Θέµα: Ο Αυστηρός Χαρακτήρας του Συντάγµατος



Σχετικά έγγραφα
Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Προπτυχιακή Εργασία. Τριάντου Θεοδώρα. Το Σύνταγμα υπό Τυπική Έννοια «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΥΠΟ ΤΥΠΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ»

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩ ΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ή ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ. Θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ονοµάζουµε τα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΙΔΡΥΜΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ενότητα 8: Το Σύνταγμα του 1975: τα μέρη του και το περιεχόμενό του

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Συνταγματικό Δίκαιο (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας) LAW 102

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

Μάθημα: «Συνταγματικό Δίκαιο, » Διδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Μορφές πολιτευμάτων

Transcript:

Εργασία στο Συνταγµατικό Δίκαιο Υπεύθυνος Καθηγητής: Ανδρέας Γ. Δηµητρόπουλος Θέµα: Ο Αυστηρός Χαρακτήρας του Συντάγµατος Πλυτά Κατερίνα Α Εξάµηνο 2009-2010 ΑΜ: 1340200900307 6947837120

Πίνακας Περιεχοµένων Σελ. Εισαγωγή................................................... 3 Κεφάλαιο Πρώτο Εισαγωγή στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγµατος ως ενός εκ των τυπικών στοιχείων του α. Η έννοια του Συντάγµατος και οι διαφορετικές προσεγγίσεις........ 4 β. Διακρίσεις του Συντάγµατος κατά την παραδοσιακή θεωρία........ 4 γ. Αντιρρήσεις ως προς την παραδοσιακή θεωρία................... 5 δ. Το Σύνταγµα ως αδιάσπαστη ενότητα ουσιαστικών και τυπικών στοιχείων................................................... 5 ε. Ταύτιση τυπικού και ουσιαστικού Συντάγµατος................... 6 στ. Έννοια του σύγχρονου Συντάγµατος........................... 6 ζ. Τα ουσιαστικά και τυπικά στοιχεία του Συντάγµατος.............. 7 Κεφάλαιο Δεύτερο Η αυστηρότητα του Συντάγµατος α. Το Σύνταγµα ως αυστηρός νόµος (dura lex)..................... 9 β. Τυπική υπεροχή και αυστηρότητα............................. 10 γ. Η ιεραρχία της έννοµης τάξης................................ 11 Κεφάλαιο Τρίτο Θεµελίωση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγµατος (το άρθρο 110) α. Οι ρυθµίσεις του άρθρου 110 Σ............................... 13 β. Ο απόλυτα αυστηρός χαρακτήρας της βάσης και της µορφής του πολιτεύµατος, άρθρο 110 1, εδ. α Σ............................. 13 γ. Ερµηνεία του άρθρου 110 1 του Συντάγµατος.................. 15 δ. Ο σχετικά αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγµατος (το άρθρο 110 2-6)...................................................... 20 ε. Η δυνατότητα αναθεώρησης του ίδιου του άρθρου 110 Σ........... 20 Γενικά Συµπεράσµατα......................................... 22 Περίληψη/Summary........................................... 23 Βιβλιογραφία................................................. 24 2

Εισαγωγή Το θέµα Το αντικείµενο της παρούσας εργασίας είναι ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγµατος. Αυτό που καλείται Σύνταγµα, ο λεγόµενος καταστατικός χάρτης κάθε πολιτείας, ο ρυθµιστής της έννοµη τάξης, και συνιστά το θεµέλιο της σύγχρονης δηµοκρατίας, αποκτά αυτή την ικανότητα, διότι διαθέτει αυξηµένη νοµική ισχύ µε αποτέλεσµα να διαφοροποιείται από τον κοινό νόµο. Το Σύνταγµα είναι Σύνταγµα ακριβώς επειδή είναι τυπικά ανώτερο. Επειδή είναι αυστηρό, επειδή θεσπίζεται και αναθεωρείται µε ειδική, προβλεπόµενη από το ίδιο διαδικασία, κατά πολύ αυστηρότερη από εκείνη του νόµου. Συνεπώς, η αναθεωρητική διαδικασία και ο αυστηρός χαρακτήρας που τη διέπει, βρίσκονται στον πυρήνα του συνταγµατικού φαινοµένου και χρίζουν ιδιαίτερης ανάλυσης. Η αυστηρότητα καταρχήν αποτελεί ένα από τα τρία τυπικά χαρακτηριστικά του Συντάγµατος, το οποίο εµφανίζεται ως ένα ενιαίο, αδιαίρετο σύνολο τυπικών και ουσιαστικών στοιχείων. Προκειµένου να γίνει κατανοητή αυτή η ιδιαίτερη σχέση, η προσέγγιση του θέµατος έχει ως αφετηρία τη σύγκρουση της παραδοσιακής-δυαδιστικής θεωρίας µε τη σύγχρονη-µονιστική µε σκοπό να εξαχθεί ένας ορισµός που να καλύπτει την έννοια του σύγχρονου Συντάγµατος, του δοµηµένου µε βάση την άρρηκτη σύνδεση ουσιαστικού και τυπικού χαρακτήρα. Η αυστηρότητα, στη συνέχεια, σχετίζεται µε την τυπική υπεροχή του Συντάγµατος, σε συνδυασµό µε την οποία διαφοροποιούν τον καταστατικό χάρτη από το κοινό δίκαιο καθιστώντας τόν τον ανώτερο ιεραρχικά νόµο. Το ίδιο το Σύνταγµα κατοχυρώνει την αυστηρότητα αυτή µέσω των διατάξεων του άρθρου 110, στην ανάλυση και ερµηνεία του οποίου έχει δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα. Συνοψίζοντας, αυτό που στο γερµανικό δικαιϊκό σύστηµα ονοµάζεται «σκληρός πυρήνας» και σε εµάς είναι γνωστό ως «αυστηρός χαρακτήρας», αποτελεί ένα από τα συστατικά και προσδιοριστικά στοιχεία του Συντάγµατος. Η α- ναθεώρηση του καταστατικού χάρτη αποτελεί άλλωστε κορυφαία στιγµή στη ζωή κάθε ευνοµούµενης πολιτείας και, εποµένως, είναι σηµαντικό, αλλά και ενδιαφέρον, να γνωρίσει κανείς τα επιτρεπόµενα όριά της. 3

Κεφάλαιο 1 ο Εισαγωγή στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγµατος ως ενός εκ των τυπικών στοιχείων του. α. Η έννοια του Συντάγµατος και οι διαφορετικές προσεγγίσεις Το Σύνταγµα είναι ο καθολικός νόµος, ο ρυθµιστής της έννοµης τάξης, η βάση όλων, ο ακρογωνιαίος λίθος του δικαίου. Σε γενικές γραµµές θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο θεµελιώδης νόµος ενός κράτους, νόµος ιδιότυπος, δεσµευτικός, υποχρεωτικός µε τον οποίο ρυθµίζεται αφενός η οργάνωση του κράτους η άσκηση της κρατικής εξουσίας, οι αρµοδιότητες των κρατικών οργάνων κι αφετέρου η κοινωνική συµβίωση των πολιτών µέσα από τις θεµελιώδεις αρχές που απορρέουν από την κατοχύρωση των δικαιωµάτων τους. Καθώς γίνεται η προσέγγιση της έννοιας του Συντάγµατος, η νοµική έρευνα έρχεται αντιµέτωπη µε δύο διαφορετικές θεωρήσεις, την παραδοσιακή και τη σύγχρονη, τη δυαδιστική και τη µονιστική. Σύµφωνα µε την πρώτη, την παραδοσιακή, το Σύνταγµα γίνεται αντιληπτό υπό ευρεία έννοια και διακρίνεται σε διάφορα είδη, ενώ σύµφωνα µε τη δεύτερη γίνεται αντιληπτό υπό στενή έννοια και διακρίνεται σε «Σύνταγµα» και «οιονεί Σύνταγµα», το οποίο χαρακτηρίζεται περισσότερο ως συνταγµατικό µόρφωµα. β. Διακρίσεις του Συντάγµατος κατά την παραδοσιακή θεωρία «Σύµφωνα µε την παραδοσιακή θεωρία το Σύνταγµα περιλαµβάνει διαφόρων ειδών «Συντάγµατα», γραπτά και άγραφα, τυπικά και ουσιαστικά, αυστηρά και ήπια, ανώτερα και ισοδύναµα προς τους κοινούς νόµους» 1. Η διάκριση σε γραπτά και άγραφα συνίσταται στην αποδοχή ύπαρξης Συνταγ- µάτων είτε µε γραπτή είτε µε άγραφη µορφή και είναι αποτέλεσµα, όπως και οι υπόλοιπες σχετικές διακρίσεις, της δυαδιστικής σκέψης και θεώρησης. Ο διαχωρισµός, στη συνέχεια, σε ανώτερα και ισοδύναµα αφορά Συντάγµατα που διαθέτουν τυπική υπεροχή και άλλα που διαθέτουν ίδια τυπική δύναµη µε τους κοινούς νόµους. Τα Συντάγµατα αντιδιαστέλλονται, επίσης, σε αυστηρά και ήπια ανάλογα µε την ευχέρεια αναθεώρησής τους. Ήπια ονοµάζονται τα Συντάγµατα των οποίων οι διατάξεις τροποποιούνται ή καταργούνται µε τη συνήθη νοµοθετική διαδικασία παραγωγής νόµων, ενώ αυστηρά ονοµάζονται τα Συντάγµατα τα οποία µεταβάλλονται από ειδικό όργανο και µε ειδική, προβλεπόµενη από τα ίδια, διαδικασία. Γι αυτό το λόγο, µάλιστα, οι προϋποθέσεις για την κίνηση και την ολοκλήρωση της αναθεωρητικής διαδικασίας είναι ιδιαίτερα ανελαστικές. 1. Δηµητρόπουλος, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σ. 190 349 4

Τέλος, κατά την κλασική θεωρία, τα Συντάγµατα είναι δυνατόν να χαρακτηρίζονται ως τυπικά κι ως ουσιαστικά. Για το δυαδιστικό τρόπο σκέψης, πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες, δύο διαφορετικά είδη Συντάγµατος που µπορούν να υπάρξουν αυθυπόστατα. Εποµένως, τυπικά είναι τα Συντάγµατα που παρουσιάζονται µε γραπτό, αλλά όχι ολοκληρωµένο, τύπο, γεγονός που υποβαθµίζει την έννοια της τυπικότητας. Ουσιαστικά(µη τυπικά, άτυπα), σε αντίθεση, είναι τα Συντάγµατα που δεν προκύπτουν από συγκεκριµένα κείµενα και τύπους, αλλά µοιάζουν περισσότερο ως µη απτά, άυλα, σύνολα θεµελιωδών κανόνων. γ. Αντιρρήσεις ως προς την παραδοσιακή θεωρία Όπως είδαµε, σύµφωνα µε την παραδοσιακή θεώρηση όλα τα συνταγµατικά µορφώµατα θεωρούνται «Σύνταγµα» χωρίς καµία διάκριση, χωρίς κάποιο κριτήριο, «ισοπεδωτικά». Το Σύνταγµα, βέβαια, προκύπτει ευρύ, δυαδιστικό, µη ενιαίο. Είναι τυπικό ή άτυπο, χωρίς δηλαδή συστατικό τύπο, κάθε είδος από τα οποία θεωρείται αυθύπαρκτο. Η πραγµατική και νοµική έννοια του Συντάγµατος, ακόµη, δε διακρίνεται σαφώς, ενώ επιπρόσθετα το Σύνταγµα φαίνεται να αποκτά χαρακτήρα αυστηρώς «πολιτικό», όµως όχι «κοινωνικό» και «οικονοµικό», όπως θα όφειλε ένα Σύνταγµα εκσυγχρονισµένο και εναρµονισµένο µε τις επιταγές της πραγµατικότητας. Η τυπική διάσταση του Συντάγµατος, επίσης, παρουσιάζεται ως ανολοκλήρωτη, καθώς δε συµπεριλαµβάνονται η αυστηρότητα και η τυπική υπεροχή του. δ. Το Σύνταγµα ως αδιάσπαστη ενότητα ουσιαστικών και τυπικών στοιχείων Σε αντίθεση µε την παραδοσιακή προσέγγιση και την κρατούσα άποψη έρχεται η µονιστική θεωρία. Σύµφωνα µε τη µονιστική θεώρηση, ειδικότερα, το σύγχρονο Σύνταγµα αποτελείται από δύο συστατικά στοιχεία συνδεδεµένα άρρηκτα µεταξύ τους. Έχει, δηλαδή, δύο φύσεις και υποστάσεις, τον τύπο και την ουσία, τα τυπικά και ουσιαστικά του στοιχεία. Οι δύο αυτές έννοιες δε χωρίζονται δεν υπάρχουν αυτοτελή τυπικά και αυτοτελή ουσιαστικά Συντάγ- µατα, όπως υποστηρίζει η δυαδιστική θεωρία. Αντίθετα, ο τύπος δε νοείται χωρίς ουσία, ενώ αντίστροφα η ουσία δεν είναι αυθύπαρκτη, δε νοείται χωρίς τον τύπο. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι ο συνταγµατικός τύπος περιέχει την ουσία και η ουσία είναι αποτυπωµένη και ενσωµατωµένη σε συγκεκριµένο τύπο. Το συµπέρασµα αυτό πηγάζει βέβαια από τη φιλοσοφική θεωρία του µονισµού και την αφετηρία της, την αναγωγή όλων των πραγµάτων σε έναν παράγοντα, την αρχή του αδιαιρέτου. Έτσι, όπως το καλό δε γίνεται αντιληπτό χωρίς το 5

κακό, όπως το πνεύµα δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς την ύλη, όπως το animus είναι οντολογικά και υπαρξιακά συνδεδεµένο µε το corpus, έτσι και η ουσία δεν υφίσταται χωρίς τον τύπο και το Σύνταγµα δεν είναι Σύνταγµα χωρίς τα δύο αυτά στοιχεία. Η ίδια η φύση του πράγµατος επιβάλλει τη διάκριση αυτή, που, όµως, οδηγεί σε µια αδιάσπαστη και συµπαγή ενότητα, σε µια ολότητα, στο «ένα». Μπορούµε, µάλιστα, να φανταστούµε την τυπική και ουσιαστική διάσταση του Συντάγµατος ως τις δύο όψεις ενός ενιαίου πράγµατος, ενός νοµίσµατος για παράδειγµα, του οποίου η µία όψη αντιστοιχεί απόλυτα στην άλλη και δεν µπορεί να υπάρξει από µόνη της, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει καµία οντολογική προτεραιότητα έναντι αυτής 2. Έτσι τελικά, οι δύο αυτές πλευρές οδηγούν σε ένα αντικείµενο, σε ένα «ενιαίο Σύνταγµα». ε. Ταύτιση τυπικού και ουσιαστικού Συντάγµατος Με βάση τα προαναφερθέντα, το Σύνταγµα έχει δύο µερικότερες διαστάσεις, την ουσιαστική και την τυπική. Η ουσιαστική αναφέρεται στο περιεχόµενο, στο ενδότερο τµήµα, σε όλα αυτά που ρυθµίζονται από το Σύνταγµα. Η τυπική, αντίθετα, είναι το σύνολο των εξωτερικών στοιχείων, ο τρόπος εµφάνισης του καταστατικού χάρτη. Δεν υπάρχει, σαφώς, «ουσιαστικό» και «τυπικό» Σύνταγµα, αλλά ό,τι είναι τυπικό Σύνταγµα είναι αναγκαία και ουσιαστικό και, φυσικά, το αντίστροφο. Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά είδη Συνταγµάτων, αλλά για τις δύο διαστάσεις του ίδιου πράγµατος. Όλα τα στοιχεία, τυπικά ή ουσιαστικά, συνεπώς, που συνιστούν το Σύνταγµα αποτελούν συνταγµατικό δίκαιο ουσιαστικό συνταγµατικό δίκαιο και τυπικό ταυτίζονται, είναι ένα και το αυτό. στ. Έννοια του σύγχρονου Συντάγµατος Mε την ίδια µονιστική λογική και σύµφωνα µε τα προηγούµενα συµπεράσµατα, το σύγχρονο Σύνταγµα δεν υφίσταται χωρίς τύπο, χωρίς να είναι αποτυπω- µένο σε έγγραφο. Εποµένως, το Σύνταγµα µπορεί να είναι µόνο γραπτό. Ακό- µη, µπορεί να είναι µόνο τυπικά ανώτερο. Η ίδια η φύση του το τοποθετεί πάνω από το κοινό δίκαιο, το οποίο οφείλει να είναι πάντα σύµφωνο µε το συνταγµατικό. Αντίστοιχα, το Σύνταγµα έχει αναγκαία αυστηρό χαρακτήρα. Η 2. Πρόκειται για τη «θεωρία διπλής όψης ή δύο όψεων», η οποία υιοθετήθηκε από ορισµένους φιλοσόφους µε υλιστική διάθεση, ακολουθώντας τη θεωρία του Ολλανδού φιλόσοφου του 17 ου αιώνα Baruch Spinoza για την ουσία, που την ταυτίζει µε το Θεό ή τη φύση. Η «θεωρία διπλής όψης» δέχεται τελικά µόνο ένα είδος φυσικών οντοτήτων, των οποίων όµως η ουσία έχει δύο διαφορετικά, αναπόσπαστα συνδεδεµένα είδη ιδιοτήτων, τις πνευµατικές και τις υλικές. 6

αυστηρότητα αυτή συνδέεται απαραίτητα µε την τυπική του υπεροχή, διότι δε νοείται το Σύνταγµα να αναθεωρείται µε τη συνήθη νοµοθετική διαδικασία. Το σύγχρονο Σύνταγµα υπό στενή νοµική έννοια, όπως καταληκτικά προκύπτει, «είναι ο γραπτός, σε ιδιαίτερο κείµενο διατυπωµένος, υπέρτατος, γενικός, καθολικός, θεµελιώδης νόµος, που έχει τεθεί µε ειδική διαδικασία, ρυθ- µίζει τη συνολική κοινωνική, πολιτική, οικονοµική ζωή και έννοµη τάξη, έχει αυξηµένη τυπική δύναµη και µεταβάλλεται µε διαδικασία δυσχερέστερη της προβλεπόµενης για τους κοινούς νόµους, των οποίων ιεραρχικά προΐσταται. Το υπό στενή νοµική έννοια Σύνταγµα έχει δύο διαστάσεις, τυπική και ουσιαστική και αποτελείται από έξι συνολικά στοιχεία, δηλαδή τρία τυπικά και τρία ουσιαστικά. 3» ζ. Τα ουσιαστικά και τυπικά στοιχεία του Συντάγµατος Το Σύνταγµα είναι οντολογικά δισυπόστατο και αποτελείται από δύο στοιχεία, τον τύπο(corpus) και την ουσία(animus). Από ουσιαστική άποψη το Σύνταγµα είναι ο θεµελιώδης, γενικός και καθολικός νόµος κι από τυπική, ο υπέρτατος, γραπτός και αυστηρός νόµος. i) Η ουσιαστική διάσταση του Συντάγµατος Όσον αφορά το περιεχόµενό του το Σύνταγµα είναι: θεµελιώδης νόµος (lex fundamentalis), ως το σύνολο των θεµελιωδών, των βασικών κανόνων της έννοµης τάξης. γενικός νόµος (lex generalis), ως το σύνολο των γενικών κανόνων, των διατάξεων µε γενικό χαρακτήρα και ευρύ περιεχόµενο. καθολικός νόµος (lex universalis), ως το σύνολο των κανόνων που διέπουν κάθε έκφανση της δηµόσιας και ιδιωτικής ζωής, πολιτική, οικονοµική, και την έννοµη τάξη. Το Σύνταγµα, δηλαδή, έχει «υπερδη- µόσιο» χαρακτήρα και θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως η µικρογραφία της έννοµης τάξης. ii) Η τυπική διάσταση του Συντάγµατος Όσον αφορά την εξωτερική του εµφάνιση και τη γενικότερη θέση του στο σύστηµα δικαίου το Σύνταγµα είναι: ο υπέρτατος νόµος (suprema lex), ως ο ανώτερος ιεραρχικά νόµος, η κορυφή της «πυραµίδας της έννοµης τάξης» µε κανόνες που προΐστανται εκείνων του κοινού δικαίου. 3 Δηµητρόπουλος, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σ. 207 374 7

γραπτός νόµος (scripta lex), ως ο «γραπτά διατυπωµένος θεµελιώδης νόµος 4». Η γραπτή µορφή του Συντάγµατος είναι το ελάχιστο απαιτού- µενο τυπικό στοιχείο, το σηµείο από όπου ξεκινούν και τα άλλα τυπικά χαρακτηριστικά η αυστηρότητα και η τυπική υπεροχή προϋποθέτουν και συνεπάγονται το γραπτό χαρακτήρα του Συντάγµατος. αυστηρός νόµος (dura lex, rigida lex), καθώς προβλέπεται η αναθεώρηση από τη συντακτική εξουσία µε διαδικαστικές προϋποθέσεις ανελαστικότερες από εκείνες των νόµων. 4 Δηµητρόπουλος, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σ. 251 442 8

Κεφάλαιο 2 ο Η αυστηρότητα του Συντάγµατος α. Το Σύνταγµα ως αυστηρός νόµος (dura lex) Η αυστηρότητα του Συντάγµατος αποτελεί ένα από τα τρία τυπικά στοιχεία του. Δεν αφορά το περιεχόµενο των διατάξεων, αλλά τη διαδικασία παραγωγής, από τη θέσπιση έως την τροποποίησή τους. Για την ακρίβεια, ο αυστηρός χαρακτήρας ανέρχεται στη διατήρηση του Συντάγµατος, στη µη µεταβολή του. Έτσι, η αυστηρότητα σε συνδυασµό µε την τυπική υπεροχή, έννοια µε την οποία συνδέεται στενά, διαφοροποιεί τους συνταγµατικούς από τους κοινούς νόµους. Η επικράτηση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγµατος έχει βεβαίως ιστορικά αίτια. Η αυστηρότητα µεταφράζεται ως µη µεταβολή, µονιµότητα και στην ουσία εκφράζει την ανάγκη της διασφάλισης ορισµένων θεµελιωδών κανόνων κι ενός συγκεκριµένου συνταγµατικοπολιτικού χαρακτήρα. Ορισµένα ζητήµατα, δηλαδή, θεωρήθηκαν τόσο σηµαντικά για την επιβίωση και τη διαιώνιση των κοινωνιών ώστε να µην επιδέχονται µερικής ή συνολικής µεταβολής. Κατά αυτόν τον τρόπο, η ιστορική αναγκαιότητα µετατράπηκε σε νοµικό χαρακτηριστικό και πλέον χαίρει αποδοχής το γεγονός ότι θέµατα όπως είναι η πολιτειακή µορφή, οι θεµελιώδεις θεσµοί, τα δικαιώµατα και οι ελευθερίες, πρέπει να κατοχυρώνονται και να µη µεταβάλλονται µε ευχέρεια. Η αυστηρότητα συνίσταται σε δύο επιµέρους είδη, είναι απόλυτη ή σχετική. Η απόλυτη αυστηρότητα συνεπάγεται αδυναµία οποιασδήποτε µεταβολής, ενώ η σχετική προβλέπει τη µεταβολή, µε δυσχερέστερη όµως διαδικασία. Εποµένως, δεν έχουν όλοι οι συνταγµατικοί κανόνες τον ίδιο βαθµό αυστηρότητας, χωρίς αυτό βέβαια να σηµαίνει πως δεν απολαµβάνουν την ίδια τυπική ισχύ κατοχυρώνεται, άλλωστε, η «αρχή της τυπικής ισοδυναµίας των συνταγµατικών κανόνων». Η αυστηρότητα χαρακτηρίζεται σχετική αφενός όταν η µεταβολή των συνταγ- µατικών διατάξεων είναι βέβαια δυνατή, αλλά πιο δυσχερής. Το Σύνταγµα ορίζει ειδικό όργανο, το συντακτικό-αναθεωρητικό νοµοθέτη καθώς και ειδική διαδικασία, διαφορετική από αυτή που προβλέπεται για τους κοινούς νό- µους ώστε η τελεσφόρηση του εγχειρήµατος της αναθεώρησης να µην είναι απλή. Η σχετική αυστηρότητα αποτελεί τον κανόνα, οι διατάξεις του Συντάγ- µατος υπόκεινται σε αναθεώρηση. Σύµφωνα µε τον κανόνα της απόλυτης αυστηρότητας, απαγορεύεται η οποιαδήποτε µεταβολή στις συνταγµατικές διατάξεις, οι οποίες in concreto καλούνται µη αναθεωρήσιµες, κι έτσι κάποια θέµατα δεν είναι δυνατόν να αλλάξουν ποτέ. Ισχύουν, λοιπόν, στο διηνεκές και σχηµατίζουν το λεγόµενο «αιώνιο Σύνταγµα». Με βάση αυτό το γεγονός ωστόσο, διατυπώνονται τα 9

επιχειρήµατα κατά των αυστηρών Συνταγµάτων. Πράγµατι, δεν µπορεί µια γενιά να δεσµεύσει και τις µελλοντικές µε τις δικές της επιλογές. Το σίγουρο είναι πάντως ότι ένα Σύνταγµα δε δύναται να είναι στο σύνολό του απόλυτα αυστηρό και να απαγορεύει την όποια τροποποίησή του, παρά µόνο ορισµένες διατάξεις του. Η απόλυτη αυστηρότητα, συνεπώς, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα. β. Τυπική υπεροχή και αυστηρότητα Οι έννοιες της τυπικής υπεροχής και της αυστηρότητας του Συντάγµατος συνδέονται στενά. Η παραδοσιακή θεωρία τις ταυτίζει, τις θεωρεί ως ένα χαρακτηριστικό, στην ουσία όµως οι δύο έννοιες διακρίνονται, κάτι που µάλιστα είναι απαραίτητο «για το σχηµατισµό ορθής και ολοκληρωµένης έννοιας του Συντάγµατος» 5. Η αυστηρότητα καταρχήν αφορά τη διαδικασία παραγωγής των συνταγµατικών κανόνων, τη θέσπιση δηλαδή και τη µεταβολή τους, ενώ η τυπική ανωτερότητα τη θέση που κατέχουν στην ιεραρχία της έννοµης τάξης. Η αυστηρότητα προηγείται χρονικά καθώς ανάγεται στην παραγωγή των συνταγµατικών κανόνων και η τυπική υπεροχή, η οποία αναφέρεται στην εφαρµογή αυτών, ακολουθεί. Η ιδιαίτερη σχέση αυστηρότητας και τυπικής υπεροχής γίνεται καλύτερα αντιληπτή µέσα από την εξέλιξη των δύο αυτών τυπικών χαρακτηριστικών. Η αυστηρότητα ιστορικά αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδοµήθηκε η τυπική υπεροχή των συνταγµατικών κανόνων. Η τυπική υπεροχή, συγκεκρι- µένα, δε διατυπώνεται expressis verbis από το συντακτικό νοµοθέτη. Οι διατάξεις που αναφέρονται στην αυστηρότητα ωστόσο είναι ρητά διατυπωµένες κι έτσι µέσω αυτών, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις που αφορούν τον έλεγχο της συνταγµατικότητας, κατοχυρώνεται και η ανωτερότητα των συνταγµατικών νόµων. Πώς ακριβώς όµως επιτυγχάνεται αυτή η κατοχύρωση; Ο σχετικά αυστηρός χαρακτήρας των περισσότερων συνταγµατικών διατάξεων που ναι µεν επιτρέπει τη µεταβολή τους, αλλά µε ειδικές διαδικασίες, διαφορετικές και δυσχερέστερες από εκείνες που προβλέπονται για τους κοινούς νόµους και ο απόλυτα αυστηρός των υπόλοιπων που απαγορεύει οιαδήποτε µεταβολή, αντιδιαστέλλει τους συνταγµατικούς νόµους από τους κοινούς. Η διαδικασία παραγωγής συνταγµατικών νόµων, εποµένως, όχι απλά διαφέρει από την αντίστοιχη των κοινών, αλλά χαρακτηρίζεται «αυστηρή» και άρα αυστηρότερη από τη συνηθισµένη. Το συνταγµατικό από το κοινό δίκαιο διακρίνεται, ενώ ταυτόχρονα συνεπάγεται ότι οι συνταγµατικοί κανόνες είναι σαφώς ανώτεροι από τους κοινούς. Κανόνες που δεν έχουν παραχθεί µε την ορισµένη από το Σύνταγµα διαδικασία, αλλά µε τη συνήθη, δεν είναι συνταγµατικοί. 5. Δηµητρόπουλος, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σ. 260 455 10

Η τυπική υπεροχή πάντως συνίσταται πλέον στο ότι οι συνταγµατικοί κανόνες ιεραρχικά προΐστανται εκείνων του κοινού δικαίου και αποτελεί το τυπικό χαρακτηριστικό που δίνει ουσιαστική διάσταση στο Σύνταγµα, το κάνει να υφίσταται υπό νοµική έννοια. Συνδέεται στενά µε την αυστηρότητα, από αυτήν άλλωστε προήλθε, την «τέµνει», χωρίς όµως οι δύο έννοιες να ταυτίζονται. γ. Η ιεραρχία της έννοµης τάξης Όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα, το Σύνταγµα υπερισχύει έναντι του κοινού δικαίου σε περίπτωση που συνταγµατικοί κανόνες έρθουν αντιµέτωποι µε κοινούς, υπερισχύουν. Η τυπική ανωτερότητα του Συντάγµατος συνεπάγεται τη συµφωνία όλων των άλλων κανόνων σε αυτό. Το Σύνταγ- µα, συνεπώς, βρίσκεται στο κορυφαίο επίπεδο της έννοµης τάξης, η οποία έχει ιεραρχικές διαβαθµίσεις ώστε οι κατώτεροι κανόνες να υπακούουν τους ανώτερους. Το Σύνταγµα, το οποίο αποτελείται από την καταστατική αρχή της έννοµης τάξης, τις θεµελιώδεις συνταγµατικές αρχές και άλλες συνταγµατικές διατάξεις, επικρατεί, λοιπόν, όλων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην προκειµένη περίπτωση η παραδοσιακή οπτική, κατά την οποία, όπως έχει ήδη λεχθεί, το συνταγµατικό δίκαιο δε λογίζεται ως σύνολο θεµελιωδών κανόνων που υπερισχύουν τυπικά, άποψη που τελικά αντίκειται στη σύγχρονη δοµή της έννοµης τάξης. Οι διατάξεις του Συντάγµατος, πάντως, έχουν την ίδια τυπική ισχύ, ανεξάρτητα από το αν υπόκεινται ή όχι σε αναθεώρηση, σύµφωνα µε την «αρχή της τυπικής ισοδυναµίας των συνταγµατικών κανόνων». Μετά το Σύνταγµα, ακολουθούν ιεραρχικά ο κοινός νόµος και οι κανονιστικές πράξεις της διοίκησης. Το Σύνταγµα ορίζεται ως ο ανώτατος νόµος (suprema lex). Η ανωτερότητα αυτή συνάγεται από όλες εκείνες τις διατάξεις που υπαγορεύουν τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων και που θεµελιώνουν τον αυστηρό του χαρακτήρα. Πρόκειται, αρχικά, για τις διατάξεις που αφορούν την εφαρµογή των νόµων από τα δικαστήρια. Οι νόµοι αυτοί, όπως διαφαίνεται από το περιεχόµενο των σχετικών διατάξεων πρέπει να είναι σύµφωνοι µε το Σύνταγµα, γεγονός που αποδεικνύει ότι το Σύνταγµα υπερτερεί έναντι των κοινών νόµων. Κατά το άρθρο 87 2, λοιπόν, «οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται µόνο στο Σύνταγµα και στους νόµους και σε καµία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συµµορφώνονται µε διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγµατος» καθώς επίσης, κατά το άρθρο 93 4, τα δικαστήρια υποχρεούνται να µην εφαρµόζουν νόµο το περιεχόµενο του οποίου είναι αντίθετο µε το Σύνταγµα. Το άρθρο 100 1 στ. ε, τέλος, αναφέρεται στο ρόλο του ΑΕΔ σχετικά µε τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. 11

Η τυπική επικράτηση των συνταγµατικών κανόνων, στη συνέχεια, γίνεται αντιληπτή και από το άρθρο 110 του Συντάγµατος κατά το οποίο ρυθµίζεται η αναθεώρηση και τα όριά της. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου ορίζει τις µη αναθεωρήσιµες διατάξεις, θεµελιώνοντας έτσι τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγµατος, και οι επόµενες την αναθεωρητική διαδικασία, η οποία διαπλάθεται ως διαδικασία ιδιαίτερα αυστηρότερη από την αντίστοιχη του κοινού δικαίου. Οι κανονιστικές πράξεις της διοίκησης αποτελούν το χαµηλότερο επίπεδο της «πυραµίδας της έννοµης τάξης». Οι νόµοι, δηλαδή, είναι ανώτεροι τυπικά, κάτι που προκύπτει από το άρθρο 43. Ανάµεσα στο Σύνταγµα και τους νόµους παρεµβάλλεται το διεθνές δίκαιο. Η θέση του στην ελληνική έννοµη τάξη ρυθµίζεται µε το άρθρο 28 1 εδ. α. Όταν, ακόµη, δηµιουργηθεί το ευρωπαϊκό Σύνταγµα τα δεδοµένα θα αλλάξουν και θα προστεθεί ένα ακόµα επίπεδο στην ιεραρχία της έννοµης τάξης. 12

Κεφάλαιο 3 ο Θεµελίωση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγµατος (το άρθρο 110) α. Οι ρυθµίσεις του άρθρου 110 Σ Με βάση τα προηγούµενα συµπεράσµατα, η τυπική υπεροχή του Συντάγµατος διαφαίνεται και µέσα από τις διατάξεις που θεµελιώνουν τον αυστηρό χαρακτήρα του. Ο Έλληνας συντακτικός νοµοθέτης κατοχυρώνει την αυστηρότητα αυτή µε το άρθρο 110 του ισχύοντος Συντάγµατος, όπως αυτό διαµορφώθηκε µε την αναθεώρηση του 1975, το οποίο ρυθµίζει την αναθεώρηση των συνταγµατικών διατάξεων και τα όριά της. Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, δηλαδή, υιοθέτησε, κατά βάση σύµφωνα µε τα προηγούµενα ελληνικά Συντάγµατα, την καθιέρωση διατάξεων, οι οποίες είναι µη αναθεωρήσιµες και ταυτόχρονα προέβλεψε αυστηρές διαδικαστικές προϋποθέσεις που οδηγούν σε µια χρονοβόρα διαδικασία αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη, η οποία µεταξύ άλλων απαιτεί και τη σύµπραξη δύο Βουλών, ενώ απαγορεύει την αναθεώρηση του Συντάγµατος πριν περάσει πενταετία από την προηγούµενη αναθεώρηση. Ειδικότερα, το άρθρο 110 1 θέτει την εξαίρεση του κανόνα καθορίζοντας ποιες διατάξεις δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση-έχουν απολύτως αυστηρό χαρακτήρα- κι έτσι ορίζει ρητά πως οι υπόλοιπες διατάξεις του µπορούν να αναθεωρηθούν-έχουν σχετικά αυστηρό χαρακτήρα-. Στη συνέχεια, ρυθµίζει ενδελεχώς την αναθεωρητική διαδικασία (άρθρο 110 2-6). Οι συνταγµατικές διατάξεις, ανάλογα µε το αν υπόκεινται σε αναθεώρηση, διακρίνονται πλέον, µετά το Σύνταγµα του 1975 δηλαδή, σε αναθεωρήσιµες και µη, καθώς η διάκριση σε µη θεµελιώδεις και θεµελιώδεις αντίστοιχα, που χρησιµοποιούνταν µέχρι και το Σύνταγµα του 1952, δε χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερη σαφήνεια. Συνεπώς, σύµφωνα πάντα µε το άρθρο 110 1, δεν αναθεωρούνται οι διατάξεις του Συντάγµατος που καθορίζουν τη βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος, ως Προεδρευόµενης Κοινοβουλευτικής Δηµοκρατίας, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5 παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26. β. Ο απόλυτα αυστηρός χαρακτήρας της βάσης και της µορφής του πολιτεύµατος, άρθρο 110 1, εδ. α Σ Κατά το άρθρο 110 1 εδ. α προκύπτει πως δεν είναι δυνατή η αναθεώρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος ως Προεδρευόµενης Κοινοβουλευτικής Δηµοκρατίας. Αυτό είναι το γενικό τµήµα της απαγόρευσης, όπου χωρίς να απαριθµούνται συγκεκριµένα άρθρα του 13

Συντάγµατος, το ίδιο το Σύνταγµα κλειδώνει την αναθεώρηση των δοµικών συστατικών του πολιτεύµατος. Ως κανόνας καθιερώνεται το αναθεωρήσιµο των συνταγµατικών διατάξεων και ως εξαίρεση η απαγόρευση αναθεώρησης. Πάντως η απαγόρευση αυτή δεν αναφέρεται στη γλωσσική διατύπωση, στο γράµµα των διατάξεων, αλλά στο νόηµά τους, στο κανονιστικό τους περιεχόµενο και στους συνταγµατικούς κανόνες που συνάγονται από την ερµηνεία τους. Το συγκεκριµένο άρθρο κάνει λόγο για τη «βάση» και τη «µορφή» του πολιτεύµατος. Ο συντακτικός νοµοθέτης, δηλαδή, αντιδιαστέλλει τους δύο όρους και µη θέλοντας να περιοριστεί στα τυπικά γνωρίσµατα(corpus) που συµπεριλαµβάνονται στην έννοια της µορφής του πολιτεύµατος, προσθέτει και την προστασία των ουσιαστικών στοιχείων που συγκροτούν το χαρακτήρα, το «θεµέλιο» του πολιτεύµατος(animus). Έτσι, τα χαρακτηριστικά του πολιτεύ- µατος που προστατεύονται κατά το άρθρο 110 1 είναι τρία δεν αναθεωρούνται οι διατάξεις, που καθορίζουν τη βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος ως: i)προεδρευόµενης ii)κοινοβουλευτικής iii) Δηµοκρατίας. Δεν είναι, συνεπώς, δυνατή µε νόµιµες και προβλεπόµενες από το Σύνταγµα διαδικασίες η κατάργηση του πολιτεύµατος αυτής της µορφής και η εγκαθίδρυση άλλου. Το περιεχόµενο της συγκεκριµένης ρύθµισης, πάντως, προκαλεί πολλά ερµηνευτικά προβλήµατα. Αρχικά, το θέµα είναι από τη φύση του γενικό λίγες διατάξεις του Συντάγµατος δε θα είχαν ούτε άµεση ούτε έµµεση σχέση µε το χαρακτήρα του πολιτεύµατος. Εποµένως, η διάταξη δε θα πρέπει να ερµηνεύεται µε ευρύτητα. Το άθροισµα των διατάξεων που αποδίδονται µε τους όρους «βάση και µορφή του πολιτεύµατος» θα πρέπει να είναι πρώτον περιορισµένο σε σχέση µε το φάσµα των «θεµελιωδών» διατάξεων και δεύτερον οριστέο µε κριτήριο τις δύο αυτές έννοιες. Ο συντακτικός νοµοθέτης, άλλωστε, θέλησε να διαφυλάξει αµετάβλητο ένα συνταγµατικοπολιτικό πυρήνα, τα δοµικά συστατικά του πολιτεύµατος, και όχι ένα ολόκληρο Σύνταγµα. Με αυτόν τον τρόπο δηµιουργείται µία «συνταγµατική νοµιµότητα αναγκαία καθολικά παραδεκτή» 6 και επιτυγχάνεται µία µετεξέλιξη του πολιτεύµατος ανάλογη πάντα µε τις µεταβολές της συνταγµατικοπολιτικής πραγµατικότητας, αλλά και προς συγκεκριµένες κατευθύνσεις. Στη συνέχεια, προκύπτουν προβλήµατα σχετικά µε το περιεχόµενο της απαγόρευσης της αναθεώρησης. Σε τι ακριβώς συνίσταται η απαγόρευση αυτή και µέχρι ποιο σηµείο δεσµεύει το νοµοθέτη; Πράγµατι, δεν επιτρέπεται η όποια µεταβολή των διατάξεων ή είναι δυνατή η αναθεώρηση υπό προϋποθέσεις; Το περιεχόµενο της απαγόρευσης είναι απολύτως δεσµευτικό ή όταν πρόκειται για αναθεώρηση που ενισχύει το δηµοκρατικό ή τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύµατος η µεταβολή είναι δυνατή; Τελικά, η ορθή άποψη φαίνεται να είναι ότι η αναθεώρηση είναι δυνατή εάν έχει συγκεκριµένη κατεύ- 6. Δηµητρόπουλος, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σ. 289 528 14

θυνση είναι αναθεώρηση προς τα εµπρός, δεν αλλοιώνει τα κεκτηµένα, αλλά αντίθετα ενισχύει το δηµοκρατικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύµατος. γ. Ερµηνεία του άρθρου 110 1 του Συντάγµατος γα. Η βάση και η µορφή του πολιτεύµατος ως Προεδρευόµενη Κοινοβουλευτική Δηµοκρατία (110 1 εδ. α ) Όπως είδαµε, ο συντακτικός νοµοθέτης θέλησε να αποκλείσει την αναθεώρηση όλων εκείνων των στοιχείων τα οποία είναι αναγκαία και επαρκή για τον χαρακτηρισµό και τη λειτουργία του πολιτεύµατος ως Προεδρευόµενης Κοινοβουλευτικής Δηµοκρατίας. Ποια είναι όµως αυτά τα στοιχεία, ποιες είναι οι διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος; Κύριο µέληµα του συντακτικού νοµοθέτη καταρχάς είναι η προστασία του δηµοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύµατος. Σε αυτό το σηµείο καταδεικνύεται η υπεροχή του λαού έναντι της όποιας αντιπροσώπευσης και ο νοµοθέτης προτάσσει τη θέληση του, την οποία οι αντιπρόσωποι απλά εκτελούν. 7 Παραπέµπει σαφώς, εποµένως, στο άρθρο 1 2 του Συντάγµατος όπου εξαγγέλλεται ως θεµέλιο του πολιτεύµατος η λαϊκή κυριαρχία. Με τη χρήση της ρήτρας, δηλαδή, «βάση του πολιτεύµατος» εξέρχεται από τα όρια της αναθεώρησης η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και µάλιστα όχι µόνο όπως expressis verbis εξαγγέλλεται στο άρθρο 1 2, αλλά όπως εξειδικεύεται εννοιολογικά και ιστορικά σε ένα ολόκληρο πλέγµα διατάξεων. Σε αυτό το πλέγµα πρέπει βέβαια να περιλαµβάνονται όλες εκείνες οι διατάξεις στις οποίες βρίσκονται οι θεσµοί, οι διαδικασίες και γενικότερα οι ρυθµίσεις που συνθέτουν τη λαϊκή κυριαρχία ως έκφανση της δηµοκρατικής αρχής. Αυτές είναι η ίδια η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η κοινοβουλευτική αρχή, η αρχή του αιρετού αρχηγού του κράτους ή αλλιώς η αρχή της «Προεδρευόµενης» δηµοκρατίας, η αρχή του πολυκοµµατισµού (110 1 εδ. α ), η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η αρχή του «Κράτους Δικαίου» και του «Κοινωνικού Κράτους» (110 1 εδ. β ). i) Λαϊκή κυριαρχία Στις διατάξεις που έχουν απόλυτα αυστηρό χαρακτήρα κι άρα δεν υπόκει- 7. Την άποψη αυτή εξέφρασε ο µεγάλος Ελβετός φιλόσοφος του 18 ου αιώνα, Jean Jacques Rousseau. Συγκεκριµένα, «Οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας δεν είναι αφέντες του λαού, µα υπάλληλοί του. Ο λαός πρέπει να µπορεί να τους διορίζει και να τους απολύει όποτε θέλει. Δεν υπάρχει θέµα να συµβληθούν µε το λαό, πρέπει να τον υπακούσουν», Περί του κοινωνικού συµβολαίου ή αρχές του πολιτικού δικαίου (Du contrat social ou principes du droit politique), 1762. 15

νται σε αναθεώρηση ανήκει σαφώς το άρθρο 1 του Συντάγµατος. Κατά την πρώτη παράγραφό του ορίζεται η µορφή του πολιτεύµατος του κράτους. Στην επόµενη παράγραφο (1 2) εξαγγέλλεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ως θεµέλιο του πολιτεύµατος και µε το 1 3 ρυθµίζεται η εφαρµογή της καθώς: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ρυθµίζει το Σύνταγµα.» ii) Η αρχή της Προεδρευόµενης Δηµοκρατίας Απέναντι σε πιθανή αναθεώρηση διασφαλίζονται οι συνταγµατικές διατάξεις που προσδιορίζουν το χαρακτήρα του πολιτεύµατος ως προεδρευό- µενης Δηµοκρατίας, ως δηλαδή του δηµοκρατικού πολιτεύµατος όπου την εξουσία ασκεί ο εκλεγµένος πρωθυπουργός ενώ ο πρόεδρος είναι αιρετός και παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Η µορφή του πολιτεύµατος εξαρτάται από τον τρόπο ανάδειξης του αρχηγού του κράτους. Είναι σαφές άρα ότι εξαιρείται από την αναθεώρηση ο αιρετός χαρακτήρας του αρχηγού του κράτους. Κατά αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται το «αβασίλευτο» ουδέποτε είναι δυνατή η εγκατάσταση βασιλευόµενης Δηµοκρατίας και ο ανώτατος άρχοντας δεν µπορεί να είναι κληρονοµικός. Ακόµη, προϋποτίθεται πως το όργανο που καλείται «Πρόεδρος της Δηµοκρατίας» είναι µονοπρόσωπο αποκλείοντας έτσι κάθε άλλη µορφή νοµικού οργάνου, για παράδειγµα συλλογικού. Δεν είναι, επίσης, δυνατόν να τεθεί σε δηµοψήφισµα ερώτηµα που σχετίζεται µε αυή τη µορφή του πολιτεύµατος. Ένα ερµηνευτικό πρόβληµα που δηµιουργείται βέβαια είναι το εάν και κατά πόσο ο συντακτικός νοµοθέτης υποστηρίζει και συγκεκριµένο τρόπο εκλογής του ΠτΔ, εάν δηλαδή επιβάλλει την καθιερωµένη έµµεση εκλογή και απαγορεύει την αναθεώρησή της ή αφήνει τη δυνατότητα εισαγωγής της άµεσης εκλογής. Το Σύνταγµα όµως ουσιαστικά προστατεύει το «αιρετό» του ανώτατου άρχοντα και όχι τον συγκεκριµένο τρόπο εκλογής. Το πρόβληµα που στην ουσία ανακύπτει, είναι εάν ο έµµεσος τρόπος εκλογής είναι συνυφασµένος µε το χαρακτήρα του πολιτεύµατος ως προεδρευόµενης Δηµοκρατίας έτσι ώστε σε περίπτωση τροποποίησής του να αλλοιωθεί και αν ο άµεσος τρόπος εκλογής συνδέεται µε άλλη µορφή πολιτεύµατος, και συγκεκριµένα την προεδρική δηµοκρατία. Ισχύει βέβαια ότι ο έµµεσος και ο άµεσος τρόπος εκλογής έχουν συνδεθεί µε την προεδρευόµενη και την προεδρική Δηµοκρατία αντίστοιχα, ωστόσο κανένας από τους δύο τρόπους δεν είναι συστατικό στοιχείο των δύο αυτών πολιτειακών µορφών. Εποµένως, η αναθεώρηση του τρόπου εκλογής του ανώτατου άρχοντα είναι δυνατή κατά το Σύνταγµα της Χώρας. 16

iii) Ο κοινοβουλευτικός χαρακτήρας του πολιτεύµατος Το Σύνταγµα προστατεύει τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύµα- µατος. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα είναι το κυβερνητικό σύστηµα κατά το οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται από το κοινοβούλιο, οπότε και διακρίνεται από το προεδρικό όπου ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας είναι όχι µόνο αρχηγός του κράτους αλλά και αρχηγός της κυβέρνησης. Η εξάρτηση αυτή της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο είναι που προστατεύεται από το συντακτικό νοµοθέτη σε συνδυασµό µε τις τρεις µερικότερες διαστάσεις της, την ανάδειξη, τη διατήρηση και τον έλεγχο της κυβέρνησης. Όπως συνάγεται από τα προαναφερθέντα δεδοµένα, ο χαρακτήρας του πολιτεύµατος ως προεδρευόµενης κοινοβουλευτικής Δηµοκρατίας δεν αναθεωρείται. Αυτό σηµαίνει πως ο συντακτικός νοµοθέτης δεν επαναπαύεται µε την εξασφάλιση του αιρετού του ανώτατου άρχοντα, αλλά απαγορεύει και την εισαγωγή της προεδρικής Δηµοκρατίας. Μεριµνά, δηλαδή για τη διατήρηση της ουσίας του πολιτεύµατος απαγορεύοντας γι αυτό το λόγο τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπο ενός µόνο ανώτατου άρχοντα. iv) Η ελεύθερη ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών κοµµάτων Όπως συνάγεται από πολλές διατάξεις του, το Σύνταγµα καθιερώνει τη λεγόµενη «κοµµατική δηµοκρατία». Ήδη µε το άρθρο 29 κατοχυρώνει ρητά την ελευθερία ύπαρξης και λειτουργίας πολιτικών κοµµάτων, όπως επίσης την ελευθερία ίδρυσής τους και συµµετοχής σε αυτά. Το ισχύον Σύνταγµα, δηλαδή, προστατεύει τον πολυκοµµατισµό, ένα θεσµό που αποτελεί βασική ιστορική συνιστώσα της λαϊκής κυριαρχίας και που διέπει τη λειτουργία των σύγχρονων δηµοκρατιών. Η κατάργηση της συνταγµατικής προστασίας των πολιτικών κοµµάτων, λοιπόν, δεν είναι δυνατή. γβ. Οι ειδικά απαριθµούµενες διατάξεις (110 1 εδ. β ) Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 110 περιλαµβάνει 8 ρητά απαριθµούµενες διατάξεις: το άρθρο 26, το οποίο εντάσσεται και στην κατηγορία των στοιχείων που συναποτελούν τη «βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος» και άλλες 7 οι οποίες συστηµατικά ερµηνευόµενες καλύπτουν ουσιαστικά το περιεχόµενο όλων των ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων και θεµελιώνουν το χαρακτηρισµό του κράτους ως «Κράτους Δικαίου» και «Κοινωνικού Κράτους». 17

i) Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών Ο συντακτικός νοµοθέτης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 110 1 εδ. β, ε- ξαιρεί ρητά από την αρµοδιότητα του αναθεωρητικού νοµοθέτη τη µεταρρύθµιση της οργάνωσης του πολιτεύµατος όπως αυτή έχει σύµφωνα µε την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, νοµοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής, και της διαπλοκής τους. Η αρχή αυτή ανήκει στα στοιχεία εκείνα που συνιστούν τη βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος και κατοχυρώνεται µε το άρθρο 26 του Συντάγµατος κατά το οποίο: «1. Η νοµοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνοµα του Ελληνικού Λαού.» ii) Ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύµατος Εκτός από τη διάταξη του άρθρου 26, κατά το 110 1 εδ. β, οι υπόλοιπες ειδικά απαριθµούµενες διατάξεις που εξαιρούνται ρητά από την αναθεωρητική διαδικασία αναφέρονται σε ορισµένα θεµελιώδη δικαιώµατα. Πρόκειται για τις διατάξεις των άρθρων 2 1, 4 1,4,7, 5 1,3, 13 1. Ειδικότερα, γίνεται λόγος για τα άρθρα µε τα οποία: Ι. Κατοχυρώνεται ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, τα οποία αποτελούν ύψιστο αγαθό και πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Πρόκειται για τη λεγόµενη «καταστατική αρχή της έννοµης τάξης», τη µήτρα, την κανονιστική κοιτίδα όλων, παλαιών και νέων, δικαιωµάτων και ελευθεριών. Ορίζεται στο άρθρο 2 1. ΙΙ. Εξασφαλίζεται η ισότητα κατά τις εξής παραγράφους του άρθρου 4: 1, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου. 4, οι Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δηµόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται µε ειδικούς νόµους. 7, τίτλοι ευγενείας ή διάκρισης ούτε απονέµονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες. ΙΙΙ. Θεσπίζεται µε το αναφερόµενο στην ελευθερία άρθρο 5: το δικαίωµα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας καθενός 18

και η συµµετοχή του στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της Χώρας 8, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και τα χρηστά ήθη, κατά την 1 του άρθρου. το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας. «Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε µε οποιονδήποτε τρόπο περιορίζεται, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος.» ΙV. Διασφαλίζεται το απαραβίαστο της ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός δεν παρακωλύουν την απόλαυση των ατοµικών και πολιτικών του δικαιωµάτων κατά το άρθρο 13 1. Εκτός από τις παραπάνω ρητές εξαιρέσεις, στο µέτρο που εντάσσεται στο ευρύτερο περιεχόµενο της λαϊκής κυριαρχίας, εξαιρείται ένα πλέγµα διατάξεων που προστατεύουν ατοµικές ελευθερίες. Πρόκειται για ελευθερίες που τις προϋποθέτει τόσο η λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήµατος όσο και οι εξωκοινοβουλευτικές διαδικασίες διαµόρφωσης του πολιτικού γίγνεσθαι. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η συνταγµατική κατοχύρωση µε το άρθρο 11 του δικαιώµατος του «συνέρχεσθαι» και µε το άρθρο 12 του «συνεταιρίζεσθαι», η ελεύθερη έκφραση και διάδοση των στοχασµών µε κάθε µέσο (άρθρο 14 1), η ελευθερία του τύπου (άρθρο 14 2), καθώς και η διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και το δικαίωµα της απεργίας (άρθρο 23 1-2). Τα δικαιώµατα αυτά κατοχυρώνουν το συνταγµατικό πρότυπο του ενεργού πολίτη προβάλλοντας ως συνταγµατικό καθήκον την πολιτική εγρήγορση του λαού και τη συµµετοχή του στη διαµόρφωση των πολιτικών συνθηκών. Η καθηµερινή παρουσία του λαού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ο 8. Με την αναφορά στην «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας» όλα τα συνταγµατικά κατοχυρωµένα δικαιώµατα συµµετοχής καθώς και τα κοινωνικά δικαιώµατα εντάσσονται µε τη µορφή ιδίως του «κοινωνικού κεκτηµένου» στην κατηγορία των συνταγµατικών δικαιωµάτων που ο νοµοθέτης δε δικαιούται να καταργήσει η να υποβαθµίσει. Επιπλέον η συνταγµατική πραγµατικότητα, η νοµοθετική, νοµολογιακή και διοικητική πρακτική έχουν διαµορφώσει ένα σύµπλεγµα κανόνων που έχει ενσωµατωθεί στο Σύνταγµα ως «συνταγ- µατικό κεκτηµένο» προστασίας των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Αυτό το κεκτηµένο ανάγεται σε θεµελιώδες αποκλείοντας κάθε εκµηδένιση ή υποβάθµισή του από τον αναθεωρητικό νοµοθέτη, ο οποίος όµως διατηρεί τη δυνατότητα διαρρύθµισης του τρόπου απόλαυσης ή άσκησης ενός κοινωνικού ή ατοµικού δικαιώµατος. Τέλος, όσα «νέα» δικαιώµατα κατοχυρωθούν συνταγµατικά δεν µπορούν να καταργηθούν ούτε να σχετικοποιηθεί η προστασία τους σε µεταγενέστερη αναθεώρηση του Συντάγµατος. 19

σχηµατισµός και η µεταβολή της πολιτικής βούλησης και γνώµης, η πολιτική πίεση, είναι παράγοντες καθοριστικοί για τη διαµόρφωση της πολιτικής της χώρας και υλοποιούνται µέσω του θεσµού των πολιτικών κοµµάτων, της ελεύθερης ύπαρξης και δράσης οργανωµένων κοινωνικών οµάδων, της διακίνησης των ιδεών. Όλα αυτά τα στοιχεία περιλαµβάνονται, λοιπόν, στο διαφυλασσόµενο πυρήνα της βάσης του πολιτεύµατος, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία προσλαµβάνει τελικά τη µορφή του σχηµατισµού της πολικής γνώµης και της πολιτικής συµµετοχής ως δοµικό στοιχείο του πολιτεύµατος. Ο πολιτικά ενεργός πολίτης, άλλωστε, είναι ο πολίτης του δηµοκρατικού πολιτεύ- µατος, ο πολίτης που κρίνει και διακρίνει, που διαλέγεται, που συµµετέχει, που ελέγχει προασπίζοντας τις ελευθερίες του και διασφαλίζοντας την ορθή λειτουργία του πολιτεύµατος όπου η λαϊκή κυριαρχία κατέχει πρωτεύοντα ρόλο, της δηµοκρατίας. δ. Ο σχετικά αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγµατος (το άρθρο 110 2-6) Ο γενικός κανόνας που θέτει ο συντακτικός νοµοθέτης στο άρθρο 110 1 Σ είναι καταρχήν ότι όλες οι συνταγµατικές διατάξεις υπόκεινται σε αναθεώρηση. Παράλληλα, ορίζει τις εξαιρέσεις του κανόνα, απαριθµεί δηλαδή τις διατάξεις που δεν µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο µεταρρύθµισης. Εκτός από αυτές τις οριζόµενες διατάξεις, λοιπόν, όλες οι υπόλοιπες µπορούν να αναθεωρηθούν. Η διαδικασία όµως που απαιτείται για την αναθεώρησή τους δεν είναι απλή και δε µοιάζει µε εκείνη των νόµων είναι αντίθετα αρκετά δυσχερέστερη. Ο συντακτικός νοµοθέτης στις παραγράφους 2-6 του άρθρου 110 ορίζει ενδελεχώς την αναθεωρητική διαδικασία. Θεµελιώνει µε αυτόν τον τρόπο το σχετικά αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγµατος. Ακόµη, θέτει έναν χρονικό περιορισµό σχετικά µε τη συχνότητα που µπορεί να συγκληθεί αναθεωρητική Βουλή. Δεν επιτρέπει, συγκεκριµένα, την αναθεώρηση εάν δεν παρέλθει πενταετία από την ολοκλήρωση της προηγούµενης (άρθρο 110 6). ε. Η δυνατότητα αναθεώρησης του ίδιου του άρθρου 110 Σ Το άρθρο 110 θεµελιώνει τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγµατος αφενός καθορίζοντας ποιες διατάξεις υπόκεινται σε αναθεώρηση και αφετέρου ορίζοντας την αναθεωρητική διαδικασία. Το ίδιο το άρθρο όµως, αυτό καθ αυτό, αναθεωρείται; 20