αλλά και τη κατεύθυνση της διαφοράς τους. Πάντως, αριθμητικές πράξεις δεν είναι εφικτές ούτε στην περίπτωση της τακτικής κλίμακας, αφού οι διαφορές δεν είναι δηλωτικές μεγέθους. Ποσοτικές κλίμακες Kλίμακα (ίσων) διαστημάτων (interval scale)
24 Πρόκειται για κλίμακα όπου οι αποστάσεις ανάμεσα σε δύο διαδοχικές βαθμίδες αντιπροσωπεύουν ίσα διαστήματα του μεγέθους που μετριέται, δηλαδή δηλώνει ποσότητα. Πχ. Επίδοση, Αναγνωστική Ικανότητα, Δείκτης Νοημοσύνης κλπ. Η κλίμακα (ίσων) διαστημάτων (interval scale) είναι περισσότερο αναπτυγμένη από τις δύο προηγούμενες, αφού προσδιορίζει όχι μόνον την ισοδυναμία ή μη μεταξύ των ατόμων, όπως η ονομαστική, ή/και την κατεύθυνση των διαφορών, όπως η τακτική, αλλά προσδιορίζει επιπλέον την ποσοτική διαφορά τους. Στην κλίμακα ίσων διαστημάτων είναι εφικτές οι βασικές μαθηματικές πράξεις όπως πρόσθεση και αφαίρεση. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι δεν είναι δυνατός ο πολλαπλασιασμός ή η διαίρεση τιμών στην κλίμακα αυτή. Ο λόγος είναι ότι σε αυτού του είδους τις κλίμακες το μηδέν δεν είναι απόλυτο, δεν σημαίνει, δηλαδή, απουσία του χαρακτηριστικού που μετριέται, αλλά αποτελεί ένα αυθαίρετο σημείο εκκίνησης. Εξ άλλου η μονάδα μέτρησης, παρόλο που προσδιορίζεται, είναι και αυτή αυθαίρετη. Πχ. τιμή του Πηλίκου Νοημοσύνης (IQ) 140 δεν σημαίνει ότι το άτομο αυτό έχει διπλάσια νοημοσύνη από ένα άτομο με τιμή 70, όπως θα συνέβαινε αν η μέτρηση αφορούσε χρόνο, απόσταση ή ταχύτητα, αλλά απλά ότι υπερέχει κατά 70 μονάδες της κλίμακας (παρόμοια και οι τιμές τις θερμοκρασίας σε βαθμούς Κελσίου ή Φαρενάιτ). Αναλογική κλίμακα (ratio scale) Πρόκειται για ποσοτική κλίμακα που έχει απόλυτο μηδέν, δηλαδή το μηδέν της κλίμακας δηλώνει απουσία του μετρούμενου χαρακτηριστικού. Η αναλογική κλίμακα (ratio scale) είναι η πιο αναπτυγμένη κλίμακα μέτρησης, η
25 οποία απαντάται συνήθως στις φυσικές επιστήμες αλλά όχι πολύ συχνά στις κοινωνικές επιστήμες. Ενέχει όλες τις πληροφορίες των προηγούμενων κλιμάκων αφού προσδιορίζει όχι μόνον την ισοδυναμία ή μη μεταξύ των ατόμων και το μέγεθος και την κατεύθυνση των διαφορών αλλά επιπλέον περιλαμβάνει ένα απόλυτο σημείο μηδέν. Πχ. τα φυσικά μεγέθη όπως μήκος, πλάτος, όγκος, ταχύτητα αλλά και χρόνος ολοκλήρωσης ενός τεστ. Οι τιμές σε μια αναλογική κλίμακα αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές ποσότητες του χαρακτηριστικού που μετράει η κλίμακα, η οποία επιτρέπει τη χρησιμοποίηση μαθηματικών αναλογιών ανάμεσα στις βαθμίδες της. Όλες οι αριθμητικές πράξεις είναι εφικτές σε αυτό το είδος μέτρησης. Οι ποσοτικές μεταβλητές, που μετρούνται είτε σε κλίμακα ίσων διαστημάτων είτε σε αναλογική κλίμακα, μπορεί να είναι συνεχείς (continuous) ή διακριτές (discrete). Οι συνεχείς μεταβλητές μπορούν να πάρουν, θεωρητικά, οποιαδήποτε τιμή σε ένα διάστημα των πραγματικών αριθμών (πχ. ηλικία, ύψος, επίδοση). Οι διακριτές μεταβλητές είναι μεταβλητές του απαριθμιστικού τύπου και μπορούν να πάρουν μόνο ακέραιες τιμές. Έλεγχοι (Δοκιμασίες/Τεστ) και Βαθμολογήσεις (κλίμακες) Robson Κεφ 10, σ347-366 Από την έννοια στη μέτρησή της Πως παράγουμε μετρήσεις για χαρακτηριστικά που θεωρούνται υποκειμενικά και δύσκολο να αξιολογηθούν;
26 Τέτοια χαρακτηριστικά είναι ψυχολογικά χαρακτηριστικά ή καταστάσεις όπως άγχος, κινητοποίηση, δημιουργικότητα, επιθετικότητα ή ακόμη στάσεις και πεποιθήσεις. 1. Έννοια : Πχ. Αλτρουισμός = φροντίδα για την ευημερία των άλλων, σε αντιδιαστολή με τον εγωισμό 2. Εννοιολογική κατασκευή (construct): αποτελεί μία διατύπωση της έννοιας με τρόπο που να την ορίζει με σαφήνεια στον εμπειρικό κόσμο και να την διακρίνει από άλλες σχετικές έννοιες. Πχ. Αλτρουισμός = υποκατηγορία της βοηθητικής συμπεριφοράς, που αναφέρεται σε ενέργειες που βοηθούν και οι οποίες ενέχουν κάποιο κόστος για το υποκείμενο, αλλά αποφέρουν μικρό ή καθόλου κέρδος συγκριτικά με το μέγεθος της επένδυσης Με βάση την εννοιολογική κατασκευή ορίζεται λειτουργικά η έννοια ώστε να είναι σαφές το περιεχόμενο της μετρούμενης μεταβλητής. Αυτό γίνεται αναλύοντας το φαινόμενο σε όρους επιμέρους χαρακτηριστικών που είναι παρατηρήσιμα. 3. Λειτουργικός ορισμός (operational definition) είναι ο ορισμός μιας έννοιας με βάση τις διαδικασίες που θα χρησιμοποιηθούν από τον ερευνητή για να την μετρήσει. Με βάση τον λειτουργικό ορισμό της έννοιας, διατυπώνονται οι ερωτήσεις που θα χρησιμοποιηθούν για να κατασκευαστεί το εργαλείο μέτρησης της έννοιας. Τέτοια εργαλεία είναι τα τεστ προσωπικότητας, νοητικής ή συναισθηματικής ευφυίας, επίδοσης (τεστ που μετράνε σε τι βαθμό έχουν κατακτηθεί συγκεκριμένες γνώσεις μετά απο μια διαδικασία μάθησης),
27 διαγνωστικά τέστ (για τον προσδιορισμό ατόμων που παρουσιάζουν δυσκολίες σε κάποια δεξιότητα ή κάποια διαταραχή συμπεριφοράς) καθώς και εργαλεία μέτρησης στάσεων ή αντιλήψεων. Παράδειγμα Εργαλείο μέτρησης της αυτο-εκτίμησης (Self-Esteem Scale του M. Rosenberg, 1989) 1. Αισθάνομαι ότι αξίζω σαν άτομο τουλάχιστον όσο και οι άλλοι 2. Θεωρώ ότι έχω πολλά καλά στοιχεία 3. Γενικά, τείνω να πιστέψω ότι έχω αποτύχει 4. Είμαι ικανός/ή να κάνω τα πράγματα όσο καλά και οι περισσότεροι άνθρωποι 5. Νομίζω ότι δεν έχω πολλά στοιχεία για τα οποία είμαι υπερήφανος/η 6. Έχω θετική στάση απέναντι στον εαυτό μου 7. Γενικά είμαι ικανοποιημένος/η απο τον εαυτό μου 8. Θα ήθελα να σεβόμουν περισσότερο τον εαυτό μου 9. Σίγουρα αισθάνομαι άχρηστος/η κατα καιρούς 10. Μερικές φορές νομίζω ότι δεν είμαι καλός/ή σε τίποτα Συμφωνώ απολύτως Συμφωνώ Διαφωνώ Διαφωνώ απολύτως 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4
28 Ηλεκτρονικές Διευθύνσεις για την αναζήτηση δοκιμασιών και άλλων εργαλείων μέτρησης: Educational Testing Service www.ets.org/testcoll Buros Institute of Mental Measurements www.unl.edu/buros Measurement Excellence Initiative www.measurementexperts.org/index.asp ERIC/AE Test Locator http://ericae.net/testcol.htm#etstf American Psychological Association http://www.apa.org/science/findingtests.pdf Ένα χαρακτηριστικό μπορεί να μετρηθεί χρησιμοποιώντας διαφορετικές τεχνικές μέτρησης ή διαφορετικά τέστ. Τα εργαλεία μέτρησης ενός χαρακτηριστικού μπορεί να διαφέρουν ως προς το βαθμό που συνδέονται με μια θεωρία, που είναι λεκτικά ή όχι, που έχουν εμπειρική ή λογική βάση. Επίσης μπορεί να διαφέρουν ως προς τον τρόπο που παρουσιάζονται οι ερωτήσεις ή οι δηλώσεις και τον τρόπο που χορηγούνται, βαθμολογούνται και αξιολογούνται. Είδη εργαλείων μέτρησης (κλιμάκων) 1. Κλιμακες Likert Για τη μέτρηση μιας έννοιας χρησιμοποιείται μια σειρά προτάσεων που εκφράζουν διαφορετικές όψεις της υπό μελέτη έννοιας. Το άθροισμα (ή ο μέσος όρος) των βαθμών που έχει καταγράψει το άτομο στο σύνολο των προτάσεων
29 αποτελεί τη βαθμολόγησή του στην κλίμακα μέτρησης της συγκεκριμένης έννοιας. Η επιλογή των προτάσεων γίνεται με κριτήριο μια θεωρία, την εμπειρικά προσδιοριζόμενη σημαντικότητα τους αναφορικά με την αφηρημένη έννοια και τη διακριτική τους ισχύ. Επίσης πρέπει να κινούν το ενδιαφέρον των ερωτώμενων. Ο ερωτώμενος καλείται να εκφράσει το βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας του με μια πρόταση που διατυπώνεται στο ερωτηματολόγιο. Οι βαθμοί παρουσιάζονται σε ένα συνεχές συνήθως 5 (πεντάβαθμη κλιμακα) ή 7 (επτάβαθμη κλίμακα) αριθμών, όπου το ένα άκρο εκφράζει απόλυτη συμφωνία και το άλλο απόλυτη διαφωνία ενώ ο ενδιάμεσος βαθμός εκφράζει την ουδέτερη θέση. Η επιλογή ζυγού αριθμού εναλλακτικών απαντήσεων (4 ή 6) δεν επιτρέπει στον ερωτώμενο την ουδέτερη θέση και αυτό μπορεί να είναι προτιμητέο. Παράδειγμα κλίμακας τύπου Likert για τη μέτρηση του σχολικού κλίματος Οι δάσκαλοι σέβονται τους μαθητές Οι μαθητές βοηθούν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν τη τάξη τους Όλοι οι δάσκαλοι έχουν βασικά τους ίδιους κανόνες συμπεριφοράς Οι δάσκαλοι τα πάνε καλά μεταξύ τους δεν ισχύειποτέ γενικά δεν ισχύει γενικά ισχύει ισχύει απολύτως 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4
30 Οι κανόνες του σχολείου είναι δίκαιοι και για τους μαθητές και για τους καθηγητές Οι μαθητές ξέρουν τους κανόνες σωστής συμπεριφοράς. Οι μαθητές τα πάνε καλά μεταξύ τους. Τα ακαδημαϊκά θέματα έχουν προτεραιότητα Το προσωπικό συνεργάζεται για τη βελτίωση του σχολείου 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 1 2 3 4 www.schoolsuccessprofile.org/documents/essp_climateformquestionlist.pdf 2. Κλίμακες Σημασιολογικής Διαφοροποίησης (semantic differential) Στην κλίμακα σημασιολογικής διαφοροποίησης (Osgood,1957) οι συμμετέχοντες βαθμολογούν την μετρούμενη έννοια σε μια σειρά από διπολικούς άξονες που χαρακτηρίζουν την έννοια υπο μορφή ζευγών επιθέτων (πχ. καλό/κακό, πληκτικό/ενδιαφέρον) Το άθροισμα (ή ο μέσος όρος) των βαθμών που έχει καταγράψει το άτομο στο σύνολο των αξιολογήσεων αποτελεί τη βαθμολόγησή του στην κλίμακα μέτρησης της συγκεκριμένης έννοιας Παράδειγμα κλίμακας Σημασιολογικής Διαφοροποίησης για την εικόνα εαυτού Δίκαιος 1 2 3 4 5 6 7 Άδικος
31 Καθαρός 1 2 3 4 5 6 7 Βρώμικος Ανάλαφρος 1 2 3 4 5 6 7 Βαρύς Ενεργητικός 1 2 3 4 5 6 7 Παθητικός Δυνατός 1 2 3 4 5 6 7 Αδύναμος Γρήγορος 1 2 3 4 5 6 7 Αργός Καλός 1 2 3 4 5 6 7 Κακός Μεγάλος 1 2 3 4 5 6 7 Μικρός 3. Ταξινομητικές κλίμακες (Q-sort) Αυτές οι κλίμακες βασίζονται στη κατάταξη των επί μέρους χαρακτηριστικών της μετρούμενης έννοιας αντί στη βαθμολόγησή τους. 4. Κοινωνιομετρικές κλίμακες Στην απλή της μορφή απαιτεί από κάθε μέλος μιας ομάδας ερωτώμενων να επιλέξει εκείνα τα μέλη της ομάδας που ανταποκρίνονται σε κάποιο κριτήριο (πχ. συμπάθεια). Τα αποτελέσματα μπορούν να παρουσιαστούν υπό μορφή διαγραμμάτων που ονομάζονται κοινωνιογράμματα και απεικονίζουν με βέλη τις επιλογές που έχουν γίνει μέσα στην ομάδα. Με βάση τις επιλογές των μελών της ομάδας υπολογίζονται διάφοροι δείκτες (πχ. δημοφιλίας, αμοιβαίας φιλίας κλπ.). Ένας ερευνητής μπορεί να χρησιμοποιήσει έτοιμα εργαλεία που έχουν αναπτυχθεί από άλλους ερευνητές. Το πλεονέκτημα σε μια τέτοια επιλογή είναι ότι έχει τη δυνατότητα σύγκρισης των αποτελεσμάτων του με αυτά άλλων
32 ερευνητών και επίσης ότι οι έτοιμες κλίμακες συνοδεύονται από στοιχεία αξιοπιστίας και εγκυρότητας. Αντ αυτού ο ερευνητής μπορεί να επιλέξει την τροποποίηση ενός υπάρχοντος εργαλείου για να το προσαρμόσει στις συνθήκες της δικής του έρευνας ή να κατασκευάσει ένα εργαλείο εξ αρχής (συνήθως βασιζόμενος ή/και συνδυάζοντας στοιχεία από δοκιμασμένα εργαλεία)
33 Αξιοπιστία και εγκυρότητα των μετρήσεων Robson σελ. 118-122 Η αξιοπιστία (reliability) αναφέρεται στο βαθμό κατά τον οποίο τα αποτελέσματα μιας μέτρησης αντιπροσωπεύουν με ακρίβεια το πραγματικό μέγεθος ή την ποιότητα που μετράνε. Η αξιοπιστία αφορά στη σταθερότητα ή τη συνέπεια της μέτρησης: μια ακριβής μέτρηση οφείλει να είναι επαναλήψιμη σε διαφορετικό χρόνο ή με ταυτόσημη μέθοδο Η εγκυρότητα (validity) αναφέρεται στον βαθμό προσαρμογής του λειτουργικού ορισμού στην έννοια που υποτίθεται ότι μετράει. Η αξιοπιστία είναι προϋπόθεση της εγκυρότητας, δηλαδή ένα μέτρο που δεν είναι αξιόπιστο δεν μπορεί να είναι έγκυρο αλλά η αξιοπιστία δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει την εγκυρότητα. Είναι δυνατόν μία κλίμακα να έχει ικανοποιητική αξιοπιστία αλλά όχι επαρκή εγκυρότητα. Μέτρα Αξιοπιστίας μιας κλίμακας Η αξιοπιστία μιας κλίμακας οφείλει να προσδιορίζεται εμπειρικά. Υπάρχουν διάφορε μέθοδοι προσδιορισμού της αξιοπιστίας 1. Επανειλημμένων χορηγήσεων (test-retest reliability) : αναφέρεται στη σταθερότητα της μέτρησης στο χρόνο. Το πρόβλημα εδώ είναι ποιό χρονικό διάστημα πρέπει να μεσολαβήσει μεταξύ των δύο χορηγήσεων. Μικρό χρονικά διάστημα ενέχει τον κίνδυνο η σταθερότητα να οφείλεται στη λειτουργία της μνήμης ενώ μεγάλο χρονικό διάστημα ενέχει τον κίνδυνο των αλλαγών στις συνθήκες (πχ.νέες γνώσεις και δεξιότητες).
34 2. Παράλληλη χορήγηση διαφορετικών (ισοδύναμων) τύπων (parallel forms reliability) : αναφέρεται στη σταθερότητα της βαθμολογίας των ατόμων σε δύο διαφορετικά τέστ που μετράνε το ίδιο χαρακτηριστικό με δύο ισοδύναμες μορφές της κλίμακας (έχουν τον ίδιο αριθμό ερωτήσεων, οι ερωτήσεις έχουν τον ίδιο βαθμό δυσκολίας και η βαθμολογία προκύπτει με τον ίδιο τρόπο). Αυτή η μέθοδος δεν χρησιμοποιείται συχνά λόγω της δυσκολίας να κατασκευαστούν ισοδύναμοι τύποι του εργαλείου. 3. Παράλληλη χορήγηση των δύο μισών (split-half reliability) : παρόμοια με την προηγούμενη μέθοδο όπου όμως οι δύο τύποι προκύπτουν από το χωρισμό του εργαλείου σε δύο ίσα μέρη με τυχαίο τρόπο. 4. Δείκτης Εσωτερικής συνέπειας (internal consistency) α του Cronbach: αξιολογεί το βαθμό που οι βαθμοί σε όλες οι ερωτήσεις/προτάσεις της κλίμακας συσχετίζονται με τον συνολικό βαθμό της κλίμακας. Ιδιαίτερα δημοφιλής μέθοδος 5. Αξιοπιστία μεταξύ βαθμολογητών (interscorer reliability): ο βαθμός συμφωνίας ή συνέπειας μεταξύ δύο ή περισσότερων βαθμολογητών, κριτών ή αξιολογητών Μέτρα Εγκυρότητας μιας κλίμακας 1. Επιφανειακή εγκυρότητα (face validity)= η υποκειμενική κρίση των υποκειμένων για το τι φαίνεται να μετρά μία κλίμακα- ανεπαρκές μέτρο της εγκυρότητας 2. Εγκυρότητα περιεχομένου (content validity) =σε ποιο βαθμό το σύνολο των επιμέρους στοιχείων μιας κλίμακας αντιπροσωπεύει όλες τις εκφάνσεις του χαρακτηριστικού ή της ιδιότητας που μελετάται.
35 3. Συντρέχουσα εγκυρότητα (concurrent validity)=βαθμός συμφωνίας με άλλο καθιερωμένο και γνωστής εγκυρότητας μέτρο της ίδιας εννοιολογικής κατασκευής που χορηγείται συγχρόνως 4. Προγνωστική εγκυρότητα (predictive validity)=σε τι βαθμό η κλίμακα μπορεί να προβλέψει κάποιο συγκεκριμένο αναμενόμενο αποτέλεσμα σε μετέπειτα χρόνο. 5. Συγκλίνουσα εγκυρότητα (convergent validity)= βαθμός συμφωνίας με μετρήσεις χαρακτηριστικών, που θεωρητικά αναμένεται να σχετίζονται με την υπό μελέτη έννοια. 6. Αποκλίνουσα εγκυρότητα (discriminant validity)= επιβεβαίωση της διαφοράς, με το συγκεκριμένο μέτρο, ομάδων ατόμων που αναμένονται να διαφέρουν.
36 Δειγματοληψία (Sampling) Robson σελ. 283-84 και 308-317 Δειγματοληψία είναι η διαδικασία επιλογής ενός υποσυνόλου ατόμων -ή γενικότερα μονάδων- από το σύνολο των μελών ενός πληθυσμού Πληθυσμός και Δειγματοληπτικό πλαίσιο (η πηγή άντλησης του δείγματος) Πιθανοθεωρητικά και μη πιθανοθεωρητικά δειγματοληπτικά σχέδια. Τα πιθανοθεωρητικά σχέδια στοχεύουν στην εξασφάλιση αντιπροσωπευτικού δείγματος από τον πληθυσμό και συνδέονται με τη δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων της έρευνας, συνεπώς αναφέρονται βασικά σε ποσοτικές έρευνες Τα πιθανοθεωρητικά δειγματοληπτικά σχέδια βασίζονται στην απλή τυχαία δειγματοληψία και περιλαμβάνουν: απλή τυχαία δειγματοληψία (simple random sampling) συστηματική δειγματοληψία (systematic sampling) στρωματοποιημένη δειγματοληψία (stratified sampling) δειγματαληψία κατά συστάδες (cluster sampling) πολυ-σταδιακή δειγματοληψία (multi-stage sampling) Είδη πιθανοθεωρητικών δειγματοληπτικών σχεδίων 1. Η απλή τυχαία δειγματοληψία (simple random sampling) βασίζεται σε μία διαδικασία τυχαίας επιλογής, τέτοια ώστε κάθε μέλος του πληθυσμού να έχει την ίδια πιθανότητα να περιληφθεί στο δείγμα. Συνήθως επιτυγχάνεται με τη χρήση κληρωτίδας ή πινάκων τυχαίων αριθμών. Η διαδικασία αυτή, εκτός του ότι αποκλείει οποιαδήποτε μεροληψία, επιτρέπει την εφαρμογή της θεωρίας πιθανοτήτων για τον υπολογισμό του
37 δειγματοληπτικού σφάλματος. Προϋποθέτει πλήρη κατάλογο των μελών του πληθυσμού ή τουλάχιστον του δειγματοληπτικού πλαισίου 2. Η συστηματική δειγματοληψία (systematic sampling) αποτελεί μια ικανοποιητική προσέγγιση της απλής τυχαίας δειγματοληψίας, όταν υπάρχει διαθέσιμος πλήρης κατάλογος των μελών του πληθυσμού, με τυχαία σειρά. Σε αυτήν την περίπτωση, επιλέγεται τυχαία ένα άτομο του καταλόγου από όπου αρχίζει η δειγματοληψία περιλαμβάνοντας διαδοχικά τα άτομα που απέχουν κατά ένα σταθερό διάστημα στον κατάλογο. 3. Στη στρωματοποιημένη τυχαία δειγματοληψία (stratified random sampling) ο πληθυσμός χωρίζεται σε στρώματα που τα μέλη τους μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό/ά (πχ. γυναίκες/άντρες) και το τελικό δείγμα διαμορφώνεται με απλή τυχαία δειγματοληψία που διεξάγεται ανεξάρτητα σε κάθε στρώμα. Ο αριθμός των ατόμων του δείγματος που προέρχεται από καθένα στρώμα μπορεί να είναι ή να μην είναι ανάλογος του αριθμού των ατόμων του πληθυσμού που περιλαμβάνει κάθε στρώμα, αν και συνήθως είναι. Εάν η συγκεκριμένη διαστρωμάτωση του πληθυσμού είναι τέτοια ώστε να μεταβλητότητα των χαρακτηριστικών που μελετώνται είναι μικρότερη εντός των στρωμάτων σε σύγκριση με αυτή μεταξύ των στρωμάτων, τότε η στρωματοποίηση βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της δειγματοληψίας. Είναι επίσης χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου ο πληθυσμός περιλαμβάνει κάποια στρώματα μικρού μεγέθους, που είναι πιθανόν να μην εκπροσωπηθούν εάν εφαρμοσθεί απλή τυχαία δειγματοληψία. 4. Στην δειγματοληψία κατά συστάδες (cluster sampling) ο πληθυσμός είναι κατανεμημένος, με φυσικό τρόπο, σε ομάδες ή περιοχές, που
38 ονομάζονται συστάδες. Με απλή τυχαία δειγματοληψία επιλέγεται δείγμα από αυτές τις συστάδες και το τελικό δείγμα διαμορφώνεται από όλα τα μέλη του πληθυσμού που ανήκουν στις επιλεγμένες συστάδες. Χρήσιμος τρόπος όταν ο πληθυσμός είναι μεγάλος και οργανωμένος σε διασκορπισμένες συστάδες, οπότε η απλή τυχαία δειγματοληψία μπορεί να παράγει ένα πολύ διασκορπισμένο δείγμα. Επίσης είναι χρήσιμη όταν δεν υπάρχει πλήρης κατάλογος των μελών του πληθυσμού. 5. Πολλές φορές ο πληθυσμός είναι ομαδοποιημένος σε συστάδες οργανωμένες σε περισσότερα του ενός ιεραρχικά επίπεδα (πχ τάξη, σχολείο, νομός), οπότε η διαδικασία της δειγματοληψίας κατά συστάδες περιλαμβάνει αντίστοιχα στάδια ξεκινώντας από το επίπεδο των μεγαλύτερων συστάδων μέχρι αυτό των μικρότερων συστάδων. Σε αυτή την περίπτωση αναφερόμαστε σε πολυ-σταδιακή δειγματοληψία (multistage sampling), που αποτελεί επέκταση της δειγματοληψίας κατά συστάδες. Ακρίβεια δειγματοληψίας Για προαποφασισμένο μέγεθος δείγματος, η μεγαλύτερη ακρίβεια μπορεί να επιτευχθεί μετά από βέλτιστη στρωματοποίηση του πληθυσμού και στρωματοποιημένη τυχαία δειγματοληψία. Δεδομένου, όμως, ότι η αποτελεσματική στρωματοποίηση δεν είναι συνήθως εφικτή, η απλή τυχαία δειγματοληψία είναι η μέθοδος επιλογής για εξασφάλιση αντιπροσωπευτικού δείγματος με γνωστή ακρίβεια, ενώ η δειγματοληψία κατά συστάδες έχει μικρότερη ακρίβεια. Μη πιθανοθεωρητικά δειγματοληπτικά σχέδια
39 Τρόπος επιλογή υποκειμένων βασικά στην ποιοτική έρευνα, όπου ο ερευνητής δεν στοχεύει στη γενίκευση, αλλά και στις περιπτώσεις που η πιθανοθεωρητική δειγματοληψία είναι εξαιρετικά δύσκολη ή ανέφικτη. 1. Ευκαιριακή δειγματοληψία (convenience) ή Δειγματοληψία ευκολίας Ευρύτατα χρησιμοποιούμενος αλλά και ο λιγότερο ικανοποιητικός τρόπος επιλογής δείγματος. Το δείγμα μπορεί να περιέχει παντός είδους μεροληψίες. 2. Δειγματοληψία ποσοστώσεων (quota) Η στρατηγική είναι να εκπροσωπηθούν στο δείγμα οι διάφορες ενδιαφέρουσες ομάδες συνήθως στην ίδια αναλογία με την οποία βρίσκονται στον πληθυσμό. Εντός της κάθε ομάδας του πληθυσμού επιλέγεται δείγμα ευκολίας. Οι διάφορες ομάδες πολλές φορές ορίζονται με βάση περισσότερες τις μιας, σημαντικές για την έρευνα, διαστάσεις (πχ. φύλο και εθνικότητα) 3. Επιλεγμένη ή Σκόπιμη δειγματοληψία (purposive). Χρησιμοποιείται στις ποιοτικές προσεγγίσεις και βασίζεται στην κρίση του ερευνητή για το τι είναι ενδιαφέρον και θα πρέπει να περιληφθεί στο δείγμα. Είναι δυνατόν ο ερευνητής να στοχεύει είτε στην αυξημένη ετερογένεια του δείγματος (μέθοδος των ακραίων περιπτώσεων) είτε στο να περιλάβει τις τυπικές περιπτώσεις ως προς όλες τις ενδιαφέρουσες διαστάσεις 4. Δειγματοληψία χιονοστιβάδας ή δικτύου (snowballing) Ο ερευνητής ξεκινά με ένα ή συνήθως μερικά άτομα του πληθυσμού στα οποία έχει εύκολη πρόσβαση και τα οποία του παρέχουν πρόσβαση σε άλλα άτομα κοκ.. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος σκόπιμης δειγματοληψίας.είναι ο συνηθέστερος τρόπος συλλογής δείγματος από πληθυσμούς που τα μέλη τους είναι δύσκολο να εντοπιστούν.
40 Σημαντικό: αναλυτική περιγραφή του τρόπου επιλογής, του σκεπτικού και των ορισμών Robson Κεφ. 5 : σελ. 130-190 ΕΙΔΗ ΠΟΣΟΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 1. Επισκοπήσεις (surveys) 2. Πειραματικές (experimental) Μελέτες Επισκόπησης (Surveys) Οι επισκοπήσεις (surveys) παράγουν ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με έναν υπό μελέτη πληθυσμό, με βάση τη συλλογή των σχετικών πληροφοριών από ένα υποσύνολο (δείγμα) του πληθυσμού, με στόχο να περιγράψουν χαρακτηριστικά των μελών του και να διερευνήσουν ενδεχόμενες συσχετίσεις μεταξύ αυτών των χαρακτηριστικών. Οι επισκοπήσεις είναι, κατά κανόνα, έρευνες μεγάλης κλίμακας με την έννοια ότι, αφ ενός μεν διεξάγονται σε συνήθως μεγάλα αντιπροσωπευτικά δείγματα του υπό μελέτη πληθυσμού, αφ ετέρου μετρούν πολλές μεταβλητές και συχνά με πολλαπλούς δείκτες Χαρακτηριστικά των επισκοπήσεων α) σχετικά μεγάλος αριθμός απαντώντων, επιλεγμένων με κάποιου είδους πιθανοθεωρητική διαδικασία δειγματοληψίας β) συλλογή δεδομένων που βασίζεται σε ερωτηματολόγια με κλειστού κυρίως τύπου ερωτήσεις ή/και δομημένες συνεντεύξεις γ) στατιστική ανάλυση των δεδομένων με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι μονάδες ανάλυσης είναι κατά κανόνα άτομα, επιλεγμένα μεταξύ των μελών μιας συγκεκριμένης κοινότητας, γεωγραφικής περιοχής, έθνους κλπ., αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης κοινωνικές μονάδες, όπως σχολεία.