Eχουν στοιβάξει οι καλόγεροι στα υπόγεια καύκαλα Αγίων και τα κόκαλα των πνιγμένων. Γεμίζουν τα μπουντρούμια, μανταλώνουνε τις πόρτες και καργάρουν αποθήκες και κελάρια Καθόμασταν σε έναν μεγάλο ξύλινο πάγκο στο εσωτερικό της εκκλησίας του Νιόκαστρου τρέμοντας απ το κρύο και τον φόβο. Τέσσερα πιτσιρίκια αδύναμα κοντά παντελόνια, πάνινες τιράντες και κεφάλια κουρεμένα σύρριζα με την ψιλή. Ο Νιόνιος ο καντηλανάφτης (λοστρόμος κάποτε σε φορτηγά, συνταξιούχος ναυτικός, ψαράς ερασιτέχνης έπειτα, κι απ τα μικράτα του παραμυθάς) διηγιόταν παραστατικά απολαμβάνοντας την τρομάρα μας το φως χρωματισμένο απ τα παράθυρα της εκκλησιάς έκανε σχέδια στο μούτρο του. Ο παπα-λάμπρος είχε μπλέξει σε κηδεία ανθρώπου νέου και καθυστερούσε ανα-
10 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ βλήθηκε το σαββατιάτικο κατηχητικό. Τα άλλα παιδιά βαρέθηκαν να περιμένουν κι έφυγαν. Είχαμε μείνει τελευταίοι εμείς οι τέσσερις. Βρήκαν τα κόκαλα, όταν πήγαν να καλογερέψουν στα Στροφάδια. Τα είχαν μαζεμένα οι νεράιδες κείνες που, όταν περνούν από κοντά πλεούμενα, αρχίζουν το τραγούδι και μπερδεύουν τις πυξίδες. Έσφιγγα τα δόντια να μην τρέμει το σαγόνι. Ο καντηλανάφτης στεκόταν όρθιος μπροστά μας, είχε ανασηκώσει τις χερούκλες και κρεμόντουσαν τα ρασομάνικά του. Νύχτωνε και το φως των καντηλιών κουνιόταν πάνω απ τα κεφάλια των Αγίων. Πάμε να φύγουμε, μουρμούρισα στον διπλανό μου σκύβοντας. Δεν σάλεψε κανείς. Ο Νιόνιος συνέχισε να αυτοσχεδιάζει παρασυρμένος απ τα παραμύθια του: Καμιά φορά τις νύχτες γυρίζουν και αλλάζουνε πλευρό τα κόκαλα των πεθαμένων για να ξεμουδιάσουν και τότε ακούγεται αχός βαρύς και γδούπος, σαν να τραβάει το κύμα βότσαλα μεγάλα στον βυθό. Κι ύστερα ανεβαίνουνε φωνές, που τις ακούν όσοι αρμενίζουνε στο πέλαγο. Είδες ποτέ σου, καπετάνιε, εσύ νεράιδες; Γούρλωσε ο γέροντας τα μάτια, κάρφωσε το βλέμμα
ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ 11 στον αναιδή, που είχε τολμήσει να διακόψει τη μακάβρια αφήγηση, και ρώτησε αυστηρά: Εσένα πώς σε λένε; Τίνος είσαι; Του Γιώργη του Θαλασσινού, ο Στρατής. Αφού ικανοποίησε την περιέργειά του ο νεωκόρος, έξυσε το σαγόνι, κούνησε το κεφάλι και έλυσε την απορία του μικρού: Άμα τις είχα ακούσει, ρε χαμένο, θα ήμουνα τώρα εδώ; Αυτές είναι που αρπάζουνε τους ναύτες από τα καΐκια. Εγώ, θείο, θα πάω να τις βρω, όταν μεγαλώσω, επέμενε ο Στρατής. Έβγαλε ο Νιόνιος έναν ήχο απροσδιόριστο ανάμεσα σε βήχα κι αναστεναγμό και έδωσε τέλος στην κουβέντα: Πάτε τώρα στα σπίτια, είναι αργά και θα σας ψάχνουν οι μανάδες σας.
Ι Λύνοντας τις πρυμάτσες ο μόλος άρχισε να απομακρύνεται το μικρό ιστιοφόρο συγκρατιόταν από την αλυσίδα της άγκυρας που ανέβαινε αργά. Απομεσήμερο Ιουλίου, προς το τέλος. Δίπλα μας αφήναμε άλλα ιστιοφόρα, φουσκωτά, ταχύπλοα, βαρκούλες πλαστικές, φελούκες ξύλινες απομεινάρια κάποιας άλλης εποχής και μηχανότρατες. Ανασήκωσα τα μάτια. Μπροστά μου η μικρή πολιτεία. Χαμηλά, δίπλα στο κύμα, η οβάλ πλατεία τόπος συνάντησης περίοπτος, όμοια ορχήστρα αρχαίου θεάτρου κι αμφιθεατρικά οι πέτρινες οικοδομές σε επάλληλα επίπεδα σπίτια μικρά, το πολύ τριώροφα, κάποια σοβατισμένα, με κεραμίδια κόκκινα στη στέγη ή μπετόν ασβεστωμένο κι ανάμεσά τους, στις αναβαθμίδες, κήποι με κληματαριές και οπωροφόρα, ψηλότερα τα πεύκα, η δεξαμενή, το κά-
14 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ στρο και τα σύννεφα, αραιά και διάφανα. Εικόνα ειδυλλιακή, απαράλλαχτη με την αφίσα που είχα κρεμασμένη στον τοίχο του γραφείου μου. Στον ουρανό της άσπρα κεφαλαία γράμματα: PYLOS-NAVARINO και πιο κάτω: ΕΛ- ΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ. Πέρασαν τόσα χρόνια ξεθώριασε ο καιρός τα χρώματα της αφίσας, το χαρτί έχει κιτρινίσει, μα όσα ήθελα να βλέπω φαίνονταν: Το περιβόλι του Στρατή, η θάλασσα κάτω από το γυμνάσιο, τα βράχια του γιαλού, της Αλέκας το παράθυρο. Ακίνητη η πολιτειούλα μέσα σ ένα ξεχασμένο καλοκαίρι, μακρινή ανάμνηση, δίχως βροχές και υγρασία. Αναρωτιέμαι κάποιες νύχτες πόσοι έφυγαν, ποιοι πέθαναν, αν στέκεται όρθιο το σπίτι μας. Ένα παιδί σηκώνει το κεφάλι με το χέρι αντήλιο προς το αεροπλάνο που κάνει γύρους πάνω από τις στέγες των σπιτιών τραβώντας συνεχώς φωτογραφίες. Τι μέρα να ήταν άραγε, ποιος χρόνος, πού βρισκόμουν τότε εγώ; Στην ανηφόρα του Κάστρου περπατά ένα ζευγάρι, τα πλατάνια καταπράσινα κρύβουν την πλατεία, ένα πλεούμενο φουνταρισμένο αρόδου, εκεί που σήμερα είναι η μαρίνα, μπορεί γρι-γρι ή ανεμότρατα. Ακινητοποιημένο χρόνια στο ίδιο περίπου σημείο που τώρα βρίσκεται το δικό μας σκάφος.
ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ 15 Το ιστιοφόρο μας σερνόταν ακόμα από την αλυσίδα. Ο ήλιος πύρωνε και η λάμψη του αντανακλούσε στο θρόισμα των νερών. Από την προκυμαία κάποιοι αργόσχολοι διακόπτοντας προσωρινά τον απογευματινό περίπατό τους παρακολουθούν τον απόπλου, μια τουρίστρια βιντεοσκοπεί με ζήλο κάθε κίνησή μας. Έπειτα από πολλές προσπάθειες του Θεμιστοκλή ιδιοκτήτη και δικαιωματικά κυβερνήτη του πλεούμενου ακούστηκε ο ξερός μεταλλικός ήχος της πετρελαιομηχανής υποκύπτοντας στις βλαστήμιες του. Ανέβηκε το σίδερο επιτέλους αντλώντας θαλασσόνερο με τον κουβά το καθαρίσαμε απ τον βούρκο. Τάσο, πιάσε το τιμόνι, πρόσταξε ο Θεμιστοκλής. Υπάκουσα στις εντολές του «καπετάνιου», οδήγησα το σκάφος έξω από τη μαρίνα και έβαλα πλώρη προς το στόμιο του λιμανιού. Ο τρίτος της παρέας ο Νικόλας, αφού σήκωσε τις στρωμάτσες από τα πλαϊνά, βάλθηκε να ταχτοποιεί σχολαστικά τους κάβους. Με το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού πατούσε δυνατά την άκρη του σχοινιού και τύλιγε γύρω το υπόλοιπο επιδέξια σκαρώνοντας έναν κύκλο που μεγάλωνε και απλωνόταν στο υγρό κατάστρωμα. Κατασκόπευα τις κινήσεις του: αργές, μελετημένες, άψογες.
16 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ Τον παρακολουθούσα με υπομονή και χθες, όταν ετοίμαζε τις αποσκευές για το ταξίδι μας. Έβγαζε από δυο τεράστιες βαλίτσες και τοποθετούσε στον εκδρομικό του σάκο τα απαραίτητα (εσώρουχα διπλωμένα με επιμέλεια, χώρια σλιπάκια και φανέλες, φόρμες, μαγιό, μπλουζάκια και σορτσάκια, πουκάμισα, πετσέτες και σε θήκες ιδιαίτερες φάρμακα, ξυριστικά, σαπούνια, αποσμητικά, αντηλιακά ) τσεκάροντας ταυτόχρονα κάθε είδος στον κατάλογο, που είχε ακουμπισμένο στο τραπέζι. Τροποποίησε δυο τρεις φορές τη θέση τους, επειδή προφανώς δεν τον ικανοποιούσε η προηγούμενη διευθέτηση, ξύνοντας το κεφάλι και σπρώχνοντας πάνω στη μύτη τα γυαλιά του. Ψηλός, πολύ πάνω από τον μέσο όρο, γυμνασμένο σώμα δίχως ίχνος λίπους περιττού, μαλλιά, ακόμα μαύρα, μακριά παρέπεμπαν σε προηγούμενες δεκαετίες χτενισμένα προς τα πίσω. Βαρέθηκα να τον κοιτάω! Έπιασα ένα ντοσιέ που είχε αφήσει πάνω στο κρεβάτι. Γαλάζιο εξώφυλλο σκληρό και μέσα, στις δεκάδες πλαστικές θήκες, κείμενα τυπωμένα από το διαδίκτυο, χάρτες, σχεδιαγράμματα, φωτογραφίες. Ανακάτευε τα πράγματά του ακόμα ο Νίκος. Έκανα υπομονή και μη έχοντας με τι να ασχοληθώ, άρχισα να διαβάζω: «Στροφάδες νήσοι: μικρά νησιά απομονωμένα, ακατοίκητα, νότια της Ζακύνθου, τριάντα περίπου μίλια ανοιχτά από τις δυτικές
ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ 17 ακτές της Πελοποννήσου επίπεδα (οι αρχαίοι τα ονόμαζαν Πλωτά Νησιά, γιατί από μακριά φαίνεται σαν να επιπλέουν) με πλούσια βλάστηση. Μοναδικά κτίσματα πάνω του ο φάρος και το μοναστήρι, που φροντίζει πια ένας μοναχικός καλόγερος» Σε τι θα χρειαστούνε όλα τούτα, απόρησα. Χαμογέλασε συγκαταβατικά και συνέχισε να ελέγχει αν ήταν τσεκαρισμένα στο χαρτί όλα τα τζοβαΐρια του. Μην τα δείξεις στον Θεμιστοκλή, θα σε δουλεύει, τον συμβούλεψα πετώντας στο κρεβάτι το ντοσιέ. Ταχτοποίησε ο Νίκος επιτέλους τα σχοινιά στο σκάφος και ανασηκώθηκε. Τέντωσε προς τα πίσω το κορμί πιέζοντας τη μέση του με τις ανοιχτές παλάμες και κοίταζε προς την Πύλο που έφευγε. Το απογευματινό φως αντανακλούσε σε κλειστά παράθυρα παιδεύοντας τα μάτια, σπίτια και δρόμοι μίκραιναν, οι άνθρωποι διακρίνονταν με δυσκολία πια και τα αυτοκίνητα στην παραλιακή κινιόντουσαν αθόρυβα. Κάθε φορά που φυσούσε στεριανός αέρας, μας έφερνε μια ακαθόριστης προέλευσης βουή. Δεν είχε πέσει ακόμα ο ήλιος, όταν βγήκαμε από το στενό άνοιγμα του λιμανιού και ανοιχτήκαμε στο πέλαγο μπουνάτσα. Ακολουθήσαμε πορεία βορειοδυτική σημάδευε η πλώρη μας την ουρά της Πρώτης ένα μακρόστε-
18 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ νο ξερονήσι σε σχήμα τεράστιας χελώνας, που απλώνεται παράλληλα στις ακτές της Πελοποννήσου. Άναψε δυο τσιγάρα ο Θεμιστοκλής, μου έδωσε το ένα, και κάθισε δίπλα μου. Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι φυσώντας τον καπνό ψηλά. Απολάμβανε και την παραμικρή του κίνηση. Ο Νίκος είχε εξαφανιστεί στο εσωτερικό του σκάφους και ανατάραζε μπρίκια και φλιτζάνια ετοίμαζε καφέ. Γειτονόπουλα, μαζί στις πρώτες μας τρεχάλες στην πλατεία, ύστερα στο δημοτικό συμμαθητές, έπειτα στο γυμνάσιο τώρα μεσόκοποι σχεδόν. Από καιρό ονειρευόμουν τούτο το ταξίδι κάτι σαν τάμα, αντίδωρο στη μέση της ζωής από τον όρμο του Ναβαρίνου στα Στροφάδια. Νησιά σημαδεμένα ψαρότοποι, που τους επισκεπτόμασταν συχνά, όταν, μαθητές του Γυμνασίου ακόμα, δουλεύαμε τα καλοκαίρια στα γρι-γρι, μα πιο μπροστά, στα παιδικά μας χρόνια, πρόβαλλαν μυθικά και θαυμαστά μέσα από θρύλους και ιστορίες ευφάνταστων παραμυθάδων. Θυμάσαι που μας φόβιζε ο Νιόνιος με νεράιδες, καύκαλα και τα φαντάσματα των καλόγερων; ρώτησε ο Θεμιστοκλής. Σάστισα. Γύρισα προς το μέρος του. Μικρούτσικες σταγόνες ιδρώτα λαμπύριζαν στο μέτωπό του. Δεν πρόλαβα όμως να ομολογήσω πως σκεφτόμουν και εγώ το ίδιο. Ένα
ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ 19 τηλέφωνο κουδούνισε ήχος μελωδικός, που επέμενε. Έψαξε μια δυο τσέπες ο Θεμιστοκλής και το εντόπισε. Μετά το «Εμπρός», έμεινε αμίλητος κάμποσα δευτερόλεπτα ακούγοντας κι ύστερα άρχισε να δίνει οδηγίες που αφορούσαν, όσο κατάλαβα, κάποια εμπορική συναλλαγή. Απαντούσε κοιτώντας με δίχως να βλέπει. Πρόσωπο ανέκφραστο στεγνό, όπως των ναυτικών που το έχει αφυδατώσει η αλμύρα, χαραγμένο από συμμετρικές βαθιές ρυτίδες, χείλη λεπτά, λιπόσαρκα, γκρίζα σχεδόν λευκή κόμη κοντοκουρεμένη. Έκλεισε κι άφησε τη συσκευή στο πλάι. Δουλειές, μουρμούρισε αόριστα. Μου έλεγε κι εμένα παραμύθια ο παππούς μου: ότι πριν πάνε οι καλόγεροι ζούσαν εκεί σειρήνες και Έκανα μια προσπάθεια να απαντήσω, αλλά ακούστηκε και πάλι το τηλέφωνο. Φεύγω για Στροφάδια, δεν μπορώ, διευκρίνισε στον δεύτερο συνομιλητή, όμως συνέχισε να ακούει. Συγκρατούσε με τον ώμο το τηλέφωνο στο αυτί και έλεγχε με τα χέρια το τεχνητό δόλωμα και τα βαρίδια μιας συρτής. Μπράτσα γερά ηλιοκαμένα, ασφυκτιούσαν μέσα στα στενά μανίκια της μπλούζας που φορούσε. Κάμποσα κιλά γύρω από τη μέση καλύπτονταν συνήθως με την κατάλληλη αμφίεση κι ελαφρό ρούφηγμα της κοιλιάς, μα τώρα είχε ξεχαστεί.
20 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ Δεν μ αφήνουν να ησυχάσω, γκρίνιαξε όταν τελείωσε και καταπιάστηκε με τη συρτή ξεχνώντας την κουβέντα για σειρήνες και νεράιδες. Αριστερά από την πλώρη, ο ήλιος ξεθυμασμένος πλέον άγγιζε τη θάλασσα. Τεράστιος δίσκος κατακόκκινος, μπορούσες πια να τον κοιτάξεις. Ένας υδάτινος πορφυρός διάδρομος ένωνε το μισοβυθισμένο ημικύκλιο με το σκάφος μας. Έφερα στο μυαλό μου κάποιους πίνακες, υδατογραφίες ή και φωτογραφίες πετυχημένες. Αν κάποιος ρομαντικός φωτογράφιζε το ηλιοβασίλεμα από τη στεριά, θα αποτύπωνε το ιστιοφόρο μας σαν μια ελάχιστη λευκή κουκκίδα ανάμεσα στα χρώματα. Και θα μέναμε για πάντα εκεί, φυλακισμένοι μες στην ομορφιά ενός έργου τέχνης. Όπως η αφίσα του ΕΟΤ που, κρεμασμένη απέναντι από το γραφείο μου, κρατάει τόσα χρόνια αναλλοίωτη μια καλοκαιρινή ημέρα της μικρής μας πόλης. Όμως ο ήλιος εξακολουθούσε να βουλιάζει στο νερό, σε λίγο θα έπαιρνε μαζί του εκείνη τη στιγμή μαζί με τις κουβέντες, τις κινήσεις και θα μας σκορπούσε στα σκοτάδια. Θα έμενε ένα είδωλο παγιδευμένο μες στο χρόνο. Το τηλέφωνο και πάλι! Αυτή τη φορά όμως δεν απαντά. Βλαστημάει, το απενεργοποιεί και το πετά μαζί με τη συρτή σε έναν σάκο με πετονιές, φελλούς, μολύβια κι άλλα σύνεργα ψαρικής.
ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ 21 Φάνηκε τότε στο άνοιγμα της καμπίνας ο Νικόλας ισορροπώντας, πάνω σε έναν αυτοσχέδιο δίσκο από χοντρό χαρτόνι, τους καφέδες που είχε εντωμεταξύ ετοιμάσει. Στράφηκε προς τη δύση κι άφησε, στη θέα των χρωμάτων, να του ξεφύγει ένα μακρόσυρτο, ξενόφερτο, όου, που έσερνε μαζί του απ τα σκοτάδια της απέναντι πλευράς του Ατλαντικού όπου ήταν χωμένος χρόνια. Κλασικός φιλόλογος, διδάσκει Όμηρο και τραγικούς στους αμερικάνους σ ένα Κολέγιο κάπου στη Μασαχουσέτη. Μας έρχεται συχνά, μα κάθε φορά έχει σκοπό να μας ξαφνιάζει άλλοτε με παρόμοια κακόηχα επιφωνήματα, ιδιοτροπίες ξενικές επίκτητες, ακόμα και με τη γυναίκα του μια άχαρη ξερακιανή συνάδελφό του. Κάποτε έλεγες: Ω, ρε μάνα μου, όταν κάτι σου άρεσε. Τον πείραξα. Το ίδιο κάνει, απάντησε χαμηλώνοντας το κεφάλι, μάλλον ενοχλημένος. Κρατούσε ο Θεμιστοκλής κλειστά τα μάτια. Χορτασμένος, κατέγραφε ακουστικά τις αντιδράσεις και των δύο, κάπου διασκέδαζε θεωρώντας υπερβολική την έκστασή μας, χαιρόταν κατά βάθος όμως με τον ενθουσιασμό μας. Χαμογελούσε υπόγεια είχε αφήσει στο πλάι το χέρι του κι άγγιζε με τις ρώγες των δαχτύλων το νερό. Μόνιμος κάτοικος της Πύλου αυτός, πετυχημένος έμπορος και επι-
22 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ χειρηματίας (κάποιοι κακεντρεχείς μιλούσαν για δουλειές στα όρια της νομιμότητας), ανύπαντρος, έχει τη δυνατότητα και την ευχέρεια να πραγματοποιεί συχνά τέτοια ταξίδια, άλλοτε μόνος ή και με παρέα εφήμερες συνήθως φίλες. Το σκάφος είναι πάντοτε στη διάθεσή του. Το σκάφος! Ένα ιστιοφόρο μονοκάταρτο, λίγο μικρότερο από δέκα μέτρα, μέτριος εξοπλισμός: κουκέτες για τρεισήμισι άτομα, καραβόπανο στα χρώματα της θάλασσας και των αφρισμένων κυμάτων, ντιζελομηχανή δεκαπεντάρα για τις μανούβρες και απόλυτη ακαταστασία. Παντού η εργένικη σφραγίδα δεν ευκαιρούσε το γυναικείο χέρι για να συγυρίσει, όταν έμπαινε. Στην αντένα κρεμόταν ξεβαμμένη από τον καιρό μια ελληνική σημαία, σχεδόν κουρελιασμένη απ τους αέρηδες. Και το όνομα αυτού: Speranza. Κληρονομιά από τον προηγούμενο κάτοχο, κατά τους ισχυρισμούς του νυν ιδιοκτήτη. Άπνοια μονάχα ο ξερός μεταλλικός θόρυβος της μηχανής, που μας έσπρωχνε αργά, ακουγόταν. Βυθίστηκε ο ήλιος αφήνοντας κάτι από τα χρώματά του στον ουρανό, στα σύννεφα και σ όλη την επιφάνεια της θάλασσας αριστερά μας. Τότε περίπου απελευθερώθηκε από το ρεμβασμό του ο Νικόλας και έφερε τους καφέδες κάνοντας συγχρόνως παρατηρήσεις στον ιδιοκτήτη για το χάος που επικρατούσε στο εσωτερικό του σκάφους και σε μένα,
ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ 23 επειδή είχα πετάξει τα πράγματά μου πάνω στην κουκέτα. Τον ακούγαμε αμίλητοι, ώσπου να κουραστεί, με σκυμμένο το κεφάλι εγώ και ο Θεμιστοκλής μορφάζοντας. Απολαμβάναμε έπειτα από μερικά λεπτά τον καφέ κάπου ανάμεσα στη νύχτα που ερχόταν και την επίμονη ημέρα του Ιούλη. Φίλοι αδερφικοί, δώδεκα χρόνια στα θρανία αχώριστοι, έπειτα σκορπίσαμε κρατήσαμε όμως επαφή. Κάθε φορά που σμίγαμε, ύστερα από καιρό, τις πρώτες στιγμές τα λόγια ήταν μετρημένα. Κοιταζόμαστε για λίγο αμήχανοι στα μάτια λογαριάζοντας ο ένας τις επιπλέον φθορές στο πρόσωπο του άλλου. Δυσκολευόμουν πια να θυμηθώ την προηγούμενη μορφή τους. Δυο τρεις κουβέντες όμως, μια γκριμάτσα, ένα ξεχασμένο παρατσούκλι ήταν αρκετά να παρασύρουν σαν πεσμένα φύλλα τα χρόνια που είχε ζήσει ο καθένας μακριά απ τους άλλους. Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο, Τάσο; ρώτησε ο Νίκος σκουπίζοντας με ένα αρωματισμένο χαρτομάντιλο από το πρόσωπό του την αλμύρα. Είναι μήνες που δεν έχω γράψει μια γραμμή, απάντησα ξεφυσώντας. Αγρανάπαυση! Αποφάνθηκε εκείνος. Δεν ξέρω. Τι να πω. Κάθε φορά που φεύγει από πάνω μου ένα βιβλίο, έχω την εντύπωση πως είναι το τελευ-
24 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ ταίο. Περνούν οι μέρες, οι βδομάδες, λέω: πάει τέλειωσε, μέχρι εδώ ήταν το ταξίδι. Στενοχωριέμαι όμως, το γράψιμο μού λείπει, όπως το κρασί και το νερό. Ανοίγω τότε τα χαρτιά και τα κοιτάω. Η αγωνία του γραφιά μπροστά από τη λευκή σελίδα, σχολίασε ο Νίκος. Κλισέ, Νικόλα. Τα ζόρια έρχονται όταν γράφεις. Στράγγιξες, φουκαρά, μαράγκιασες μέσα σ εκείνη την κάμαρα στα Εξάρχεια, παρενέβη ο Θεμιστοκλή που παρακολουθούσε ως τότε αμέτοχος τον διάλογο: Κλείστηκες έξω από τον κόσμο και καμιά μέρα θα σε βρουν θαμμένο κάτω απ τα χαρτιά. Απενεργοποιώ τον υπολογιστή, μαζεύω τις σημειώσεις και περνώ με δύναμη τις παλάμες πάνω απ το πρόσωπό μου. Τα μάτια μου θολά, πονούν. Τη θέση των κειμένων στην οθόνη έχει πάρει πια το είδωλό μου. Πρόσωπο κουρασμένο, αποστεωμένο, αξύριστο. Όσες τρίχες λείπουν από το κεφάλι, φυτρώνουν στα μάγουλα, γκριζαρισμένες όπως και τα λιγοστά μαλλιά. Μόνο τα φρύδια έχουν απομείνει μαύρα και πυκνά. Μια βαθιά γραμμή ξεκινά από τη βάση της μύτης και ανεβαίνει προς τα πάνω, λοξά αριστερά, τέμνοντας τις οριζόντιες ρυτίδες. Αποστρέφω το βλέμ-
ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ 25 μα. Ψάχνω κάτω από τα χαρτιά, που είναι σκορπισμένα πάνω στο τραπέζι μου αναζητώντας ένα τετράδιο παλιό. Χαρτονένιο εξώφυλλο χοντρό, φθαρμένο στις γωνίες. Το ανοίγω. Σε μια σελίδα του, κάπου στη μέση, κολλημένη μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία, ξεθωριασμένη από τον καιρό: Ο Θέμης δεξιά με την κιθάρα, στην άλλη άκρη εγώ σαξόφωνο τενόρο στο βάθος ο Νικόλας πίσω από τα κρουστά του και στο μικρόφωνο ο Στρατής. Ανάβω τσιγάρο. Σταματά να τραγουδά και σηκώνει νευρικά το χέρι. Κατεβάζουμε οι υπόλοιποι τα όργανα. Με κοιτάζει βλέμμα ζεστό, μα αυστηρό. Αν συνεχίσουμε έτσι, Τάσο, λέει κουνώντας το κεφάλι, θα μείνουμε ερασιτέχνες. Γυρίζω σελίδα: Στίχοι τραγουδιών, αποκόμματα περιοδικών, κείμενα, μια δεύτερη φωτογραφία. Όρθιοι και οι τέσσερις στην πλατεία Τριών Ναυάρχων άνοιξη προς το καλοκαίρι κάποιοι με κοντομάνικα πουκάμισα, μαύρο μαλλί, σώματα αδύνατα, μυώδη. Πρώτος από αριστερά ο Θεμιστοκλής, τα πόδια σε διάσταση, τα χέρια πίσω από την πλάτη, κοιτάει λοξά αφηρημένος, ενδεχομένως παρακολουθεί κάποιο κορίτσι έξω απ το κάδρο. Δίπλα του ο Νίκος έχοντας τοποθετήσει το ανοικονόμητο κορμί του κάπως πλάγια σε σχέση με τους υπόλοιπους. Μετά, πιο χαμηλά, εγώ λιπόσαρκος, κοντός. Κρέμονται οι χούφτες μου αμήχανα, το κορμί σχεδόν σε στάση προσοχής. Στα
26 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ δεξιά μου ο Στρατής. Το ένα χέρι στην τσέπη του παντελονιού και τ άλλο πάνω στον ώμο μου. Χείλη μισάνοιχτα, σαρκώδη, πλατύ μέτωπο, βλέμμα καθαρό, καρφωμένο στον φακό. Με κοιτά στα μάτια ακόμα, βγάζει το χέρι από την τσέπη και μου δίνει ένα χαρτί. Στίχοι για μελοποίηση γραμμένοι βιαστικά από μένα την προηγούμενη. Θέλουν δουλειά ακόμα, αποφαίνεται. Ο Νίκος κι ο Θεμιστοκλής παζάρευαν με τον φωτογράφο. Να μαζευτούμε το απόγευμα για πρόβα, συμπληρώνει ο Στρατής. Γιατί ήθελες να φωτογραφηθούμε, τον ρωτώ. Μας πρόφτασαν οι άλλοι δυο κι απέφυγε να απαντήσει. Είχαν συμφωνήσει στη μισή τιμή για τις φωτογραφίες και θριαμβολογούσαν. Έδωσε ο καθένας το δικό του μερτικό στον Θέμη για να τις πληρώσει δεν έβγαιναν του Νίκου ακέρια τα λεφτά και τσοντάραμε οι υπόλοιποι. Είχαμε φτάσει στο λιμάνι, καθίσαμε στα βράχια πίσω από τον μόλο κι αγναντεύαμε τη θάλασσα καπνίζοντας. Έσκυψε ο Θεμιστοκλής, έπιασε μια χούφτα θάλασσα και μας έλουσε. Θύμωσα γιατί μουσκεύτηκε το καλό πουκάμισό μου και τον έβρισα. Σκουπίζω με τη φανέλα τον ιδρώτα από το μέτωπο και συνεχίζω το ξεφύλλισμα: Στις επόμενες σελίδες πλήθος κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων. Ανάβω άλλο τσιγάρο. Στέκομαι στο τελευταίο: «Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων ουδέν στοιχείον προέκυ-
ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ 27 ψε εις βάρος των τριών συμμαθητών του αγνοούμενου Στρατή Θαλασσινού». Κλείνω το τετράδιο. Το παρελθόν απομακρύνεται, θολώνει, ωστόσο κάποιοι επιμένουν. Λες έφυγαν, καμώνεσαι πως τους ξεχνάς, μα εκείνοι περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία και ξανάρχονται να σε κρατήσουν στην προηγούμενη ζωή σου. Μοιραίοι άνθρωποι που δεν σ αφήνουν να ξεχάσεις και σε παίρνουν το κατόπι. Από ένα σημείο κι έπειτα εσύ είσαι πια που τους ακολουθείς. Πασχίζω τόσες νύχτες να τους ξαναμαζέψω. Προσπαθώ να αποτυπώσω στα γραφτά μου τη χροιά της φωνής τους, ανομολόγητες εκμυστηρεύσεις, τη μυρωδιά του ιδρώτα, της ανάσας, σκηνοθετώ ταξίδια στο Ιόνιο. Έγκλειστος σε μια κάμαρα ζεστή και στεριανή χαϊδεύω φωτογραφίες, ξεθάβω σημειώσεις και τετράδια παλιά, ανασκάβω τη ζωή μου, μουρμουρίζω αποκαμωμένος όλα τα ρεφρέν μιας άλλης εποχής. Καμιά φορά και η τέχνη, όταν της ζητούν πολλά, γυρίζει στους αδέξιους την πλάτη.