Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΦΩΝΟΤΑΚΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ Σταυρούλα Τσιπλάκου & Ευάνθη Παπανικόλα Τμήμα Επιστημών της Αγωγής Πανεπιστήμιο Κύπρου stav@ucy.ac.cy papanicola.evanthi@ucy.ac.cy Abstract/Περίληψη In Cypriot Greek there is obligatory hardening of unstressed /i/ to [k]/[c]; this phenomenon has received some attention in the recent literature but a unitary account of the reasons for hardening and of the phonotactic constraints involved is still pending. In this paper we uphold an essentially syllable-based account, and we further show that hardening can be treated as an OCP effect. Crucially, we take into account morphophonological considerations and we propose relating obligatory antepenultimate stress in a class of compounds of both Standard and Cypriot Greek to the elision of the desyllabified segment. The proposed account makes a number of correct predictions regarding (i) the unexpected elision of [k]/[c] in compounds; (ii) the fact that the distribution of [k]/[c] does not depend on the place of articulation of the ensuing nucleus but on the place of the preceding coda; (iii) the differential distribution of [k]/[c] in other cases of stop formation, which this account attributes to a different phonological process with superficially similar results. 1. Εισαγωγή Σύμφωνα με παραδοσιακές προσεγγίσεις, οι φωνοτακτικές διατάξεις που αφορούν περιορισμούς στη σειριακή ακολουθία συμφώνων καθορίζονται συλλαβικά (Lombardi 1995). Έτσι, η Συλλαβική Προσέγγιση (Syllable-Based Approach Lombardi 1999, 2001) υιοθετεί την υπόθεση πως η παρουσία διαφόρων συμφώνων σε συγκεκριμένες ακολουθίες εξαρτάται από τη θέση που κατέχουν αυτά τα στοιχεία στο συλλαβικό πεδίο. Ο,τιδήποτε έξω από αυτό το πεδίο δεν επηρεάζει (και δε θα έπρεπε να επηρεάζει) τους φωνοτακτικούς περιορισμούς. Επιπλέον, οι φωνοτακτικοί περιορισμοί μπορούν να εκφραστούν με όρους σχετικούς με τους περιορισμούς της Ιεραρχίας Ηχηρότητας (Sonority Hierarchy). Συγκεκριμένα, υπάρχει μια καθολική διαφορά ανάμεσα στις συλλαβικές εμβάσεις και εξόδους σε σχέση με την πραγμάτωση συμφωνικών 1210
αντιθέσεων. Ετσι, αντιθέσεις οι οποίες πραγματώνονται στις εμβάσεις ουδετερώνονται στις εξόδους (βλ. Lombardi 1995). Αντίθετα, σύμφωνα με την Yπόθεση των Ακουστικών Ενδείξεων (Cue-Based Approach, Steriade 1997), οι φωνοτακτικοί περιορισμοί ερμηνεύονται με βάση τη διαφορά στην ευκολία με την οποία ακουστικές ενδείξεις μπορούν να γίνουν αντιληπτές σε διαφορετικές φωνολογικές θέσεις. Για παράδειγμα, η παρουσία ενός ηχηρού στοιχείου υποτίθεται ότι βελτιώνει την ποιότητα των ακουστικών ενδείξεων κι επομένως δημιουργεί ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την πραγμάτωση συγκεκριμένων αντιθέσεων (Steriade 1997 βλ. επίσης Blevins 2003). Στην παρούσα εργασία υποστηρίζεται πως δεδομένα από την ελληνοκυπριακή διάλεκτο στηρίζουν την υπόθεση πως οι φωνοτακτικές διατάξεις είναι αποτέλεσμα συλλαβικών περιορισμών. Γενικά τα δεδομένα φαίνεται ότι στηρίζουν τη Συλλαβική Προσέγγιση (πάντοτε μέσα στo πλαίσιo μιας συλλαβικά οριοθετημένης ανάλυσης). 2. Τα δεδομένα 2.1. Αποσυλλαβοποίηση του /i/ Στην ελληνοκυπριακή, όπως και στην Κοινή Νέα Ελληνική, το άτονο /i/ αποσυλλαβοποιείται όταν ακολουθεί ένα άλλο (τονισμένο) φωνήεν (βλ. Newton 1972, Kaisse 1992): (1) ma n dílin ma n diʎ:ú ma n díʎ:a μαντήλι, μαντηλιού, μαντήλια se n dónin se n doɲú se n dóɲa σεντόνι, σεντονιού, σεντόνια trapézin trapeζú trapéζa τραπέζι, τραπεζιού, τραπέζια krasín kraσú kraσá κρασί, κρασιού, κρασιά ðó n din ðo ɲ ɟú ðó ɲ ɟa δόντι, δοντιού, δόντια iσón:o < /is i óno/ ισιώνω kuve ɲ ɟázo < /kuve n d i ázo/ κουβεντιάζω (i)ʎ:ázume < /(i)l i ázume/ λιάζομαι κτλ. (πρβλ. ma n díli, ma n diʎú, ma n díʎa κτλ. στην Κοινή Νέα Ελληνική). 2.2. Μετατροπή σε κλειστό σύμφωνο Στη διάλεκτο, ωστόσο, ένα κλειστό [c] ή [k] εμφανίζεται απροσδόκητα μετά την αποσυλλαβοποίηση του /i/ (hardening). H γενίκευση είναι πως, όταν το προηγούμενο σύμφωνο είναι το [r], τότε εμφανίζεται το υπερωικό αλλόφωνο, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις (γενικά όταν το προηγούμενο σύμφωνο είναι στοματικό), εμφανίζεται το ουρανικό αλλόφωνο: 1211
(2) psárin psarkú psárka ψάρι, ψαριού, ψάρια Σérin Σerkú Σérka χέρι, χεριού, χέρια xorkón xorkú xorká χωριό, χωριού, χωριά < /xor i on/ terkázo< /ter i ázo/ sterkón:o < /ster i ono/ ταιριάζω στερεώνω (3) xoráfin xorafcú xoráfca χωράφι, χωραφιού, χωράφια kaláθin kalaθcú kaláθca καλάθι, καλαθιού, καλάθια molívin molifcú molífca μολύβι, μολυβιού, μολύβια pó(ð)in poθcú póθca πόδι, ποδιού, πόδια tra(γ)ú(ð)in trauθcú traúθca τραγούδι, τραγουδιού, τραγούδια (a)m:átin (a)m:aθcú (a)m:áθca μάτι, ματιού, μάτια Αντίστοιχα, στην Κοινή Νέα Ελληνική έχουμε psári, psarjú, psárja, xoráfi, xorafçú, xoráfça κτλ., δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στην Κοινή Νέα Ελληνική και στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο είναι πως η συμφωνοποίηση του /i/ οδηγεί πάντοτε σε ένα διαρκές ουρανικό και ποτέ σε ένα κλειστό ουρανικό ή υπερωικό [k]/[c], όπως συμβαίνει στην κυπριακή. Στην ελληνοκυπριακή λαμβάνουν χώρα επιπρόσθετες φωνολογικές διεργασίες. Έτσι, μπορεί να έχουμε μετατροπή του κλειστού συμφώνου που προηγείται του [k]/[c] σε διαρκές: (4) m:átin m:áθca < /mátia/ μάτι soróp h in sorófca < /sorópia/ σιρόπι (πρβλ. ktízo > xtízo «χτίζω», xaraktiristiká > xaraxtiristiká «χαρακτηριστικά»). Ακόμα μπορεί να έχουμε παράλειψη συμφώνου από το παραγόμενο σύμπλεγμα: (5) aðérfca > aðérca αδέλφια 1212
3. Προβλήματα με τις υπάρχουσες προσεγγίσεις 3.1. Προβλήματα με τη Συλλαβική Προσέγγιση Σημειώνουμε σύντομα ότι η Συλλαβική Προσέγγιση αδυνατεί να εξηγήσει συγκεκριμένες περιπτώσεις φωνοτακτικών διατάξεων. Για παράδειγμα, μπορεί να έχουμε την ακολουθία VDRV (όπου το D ισοδυναμεί με ηχηρό στοματικό σύμφωνο, π.χ. tavrín «μικρό βόδι»), αλλά αν υποτεθεί ο συλλαβισμός VD RV, το ηχηρό D τοποθετείται σε θέση εξόδου. 3.2. Προβλήματα με την υπόθεση των Ακουστικών Ενδείξεων Σύμφωνα με την υπόθεση των Ακουστικών Ενδείξεων (Steriade 1997, Blevins 2003), o τύπος συμφωνοποίησης που εξετάζουμε λαμβάνει χώρα όταν το /i/ ακολουθείται από φωνήεν. Όσον αφορά τη μετατροπή του κλειστού που προηγείται σε διαρκές (βλ. (4)), η παρουσία ενός φωνήεντος πριν το κλειστό σύμφωνο επιτρέπει τη δημιουργία των κατάλληλων και απαραίτητων ακουστικών ενδείξεων ώστε να λάβει χώρα η συγκεκριμένη μετατροπή. Παρ όλα αυτά, υπάρχουν δεδομένα όπως: (6) kriás > *krkás κρέας kopriá > *koprká κοπριά Επίσης, η υπόθεση των Ακουστικών Ενδείξεων δεν μπορεί να εξηγήσει περιπτώσεις όπως η (7), όπου ένα φωνήεν προηγείται του στοματικού συμφώνου αλλά αυτό δεν είναι αρκετό ώστε να γίνει η μετατροπή από κλειστό σε διαρκές : (7) ecí > *eçí εκεί 3.3. Η ανάλυση της Κaisse (1992) Σύμφωνα με την Kaisse (1992), ο συγκεκριμένος τύπος συμφωνοποίησης στην κυπριακή είναι απλά η εξάπλωση του χαρακτηριστικού [συμφωνικό] (consonantal) από ένα σύμφωνο σε ένα ημίφωνο που ακολουθεί: 1213
(8) Συμφωνοποίηση: <[+ηχηρό]> Ρίζα Ρίζα <[+διαρκ.]> [+διαρκ.] [-διαρκ.] Εξαιρούνται περιπτώσεις όπου ένα μη διαρκές ηχηρό προηγείται ενός ημιφώνου. Σε αυτήν την περίπτωση η συμφωνοποίηση δε λαμβάνει χώρα (βλ. (7)). Η Kaisse (1992) υποστηρίζει πως αυτό οφείλεται σε έναν ανεξάρτητο περιορισμό ο οποίος απαιτεί τα συμπλέγματα [+συμφωνικών] στοιχείων στην ελληνοκυπριακή να ακολουθούν το σχήμα στο (9): (9) Συμφωνικά συμπλέγματα στην ελληνοκυπριακή αν [+συμφωνικό] [+συμφωνικό] τότε [+διαρκές] [-διαρκές] Σύμφωνα με τον Harris (1996), είναι αναγκαίο το στοιχείο-στόχος να μην κατέχει πυρηνική συλλαβική θέση, ώστε να αποφευχθεί η υπεργενίκευση της διαδικασίας σε περιπτώσεις φωνηέντων τα οποία δεν υπόκεινται σε αποσυλλαβοποίηση (δεδομένα από τον Harris (1996), πρβλ. και (7)): (10) káti > *káθi κάτι (a)m:átin > *(a)m:áθin μάτι 3.4. Η πρόταση του Ηarris (1996) Σύμφωνα με τον Harris (1996), η μετατροπή σε [k]/[c] στην κυπριακή καθορίζεται συλλαβικά, με την επιπλέον προϋπόθεση πως κατάλληλο συλλαβικό περιβάλλον θεωρείται ένα συμφωνικό σύμπλεγμα που αποτελείται από συλλαβική έξοδο (coda) ακολουθούμενη από συλλαβική έμβαση (onset) το συμφωνοποιημένο στοιχείο προφανώς καταλήγει σε θέση έμβασης, με εξαίρεση περιπτώσεις όπως αυτές στο (6). Ο Harris (1996) ερμηνεύει την αποτυχία αποσυλλαβοποίησης και επανασυλλαβοποίησης του /i/ ως έμβασης σε αυτές τις περιπτώσεις υποθέτοντας πως στην κυπριακή υπάρχει περιορισμός της έμβασης σε δύο στοιχεία: 1214
(11) kopriá *koprká O N O N N O N O N X X X X X X X X X X X X k o p r ι a k o p r k a Με αλλά λόγια, η αποσυλλαβοποίηση του /i/ λαμβάνει χώρα όταν ένα και μόνο ένα σύμφωνο προηγείται του /i/ εξαιτίας ενός ανεξάρτητου κανόνα της κυπριακής που περιορίζει την έμβαση σε δύο στοιχεία. Ο Harris (1996) αναφέρει σημαντικά δεδομένα τα οποία υποστηρίζουν την υπόθεση πως ο συγκεκριμένος τύπος συμφωνοποίησης επιτρέπεται μετά από σύμφωνο που κατέχει συλλαβική θέση εξόδου. Τέτοια δεδομένα είναι η απλοποίηση συμφωνικών συμπλεγμάτων πριν το συμφωνοποιημένο /i/ επαναλαβάνουμε εδώ τα δεδομένα στο (5): (5) aðérfca > aðérca αδέλφια Η ρίμα στην κυπριακή αποτελείται από ένα μόνο συμφωνικό στοιχείο, το οποίο κατέχει θέση εξόδου. Έτσι, σε περιπτώσεις όπως το /aðérfia/ το /r/ κατέχει θέση εξόδου, ενώ το /f/ που ακολουθεί κατέχει θέση έμβασης. Όταν λαμβάνει χώρα η συμφωνοποίηση του /i/, το /f/ παραλείπεται. Σύμφωνα με τον Harris, αυτό συμβαίνει διότι αν είχαμε aðérfca, η θέση εξόδου θα ήταν κατειλημμένη από το /r/. Συνεπώς, θα είχαμε στην έμβαση ένα συμφωνικό σύμπλεγμα αποτελούμενο από τα [f] και [c]. Κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό, γιατί η συμφωνοποίηση που εξετάζουμε συμβαίνει μόνο όταν το στοιχείο που προηγείται κατέχει θέση εξόδου και όχι θέση έμβασης. Το γεγονός πως η συγκεκριμένη μετατροπή επιτρέπεται σε περιβάλλον εξόδουέμβασης τεκμηριώνεται επιπλέον από την απλοποίηση συμφωνικών συμπλεγμάτων αποτελούμενων από διπλά σύμφωνα, αλλά και από τη μετατροπή του κλειστού σε τριβόμενο, η οποία οδηγεί σε αντιστροφή της ηχητικής καμπύλης από ανοδική σε καθοδική. Δημιουργείται έτσι το κατάλληλο συλλαβικό περιβάλλον για τη συμφωνοποίηση που εξετάζουμε, δηλαδή ένα συλλαβικό περιβάλλον αποτελούμενο από μια θέση εξόδου ακολουθούμενη από μια θέση έμβασης: (12) xápia > xáfca χάπια a ɲ gáθia > a ɲ gáθca αγκάθια pútia > púθca μπούτια 1215
Προβληματικό ωστόσο παραμένει το γεγονός πως η μετατροπή του /i/ σε [k]/[c], η μετατροπή των κλειστών σε τριβόμενα κτλ. μπορούν να συμβούν στην αρχή της λέξης, θέση η οποία συνήθως καταλαμβάνεται από συμφωνικά συμπλέγματα τα οποία χαρακτηρίζονται συλλαβικά ως έμβαση. Σύμφωνα με τον Harris, το πρόβλημα μπορεί να αποφευχθεί αν υποθέσουμε πως η προσωδιακή και όχι η μορφολογική λέξη είναι η βασική μονάδα για σκοπούς συλλαβισμού (π.χ. [tafcá] «τα αυτιά»). 5. Άλυτα προβλήματα και μια νέα πρόταση Η συλλαβική προσέγγιση όπως προτείνεται από το Harris (1996) είναι γενικά επιτυχής ως προς το ότι (α ) υποθέτει μια κοινή διαδικασία συλλαβισμού, (β ) εξηγεί τους φωνοτακτικούς περιορισμούς στην κυπριακή χωρίς να αναγκάζεται να εγκαταλείψει καθολικούς περιορισμούς όπως ο αποκλεισμός της καθοδικής ηχηρότητας στα συμφωνικά συμπλέγματα τα οποία κατέχουν κοινή συλλαβική θέση έμβασης. Ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα είναι ο εστιασμός σε αποκλειστικά συλλαβικές συνθήκες κάτω από τις οποίες λαμβάνει χώρα ο συγκεκριμένος τύπος συμφωνοποίησης. Ωστόσο, σε αντίθεση με την Kaisse (1992), η οποία εξηγεί τη διαδικασία ως εξάπλωση του στοιχείου της συμφωνικότητας (βλ. και Νevins 2007) ακολουθούμενη από ανομοίωση ως προς τη διάρκεια, δηλαδή ένα φαινόμενο που σχετίζεται με την Αρχή του Υποχρεωτικού Περιγράμματος (Obligatory Contour Principle, βλ. ενδεικτικά Selkirk 1982, Yip 1988), ο Harris (1996) δεν προσφέρει κάποια εξήγηση για το λόγο ύπαρξης αυτής της ιδιάζουσας φωνολογικής διαδικασίας της κυπριακής, και δεν τη συσχετίζει με κάποιες καθολικότερες φωνολογικές αρχές (βλ. επίσης Malikouti-Drachman 2001, 2003). Επιπλέον, τόσο ο Harris (1996) όσο και η Κaisse (1992) δεν εξηγούν την εναλλαγή των [k]/[c], η οποία, όπως είδαμε στα (2) και (3), φαίνεται ότι υπόκειται σε κάποιους αυστηρούς περιορισμούς. 5.1 Μια εναλλακτική προσέγγιση Όπως προαναφέραμε, η κυπριακή δεν επιτρέπει τη συνύπαρξη δύο συμφώνων που μοιράζονται την ίδια αξία ως προς τη διάρκεια (Αρχή του Υποχρεωτικού Περιγράμματος σε σχέση με τη διάρκεια): (13) Κοινή Νέα Ελληνική κυπριακή γðérno xtérno γδέρνω vjéno fcén:o βγαίνω vγázo fkál:o βγάζω 1216
arγó arkó αργώ ðjo θco δυο Το ίδιο συμβαίνει και με τις ακολουθίες δύο κλειστών συμφώνων, οι οποίες δεν επιτρέπονται στην κυπριακή: (14) Κοινή Νέα Ελληνική κυπριακή xaraktíras xaraxtíras χαρακτήρας optó oftón οπτό Στην κυπριακή υπάρχουν επιπρόσθετα φαινόμενα ανομοίωσης που μπορούν να εξηγηθούν με βάση την Αρχή του Υποχρεωτικού Περιγράμματος σε σχέση με τη διάρκεια, όπως, για παράδειγμα, η «δάσυνση» του δεύτερου κλειστού: (15) Κοινή Νέα Ελληνική κυπριακή ptόsi pt h όsi πτώση aptόs apt h όs απτός Αντίστοιχα μπορεί να εξηγηθεί η απουσία συμπλεγμάτων αποτελούμενων από δύο ηχηρά σύμφωνα (διαρκή ή κλειστά) με ηχηρό κλειστό να κατέχει δεύτερη θέση μέσα στο σύμπλεγμα. Όπως είναι γνωστό, τα ηχηρά κλειστά στα κυπριακά είναι πάντοτε προερρινοποιημένα: (16) Κοινή Νέα Ελληνική κυπριακή dóros n dóros ντόρος á (ɲ) ɟelos á ɲ ɟelos άγγελος garízo a ŋ ganízo γκαρίζω babás m ba m bás μπαμπάς Στα προερρινοποιημένα ηχηρά κλειστά αλληλοεπικαλύπτονται ο διαρκής και ο μη διαρκής τρόπος άρθρωσης (βλ. και Nevins 2007). Κατα συνέπεια, σε περιπτώσεις όπως αυτές στο (13), π.χ γðérno > *γ n dérno, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η μετατροπή του [ð] σε [ n d] θα παραβίαζε την Αρχή του Υποχρεωτικού Περιγράμματος σε σχέση με τη διάρκεια, και ότι η αηχοποίηση του [ n d] σε [t] είναι αναγκαία για τη δημιουργία ενός αποδεκτού συμπλέγματος αποτελούμενου από την ακολουθία διαρκούς-κλειστού. Συνολικά, λοιπόν, μπορούμε να ισχυριστούμε πως η ιδιάζουσα μορφή συμφωνοποίησης που εξετάζουμε στην εργασία αυτή δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, αλλά ανήκει σε ένα 1217
σύνολο συναφών φωνολογικών διαδικασιών, oι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν ως μέσα αποφυγής της παραβίασης της Αρχής του Υποχρεωτικού Περιγράμματος σε σχέση με τη διάρκεια: (17) μετατροπή κλειστού σε διαρκές: xaraktíras ~ xaraxtíras χαρακτήρας δάσυνση: xorjó ~ xorkón απτός μετατροπή σε [k]/[c]: aptós ~ aptpph ós χωριό μετατροπή σε [k]/[c] και αηχοποίηση: ðjaléγο ~ θcaléo διαλέγω Ως τώρα, δεν έχουμε προσφέρει κάποια εξήγηση για τη φαινομενική παραβίαση του περιορισμού της ανοδικής καμπύλης ηχηρότητας σε συμφωνικά συμπλέγματα όπως τα παραπάνω. Όπως προαναφέραμε, η μετατροπή σε [k]/[c] δημιουργεί συμφωνικά συμπλέγματα στην αρχή της λέξης τα οποία χαρακτηρίζονται από καθοδική καμπύλη ηχηρότητας: (18) θcaléο < ðialéγο διαλέγω fca < aftiá αφτιά rka < γriá γριά Mια πιθανή εξήγηση μπορεί να προκύψει από την ιεράρχηση των σχετικών περιορισμών. Έτσι, τα δεδομένα στο (18) μπορούν να εξηγηθούν αν υποθέσουμε πως στην κυπριακή η Αρχή του Υποχρεωτικού Περιγράμματος ως προς τη διάρκεια είναι ιεραρχικά ισχυρότερη από τον περιορισμό της ανοδικής καμπύλης ηχηρότητας, όπως έχει ήδη προταθεί από την Coutsougera (2002). 5.2. Η κατανομή του ουρανικού και του υπερωικού Οι προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν μέχρι τώρα δεν εξηγούν τους περιορισμούς που ρυθμίζουν την εμφάνιση των [c]/[k] (π.χ. psárin ~ psarkú ~ psárka αλλά xoráfin ~ xorafcú ~ xoráfca, πρβλ. (2) και (3)), οι οποίοι, όπως παρατηρήσαμε πιο πάνω, είναι ιδιαίτερα σθεναροί. Ιδιαίτερα η εμφάνιση του [c] είναι απροσδόκητη, δεδομένου του περιορισμού, που ισχύει τόσο στη διάλεκτο όσο και στην Κοινή Νέα Ελληνική, πως ένα ουρανικό στοιχείο θα πρέπει να ακολουθείται από τα εμπρόσθια φωνήεντα [i] και [e], ενώ ένα υπερωικό στοιχείο, σε αυτήν την περίπτωση το [k], θα πρέπει να ακολουθείται από τα κεντρικά και οπίσθια φωνήεντα [a], [o] και [u]. Ο περιορισμός αυτός θα έπρεπε να οδηγεί στα τα πιο κάτω αποτελέσματα: 1218
(19) xoráfin *xorafkú *xoráfka χωράφι, χωραφιού, χωράφια kaláθin *kalaθkú *kaláθka καλάθι, καλαθιού, καλάθια molívin *molifkú *molífka μολύβι, μολυβιού, μολύβια pó(ð)in *poθkú *póθka πόδι, ποδιού, πόδια tra(γ)ú(ð)in *trauθkú *traúθka τραγούδι, τραγουδιού, τραγούδια (a)m:átin *(a)m:aθkú (a)m:áθka μάτι, ματιού, μάτια Ωστόσο, η αναμενόμενη εμφάνιση ουρανικού ή υπερωικού ανάλογα με το φωνήεν που έπεται ισχύει σε περιπτώσεις μετατροπής σε κλειστό όπως οι παρακάτω: (20) érkume < /érx-/ έρχομαι ércese έρχεσαι árcepsa (και ártσepsa) άρχισα Ακόμα, όπως είναι γνωστό, στην κυπριακή τα ουρανικά κλειστά έχουν προστριβή αλλόφωνα, π.χ. ce / tσe «και» ή á ɲ ɟelos / á ɲ dζelos «άγγελος». Όμως, όπως φαίνεται και από το (20) σε συνδυασμό με το (21) πιο κάτω, η μετατροπή σε [c] δεν ακολουθείται πάντα από περαιτέρω μετατροπή σε προστριβές. Έτσι, ενώ είναι δυνατή η εναλλαγή árcepsa / ártσepsa «άρχισα», η περαιτέρω μετατροπή σε προστριβές δεν είναι επιτρεπτή σε περιπτώσεις όπως οι (21) xoráfin xoráfca *xoráftσa χωράφι, χωράφια kaláθin kaláθca *kaláθtσa καλάθι, καλάθια Μια ακόμα πιο ενδιαφέρουσα διάσταση του προβλήματος είναι το γεγονός πως το κλειστό [k]/[c] υποχρεωτικά παραλείπεται σε μια μεγάλη κατηγορία ονοματικών συνθέτων. Η παράλειψη του [k]/[c] περιέργως συνδυάζεται με υποχρεωτικό τονισμό στην προπαραλήγουσα, που, όπως είναι γνωστό, είναι ένας πιο γενικός περιορισμός που αφορά τη συγκεκριμένη κατηγορία συνθέτων στα ελληνικά (βλ. Nespor & Ralli 1994, 1996, Ralli 1992, Drachman & Malikouti-Drachman 1999): (22) xoráfca paʎ:oxoráfca pa ʎ:oxórafa χωράφια, παλιοχώραφα, παλιοχωράφια *pa ʎ:oxórafca 1219
sirtárka zaosirtárka zaosírtara συρτάρια, στραβοσύρταρα, στραβοσυρτάρια *zaosírtarka Το ίδιο ισχύει και για την Κοινή Νέα Ελληνική : (23) xoráfça paʎoxoráfça paʎoxórafa χωράφια, παλιοχώραφα, παλιοχωράφια *paʎoxórafça sirtárja paʎosirtárja paʎosírtara συρτάρια, παλιοσύρταρα, παλιοσυρτάρια *paʎosírtarja Το φαινόμενο αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με βάση το γεγονός ότι σύνθετα όπως τα paʎoxórafa < paʎoxórafo έχουν τα μορφολογική δομή [ [ [θέμα] ο [θέμα] ] ο], όπου το πρώτο [ο] είναι το συνδετικό φωνήεν και το δεύτερο το κλιτικό μόρφημα (βλ. Ralli 1992, Nespor & Ralli 1996, Malikouti-Drachman & Drachman 1989) τα σύνθετα αυτά τονίζονται στην προπαραλήγουσα. Αντίθετα, σε σύνθετα όπως τα paʎoxoráfi > paʎoxoráfça έχουμε διατήρηση του αρχικού τόνου (stress preservation), όπως φαίνεται από την αντιγραμματικότητα των *paʎoxórafi > *paʎoxórafça. Εξακολουθούμε επομένως να χρειαζόμαστε μια ανεξάρτητη εξήγηση για τις μορφοφωνολογικές διαφορές ανάμεσα στα paʎoxórafo > paʎoxórafa και paʎoxoráfi > paʎoxoráfça (Κοινή Νέα Ελληνική) ή paʎ:oxoráfca (κυπριακή). Στη συνέχεια θα υποστηρίξουμε ότι η εξήγηση αυτή ερμηνεύει και την εμφάνιση των [k]/[c] σε φωνολογικά απροσδόκητα περιβάλλοντα στην κυπριακή. Οι Nespor & Ralli (1996) έχουν προτείνει πως τα ουδέτερα σύνθετα όπως το paʎoxoráfi έχουν τη δομή [ [θέμα] ο [θέμα] ]. Το τελικό [i] είναι μέρος του δεύτερου θέματος και η μορφολογική κατάληξη ( ) είναι μηδενική, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται ως συλλαβική θέση. Επομένως, η φαινομενική διατήρηση του αρχικού τόνου σε αυτά τα σύνθετα είναι απλά ένα επιφαινόμενο του νόμου της τρισυλλαβίας. Σύμφωνα με τις Nespor & Ralli (1996), αυτή η υπόθεση μπορεί να εξηγήσει την φαινομενικά παντελή απουσία ουδετέρων ουσιαστικών σε [i] με τόνο στην προπαραλήγουσα στην ελληνική, και επομένως και στην κυπριακή. Γιατί όμως μια κενή συλλαβική θέση να σχετίζεται με την κατανομή ουρανικών/υπερωικών στοιχείων σε φωνολογικά απροσδόκητα περιβάλλοντα στην κυπριακή; Υποθέτουμε πως σε περιπτώσεις όπως το xoráfin~ xοrafcú (ή xoráfi ~ xοrafçú στην Κοινή Νέα Ελληνική) το άτονο /i/ αποσυλλαβίζεται και έπεται η συμφωνοποίησή του, με βάση περιορισμούς που αναλύσαμε σε προηγούμενες ενότητες. Στην Κοινή Νέα Ελληνική η διαδικασία σταματά με τη μετατροπή του /i/ σε διαρκές σύμφωνο (επομένως xoráfça), ενώ στην κυπριακή καταλήγει σε 1220
κλειστό σύμφωνο εξαιτίας της ιεραρχικής κυριαρχίας της Αρχής του Υποχρεωτικού Περιγράμματος ως προς τη διάρκεια, όπως προτάθηκε πιο πάνω. Ας υποθέσουμε τώρα πως το συμφωνοποιημένο στοιχείο, το [k]/[c],κατέχει συλλαβική θέση έμβασης σε έναν κενό πυρήνα. Αυτός είναι η κενή γραμματική κατάληξη στα ουδέτερα ουσιαστικά που φαινομενικά λήγουν σε [i], όπως προτείνουν και οι Nespor & Ralli (1996). Το στοιχείο που ενδέχεται να προηγείται του [k]/[c] κατέχει θέση εξόδου στην προηγούμενη συλλαβή (βλ. Harris 1996). H ανάλυση αυτή κάνει τις εξής ορθές προβλέψεις: (α ) Στην κυπριακή η συλλαβή που αποτελείται από το [k]/[c] και τον κενό συλλαβικό πυρήνα μπορεί να εμφανιστεί σε σύνθετα, αλλά (φαινομενικά) μόνο με τόνο στην παραλήγουσα έτσι, έχουμε paʎ:oxoráfin > paʎ:oxoráfca, αλλά όχι * paʎ:oxórafca. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται αν υποθέσουμε ότι η υποκείμενη δομή είναι paʎ:oxoráfi n ~ paʎ:oxoráfc a, δηλαδή με την υπόθεση ότι υπάρχει μια επιπρόσθετη συλλαβή, με πυρήνα το κενό ληκτικό μόρφημα και έμβαση το συμφωνοποιημένο /i/. Αυτό εξηγεί το φαινομενικό τόνο στην παραλήγουσα (στην πραγματικότητα έχουμε και εδώ τόνο στην προπαραλήγουσα) δομές όπως *paʎ:oxórafc a με τόνο (φαινομενικά) στην προπαραλήγουσα δεν είναι αποδεκτές γιατί παραβιάζουν το νόμο της τρισυλλαβίας, και καθίστανται αποδεκτές μόνο με πτώση (elision) της συλλαβής που αποτελείται από το συμφωνοποιημένο [i] και τον κενό πυρήνα. Σημειώνουμε ότι αν δεν υποτεθεί η ύπαρξη αυτής της πυρηνικής συλλαβικής θέσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγηθεί το γεγονός ότι η παράλειψη ενός συμφώνου σε σύνθετα όπως paʎ:oxórafa (και όχι *paʎ:oxórafca) οδηγεί σε αποδεκτό ως προς την τρισυλλαβία αποτέλεσμα. Τα αντίστοιχα δεδομένα της Κοινής Νέας Ελληνικής (paʎ:oxórafa και όχι *paʎ:oxórafça)εξηγούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. (β ) Στην κυπριακή μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ύπαρξη ενός κενού συλλαβικού πυρήνα ανάμεσα στο συμφωνοποιημένο /i/ και στο ληκτικό φωνήεν παρεμποδίζει τη μετατροπή του συμφωνοποιημένου στοιχείου σε υπερωικό ή ουρανικό ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του φωνήεντος αυτού, επομένως έχουμε xoráfca αλλά όχι *xoráfka, κτλ. Μπορούμε επίσης να εικάσουμε ότι το συμφωνοποιημένο στοιχείο εμφανίζεται ως ουρανικό ή ως υπερωϊκό ανάλογα με τον τόπο άρθρωσης του συμφώνου που προηγείται, και έτσι έχουμε xoráfca αλλά sirtárka. Η διαλεκτική διαφοροποίηση ανάμεσα στην Κοινή Νέα Ελληνική και στην κυπριακή συνίσταται στο ότι στην Κοινή Νέα Ελληνική το συμφωνοποιημένο /i/ μετατρέπεται συστηματικά σε διαρκές ουρανικό, π. χ. xoráfça, sirtárja, αλλά όχι *xoráfxa, *sirtárγa. Αν και οι λόγοι για τη συστηματική εμφάνιση ουρανικού στην Κοινή Νέα Ελληνική δεν είναι απόλυτα σαφείς, η υπόθεση ότι το ουρανικό είναι έμβαση ενός κενού πυρήνα εξηγεί γιατί δεν έχουμε υπερωικό σε περιπτώσεις όπως *xoráfxa, *sirtárγa κτλ. 1221
(γ ) H εναλλαγή υπερωικού και ουρανικού στα érkume και ércese προβλέπεται επίσης ορθά. Στις περιπτώσεις αυτές τα [k]/[c] δεν είναι εμβάσεις σε κενό συλλαβικό πυρήνα, αλλά έχουμε απλή μετατροπή διαρκούς σε κλειστό (π.χ. /érx-/ > érkume>, /érç-/ > ércese). Έτσι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιπτώσεις, η εμφάνιση του ουρανικού ή του υπερωικού αλλοφώνου εξαρτάται από τον τόπο άρθρωσης του πυρηνικού φωνήεντος. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στην Κοινή Νέα Ελληνική (π.χ. érxome αλλά érçese). (δ ) Τέλος, η ανάλυση ενισχύεται από το γεγονός ότι στις περιπτώσεις που δεν μεσολαβεί κενός πυρήνας, το ουρανικό αλλόφωνο μπορεί να μετατραπεί σε προστριβές, π.χ. árcepsa και ártσepsa. για τον ίδιο λόγο, η ανάλυση προβλέπει ορθά ότι στην κυπριακή έχουμε xoráfca αλλά όχι *xoráftσa. Συμπεράσματα Η ανάλυση που προτάθηκε στηρίζεται στη Συλλαβική Προσέγγιση και αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις συμφωνοποίησης/μετατροπής σε κλειστό σύμφωνο στην κυπριακή όχι ως ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της διαλέκτου αλλά ως αποτέλεσμα της εφαρμογής γενικών φωνολογικών αρχών. Η πρόταση ότι η συμφωνοποίηση του /i/ συνδέεται με την ύπαρξη ενός κενού συλλαβικού πυρήνα τεκμηριώνεται από ανεξάρτητα μορφοφωνολογικά δεδομένα και μπορεί να εξηγήσει διαστάσεις τόσο της φωνητικής ποικιλότητας στην κυπριακή διάλεκτο όσο και της (μικρο-)διαλεκτικής διαφοροποίησης ανάμεσα στην κυπριακή και την Κοινή Νέα Ελληνική. Βιβλιογραφικές αναφορές: Blevins, J., (2003). The independent nature of phonotactic constraints. In C. Fery & R. van R. de Vijver (eds) The Syllable in Optimality Theory. Cambridge: Cambridge University Press, 375-403. Coutsougera, P., (2002). The semivowel and its reflexes in Cypriot Greek. Unpublished PhD thesis, University of Reading. Drachman, G., & A. Malikouti-Drachman, (1999). Greek word stress. In H. van der Hulst (ed.) Word Prosodic Systems in the Languages of Europe. Berlin & New York: Mouton de Gruyter, 897-945. Harris, J., (1996). Phonological output in redundancy-free and fully interpretable. In J. Durand & B. Laks (eds). Current Trends in Phonology: Models and Methods. Vol. 1. Manchester: European Studies Research Institute, 305-332. Kaisse, E. M., (1992). Can (consonantal) spread? Language 68, 313-332. 1222
Lombardi, L., (2001). Why place and voice are different: constraint-specific alternations in Optimality Theory. In L. Lombardi (ed.). Segmental Phonology in Optimality Theory. Cambridge: Cambridge University Press, 13-45. Lombardi, L., (1999). Positional faithfulness and voicing assimilation in Optimality Theory. Natural Language and Linguistic Theory 17, 267-302. Lombardi, L., (1995). Laryngeal neutralization and syllable wellformedness. Natural Language and Linguistic Theory 13, 39-74. Malikouti-Drachman, A., (2003). On Cypriot geminates. Journal of Greek Linguistics 4, 69-76. Malikouti-Drachman, A., (2001). Opaque interactions in Cypriot Greek. In Y. Agouraki et al. (eds) Proceedings of the 4 th International Conference on Greek Linguistics. Thessaloniki: University Studio Press, 54-61. Nespor, M., & A. Ralli (1994). Stress domains in Greek compounds: a case of morphologyphonology interface. In I. Philippaki-Warburton et al. (eds) Themes in Greek Linguistics. Amsterdam: John Benjamins, 201-208. Nespor, M., & A. Ralli (1996). Morphology-phonology interface: phonological domains in Greek compounds. The Linguistic Review 13, 357-382. Nevins, A., (2007). Phonological representations and the chimeric behaviour of glides. Paper presented at the University of Cambridge, May 2007. Newton, B., (1972). Cypriot Greek: its phonology and inflections. The Hague: Mouton. Papanicola, E., (2005). Are phonotactics syllabically conditioned? The case of the Cypriot Greek dialect. Μ.Α. Thesis, Department of Linguistics, University College London. Ralli, A., (1992). Compounds in Modern Greek. Rivista di Linguistica 4, 143-174. Selkirk, E. O., (1982). The syllable. In H. van der Hulst & N. Smith (eds) The Structure of Phonological Representations. Foris, Dordrecht, 337 383. Steriade, D., (1997). Phonetics in phonology: the case of laryngeal neutralization. Ms., Department. of Linguistics, UCLA. Yip, M., (1988). The Obligatory Contour Principle and phonological rules: a loss of identity. Linguistic Inquiry 19, 65-100. 1223