7. Βύργερ, "Λεονώρα", στον τόμο: Λορέντζος Μαβίλης, Τα Έργα, Αλεξάνδρεια, εκδ. του λογ. περ. Γράμματα, 1915, σσ. 93-99.



Σχετικά έγγραφα
ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

Διδαχες. Προτού γράψεις, σκέψου. Προτού κατακρίνεις, περίμενε. Προτού ξοδέψεις, κέρδισε. Προτού προσευχηθείς, συγχώρα,

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που

Μικρός Ευεργετινός. Μεταφρασμένος στη Δημοτική

Δρ. Αναστασία Σάββα Γεωργιάδου. Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά Φώτα. Ήθη και έθιμα

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το Ταξίδι Απελευθέρωσης

Το Κάλεσμα του Αγγελιοφόρου

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

Λες, δεν διαφέρεις. Δεν είναι ομαδική παράκρουση, ο πόνος. Σκυμμένοι άνθρωποι, στα στασίδια.

«Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ»

1 Μελογονής: Ο γλυκός σα μέλι γονέας. 2 Νικλιάνος: Ο καταγόμενος από αριστοκρατική και ισχυρή γενεά της Μάνης.

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙΣ ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΑΤΑΡΙΕΣΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

ANNA TENEZH Η αρχοντοπούλα με την πέτρινη καρδιά

The G C School of Careers

Τζέλιος Κ. Δημήτριος

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ. Κεφάλαια 11 έως 20

Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου

Η Ιστορία του Αγγελιοφόρου Όπως αποκαλύφθηκε στον Μάρσαλ Βιάν Σάμμερς στης 23 Μάιου 2011 στο Μπόλντερ, Κολοράντο, ΗΠΑ

ΕΤΟΣ 16ο ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 88 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2006

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/11/2007

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ

22:1,2 Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

ΙΣΤΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟ

ταν αρκετά αργά το πρωί όταν το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Η Ζόγια Νικολάγεβνα Πέτροβα, χοντρή και σκοτεινή, περπατούσε γεμάτη αποφασιστικότητα στο

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ. Έτσι άρχισαν όλα

Λίγη ακόμη ιστορία... Κεφάλαιο 9. Η Ευρώπη ανάμεσα σε δύο πολέμους

Η ΡΕΘΥΜΝΟΧΑΧΑΝΟΥΠΟΛΗ. Ένα βιβλίο που δε διάβασε κανείς!

Άδειο που φαίνεται το σπίτι ε, σκύλε; Εσύ κοίτα να κάτσεις ήσυχος σε τούτα δω τα βράχια, Γουίλο.

Μαρτυρία Παλλάδιου Νικολάου

Στις κόρες µου Χριστίνα και Θάλεια

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ... Αναρωτηθήκατε ποτέ, άραγε, γιατί αν όλ αυτά που θα θέλαμε

ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ Μεγάλο κακό η µνησικακία. Είναι µεγαλύτερο κι από την πορνεία. Πόσο µεγάλη η αρετή της συγχωρητικότητας!

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΔΑΦΝΗ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ JEANNE D ARC Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΙΤΛΟΣ : NADIFUS ILIBRIBUS

κρικοθυρεοειδής σύνδεσμος

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙΣ ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΑΤΑΡΙΕΣΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Ιωάννά νοτάρά Στη σκιά του πάθους

Copyright 2014: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ & Ήρα Ραΐση

Του νεκρού αδελφού. δημοτικό τραγούδι (βλ. σ. 18 σχολικού βιβλίου) που ανήκει στην κατηγορία των παραλογών (βλ. σ. 20 σχολικού βιβλίου)

Κώστας Σφενδουράκης ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΩΝ.

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

* Από την αγγλική λέξη «boss», αφεντικό. ** «Core houses» στο πρωτότυπο, μικρά ισόγεια σπίτια ανθεκτικής κατασκευής με πρόβλεψη επέκτασης. (Σ.τ.Ε.


Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ

Εκπαιδευτική Προσέγγιση Ψηφιδωτού «Θησέας και μινώταυρος» για παιδιά προσχολικής ηλικίας

Κρύων της Μαγνητικής Υπηρεσίας. Πνευματική Ανατομική. Μάθημα 3ο ~ Εργασία με το Κόλον

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

Ελληνικά τραγούδια. Και θα χαθώ Μόνο στα όνειρα Όνειρο ζω Χέρια ψηλά Χωρίς αναπνοή... 6

Η ιστορία της Εκκλησίας ενδιαφέρει όχι μόνο τα μέλη της αλλά και κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να γνωρίσει τα διάφορα πνευματικά ρεύματα που διαμόρφωσαν

Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ( 1 )

Μια «γριά» νέα. Εύα Παπώτη

ΔΈΚΑ ΕΓΓΌΝΙΑ έχει η νόνα Χελώνα και τους λέει κάθε

Βουλευτικές Εκλογές 2011

Μια φορά κι έναν καιρό τον ονόμαζαν θεό. Τον ονόμαζαν

προβλήματα, εγώ θέλω να είμαι συγκεκριμένος. Έχω μπροστά μου και σας την αναφέρω την

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΤΑΤΙΑΝΑ. θέλω..." Δεν πρέπει να θέλω! Ξέρω το πρέπει θα μου πεις δεν υπάρχει. Ή φλερτάρεις με το ρίσκο ή μένεις στο ίδιο σημείο μιά ζωή...

Ομιλία του Υφυπουργού Ανάπτυξης κου Θανάση Σκορδά στο CapitalVision 2012

ΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ

ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

Αρμέγει δήθεν ο Γιώργος τα πρόβατά του κάθε πρωί και γεμίζει καρδάρες με γάλα το οποίο αποθηκεύεται σε δοχεία μεγάλης χωρητικότητας και μεταφέρεται σ

Διεπιστημονική γνώση και ενοποιημένη Απάντηση, δηλαδή: Ηθική Ψυχολογική Λογική Πολιτική Κοσμολογική

Απώλεια και μετασχηματισμοί της τραυματικής εμπειρίας. Παντελής Παπαδόπουλος

Νεκρώνει η πόλη λόγω της γενικής απεργίας

Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα

Μες στις παλάμες η αγάπη

Γιάννης Υφαντής ΓΚΆΤΣΟΣ Ο ΠΕΛΑΣΓΙΚΌΣ. Οι ποιητές

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

14 ΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Νησί που κανείς σεισμός δε θα σε καταπιεί μακρύ σαν πέτρινη μαγνητική βελόνη να δείχνεις το βοριά και το νότο της πορείας μας της ιστορίας του χρόνου

Κι εγώ τι θα κάνω μόνη μου τις Κυριακές; Έχεις εμένα, αγάπη μου. Εσύ κάθε μέρα είσαι στο μαγαζί και τις Κυριακές πηγαίνεις

Ο έρωτας ήρθε από την στέπα Μυθιστόρημα - Περίληψη

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ. δοκίμιο πάνω στο παράλογο. Albert Camus

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΙΖ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΑ Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

«Λοιπόν, έχουμε και λέμε Αθανάσιος Παπανικολάου, ετών 99, Κωνσταντίνα η σύζυγος, τρία παιδιά, οχτώ εγγόνια»

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑ

Π A Γ KOΣ MIA HMEPA Π OIHΣ H Σ. Ο YΣΣEAΣ EΛYTHΣ ( ) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1979

Ερώτηση 1. Ποια είναι η μόνη παρηγοριά σου, στη ζωή και στο θάνατο;

Διαθεματική προσέγγιση στον Καβάφη μια απόπειρα διδακτικής προσέγγισης

Προσευχή (του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή) ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΑ

1 Ένα κορίτσι με όνειρα

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ. ο Βασιληάς οι Νύφες. η Μαύρη Δράκαινα

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Η ΩΡΑΙΑ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΖΟΖΕΦ ΚΕΣΕΛ. ... γ ι α τ ί ο έ ρ ω τ α ς κ ρ ύ β ε τ α ι σ τ ι ς λ έ ξ ε ι ς Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α

Αναλυτικές οδηγίες διακοπής καπνίσματος βήμα προς βήμα

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Η κατάσταση στη χώρα, κ. Πρωθυπουργέ, είναι πολύ ανησυχητική. Η κοινωνία βράζει. Η οικονομία βυθίζεται.

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ενορία Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου Ευόσµου Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου-Λυκείου

ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1 ο Λύκειο Καισαριανής ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Κείμενα Προβληματισμού

ΠΛΑΤΩΝΟΣ «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ. ( «Ο Μύθος του Σπηλαίου» )

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου

ΟΜΙΛΙΑ MARTIN SCHULZ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Transcript:

7. Βύργερ, "Λεονώρα", στον τόμο: Λορέντζος Μαβίλης, Τα Έργα, Αλεξάνδρεια, εκδ. του λογ. περ. Γράμματα, 1915, σσ. 93-99. Σχόλιο To "Eξωτικό" παραλλάσσει το ρομαντικό μοτίβο του νεκρού καβαλάρη που πορεύεται μέσα στη νύχτα συνοδεύοντας έναν ζωντανό. Την αρχετυπική μορφή του μοτίβου αυτού διασώζει η ελληνική παραλογή "Του νεκρού αδερφού" καθώς και η "Λεονώρα" του Bürger που παραθέτουμε εδώ. Τα δύο τελευταία κείμενα πραγματεύονται, ειδικότερα, τον μύθο του βρυκόλακα καβαλάρη, γιου ή εραστή, που σηκώνεται από τον τάφο ύστερα από τον θρήνο της μάνας ή της ερωμένης. Κείμενο * Μέσ' απ' ονείρατα βαρυά 'ς της χαραυγής την ώρα Τινάχτηκ' η Λεονώρα. "Μ' αρνήθηκες ή πέθανες; Αχ! πόσο θε ν' αργήσεις, Γουλιέλμε, να γυρίσεις;" Στην Πράγα, εκεί που πολεμούν τ' ασκέρια τ' αντρειωμένα Του Φρειδερίκου, αυτός Πήγε. κι' αν βγήκε ζωντανός Δεν το 'γραψε εις κανένα. Αφίν' η αυτοκρατόρισσα κι' βασιληάς αφίνει Τον πόλεμο, και ειρήνη Συμφώνησαν κ' εμάλαξαν την άπονη ψυχή τους Και την παληάν οργήν τους. Και κάθε ασκέρι γύριζε 'ς το σπίτι με τραγούδια, Με τύμπανα και αχούς, Κ' είχε στολίδια ροδαμούς Πράσινους και λουλούδια. Και εις κάθε δρόμο και στρατί πολλοί, πολλοί, πηγαίναν Και τους συναπανταίναν. Κατά τους ήχους της χαράς γέροντες, νειοι, σπουδάζουν, Μάνναις, παιδιά, φωνάζουν. "Ευλογημένος ο Θεός!" "Καλώς μας ήλθες!" κρένει Η νύφη 'ς το γαμπρό. Δίχως φιλί, χαιρετισμό, Μόν' η Λεονώρα μένει. 'Σ τ' ασκέρι όλο γυρεύοντας απ' άκρη 'ς άκρη πάει, Γι' αυτόν πολυερωτάει. 1

Αλλ' είδησι κανένας τους να δώση δεν ειμπόρει, Κανένας, εις την κόρη, Κι' αφ' ου τ' ασκέρια πέρασαν, ανέσπ' αυτή τα μαύρα Μαλλιά και κατά γης Ριγμένη εσύρθη, 'ς της οργής Μανίζοντας τη λαύρα. Η μάννα τρέχει απάνου της να την παρηγορήση. "Θεός να σ' ελεήση! Αγαπητό κοράσι μου, τι τόσο σε σπαράζει;" Και τη σφιχταγκαλιάζει. "Αχ! μάννα, ο κόσμος ας χαθή, τώρα ό,τι εχάθη, εχάθη. Όλ' ας γενούν σωρός! Ανέσπλαγχνος είν' ο Θεός. Αλλοιά μου, τι έχω πάθη!" "Βοήθα, Θεέ μου, βοήθα μας, τα τέκνα σου σπλαγχνίσου! Κοπέλλα μου, δεήσου! Ό,τι έκαμ' ο έσπλαγχνος Θεός καλά είναι καμωμένο, Παιδί μου αγαπημένο." "Αχ! μάννα, μάταιος λογισμός! 'Σ εμένα σωτηρία Δεν ήλθε από Θεού, Η δέησες πήγαν του κακού! Πλεια δεν ταις έχω χρεία." "Ο παντοδύναμος Θεός τα τέκνα του βοηθάει Και δεν τα παρατάει, Τ' άγια μυστήρια, τ' άχραντα δεν τη σβύνουν, Τη φλόγα που αγροικώ. Τ' άχραντα, όχι, 'ς το νεκρό Ζωή δεν ξαναδίνουν." "'Aκου! Αν, παιδί μ', ο άπιστος εκεί 'ς την ξένη χώρα Εσέν' αρνήθη τώρα; Κι' αν άλλαξε την πίστι του για να ειμπορέση πάλι Να πάρη εκεί μιαν άλλη; Θα μετανοιώσει, κόρη μου! Τη δολερή καρδιά του 'Aφησ' την να χαθή! Όταν πεθάνη, θα καή 2

Από την απιστιά του." "Αυτό που εχάθη, μάννα μου, για πάντα είναι χαμέννο! Δεν το ξαναλαβαίνω! Αχ! να μην είχα γεννηθή! Το μόνον όφελός μου Θε νά 'ναι ο θάνατός μου! Σβυσθήτε, μάτια μου, ζωή, για πάντα 'ς τ' άγρια βάθη Βυθίσου της νυχτός, Ανέσπλαγχνος είν' ο Θεός. Αλλοιά μου, τι έχω πάθη!" "Θεέ, μη συνερίζεσαι το δύστυχό παιδί Σου! Βοήθα μας! Ελεήσου! Μη της τα γράψης κρίματα! το χείλι τι προφέρει Η θλιβερή δεν ξέρει, Στοχάσου την Παράδεισο, κόρη ακριβή, τη θλίψι Λησμόνησε της γης! Νυμφίος, όχι, της ψυχής Κει πάνω δε θα λείψη." "Τι είναι η μακαριότητα, μάννα, της Παραδείσου, Και η φλόγες της Αβύσσου; Με το Γουλιέλμο είναι η ζωή γλυκειά Παράδεισός μου, Αλλού είναι κολασμός μου! Σβυσθήτε, μάτια μου, και συ, σβύσου φριχτά, ζωή μου! 'Σ τη γη, 'ς τον ουρανό, Τη μακαριότητ' αψηφώ Δίχως αυτόν μαζί μου!" Τέτοια φριχτή 'χε μέσα της ανάψη απελπισία 'Σ ταις φρέναις, ' ς την καρδία. Να κατακρίνη του Θεού την Πρόνοι' αποκοτούσε Κι' άκοπα ερραθυμούσε, Στηθοκοπιώνταν άκαρδα κ' ετίναζε τα χέρια Με μάνητα θυμού. Ως που 'ς το θόλο τ' ουρανού Ανέβηκαν τ' αστέρια. 3

Και άκου, άκου, απ'έξω! Τραπ, τραπ, τραπ, τραπ, σαν άλογο αντηχάει, Που ταις οπλαίς χτυπάει. Και καβαλλάρης πέζευε με βρόντημ' από τ' άτι Κοντά 'ς το σκαλοπάτι. Κι' αγροίκ', αγροίκα, το χαλκά της θύρας πώς σημαίνει. Γκλιν, γκλιν! Σιγά, σιγά. Να! Μια φωνή μέσα περνά, Που τέτοια λόγια κρένει. "Μόνο προς τα μεσάνυχτα έχουμ' εμείς ζακόνι Καθείς μας να σελόνη. Φτάνω μακρυάθε, απ' τη Βοημιά, και βούλομαι, ψυχή μου, Να πάρω εσέ μαζή μου." "Γουλιέλμε, άκου 'ς τον πάλιουρα το σφύριγμα του ανέμου. Έμπα, έμπα, μέσα ευθύς! 'Σ τον κόρφο μου να ζεσταθής Αχ! έλα, ποθητέ μου!" "Ο αγέρας μες τον πάλιουρα, κόρη, ας φυσομανάη, 'Aφησ' τον να βογγάη! Να μείνω εδώ δεν ειμπορώ. το φτερνιστήρι τρίζει, Κι ο μαύρος μου σκαλίζει. Γλήγορα ντύσου, πέταξε πίσω μου απάνω 'ς τ' άτι, Και σήμερα εκατό Μίλια σε πάω μακρυά 'πό δω 'Σ το νυφικό κρεββάτι."- "Τόσο μακρυά θέλεις να πας μ' εμέ σήμερ' ακόμα 'Σ του γάμου μας το στρώμα; Και δεν ακούς το σήμαντρο, που ένδεκα βαράει, Αράδα πώς βοάει;" "'Μεις και οι νεκροί πάμε γοργά. Για ιδές τι ωραίο φεγγάρι! Σήμερ', αγαπητή, Με στοίχημα σε φέρνω εκεί 'Σ το νυφικό κλινάρι." "Για πες μου, πες, αγάπη μου, πού έχεις το κονάκι; Πού, πώς το κρεββατάκι;" 4

"Μακρυά!... μ' έξι σανίδια μεγάλα κι' άλλα δύο Μικρά!... ήσυχο, κρύο!..." "Είν' εκεί τόπος και για με;" "Για σένα και για μένα. Ντύσου και ρίξου ευθύς! Τους καλεσμένους 'κει θαυρής, Που καρτερούν για σένα." Η αγαπημένη λυγερή μ' ασπούδα ευθύς εντύθη Και 'ς τα καπούλια εχύθη. Ωσάν τα κρίνα κάτασπρα τα δυο της χέρι' απλόνει Και αγκαλιαστά τον ζώνει. Κ' εμπρός, εμπρός, φεύγουν, χωπ, χωπ! ο περασμός βροντάει, Κ' εκεί που πιλαλούν, Τ' άτι και αυτοί λεχομανούν, Χώμα, φωτιά, ξεσπάει. Πώς όλα εφεύγαν γύρω τους δεξιά, ζερβιά μεριά τους Εμπρός 'ς τα βλέμματά τους! Πώς ετρίζαν η γέφυραις, πώς φεύγαν τα λιβάδια, Οι κάμποι και τα σιάδια! "Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι! Σκιάζεσαι τους νεκρούς;" "Όχι, όχι!... Αλλ' άφησ' τους νεκρούς! Σου το ζητώ για χάρι." Άκου κοράκων σάλαγος και ψάλσιμο αντηχάει! Κουδούνισμα βογγάει! Λαλούν καμπάναις! νεκρικά ψάλλουν. "Βαθυά 'ς το χώμα Ας θάψουμε το σώμα!" Και μ' ένα νεκροκρέββατο λείψανο ιδού! πλησιάζει. Το ψάλσιμον πολύ, Με των καρλάκων τη φωνή, Που ηχά 'ς τους βάλτους, 'μοιάζει. "Έπειτ' απ' τα μεσάνυχτα θάψετ' εσείς το σώμα Με μυρολόι 'ς το χώμα! Τώρα τη νύφη μου τη νεια 'ς το σπίτι παίρνω. ελάτε! 'Σ το γάμο μας τρεχάτε! Κόπιασε, ψάλτη, με πολλούς για να καλοναρχίσης 5

Με ψάλσιμο βραχνό! Έλα, παπά, πριν πάμε οι δυο 'Σ την κλίνη, να ευλογήσης!" Σιγούν καμπάναις... ψάλσιμο...! το νεκρικό κρεββάτι Εχάθηκε. τρεχάτοι Του καβαλλάρη τη φωνή μόλις αυτοί γροικήσαν, Κατόπι τους χουμήσαν. Και πάντα εμπρός, εμπρός, χωπ, χωπ! ο περασμός βροντάει, Κ' εκεί που πιλαλούν, Τ' άτι και αυτοί λεχομαχούν, Χώμα, φωτιά, ξεσπάει. Δεξιά, ζερβιά, φράχτες, βουνά και δάση, πώς περνούσαν, Τι γλήγορα επετούσαν! Δεξιά, ζερβιά, ζερβιά, δεξιά, χώραις, χωριά, πηγαίναν, Σαν αστραπαίς διαβαίναν! "Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι! Σκιάζεσαι τους νεκρούς;" "Ήσυχους άφησ' τους νεκρούς, Σου το ζητώ για χάρι!" Και 'ς το βασανιστήριο, 'δες! πώς του τροχού τ' αξόνι Χορεύοντας το ζώνει Αέρινη στοιχειλογιά, που φεγγαροφωτίζεται Και μόλις ξεχωρίζεται. "Αι! σεις! ακολουθάτε μας! κατόπι μας τρεχάτε! Του γάμου το χορό, Άμα 'ς την κλίνη πάμε οι δυο, Να μας χορέψτ' ελάτε!" Κι' όλο το πλήθος, χους, χους, χους! κατόπι του όλο πάει, Με θόρυβο πηδάει, Ωσάν τα φύλλα τα ξερά, σαν ρούφουλας περάση Ανάμεσα 'ς τα δάση. Κ' εμπρός, εμπρός φεύγουν, χωπ! χωπ! ο περασμός βροντάει Κ' εκεί που πιλαλούν, Τ' άτι και αυτοί λεχομανούν, Χώμα, φωτιά, ξεσπάει. 6

Πώς όλ' η φύσι γύρω τους φεγγαροφωτισμένη Πετώντας πώς διαβαίνει! Τα ύψη επάνω πώς πετούν των ουρανών τα αιθέρια, Μαζή μ' όλα τ' αστέρια! "Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι! Σκιάζεσαι τους νεκρούς;" "Ωιμέναν! 'Aφησ' τους νεκρούς! Σου το ζητώ για χάρι!" "Μαύρε! λαλεί, μου κάζεται, ο πετεινός... κ' η ώρα Θε να περάση τώρα... Σαν της αυγής μυρίζομαι, μαύρε, τ' αέρι... χύσου, Γοργά, γοργά! γκρεμίσου! Ο δρόμος μας ετέλειωσε κ' η κλίν' είν' ανοιγμένη, Η κλίν' η νυφική! Γλήγορα τρέχουν οι νεκροί! Είμαστε και φτασμένοι." Με σιδερένια κάγκελα ψηλή θύρ' αγναντεύει, Κ' εκεί καβαλλικεύει Μ' ορμήν ακράτητη. βιτσιά 'ς τα μάνταλα χτυπάει, Κι' όλα μαζή τα σπάει. Πετιώνται τα θυρόφυλλα και 'ς τα μνημούρια 'κείνοι Ανάμεσα περνούν. 'Σ το φως οι τάφοι ασπρολογούν Που το φεγγάρι χύνει. Και τήρα εκεί! για τήρα εκεί! Τι φριχτό θάμμα εγίνη Με μιας την ώρα εκείνη! Του καβαλλάρ' η αρματωσιά, σαν ίσχνα χαλασμένη, Πέφτει κομματιασμένη. Γυμνό καύκαλο εγίνηκεν η κεφαλή του όλη, Σκέλεθρο το κορμί. Δρεπάνι 'ς τό 'να του κρατεί Και 'ς τ' άλλο μαντζαρόλι. Ψηλά τα πόδια σήκονε τ' άλογο, εν ω φυσούσε, Και σπίθας επετούσε. 7

Και χούι! ξάφνου από κάτου της 'ς της γης τα μαύρα βάθη Εβούλιαξε κ' εχάθη. Ούρλιασμ' ακούεται από ψηλά, μέσα 'ς το λάκκο ηχάει Κλάψιμο από βαθυά, Και της Λεονώρας η καρδιά 'Σ τα λοίστια σπαρταράει. Και να! 'ς το φως του φεγγαριού εχόρευαν τριγύρω 'Σ ένα μεγάλο γύρο, Ουρλιάζοντας εχόρευαν αντάμα οι βρυκολάκοι Μ' αυτό το τραγουδάκι. "Με το Θεό μη ραθυμάς! κι' αν την καρδιά ραΐση Η θλίψη, υπομονή! Το σώμα χάνεις. την ψυχή Θεός ας ελεήση!" *ΣΗΜ. ΤΩΝ ΕΓΔ. Επρωτοτυπώθηκε στον "Έσπερο" της Λειψίας 1/13 Δεκ. 1885, με σφάλματα όμως τυπογραφικά, που διορθώθηκαν στο ξανατύπωμα στην εφημερίδα "Ρήγας ο Φεραίος" 10 Ιαν. 1886. http://www.komvos.edu.gr/diaglossiki/metafrasmenipoiisi.htm (29/10/15) 8