2 Μαρία Μαντουβάλου, Μαρία Καλαντζοπούλου ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ* Η εκτίμηση ότι «στη νεοελληνική ιστορία, ο Βενιζελισμός αντιπροσωπεύει την πιο φιλόδοξη, δυναμική και ολοκληρωμένη προσπάθεια καθολικού αστικού εκσυγχρονισμού» φαίνεται ότι συναντά σήμερα τη γενικότερη αποδοχή των μελετητών της 1. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι «η πιο συγκροτημένη εικόνα αναδύεται στα πεδία της εκπαίδευσης και της χωροταξίας και πολεοδομίας, δηλαδή στους δύο τομείς που κατεξοχήν προσφέρονται για συνολικό σχεδιασμό, με βάση μία αποσαφηνισμένη αντίληψη της επιθυμητής αυριανής κοινωνίας» 2. Η εκτίμηση αυτή υποστηρίζεται από ισχυρά δεδομένα. Εντούτοις, δεν συναντά γενικώτερη αποδοχή. Ο Γ. Κανδύλης π.χ. γράφει ότι κατά την περίοδο αυτή «η Αθήνα ξάπλωσε προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς σχέδιο, κατευθυντήρια γραμμή, χωρίς καμμιά απολύτως λογική» 3. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι οι έρευνες σε επιμέρους όψεις του έργου που πραγματοποιείται κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, ουσιαστικά από βενιζελικές ή βενιζελογενείς κυβερνήσεις, στους τομείς που συνδέονται με την ελληνική πόλη συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το έργο αυτό ήταν ατελέσφορο 4. Οι λόγοι αποδίδονται στην αδυναμία του κράτους να παρέμβει αποτελεσματικά στις κοινωνικές διεργασίες, λόγω κυρίως της ανικανότητας ή και * Εισήγηση στο συνέδριο «Ελεύθεριος Βενιζέλος και Ελληνική πόλη. Πολεοδομικές πολιτικές και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις», Χανιά 2002. Δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του συνεδρίου (εκδ. Εθν. Ίδρυμα Ελ. Βενιζέλος, ΤΕΕ, ΕΜΠ), Αθήνα 2005, σελ. 85-95. 1 Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Μελέτες και Κείμενα για την περίοδο 1909-1940, Αθήνα Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1992, 9 2 Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., σελ. 12 3 Γεώργιος Κανδύλης, «Αθήνα 1900-1985: Η τραγική περιπέτεια της πόλης» στο Η Αθήνα στον 20ό αιώνα 1900-1940: Αθήνα Ελληνική Πρωτεύουσα, Αθήνα: Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, σελ. 17-20, (1985), 18 4 «Απειρίαι επιτροπών και συσκέψεων, απειρίαι δημοσιευμάτων. Απειρίαι προτάσεων και ιδεών αβασανίστων, απλώς ανεκτών ή και ωραίων. Διάφοροι Μεσσίαι μετακαλούμενοι εκ της αλλοδαπής δια να φέρουν το βότανον της διορθώσεως. Συνέδρια και διαλέξεις και περί μικρά και περί μεγάλα. Πλήθος λύσεων, άλλων απραγματοποιήτων και άλλων πραγματοποιησίμων, ων και η εν μέρει μόνον πραγμάτωσις θα επετύγχανεν αξιολόγους τινάς βελτιώσεις εις την πόλιν. Αλλ όλα τα βότανα της θεραπείας ήσαν ασυμβίβαστα με την ιδιοσυγκρασίαν μας. ( ) Ατελείωτος λογοκοπία και έργα ελάχιστα. ( ) Υπήρξαν βεβαίως και στιγμαί αναλαμπών, αλλά μόνον αναλαμπών» (Ανώνυμος «Τα παραληφθέντα από την Εκατονταετηρίδα των Αθηνών», Τεχνικά Χρονικά, 15 Δεκεμβρίου, σελ. 199-204, (1935), 202) 33
της ιδιοτέλειας των πολιτικών και των οργάνων της διοίκησης, ή του φαβοριτισμού προς συγκεκριμένα συμφέροντα στα πλαίσια πελατειακών σχέσεων μεταξύ πολιτευτών και ψηφοφόρων. Πώς συμβιβάζονται αυτές οι τόσο μεγάλες αποκλίσεις στην αποτίμηση των πολεοδομικών πολιτικών και έργου κατά τη βενιζελική περίοδο του αστικού εκσυγχρονισμού; Το ερώτημα αυτό δεν έχει μόνο σημασία για την κατανόηση της περιόδου με τρόπο χρήσιμο για την αυτογνωσία μας. Ανάλογες διαστάσεις στις εκτιμήσεις διατρέχουν όλη την ιστορία των παρεμβάσεων στην οργάνωση του χώρου στην Ελλάδα. Είναι σαν ερευνητές και κοινή γνώμη, να συγκλίνουν, σε γενικές γραμμές, στη διαπίστωση μιας «σισύφειας» διάστασης αέναου, αλλά μάταιου μόχθου σε κάθε προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» των διαδικασιών ανάπτυξης του χώρου. Θεωρήσαμε, λοιπόν, ιδιαίτερα προκλητικό να εντοπίσουμε τον προβληματισμό μας στο ζήτημα αυτό, με την ευκαιρία που μας προσφέρεται στο Συνέδριο. Άλλωστε, με δεδομένα το εκσυγχρονιστικό έργο της περιόδου αυτής, τις μεγάλες κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις που τη χαρακτηρίζουν και τον κομβικό ρόλο που αναμφισβήτητα έχει στη διαμόρφωση των συνθηκών για την ανάπτυξη του χώρου μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ίσως η περίοδος αυτή είναι εντελώς προνομιακή για τη συζήτηση αυτής της σισύφειας διάστασης στις εκσυγχρονιστικές πολιτικές για την ελληνική πόλη. Αρκούν π.χ. εκτιμήσεις όπως ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού και πελατειακές σχέσεις για να ερμηνεύσουν το γεγονός ότι ώριμες και ολοκληρωμένες προσπάθειες, που πάντως επέτυχαν συγκεκριμένα αποτελέσματα, δεν απέδωσαν τα επιθυμητά πρότυπα στην οργάνωση του χώρου; Είναι δεδομένα και «αντικειμενικώς ορθά» για το «κοινό καλό» τα πρότυπα του χώρου που προωθούνται μέσω των σχεδιασμών, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, ιδιοκτησίας, κ.ο.κ. και ακόμη το σύστημα σκέψης και την ιδεολογία που κινεί τις πρακτικές ατόμων και ομάδων; Βέβαια, ερωτήματα αυτού του τύπου είναι πολύ ολιστικά και προφανώς η εισήγηση αυτή δεν έχει τη φιλοδοξία απαντήσεων, αλλά μάλλον ανάδειξης κάποιων υποθέσεων που φαίνονται ενδιαφέρουσες για περισσότερη επεξεργασία. Η προσέγγισή τους μας υποχρεώνει να διατυπώσουμε κατ αρχήν σκέψεις σχετικά με την ίδια την υπόσταση και ανάπτυξη του κυρίαρχου λόγου της ευρωπαϊκής πολεοδομίας, που αποτελεί και το πεδίο αναφοράς των εκσυγχρονιστικών πολιτικών που προτείνονται στην Ελλάδα. 34
1. Η πολεοδομία μεταξύ ουδετερότητας και πολιτικής στράτευσης Ο μεσοπόλεμος είναι για την Ευρώπη μία περίοδος ιδιαίτερα φορτισμένη από τη συμπύκνωση δραματικών γεγονότων και επώδυνων πολιτικών μεταβολών. Το «θρίαμβο» της αστικής τάξης και του φιλελευθερισμού μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, θα διαδεχθεί η πολιτική πόλωση και η εγκατάσταση δικτατοριών, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 1929, στις περισσότερες χώρες. Συγχρόνως, η Οκτωβριανή Επανάσταση ανέδειξε με πρωτοφανή σαφήνεια και οξύτητα τις πολιτικές, εθνοτικές και ταξικές αντιθέσεις που συναρτώνται με τη διαχείριση της παραγωγής, τη διεύθυνση της κοινωνίας και τη μορφή των βασικών θεσμών της. Η Αριστερά, θριαμβεύτρια στη Ρωσία, περνάει στις άλλες χώρες στην άμυνα, οπωσδήποτε όμως οι μάζες έχουν χειραφετηθεί πολιτικά και κινητοποιηθεί όσο ποτέ άλλοτε, ωθώντας τους πολιτικούς σε υποσχέσεις «για μία δικαιότερη κοινωνία και ένα κράτος που θα τους ανήκει» 5. Κατά τον ιστορικό Mazower, στο μεσοπόλεμο οι τρεις αντίπαλες ιδεολογίες φιλελεύθερη δημοκρατία, φασισμός, κομμουνισμός βρίσκονται σε έναν αδιάλειπτο αγώνα για τον ορισμό της σύγχρονης Ευρώπης 6, ενώ ο Ε. Hobsbawm χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή ως «Εποχή Καταστροφής», διότι η κοινωνία «κατολίσθαινε από τη μία συμφορά στην άλλη» 7. Μέσα σε αυτό το κλίμα πολιτικής πόλωσης και ουσιαστικής αβεβαιότητας για το μέλλον όχι μόνο κάθε χώρας, αλλά και της Ευρώπης ως οντότητας, κάθε πολιτική πρόταση είναι και διακύβευμα. Η κατοικία και η πόλη έχουν κεντρική θέση στις πολιτικές διεκδικήσεις και κινήματα ήδη από το 19ο αιώνα. Επειδή δε διαπλέκονται επιπλέον και με το ζήτημα της ιδιοκτησίας, που, όπως ξέρουμε, αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο στο πλαίσιο των αντίπαλων ιδεολογιών, αποκτούν κατά το μεσοπόλεμο ιδιαίτερη πολιτική φόρτιση 8. Στη Σοβιετική Ενωση, μετά τη νίκη της «Οκτωβριανής Επανάστασης», η ιδιοκτησία καταργείται. Εισάγονται δε τρόποι διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης και της παραγωγής κατοικίας από το Κράτος, με στόχο όχι μόνο την κάλυψη των 5 Mark Mazower, Σκοτεινή Ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός 20 ός Αλεξάνδρεια, Β Έκδοση, 2001, 13 6 Mark Mazower, ό.π., 16 αιώνας, Αθήνα: Εκδόσεις 7 Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, Αθήνα: Θεμέλιο, 1997, 21 8 Ας θυμηθούμε ότι ο Φρίντριχ Ένγκελς χαρακτήρισε το 1872 την ιδιοκτησία ως «τα χειρότερα δεσμά για τους εργάτες» (Φρίντριχ Ένγκελς, Το ζήτημα της κατοικίας, Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1987). Ξέρουμε δε ότι η θέση του Ενγκελς για την ανάγκη κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και μη εμπορευματικής παραγωγής της κατοικίας, αρθρώθηκε με τα γενικότερα προγράμματα της Αριστεράς και έμελλε να έχει μεγάλη επίδραση στις πολιτικές όχι μόνο των μετέπειτα σοσιαλιστικών κρατών, αλλά και των «δυτικών» στο πλαίσιο των προγραμμάτων του Κράτους Πρόνοιας. 35
αναγκών, αλλά και την αύξηση της παραγωγής και την υλοποίηση του νέου κοινωνικού μοντέλου με βολονταριστικούς τρόπους. Στα «δυτικά» ευρωπαϊκά κράτη, η απειλή που αντιπροσωπεύει η επιτυχία και οι επαγγελίες της Οκτωβριανής Επανάστασης, δίνουν στο ζήτημα της κατοικίας προνομιακή θέση ως εργαλείου για την κοινωνική σταθερότητα και συνοχή. Ενδεικτικός του κλίματος είναι ένας Λόγος του Βασιλιά της Αγγλίας προς τους εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης το 1919: «Αν η κατοικία των εργαζόμενων τάξεων ήταν πάντα ένα ζήτημα εξαιρετικής κοινωνικής σημασίας, ποτέ δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο τώρα. ( ) Εάν η κοινωνική ανησυχία πρέπει να μετατραπεί σε ικανοποίηση, η παροχή καλής κατοικίας μπορεί να αποδειχθεί ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες σ αυτή τη μετατροπή» 9. Η πολιτική φόρτιση του μεσοπολέμου αποδείχτηκε, όπως ξέρουμε, ιδιαίτερα γόνιμη για την Αρχιτεκτονική και την Πολεοδομία, που αντιμετωπίζονται συνολικά. Το κίνημα της «Νέας Αρχιτεκτονικής», που γίνεται ιδεολογικά κυρίαρχο και καθιερώνεται μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο ως «Μοντέρνο Κίνημα», ήταν πολιτικά στρατευμένο. Αναπτύσσεται δε παράλληλα στη Σοβιετική Ενωση και στις «δυτικές» χώρες. Κατά τη δεκαετία του 1920, δάσκαλοι και δημιουργοί μετακινούνται συχνά μεταξύ των δύο κόσμων. Από τη δεκαετία του 1930 όμως, με την άνοδο του φασισμού και τις πολιτικές μεταλλαγές στη Σοβιετική Ενωση, το κίνημα συρρικνώνεται και οι φορείς του απειλούνται, αυτολογοκρίνονται και μεταναστεύουν στις ΗΠΑ ή συνθηκολογούν. Για το φασισμό, η Νέα Αρχιτεκτονική συναρτάται με τους «μπολσεβίκους» και υφίσταται συστηματικές διώξεις και πολεμική των επιτευγμάτων της εν ονόματι των συμφερόντων του Λαού. Αντίθετα, η φιλελεύθερη σκέψη, με συναίσθηση των πολιτικών διακυβευμάτων της εποχής, εντάσσει τις ιδέες της Νέας Αρχιτεκτονικής στην πολιτική της. Σε ιδεολογικό όμως επίπεδο, ξέρουμε ότι οι σημαντικοί εκπρόσωποι του Μοντέρνου Κινήματος θέλουν να αποστασιοποιηθούν από το πολιτικό διακύβευμα «φιλελευθερισμός ή κομμουνισμός». Η έκκληση του Le Corbusier προς τους συναδέλφους του να σχεδιάσουν τη νέα πόλη αδιαφορώντας για την ιδιοκτησία της γης, είναι χαρακτηριστική. Θεωρούμε το σημείο αυτό ιδιαίτερα ενδιαφέρον για να κατανοήσουμε τη θέση που θέλει να πάρει η Πολεοδομία απέναντι στα πολιτικά διακυβεύματα της εποχής. Βρισκόμαστε στην ιστορική φάση όπου, μέσω της Οκτωβριανής Επανάστασης, κυριαρχεί στην Αριστερά η θέση ότι τα συμφέροντα καπιταλιστών και εργατών είναι διαφορετικά και ασυμφιλίωτα. Η ευρωπαϊκή πρωτοπορία όμως, αντιμετωπίζει τις 9 The Times, 12/4/1919, στο John Burnett, A social history of housing 1815-1970, Cambridge, University Press, 1989, 215 36
θεωρίες για το χώρο ως τόσο αυταπόδεικτα θετικές για το «κοινό καλό» ώστε, μέσα από τα (αυτονόητα θετικά) αποτελέσματα της όποιας εφαρμογής τους, θα αποδείκνυαν τη χρησιμότητά τους. Αυτό δε, ανεξάρτητα ακόμη και από το τόσο φορτισμένο ζήτημα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Το γεγονός μάλιστα ότι η πολεοδομική / αρχιτεκτονική παραγωγή στις ευρωπαϊκές χώρες, ανατολικές και δυτικές, έχει σαφείς μορφολογικές αναλογίες, είναι ενδεικτικό. Θα λέγαμε δηλαδή, ότι η Νέα Αρχιτεκτονική, θέλει να ανταποκριθεί στους στόχους κατά προτεραιότητα είτε του φιλελευθερισμού, είτε του κομμουνισμού, που με τη σειρά τους αντίστοιχα από φόβο ή στόχευση, ωθούνται στο να υιοθετήσουν τις αρχές που προτείνει για την παραγωγή του χώρου, οι οποίες έτσι αναδεικνύονται ως πολιτικά ουδέτερες. Στην Ελλάδα το ζήτημα της πόλης και της κατοικίας δεν τίθεται από το 19ο αιώνα με τους όρους που τίθεται στην Ευρώπη. Ο χαμηλός βαθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας (και αυτό ουσιαστικά μετά το 1870) και, αντίστοιχα, της εργατικής τάξης και των συγκεντρώσεων «άκληρου προλεταριάτου» στις πόλεις 10, δεν δημιουργούν ούτε τις ανάλογες ανάγκες για εγκατάσταση νέων λειτουργιών, ούτε τις ανάλογες κοινωνικές εντάσεις. Ο σχεδιασμός των πόλεων όμως, εισάγεται ήδη από την Εθνική Απελευθέρωση και τη διακυβέρνηση Καποδίστρια με ιδεολογικό και στρατηγικό ρόλο: την προβολή και εδραίωση μιας εθνικής ταυτότητας, εκσυγχρονισμένης και δυτικής, που παραπέμπει στα ευρωπαϊκά αστικά πρότυπα, σε αντίθεση με τον «οθωμανικό σκοταδισμό». Αποτελούν δηλαδή, τόσο ο σχεδιασμός, όσο και ο εκσυγχρονιστικός ρόλος του κράτους, που τον προωθεί, συστατικά στοιχεία της Μεγάλης Ιδέας 11. Οι σχεδιασμοί όμως, δεν συνδέονται με τις τοπικές συνθήκες και κοινωνικές σχέσεις και δύσκολα συμβιβάζονται με αυτές. Οι Βαυαροί έχουν πλήρη αίσθηση αυτής της διάστασης μεταξύ σχεδιασμών και κοινωνίας, που αντανακλά τη διάσταση κράτους και κοινωνίας. Αναζήτησαν δε στην ιδιοκτησία ένα εργαλείο για την προώθηση της κοινωνικής συνοχής. Χαρακτηριστικά, το 1835, με την ψήφιση νόμων που αφορούν στην εκποίηση εθνικών γαιών σε πολίτες που είχαν συμμετάσχει στον Αγώνα, διευκρινίζεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως από τον υπεύθυνο υπουργό των Οικονομικών ότι «Η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί τη μόνη υγιή βάση της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Επομένως, η δυνατότητα ανταλλαγής του καθεστώτος του ενοικιαστή 10 Φρίντριχ Ένγκελς, ό.π. 11 Μαρία Μαντουβάλου, «Ο πολεοδομικός σχεδιασμός της Αθήνας (1830-1940)» στο Από την Ακρόπολη της Αθήνας στο Λιμάνι του Πειραιά. Σχέδια Ανάπλασης Αστικών Περιοχών, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Politecnico di Milano, σελ. 22-36, (1989) 37
καλλιεργητή με τον αξιοπρεπή τίτλο του ιδιοκτήτη, συντελεί στο να δημιουργηθεί ένας πληθυσμός από ευτυχισμένους ανθρώπους» 12. Έτσι, παράλληλα προς τον εκσυγχρονιστικό ρόλο του κράτους που αντανακλάται στις προσπάθειες σχεδιασμού, εγκαθιδρύονται και πρακτικές πολιτικού προσεταιρισμού για τη στήριξη της κρατούσας κοινωνικής τάξης, με μέσο κυρίως τη μικροϊδιοκτησία, αγροτική και αστική. Θα λέγαμε δε, ότι το ζήτημα της εδραίωσης της εξουσίας που συμπλέκεται και με το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής ιεραρχείται ως πιο σημαντικό από τις ρυθμίσεις του χώρου που εισάγονται με τα σχέδια πόλης. Ετσι, οι διεκδικήσεις που αφορούν στην προστασία της μικροϊδιοκτησίας αναιρούν κάθε φορά τους όποιους σχεδιασμούς. Οσο δε, σταδιακά, ο αστικός χώρος ισχυροποιείται έναντι του αγροτικού στις κινήσεις της εσωτερικής μετανάστευσης, η μικροϊδιοκτησία γίνεται ο κύριος παράγοντας για την ένταξη των μεταναστών στην τάξη των μικροαστών και τη σταθεροποίηση της πάντα κάπως ασταθούς κοινωνικής και πολιτικής ζωής. 2. Πολιτικές διαστάσεις της επιστημονικής συζήτησης για το χώρο στην Ελλάδα Ο μεσοπόλεμος είναι για την Ελλάδα μια εξαιρετικά ταραχώδης περίοδος, όχι μόνο λόγω της μεγάλης αστάθειας και αβεβαιότητας που κυριαρχεί στο διεθνές περιβάλλον, αλλά και λόγω των πολύ δυναμικών πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων στον εθνικό χώρο, που βέβαια συνδέονται ιστορικά άρρηκτα με τις διεθνείς ανακατατάξεις. Η εδαφική έκταση διπλασιάζεται, τα σύνορα του κράτους σχεδόν οριστικοποιούνται, ολοκληρώνεται η εθνική ανεξαρτησία, αλλά οι γεωπολιτικές βλέψεις που συναρτώνται με τη Μεγάλη Ιδέα καταργούνται οριστικά με μια μεγάλη ήττα 13. Η βιομηχανία αναπτύσσεται, κυρίως όμως επωφελούμενη από τη διεθνή οικονομική κρίση. Οι σοσιαλιστικές ιδέες, το κομμουνιστικό κόμμα, τα 12 Ιωάννης Α. Πετρόπουλος, Αικατερίνη Κουμαριανού, «Η περίοδος βασιλείας του Όθωνος, 1833-1862» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ, Αθήνα, σελ. 8-105, (1977), 59 13 Ο Βενιζέλος αναφέρεται στις ανακατατάξεις αυτές στον προεκλογικό του λόγο στη Θεσσαλονίκη 22/7/1928, ως εξής: «Με τον εμφύλιον σπαραγμόν μας κατεστρέψαμεν την Μεγάλην Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Αλλ ότι υπελείφθη μετά την καταστροφήν είνε ακόμη μεγάλο, όταν σκεφθώμεν ότι η Ελλάς, η οποία εξεκίνησε προ 16 μόλις ετών από την Μελούναν, φθάνει ήδη εις τον Έβρον, περιλαμβάνουσα εις τους κόλπους της και την Ήπειρον και την νότιον Μακεδονίαν και την δυτικήν Θράκην και τας μεγάλας νήσους του Αιγαίου πελάγους και την Κρήτην. Ουδέποτε Ελληνικόν κράτος εθνικόν υπήρξε τόσον μεγάλο. Εντός των ορίων τούτων, με την προσθήκην του θαυμασίου ανθρωπίνου υλικού, το οποίον μας εχάρισεν η πολεμική καταστροφή, δια της συγκεντρώσεως επί του εδάφους μας του αλυτρώτου γένους, ημπορούμεν, εάν θέλωμεν, να οργανώσωμεν ένα συγχρονισμένο κράτος και ν αναπτύξωμεν όλα τα χαρίσματα της εθνικής μας ιδιοφυΐας» (Ελεύθερο Βήμα, 23/7/1928) 38
συνδικαλιστικά κινήματα, αποτελούν δεδομένα για την πολιτική ζωή. Παράλληλα, ο «διχασμός» του 1915 διαίρεσε ολόκληρη την κοινωνία, ακόμη και τις οικογένειες, σε δύο αντίπαλους «πολιτικούς κόσμους», σαν εμφύλιος πόλεμος. Αυτό το ρήγμα δε, δεν επουλώθηκε παρά μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο 14. Η αφομοίωση των Νέων Χωρών, η οριοθέτηση και παγίωση της «ελληνικότητας» των Νέων Χωρών 15, δηλαδή η άμβλυνση των αντιθέσεων μεταξύ γηγενών και προσφύγων, καθώς και η αποτροπή της «διαρροής» προς τον κομμουνισμό 16 των δραματικά αυξημένων ποσοστών του ελληνικού λαού με προβλήματα επιβίωσης μετά το 1922, συνιστούν οξύτατα κοινωνικά προβλήματα και συγκεκριμενοποιούν για την Ελλάδα τα ευρύτερα πολιτικά διακυβεύματα της εποχής. Για την αντιμετώπισή τους, τα ζητήματα της κατοικίας, της ιδιοκτησίας και της ανάπτυξης του αστικού χώρου έχουν εκ των πραγμάτων προνομιακό ρόλο που αντιστοιχεί με τον προνομιακό ρόλο που έχουν, όπως είδαμε, τα ίδια αυτά ζητήματα και στο διεθνή χώρο, στο πλαίσιο των αντίπαλων πολιτικών ιδεολογιών. Υπάρχει μέσα στην πολιτική και τεχνική συζήτηση που αναπτύσσεται στην Ελλάδα, συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού; Πώς γίνονται δηλαδή αντιληπτά τα διακυβεύματα της περιόδου και της χώρας από τα πολιτικά κόμματα; Αντανακλώνται οι θέσεις των κομμάτων απέναντι στα διακυβεύματα αυτά, στη συζήτηση και τις πολιτικές για το χώρο; Είναι, όπως είδαμε, γεγονός ότι ο εκσυγχρονιστικός προσανατολισμός των βενιζελικών και βενιζελογενών κυβερνήσεων φέρνει το αίτημα του σχεδιασμού στο προσκήνιο. Σ αυτό το πλαίσιο «η σύνδεση του κράτους με τους τεχνικούς (εν προκειμένω μηχανικούς και αρχιτέκτονες που ασχολούνται με την πόλη) είναι ( ) ιδιαίτερα σημαίνουσα» 17. Η «τεχνική ελίτ» λοιπόν που μπορούμε να πούμε ότι δημιουργείται και λειτουργεί παράλληλα στο Τεχνικό Επιμελητήριο και σε ανώτατες πολιτικές και διοικητικές θέσεις 18, βρίσκεται εκ των πραγμάτων αντιμέτωπη με τα ζητήματα της κατοικίας, της ιδιοκτησίας και της ανάπτυξης του αστικού χώρου, και μάλιστα με οξύ και άμεσο τρόπο. Θεωρήσαμε λοιπόν ενδιαφέρον, να επιχειρήσουμε μια πρώτη ανάγνωση ενός αριθμού άρθρων κυρίως δημοσιευμένων 14 Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 25-26 15 Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 41-46 16 «( ) προτιμώμεν τον βενιζελικόν των προσφύγων φανατισμόν από την διαρροήν των προς τον κομμουνισμόν» απόσπασμα άρθρου της Εστίας που δημοσιεύτηκε στις 5/2/1936 με τίτλο «Οι πρόσφυγες και η Ελλάς» (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 96) 17 Βίλμα Χαστάογλου, «Η ανάδυση της νεοελληνικής πόλης: Η σύλληψη της μοντέρνας πόλης και ο εκσυγχρονισμός του αστικού χώρου» στο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.) Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 93-112, (1992), 96 18 Βίλμα Χαστάογλου, ό.π., 97 39
στα Τεχνικά Χρονικά, αλλά και ορισμένων από τα βιβλία που δημοσίευσαν πολεοδόμοι με σημαντικό ρόλο στη δημόσια διοίκηση και στη σχετική συζήτηση 19, επικεντρώνοντας στον τρόπο που αυτά τα ζητήματα συναρτώνται με τα μεγάλα πολιτικά διακυβεύματα της περιόδου. Κατ αρχήν για το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Ο ρόλος που της έχει ιστορικά αποδοθεί, ήδη από την εποχή των Βαυαρών, ως στυλοβάτη της κοινωνικής σταθερότητας και συνοχής, δεν μοιάζει να αμφισβητείται από τη μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της εποχής 20, στο βαθμό που συνδέεται με ευρύτερες πολιτικές προοπτικές τους. Και οι δύο σημαντικότεροι και ευρύτεροι πολιτικοί κόσμοι, ο Βενιζελικός και ο Αντιβενιζελικός, παρά το βαθύ ρήγμα που τους χωρίζει, έχουν διαταξικό χαρακτήρα 21 και ομόθυμη εναντίωση στις κομμουνιστικές επαγγελίες. Χαρακτηριστικές για τον κοινό φόβο έναντι της κομμουνιστικής ανατροπής οι αναφορές αφενός του Ελ. Βενιζέλου σε λόγο του στη Βουλή το 1911 «Εγώ εις πάσαν περίπτωσιν ( ) θα είμαι το ασφαλέστερον έρεισμα της τάξεως και του κοινωνικού καθεστώτος» 22 και του Δημ Γούναρη το 1912 «Εφ όσον δεν υπάρχουν εις μεγάλον βαθμόν αντικρουόμενα συμφέροντα ομάδων και ομάδων, πώς θέλετε να υπάρξουν κόμματα αντιπροσωπευτικά των ομάδων αυτών; Ας περιμείνωμεν να συντελεσθή εργασία εις μεγάλην κλίμακαν, ν αναπτυχθή μεγάλη 19 Πρόκειται κυρίως για τους πολεοδόμους Σπήλιο Αγαπητό, Ανάργυρο Δημητρακόπουλο, Πέτρο Καλλιγά, Άγγελο Οικονόμου. Δες και υποσημείωση 52. 20 «Έχομεν καθήκον, όχι μόνον τους ομογενείς καλλιεργητάς της γης να αποκαταστήσωμεν εις ιδιοκτήτας, αλλά να αποκαταστήσωμεν και τους πολυαρίθμους αλλογενείς πληθυσμούς, οι οποίοι περιελήφθησαν εντός των Ελληνικών ορίων. Μόνο υπό τον όρον αυτόν θα είμεθα βέβαιοι, ότι θα κατακτήσωμεν αυτούς, όχι μόνον πολιτικώς και στρατιωτικώς, αλλά και ψυχικώς» από λόγο του Ελ. Βενιζέλου στη Βουλή στις 27/1/1920 (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 106) Εξίσου εύγλωττες και οι αναφορές των αντιπάλων του Βενιζέλου στην ιδιοκτησία: π.χ. του Ι. Μεταξά που κατά τον προεκλογικό αγώνα του 1926, υπόσχεται «και εις την εργατικήν τάξιν την προστασίαν εκείνην, ήτις θα καταστήση εις τον εργάτην εφικτήν την απόκτησιν μικράς ιδιοκτησίας» (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 67) 21 Για τον διαταξικό χαρακτήρα των δύο αυτών πολιτικών κόσμων, βλ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 74-77 22 Λόγος του Ελ. Βενιζέλου στη Βουλή στις 19/3/1911 σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 105). Εξίσου χαρακτηριστικό και το μεταγενέστερο απόσπασμα ομιλίας του Βενιζέλου στη Βουλή στις 27/1/1920: «Εάν αφήναμε έδαφος εκμεταλλεύσεως των ανατρεπτικών στοιχείων όχι μόνον εις την τάξιν την βιομηχανικήν των εργατών, αλλά και εις την πολυάριθμον τάξιν των καλλιεργητών της γης δύνασθε να εννοήσητε, κύριοι, ποία ηδύναντο να είναι τα αποτελέσματα εις μέλλον όχι μεμακρυσμένον. ( ) δέον να ληφθή φροντίς εάν δεν στέργωμεν να ίδωμεν τας ανατρεπτικάς ταύτας θεωρίας αναπτυσσομένας και παρ ημίν, και δέον να εννοήσωμεν ότι η αληθινή βάσις των σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας δεν είναι η επιδείνωσις της οξύτητος μεταξύ αυτών, αλλά τουναντίον η αλληλεγγύη και η συνεργασία. (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 105-106). Και για την επιδιωκόμενη κοινωνική συνοχή, στον ίδιο λόγο: «Όπως και προ ημερών είπον, εμπνέεται η Κυβέρνησις από την πεποίθησιν, ότι εξυπηρετεί ούτως και το συμφέρον του εργατικού κόσμου και το συμφέρον του λεγόμενου κεφαλαιοκρατικού κόσμου και το συμφέρον γενικώτερον το πολιτικόν και το κοινωνικόν». (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., σελ. 109). 40
βιομηχανία, μεγάλη ιδιοκτησία, μεγάλα κεφάλαια και τότε η σύγκρουσις θα έλθη θέλοντας και μη. ( ) Διότι η σοσιαλιστική ιδέα θα κυριαρχήσει παντού μίαν ημέραν» 23. Οι αντιλήψεις αυτές εκφράζονται και στην ομόθυμη υποστήριξη της μικρής ιδιοκτησίας. Από την αρχή επίλυσης του αγροτικού ζητήματος με τη Συνταγματική αναθεώρηση του 1911 έως τον Νόμο 3741 για την Οριζόντιο Ιδιοκτησία του 1929, έχουμε μια σειρά μέτρων που ευνοούν άμεσα ή έμμεσα τη μικρή ιδιοκτησία. Σημαντική διάσταση της πολιτικής υπέρ της μικρής ιδιοκτησίας αποτελεί και η σημασία που αυτή έχει για την αντιμετώπιση των οξύτατων ζητημάτων της κατοικίας των λαϊκών τάξεων : στέγαση του άστεγου ή «ανθυγιεινά» στεγασμένου εργατικού κόσμου πριν το 1922 24, των προσφύγων στις πόλεις και την ύπαιθρο, καθώς και των εσωτερικών μεταναστών προς τις πόλεις 25. Οι Έλληνες πολεοδόμοι, μοιραία ίσως βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Η «δυτική» τους παιδεία, αλλά και η εμπειρία τους από τις συνεχείς ματαιώσεις των σχεδιασμών για την οργάνωση του χώρου στην Ελλάδα, τους υπαγορεύει ότι η μικροϊδιοκτησία και η έμμεση ενθάρρυνση της αυτοστέγασης με όποια μέσα και τρόπους, συνιστούν εμπόδιο στον εξορθολογισμό του χώρου και τη διαχείριση της αστικής ανάπτυξης, πράγμα που δηλώνεται αλλεπάλληλα με αποστροφές όπως : «όταν ( ) η στέγασις του κοινού εξυπηρετείται από το μικρόν κεφάλαιον απροστάτευτον ( ) Ευνοείται ( ) η εξάπλωσις της πόλεως με όλας τας δυσμενείς της συνεπείας» 26 ή «Η πηγή του κακού είναι το μικρόν μέγεθος της ιδιοκτησίας, το 23 Από τη συνέντευξη του Δημ. Γούναρη στην Ακρόπολη στις 17/3/1912 όπου εξηγεί επίσης «Θέλετε κόμματα ιδεών ή μάλλον κόμματα συμφερόντων; Αλλά τοιαύτα κόμματα θα υπάρξουν εις την Ελλάδα, όταν υπάρξουν μεγάλαι ομάδες, ομάδες των οποίων τα συμφέροντα να συγκρούονται προς τα συμφέροντα άλλων ομάδων επίσης οργανωμένων. Αλλά τοιούτον τι εδώ δεν συμβαίνει. Έχομεν εδώ μεγάλην βιομηχανίαν; Έχομεν εδώ μεγάλας εργατικάς ενώσεις; Δεν έχομεν. Το μέλλον και εδώ όπως παντού ίσως θα είναι σοσιαλιστικόν. Αλλ εδώ θ αργήση κάπως. ( ) Προγραμματικαί διαιρέσεις δημιουργούν εδώ τα κόμματα. Διαφωνίαι εις τον τρόπον της Διοικήσεως. ( ) Εις τα θεμελιώδη υπάρχει συμφωνία. Εφ όσον δεν υπάρχει διαφωνία εις τα θεμελιώδη, θέλετε να την δημιουργήσωμεν;» (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., 100-101). 24 Βλ. και Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Επιθεώρησις Εργασίας, Έρευνα επί των συνθηκών της κατοικίας των πόλεων Αθηνών Πειραιώς, 1921, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1922. 25 Ενός ρεύματος που κατά μία άποψη εντάθηκε με τον λεγόμενο υπερπληθυσμό της υπαίθρου που δημιούργησε ακριβώς η κατάτμηση της αγροτικής γης σε μικρούς κλήρους (βλ. Νίκος Καλογήρου, «Η γεωγραφία του εκσυγχρονισμού. Οι μετασχηματισμοί του βορειοελλαδικού χώρου στο μεσοπόλεμο» στο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Χρήστος Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.) Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 83-91, (1992), 88). 26 Και προσθέτει ο Αν. Δημητρακόπουλος: «( ) την πρωτεύουσαν έκτισεν κυρίως το μικρόν κεφάλαιον, το οποίον ( ) δεν σκέπτεται οικονομικώς και αναζητεί το οπουδήποτε φθηνόν και μικρόν οικόπεδον. Σημειούμεν ότι εις περιπτώσεις τινάς και αυτό το Κράτος εμιμήθη την τακτικήν του μικρού κεφαλαίου» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, «Η επίδρασις 41
οποίον εξ αντιθέτου καθιστά δυσχερή την εφαρμογήν τοιούτων περιορισμών» 27. Συμμεριζόμενοι όμως ως επί το πλείστον την αγωνία της πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου απέναντι στο φόβο της κομμουνιστικού τύπου ανατροπής του αστικού καθεστώτος 28, δεν διατυπώνουν αντίθετες θέσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι απέναντι στη μικροϊδιοκτησία ως συνιστώσα της στέγασης, ο λόγος των πολεοδόμων είναι ομόθυμος και σαφής. Η λαϊκή ιδιόκτητη κατοικία είναι παραδεδεγμένο ιδεώδες της ελληνικής λαϊκής τάξης και επομένως, καίτοι προβληματική, είναι επιθυμητή ως παράγων άμβλυνσης επικίνδυνων κοινωνικών εντάσεων 29 : «Αναμφισβητήτως ο μεμονωμένος οικίσκος θα έχη την προτίμησιν του εργάτου. Έκαστος οικογενειάρχης είναι ευτυχής να είναι μόνος εν τω εαυτού οίκω» του οικονομικού παράγοντος επί της εξελίξεως των πόλεων της Ελλάδος και ιδία της Πρωτευούσης», Τεχνικά Χρονικά, 1 Ιανουαρίου, σελ. 32-36, (1933α), 34-35). 27 Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, «Σχέδια πόλεων πολεοδομία εν Ελλάδι», Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος, Τόμος Α, τ. ΙΙ, (1937), 410. Ενώ σε άλλο σημείο στο ίδιο κείμενο εξηγεί: «Ούτω δε ηνώθησαν αι Αθήναι μετά του Πειραιώς και των πέριξ προαστείων και κατ επέκτασιν τούτων ανεπτύχθη μία ατελείωτος σειρά στέγης και αστικής μικροϊδιοκτησίας, θεμελιώσασα γενικήν πολεοδομικήν κατάστασιν νοσηράν και σχεδόν αθεράπευτον και έχουσα επί πλέον εις το παθητικόν της την ατέλειαν της συγκοινωνιακής συνδέσεως και το αμελέτητον σχέσεων κατοικίας και εργασίας» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 425). Για το ίδιο θέμα του «μικρού μεγέθους της ιδιοκτησίας», ο Αχ. Καλευράς αναφέρει: «Σπητάκια! Σπητάκια! Σπητάκια! Ως είπον και άλλοτε. Πέριξ των παλαιών πόλεων. Αι λοιπόν αυτά τα σπητάκια ( ) αποτελούν εν πολλοίς την οικονομικήν αδιέξοδον της χώρας» (Αχ. Καλευράς «Αστυφιλία, Παρασιτισμός και Μικροαστική Εγκατάστασις», Θεσσαλονίκη: τυπ. «Εφημ. Βαλκανίων», (1930) στο Βίλμα Χαστάογλου, ό.π., 106). 28 Εύγλωττα είναι τα ακόλουθα χαρακτηριστικά αποσπάσματα λόγου Ελλήνων τεχνικών. Από σειρά συνεντεύξεων του Σπ. Αγαπητού στον Σπ. Μελά στο Έθνος, 11-18/9/1928 με τίτλο «Δώσατε σπήτια στο λαό»: «Τι κοινωνική σταθερότης θέλετε να υπάρξη, όταν τα λαϊκά στρώματα εξαντλούμενα οικονομικώς από τα υψηλά ενοίκια, δεκατιζόμενα και φθειρόμενα εις ελεεινάς τρώγλας από πλήθος ασθενείας γίνονται εύκολος λεία της σαγηνευτικής επαναστατικής διδασκαλίας;» (Σπήλιος Αγαπητός, Η πόλις, Αθήνα: Τυπογραφείον Εστία, 1928, 196). Επίσης, ο Αχ. Καλευράς το 1930 θα πει: «Οι πέριξ των πόλεων συνοικισμοί μικροαστικής εγκαταστάσεως θ αποτελέσουν μετά δεκαετίαν, ενωρίτερα ή αργότερα τον πυρήνα των αριστερωτέρων ροπών, με δύο λέξεις, τον πυρήνα της επαναστατικής Ελλάδος» (Βίλμα Χαστάογλου, ό.π., 102). 29 «Τούτο δε [το ζήτημα της στεγάσεως των λαϊκών τάξεων], ως γνωστόν, είναι εν εκ των κυριωτέρων πολεοδομικών ζητημάτων, το οποίον απασχολεί τας κυβερνήσεις και τας Δημοτικάς αρχάς όλων των χωρών. Αλλ εις τας Αθήνας εμφανίζεται υπό άλλον τύπον και υπό μεγάλας δια την πόλιν δυσκολίας, διότι συνδέεται προς την όλην μόρφωσιν αυτής, αι δε αξιώσεις των κατοίκων επεκτείνονται και μέχρι της επιθυμίας όπως η στέγασις γίνη εις ιδιόκτητον οικίαν. ( ) Επειδή δε πολλοί των λόγων των προκαλούντων την επιθυμίαν αυτήν, εις τας λαϊκάς ιδία τάξεις, ( ) έχουν βαθείας ρίζας εις την ψυχήν αυτών, πάσα προσπάθεια τείνουσα να παρεμποδίση την εκπλήρωσιν αυτής χάριν πολεοδομικών σκοπών, θα επέφερε τόσην εξέγερσιν της κοινής γνώμης ώστε θα ηδύνατο να ματαιώση την εκτέλεσιν και των μάλλον χρήσιμων δια την πόλιν έργων. Ως γνωστόν αι εργαζόμεναι τάξεις της πόλεώς μας διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος των οικονομιών των προς απόκτησιν οικίας, τούτο δε, διότι αποφεύγουν την επένδυσιν αυτών εις κινητάς αξίας, δια τας οποίας ουδέν επιδεικνύουν ενδιαφέρον. ( ) Επίσης εις την επιθυμίαν αποκτήσεως οικίας συντελεί όχι ολίγον και η έννοια την οποίαν αποδίδουν αι τάξεις αυταί εις την λέξιν «νοικοκύρης» και η ανωτέρα κοινωνική θέσις την οποίαν καταλαμβάνει εις τον κύκλον των γνωρίμων του ο ιδιοκτήτης» (Πέτρος Καλλιγάς, «Το πολεοδομικόν πρόβλημα των Αθηνών», Τεχνικά Χρονικά, 15 Οκτωβρίου 15 Νοεμβρίου, σελ. 1089-1095, (1933), 1091). 42
λέει χαρακτηριστικά ο Σπ. Αγαπητός 30. Βεβαίως, οι έλληνες πολεοδόμοι, παρακολουθούν τον προβληματισμό που αναπτύσσεται στην Ευρώπη την ίδια εποχή 31 σχετικά με το ζήτημα της στέγασης και τις τυπολογίες οικοδόμησης κατοικίας. Έχουν π.χ. διαμορφωθεί προτάσεις για την κατοικία των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων όπως ο «στρατώνας» 32, ο «αστικός εποικισμός» 33 ή η «αστική πολυκατοικία» 34. Μένει όμως χωρίς αντίκρυσμα ο προβληματισμός αυτός σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το θέμα της 30 Προσθέτοντας ότι «Βεβαίως η μονοκατοικία είναι πλέον ευχάριστος, πλέον υγιεινή, πλέον ελκυστική από πάσης απόψεως, όθεν προτιμωτέρα» (Σπήλιος Αγαπητός, «Εργατικά Σπίτια», Αρχιμήδης, 1918, Αθήνα, στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 105). 31 Βλ. άρθρα του Σπήλιου Αγαπητού όπως τα «Η λειτουργία μιας μεγαλουπόλεως», «Εργατικά Σπίτια», «Και πάλιν η κατοικία», «Η κρίσις της οικοδομής», «Η ευθηνή κατοικία εν Ελλάδι», «Δώσατε σπίτια στο λαό», «Σχέδιον Πόλεως και Κατοικία», «Εκάλη» στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., που μαρτυρούν χαρακτηριστικά την επικοινωνία ενός εκ των Ελλήνων πολεοδόμων με τις ιδέες που κυριαρχούν και εφαρμόζονται στον ευρωπαϊκό χώρο. 32 Όρος που χρησιμοποιεί ο Σπ. Αγαπητός για να περιγράψει τη εναλλακτική λύση στον «μεμονωμένο ημιεξοχικό οικίσκο» που αρμόζει στο πρόβλημα της στέγασης των εργατών. Παραδεχόμενος το μειονέκτημα του στρατώνος να «αποκλείει την ελπίδα του εργάτου να γίνη μίαν ημέρα ιδιοκτήτης» (αυτά λέγονται 11 χρόνια πριν την ψήφιση του Νόμου για την οριζόντια ιδιοκτησία), τον προτείνει ως λύση συμβιβασμού μεταξύ ανάγκης στέγασης και δυσχέρειας στην εξεύρεση ικανής έκτασης, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, για συνοικισμούς με το σύστημα της μεμονωμένης κατοικίας, και επομένως ως λύση ανάγκης την προωρίζει δια την πλειονότητα των εργατών, και όχι για τους «ολίγους, ( ) τους ευτυχέστερους, τους απολαμβάνοντας εξαιρετικόν ημερομίσθιον» που θα μπορούσαν να στεγαστούν σε ιδιόκτητη κατοικία (Σπήλιος Αγαπητός «Εργατικά Σπίτια», Αρχιμήδης, 1918, Αθήνα στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 105-107). Στο ίδιο θέμα επανέρχεται το 1928 υιοθετώντας αυτή τη φορά τον όρο «πολυκατοικία» λέγοντας (πάλι πριν την ψήφιση του Νόμου περί οριζόντιας ιδιοκτησίας): «Ποίον σύστημα πρέπει να προτιμήσωμεν ( ) ; Της πολυκατοικίας προς το παρόν. Έχουν το μειονέκτημα, ότι δεν κάνουν ιδιοκτήτη τον άπορον, ο οποίος παραμένει ενοικιαστής. Αλλά δεν απαιτούν επικινδύνους επεκτάσεις, δαπάνας οδοποιΐας, υπονόμων, υδρεύσεως, φωτισμού και συγκοινωνίας, που είναι συνήθως τόσον δυσεκπλήρωτοι» (Σπήλιος Αγαπητός «Δώσατε σπήτια στο λαό», Έθνος, 11-18/9/1928 στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 217) και «( ) πρέπει, αν όχι να παύση, τουλάχιστον να διακοπή επί τινα χρόνον η ανέγερσις νέων προσφυγικών συνοικισμών και να δοκιμασθή το κατά πολύ οικονομικώτερον σύστημα της ανεγέρσεως πολυκατοικιών, πλησιέστερον προς το κέντρον τοποθετουμένων» (Σπήλιος Αγαπητός «Πολυκατοικίαι και Μονοκατοικίαι», Ελεύθερον Βήμα 1/12/28 στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 245). 33 Πρόκειται για πρόταση του Στυλιανού Παπαδάκη, ιδρυτικού μέλους της ελληνικής ομάδας των CIAM, προκειμένου για τη στέγαση των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας. Πρόκειται για ένα ενιαίο συγκρότημα 350 κατοικιών τυποποιημένης κάτοψης σε σχήμα Π, που θα καταλάμβανε χώρο 4 οικοδομικών τετραγώνων στην περιοχή των Εξαρχείων και που βαφτίζεται από τον ίδιο τον Στ. Παπαδάκη ως «αστικός εποικισμός» σε άρθρο του με τίτλο «Ο συνοικισμός της Νέας Αλεξανδρείας και η εδαφική οικονομία των Αθηνών» του 1933 (βλ. αναλυτικά στο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, «Τεχνικός και σχεδιασμός του χώρου: Πρωτοπορία ή εκσυγχρονισμός;» στο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Χρήστος Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.) Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 133-139, (1992)). 34 Η συζήτηση για τα δύο μοντέλα, πολυκατοικίας και μονοκατοικίας φαίνεται ότι ανοίγει το 1912 με αρθρογραφία του Εμμ. Κριεζή και συνεχίζεται με τους Σπ. Αγαπητό (βλ. υποσημ. 32), Δ. Κάτσαρη (1929), Κυπ. Μπίρη (1932) και Α. Δημητρακόπουλο (1934) (Βίλμα Χαστάογλου, ό.π., 108). Για την πρόταση Μπίρη, ενός υλοποιημένου παραδείγματος στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου, βλ. και Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, ό.π. 43
στεγαστικής αποκατάστασης σε τόσο μεγάλη κλίμακα, δεδομένης της πανθομολογούμενης έλλειψης πόρων για εκτεταμένα στεγαστικά προγράμματα 35. Η αδυναμία διατύπωσης ρεαλιστικών προτάσεων για την αντιμετώπιση της στέγασης των λαϊκών στρωμάτων αντικατοπτρίζεται και στον πολεοδομικό σχεδιασμό για την πρωτεύουσα. Τα σχέδια που παράγονται από έλληνες και ξένους τεχνικούς της περιόδου του μεσοπολέμου αφορούν, κυρίως, διαρρυθμίσεις μόνο του χτισμένου χώρου με εξωραϊσμούς και τοπικές ρυμοτομικές βελτιώσεις και δεν αγγίζουν το κατά πολύ σοβαρότερο πρόβλημα των τρόπων επέκτασης της πόλης που στο μεταξύ είναι η ζωντανή και μεταλλασσόμενη πραγματικότητα 36 και 35 Ο Αν. Δημητρακόπουλος λ.χ. δεν εισηγείται τίποτε το πρακτικό σχετικά με το πρόβλημα της στέγασης λέγοντας ότι «( ) η μόνη θετική και αποτελεσματική ενίσχυσις προς λύσιν τοιούτων ζητημάτων, είναι η εξεύρεσις επαρκών κεφαλαίων με ευθηνόν τόκον και εξαιρετικάς ευκολίας δανεισμού. ( ) Και θα εκινδύνευέ τις να θεωρηθή ευρισκόμενος εκτός πραγματικότητος, εάν έθετε ζήτημα εξευρέσεως τοιούτων κεφαλαίων, εις περίοδον τόσον μεγάλης κρίσεως, και εις στιγμήν καθ ην ως πληροφορούμεθα, ουδ αυτή η οπωσδήποτε ανεκτή στέγασις των προσφύγων συνεπληρώθη» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, «Η επίδρασις του οικονομικού παράγοντος επί της εξελίξεως των πόλεων της Ελλάδος και ιδία της Πρωτευούσης», Τεχνικά Χρονικά, 15 Ιανουαρίου, σελ. 63-68, (1933β), 66). Στο ίδιο επίπεδο αοριστίας κινείται και ο Π. Καλλιγάς σχολιάζοντας: «Αλλ η εκπλήρωσις της επιθυμίας αυτής [για ιδιόκτητη στέγη], η οποία αποβαίνει παρ ημίν κοινωνική ανάγκη, είναι δυνατή μόνον, όταν είναι εύκολος η εξεύρεσις οικοπέδων, των οποίων η αξία να μη υπερβαίνει τας οικονομικάς δυνάμεις των απόρων αστικών τάξεων. Το τοιούτον επιτυγχάνεται έως τώρα δια της συνεχούς προσθήκης εις την πόλιν οικοδομησίμων εκτάσεων απηλλαγμένων πολεοδομικών και οικοδομικών διατυπώσεων και βαρών. Πρέπει προς τούτοις να ληφθή υπ όψιν, ότι αι τάξεις αυταί προτιμούν εξ ανάγκης την αγοράν οικοπέδων από την της οικίας, διότι συνήθως δεν διαθέτουν ολόκληρον το απαιτούμενον δια την αγοράν της οικίας κεφάλαιον, ενώ μετά την αγοράν του οικοπέδου και εφ όσον εξοικονομούν τ απαιτούμενα χρηματικά ποσά, προβαίνουν μικρόν κατά μικρόν εις την προμήθειαν οικοδομησίμων υλών και κατόπιν κατά τον αυτόν τρόπον, εις την ανέγερσιν της οικίας» (Πέτρος Καλλιγάς, ό.π., 1091). 36 Πρόκειται κυρίως για τα εξωραϊστικού χαρακτήρα σχέδια Hoffmann (1910) και Mawson (1918, αποκαλούμενο και «Σχέδιο Θαύμα»), καθώς και το σχέδιο της Επιτροπής που συστάθηκε με τον Ν. 1709 του 1919 υπό τον Π. Καλλιγά (1924). Χαρακτηριστικά αποσπάσματα του κριτικού λόγου των Ελλήνων τεχνικών της περιόδου είναι τα ακόλουθα: «Και πρώτον ο αναλαβών τότε να συντάξη το σχέδιον Άγγλος μηχανικός κ. Μώσσον ήτο απλούς αρχιτέκτων και όχι μηχανικός πόλεων (urbaniste), ούτω δε δεν έλαβεν υπ όψιν του την κυκλοφορίαν, την συγκοινωνίαν, την οδοποιΐαν, την ύδρευσιν, τον φωτισμόν, τας εργατικάς κατοικίας, τους λαϊκούς συνοικισμούς, την βιομηχανίαν, τους λιμένας, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς κ.ά., στοιχεία απαραίτητα δια την χάραξιν μιας πόλεως. Εις επίμετρον ο συντάκτης του σχεδίου ήτο ξένος προς την πόλιν των Αθηνών μη γνωρίζων τας ανάγκας της. Τοιουτοτρόπως ο Άγγλος μηχανικός ως αρχιτέκτων μόνον σκεπτόμενος περιωρίσθη εν τω σχεδίω του εις το να κρημνίζη όλα τα κεντρικά τετράγωνα των Αθηνών και να ανεγείρη εις την θέσιν των συνοικίας ολοκλήρους δημοσίων κτιρίων. Μετά το σχέδιον του Μώσσον συνεστήθη δια του νόμου 1709 επιτροπή εξ Ελλήνων μηχανικών υπό την προεδρίαν του κ. Π. Καλλιγά ( ) Η εν λόγω επιτροπή ειργάσθη μεν φιλοτίμως και μετ ευσυνειδησίας, αλλά περιέπεσεν εις κεφαλαιώδες διπλούν σφάλμα. Πρώτον επεξειργάσθη μέχρι της ελαχίστης λεπτομερείας το εσωτερικόν της πόλεως υποδείξασα απειρίαν μικρών ρυμοτομιών, ενώ έπρεπεν εσωτερικώς να αρκεσθή εις την χάραξιν ολίγων, αλλά μεγάλων αρτηριών κυκλοφορίας. Δεύτερον η επιτροπή ηγνόησεν από σκοπού, ως εδήλωσεν, όλα τα περίχωρα των Αθηνών, όχι μόνον τον Πειραιά και τα Φάληρα, περί των οποίων σας ωμίλησα ανωτέρω, αλλά και αυτούς τους προσκείμενους εις την πόλιν προσφυγικούς συνοικισμούς, οι οποίοι έμειναν ούτως ασύνδετοι μετά του κέντρου. ( ) Το εν λόγω σχέδιον κατεκρίθη υπό της μεγάλης πλειοψηφίας των μηχανικών. ( ) Παρ όλα αυτά το σχέδιον εφηρμόσθη, δια να ανακληθή μετά τινα χρόνον όχι δυστυχώς χάριν των προμνησθέντων 44
συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα της μικροϊδιοκτησίας και της στέγασης των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστικός της αδυναμίας αυτής είναι και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το οξύτατο ζήτημα της προσφυγικής αποκατάστασης. Αφ ενός, το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης αξιολογείται ως πραγματικά αξιοσημείωτο και δυσανάλογα μεγάλων διαστάσεων σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητες του ελληνικού κράτους εκείνη την εποχή 37. Ο Αν. Δημητρακόπουλος π.χ., αναφέρει σχετικά ότι «Το έργον τούτο της στεγάσεως ως όγκος είναι αξιόλογον και ανήκει εις το ενεργητικόν του Κράτους. Καθίσταται δε επί τοσούτω σπουδαιότερον, εάν ληφθή υπ όψιν, ότι η χώρα ημών είναι φύσει πτωχή». Εν τούτοις, η θετική αυτή αξιολόγηση συνοδεύεται από πλήθος «αγανακτισμένων» αναφορών στον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτή η αποκατάσταση 38. Ο ίδιος ο Δημητρακόπουλος αναφέρει ότι «ήτο και έργον κατ εξοχήν πολεοδομικής φύσεως και ο χειρισμός αυτού δεν υπήρξεν ανάλογος προς την θέσιν του ταύτην» 39. Στην πράξη, από τη μια μεριά εκπονείται επίσημο σχέδιο για την πρωτεύουσα, το σχέδιο της Επιτροπής Καλλιγά, που αγνοεί το γεγονός της συρροής των προσφύγων και τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη των προσφυγικών συνοικισμών, από μειονεκτημάτων του, αλλά διότι επενέβη ο δεύτερος παράγων των αποτυχιών, το συμφέρον των μικροϊδιοκτητών οικοπέδων. Ο παράγων δηλαδή αυτός θα εματαίωνε το σχέδιον, και αν ακόμη τούτο ήτο άρτιον». (Σπήλιος Αγαπητός, «Διατί αι Αθήναι δεν έχουν σχέδιον», Πρωΐα 28/10/28, στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 93-94). «Η Επιτροπή ειργάσθη με ατελή μέσα και ελλιπή τεχνικά στοιχεία, τα δε συμπεράσματά της απετέλουν προμελέτην και ουχί μελέτην εφαρμογής. ( ) Το ατύχημα είναι, ότι το έργον της συνέπεσε με την μεγαλυτέραν έντασιν του αστισμού εν Αθήναις και την αθρόαν συρροήν των προσφύγων και ως εκ τούτου, το μεν μετεβάλλοντο συνεχώς τα δεδομένα τα οποία ώφειλε να λάβη υπ όψει, το δε ετηρήθη αύτη ξένη προς τα της εγκαταστάσεως των προσφύγων, η οποία επέδρασεν αποφασιστικώς εις την εξέλιξιν της πόλεως» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 421-422). 37 «Το έργον τούτο της στεγάσεως ως όγκος είναι αξιόλογον και ανήκει εις το ενεργητικόν του Κράτους. Καθίσταται δε επί τοσούτο σπουδαιότερον, εάν ληφθή υπ όψιν, ότι η χώρα ημών είναι φύσει πτωχή, ότι η συρροή των προσφύγων υπήρξεν αθρόα εις στιγμήν, καθ ην είχεν επέλθει ο κάματος εκ του πολυχρονίου πολέμου και ότι υπήρχεν προφανής έλλειψις μέσων προς αντιμετώπισιν τόσον μεγάλου προβλήματος» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 386-387). 38 «Μετά ταύτα έρχεται η πρόσφατος τρίτη μεταπολεμική περίοδος, ήτις ατυχώς είναι ακόμη χειροτέρα. Πράγματι, πέριξ της ελλιπούς ως άνω επεκτάσεως της αρχικής πόλεως εγένετο νέα πρόσφατος αύξησις αλματική και χαώδης. Εντός ολίγων ετών τα άμεσα περίχωρα των Αθηνών κατεκλύσθησαν από πελάγους συνοικισμών και μεμονωμένων σπιτιών άνευ ουδενός γενικού σχεδίου, ως εκ τούτου δε επήλθε μία κατάστασις η οποία δεν είναι αρκετόν να ονομασθή, ως η προηγουμένη, περίοδος ανεπαρκείας και κακοτεχνίας. ( ) επιεικώς δύναται να χαρακτηρισθή ως αθλιότης και όνειδος» (Σπήλιος Αγαπητός «Διατί αι Αθήναι δεν έχουν σχέδιον», Πρωΐα 28/10/28 στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 90-91). «Κατά τα τελευταία έτη προσετέθη και νέος τρόπος επεκτάσεως της πόλεως δια της ανεγέρσεως προσφυγικών και άλλων υπό διαφόρων οργανώσεων ιδρυομένων συνοικισμών. Διά τινας εξ αυτών εκπονούνται σχέδια εκ των οποίων τινά φαίνονται αρκετά μελετημένα, αλλά κατά την εκτέλεσιν επιφέρονται εις αυτά πολλαί και ενίοτε ριζικαί μεταβολαί, άνευ ιδιαιτέρας προς τούτο εγκρίσεως» (Πέτρος Καλλιγάς, ό.π., 1090). 39 Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 386. 45
την άλλη όμως, στο επίπεδο της σχετικής αρθρογραφίας, ασκείται κριτική του «αυθαίρετου» τρόπου χωροθέτησης των συνοικισμών 40. Εκτιμάται μάλιστα ότι υπήρχε η σχετική «ευχέρεια» και υπ αυτή την έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί η προσφυγική επέκταση της πόλης ως μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για τον εξορθολογισμό της αστικής ανάπτυξης 41. Σχετικά με τις μελέτες των προσφυγικών συνοικισμών, ο Δημητρακόπουλος αναφέρει ότι, «παρουσιάζουν ( ) αποτύπωμα της άγνοιας του λοιπού περιβάλλοντος από τε απόψεως θέσεως των συνοικισμών, συνδέσεως, μορφής και προπάντων εξελίξεως, ενώ ήτο προφανές, ότι η ίδρυσίς των ήθελεν ασκήσει σπουδαίαν αποφασιστικήν επίδρασιν τόσον επί της υφισταμένης τότε πολεοδομικής καταστάσεως, όσον και επί του μέλλοντος αυτών» 42. Ως προς τη διαχείριση της αστικής ανάπτυξης, το ζήτημα που κυρίως απασχολεί τους έλληνες πολεοδόμους είναι αυτό της «πύκνωσης» της πόλης σε αντίθεση με την επέκτασή της. Σε γενικές γραμμές, ο λόγος των τεχνικών είναι 40 Αποδίδεται δε αυτή είτε στην «ανωτέρω βία», είτε στη διαχείριση του θέματος της προσφυγικής αποκατάστασης από ανεξάρτητους φορείς που δεν λογοδοτούσαν στο Κράτος, είτε στην έλλειψη προηγούμενου κρατικού σχεδιασμού. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα: «Η υπό μορφήν ανωτέρας βίας επελθούσα αθρόως συρροή προσφύγων δεν αντιμετωπίζεται ( ) ορθώς από πολεοδομικής απόψεως. Η απόπειρα ασκήσεως κοινωνικής τινός πολιτικής εις το ζήτημα της στέγης του εγχωρίου πληθυσμού είναι δια τους αυτούς επίσης λόγους ανεπαρκής και μονόπλευρος. Και αναπτύσσεται πολυαρχία και αναρχία έστιν ότε ως προς τα πολεοδομικά ζητήματα, η οποία συσκοτίζει και πάλιν την κατάστασιν. ( ) Η αντίληψις του αρμοδίου δια τα πολεοδομικά ζητήματα Υπουργείου της Συγκοινωνίας ήτο τότε, όπως το ζήτημα της προσφυγικής στεγάσεως μελετηθή πολεοδομικώς εν τω συνόλω του. ( ) Αλλ αι ανωτέρω αντιλήψεις δεν επεκράτησαν ουδ ανεμίχθη το εν λόγω Υπουργείον εις το έργον της στεγάσεως» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 382, 384). «Οι πολιτικές προϋποθέσεις του εποικισμού καθορίζονται από τη συνθήκη της Λωζάννης (1923) και από το πρωτόκολλο της Γενεύης (1923). Κατά συνέπεια η δράση του ελληνικού κράτους ήταν προσδιορισμένη σε σημαντικό βαθμό από τους όρους που επέβαλλε το διεθνές κεφάλαιο (με τα προσφυγικά δάνεια του 1924 και 1926 και την αυτονομία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων που εδιοικείτο από ξένους αντιπροσώπους της Κοινωνίας των Εθνών, κ.λπ.)» (Νίκος Καλογήρου, ό.π., 88). 41 «Η προϊούσα αστυφιλία, η οποία αποτόμως ενετάθη κατά τα τελευταία έτη και η αθρόα συρροή τόσου προσφυγικού πληθυσμού, μαζύ με την δυστυχίαν παρέσχεν και την ευκαιρίαν μιας κοσμογονίας δια το συγκρότημα της πρωτευούσης. Αλλ αύτη είχε πάντοτε την τύχην αδεσπότου οικοπέδου καθ ου ενσκήπτουν οι πολλοί καταπατηταί δια να κτίσουν όπου και όπως έκαστος θέλει» (Ανώνυμος, ό.π., 201). Με αντίστοιχο τρόπο βλέπει ο Αν. Δημητρακόπουλος τις πολεοδομικές μελέτες «των νέων προσφυγικών συνοικισμών, δια τας οποίας εν τούτοις υπήρχε μεγαλειτέρα ευχέρεια εξαντλήσεως του θέματος» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 383). 42 Και προσθέτει ότι «[δεν υπήρξε όμως] σοβαρά προπαρασκευαστική πολεοδομική εργασία ( ) [ως] δια την ανοικοδόμησιν των εκ των πολέμων καταστραφεισών πόλεων της Μακεδονίας ( ) Χαρακτηριστικόν είναι, ότι, και οι εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ακόμη ιδρυθέντες τοιούτοι [προσφυγικοί] συνοικισμοί ηγνόησαν πολλάκις καθ ολοκληρίαν την ύπαρξιν των σχεδίων τούτων» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 383-384). 46
ομόθυμος υπέρ της πύκνωσης της αστικής ανάπτυξης 43, με αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας του οπλισμένου σκυροδέματος και των μορφολογικών προτύπων της Νέας Αρχιτεκτονικής και της υψηλής δόμησης. Παράλληλα όμως, επισημαίνεται από τους ίδιους τεχνικούς ότι τα χαρακτηριστικά του αστικού ιστού είναι ακατάλληλα να δεχθούν τα επιθυμητά ύψη και πυκνότητες 44. Έτσι, απάντηση για τον Δημητρακόπουλο π.χ. στο πρόβλημα αυτό είναι η ανάπτυξη καθ ύψος μόνο σε 43 Η συζήτηση για την πύκνωση συναρτάται με τη συζήτηση για τα αντιπαρατιθέμενα μοντέλα μονοκατοικίας και πολυκατοικίας, καθώς και με τη συζήτηση για τα ύψη των οικοδομών. Η εναρμόνιση των Ελλήνων τεχνικών με την ιδέα της πύκνωσης συμβαδίζει με τις κρατούσες αντιλήψεις επιφανών αρχιτεκτόνων, εκπροσώπων της Νέας Αρχιτεκτονικής, όπως ο Le Corbusier. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα αποσπάσματα που υπογραμμίζουν τα μειονεκτήματα της εξάπλωσης της πόλης με αραιές πυκνότητες: «( ) η δυσανάλογος προς τον πληθυσμόν έκτασις του συγκροτήματος, δεν είναι αποτέλεσμα των μεταπολεμικών συνθηκών. Αι μεταπολεμικαί ημών συνθήκαι ( ) συνετέλεσαν εις την έξαρσιν του κακού, εις την μεγέθυνσιν αυτού μέχρι του σημερινού σημείου, εις τον πολλαπλασιασμόν της αστικής κατοικίας κατ έκτασιν, εις την δημιουργίαν του σημερινού συγκροτήματος. Αλλά και προπολεμικώς η κατάστασις ήτο ανάλογος. Η ιστορία διδάσκει ότι πάντοτε η πόλις ήτο πολύ μεγαλειτέρα εν σχέσει προς τας ανάγκας του εκάστοτε πληθυσμού της και ότι πολλάκις η επέκτασις του σχεδίου είπετο της επεκτάσεως της πόλεως ην εδημιούργουν προηγουμένως αυθαίρετοι μικροσυνοικισμοί ανεγειρόμενοι υπό απόρων τάξεων. ( ) Αι οικονομικαί ευκολίαι αι οποίαι παρεσχέθησαν δια την οικοδόμησιν κατά την περίοδον της μεγάλης κρίσεως της στέγης, μη συνδεδυασμέναι με οιονδήποτε πολεοδομικόν πρόγραμμα ( ) απέβλεψαν απλώς εις την οπουδήποτε αύξησιν του όγκου της οικοδομής. Δεν δύνανται να θεωρηθούν όπως και δεν υπήρξαν, μέτρον ρυθμιστικόν της αναπτύξεως της πρωτευούσης. Το αυτό θα ηδύνατο να λεχθή και δια τας ευκολίας τας παρασχεθείσας και παρεχομένας προς ωρισμένας τάξεις και οργανώσεις επί τω σκοπώ αποκτήσεως ιδίας στέγης. Αι ευκολίαι αύται, όχι μόνον δεν αποτελούν μέτρον συντελεστικόν της τονώσεως των πόλεων, αλλά ενιαχού έσχον αντίθετο αποτέλεσμα. ( ) επειδή ηυνόησαν την κατ έκτασιν ανάπτυξιν της στέγης» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933α, ό.π., 35-36). «Εφιστώμεν μόνον την προσοχήν επί ενός σημείου: Επί διαταράξεως τινός επικινδύνου την οποίαν προκαλεί εις την αστικήν ιδιοκτησίαν η απεριόριστος εξάπλωσις της πόλεως» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933β, ό.π., 63). 44 «Είναι ομόθυμος η γνώμη ότι η αύξησις των διαστάσεων των οικοδομών εις το κέντρον είναι ανθυγιεινή και επιβλαβής εις την οικονομικήν ζωήν της πόλεως, εν περιπτώσει δε ανάγκης, θα έπρεπε να επιτρέπηται μόνον εφ όσον απομένει οικόπεδον δια τον συμπληρωματικόν αερισμόν και φωτισμόν και υπάρχει επαρκές πλάτος οδού ίνα δεχθή την συμπληρωματικήν κυκλοφορίαν την προκαλουμένην υπό του ηυξημένου όγκου οικοδομής. ( ) Είνε ομόθυμος η γνώμη ότι το ύψος των οικοδομών πρέπει να βαίνη ελαττούμενον από του κέντρου προς τας εξωτερικάς ζώνας» (Άγγελος Οικονόμου, «Αι νεώτεραι αντιλήψεις εν τη διαρρυθμίσει των πόλεων», Τεχνικά Χρονικά 15 Νοεμβρίου, σελ. 1090-1098, (1932), 1093-1094). «Ούτε πρέπει να υποθέσωμεν ότι η πρωτεύουσα θα καλυφθεί με ουρανοξύστας. Τουναντίον μάλιστα η σύμπτυξις θα επιφέρη συγκερασμόν των διαφόρων τάσεων ως προς την εκμετάλλευσιν του ύψους, θα έχη δηλαδή ως αποτέλεσμα την εν μέτρω χρησιμοποίησιν του ύψους και θα περιορίσει αυτομάτως τας σποραδικώς εμφανιζομένας τάσεις ανεγέρσεως πολύ υψηλών οικοδομών, τας οποίας δεν ανέχεται η γενική στενότης του οδικού μας δικτύου» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933β, ό.π., 64). «Επιστημονική όμως συζήτησις μεταξύ των δύο τούτων αντιθέτων απόψεων [για τα μεγάλα και μικρά ύψη], καταλήγουσα εις απόλυτα συμπεράσματα, δεν δύναται να υπάρξη διότι λείπει η βάσις, λείπει δηλαδή η οπωσδήποτε λελογισμένη οριζοντιογραφία του σκελετού της πόλεως από απόψεως πλάτους οδών και μέσου μεγέθους ιδιοκτησιών, η οποία θα απητείτο προς τοιαύτην συζήτησιν. Οριζοντιογραφία πολίχνης και η τρίτη (η καθ ύψος) διάστασις με αξιώσεις μεγαλουπόλεως είναι πράγματα ασυμβίβαστα. ( ) Ως έχουν τα πράγματα, οιαδήποτε ρύθμισις του παράγοντος του ύψους των κτιρίων δια τας Αθήνας δεν δύναται ή να είναι κατά βάθος συμβατική» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 409). 47
προεπιλεγμένες ήδη αστικές ζώνες 45. Άλλοι, όπως ο Καλλιγάς και ο Οικονόμου, προτείνουν εκτατική ανάπτυξη με δορυφόρους πόλεις προάστεια του κυρίως Άστεως 46. Δεν υπάρχει όμως προβληματισμός για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε το Κράτος να διαχειριστεί αυτά τα μοντέλα ανάπτυξης, με δεδομένο ότι αναγκαστικά κάποιοι θα επωφελούνταν και κάποιοι θα ζημιώνονταν 47 και θα ασκούσαν τις σχετικές πιέσεις. Ο Δημητρακόπουλος γράφει σχετικά «Πάντως δια της υποτιμήσεως δεν πρέπει να ζημιωθούν οι μικροί ιδιοκτήται [ενώ] ( ) Η ζημία ( ) των αποβλεπόντων εις κερδοσκοπίαν, δεν δύναται να θεωρηθή αδίκημα» 48. Ελπίδα που και άλλες φορές διατυπώθηκε και δεν ευοδώθηκε. Ανάλογο κενό ως προς τις δυνατότητες διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης, μπορούμε να πούμε ότι χαρακτηρίζει και την αποδοχή από τον τεχνικό κόσμο των 45 «Πρέπει μοιραίως να επιδιώξωμεν την βαθμιαίαν σύμπτυξιν του συγκροτήματος τούτου. ( ) Δεν εννοούμεν ανατροπήν. Απλώς θα επέλθη μία βαθμιαία αποσυγκέντρωσις του σχεδόν ενιαίου σήμερον, αλλού αραιού και αλλού πυκνού οικοδομικού συγκροτήματος, δι εντοπισμού της οικοδομικής κινήσεως περί καθορισθησομένους πυρήνας οικήσεως. ( ) Πάντως ταύτα [τα μέτρα] πρέπει να αποβλέπουν εις τον εντοπισμόν των οικοδομών δια την ανέγερσιν των οποίων το Κράτος παρέχει οπωσδήποτε ευκολίας, μόνον εντός ωρισμένων τομέων (των παλαιών ιδίως σχεδίων), εις τον καθορισμόν ελαχίστου λογικού τινός αριθμού ορόφων δια τας οικοδομάς ταύτας και εις την οριστικήν απαγόρευσιν διοικητικών πράξεων (π.χ. εγκρίσεως ρυμοτομικών σχεδίων) διευκολυνουσών την κατ έκτασιν ανάπτυξιν της αστικής ιδιοκτησίας» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933β, ό.π., 64, 66-67). 46 «Δια τας μεγάλας λοιπόν πόλεις, τας δυναμένας να επεκταθώσι κατά πάσας τας διευθύνσεις η συμφερωτέρα, σκοπιμωτέρα και οικονομικωτέρα λύσις είνε η ίδρυσις δορυφόρων πόλεων, αναπτυσσομένων ως χωριστών οργανισμών, εις διάφορα σημεία πέριξ της πόλεως ( ) Είνε δε πολύ προτιμώτερον τούτο από την διασποράν των νέων συνοικισμών εκατέρωθεν μιας και της αυτής μεγάλης αρτηρίας» (Άγγελος Οικονόμου, ό.π., 1091). «Την βάσιν αυτών [των μέτρων] πρέπει να αποτελέση η διαίρεσις της πόλεως εις άστυ και προάστεια ( ) Και εις το μεν άστυ να περιληφθούν τα παλαιά εγκεκριμένα τμήματα ( ) τα δε προάστεια να περιλάβουν τους προσφυγικούς και τους άλλους πέριξ της πόλεως εγκεκριμένους συνοικισμούς» (Πέτρος Καλλιγάς, ό.π., 1091). Ήδη Επιτροπή του Νόμου 1709 [Επιτροπή Καλλιγά] είχε διατυπώσει σκέψεις δια την μέλλουσαν επέκτασιν της πόλεως, αποβλεπούσας εις τον τερματισμόν της ατελειώτου συνεχείας της αστικής ιδιοκτησίας και την δημιουργίαν νέων πυρήνων δια την εις το μέλλον ανάπτυξιν δορυφόρων πόλεων και συνοικισμών της πρωτευούσης με παρεμβολήν πνευμόνων και ιδίως του Ελαιώνος, ως φυσικού μεγάλου πνεύμονος» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 425). Και στον αντίποδα της άποψης αυτής: «( ) δεν θεωρούμεν επαρκές μέτρον την οικονομικήν οιωνεί αποκέντρωσιν του συγκροτήματος περί της οποίας έχουν διατυπωθεί διάφοροι γνώμαι. ( ) δεν νομίζομεν ότι θα απετέλει λύσιν η διάσπασις του συγκροτήματος εις πλειοτέρους ανεξαρτήτους διοικητικώς και οικονομικώς οργανισμούς, ήτοι εις πλειοτέρους Δήμους και Κοινοτήτας. Τοιαύτη αποκέντρωσις θα συνετέλει εις δικαιοτέραν βεβαίως διάθεσιν των Δημοτικών και Κοινοτικών πόρων, ( ) δεν θα ετακτοποίει την υφισταμένην πολεοδομικήν αταξίαν του συγκροτήματος» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933β, ό.π., 64). 47 «Μοιραίως, ωρισμέναι εκτάσεις προσλαβούσαι σήμερον νόθον αξίαν αστικής ιδιοκτησίας, θα καταπέσουν εις το πραγματικόν επίπεδον. Αντιθέτως πολλαχού θα σημειωθή τόνωσις της πράγματι αστικής ιδιοκτησίας» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933β, ό.π., 65). Η εκμετάλλευσις της υπερτιμήσεως της ιδιοκτησίας ( ) υπήρξεν ατελεστάτη, εντοπισθείσα κυρίως εις την ειδικήν περίπτωσιν επιβαρύνσεως μέρους της ρυμοτομίας υπό των παροδίων» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 411). 48 Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933β, ό.π., 65. 48
Διαταγμάτων περί υψών και του Νόμου περί Οριζοντίου Ιδιοκτησίας, που θεωρήθηκαν θετικά μέτρα στις βασικές τους αρχές, διότι θα μπορούσαν να συμβιβάσουν τη μικρή ιδιοκτησία με τον κρατικό έλεγχο και σχεδιασμό της αστικής ανάπτυξης 49. Συνολικά πάντως, σε ότι αφορά στην καταλληλότητα ή επάρκεια του εκάστοτε νομοθετικού πλαισίου, εμφανίζονται διαφοροποιήσεις στις απόψεις των τεχνικών, που αποτυπώνουν διαφορετικούς βαθμούς συνείδησης εκ μέρους τους της οικονομικής και κοινωνικής διάστασης των ρυθμίσεων για την παραγωγή του χώρου και μπορούμε να υποθέσουμε ότι προδίδουν αντίστοιχες ιδεολογικές διαφοροποιήσεις 50. Εντούτοις, οι προτάσεις που διατυπώνονται για την κατοικία και τη διαχείριση του χώρου, σε γενικές γραμμές δεν παίρνουν υπ όψιν τις δυνατότητες υλοποίησης μέσα στα δεδομένα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια. Τέλος, ας σημειώσουμε ότι η συνολική αρνητική κριτική εκ μέρους των ελλήνων πολεοδόμων για την κακή διοίκηση και οργάνωση του Κράτους και των Δήμων 49 «Ως θετικόν μέτρον ( ) πρέπει να θεωρηθή ο εσχάτως καθιερωθείς θεσμός της οριζοντίου ιδιοκτησίας. ( ) συμβιβάζεται προς τον παρ ημίν επικρατούντα τρόπον διαθέσεως των κεφαλαίων δια την οικοδόμησιν της πόλεως, προς το επικρατούν δηλαδή εν τω κύκλω τούτω των επιχειρήσεων μικρόν κεφάλαιον. ( ) υποβοηθεί εμμέσως την αναμφισβητήτως επιθυμητήν αποκατάστασιν του κοινού εις μικρούς ιδιοκτήτας, άνευ των δυσμενών δια το σύνολον συνεπειών τας οποίας προκαλεί η κατ έκτασιν ανάπτυξις της μικράς αστικής ιδιοκτησίας» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933α, ό.π., 36). «Ο θεσμός της οριζοντίου ιδιοκτησίας, τον οποίον καθιέρωσε το Κράτος από του 1929, δεν αποτελεί βεβαίως οικονομικήν ενίσχυσιν, αλλ είναι μέτρον διευκολύνον την πληρεστέραν εκμετάλλευσιν των οικοπέδων του κέντρου διότι κατανέμει εις πλειοτέρους τα βάρη δια τε την αγοράν των οικοπέδων και οικοδόμησιν. Ασχέτως προς τα κενά τα οποία παρουσιάζει ως θεσμός, ιδίως σε ότι αφορά τας μεταξύ συνιδιοκτητών σχέσεις ( ) εκ πρώτης όψεως φαίνεται ορθόν πολεοδομικόν μέτρον» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 412). 50 Ο Δημητρακόπουλος για παράδειγμα, φαίνεται να μην αναγνωρίζει σοβαρές ελλείψεις στο θεσμικό πλαίσιο λέγοντας: «Αλλ ως και προηγουμένως εσημειώσαμεν ( ) η πράξις δεν επωφελήθη όλου αυτού του νεωτέρου νομοθετικού υλικού το οποίον θα ηδύνατο να έχη μεγίστην απόδοσιν, διότι εις ελαχίστας μόνον περιπτώσεις εδόθη εις τα αρμόδια Κρατικά όργανα η αποφασιστική πρωτοβουλία εν τη εφαρμογή των πολεοδομικών μέτρων, οι δε αγνοούντες την πραγματικότητα ή μη θέλοντες να εμβαθύνουν εις την μελέτην αυτής, απέδωσαν πολλάκις την κατάστασιν των πόλεων εις την έλλειψιν σχετικών νόμων, ενώ τοιούτοι υπάρχουν κατά πλεονασμόν, χωρίς όμως και να εφαρμόζωνται πιστώς υπό της διοικήσεως. ( ) καθίσταται πρόδηλον, ότι η νομοθεσία έδωσε ισχυρότατα όπλα εις την διοίκησιν, ίνα χειρισθή καταλλήλως την ιδιοκτησίαν προς επιδίωξιν ωρισμένων πολεοδομικών σκοπών και σωρεία νομίμων περιορισμών εθεσπίσθη επί τη βάσει της νομοθεσίας ταύτης. Αλλ εν τη πράξει δεν ετηρήθησαν ούτοι πιστώς» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 386, 390). Ο Σπ. Αγαπητός αντίθετα, φαίνεται να ζητά με επανειλημμένα διαβήματα, διαλέξεις και υπομνήματα, που όμως δεν εισακούγονται, βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο (βλ. Σπήλιος Αγαπητός «Και πάλιν η κατοικία», Εστία 5/3/23 στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 151-154). Άσκησε επίσης σοβαρή κριτική στα νομοθετήματα του 1923 για την προσφυγική αποκατάσταση (ΝΔ 4/5/23 και 12/5/23) που κατ αυτόν έδωσαν αδιακρίτως σε χρήζοντες και μη, σοβαρότατα προνόμια στην εκμετάλλευση του χώρου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η επιδιωκόμενη αύξηση της οικοδομικής κίνησης να διοχετευτεί περισσότερο σε «οικοδομήματα πολυτελείας» (βλ. Σπήλιος Αγαπητός «Η κρίσις της οικοδομής εν Ελλάδι και εν αλλοδαπή», Μηνιαία Οικονομική και Κοινωνική Επιθεώρησις 1/1925 στο Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 155-178). 49
που συνοδεύει την «οικονομική καχεξία» 51, μοιάζει οξύμωρη ως προς το ότι οι ίδιοι οι φορείς της κριτικής συμμετέχουν σχεδόν αδιάλειπτα κατά την ίδια περίοδο στα υψηλότερα κλιμάκια της κρατικής γραφειοκρατίας για θέματα σχεδιασμού 52. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα κενά ως προς την εφικτότητα ή τις επιπτώσεις στις προτάσεις που διατυπώνονται για τη διαχείριση της αστικής ανάπτυξης και την αντιμετώπιση των οξύτατων ζητημάτων στέγασης, καθώς και οι αντιφάσεις μεταξύ επιμέρους τοποθετήσεων και προσεγγίσεων των ελλήνων πολεοδόμων, αναδεικνύουν το αδιέξοδο που οριοθετεί η σύγκρουση μεταξύ της παιδείας τους και της ελληνικής μικροαστικής πραγματικότητας. 51 «Αι αστυνομικαί διατάξεις και οι νόμοι οι διέποντες τας τύχας της πόλεως ως επί το πλείστον έγιναν δια κατανάλωσιν χάρτου. ( ) Η τεχνική αντίληψις εθεωρήθη δευτερεύων παράγων, παραμελητέα άποψις, πολλάκις ενόχλησις και οι τεταγμένοι να εφαρμόζουν τους νόμους τους προβλέποντας την ρύθμισιν των ζητημάτων της πρωτευούσης ( ) πλειστάκις υπήρξαν οι προαγωγοί της αυθαιρεσίας και της αποχαλινώσεως του πλήθους εις βάρος της πόλεως και οι μεσίται της ανοχής και ατιμωρησίας των παρανόμων πράξεων» (Ανώνυμος, ό.π., 202). Ενώ ο Αν. Δημητρακόπουλος π.χ. αποδίδει ευθύνες για τις αδυναμίες της οικονομικής διαχείρισης στους Δήμους: «Τα οικονομικά των Δήμων ήσαν σχεδόν πάντοτε κλασσικώς ανεπαρκή δια την πραγματοποίησιν απαλλοτριώσεων. ( ) ατελεστάτη υπήρξεν και η υπέρ της πόλεως εκμετάλλευσις του κεφαλαίου των εις υπερτίμησιν εκδηλουμένων ωφελημάτων της ιδιοκτησίας, των οφειλομένων εις τας ενεργείας της ολότητος. Ανεπαρκής εκμετάλλευσις του κεφαλαίου τούτου κατά την κρίσιμον στιγμήν, εστέρησε την πρωτεύουσαν πολυτίμων πόρων» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1933α, ό.π., 33), σε μεταγενέστερο κείμενό του, οι όποιες ευθύνες γίνονται αόριστες: «Οικονομική καχεξία και κακή διοίκησις της χώρας (η δευτέρα ουχί άσχετος της πρώτης) ήγαγον εις περιορισμόν της επιφανείας της ιδιοκτησίας και των εξυπηρετούντων ταύτην κοινοχρήστων χώρων εις το ελάχιστον. ( ) Το μικρόν μέγεθος της ιδιοκτησίας ( ) πρέπει να αναζητηθή εις λόγους οικονομικούς, διοικήσεως και κοινωνικούς» (Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, 1937, ό.π., 409-410). 52 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Βίλμα Χαστάογλου: «Το μεγαλύτερο μέρος της αρθρογραφίας στα έντυπα των τεχνικών προέρχεται από μηχανικούς που βρίσκονται σε ανώτατες διευθυντικές θέσεις, όπως ο Αν. Δημητρακόπουλος, Σπ. Αγαπητός, Α. Οικονόμου, κ.ά.» (Βίλμα Χαστάογλου, ό.π., 98). Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία της σταδιοδρομίας ορισμένων εκ των τεχνικών σε επιτελικές θέσεις: Ο Α. Δημητρακόπουλος ήταν μέλος της Επιτροπής που συστήθηκε το 1918 με τον Ν. 1708 «Περί συστάσεως Επιτροπής προς εκπόνησιν νέου σχεδίου της πόλεως των Αθηνών» μαζί με τους Δ. Λαμπαδάριο, Κ. Κιτσίκη, Ε. Hébrard (την οποία διαδέχτηκε η Επιτροπή Καλλιγά που συστήθηκε με τον Ν. 1709 του 1920). Υπήρξε επίσης πολύ αργότερα Επιθεωρητής Δημοσίων Έργων επί μακρόν κατά τη δεκαετία του 1930, και με αυτή την ιδιότητα υπογράφει το σύνολο της αρθρογραφίας του την περίοδο εκείνη. Ο Σπ. Αγαπητός υπήρξε γενικός διευθυντής των Σιδηροδρόμων Πελοποννήσου το 1917, μέλος της ελληνικής επιτροπής των εργατικών σπιτιών, του συνεδρίου των κηπουπόλεων του Λονδίνου το 1920, της δεύτερης ελληνικής επιτροπής την οποίαν είχε συστήσει ο κ. Παπαναστασίου, της συνελεύσεως της ενώσεως πόλεων των Βρυξελλών, της επιτροπής των φθηνών κατοικιών, που συνεστήθη το 1923 υπό την προεδρίαν του κ. Δοξιάδου, της επιτροπής του σχεδίου πόλεως Αθηνών, της επιτροπής της αστικής αποκαταστάσεως των προσφύγων, της διεθνούς μόνιμης επιτροπής των συνεδρίων των φθηνών σπιτιών, της διεθνούς ενώσεως των πόλεων (Σπήλιος Αγαπητός, ό.π., 195). Ο Π. Καλλιγάς, εκτός από προεδρεύων της Επιτροπής Σχεδίου Πόλεως Αθηνών του Ν. 1709, διετέλεσε και δύο φορές υπουργός Συγκοινωνίας, ο Α. Οικονόμου υπήρξε Διευθυντής Δημοσίων Έργων, κ.ο.κ. 50
3. Επιχειρώντας μια αποτίμηση Μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι και οι δύο πολιτικοί κόσμοι, παρά το διχασμό μεταξύ τους και παρά τις επιμέρους σοβαρές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους, συγκλίνουν στην προσέγγιση των πολιτικών διακυβευμάτων της περιόδου. Αυτή διατυπώνεται χαρακτηριστικά από τον Ελ. Βενιζέλο ως «προστασία του αστικού καθεστώτος». Την προσέγγιση αυτή συμμερίζονται οπωσδήποτε και οι έλληνες πολεοδόμοι που μετέχουν ενεργά στη συζήτηση για το χώρο στην Ελλάδα. Οι ιδέες δε της Νέας Αρχιτεκτονικής, με την αμφίσημη πολιτική ερμηνεία τους, ανταποκρίνονται εντελώς στην κυρίαρχη θέση πολιτικού και τεχνικού κόσμου. Η πολεοδομία που, όπως είδαμε, έχει εισαχθεί ήδη από τη διακυβέρνηση Καποδίστρια ως εργαλείο του εκσυγχρονιστικού κράτους, εμπλουτίζεται και κατά το μεσοπόλεμο με τους ευρωπαϊκούς προβληματισμούς της περιόδου και συνιστά πάντα ένα πρόταγμα για πολιτικούς και τεχνοκράτες. Σε μία φάση όμως που τα ζητήματα διαχείρισης του αστικού χώρου τίθενται με πολύ επιτακτικούς πολιτικούς όρους, η επιζητούμενη συνολική ρύθμιση του χώρου αποδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό «άπιαστο όνειρο», τουλάχιστον για τις περιοχές της παλαιάς Ελλάδας και ιδιαίτερα για την πρωτεύουσα που αναπτύσσεται με πρωτοφανείς ρυθμούς. Η κοινωνική κρίση και η εισροή των προσφύγων εντείνει τη σημασία της μικροϊδιοκτησίας ως μηχανισμού κοινωνικής ενσωμάτωσης και συνοχής, σε αντιστοιχία και με την έμφαση που παίρνει το θέμα της ιδιοκτησίας μέσα στις κυρίαρχες και αντίπαλες πολιτικές ιδεολογίες στην Ευρώπη. Θα λέγαμε ότι η διατήρηση και διεύρυνση της μικροϊδιοκτησίας ανάγεται σε βασική συνιστώσα της αστικής ανάπτυξης, υποθηκεύοντας όμως ταυτόχρονα τις δυνατότητες διαχείρισής της, σύμφωνα με τα κυρίαρχα ευρωπαϊκά εκσυγχρονιστικά πρότυπα. Με δεδομένες αυτές τις αντιφάσεις και με δεδομένη επίσης τη μεγάλη έλλειψη οικονομικών πόρων για απαλλοτριώσεις και έργα, ποιές μπορεί να ήταν πραγματικά οι δυνατότητες υλοποίησης των εξωραϊστικών σχεδίων που πρότειναν π.χ. αναδιατάξεις περιοχών ή διανοίξεις δρόμων και επομένως συνεπάγονταν κατεδαφίσεις, αποζημιώσεις ή μεταστέγαση των θιγομένων, κ.ο.κ.; Ακόμη, ποιές μπορεί να ήταν οι δυνατότητες εκ μέρους του κράτους, οργανωμένης στέγασης των προσφύγων ή άλλων ομάδων του πληθυσμού που στερούνταν στέγης, όταν οι πόροι και οι οργανωτικές δυνατότητες του ίδιου του κράτους, ήταν τόσο χαμηλές; Εντούτοις, τα ερωτηματικά αυτά δεν οδήγησαν σε αναζήτηση νέων κατάλληλων τρόπων διαχείρισης του χώρου, πέρα από την προβολή προτύπων που είχαν προέλευση κράτη που διέφεραν σε βαθμό ανάπτυξης, σε διατιθέμενα μέσα και σε κοινωνικά χαρακτηριστικά. 51
Το «σισύφειο» και το ατελέσφορο της ελληνικής πολεοδομίας εμπεριέχεται ήδη τόσο στη διάσταση μεταξύ προτύπων και προϋποθέσεων εφαρμογής, όσο και στην αδυναμία ενσωμάτωσης του παράγοντα της μικροϊδιοκτησίας στη διαχείριση του αστικού χώρου. Ο σχεδιασμός του χώρου δεν αποτελεί αντικείμενο γνώσης και εμπειρίας μόνο. Απαιτεί κατανόηση των κοινωνικών όρων και των πολιτικών στόχων, άμεσων και μακροχρόνιων. Οι πολιτικοί στόχοι διατυπώνονται από την εξουσία. Για τον τρόπο και τις δυνατότητες υλοποίησης του σχεδιασμού έχει ευθύνη το επιστημονικό δυναμικό. Και φυσικά, ο διάλογος πολιτικών και επιστημόνων είναι συνεχής όχι μόνο άμεσα, αλλά και έμμεσα, μέσα από τη συνολικώτερη κοινωνική εμπειρία. Τα δε όρια της δικαιοδοσίας διαχέονται μέσα σε ένα ευρύτερο κλίμα ή πλέγμα ιδεών και τρόπων δράσης που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κουλτούρα του σχεδιασμού». Αυτή όμως δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί ούτε κατά τη βενιζελική περίοδο, που αναμφισβήτητα αντιπροσωπεύει και για τα θέματα του χώρου «την πιο φιλόδοξη, δυναμική και ολοκληρωμένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού» και, μάλλον, ούτε μέχρι σήμερα. 52