Απώλεια και μετασχηματισμοί της τραυματικής εμπειρίας Παντελής Παπαδόπουλος Αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι Είναι τιμή για μένα και αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά που συμμετέχω ενεργά στην ημερίδα αυτή. Το συγκεκριμένο θέμα, δηλαδή η ενσωμάτωση των Κωνσταντινουπολιτών στην Ελλάδα, μού έδωσε επίσης την ευκαιρία να ξανασκεφτώ την πορεία μας και να ανασύρω μνήμες από το παλαιότερο και πρόσφατο παρελθόν μου. Τα βιώματα και οι αναμνήσεις αυτές συνοδεύονται από ποικίλα ευχάριστα αλλά και δυσάρεστα συναισθήματα, κάτι που υποθέτω θα συμβαίνει και με τους περισσότερούς από σας. Αρχικά επιθυμώ να εστιάσω την προσοχή σας σε ένα-δυό σημαντικές παρατηρήσεις από τον ευρύτερο χώρο της ψυχολογίας. Άλλωστε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε επιλογές ή συμπεριφορές των ανθρώπων γενικότερα, όπως και τη διαδικασία ενσωμάτωσής μας στην Ελλάδα, χωρίς τις υποδείξεις της ψυχολογίας. Όταν παρατηρούμε αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, διαπιστώνουμε ότι ο άνθρωπος τελικά δε λειτουργεί με βάση τη λογική του. Οι πόλεμοι, η εγκληματικότητα, η αδυναμία να κατανοούμε ο ένας τον άλλο, οι τάσεις να αποφεύγουμε την αλήθεια ή την πραγματικότητα, ν αναπτύσσουμε ψυχογενή συμπτώματα, να δημιουργούμε διχασμό αντί συλλογική δράση κ.λ.π. κλπ., προφανώς δεν αποτελούν εκδηλώσεις μιας λογικής διεργασίας. Η επιστημονική μελέτη αυτών και πολλών άλλων παρόμοιων συμπεριφορών, αλλά και κάθε μορφής συμπεριφοράς έχει οδηγήσει στο εξής βασικό συμπέρασμα: ο χαρακτήρας μας πλάθεται κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής μέσα από προσαρμοστικούς ή αμυντικούς μηχανισμούς όπως τους ονομάζουμε, οι οποίοι στη συνέχεια καθορίζουν ουσιαστικά τις επιλογές και τη συμπεριφορά μας. Αυτό συμβαίνει εκ των πραγμάτων, καθώς υποχρεωνόμαστε να βιώσουμε και να αντιμετωπίσουμε διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις, όπως επίσης να μάθουμε να ανταποκρινόμαστε στις υποδείξεις και προσδοκίες των γονέων αρχικά και του περιβάλλοντός μας αργότερα. Η διαδικασία αυτή γίνεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό ασυνείδητα. Το ασυνείδητο δηλαδή, στο οποίο δεν έχουμε άμεση πρόσβαση, περιλαμβάνει κάθε τι ιδιαίτερα δυσάρεστο ή απειλητικό που έχει απωθηθεί σ αυτό και καθώς δεν εξαφανίζεται, επηρεάζει καθοριστικά και συνεχώς όλη τη ζωή μας. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν έχουμε θετικές ή ευχάριστες εμπειρίες. Αυτές όμως δε χρειάζεται να απωθηθούν και δε δημιουργούν προβλήματα συμπεριφοράς. Τα σενάρια της παιδικής ηλικίας, απέναντι στα οποία δυσανασχετούμε, όχι μόνο τα επαναλαμβάνουμε ως ενήλικα άτομα αργότερα, αλλά τα μεταφέρουμε στα ίδια τα παιδιά μας. Έτσι, ούτε η θέληση, ούτε η λογική δεν κατορθώνουν από αιώνες τώρα να αλλάξουν τη νοοτροπία μας και να μας οδηγήσουν σε μια ειρηνική και αρμονική ζωή με εμάς και το περιβάλλον μας. Παραμένοντας σε πλήρη άγνοια όσων αφορούν στη σημασία και επίδραση των συναισθημάτων και του ασυνείδητού μας διατηρούμε την εντύπωση ότι είμαστε κυρίαρχοι του εαυτού μας. Ενώ δεν είναι έτσι. Στην προσπάθειά μας τώρα να ερμηνεύσουμε τους εκάστοτε διαφορετικούς τρόπους προσαρμογής στη νέα μας πατρίδα, καλούμαστε, πέραν των κοινωνικών, πολιτικών ή οικονομικών παραγόντων, που συνήθως αναφέρονται, να συμπεριλάβουμε και τους ψυχολογικούς, αν θέλουμε να εμβαθύνουμε στο όλο θέμα. Οι οικονομικοί ή οι πολιτικοί παράγοντες την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης των Κωνσταντινουπολιτών ήταν αυτοί που ήταν. Οι τρόποι όμως προσπάθειας προσαρμογής και ενσωμάτωσης στην Ελλάδα διαφέρουν μεταξύ τους. Αυτό επηρεάστηκε κατά κύριο λόγο από το πώς ο καθένας από μας βίωσε τον αποχωρισμό ή τον ξεριζωμό του από την Πόλη, όπως επίσης και τις συνθήκες που συνάντησε στη νέα του πατρίδα. Με άλλα λόγια δηλαδή οι τρόποι ενσωμάτωσης του κάθε Κωνσταντινουπολίτη εξαρτήθηκαν περισσότερο από τη ψυχοσύνθεσή 1
του, το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του και λιγότερο από τις συνθήκες αυτές καθαυτές που συνάντησε, που ασφαλώς έχουν τη σημασία τους. Ως γνωστόν, ακόμα και οι πιο δυσάρεστες καταστάσεις προκαλούν διαφορετικές αντιδράσεις, ανάλογα με την προσωπικότητα του ατόμου που τις υφίσταται. Όταν αγαπάμε κάτι ή είμαστε βαθιά συνδεδεμένοι μαζί του τότε το ενδοβάλουμε και οι αναπαραστάσεις του μέσα μας γίνονται τμήμα της ταυτότητάς μας (είμαι ο γιος του τάδε, Κ/πολίτης, Χριστιανός, ΑΕΚτζης κ.λ.π.). Εάν εξαιτίας ενός θανάτου ή ενός αποχωρισμού χάσουμε κάποιον ή κάτι του οποίου την εικόνα είχαμε εσωτερικεύσει, δεν αισθανόμαστε μόνο ότι το περιβάλλον είναι φτωχότερο, λόγω της απουσίας του από τη ζωή μας, αλλά και ότι ένα κομμάτι του εαυτού μας έχει πεθάνει. Μια αίσθηση κενού αρχίζει να κυριαρχεί. Επίσης ανεκπλήρωτοι στόχοι, επιθυμίες και όνειρα οδηγούν σε αισθήματα ανεπάρκειας και ενοχής. Η συναισθηματική αυτή κατάσταση μας οδηγεί στο πένθος. Το φυσιολογικό πένθος είναι μια ενδοψυχική διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο κατορθώνει σταδιακά να αποχωριστεί από το άτομο ή την κατάσταση που έχασε. Περιλαμβάνει αισθήματα θλίψης, κενού, μοναξιάς, εγκατάλειψης, θυμού, οργής, αδικίας και ενοχής, τα οποία συνυπάρχουν ή εμφανίζονται διαδοχικά. H φυσιολογική διεργασία πένθους περιλαμβάνει την αποδοχή της πραγματικότητας, τη βίωση του πόνου, την κατανόηση και επεξεργασία του θυμού και της ενοχής και τελικά τη σταδιακή προσαρμογή και συναισθηματική επανεπένδυση σε νέους προσανατολισμούς. Με τον τρόπο αυτό η ένταση των συναισθημάτων σταδιακά καταλαγιάζει, η σχέση με το χαμένο αντικείμενο επαναδιαπραγματεύεται και το αντικείμενο επανενδοβάλλεται. Η ιδανική αυτή περίπτωση δε σημαίνει ότι ξεχνάμε αυτό που χάσαμε. Το θυμόμαστε, χωρίς όμως να μας κυριεύουν τα δυσάρεστα συναισθήματα θυμού ή ενοχής. Όσο όμως το άτομο αρνείται να συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία και εμμένει μόνο στις ευτυχισμένες αναμνήσεις του ή στις ενοχές και την επιθετικότητά του, η επιτυχής έκβαση της διαδικασίας του πένθους αποδυναμώνεται και η αμφιθυμική ψυχοσύγκρουση παραμένει κυρίαρχη. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την παθολογική διεργασία πένθους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε και την έννοια της ταυτότητας. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που καθορίζουν με μοναδικό τρόπο κάποιον ή κάτι ονομάζεται ταυτότητα. Μπορούμε επίσης να την ορίσουμε ως τη σύνθεση όλων των πλευρών της προσωπικότητας σε μια ιεραρχία εικόνων του εαυτού που διαρκεί στο χρόνο. Η αλληλεπίδραση των σχέσεων μεταξύ του εαυτού και του περιβάλλοντος ολοκληρώνει μέσα από ταυτίσεις τη διεργασία του σχηματισμού της ταυτότητας. Η διεργασία αυτή ξεκινά με τις πρώτες εμπειρίες της ζωής, κορυφώνεται στο τέλος της εφηβείας και διαφοροποιείται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής. Κατά τη μετανάστευση για παράδειγμα που σημαίνει για τον καθένα μια αλλαγή των ιδιωτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών προσανατολισμών, συντελείται και μια «προσβολή» της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας («βιογραφικό ρήγμα»). Γι'αυτό άλλωστε ένα τέτοιο άτομο αισθάνεται και ξένο. Η συλλογική ταυτότητα χαρακτηρίζει μια μικρή ή μεγάλη ομάδα, όπως είναι η οικογένεια, το χωριό, η χώρα, μια μειονότητα, ένα πολιτικό κόμμα, οι άντρες, οι γυναίκες, οι Χριστιανοί κλπ. Δεν προκύπτει όμως από το άθροισμα ατομικών ταυτοτήτων, αλλά μέσα από τη δυναμική των αλληλοεπιδράσεων που αναπτύσσεται σε μια ομάδα. Είναι αποτέλεσμα της ανάγκης που έχουμε να ανήκουμε σε μια ομάδα και ταυτόχρονα να διαφέρουμε από μια άλλη. Με τον τρόπο αυτό αφενός καλύπτουμε το φόβο της μοναξιάς και νιώθουμε ασφάλεια και σιγουριά κι αφετέρου αυξάνουμε ή σταθεροποιούμε την αυτοεκτίμησή μας. Όντας μέλος μιας σημαντικής ομάδας γινόμαστε σημαντικοί κι εμείς. Ως μειονότητα δεν είχαμε μόνο τα συνήθη χαρακτηριστικά μιας μειονότητας, όπως είναι η διαφορετική γλώσσα, η διαφορετική θρησκεία ή οι διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες. Ούτε είχαμε για κάποιους λόγους μεταναστεύσει από κάπου αλλού. Δεν μπορούμε να συγκριθούμε με τους Έλληνες της Αμερικής ή τους Τούρκους της Γερμανίας. Είχαμε (και συνεχίζουμε να έχουμε) μια ιστορία πολλών αιώνων, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας. Ο αποχωρισμός μας λοιπόν από την Κωνσταντινούπολη εκ των πραγμάτων ήταν ιδιαίτερα 2
οδυνηρός, ήταν τραυματικός. Δε χάσαμε μόνο σπίτια, καταστήματα, συλλόγους, εκκλησίες και περιουσίες, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού μας. Οι συνθήκες που προκλήθηκαν εξαιτίας του φόρου περιουσίας το 1942 και των Σεπτεμβριανών το 1955 δεν κατάφεραν να διώξουν τους Ρωμιούς από την Πόλη. Προφανώς η σιγουριά που προσφέρει το γνωστό και οικείο, ο φόβος για το άγνωστο, όπως επίσης και η αποφυγή της πραγματικότητας με το ερώτημα «μα είναι ποτέ δυνατό να με διώξουν από το ίδιο μου το σπίτι;» ήταν πιο ισχυροί από τους φόβους που υπήρχαν, με αποτέλεσμα ελάχιστοι να εγκαταλείψουν την Πόλη την περίοδο εκείνη. Ο διωγμός των Ελλήνων υπηκόων όμως το 1964 και η εισβολή στην Κύπρο οδήγησαν στην κατάρρευση αυτών των μηχανισμών άμυνας. Αντίθετα η εξιδανίκευση της Ελλάδας και η ταύτιση μ'αυτόν που έφευγε πήρε μεγάλες διαστάσεις και έτσι οδηγηθήκαμε στη μαζική φυγή. Η μητέρα πατρίδα Τουρκία για την οποία ούτως ή άλλως τρέφαμε αμφιθυμικά συναισθήματα (φροντίδα από τη μία και απειλή από την άλλη), αντικαταστάθηκε από τη μητέρα πατρίδα Ελλάδα που θα μας έσωζε. Βλέπουμε εδώ τη σημασία του αμυντικού μηχανισμού της εξιδανίκευσης, η οποία προσφέρει ασφάλεια και σιγουριά. Κάτι παρόμοιο συναντάμε στα παιδιά που εξιδανικεύουν τους γονείς τους, στους ερωτευμένους που αλληλοεξιδανικεύονται, στα μέλη ενός κόμματος που εξιδανικεύουν τον πρόεδρό τους κλπ. Υπερεκτιμώντας όμως ή εξιδανικεύοντας τη δική μας ομάδα έμμεσα ή άμεσα υποτιμούμε μιαν άλλη. Γι αυτό άλλωστε όλες οι ομάδες βρίσκονται μεταξύ τους σε κάποια μορφή ανταγωνισμού, αντιπαλότητας ή εχθρότητας. Όσο πιο συναισθηματικά ώριμη είναι μια ομάδα (ή ένα άτομο), που σημαίνει ότι θα έχει μια ικανοποιητική και σταθερή αυτοεκτίμηση, τόσο λιγότερο εχθρική θα είναι απέναντι σε μια άλλη, όπως και το αντίστροφο. Όπως αντιλαμβάνεστε έχουμε ήδη μπει στη διαδικασία πένθους. Η απώλεια, η θλίψη, οι ενοχές, ο φόβος, ο θυμός και άλλα συναφή συναισθήματα αρχίζουν να κυριαρχούν και να εμποδίζουν την προσαρμογή στις νέες καταστάσεις. Παράλληλα η συμπεριφορά των εξιδανικευμένων Ελλαδιτών δεν είναι η αναμενόμενη, καθότι οι ντόπιοι γενικότερα, και όχι μόνο στην Ελλάδα, βιώνουν τον ξένο ως εισβολέα και ως απειλή και τον απορρίπτουν. Η απογοήτευση που προκύπτει μετατρέπει την εξιδανίκευση σε υποτίμηση, με αποτέλεσμα η επιθετικότητα που απευθυνόταν προς τους Τούρκους να στραφεί μερικώς τουλάχιστον προς τους Ελλαδίτες. Έτσι, μεταξύ Ρωμιών και Ελλαδιτών αναπτύσσεται αρχικά μια αμφίδρομη αντιπάθεια για διαφορετικούς λόγους από την κάθε πλευρά. Σαν να πρόκειται για τη μάνα που δε δέχεται τα παιδιά της και το παιδί που δε μπορεί να αγκαλιάσει τη μάνα του. Η αμφιθυμία κορυφώνεται, το δε συνειδητό συναίσθημα εκφράζεται με τις φράσεις: «δύο φορές ξένος», ή «είμαι παντού και πουθενά», ή «ξένος εδώ, ξένος εκεί».». Η συναισθηματική αυτή κατάσταση και τα επιμέρους θέματα (ανεύρεση εργασίας, κατοικίας κλπ.) εμποδίζουν, μερικώς τουλάχιστον, τη φυσιολογική διαδικασία πένθους. Η αποδοχή της πραγματικότητας, η επεξεργασία του θυμού και της ενοχής, όπως και ο σταδιακός αποχωρισμός απ' αυτό που χάθηκε, χωρίς τη διατήρηση αντιφατικών συναισθημάτων, δε μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά. Στην πορεία αναπτύσσεται μια νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα. Η λέξη «νοσταλγία» εμπεριέχει δύο διαφορετικές έννοιες. «Άλγος» σημαίνει πόνος και «νόστος» επιστροφή στην πατρίδα. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη νοσταλγία για να εκφράσουμε τον γλυκόπικρο πόνο και τη λαχτάρα που νιώθουμε για κάτι που λείπει, για κάτι που χάθηκε. Ο ξενιτεμένος νοσταλγεί την πατρίδα του, ο ηλικιωμένος τα νιάτα του κ.λ.π. Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του συναισθήματος αυτού μας παραπέμπει στην αγκαλιά της μάνας, δηλαδή στο μοναδικό εκείνο συναίσθημα, το τόσο ανακουφιστικό, που νιώθαμε όταν μας αγκάλιαζε η μάνα. Επειδή η πρώιμη αυτή εμπειρία χάνεται για πάντα, ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται τον πόνο της απώλειας και την επιθυμία να την ξανανιώσει. Με την έννοια αυτή λοιπόν νοσταλγία σημαίνει η επιθυμία κάθε ανθρώπου να επιστρέψει στην μητρική αγκαλιά που έχει χαθεί. Την αντικαθιστά όμως με το πατρικό σπίτι, το χωριό, το νησί ή την πόλη που μεγάλωσε, την αγκαλιά του συντρόφου και του παιδιού, τις ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος. Αρκετές φορές, ιδιαίτερα όμως σε περιόδους κρίσης, ανασφάλειας και απώλειας 3
το συναίσθημα αυτό γίνεται πιο συχνό και πιο έντονο. Λειτουργεί δηλαδή ως μια μορφή άμυνας, καθότι μέσα από τη φαντασίωση μειώνεται ο ψυχικός πόνος. Η συναισθηματική σύγχυση και η εσωτερική σύγκρουση εξαιτίας της τραυματικής εμπειρίας, του πένθους, αλλά και της απογοήτευσης που βιώνουμε στον ελλαδικό χώρο πρέπει κάπως ν' αντιμετωπιστούν. Πολλοί Ρωμιοί, όπως κι εγώ, δεν επισκέπτονται την Πόλη για πάρα πολλά χρόνια. Μερικοί μάλιστα αρνούνται να την επισκεφτούν ακόμα και σήμερα, αποφεύγουν συζητήσεις με τα παιδιά τους για σχετικά γεγονότα και συναισθήματα, αποφεύγουν ακόμα και συναναστροφές με Πολίτες, συμπεριφέρονται δηλαδή σαν να μην υπήρξε όλο αυτό το παρελθόν. Ο μηχανισμός άμυνας που χρησιμοποιείται εδώ είναι η άρνηση, η άρνηση της αποδοχής της πραγματικότητας. Τα άτομα αυτά προφανώς δεν καταφέρνουν να πενθήσουν ικανοποιητικά. Γι ' αυτό άλλωστε συνεχίζουν να έχουν αμφιθυμικά συναισθήματα αγάπης και μίσους απέναντι στη χώρα που εγκατέλειψαν ή απέναντι στη χώρα που ζουν. Μια παραλλαγή της στάσης αυτής αφορά σ εκείνους που προτιμούν την άμεση ενσωμάτωση προσπαθώντας να αλλάξουν την προφορά τους και να αποφεύγουν κάθε επαφή με συλλόγους και Πολίτες. Προσπαθούν κατά κάποιο τρόπο να αφομοιωθούν. Για τη διατήρηση της ταυτότητας και της ενότητας μια άλλη μερίδα Ρωμιών γκετοποιείται, δημιουργώντας συλλόγους και σωματεία. Η επιλογή αυτή προσφέρει ασφάλεια και σιγουριά, δυσκολεύει όμως την ενσωμάτωση. Έτσι, στους χώρους των συλλόγων και σωματείων, αλλά και αλλού, διατηρούνται παλιές φιλίες και δημιουργούνται νέες με Κωνσταντινουπολίτες, διατηρείται η γλώσσα και η προφορά, ενισχύεται η ταυτότητα, συνεχίζονται οι συνεστιάσεις, οι εκδρομές, οι χοροί, οι διακοπές κλπ σχεδόν μόνο μεταξύ Ρωμιών, με αποτέλεσμα να εξελίσσεται κάτι παρόμοιο όπως στην Πόλη. Εμείς και οι Τούρκοι εκεί, εμείς και οι Ελλαδίτες εδώ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως άντρες μεγαλύτερης ηλικίας που δεν εντάσσονται στον εργασιακό χώρο ή γυναίκες που δεν χρειάζεται να εργαστούν ούτε κι εδώ. Οι συχνές αναφορές στις ωραίες αναμνήσεις των παιδικών και νεανικών χρόνων στην Πόλη, οι αναφορές στην εχθρότητα των Τούρκων, αλλά και στην παθολογική νοοτροπία των Ελλαδιτών, κυρίως στην αδιάφορη στάση των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων, προκαλούν όχι μόνο το φόβο ή τη δυσκολία ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία, αλλά και μια επιθετικότητα που πηγάζει από τα βιώματα ματαίωσης και στις δύο χώρες. Οι μεν Τούρκοι συνεχίζουν παρά τις υποσχέσεις τους, να δυσκολεύουν τη ζωή των Κωνσταντινουπολιτών. Οι δε Ελλαδίτες με τη συχνά παράλογη, αδιάφορη και εγωκεντρική νοοτροπία τους, δε μπορούν να αποτελέσουν επιθυμητό αντικείμενο ταύτισης. Μια τρίτη ομάδα Κωνσταντινουπολιτών, αρχίζει να προσαρμόζεται σταδιακά και ικανοποιητικά στην ελληνική πραγματικότητα, όχι μόνο σε επίπεδο επαγγελματικό, αλλά και φιλικών σχέσεων, διατηρώντας την ταυτότητά της, όπως και τον τρόπο ζωής με φίλους και γνωστούς από την Πόλη. Πρόκειται για την ομάδα εκείνη που καταφέρνει λίγο ως πολύ να πενθήσει ικανοποιητικά τον ξεριζωμό, με αποτέλεσμα να καταλαγιάζουν σταδιακά τα αμφιθυμικά ή επιθετικά συναισθήματα ώστε να μπορεί να αποδεχτεί την πραγματικότητα, να διατηρεί την επαφή της με την Πόλη, με τους Πολίτες εκεί κι εδώ, αλλά και να αναπτύσσει σχέσεις και δραστηριότητες με Ελλαδίτες, φιλικές και επαγγελματικές. Οι διαφορετικές αυτές αντιδράσεις απέναντι στην ανάγκη προσαρμογής έχουν την τάση σταδιακά να συγκλείνουν μεταξύ τους, τα έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα να αποδυναμώνονται και σε γενικές γραμμές η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον να ακολουθεί μια αργή, αλλά σχετικά ομαλή πορεία. Σ'αυτό συμβάλει και η επιρροή των παιδιών μας που μεγάλωσαν ή γεννήθηκαν εδώ και ενσωματώθηκαν πολύ περισσότερο και γρηγορότερα απ' ό, τι εμείς. Επίσης, η προβολή ή η μετάθεση αρνητικών συναισθημάτων προς την Ελλάδα δε συνεχίζεται εσαεί. Το αίσθημα της ελευθερίας που συναντήσαμε, η εκ των πραγμάτων επαφή με το περιβάλλον, τον πολιτισμό και την ιστορία, η πλούσια ελληνική γλώσσα, η ελεύθερη και διεκδικητική γυναίκα που ήδη βρισκόταν στο χώρο εργασίας, η σε όλα τα επίπεδα ανεπτυγμένη τέχνη, το κλίμα, η φυσική ομορφιά και άλλα θετικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας, προσφέρουν σταδιακά στοιχεία με τα οποία μπορούμε να υπερηφανευτούμε και να ταυτιστούμε. 4
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η προσαρμογή στον ελλαδικό χώρο φαίνεται λίγο ως πολύ να έχει επιτευχθεί, όχι τόσο όμως η ενσωμάτωση, καθότι η κωνσταντινουπολίτικη ταυτότητα παραμένει αναλλοίωτη και οι όποιες διαφορές νοοτροπίας υπάρχουν δεν αλλάζουν εύκολα. Άλλωστε αυτό είναι και το ζητούμενο. Θέλουμε να παραμένουμε Κωνσταντινουπολίτες με όλη τη σημασία της λέξης και να μην υιοθετούμε παθολογικές συμπεριφορές του περιβάλλοντός μας. Όσον αφορά το ερώτημα ποιος τύπος ανθρώπου προσαρμόζεται ευκολότερα ή δυσκολότερα, μπορούμε να αναφέρουμε συνοπτικά τα εξής: Τα σχιζοειδή άτομα, εκείνα δηλαδή που είναι ανεξάρτητα, δε δένονται συναισθηματικά εύκολα με ανθρώπους ή καταστάσεις και περισσότερο παρατηρούν παρά βιώνουν, δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα προσαρμογής, παραμένουν όμως σε απόσταση, αδιάφοροι και συχνά μ ένα αίσθημα καχυποψίας. Το αντίθετο συναντάμε στα λεγόμενα καταθλιπτικά άτομα, σε εκείνα δηλαδή που εξαρτώνται από άλλους, επενδύουν συναισθηματικά σε ανθρώπους και αντικείμενα, με αποτέλεσμα να φοβούνται ιδιαίτερα τις απώλειες και τους αποχωρισμούς. Αν δεν ακολουθήσουν τη φυσιολογική διαδικασία πένθους, δύσκολα επανεπενδύουν και άρα δύσκολα προσαρμόζονται σε νέες καταστάσεις. Τα ψυχαναγκαστικά άτομα από την άλλη πλευρά, κι εδώ ανήκουν αρκετοί Κωνσταντινουπολίτες, κυρίως άνδρες, μπορούν να επενδύσουν συναισθηματικά, αλλά επειδή διακατέχονται από μια αυξημένη τάση για συγκράτηση, έλεγχο και καθωσπρεπισμό, εύκολα ενοχλούνται με αλλαγές και με συμπεριφορές που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δικό τους ηθικό σύστημα αξιών. Ταυτόχρονα όμως είναι σταθεροί, υπομονετικοί, εργατικοί, συνεπείς, της τάξης και της οργάνωσης. Με τα χαρακτηριστικά αυτά οι Κωνσταντινουπολίτες αυτού του τύπου έχουν προσαρμοστεί ικανοποιητικά και έχουν προοδεύσει σε αρκετούς τομείς, όπως πχ στο εμπόριο, την επιστήμη και την τέχνη. Αντίθετα, ένα υστερικό άτομο έχει αυξημένη την ανάγκη για προβολή και επιβεβαίωση, είναι αισιόδοξο, ενθουσιάζεται εύκολα, υπερβάλλει, ρισκάρει, ζει την κάθε στιγμή, πείθει και πείθεται, στις σχέσεις του όμως είναι επιφανειακό, ασυνεπές, της τελευταίας στιγμής, δε φταίει ποτέ, δεν προγραμματίζει και ενοχλείται ιδιαίτερα με την τάξη και τη ρουτίνα. Δεν έχει δυσκολία προσαρμογής όταν οι κανόνες και οι περιορισμοί δεν είναι αυστηροί. Τέλος ο τύπος προσωπικότητας που αναπτύσσεται με γεωμετρική πρόοδο τις τελευταίες δεκαετίες είναι η ναρκισσιστική προσωπικότητα. Η αυτοεκτίμηση ενός τέτοιου ατόμου είναι πολύ ευάλωτη, με αποτέλεσμα εύκολα να πληγώνεται και επειδή δεν το αντέχει αυτό χρησιμοποιεί την υποτίμηση αυτού που υποτίθεται ότι το προκάλεσε, για να ισορροπήσει. Η εικόνα προς τα έξω είναι πολύ σημαντική, γι αυτό προβάλει γνώσεις, επιτυχίες, θέσεις και αξιώματα και προσπαθεί να χρησιμοποιεί τρίτους για προσωπικά του οφέλη. Η προσαρμογή του σε νέες καταστάσεις εξαρτάται από τις πιθανότητες απόκτησης δόξας και προβολής. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροί μας δεν έχουμε στοιχεία μόνο από ένα τύπο προσωπικότητας. Εκείνα τα στοιχεία που υπερισχύουν όμως, επηρεάζουν περισσότερο τη συμπεριφορά μας, μας χαρακτηρίζουν προς τρίτους και καθορίζουν τις επιλογές μας. Τελειώνοντας θέλω να πω και δυο λόγια για αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στους κόλπους των Κωνσταντινουπολιτών. Tο 1 ο Παγκόσμιο Συνέδριο Κωνσταντινουπολιτών, η ίδρυση της Οικουμενικής Ομοσπονδίας, όπως και η ανεπανάληπτη «Συνάντηση στην Πόλη», ασφαλώς δε θεωρούνται τυχαία γεγονότα. Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς γιατί όλα αυτά και κυρίως γιατί τώρα; Ενδεχομένως να οφείλεται αυτό σε κάποιες πολιτικές εξελίξεις, όπως είναι για παράδειγμα η κάπως πιο χαλαρή στάση της Τουρκίας απέναντι στα θέματά μας ή η επιθυμία της να ενταχθεί στην ΕΕ. Ο ρόλος όμως αξιόλογων και ικανών ηγετικών στελεχών μας εδώ στην Αθήνα, αλλά και στην Πόλη είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Στους παράγοντες αυτούς θέλω να προσθέσω και την ασυνείδητη πλευρά των δραστηριοτήτων αυτών, η οποία περιλαμβάνει την υπαρξιακή κρίση που αρχίσαμε να περνάμε, σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. 5
Με τις επισημάνσεις αυτές κατανοούμε καλύτερα, πέραν αυτών που αναφέρθηκαν πιο πάνω, την αυξημένη δραστηριότητα και κινητοποίηση των συλλόγων και σωματείων, την ίδρυση της Αλληλεγγύης, την αύξηση των ατομικών ή ομαδικών ταξιδιών στην Τουρκία που βοηθά στην αναζήτηση ριζών, όπως και την προσέγγιση της νεολαίας για τη συνέχειά μας. Ανεξάρτητα από τα συνειδητά ή ασυνείδητα κίνητρα των εξελίξεων αυτών οι πρωτοβουλίες του προέδρου της ΟΙΟΜΚΩ και των συνεργατών του, του εκπροσώπου των μειονοτήτων στην Πόλη, όπως και οι προσπάθειες των συλλόγων και σωματείων θεωρούνται ύψιστης σημασίας, καθότι μέσα απ' αυτές προωθείται η συλλογικότητα, η ενίσχυση της ταυτότητας και της δημιουργικής δραστηριότητας. Ό, τι προκύπτει από τη συλλογική αυτή πορεία και προσπάθεια σίγουρα είναι και θα είναι προς όφελός μας. Οι όποιες διασπαστικές τάσεις εμφανίζονται κατά διαστήματα είναι σίγουρα εις βάρος όλων μας και θα πρέπει πάση θυσία να αποφεύγονται. Αγαπητοί Κωνσταντινουπολίτες! Υπάρχουν αξιόλογα βιβλία και κείμενα που αναφέρονται στο θέμα ένταξής μας στην Ελλάδα. Στην ομιλία μου αυτή προτίμησα να εστιάσω την προσοχή σας περισσότερο στα ψυχογενή συνειδητά και ασυνείδητα κίνητρα συμπεριφοράς μας στην προσπάθεια προσαρμογής και ενσωμάτωσής μας στην ελληνική κοινωνία. Θέλησα να υπογραμμίσω και να σας θυμίσω, ότι ο ψυχισμός μας και ιδιαίτερα η ασυνείδητη πλευρά του είναι συχνά καθοριστική και θα πρέπει εκεί που χρειάζεται να τη λαμβάνουμε υπόψη. Πολλοί από μας, είτε είναι ενεργά μέλη σε συλλόγους και σωματεία, είτε όχι, υποστηρίζουν τις σημαντικές προσπάθειες που γίνονται εκ μέρους της ΟΙΟΜΚΩ. Μπορεί η ενσωμάτωσή μας εδώ στην Ελλάδα σταδιακά να ολοκληρώνεται. Η έννοια όμως του Κωνσταντινουπολίτη, η ταυτότητά του, η ιστορία και ο πολιτισμός του θέλουμε και πρέπει να συνεχιστεί. Και τούτο εξαρτάται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από όλους εμάς. Καλούμαστε λοιπόν να ενθαρρύνουμε τις προσπάθειες που γίνονται και να συμμετάσχουμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω οι διασπαστικές τάσεις υποδηλώνουν κάποια μορφή ψυχοπαθολογίας ή συναισθηματικής ανωριμότητας και πρέπει να αποφεύγονται. Διαφορετικές απόψεις για τα επιμέρους θέματα σίγουρα υπάρχουν και θα υπάρχουν, επειδή ακριβώς είμαστε διαφορετικά άτομα, με διαφορετικές αντιλήψεις, ανάγκες και αντιδράσεις. Η λογική που έχουμε είναι υποκειμενική και επειδή δεν έχουμε άμεση πρόσβαση στο ασυνείδητό μας, δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί έχουμε τη συγκεκριμένη άποψη και όχι μια άλλη, που ενδεχομένως να έχει κάποιος άλλος. Οι διαφορετικές απόψεις όμως δεν πρέπει να διχάζουν και να εμποδίζουν τη συλλογική δραστηριότητα. Προς τους νεότερους, ιδιαίτερα προς εκείνους που δε μεγάλωσαν στην Πόλη και άρα δεν την συμπεριέλαβαν στην ταυτότητά τους με τον τρόπο που το έκαναν οι γονείς τους επιθυμώ να πω τα εξής: Σίγουρα δεν αισθάνεστε όπως οι γονείς σας και ενδεχομένως να μην έχετε κάποια ιδιαίτερη σχέση με την Κωνσταντινούπολη. Έχετε όμως μια μοναδική ευκαιρία που νομίζω θα πρέπει να την εκμεταλλευτείτε. Δίπλα σας υπάρχει μια πόλη που δεν αποτελεί μόνο μέρος της καταγωγής σας, αλλά είναι μια πόλη πράγματι μοναδική και μια πόλη όπου το ελληνικό στοιχείο, και όχι μόνο, υπάρχει από το ξεκίνημά της. Με τη βοήθεια των δικών σας έχετε τη δυνατότητα να τη γνωρίσετε στο μέγεθος και το βάθος που της αξίζει! Αυτοί οι δικοί σας, οι γονείς και οι συγγενείς σας απ αυτή την Πόλη είναι επίσης δίπλα σας. Ρωτήστε τους! Ρωτήστε τους για να μάθετε. Ρωτήστε τους για να μπορέσουν να σας πουν! Να πουν αυτά που δε λέγονται και δε γράφονται! Ομιλία στο πλαίσιο της ημερίδας που διοργάνωσε η Εταιρεία Μελέτης της καθ ημάς Ανατολής (ΕΤΜΕΛΑΝ), θέμα: Ψυχο-κοινωνική ενσωμάτωση των Κωνσταντινουπολιτών στην ελλαδική κοινωνία και πραγματοποιήθηκε το Σάββατο, 25 Ιανουαρίου 2014, ώρα 10.30, στο Πνευματικό Κέντρο Κωνσταντινουπολιτών. 6