Ανάπτυξη ενιαίας βάσης δεδομένων στατιστικών στοιχείων βλαβών σε κτίρια από ελληνικούς σεισμούς και αξιοποίησή της στη χάραξη καμπυλών τρωτότητας Development of a unified seismic damage database for buildings from Greek earthquakes and utilization for the derivation of fragility curves Γεώργιος Παναγόπουλος 1, Ανδρέας I. Κάππος 2 Λέξεις κλειδιά: Στατιστικά στοιχεία βλαβών, βάσεις δεδομένων, καμπύλες τρωτότητας ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Τα τελευταία χρόνια στο ΕΚΟΣΦΤ του ΑΠΘ γίνεται μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μία ενιαία βάση δεδομένων η οποία θα περιλαμβάνει όλα τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία βλαβών σε κτίρια από τους σεισμούς που έπληξαν την ελληνική επικράτεια. Οι διάφορες επιμέρους βάσεις δεδομένων από προγενέστερους σεισμούς συγκεντρώνονται και εντάσσονται σε κατάλληλο λογισμικό που αναπτύσσεται για το σκοπό αυτόν, επιτρέποντας την ευκολότερη αναζήτηση στοιχείων αλλά και την περαιτέρω επεξεργασία τους. Τέλος, γίνεται η διερεύνηση της χρήσης των στατιστικών στοιχείων βλαβών από μία ή περισσότερες σεισμικές διεγέρσεις στην εξαγωγή υβριδικών καμπυλών τρωτότητας και συγκρίνονται με τις αντίστοιχες καμπύλες που προκύπτουν βάσει αμιγώς αναλυτικών αποτελεσμάτων. ABSTRACT : Over the past years, an effort has been made at the LRCMS of AUTh to develop a unified database including all available seismic damage data for buildings, from past earthquakes in Greece. Various damage databases were gathered and then introduced into an in-house developed software application that simplifies data query and its further processing. Finally, the use of statistical damage data from one or more earthquake events is explored here with regard to the derivation of hybrid fragility curves, and the results are compared with those derived using a purely analytical approach. 1 Πολιτικός Μηχανικός, ΜΔΕ, Υποψ. Διδ., Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Α.Π.Θ., email: panagop@civil.auth.gr 2 Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Α.Π.Θ., email: ajkap@civil.auth.gr 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία βλαβών από προγενέστερες σεισμικές διεγέρσεις αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για την εκτίμηση των αναμενόμενων απωλειών από έναν μελλοντικό σεισμό. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε απευθείας για την κατάστρωση εμπειρικών μητρώων πιθανότητας βλάβης (Μ.Π.Β.) ή καμπυλών τρωτότητας, είτε σε συνδυασμό με αναλυτικά αποτελέσματα (συνήθως ανελαστικών αναλύσεων) για την εξαγωγή υβριδικών Μ.Π.Β. ή καμπυλών τρωτότητας. Τα σημαντικότερα προβλήματα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία βλαβών έγκεινται στο ό,τι είναι σχετικώς περιορισμένα, δεν καλύπτουν επαρκώς το σύνολο των τύπων κτιρίων που εμφανίζονται στο σύγχρονο κτιριακό απόθεμα, και συνήθως αντιστοιχούν σε περιορισμένες, κατά κανόνα χαμηλές, τιμές της σεισμικής έντασης. Έτσι, πολλές φορές τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι αξιοποιήσιμα, ως ανεπαρκή ή μη αντιπροσωπευτικά του δομικού αποθέματος στις περιοχές από όπου προήλθαν. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των στατιστικών στοιχείων βλαβών που ήσαν διαθέσιμα στο ΕΚΟΣΦΤ του ΑΠΘ και προέρχονται κυρίως από τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης του 1978, του Αιγίου του 1995, και της Αθήνας του 1999, ενώ περιλαμβάνονται και ορισμένα στοιχεία από τους σεισμούς της Καλαμάτας του 1985 και της Λευκάδας του 2003. Παρουσιάζονται συγκριτικά τα στοιχεία τα οποία καταγράφηκαν σε κάθε βάση δεδομένων και σχολιάζεται η δυνατότητα χρήσης τους για την εκτίμηση των αναμενόμενων απωλειών από έναν μελλοντικό σεισμό. Επιπλέον επιχειρείται η ενοποίηση όλων των διαθέσιμων στοιχείων σε μία ενιαία βάση δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή, προσπάθεια που είχε ξεκινήσει στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ΑΡΙΣΤΙΩΝ που χρηματοδοτήθηκε από τη ΓΓΕΤ (ΕΠΑΝ ΔΠ6). Η συγκεντρωτική βάση δεδομένων σεισμικών βλαβών υλοποιήθηκε με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού (SDamageDb) που αναπτύχθηκε στο ΕΚΟΣΦΤ/ΑΠΘ σε περιβάλλον V.B.NET. Στο λογισμικό αυτό υπάρχουν πλήρεις οι διαθέσιμες βάσεις δεδομένων (συμπεριλαμβάνονται και τα στοιχεία που δεν χρησιμοποιούνται άμεσα για μελέτες τρωτότητας) και βάσει αυτών δημιουργείται η συγκεντρωτική βάση που περιλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία που χρησιμοποιούνται από την ομάδα του ΑΠΘ στις μελέτες τρωτότητας. Επιπλέον υπάρχει η δυνατότητα ανάκτησης δεδομένων αλλά και επεξεργασίας των επιμέρους βάσεων καθώς και αυτόματης σχεδίασης κατάλληλων διαγραμμάτων. ΔΙΑΘΕΣΙΜΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Η οργανωμένη καταγραφή στατιστικών στοιχείων βλαβών στα κτίρια έπειτα από έναν ισχυρό σεισμό, ξεκίνησε στην Ελλάδα μετά από το σεισμό της Θεσσαλονίκης (Βόλβης) του 1978. Από τότε συλλέγονται συχνά στοιχεία για τις βλάβες που έχει υποστεί το κτιριακό απόθεμα σε μια σεισμόπληκτη περιοχή, με τρόπο όμως που ενγένει δεν είναι ομοιόμορφος, το εύρος των στοιχείων που καταγράφονται είναι συνήθως διαφορετικό, ενώ συχνά παρατηρείται το 2
φαινόμενο τα στοιχεία αυτά να συλλέγονται με τέτοιον τρόπο ώστε να μην είναι αντιπροσωπευτικά για την περιοχή στην οποία αναφέρονται. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι βάσεις δεδομένων στις οποίες απέκτησε πρόσβαση η ομάδα του ΑΠΘ και συμπεριλήφθηκαν στην ενιαία βάση που δημιουργήθηκε. Βάση δεδομένων σεισμού Θεσσαλονίκης 1978 Παρά τη μεγάλη ηλικία της, η καταγραφή των βλαβών του κτιριακού αποθέματος μετά από το σεισμό της Βόλβης που έπληξε τη Θεσσαλονίκη στις 20-6-1978 είναι η πληρέστερη, μέχρι στιγμής, βάση δεδομένων με στατιστικά στοιχεία βλαβών στον ελληνικό χώρο (Πενέλης και συν. 1986, Penelis et al., 1989). Από όσο γνωρίζουν οι γράφοντες, είναι η μοναδική στον Ελληνικό χώρο που περιέλαβε συστηματική εξέταση των φακέλων μελετών επισκευής (αρχεία ΥΑΣΒΕ) με μεγάλη πυκνότητα κάλυψης (1:2 τετράγωνα, σε μια έκταση που καλύπτει περίπου το ½ του κεντρικού τμήματος της πόλης, δήμοι Θεσσαλονίκης και Καλαμαριάς). Περιλαμβάνονται στοιχεία για 5470 κτίρια (65% από οπλισμένο σκυρόδεμα (Ο/Σ), 31% από άοπλη φέρουσα τοιχοποιία (Α.Τ.) και 4% κτίρια με μεικτό φέροντα οργανισμό), με αναλυτικά στοιχεία αφενός για τα χαρακτηριστικά των κτιρίων και αφετέρου για την περιγραφή των βλαβών και το κόστος αποκατάστασης. Καταγράφονται συνολικά 27 διαφορετικές παράμετροι που αφορούν μορφολογικά χαρακτηριστικά των κτιρίων (σχήμα κάτοψης, αριθμός ισογείων και εσοχών, αριθμός ορόφων, στοιχεία του κλιμακοστασίου, στοιχεία της μορφής του φέροντος οργανισμού), καθώς και περιγραφές του τύπου των βλαβών (βλάβες σε τοιχοποιίες, βλάβες σε στύλους, δοκούς, και τοιχώματα). Τέλος, μαζί με τον χαρακτηρισμό των κτιρίων από τον μετασεισμικό έλεγχο, περιλαμβάνονται τα ιδιαίτερα χρήσιμα για την εξαγωγή των καμπυλών τρωτότητας στοιχεία κόστους αποκατάστασης, δηλαδή στοιχεία που αφορούν τις δαπάνες επισκευής των στοιχείων του φέροντος οργανισμού, αλλά και των στοιχείων πλήρωσης. Βάση δεδομένων σεισμού Καλαμάτας 1986 Η ομάδα του ΑΠΘ απέκτησε πρόσβαση σε δύο σύνολα στοιχείων βλαβών που είχαν καταγραφεί έπειτα από το σεισμό της Καλαμάτας. Στο πρώτο περιλαμβάνονται τα συγκεντρωτικά στοιχεία για ένα σύνολο 7101 κτιρίων από 26 συνοικίες της πόλης, με πληροφορίες για τον χαρακτηρισμό των κτιρίων ανάλογα με το υλικό κατασκευής και τον αριθμό των ορόφων (Andrikopoulou, 1989, Anagnostopoulos et al., 1987). Στο δεύτερο υπάρχουν τα πλήρη δεδομένα της καταγραφής για ένα τμήμα μόνο (695 κτίρια) της συνολικής βάσης (Λεκίδης και συν., 1987) στο οποίο περιλαμβάνονται στοιχεία της κάθε κατασκευής (υλικό, διαστάσεις, θέση στο οικοδομικό τετράγωνο, ύπαρξη μαλακού ορόφου κτλ), ο μετασεισμικός χαρακτηρισμός, καθώς και στοιχεία για τη συμπεριφορά των μηδομικών στοιχείων της κατασκευής (θραύση υαλοπινάκων, μετακίνηση αντικειμένων κ.ά.). Η βάση δεδομένων της Καλαμάτας είναι η μοναδική στην Ελλάδα όπου στον χαρακτηρισμό του μετασεισμικού ελέγχου (Πράσινα-Κίτρινα- Κόκκινα) υπάρχει μία επιπλέον κατηγορία, τα Πορφυρά, που αντιστοιχούν στα κτίρια που όντως κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια του σεισμού. 3
Βάση δεδομένων σεισμού Αιγίου 1995 Η βάση δεδομένων συντάχθηκε από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Πατρών, και περιλαμβάνει το σύνολο των κτιρίων του κέντρου της πόλης του Αιγίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πλειοψηφία των κτιρίων που παρουσίασαν βλάβες (Φαρδής και συν. 1999, Karantoni & Fardis, 2004). Το δείγμα περιλαμβάνει 2014 κτίρια, 67.5% από Ο/Σ και 42.5% από Α.Τ. στα οποία κατατάσσονται τα κτίρια με λιθοδομή, οπτοπλινθοδομή, τσιμεντόλιθους και μεγάλιθους. Η βάση δεδομένων περιλαμβάνει στοιχεία όπως η ηλικία του κτιρίου, το υλικό δόμησης, ο αριθμός ορόφων, η θέση στο οικοδομικό τετράγωνο, χαρακτηρισμό των βλαβών κτλ., ενώ ειδικά για τα κτίρια από Α.Τ. υπάρχουν επιπλέον στοιχεία σχετικά με το κόστος και τη μέθοδο επισκευής. Βάση δεδομένων Άνω Λιοσίων (σεισμού Αθήνας 1999) Η βάση δεδομένων δημιουργήθηκε σε συνεργασία με μηχανικούς του Δήμου Α. Λιοσίων στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από τον ΟΑΣΠ στο οποίο συμμετείχαν οι ομάδες του ΑΠΘ και του ΙΤΣΑΚ (Kappos et al., 2007). Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν αναφέρονται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 988 κτιρίων, σε 150 οικοδομικά τετράγωνα της περιοχής των Άνω Λιοσίων (ποσοστό περίπου 10% του συνόλου των Ο.Τ. του Δήμου). Από αυτά το 62.2% αντιστοιχούσε σε κτίρια Ο/Σ, το 37.1% σε Α.Τ. ενώ υπήρχε και ένα πολύ μικρό ποσοστό προκατασκευασμένων κτιρίων (0.6%). Στα στοιχεία που καταγράφηκαν, εκτός από τον χαρακτηρισμό των βλαβών, συμπεριλαμβάνεται και η περίπτωση μετασεισμικής επέμβασης, όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, σε κτίρια που παρουσίασαν βλάβες. Βάσεις δεδομένων προγράμματος ΑΡΙΣΤΙΩΝ Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ΑΡΙΣΤΙΩΝ (2003-7, χρηματοδότηση ΓΓΕΤ) συντάχθηκαν δύο ανεξάρτητες βάσεις δεδομένων από φορείς που συμμετείχαν στο πρόγραμμα και συγκεκριμένα την Εθνική Ασφαλιστική και τον ΟΑΣΠ. Το σύνολο σχεδόν των στοιχείων αφορούν το σεισμό της Αθήνας του 1999, ωστόσο οι πηγές καθώς και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε από κάθε φορέα ήσαν διαφορετικές. Η βάση δεδομένων που συντάχθηκε από την Εθνική Ασφαλιστική (Βλάχος και Βλάχος, 2006) περιλαμβάνει 2149 καταχωρήσεις από το αρχείο της εταιρείας (ολόκληρα κτίρια ή τμήματα κτιρίων, π.χ. μεμονωμένα διαμερίσματα ή καταστήματα), εκ των οποίων το 96.9% αφορούν το σεισμό της Πάρνηθας του 1999 και το 3.1% αφορούν το σεισμό της Λευκάδας του 2003. Στα στοιχεία που καταγράφονται περιλαμβάνονται, εκτός από τον μετασεισμικό χαρακτηρισμό του ΥΠΕΧΩΔΕ, στοιχεία οικονομικών απωλειών στα δομικά αλλά και στα μη δομικά στοιχεία των κτιρίων καθώς και η εκτιμώμενη αξία του εξεταζόμενου κτιρίου (ή τμήματός του). Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων είναι ότι, σε αντίθεση με τις προϋπάρχουσες, περιλαμβάνονται στοιχεία βλαβών για διάφορες τιμές της μακροσεισμικής έντασης. Η αντιστοίχηση έγινε αναλόγως του Δήμου στον οποίο ανήκει κάθε κτίσμα, βάσει 4
στοιχείων που δόθηκαν από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Επιπλέον υπάρχουν στοιχεία βλαβών για την πλειοψηφία των τύπων κτιρίων που εμφανίζονται στον ελληνικό χώρο, κάτι που δε συνέβαινε σε βάσεις παλαιότερων σεισμών (π.χ. στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης του 78 δεν υπήρχαν, προφανώς, κτίρια σχεδιασμένα με τους νεότερους κανονισμούς). Η βάση δεδομένων που συντάχθηκε από τον ΟΑΣΠ (Κατσίκας και συν., 2006) είχε ως κύριο στόχο την εκτίμηση της υφιστάμενης (στην Ελλάδα) κατάστασης στον τομέα των επισκευών και περιλαμβάνει στοιχεία βλαβών από το σεισμό της Αθήνας του 1999 που συλλέχθηκαν από τους φακέλους επισκευών των Τομέων Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων (Τ.Α.Σ.) του Νομού Αττικής για ένα δείγμα 664 κτιρίων Ο/Σ (δεν καταγράφηκαν στοιχεία για κτίρια από φέρουσα τοιχοποιία), προερχόμενο από διάφορες περιοχές του Νομού (κυρίως Αχαρνές και Θρακομακεδόνες). Έγινε πλήρης καταγραφή των δομικών χαρακτηριστικών των κτιρίων με την αντιστοίχησή τους στις τυπικές κατηγορίες του ΟΑΣΠ (ΥΠΕΧΩΔΕ/ΟΑΣΠ, 2001) καθώς και στοιχείων σχετικά με τις τεχνικές επεμβάσεων που εφαρμόστηκαν. Το βασικό μειονέκτημα των (κατά τα άλλα πολύτιμων) στοιχείων βλαβών που προέκυψαν στο πλαίσιο του προγράμματος ΑΡΙΣΤΙΩΝ είναι το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι ενγένει αντιπροσωπευτικά για το σύνολο του κτιριακού αποθέματος στις αντίστοιχες περιοχές. Τα στοιχεία από το αρχείο της Εθνικής Ασφαλιστικής, για παράδειγμα, αφορούν τους φακέλους των κτιρίων που ήταν ασφαλισμένα στην εταιρεία και οι ιδιοκτήτες τους αιτήθηκαν αποζημίωση για τις βλάβες που υπέστησαν από τους σεισμούς της Πάρνηθας και της Λευκάδας. Δεν υπάρχουν δηλαδή στη βάση δεδομένων τα κτίρια που δεν είχαν υποστεί καθόλου βλάβες (DS0), κτίρια τα οποία είτε δεν ήταν ασφαλισμένα είτε οι ιδιοκτήτες τους δεν αιτήθηκαν αποζημίωση, ούτε βέβαια κτίρια τα οποία ήσαν ασφαλισμένα σε κάποια άλλη εταιρεία. Αντίστοιχα, στη βάση δεδομένων του ΟΑΣΠ οι φάκελοι επισκευής που χρησιμοποιήθηκαν αναφέρονται σε κτίρια με κοινά χαρακτηριστικά όπως η εμφάνιση βλαβών γενικού χαρακτήρα, προϋπολογισμό της άδειας επισκευής-ενίσχυσης μεγαλύτερο των 5.000.000δρχ κ.ά. Ιδιαίτερα μάλιστα σε περιοχές όπου η ένταση των σεισμών ήταν μικρή, η έλλειψη από τις βάσεις δεδομένων των κτιρίων που δεν είχαν υποστεί βλάβες μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Βάση δεδομένων σεισμού Αθήνας 1999 (ΟΑΣΠ-ΥΠΕΧΩΔΕ) Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σε όγκο διαθέσιμη βάση δεδομένων στην οποία έχουν καταγραφεί τα αποτελέσματα του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου ελέγχου από το σεισμό της Αθήνας του 1999, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ (ΟΑΣΠ, προσωπική επικοινωνία, 2001, Ελευθεριάδου & Καραμπίνης 2008). Περιλαμβάνονται αξιοποιήσιμα στοιχεία, μεταξύ των οποίων ο μετασεισμικός χαρακτηρισμός, το υλικό των κτιρίων, ο αριθμός των ορόφων, το έτος κατασκευής κ.ά., για έναν πολύ μεγάλο αριθμό καταγραφών (άνω των 100.000) που προσεγγίζει το σύνολο των κτιρίων που εμφάνισαν βλάβες στο σεισμό αυτόν. Ωστόσο οι πληροφορίες σχετικά με τα δομικά χαρακτηριστικά των 5
κατασκευών είναι συγκριτικά περιορισμένες. Με τη βάση αυτή η ομάδα του ΑΠΘ έχει ασχοληθεί συστηματικά μόλις πρόσφατα, και δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί πλήρως τα στοιχεία της στην ενιαία βάση δεδομένων που περιγράφεται στη συνέχεια. ΕΝΙΑΙΑ ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΕΚΟΣΦΤ-ΑΠΘ Χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα στοιχεία των παραπάνω βάσεων επιχειρήθηκε η ενοποίησή τους σε μία ενιαία βάση η οποία να περιέχει αφενός όλα τα πρωτογενή δεδομένα και αφετέρου να επιτρέπει την επεξεργασία τους, είτε ως ανεξάρτητες βάσεις δεδομένων, είτε με κατάλληλους συνδυασμούς στοιχείων από περισσότερες εξ αυτών. Η προσπάθεια αυτή είχε ξεκινήσει στο πλαίσιο του προγράμματος ΑΡΙΣΤΙΩΝ και στη συνέχεια εμπλουτίστηκε με πρόσθετα στοιχεία τα οποία δεν ήσαν διαθέσιμα μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος. Στοιχεία της βάσης αυτής έχουν πρόσφατα χρησιμοποιηθεί και στο πλαίσιο του διεθνούς προγράμματος PAGER (Πομόνης και συν., 2008) για την εκτίμηση της πιθανότητας κατάρρευσης των κτιρίων του ελληνικού χώρου για διάφορες τιμές μακροσεισμικής έντασης. Η ενιαία βάση δεδομένων, στην μέχρι σήμερα ανάπτυξή της, προσανατολίζεται κυρίως στη συγκέντρωση όλων των στοιχείων που μπορούν να αξιοποιηθούν για την εκτίμηση των αναμενόμενων απωλειών έπειτα από έναν σεισμό, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα οικονομικά στοιχεία κόστους, όταν αυτά είναι διαθέσιμα, ή και (σπανιότερα) σε δομικούς δείκτες βλάβης που μπορούν να προκύψουν από την περιγραφή των βλαβών που έχουν υποστεί τα δομικά στοιχεία ή και ολόκληρη η κατασκευή ως σύνολο. Γίνεται προσπάθεια τα κτίρια των πρωτογενών βάσεων να αντιστοιχηθούν σε μια σειρά τυπικών κατηγοριών βάσει των δομικών τους χαρακτηριστικών, κάτι όμως που δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει λόγω των μικρού αριθμού των στοιχείων που είναι συνήθως διαθέσιμα, οπότε συχνά απαιτούνται κατάλληλες παραδοχές. Τυπικές κατηγορίες κτιρίων Με βάση την προηγούμενη εμπειρία στο ΑΠΘ, αλλά και τη διεθνή πρακτική, τα κτίρια από Ο/Σ διακρίνονται σε 54 συνολικά κατηγορίες με βάση τα παρακάτω κύρια χαρακτηριστικά: Στατικό σύστημα: πλαισιακό ή δίδυμο (πλαισίων τοιχωμάτων) Ύψος κτιρίου: χαμηλά (1-3 όροφοι), μέσου ύψους (4-7 όροφοι), ψηλά (8 ή παραπάνω όροφοι) Διάταξη τοιχοπληρώσεων: χωρίς τοιχοπληρώσεις, ομοιόμορφη διάταξη τοιχοπληρώσεων, πιλοτή Αντισεισμικός κανονισμός: ΒΔ 59, Πρόσθετα Άρθρα 84, (Ν)ΕΑΚ (εάν η κατηγορία χωρίς αντισεισμικό κανονισμό θεωρηθεί χωριστά από εκείνη βάσει του ΒΔ 59, όπως γίνεται π.χ. στην εργασία των Kappos et al. 2006, οι κατηγορίες αυξάνονται από 54 σε 72) 6
Αντίστοιχα, για τα (συνήθη) κτίρια από Α.Τ. ορίζονται 4 κατηγορίες, ανάλογα με το υλικό κατασκευής (λιθοδομή ή οπτοπλινθοδομή) και το ύψος του κτιρίου (χαμηλά: 1 ή 2 όροφοι και ψηλά: 3+ όροφοι). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω τυπικές κατηγορίες κτιρίων χρησιμοποιούνται συστηματικά από την ομάδα του ΕΚΟΣΦΤ του ΑΠΘ σε όλες τις μελέτες τρωτότητας (Kappos et al., 2006, Παναγόπουλος & Κάππος, 2006, Kappos & Panagopoulos, 2009) και σεναρίων σεισμικής διακινδύνευσης (Kappos et al., 2008, Κάππος και συν., 2009a, b) που έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια. Πεδία της ενιαίας βάσης δεδομένων Τα πεδία τα οποία κρίθηκε σκόπιμο να συμπεριληφθούν στη συγκεντρωτική βάση δεδομένων συνοψίζονται στον Πίνακα 1 και σχετίζονται με τα στοιχεία της θέσης του κάθε κτιρίου, την περιγραφή των χαρακτηριστικών που επηρεάζουν τη σεισμική του τρωτότητα, την περιγραφή των βλαβών είτε σε όρους μετασεισμικού χαρακτηρισμού, είτε οικονομικών απωλειών, και τέλος τη σεισμική διέγερση από την οποία προέρχονται με την αντιστοίχηση στην πρωτογενή βάση. Πίνακας 1. Πεδία ενιαίας βάσης δεδομένων ΑΠΘ Κατηγορία Πεδία Κατηγορία Πεδία ID Χαρακτηρισμός ΥΠΕΧΩΔΕ Δήμος Στοιχεία Περιγραφή Απώλειες δομικών στοιχείων Οδός κτιρίου βλαβών Απώλειες μη-δομ. στοιχείων Αριθμός Συνολικές απώλειες Ο. Τ. Περιγραφή κτιρίου Έτος άδειας/κατασκευής Αριθμός ορόφων Υλικό Δομικό σύστημα Μαλακός όροφος Όγκος Εμβαδό Τυπολογία ΑΠΘ Στοιχεία διέγερσης Στοιχεία πρωτογενούς βάσης Σεισμός Ένταση Πηγή ID κτιρίου στην πρωτογενή βάση Ανάπτυξη ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων σε κατάλληλο λογισμικό Η ενιαία βάση δεδομένων βλαβών από προγενέστερους σεισμούς δημιουργήθηκε με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού (SDamageDb) που αναπτύχθηκε στο ΑΠΘ σε περιβάλλον V.B.NET. Στο λογισμικό αυτό υπάρχουν πλήρεις οι διαθέσιμες βάσεις δεδομένων (συμπεριλαμβάνονται και τα στοιχεία που δεν χρησιμοποιούνται άμεσα για μελέτες τρωτότητας) και βάσει αυτών δημιουργείται η συγκεντρωτική βάση δεδομένων του ΑΠΘ. Επιπλέον υπάρχει η δυνατότητα επεξεργασίας των επιμέρους βάσεων και η σχεδίαση κατάλληλων διαγραμμάτων. Στο σχήμα 1 παρουσιάζεται το περιβάλλον εργασίας της SDamageDb με τμήματα 7
της βάσης δεδομένων του σεισμού της Θεσσαλονίκης του 78 καθώς και της ενιαίας βάσης που δημιουργήθηκε. Σχήμα 1. Περιβάλλον εργασίας του SDamageDb Βάση δεδομένων του σεισμού της Θεσσαλονίκης του 78 (πάνω) και ενιαία βάση ΕΚΟΣΦΤ-ΑΠΔ (κάτω) 8
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΧΕΙΩΝ Τα στατιστικά στοιχεία βλαβών από προγενέστερες σεισμικές διεγέρσεις αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, ένα πολύτιμο εργαλείο για την εκτίμηση των αναμενόμενων απωλειών από έναν μελλοντικό σεισμό. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως περιορισμένα, δεν καλύπτουν επαρκώς το σύνολο των τύπων κτιρίων που εμφανίζονται στο σύγχρονο κτιριακό απόθεμα, και συνήθως αντιστοιχούν σε περιορισμένες, κατά κανόνα χαμηλές, τιμές της σεισμικής έντασης. Επιπλέον η αντιστοίχηση στις τυπικές κατηγορίες κτιρίων δεν είναι πάντα προφανής καθώς συχνά δεν καταγράφονται όλα τα απαραίτητα δομικά χαρακτηριστικά (π.χ. η ύπαρξη τοιχωμάτων στα κτίρια Ο/Σ). Το γεγονός αυτό καθιστά προβληματική την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για το σύνολο των τυπικών κατηγοριών οπότε συχνά είναι απαραίτητο να γίνονται κατάλληλες παραδοχές για την ομαδοποίησή τους με στόχο την μετέπειτα επεξεργασία τους. Οι διαθέσιμες βάσεις δεδομένων με στατιστικά στοιχεία βλαβών διακρίνονται από σχετικά μεγάλη ανομοιογένεια, όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία καταγράφονται σε κάθε μία από αυτές. Ανάλογα με τους στόχους της κάθε καταγραφής, τα διαθέσιμα κονδύλια (και κατ επέκταση το αντίστοιχο προσωπικό και τον χρόνο υλοποίησης), το μέγεθος του δείγματος αλλά και της ίδιας της σεισμόπληκτης περιοχής, τα στοιχεία που καταγράφονται είναι ενγένει διαφορετικά και πολλές φορές όχι εύκολα συγκρίσιμα μεταξύ τους. Κοινό σημείο αναφοράς, σε όλες τις διαθέσιμες βάσεις δεδομένων, αποτελεί ο μετασεισμικός χαρακτηρισμός των κατασκευών σε Πράσινα Κίτρινα Κόκκινα. Ακόμα και σε αυτό όμως το συγκριτικά ίσως ευκολότερα προσδιορίσιμο στοιχείο καταγραφής βλαβών, υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις βάσεις δεδομένων, όπως η ύπαρξη και των Πορφυρών κτιρίων στη βάση της Καλαμάτας, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις λαθών όταν οι μηχανικοί που πραγματοποιούν την καταγραφή δεν διαθέτουν την κατάλληλη εμπειρία (π.χ. υπήρχαν καταγραφές με παρατήρηση ότι το κτίριο είναι πράσινο σε όλους τους ορόφους εκτός από το ισόγειο στο οποίο είναι κόκκινο). Η καταγραφή των στοιχείων απωλειών σε οικονομικούς όρους (π.χ. κόστος αποκατάστασης σε απόλυτες τιμές ή ανηγμένο στο κόστος ανακατασκευής) είναι ίσως ένα από τα ουσιαστικότερα στοιχεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στις μελέτες τρωτότητας, ωστόσο είναι μια διαδικασία ιδιαίτερα απαιτητική και χρονοβόρα, ενώ συχνά η πρόσβαση στα αντίστοιχα στοιχεία δεν είναι εύκολη ή εφικτή. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στη βάση δεδομένων της Θεσσαλονίκης, του Αιγίου (μόνο για τα κτίρια από Α.Τ.) και σε αυτές που προέκυψαν στο πλαίσιο του προγράμματος ΑΡΙΣΤΙΩΝ υπήρχαν αναλυτικά διαθέσιμα στοιχεία οικονομικών απωλειών. Στη συνήθη περίπτωση γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθούν στοιχεία βάσει των οποίων γίνεται αντιστοίχηση του μετασεισμικού χαρακτηρισμού σε οικονομικούς όρους απωλειών χρησιμοποιώντας μέσες τιμές που έχουν προσδιοριστεί αξιοποιώντας στοιχεία από φακέλους επισκευών ή αιτήσεις αποζημίωσης, τα οποία είναι κατά κανόνα διαθέσιμα για ένα πολύ μικρότερο ποσοστό κτιρίων (Κάππος και συν. 2003, 2006). Η προσέγγιση αυτή αν και εμπεριέχει σημαντικές αβεβαιότητες είναι πολλές φορές η μόνη εφικτή. 9
Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο οι βάσεις δεδομένων σεισμικών βλαβών να αναπτύσσονται με έναν τέτοιο τρόπο ώστε το δείγμα τους να μην είναι αντιπροσωπευτικό του αντίστοιχου δομικού αποθέματος στις περιοχές από όπου προήλθαν. Κάτι τέτοιο συμβαίνει συνήθως όταν η καταγραφή δεν αφορά το σύνολο των κτιρίων (ή ένα τυπικό δείγμα αυτού) μιας σεισμόπληκτης περιοχής αλλά μόνο κτίρια τα οποία έχουν παρουσιάσει βλάβες, όπως για παράδειγμα οι βάσεις που προέκυψαν στο πλαίσιο του προγράμματος ΑΡΙΣΤΙΩΝ. Τα δεδομένα αυτά είναι μεν χρήσιμα καθώς συνήθως περιλαμβάνουν και στοιχεία οικονομικών απωλειών, ωστόσο πρέπει να χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην υπερεκτιμώνται οι αναμενόμενες απώλειες από έναν μελλοντικό σεισμό. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αντιστοίχηση της κάθε βάσης δεδομένων (ή τμημάτων αυτής) σε καθορισμένες στάθμες της σεισμικής διέγερσης. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο είναι συνήθως ανέφικτο να γίνει σε όρους εδαφικών επιταχύνσεων (και πολύ περισσότερο άλλων φασματικών μεγεθών), οπότε η αντιστοίχηση συνήθως γίνεται χρησιμοποιώντας τιμές της μακροσεισμικής έντασης Ι. Η προσέγγιση αυτή, αν και συχνά αναγκαία, εισάγει έντονες αβεβαιότητες καθώς, αφενός η εκτίμηση της τιμής της έντασης είναι συχνά προβληματική (διαφορετικές συνέπειες του σεισμού ανά περιοχή ακόμα και μικρής έκτασης) και αφετέρου οι εκτιμήσεις της ισχυρής εδαφικής κίνησης μέσω της τιμής της έντασης μπορεί να γίνει μέσω εμπειρικών σχέσεων οι οποίες κατά κανόνα χαρακτηρίζονται από υψηλή διασπορά (Koliopoulos et al., 1998, Theodulidis & Papazachos, 1992) ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΩΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΒΛΑΒΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΑΓΩΓΗ ΥΒΡΙΔΙΚΩΝ ΚΑΜΠΥΛΩΝ ΤΡΩΤΟΤΗΤΑΣ Η μεθοδολογία που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια στο ΕΚΟΣΦΤ του ΑΠΘ με στόχο την εξαγωγή καμπυλών τρωτότητας για τυπικές κατηγορίες κτιρίων βασίζεται στην υβριδική προσέγγιση η οποία συνδυάζει τα αποτελέσματα ανελαστικών αναλύσεων κατάλληλων προσομοιωμάτων των κατασκευών με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία βλαβών προγενέστερων σεισμικών συμβάντων. Οι πρώτες εφαρμογές της υβριδικής προσέγγισης βασίστηκαν αποκλειστικά στα στατιστικά στοιχεία της βάσης δεδομένων της Θεσσαλονίκης του 1978 (Kappos et al., 2006, Παναγόπουλος & Κάππος, 2006), στη συνέχεια όμως, αφού αποκτήθηκε πρόσβαση σε περισσότερα στατιστικά στοιχεία, επιχειρήθηκε ο συνδυασμός τους (Kappos & Panagopoulos, 2009) με τη βοήθεια εμπειρικών συντελεστών βαρύτητας που σχετίζονται με την αξιοπιστία των στοιχείων του κάθε δείγματος. Στο Σχήμα 2 παρουσιάζεται η εξέλιξη του οικονομικού δείκτη βλάβης συναρτήσει της PGA (ή ισοδύναμα της μακροσεισμικής έντασης) για δύο περιπτώσεις τυπικών κατηγοριών κτιρίων Ο/Σ, σύμφωνα με την υβριδική μεθοδολογία. Η διόρθωση της αμιγώς αναλυτικά υπολογισμένης καμπύλης βάσει των στατιστικών στοιχείων βλαβών από μία μόνο σεισμική διέγερση 10
αποδεικνύεται συχνά προβληματική, καθώς οι πιθανές διαφορές στις τιμές του δείκτη απωλειών μεγεθύνονται σημαντικά όταν εφαρμόζονται σε όλο το εύρος των τιμών της PGA (περίπτωση RC3.1LL). Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να διορθώνεται σημαντικά όταν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από περισσότερες διεγέρσεις (με διαφορετικές τιμές της έντασης/pga). Δείκτης απωλειών 200% 180% 160% 140% 120% 100% 80% 60% RC3.1LL Ανάλυση Στατιστικά στοιχεία Υβριδ. προσέγγιση (Βάση Θεσ/νίκης) Υβριδ. προσέγγιση (Συντ. Βαρύτητας) Διάμεσοι καμπυλών τρωτότητας Δείκτης απωλειών 70% 60% 50% 40% 30% 20% RC4.2ML Ανάλυση Στατιστικά στοιχεία Υβριδ. προσέγγιση (Βάση Θεσ/νίκης) Υβριδ. προσέγγιση (Συντ. Βαρύτητας) Διάμεσοι καμπυλών τρωτότητας 40% 20% 10% 0% 0.00 0.20 0.40 0.60 0.80 1.00 1.20 1.40 PGA (g) 0% 0.00 0.20 0.40 0.60 0.80 1.00 1.20 1.40 1.60 PGA (g) Σχήμα 2. Εξέλιξη του οικονομικού δείκτη απωλειών για χαμηλά κτίρια Ο/Σ, κανονικά τοιχοπληρωμένα, με πλαισιακό σύστημα (αριστερά) και μέσου ύψους, με πιλοτή, δίδυμο σύστημα (δεξιά) σχεδιασμένα με τους παλιούς κανονισμούς (Β.Δ. 59). Σύγκριση των αμιγώς αναλυτικών αποτελεσμάτων με την υβριδική προσέγγιση και υπολογισμός των διαμέσων τιμών της PGA χρησιμοποιώντας στατιστικά στοιχεία για δύο τιμές της έντασης/pga και εμπειρικούς συντελεστές βαρύτητας 1.00 RC3.1LL 1.00 RC4.2ML 0.80 0.80 P[ds>=ds i PGA] 0.60 0.40 DS1 DS2 DS3 DS4 DS5 P[ds>=ds i PGA] 0.60 0.40 DS1 DS2 DS3 DS4 DS5 0.20 0.20 0.00 0.00 0.20 0.40 0.60 0.80 1.00 1.20 1.40 1.60 1.80 2.00 0.00 0.00 0.20 0.40 0.60 0.80 1.00 1.20 1.40 1.60 1.80 2.00 PGA (g) Σχήμα 3. Υβριδικές καμπύλες τρωτότητας για χαμηλά κτίρια Ο/Σ, κανονικά τοιχοπληρωμένα, με πλαισιακό σύστημα (αριστερά) και μέσου ύψους, με πιλοτή, δίδυμο σύστημα (δεξιά) σχεδιασμένα με τους παλιούς κανονισμούς (Β.Δ. 59). Διόρθωση των αμιγώς αναλυτικών αποτελεσμάτων βάσει των στατιστικών στοιχείων της Θεσσαλονίκης (διακεκομμένες γραμμές) ή του συνδυασμού αυτών με τα στατιστικά στοιχεία των Άνω Λιοσίων χρησιμοποιώντας εμπειρικούς συντελεστές βαρύτητας (πλήρεις γραμμές) PGA (g) Στο Σχήμα 3 παρουσιάζονται ενδεικτικά οι καμπύλες τρωτότητας για δύο τυπικές κατηγορίες κτιρίων που υπολογίστηκαν με την υβριδική μέθοδο αξιοποιώντας είτε αποκλειστικά τα στατιστικά στοιχεία της Θεσσαλονίκης του 1978, είτε αυτά 11
σε συνδυασμό με τα στοιχεία της βάσης των Άνω Λιοσίων από το σεισμό της Αθήνας του 1999. Στη δεύτερη περίπτωση οι συντελεστές βαρύτητας των στατιστικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης είναι αρκετά μεγάλοι (κοντά στο 1.0) καθώς πρόκειται για ένα αρκετά αξιόπιστο, αντιπροσωπευτικό δείγμα με άμεσα στοιχεία οικονομικών απωλειών, ενώ τα δεδομένα των Άνω Λιοσίων λαμβάνουν συντελεστές βαρύτητας με μικρότερες τιμές (της τάξης του 0.50-0.70) καθώς το δείγμα ήταν μικρότερο και επιπλέον οι οικονομικές απώλειες εκτιμήθηκαν έμμεσα βάσει του μετασεισμικού χαρακτηρισμού των κτιρίων (Kappos & Panagopoulos, 2009). Οι διαφορές που προκύπτουν είναι συχνά σημαντικές, ιδιαίτερα για τις καμπύλες που αντιστοιχούν στις μεγαλύτερες στάθμες βλάβης (DS4 και DS5). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η δημιουργία μιας ενιαίας βάσης δεδομένων με στατιστικά στοιχεία βλαβών σε κτίρια από σεισμούς που έπληξαν την ελληνική επικράτεια αποτελεί μια εθνική αναγκαιότητα αλλά και ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Η σχετική προσπάθεια που έγινε στο ΕΚΟΣΦΤ του ΑΠΘ και περιγράφηκε εδώ, και η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, συνιστά μια χρήσιμη συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση. Εντελώς απαραίτητο, κατά τους γράφοντες, είναι να υλοποιηθεί αυτό που από καιρό και από πολλές κατευθύνσεις έχει εκφρασθεί ως αίτημα, δηλαδή να θεσμοθετηθεί και να εφαρμοστεί ένα ενιαίο σύστημα μετασεισμικής καταγραφής βλαβών, με ενιαίο έντυπο, κάτι που από καιρό έχει γίνει σε άλλες χώρες όπως η Ιταλία. Η καταγραφή είναι σκόπιμο να γίνεται όχι κατά τη φάση του πρωτοβάθμιου ελέγχου (οπότε προέχει το κριτήριο του επείγοντος) αλλά του δευτεροβάθμιου, οπότε και η αξιολόγηση των βλαβών γίνεται με συστηματικότερο τρόπο. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Οι συγγραφείς θα ήθελαν να εκφράσουν τις θερμές τους ευχαριστίες σε όλους τους φορείς και τους επιστήμονες που διέθεσαν ευγενώς τα στοιχεία (συχνά το πρωτογενές υλικό) που είχαν συγκεντρώσει. Συγκεκριμένα, τους συναδέλφους τους στο ΕΚΟΣΦΤ του ΑΠΘ, ιδιαίτερα τους κκ. Πενέλη και Στυλιανίδη, για τη βάση δεδομένων του σεισμού της Θεσσαλονίκης, την κ. Καραντώνη και τον κ. Φαρδή από το Πανεπιστήμιο Πατρών για τα στοιχεία από το σεισμό του Αιγίου, το ΙΤΣΑΚ, και ιδιαίτερα τον κ. Λεκίδη, για τα στοιχεία από το σεισμό της Καλαμάτας, αλλά και την όλη συνεργασία στη δημιουργία της βάσης δεδομένων των Άνω Λιοσίων, τον κ. Βλάχο από την Εθνική Ασφαλιστική για τη βάση δεδομένων και την όλη συνεργασία του στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ΑΡΙΣΤΙΩΝ, τον ΟΑΣΠ, ιδιαίτερα τις κυρίες Παναγιωτοπούλου και Θωμά, για τα στοιχεία για το σεισμό της Αθήνας (στο πλαίσιο επίσης του ΑΡΙΣΤΙΩΝ), καθώς και τον κ. Πομόνη από την RMS για την όλη συνεργασία του στην αναζήτηση και την αξιολόγηση των διαθέσιμων στοιχείων (ιδιαίτερα για το σεισμό της Καλαμάτας) στο πλαίσιο του προγράμματος PAGER της World Housing Encyclopedia. 12
ΑΝΑΦΟΡΕΣ Anagnostopoulos, S.A., Rinaldis, D., V.A., L., Margaris, V.N. and N.P., T., The Kalamata, Greece, Earthquake of September 13, 1986, Earthquake Spectra, Vol. 3, No 2 (1987) 365-402. Andrikopoulou, K. P., Damage assessment from the earthquakes of Kalamata on 1986 Correlation of dαmage distribution with soil conditions in Kalamata: national report, Bulletin of the International Institute of Seismology and Earthquake Engineering, Vol. 23 (1989) 169-188. Kappos, A.J., Panagopoulos, G., Panagiotopoulos, C. and Penelis, G., A hybrid method for the vulnerability assessment of R/C and URM buildings, Bulletin of Earthquake Engineering, Vol. 4, No 4 (2006) 391-413. Kappos, A.J., Lekidis, V., Panagopoulos, G., Sous, I., Theodulidis, N., Karakostas, Ch., Anastasiadis, T., Salonikios, T., and Margaris, B., Analytical estimation of economic loss for buildings in the area struck by the 1999 Athens earthquake and comparison with statistical repair costs, Earthquake Spectra, Vol.23, No 2 (2007) 333-355 Kappos, A.J., Panagopoulos, G. and Penelis, G., Development of a seismic damage and loss scenario for contemporary and historical buildings in Thessaloniki, Greece, Soil Dynamics and Earthquake Enginnering, Vol. 28, No 10-11 (2008) 836-850. Kappos, A.J. and Panagopoulos, G., Fragility curves for reinforced concrete buildings in Greece, Structure and Infrastructure Engineering (2009) In press, doi:10.1080/15732470802663771 Karantoni, F.V., Fardis, M.N., Damage to Reinforced Concrete Buildings Due to the Aegion (Gr) 1995 Earthquake International Symposium Durability and Maintenance of Concrete Structures, Dubrovnik, Croatia (2004) 249-256 Koliopoulos, P.K., Margaris, B.N., and Klimis, N.S., Duration and energy characteristics of Greek strong motion records, Journal of Earthquake Engineering, Vol. 2, No 3 (1998) 391 417 Penelis G.G., Sarigiannis D., Stavrakakis E., Stylianidis K.C., A statistical evaluation of damage to buildings in the Thessaloniki, Greece, earthquake of June, 20, 1978, Proceedings of 9th WCEE, Tokyo-Kyoto, Japan, (1989) VII:187-92 Theodulidis, N.P. and Papazachos, B.C., Dependence of strong ground motion on magnitude-distance, site geology and macroseismic intensity for shallow earthquakes in Greece: I, peak horizontal acceleration, velocity and displacement, Soil Dynamics and Earthquake Engineering, Vol. 11, No 7 (1992) 387-402 Βλάχος, Ι. και Βλάχος, Σ., Συσχέτιση των Οικονομικών Απωλειών λόγω Σεισμού με τα Δομικά Χαρακτηριστικά των Κατασκευών, 3 ο ΠΣΑΜΤΣ, Αθήνα (2008) 13
Ελευθεριάδου, Α.Κ. και Καραμπίνης, Α.Ι., Αποτίμηση της Σεισμικής Τρωτότητας με Μητρώα Πιθανότητας Βλάβης, 3 ο ΠΣΑΜΤΣ, Αθήνα (2008) Λεκίδης Β., Παπαïωάννου Χ., Λεβεντάκης Γ., Τσόκας Γ., Κυρατζή Α., Ζαχαρόπουλος Σ., Ισοβλαβείς των σεισμών της Καλαμάτας, Ερευνητικό Πρόγραμμα, ΙΤΣΑΚ & Εργ. Γεωφυσικής του ΑΠΘ (1987) Κάππος, Α. Ι., Λεκίδης, Β. Α., Σαλονικιός, Θ. Ν., Αντωνιάδης, Κ. Κ. και Παρασκευόπουλος, Η. Α., Συσχέτιση της δομικής βλάβης κτιρίων Ο/Σ με οικονομικές απώλειες: Βαθμονόμηση βάσει δεδομένων από το σεισμό της Αθήνας (7-9-1999), 14 ο Ελληνικό Συνέδριο Σκυροδέματος, Κως, (2003) τ. Α, 484-495. Κάππος, Α.Ι., Λεκίδης, Β.Α., Σαλονικιός, Θ.Ν., Αντωνιάδης, Κ.Κ. και Παρασκευόπουλος, Η.Α., Συσχέτιση της Δομικής Βλάβης Κτιρίων Ο/Σ με Οικονομικές Απώλειες: Βαθμονόμηση βάσει δεδομένων από τους σεισμούς της Αθήνας (1999) και της Θεσσαλονίκης (1978), 15 ο Ελλ. Συνέδριο Σκυροδέματος, Αλεξανδρούπολη (2006) τ. Β, 218-229. Κάππος, Α., Σέξτος, Α., Παπανικολάου, Β., Κουρής, Λ., Παναγόπουλος, Γ., Στυλιανίδης, Κ., Σενάρια σεισμικής διακινδύνευσης του κτιριακού αποθέματος της πόλης των Γρεβενών, 16 ο Ελληνικό Συνέδριο Σκυροδέματος, Πάφος, Κύπρος, (2009α) Κάππος, Α., Σέξτος, Α., Παπανικολάου, Β., Κουρής, Λ., Παναγόπουλος, Γ., Στυλιανίδης, Κ. Σενάρια σεισμικής διακινδύνευσης του κτιριακού αποθέματος της πόλης Düzce με τη χρήση ολοκληρωμένου ηλεκτρονικού περιβάλλοντος, 16 ο Ελληνικό Συνέδριο Σκυροδέματος, Πάφος, Κύπρος, (2009β) Κατσίκας, A., Θεοδωράκης, Σ., Θωμά, Θ., Παναγιωτοπούλου, Δ., ΑΡΙΣΤΙΩΝ/Παρ6.2.β - Βάση δεδομένων από στοιχεία φακέλων επισκευών ΟΑΣΠ (2006) Παναγόπουλος, Γ. και Κάππος, Α.Ι., Υπολογισµός καµπυλών τρωτότητας για ελληνικά κτίρια από Ο/Σ, 15 ο Ελληνικό Συνέδριο Σκυροδέματος, Αλεξανδρούπολη (2006) τ. Β, 564-576 Πενέλης, Γ. και συν. Στατιστική αξιολόγηση των ζημιών που προκλήθηκαν από τον σεισμό της 20-6-78 στα κτίρια της Θεσσαλονίκης, Ερευνητικό Πρόγραμμα, ΑΠΘ-ΥΑΣΒΕ-ΟΑΣΠ, Θεσσαλονίκη (1986) Πομόνης, Α., Κάππος, Α.Ι., Παναγόπουλος, Γ. και Καραμπαμπά, Φ., Αξιοποίηση πραγματικών στοιχείων βλαβών καταστροφικών σεισμών στις μελέτες σεισμικής τρωτότητας, 3 o ΠΣΑΜΤΣ, Αθήνα (2008). ΥΠΕΧΩΔΕ/ΟΑΣΠ Δημιουργία βάσης δεδομένων και επεξεργασία των στοιχείων που συλλέχθηκαν από φακέλους μελετών επισκευής των τομέων αποκατάστασης σεισμόπληκτων, Logismia, Αθήνα (2005) ΥΠΕΧΩΔΕ/ΟΑΣΠ, Πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος κτιρίων δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης, Αθήνα (2001) Φαρδής, Μ.Ν., Καραντώνη, Φ.Β. και Κοσμόπουλος, Α., Μελέτη, στατιστική επεξεργασία βλαβών Αιγίου στο σεισμό της 15-6-95, Τελική Έκθεση προς τον ΟΑΣΠ, Πάτρα (1999) 14