Απόσπασμα από το βιβλίο «Η πεταλούδα της Νύχτας» της Ειρήνης Φραγκάκη που ευγενικά παραχώρησε η συγγραφέας αλλά και ο εκδοτικός οίκος ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net 1 Eκλεισε τα μάτια της κάνοντας μια ευχή κι έσβησε τα κεριά στην τούρτα της. Δώδεκα παιχνιδιάρικα φωτάκια που την περίμεναν για να της αλλάξουν την ζωή. «Να ζήσεις Μαγδούλα και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά» Όλη η οικογένεια, λιγοστοί συγγενείς και συμμαθητές της, είχαν μαζευτεί για να γιορτάσουν μαζί της τα δωδέκατα γενέθλιά της. Ένιωθε απέραντη ευτυχία μ όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε τριγύρω της. Γιατί η Μάγδα ήταν από τους ανθρώπους που αγαπούσε όλο τον κόσμο. Τραγούδια, χορός γλέντι τρικούβερτο είχαν απόψε στο σπίτι τους. Κι εκείνη το είχε στην ψυχή της. Οι μεγάλοι είχαν μαζευτεί στο σαλόνι και τα κοριτσόπουλα πιο κει έλεγαν τα μυστικά της τρυφερής ηλικίας τους σιωπηλά. Η μουσική, τα γέλια κι οι φωνές ηχούσαν σαν κελάηδισμα στ αυτιά της. Κι ένα σωρό παιχνίδια να γεμίσουν τον χρόνο, τις ψυχές και το μυαλό τους. Οι συμμαθητές της είχαν σχηματίσει πηγαδάκια σε διάφορα σημεία, κάποιοι ψιθύριζαν, κάποιοι έπαιζαν εκτός από έναν. Τον Μιχαήλ. Έστεκε ακουμπισμένος σε μια άκρη του σαλονιού κοιτάζοντάς την. Το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω της. Αθώο βλέμμα, γεμάτο τρυφερή κι αγνή αγάπη. Τα σχιστά μελιά του μάτια ήταν τόσο φλύαρα που έκαναν την καρδιά της Μάγδας να χτυπάει σαν τρελή. Το πρώτο σκίρτημα, το πρώτο εφηβικό καρδιοχτύπι και για τους δυο. Δυο περιστέρια έτοιμα να πετάξουν στον γαλανόλευκο ουρανό της νιότης. Μαγνήτες τα μάτια του, την τράβηξαν
κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. «Εσένα σε ξέχασαν Μιχαήλ μου;» του είπε καρφώνοντας τώρα το δικό της βλέμμα στο δικό του. «Δεν έχω διάθεση για παιδιαρίσματα απόψε. Δεν τους βλέπεις όλους; Λες και δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν» της είπε και χαμογέλασε. «Σαν τι δηλαδή θα ήταν καλύτερο;» «Ας πούμε να χορέψουν στους ρυθμούς αυτού του υπέροχου μπλουζ. Έχουν όλα τα κορίτσια και κάθονται μόνα τους κι αυτοί χαζολογάνε με βλακείες.» «Ναι, αλλά κι εσύ κάθεσαι μόνος. Που είναι η δικιά σου ντάμα;» «Μα αυτή περίμενα τόση ώρα. Είχε δουλειά με τους καλεσμένους της κι έκανα υπομονή μέχρι αν τελειώσει.» Τα μάγουλα της Μάγδας έγιναν κόκκινα. Η ντάμα του Μιχαήλ δεν ήταν άλλη από την ίδια. Η διαπίστωση και μόνο, ανέβασε την φλόγα της καρδιάς της κατευθείαν στο πρόσωπό της. «Μάλλον είναι περιττό να σου την συστήσω, έτσι;» «Εννοείς» «Φυσικά εννοώ εσένα χαζούλα. Κοίτα εδώ μέσα. Πώς θα μπορούσα να κοιτάξω κάποια άλλη; Είσαι το πιο όμορφο κορίτσι που έχω γνωρίσει.» «Μιχαήλ, εγώ δεν» «Ναι, ξέρω, δεν είχες καταλάβει τίποτα και είναι λογικό γιατί δεν σου έδειξα εγώ τίποτα. Όμως δεν μπορώ να κρύβομαι άλλο. Είμαι είμαι ερωτευμένος μαζί σου και θέλω να το ξέρεις. Η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν την απόρριψη αλλά δεν θα μάθαινα τι αισθάνεσαι για μένα αν δεν στο έλεγα.» Τον κοίταγε μην ξέροντας τι να απαντήσει. Κοίταξε τριγύρω, ένιωσε άβολα, είχε την αίσθηση ότι όλοι κοίταγαν εκείνη. Ο Μιχαήλ την έβγαλε από τις σκέψεις της πιάνοντάς της το χέρι και τραβώντας τη να χορέψουν. «Μα δεν χορεύει κανείς άλλος», πήγε να δικαιολογήσει την αμηχανία της. «Δεν πειράζει. Θα κάνουμε εμείς την αρχή.» Τα νεανικά τους κορμιά ενώθηκαν και άρχισαν να λικνίζονται απαλά σαν αέρινο σύννεφο. Μια μαγική στιγμή για κάθε νέο ζευγάρι, πόσο μάλλον γι αυτούς τους δύο που η νιότη τους μόλις είχε ξεκινήσει. Την κοίταγε στα μάτια κι εκείνη έλιωνε στο μελί τους. Ο χρόνος κύλαγε με πρωτόγνωρα συναισθήματα κι έπαιρνε στο πέρασμα του οτιδήποτε
παιδικό είχε απομείνει. Μεγάλωναν. Και τους άρεσε. Ήταν μαζί κι απογειώνονταν. Πόση ευτυχία μπορεί ν αντέξει μια τρυφερή ψυχούλα! Ήταν τα καλύτερα γενέθλια που της είχαν κάνει μέχρι τότε. Κι όλοι ήταν ευτυχισμένοι, όλοι γιόρταζαν μαζί της. Δεν ήταν μόνη της. Δεν είχε να φοβάται τίποτα. Είχε; Η ώρα περασμένη πια και τα καλά κάποτε τελειώνουν, δεν κρατάνε για πάντα. Μόνο η ανάμνησή τους μένει να μας τα γυρνάει στο μυαλό καθώς περνάνε τα χρόνια. Κι η Μάγδα θα είχε να θυμάται. Όλα τ αποψινά. Τον Μιχαήλ. Το αγόρι με τα μελιά μάτια που της είχε κλέψει για τα καλά την καρδιά. Ένα συναίσθημα καινούριο αλλά τόσο γλυκό που δημιουργούσε ένα ελαφρύ φτερούγισμα στην άμαθη κι αθώα καρδιά της. Έκανε όνειρα και μέσα της παρακαλούσε να πραγματοποιηθούν. Όνειρα νεανικά, αγνά, που δεν κοστίζουν κι όμως είναι ακριβά γιατί ζητούν τα πάντα. Το πρόσωπο του Μιχαήλ ήταν συνέχεια μπροστά στα μάτια της κι έκρυβε οτιδήποτε άλλο. Σκεφτόταν την επόμενη μέρα που θα τον συναντούσε στο σχολείο. Την στιγμή που θα την κράταγε από το χέρι και θα τριγύρναγαν στην αυλή του σχολείου μιλώντας, γελώντας και θα κοιτούσαν ο ένας τα μάτια του άλλου. Αθώα πραγματικότητα, τρυφερά όνειρα που περίμεναν την αγνή παιδικότητα δειλά-δειλά να δώσει τη σκυτάλη στην εφηβεία και να υλοποιήσει τις ανάγκες της ψυχής κάθε νέου. Τελειώνοντας το πάρτι μπήκε στο δωμάτιό της κι έκλεισε την πόρτα πίσω της πλημμυρισμένη ευτυχία. Όλη η βραδιά τριγύρναγε παιχνιδιάρικα στο μυαλό της. Έβαλε την πιζάμα της, χτένισε τα μακριά μαλλιά της και ξάπλωσε κι έσφιξε στην αγκαλιά της το αρκουδάκι που το είχε μαζί της από τη μέρα που γεννήθηκε. Ένα χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στο προσωπάκι της και δεν έλεγε να σβήσει. Είναι αυτό το χαμόγελο που αντικρίζουμε στα αθώα μάτια των παιδιών κι ευχόμαστε να μην χαθεί ποτέ. Κοίταζε από το ανοιχτό παράθυρο τον ξάστερο ουρανό και το φεγγάρι που φώτιζε τη νύχτα και τα κοριτσίστικα όνειρά της. Έλαμπαν σαν τ αστέρια. Έλαμπαν σαν τα μάτια της που γυάλιζαν από ευτυχία. Τα έκλεισε κι άφησε τις γλυκές σκέψεις να την πλημμυρίσουν και να γεμίσουν το είναι της. Οδηγούσαν την παιδική ζωή της κατευθείαν στα εφηβικά της όνειρα.
Ένιωσε ένα αόρατο άγγιγμα ακριβώς την στιγμή που την έπαιρνε ο Μορφέας στην αγκαλιά του. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου δεν κατάφερε να προσδιορίσει την λευκή φιγούρα που βρισκόταν πλάι της. Κι όμως, ήταν ένας άγγελος. Ένας κατάλευκος άγγελος ήταν εκεί και της μίλαγε με μια απαλή και ζεστή φωνή. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ακριβώς όπως όταν νιώθουμε πως βλέπουμε όνειρο μ ανοιχτά μάτια, έχοντας την συναίσθηση ότι στην πραγματικότητα κοιμόμαστε. Σαν να την άγγιξε ένα χέρι στον ώμο αφήνοντας μια ζεστασιά που δεν είχε νιώσει ποτέ. Η αγγελική μορφή του μπορεί να μην ήταν φανερή αλλά η αύρα που αισθανόταν η Μάγδα ήταν πάρα πολύ έντονη. Ένιωθε την ανάγκη να θέλει ν ανοίξει τα μάτια της αλλά δεν τα κατάφερε. -«Μη φοβάσαι Μάγδα. Ήμουν και θα είμαι πάντα δίπλα σου για να σε προστατεύω. Εγώ είμαι ο καλός σου άγγελος κι ότι θες κορίτσι μου, ότι σε πονάει, σ εμένα. Εγώ θα είμαι εδώ, να σου κρατώ το χέρι και να μεταφέρω τις προσευχές σου». Δεν την τρόμαζε μα δεν μπορούσε και ν αντιδράσει. Δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή. Ένιωσε όμως ένα δέος παράξενο, αυτό του άγνωστου και μες στον ύπνο της δεν την ένοιαζε τίποτα. Ένιωθε ήδη τις φτερούγες του να την αγκαλιάζουν. Και μια αγαλλίαση τύλιξε την καρδούλα της. Ώσπου ένιωσε και κάτι άλλο. Όλα ξαφνικά άρχισαν να μπερδεύονται. Δεν ήταν πια φτερούγες, αλλά χέρια που βασανιστικά εξερευνούσαν το κορμί της. Τότε ναι, φοβήθηκε. Τρόμαξε. Ήθελε να φωνάξει, ν αντιδράσει. Δεν άντεχε αυτό το άγνωστο τώρα, την τρόμαζε όσο τίποτα άλλο δεν την είχε τρομάξει μέχρι εκείνη την στιγμή. Τα χέρια συνέχιζαν να μετρούν κάθε πιθαμή του κορμιού της. Έφτασαν στο στήθος της. Ένιωθε αργές κινήσεις να ανασηκώνουν το πάνω μέρος της πιζάμας της και μια απόκοσμη ζεστασιά που ήδη είχε αρχίσει να σιχαίνεται, την έκανε να νιώθει ότι ξεκίνησε κάποιο έγκαυμα. Στο κορμί της; Στην ψυχή της; Ποιος της κατέστρεφε τα νιάτα; Ποιος της σκότωνε τα όνειρα; Ποιος την έκανε να νιώθει τόσο άθλια; Όχι, όχι. Κακό όνειρο είναι. Θα ξυπνήσει και θα τα ξεχάσει όλα. Δεν είναι αληθινό αυτό που ζει. Παραλογισμός είναι. Τρέλα της στιγμής. Δεν συμβαίνει σ εκείνη. Να, τώρα δα, θα ξυπνήσει και δεν θα δει τίποτα. Κι όμως είχε αρχίσει ήδη να ξυπνάει αλλά δεν τόλμαγε ν ανοίξει τα μάτια της. Τι φοβόταν; Δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν αντιδρούσε. Φοβόταν αυτό που θ αντίκριζε; Όλα σκοτείνιαζαν στο μυαλό της. Τα χέρια συνέχιζαν απτόητα την εξερεύνηση και το βασανιστήριο κι αυτή συνέχιζε να θέλει να βάλει τις φωνές αλλά χωρίς να τα
καταφέρνει. Η φωνή της δεν ανέβαινε στο λαρύγγι της, ίσα-ίσα που καταπλακωνόταν και βάθαινε ακόμα περισσότερο. Ένιωθε κολλημένο πάνω της ένα άλλο σώμα. Κι αυτό εκεί χαμηλά τι ήταν; Κάτι σκληρό. Μόριο. Χριστέ μου! Ένα αντρικό μόριο τριβόταν χωρίς ενδοιασμούς πάνω της. Τα βάναυσα χέρια ακολουθούσαν όλες τις κατευθύνσεις. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Και τώρα πια δεν έμειναν έξω από τις πιζάμες της. Μέσα ήταν Θεέ μου! Άγγιζαν τα πιο απόκρυφα σημεία της. Πυρακτωμένα λες κι ήταν, της άφηναν ουλές που δεν θα έσβηναν ποτέ. Στο παιδικό κορμί της, στην αθώα ψυχή της. Κι εκείνη πόναγε. Τσάκιζε. Ράγιζε. Έσπαγε. Αλλά δεν αντιδρούσε. Αναζητούσε τον άγγελό της. Την εγκατέλειψε ήδη; Ψευδαίσθηση ήταν; Γιατί; Τώρα τον χρειαζόταν. Δεν χρειάστηκε ποτέ κανέναν. Αυτή την στιγμή όμως Ζήταγε απεγνωσμένα και βουβά βοήθεια. Που δεν ερχόταν από πουθενά. Η μαμά της, που ήταν η μαμά της; Εκείνη ήθελε, να την προστατεύσει, να ξορκίσει το κακό που της έκαναν. Μα η εγκατάλειψη ήταν διπλή. Ούτε η μητέρα της, ούτε ο άγγελός της ήταν εκεί. Λίγα λεπτά, τόσο κράτησε αλλά της φάνηκε ότι είχαν περάσει αιώνες. Το κορμί της ελευθερώθηκε απότομα κι ίσα που πρόλαβε να δει την σκιά να απομακρύνεται αθόρυβα και να κλείνει πίσω της την πόρτα. Την ήξερε αυτή την σκιά. Δεν το χωρούσε το μυαλό της. -«Όχι, όχι». Μονολογούσε ψιθυριστά. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι αυτή η φιγούρα που σιχάθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη ήταν αυτή του ίδιου της του πατέρα. Ένα τεράστιο γιατί με χίλια δυο άλλα ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό και την παιδική ψυχή της.