Ο ρόλος του σχολείου στη διαμόρφωση σχολικής επίδοσης



Σχετικά έγγραφα
4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Ερευνητικό Πρόγραμμα Αξιολόγησης των Εσπερινών Σχολών Μέσης Γενικής και Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης ( )

Πρότυπα-πειραματικά σχολεία

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Κοινωνική προέλευση και σχολική επίδοση: μια εμπειρική έρευνα υπό το πρίσμα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Πρώτο Έτος Αξιολόγησης (Ιούλιος 2009)

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Αξιολόγηση του Προγράμματος Ταχύρρυθμης Εκμάθησης της Ελληνικής στη Μέση Εκπαίδευση (Ιούνιος 2010)

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Παρασκευή, 27 Μάιος :40 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 27 Μάιος :08

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε ΕΠΠΑΙΚ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ

800 ΟΛΟΗΜΕΡΑ NEA ΣΧΟΛΕΙΑ: ΕΝΙΑΙΟ ΑΝΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΉΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Δομές Ειδικής Αγωγής στην Δευτεροβάθμια. Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Ηγεσία: ο ρόλος. του Διευθυντή μέσα από το υπάρχον θεσμικό.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Γεώργιος Ν. Πριµεράκης Σχ. Σύµβουλος ΠΕ03

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Αξιολόγηση του Μουσικού Σχολείου (Οκτώβριος 2015)

Σχέδια Δράσης Πεδία: Τομείς: Δείκτες:

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Αξιολόγηση του Πρωινού και Απογευματινού Προγράμματος Αλφαβητισμού. στο Γυμνάσιο

ΟΛΟΗΜΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΙΑΚΟΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 2 ΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΦΕΡΕΙΑΣ ΣΑΜΟΥ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1.1 Σκοπός Έρευνας

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Αγόρι 390 (51.25%) 360 (43.11%) 750 Κορίτσι 371 (48.75%) 475 (56.89%) (100%) 835 (100%) 1596

Αξιολόγηση. Φ. Κ. Βώροs, «Αξιολόγηση του Μαθητή, και Παιδαγωγική Ευαισθησία (ή Αναλγησία)» 2. (

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

4. ΑΝΑΛΥΣΗ - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

Συμβούλιο τμήματος, Διαχείριση τάξης και Ευκαιρίες ανάπτυξης για όλους τους μαθητές

Ερωτηματολόγιο προς εκπαιδευτικούς

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Εκπαιδευτική Ημερίδα: «Αξιολόγηση Μαθητή. Σύγχρονες Τάσεις Πρακτικές Εφαρμογές» 4 Απριλίου 2015 και 25 Απριλίου 2015

Διαμορφωτική Αξιολόγηση των Δεικτών Επιτυχίας και Επάρκειας στη Δημοτική και Μέση Εκπαίδευση (Ιούλιος 2017)

Αναγκαιότητα περιοδικής επιμόρφωσης καθηγητών πληροφορικής

Οι Διαστάσεις του Λειτουργικού Αναλφαβητισμού στην Κύπρο [Σχολική χρονιά ]

3o ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΘΕΜΑ: ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΕΠΙΛΕΓΩ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ; ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ (ΟΜΑΔΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ)

( 2) 4, 4.1, 4.1.1,

«Ερευνώ, Βελτιώνομαι και Προχωρώ»

Ενδιάμεση Έκθεση: Ποσοτικά Ευρήματα Έρευνας απόψεων Σχολικών Συμβούλων για τα Γνωστικά Αντικείμενα του Δημοτικού

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

«Αθλητική υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου. Προδιαθέτει τους μαθητές, θετικά ή αρνητικά για το μάθημα της Φυσικής Αγωγής.»

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ: «ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ» Συντάκτης: Βάρδα Αλεξάνδρα

Τσικολάτας Α. (2011) Οι ΤΠΕ ως Εκπαιδευτικό Εργαλείο στην Ειδική Αγωγή. Αθήνα

ΕΡΓΑΣΙΑ 2. Δ' Κύκλος Σεμιναρίων. Γεώργιος. Παπακωνσταντίνου, Επικ. Καθηγητής, Διοίκησης και Οικονομίας της Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου

Αρ. Φακ.: /3 Αρ. Τηλ.: Αρ. Φαξ: Αυγούστου 2009

ΕΡΕΥΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Η αξιολόγηση των μαθητών

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Το νέο κοινωνιολογικό πλαίσιο του πολυπολιτισμικού σχολείου

ΕΡΕΥΝΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΩΝ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. 1. Επωνυμία Εκπαιδευτικής μονάδας:

Β. Πίνακες που σχετίζονται με τα ευρήματα του ερωτηματολογίου για τους Εκπαιδευτικούς

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Αξιολόγηση του Πρωινού και Απογευματινού Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο (Ιούλιος 2018)

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά.

Συστηματική Διερεύνηση (προαιρετική) Επιλογή και Διαμόρφωση Σχεδίου Δράσης (υποχρεωτική) Σύνταξη Ετήσιας Έκθεσης του σχολείου(υποχρεωτική)

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:

Εξ αποστάσεως υποστήριξη του έργου των Εκπαιδευτικών μέσω των δικτύων και εργαλείων της Πληροφορικής

Το δικαίωμα του παιδιού με αναπηρία στην πρόσβαση στην πληροφορία και Εκπαιδευτική Πολιτική

Αξιολόγηση του Προγράμματος Στήριξης Δημοτικών Σχολείων με Μεγάλο Αριθμό/Ποσοστό Παιδιών με Αυξημένες Πιθανότητες για Λειτουργικό Αναλφαβητισμό

Επαγγελματικές Προοπτικές. Επιστημόνων Κοινωνικής Πολιτικής στην Εκπαίδευση. Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Αξιολόγηση και Αυτοαξιολόγηση Εκπαιδευομένων- Αξιολόγηση Εκπαιδευτικού

Το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Αναλυτικά οι Ομάδες Προσανατολισμού των Πανελλήνιων εξετάσεων:

Επαγγελματικός Προσανατολισμός στη Δευτεροβάθμια Επαγγελματική Εκπαίδευση

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ημερίδα. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση: εκπαιδευτική πολιτική, κοινωνία, σχολείο ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

«ΝΟΥΣ ΥΓΙΗΣ ΕΝ ΣΩΜΑΤΙ ΥΓΙΕΙ» -

Εφαρμογή και αξιολόγηση προγράμματος συνεκπαίδευσης στην αγγλική γλώσσα σε ένα σχολικό έτος

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

10 ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΟΛΜΕ

Γενικέςοδηγίεςεφαρμογήςτων υποστηρικτικώνμαθημάτων

ΙΙΙ. ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ.

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΛ ΠΑΤΡΩΝ Ερευνητική Εργασία Β2 Α τετράμηνο

Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης

Σχέδιο Έκθεσης Γενικής Εκτίμησης της Εικόνας του Σχολείου

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΟΡΟΥ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΘΗΤΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ

Εκτίμηση Αξιολόγηση της Μάθησης

ΠΡΟΤΑΣΗ TOY ΠΑΣΟΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Τμήμα: Σύγχρονο εξ αποστάσεως επιμορφωτικό πρόγραμμα Προσχολικής & Πρωτοβάθμιας

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

ΕΚΘΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Δείκτης Αξιολόγησης 7.1: Επίτευξη των στόχων του σχολείου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 4.1 Σύνολο νοµού Αργολίδας Γενικές παρατηρήσεις

Η συμβολή της ανάλυσης των κοινωνικών αναπαραστάσεων στη βελτίωση των διδακτικών πρακτικών: Το παράδειγμα του ζητήματος της σχολικής μετάβασης

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Υ.Α Γ2/6646/ Επιµόρφωση καθηγητών στο ΣΕΠ και τη Επαγγελµατική Συµβουλευτική

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ: ΘΕΜΑ: Προγράμματα για την ενεργό ένταξη Παλιννοστούντων, Αλλοδαπών και Ρομά μαθητών στο Εκπαιδευτικό μας σύστημα

Ολοήμερα Δημοτικά Σχολεία με Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα. Σοφία Καλογρίδη Σχολική Σύμβουλος

Σαφής διάκριση της διαμορφωτικής από τη συγκριτική / τελική αξιολόγηση

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΗ

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

Transcript:

Ο ρόλος του σχολείου στη διαμόρφωση σχολικής επίδοσης Θεοδοσιάδου Κυριακή, M.Ed. Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Περίληψη Παλαιότερα, η άνιση επίδοση των μαθητών στο σχολείο αποδιδόταν περισσότερο στην πνευματική ικανότητα ή ανικανότητα αυτών παρά σε εξωγενείς παράγοντες. Αργότερα φάνηκε πως η κοινωνική προέλευση των μαθητών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις σχολικές επιδόσεις τους. Ωστόσο, φαίνεται πως όχι μόνο η οικογένεια αλλά και το σχολείο διαδραματίζει έναν εξίσου σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σχολικής επίδοσης. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να μελετήσει τους σχολικούς παράγοντες και το βαθμό στον οποίο επηρεάζουν τις σχολικές επιδόσεις 393 μαθητών από Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια και ΕΠΑΛ του νομού Πέλλας. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως υπάρχουν σχολικοί παράγοντες οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν είτε θετικά είτε αρνητικά τις επιδόσεις των μαθητών. Ο ορισμός της σχολικής επίδοσης Η έννοια της σχολικής επίδοσης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει συνδεθεί άμεσα με το επίπεδο στο οποίο οι μαθητές έχουν κατακτήσει τους σκοπούς των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων. Η κατάκτηση αυτή μεταφράζεται, ποσοτικά, μέσω του βαθμού (σε 10βαθμη ή 20βαθμη κλίμακα) που πετυχαίνουν στα διάφορα μαθήματα του σχολείου και μπορεί να γίνει μέσα από διάφορες μεθόδους και τεχνικές (Αβδάλη, 1989). Αυτού του είδους η επίδοση έχει γίνει το βασικότερο κριτήριο με βάση το οποίο οι μαθητές χαρακτηρίζονται, από το στενό ή ευρύτερο περιβάλλον τους, ως άριστοι, καλοί, μέτριοι ή κακοί (Λάππα & Βαρδούλης, 2006). Η εκπαιδευτική πραγματικότητα έχει αποδείξει πως σχολικά επιτυχημένοι μαθητές θεωρούνται αυτοί που μπορούν να αποστηθίζουν τις γνώσεις που περιέχουν τα σχολικά εγχειρίδια και που αναπτύσσουν συμπεριφορές συμβατές με αυτό που επιθυμεί η αστική κοινωνία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κλίσεις και τα ενδιαφέροντά τους (Κάτσικας & Καββαδίας, 2000 Τζάνη, 1983). Φαίνεται, λοιπόν, πως η σχολική επίδοση δεν ανταποκρίνεται ουσιαστικά σε παιδαγωγικούς σκοπούς, όπως οφείλει κάτι τέτοιο θα δυσκό λευε πολύ το έργο του σχολείου, εφόσον η σχολική επίδοση δεν αποτελεί από κοινωνιολογική και παιδαγωγική άποψη μια ξεκάθαρη έννοια (Κωνσταντινίδης, 1997). 74

Σχολείο και σχολική επίδοση Η ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών έχει αποδοθεί, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, στις διαφορετικές δυνατότητές τους αλλά και στο διαφορετικό βαθμό φιλομάθειας και εργατικότητας του κάθε μαθητή. Ωστόσο, η πραγματικότητα διαψεύδει τέτοιου είδους θέσεις (Τομπαΐδης, 1982). Ανάμεσα στους παράγοντες που επηρεάζουν τη σχολική επίδοση των μαθητών είναι και το σχολείο. Το σχολείο δεν αποτελεί απλώς ένα χώρο μέσα στον οποίο οι μαθητές έρχονται από την οικογένειά τους πλήρως διαμορφωμένοι ούτε, όμως, και ο ρόλος του περιορίζεται στη μετάδοση και συσσώρευση πληροφοριών. Στην πραγματικότητα, το σχολείο προσφέρει πλούσια ερεθίσματα στους μαθητές, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις σχολικές τους επιδόσεις (Μιχαλακόπουλος, 2000). Μάλιστα, βασική προϋπόθεση για την ομαλή ανάπτυξη και σωστή αγωγή του παιδιού αποτελεί η ομαλή σχέση και συνεργασία σχολείου και οικογένειας (Αραβανής, 1976). Το διδακτικό προσωπικό, η υλικοτεχνική υποδομή, η απόσταση του σχολείου από την κατοικία του μαθητή, το αξιοκρατικό σύστημα επιλογής, που περιλαμβάνει κοινή ύλη, κοινές εξετάσεις και κοινά κριτήρια αξιολόγησης για όλους τους μαθητές, είναι ορισμένοι από τους παράγοντες που αφορούν το ρόλο του σχολείου και επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά, κατά περίπτωση, τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών (Γερμανός, 1999 Ηλιού, 1990 Κάτσικας & Καββαδίας, 2000). Εκπαιδευτικές ευκαιρίες: ο ρόλος του σχολείου Μέσα στο πλαίσιο που περιγράφηκε προηγουμένως, το σχολείο καλείται να αμβλύνει τις ανισότητες με την παροχή κατάλληλης εκπαίδευσης, ώστε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες του κάθε μαθητή. Παρ όλα αυτά, το σχολείο φαίνεται να τις διαιωνίζει, μέσα από την παροχή «ίσων ευκαιριών», μια και «δεν είναι τίποτα πιο άδικο από το να μεταχειρίζεσαι ίσα άνισους» (Κάτσικας & Καββαδίας, 2000:55 Λάππα & Βαρδούλης, 2006). Ως γνωστόν, ο ρόλος του σχολείου δεν είναι απλώς κοινωνικοποιητικός, αλλά μέσω αυτού η κοινωνία επιδιώκει τη διατήρηση και τη συνέχειά της (Κελπανίδης, 2002 Μιχαλακόπουλος, 2000). Μέσα σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στον επαγγελματικό τομέα και διαφοροποίησης στον κοινωνικό, το σχολείο αναδιανέμει στους μαθητές κοινωνικές θέσεις και ρόλους κατά τρόπο απόλυτο και νομιμοποιητικό. Ωστόσο, κάτι τέτοιο οδηγεί στην αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων, εφόσον δεν παρατηρείται ιδιαίτερη κοινωνική κινητικότητα και τα παιδιά από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν ελάχιστες ευκαιρίες για 75

κοινωνική ανέλιξη, σε αντίθεση με τις θεωρητικές διακηρύξεις της εκπαίδευσης (Ηλιού, 1990 Μυλωνάς, 1991). Σύμφωνα με τον Κελπανίδη (2002), οι εκπαιδευτικές ανισότητες δεν οφείλονται στην καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, που προσπαθεί να αναπαράγει την ιδεολογία της άρχουσας τάξης κάτι τέτοιο θα ήταν αληθές, εάν οι ανισότητες εντοπίζονταν μόνο στις καπιταλιστικές κοινωνίες, πράγμα που δεν ισχύει. Έτσι, οι εκπαιδευτικές ανισότητες φαίνεται να είναι απόρροια της διαφορετικής επίδρασης που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον στα παιδιά, ενώ η «αντισταθμιστική εκπαίδευση», παρά τις επιτυχίες της, είναι αδύνατο να τις αναιρέσει πλήρως. Ωστόσο, σύμφωνα με τη Φραγκουδάκη (1985), η «αντισταθμιστική εκπαίδευση» προτάθηκε ακριβώς για να διορθώσει τις διαφορές που προέρχονται από το οικογενειακό περιβάλλον, προκειμένου όλοι οι μαθητές, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης, να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις ικανότητες και δεξιότητές τους. Κοινωνική προέλευση και σχολείο Η εκπαίδευση των μαθητών ανέκαθεν ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνική τους προέλευση. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμη διαδεδομένη η άποψη πως το επίπεδο της εκπαίδευσης οφείλει να είναι διαφορετικό για κάθε κοινωνική τάξη. Έτσι, οι μαθητές που προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις είχαν τη δυνατότητα φοίτησης σε καλύτερα σχολεία και συνέχισης των σπουδών τους για την απόκτηση κάποιου πανεπιστημιακού τίτλου. Αντίθετα, οι μαθητές από κατώτερα κοινωνικά στρώματα δεν είχαν τέτοιου είδους δυνατότητες, καθώς λόγω της φυσικής τάξης των πραγμάτων δεν χρειάζονταν τέτοιου τύπου εκπαίδευση (Μυλωνάς, 1991). Γύρω στη δεκαετία του 1950, αυτή η άποψη άρχισε να αμφισβητείται από πολλούς, για να αντικατασταθεί από μια νέα αντίληψη, αυτή του εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης. Ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης μεταφράστηκε σε ισότητα ευκαιριών πρόσβασης όλων των κοινωνικών τάξεων και ομάδων στην εκπαίδευση. Μάλιστα, συνδέθηκε και με την οικονομία, εφόσον θεωρήθηκε ένας καλός τρόπος αντιμετώπισης της φτώχειας (Μυλωνάς, 1991). Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ιδρύεται ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης με σκοπό το συντονισμό των πολιτικών των κρατών-μελών για οικονομική ανάπτυξη. Ορισμένες από τις πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τις χώρες του ΟΟΣΑ, προκειμένου να εκδημοκρατιστεί η εκπαίδευση, ήταν μεταξύ άλλων η αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ για την παιδεία, από τα Νηπιαγωγεία μέχρι και τα Πανεπιστήμια, καθώς και της διάρκειας της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την εξάλειψη των ανισοτήτων στην εκπαίδευση, διαπιστώθηκε στο συνέδριο των Παρισίων 76

δέκα περίπου χρόνια αργότερα πως τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά και πως οι ανισότητες μεταξύ μαθητών με διαφορετική κοινωνική προέλευση συνέχιζαν να υφίστανται. Συνεπώς, οι στόχοι επαναπροσδιορίζονται με το ζητούμενο πλέον να είναι όχι η ισότητα ευκαιριών πρόσβασης στην εκπαίδευση αλλά ισότητα αποτελεσμάτων μετά το πέρας της (Μυλωνάς, 1991). Ο ρόλος του σχολείου στη συντήρηση των εκπαιδευτικών και την αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων Το σχολείο και η κοινωνία είναι δύο συστήματα άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, κάτι που σημαίνει πως οποιαδήποτε αλλαγή στο ένα σύστημα επηρεάζει και το άλλο. Αυτός είναι και ο λόγος που εξηγεί πώς το πρώτο επιδρά στη διατήρηση και συνέχιση του δεύτερου και πώς το δεύτερο καθορίζει τη δομή και το περιεχόμενο του πρώτου. Από την άλλη, τα επίκτητα χαρακτηριστικά του ατόμου είναι εκείνα που, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη δράση του, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη μετάδοσή τους στις επόμενες γενεές. Η μετάδοση αυτών των χαρακτηριστικών είναι δυνατή μόνο μέσω του θεσμοθετημένου και οργανωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο μορφώνει και κοινωνικοποιεί το άτομο ανάλογα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας (Κελπανίδης, 2002). Σε αυτήν ακριβώς τη διαδικασία στηρίζεται και η λογική της κοινωνικής αναπαραγωγής από τη στιγμή που μια από τις βασικότερες λειτουργίες του σχολείου είναι η διατήρηση της κοινωνίας (Μυλωνάς, 1991). Μέσα στις εκάστοτε κοινωνίες, κυρίως στις ανεπτυγμένες, υφίσταται κοινωνική διαφοροποίηση, η οποία διακρίνεται σε οριζόντια και κάθετη. Η οριζόντια αναφέρεται σε διαφορές ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες ατόμων που ανήκουν στο ίδιο «κοινωνικό επίπεδο», ενώ η κάθετη αναφέρεται σε ανισότητες που κατατάσσει τα άτομα ή τις ομάδες στις οποίες ανήκουν σε μια ιεραρχική κλίμακα. Το δεύτερο είδος διαφοροποίησης διαμόρφωσε ένα σύστημα κοινωνικής διαστρωμάτωσης το οποίο αποτελείται από κοινωνικά στρώματα. Πρόκειται για ένα σύστημα κοινωνικών ανισοτήτων που αποτελεί πηγή συγκρούσεων μεταξύ των ατόμων που ανήκουν στα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα (Κελπανίδης, 2002). Η ανισότητα οφείλεται στα διαφορετικά χαρακτηριστικά και τις διαφορετικές δυνατότητες των μελών του κάθε στρώματος. Έτσι, τα άτομα χωρίζονται σε «στρώματα», όταν έχουν διαφορετική οικονομική επιφάνεια και άρα διαφορετικές ευκαιρίες πρόσβασης σε υλικά και μη αγαθά, όταν διαδραματίζουν διαφορετικούς ρόλους, με τη μια ομάδα να έχει την εξουσία και την άλλη να «υποτάσσεται» σε αυτή, και όταν διαθέτουν διαφορετικό κοινωνικό 77

status, διαφοροποίηση που στηρίζεται πρωτίστως στην επαγγελματική θέση του ατόμου (Μυλωνάς, 1991). Παρ όλα αυτά, τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν από το ένα στρώμα στο άλλο με την επίδραση διαφόρων παραγόντων, αλλά κυρίως της εκπαίδευσης. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «κοινωνική κινητικότητα» 1 και διακρίνεται σε οριζόντια, όταν η μετακίνηση αφορά αλλαγή θέσης μέσα στο ίδιο κοινωνικό στρώμα, και κάθετη όταν το άτομο αλλάζει όχι μόνο κοινωνική θέση αλλά και κοινωνικό στρώμα. Όταν το άτομο μεταπηδά σε υψηλότερο στρώμα, η κινητικότητα είναι ανοδική, ενώ όταν μετακινείται σε κατώτερο στρώμα, καθοδική (Κελπανίδης, 2002 Μυλωνάς, 1991). Ο ρόλος του σχολείου και της εκπαίδευσης εν γένει μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι νευραλγικός. Έρευνα των Blau και Duncan έδειξε πως όσο αυξάνεται το επίπεδο εκπαίδευσης ενός ατόμου τόσο αυξάνεται και η ανοδική κινητικότητά του, ενώ οι πιθανότητες να παρουσιάσουν ανοδική κινητικότητα άτομα με λίγα χρόνια εκπαίδευσης είναι ελάχιστες (όπως στο: Κελπανίδης, 2002). Έτσι, μπορεί το σχολείο να μην ευθύνεται για τις προαναφερθείσες κοινωνικές ανισότητες, όπως πολλοί υποστηρίζουν στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν το εκπαιδευτικό σύστημα, ωστόσο, επιδεινώνει την κατάσταση μέσα από ορισμένες πρακτικές που ακολουθεί, για παράδειγμα οικοδομεί τα αναλυτικά προγράμματα πάνω στις αξίες της αστικής τάξης 2, μεταχειρίζεται το γλωσσικό κώδικα της αστικής τάξης, δεν ανταποκρίνεται στις ξεχωριστές ανάγκες και δυνατότητες του μαθητή κ.ά.. Όλα τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ μαθητών που προέρχονται από ανομοιογενή οικογενειακά περιβάλλοντα, αντί να γεφυρώνεται μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος. Φαίνεται, λοιπόν, πως η δωρεάν παιδεία και η ισότητα των ευκαιριών δεν αρκούν, για να λυθεί το πρόβλημα, αλλά χρειάζονται επιπρόσθετα μέτρα από την πλευρά της πολιτείας, προκειμένου να δοθεί ώθηση στους «αδικημένους» μαθητές σε σχέση με εκείνους που εντάσσονται στην εκπαίδευση προσερχόμενοι με ήδη σημαντικό προβάδισμα (Πυργιωτάκης, 1984). 1 Η κοινωνική κινητικότητα αφορά την αλλαγή α) γεωγραφικής και β) κοινωνικής θέσης. Εδώ θα μας απασχολήσει το δεύτερο είδος. Βλ. σχετικά Μυλωνάς (1991α). Κοινωνική αναπαραγωγή στο σχολείο: Θεωρία και Εμπειρία. Αθήνα: Αρμός, σσ. 129-130. 2 «Ο σχολικός θεσμός, με τη μορφή που απαντάται σήμερα, είναι δημιούργημα της αστικής κοινωνίας, η οποία, έχοντας γνώση των προβλημάτων που θα προκαλούνταν λόγω της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης [ ] χρησιμοποίησε τον εκπαιδευτικό θεσμό για να μεταδώσει στην πλειοψηφία των αγροτών τις γνώσεις που θα ήταν απαραίτητες για την ενσωμάτωσή τους στη μισθωτή αγορά εργασίας. Έτσι, ο σχολικός θεσμός βοήθησε την ολοκλήρωση της αστικής μορφής κοινωνίας» Βλ. σχετικά Λάππα, Κ. & Βαρδούλης, Α. (2006). «Κοινωνική προέλευση και σχολική επίδοση», Επιστήμες της Αγωγής, 2, 169-176. 78

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού Ο εκπαιδευτικός αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του εκπαιδευτικού συστήματος και, μαζί με τον μαθητή, βασικό παράγοντα για τη μαθησιακή διαδικασία (Ξωχέλλης, 2005 Τζάνη, 1983). Για πολλούς, και όχι άδικα, όσα μέτρα κι αν λαμβάνει η επίσημη πολιτεία, τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα ο εκπαιδευτικός, από την άποψη ότι αυτός καθορίζει με τις γνώσεις και τη συμπεριφορά του την ποιότητα του εκπαιδευτικού αποτελέσματος. Σ αυτό προστίθεται και η εκπαίδευση του εκπαιδευτικού που όσο παραμένει ελλιπής τόσο το πρόβλημα της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης θα συνεχίσει να υπάρχει, παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που γίνονται κατά καιρούς (Ξωχέλλης & Παπαναούμ, 2000 Παπαναούμ, 2 003 Τζάνη, 1983). Ο εξαιρετικά σημαντικός ρόλος του εκπαιδευτικού είναι λογικό να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις επιδόσεις των μαθητών, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Έτσι, φαίνεται πως η ποιότητα των σχέσεων εκπαιδευτικού και μαθητή έχει μεγάλη σημασία, καθώς όσο πιο ομαλές είναι τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει ο μαθητής να παρουσιάσει υψηλές σχολικές επιδόσεις. Είναι γεγονός ότι οι μαθητές παρουσιάζουν υψηλές επιδόσεις, όχι μόνο επειδή έχουν από την οικογένειά τους κίνητρα για μάθηση, αλλά και εξαιτίας της συμπεριφοράς του ίδιου του εκπαιδευτικού, ο οποίος τις περισσότερες φορές επιλέγει να κάνει το μάθημα, δουλεύοντας μόνο με τους καλούς μαθητές, που ως επί το πλείστον προέρχονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ένας ακόμη παράγοντας που σχετίζεται άμεσα με τον εκπαιδευτικό και επιδρά, καθοριστικά πολλές φορές, στην επίδοση των μαθητών είναι οι προσδοκίες του. Έτσι, φαίνεται πως οι προσδοκίες που διαμορφώνει ο εκπαιδευτικός για μαθητές που προέρχονται από ανώτερα κοινωνικά στρώματα, παρουσιάζουν αποδεκτή από το σχολείο συμπεριφορά, είναι επιμελείς, η εξωτερική εμφάνισή τους συνάδει με τις απαιτήσεις του σχολείου κ.ά., είναι θετικές, ενισχύοντας τις ήδη καλές προοπτικές αυτών των μαθητών και οδηγώντας τους σε υψηλές σχολικές επιδόσεις, με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνονται οι αρχικές προσδοκίες που διαμορφώθηκαν (Γαλιλαία, 1997 Μπασέτας, 1999 Μπίκος, 2004 Φραγκουδάκη, 1985). Το αντίθετο φαίνεται πως συμβαίνει στην περίπτωση των μαθητών που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα και η συμπεριφορά τους πολλές φορές δε γίνεται αποδεκτή από το σχολείο (Καπραβέλου, 2008). Με όσα προαναφέρθηκαν, λοιπόν, μοιάζει αναγκαία όχι μόνο η κατάλληλη αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, αλλά και η διαρκής επιμόρφωσή τους κάθε φορά που προκύπτουν νέες ανάγκες (Χατζηδήμου, 2003). 79

Ο ρόλος της υλικοτεχνικής υποδομής Με τον όρο σχολική υλικοτεχνική υποδομή οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται το σχολικό χώρο, δηλαδή το πώς είναι διαμορφωμένος αρχιτεκτονικά, αλλά και τον τεχνολογικό εξοπλισμό που διαθέτει. Έτσι, η υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων συνδέεται με εφαρμογές καθαρά τεχνικές, παρακάμπτοντας τον ουσιαστικό εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό ρόλο που μπορεί ο σχολικός χώρος να διαδραματίσει (Γκιζελή, 2008). Στην πραγματικότητα, η υλικοτεχνική υποδομή επηρεάζει πολύ περισσότερο τη σχολική επίδοση των μαθητών απ όσο η κοινή γνώμη φαντάζεται. Στο επίπεδο της σχολικής τάξης ο σχολικός χώρος αποτελεί ένα περιβάλλον το οποίο μπορεί είτε να θέσει εμπόδια και περιορισμούς στην εκπαιδευτική διαδικασία είτε να της δώσει ευκαιρίες (Γερμανός, 2003). Αποτελέσματα της έρευνας ομάδας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου έδειξαν πως η υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων είναι σε θέση να συμβάλει στην ανθρωπιστική παιδεία, καθώς όσο πιο «καλή» κρίνεται, από άποψη λειτουργικότητας, αισθητικής και ασφάλειας, τόσο περισσότερο συνεισφέρει στη δημιουργία ενός θετικού κλίματος και ευνοεί,από πολλές απόψεις, τους μαθητές (Γκιζελή, 2008). Είναι γεγονός, άλλωστε, πως ένα ακατάλληλο, από κτιριακή άποψη, σχολείο δεν είναι σε θέση να συμβάλει θετικά στις επιδόσεις των μαθητών. Ως εκ τούτου, δε θεωρείται τυχαίο το γεγονός ότι τα ιδιωτικά σχολεία είναι, τόσο αισθητικά όσο και λειτουργικά, καλύτερα από τα δημόσια. Αλλά και τα δημόσια σχολικά κτίρια διαφέρουν μεταξύ τους, ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή στην οποία εδράζονται (Τζάνη, 1983). Τα σχολεία, λοιπόν, που βρίσκονται σε περιοχές απομακρυσμένες από αστικά κέντρα έχουν ως επί το πλείστον «φτωχή» υλικοτεχνική υποδομή, με μόνιμη δικαιολογία την έλλειψη οικονομικών πόρων και τις τεχνικές δυσκολίες στην προσφορά εκπαιδευτικών ευκαιριών σε έναν πληθυσμό διάσπαρτο γεωγραφικά. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει το αποτέλεσμα, το οποίο είναι οι μαθητές που φοιτούν σε αυτά τα σχολεία να παρουσιάζουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις, συγκριτικά τουλάχιστον με αυτούς που φοιτούν σε σχολεία των αστικών κέντρων (Κυρίδης, 1996). Ο τύπος του σχολείου φοίτησης Ο τύπος του σχολείου στον οποίο φοιτούν οι μαθητές είναι σε θέση να επηρεάσει τις σχολικές τους επιδόσεις. Αναφερόμαστε, κυρίως, στο Γενικό (πρώην Ενιαίο) Λύκειο από τη μια και το Επαγγελματικό Λύκειο (ΕΠΑΛ) από την άλλη. Ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης σε αυτούς τους δύο σχολικούς τύπους είναι διαφορετικός. Έτσι, στο Γενικό Λύκειο, όπως και στο Γυμνάσιο, η εκπαίδευση είναι γενική, δηλαδή στοχεύει στην ολόπλευρη και την ελεύθερη ανάπτυξη του ανθρώπου και αποβλέπει 80

στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ενώ στα Επαγγελματικά Λύκεια 3 η εκπαίδευση στοχεύει στην κατάλληλη προετοιμασία των μαθητών, με σκοπό την άμεση άσκηση ενός επαγγέλματος (Ιακωβίδης, 1998). Το πρόβλημα με τα ΕΠΑΛ στην Ελλάδα είναι ότι δεν τους δόθηκε η σημασία που θα έπρεπε, κάτι που υποδεικνύει και τον παραγκωνισμένο ρόλο της τεχνολογίας στη χώρα μας. Οι «κλασσικές σπουδές» έχαιραν ανέκαθεν της εκτίμησης του κόσμου, με αποτέλεσμα να γίνεται ελιτίστικου τύπου διαχωρισμός μεταξύ των μαθητών του ΕΠΑΛ και αυτών του Γενικού Λυκείου (Ιακωβίδης, 1998). Στη σημασία που έχει δοθεί στην επαγγελματική εκπαίδευση συμβάλλουν και οι δαπάνες από την πλευρά της πολιτείας. Τα ποσοστά χρηματοδότησης των ΕΠΑΛ είναι αρκετά χαμηλά 4, κάτι που φαίνεται και μέσα από τις ανολοκλήρωτες μεταρρυθμιστικές προτάσεις και την έλλειψη προγραμμάτων που αφορούν την επαγγελματική εκπαίδευση και που επηρεάζει, όπως είναι φυσικό, την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης (Ιακωβίδης, 1998). Σκοπός, μεθοδολογία και δείγμα της έρευνας Σκοπός της έρευνας είναι η μελέτη των σχολικών παραγόντων που επιδρούν στη διαμόρφωση της σχολικής επίδοσης των μαθητών. Συγκεκριμένα, μελετήθηκε η διδασκαλία των Μαθηματικών και της Νεοελληνικής Γλώσσας/Έκφρασης-Έκθεσης στο σχολείο, η υλικοτεχνική υποδομή και ο τύπος του σχολείου φοίτησης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 393 μαθητές (το 50.9% είναι αγόρια και το 45.5% κορίτσια) από Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια και ΕΠΑΛ του νομού Πέλλας. Το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το ερωτηματολόγιο με κλειστές και ανοιχτές ερωτήσεις, ενώ μετά τη συλλογή των δεδομένων ακολούθησε η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου SPSS. Αποτελέσματα της έρευνας Από τους μαθητές ζητήθηκε αρχικά να αναφέρουν τις βαθμολογίες τους στα μαθήματα της Νεοελληνικής Γλώσσας/ Έκφρασης-Έκθεσης και των Μαθηματικών στα τρίμηνα/ τετράμηνα των προηγούμενων τάξεων μέχρι την τελευταία βαθμολογία που πέτυχαν στην τάξη που βρίσκονται. Ο λόγος που επιλέχθηκαν αυτά τα δύο γνωστικά αντικείμενα ήταν αφενός ότι στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θεωρούνται δύο από τα 3 Τα ΕΠΑΛ ιδρύθηκαν με το ν. 3475/2006, με τον οποίο καταργήθηκαν τα Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια του ν. 2640/98. Βλ. σχετικά Ν. 3475/2006 (ΦΕΚ 146 Α/13-7-2006) Οργάνωση και λειτουργία της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις. 4 5% έως 10% στο διάστημα 1970-1989. Βλ. σχετικά Ιακωβίδης, Γ. (1998). Η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα: προσέγγιση μέσα από τη σύγκριση του ελληνικού και γερμανικού συστήματος. Αθήνα: Gutenberg. 81

σημαντικότερα μαθήματα 5 και αφετέρου, για να περιοριστεί το δείγμα που αφορά τη σχολική επίδοση των μαθητών. Έπειτα, κλήθηκαν να απαντήσουν στο πόσο ικανοποιημένοι είναι από τη διδασκαλία αυτών των δύο μαθημάτων, κάτι που συσχετίστηκε με τις σχολικές τους επιδόσεις στα αντίστοιχα μαθήματα. Από τις απαντήσεις, λοιπόν, των μαθητών βρέθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση μεταξύ του βαθμού ικανοποίησης των μαθητών από τη διδασκαλία των Μαθηματικών και του μέσου όρου στα Μαθηματικά Α Τάξης. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως όσο περισσότερο ικανοποιημένοι είναι οι μαθητές από τη διδασκαλία των Μαθηματικών τόσο υψηλότερη βαθμολογία είχαν στο εν λόγω μάθημα. Συγκεκριμένα, το 55.8% των μαθητών που δήλωσε πως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένο από τη διδασκαλία του μαθήματος είχε βαθμολογία από 8 έως 13 μονάδες, ενώ από αυτούς τους μαθητές άριστη βαθμολογία είχε μόλις το 2.3%. Αντιθέτως, οι μαθητές που δήλωσαν πάρα πολύ ικανοποιημένοι από το μάθημα είχαν άριστη βαθμολογία σε ποσοστό 30.9%, ενώ από αυτούς χαμηλή βαθμολογία είχε το 12.7%. Όσον αφορά το μέσο όρο στα Μαθηματικά Β Τάξης, και εδώ τα αποτελέσματα έδειξαν πως το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών που δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από τη διδασκαλία του μαθήματος (61.4%) έχουν πολύ χαμηλή βαθμολογία, ενώ από τους ίδιους μαθητές άριστη βαθμολογία έχει το 2.3%. Σχετικά με τις απαντήσεις που έδωσαν οι μαθητές για το πόσο ικανοποιημένοι είναι από τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας (για το Γυμνάσιο)/ Έκφρασης-Έκθεσης (για το Γενικό Λύκειο και το ΕΠΑΛ) τα αποτελέσματα της έρευνας δεν έδειξαν στατιστικώς σημαντική συσχέτιση της άποψης των μαθητών με τη βαθμολογία που πέτυχαν στο μάθημα στην Α τάξη, παρά μόνο με τη βαθμολογία τους στη Β. Έτσι, οι μαθητές που απάντησαν πως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από το μάθημα είχαν βαθμολογία από 8 έως 13 μονάδες σε ποσοστό 46.9%, ενώ το ποσοστό για την άριστη βαθμολογία σε αυτή την κατηγορία ήταν 3.1%. Στο ερωτηματολόγιο συμπεριλήφθησαν και ερωτήσεις που αφορούσαν το σχολείο στο οποίο φοιτούσαν οι μαθητές. Συγκεκριμένα, ρωτήθηκαν για το πόσο ικανοποιημένοι είναι από την υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου τους και πόσο θεωρούν ότι τους βοηθά η διδασκαλία στο να πετύχουν υψηλές σχολικές επιδόσεις. Τέτοιας φύσης ερωτήσεις, θεωρήθηκε ότι θα έδιναν πληροφορίες για το ρόλο που διαδραματίζει το σχολείο στη διαμόρφωση της σχολικής επίδοσης των μαθητών, σύμφωνα πάντα με την άποψη των τελευταίων. 5 Η μορφωτική αξία των δύο αυτών γνωστικών αντικειμένων τονίζεται από τη μεγάλη έκταση που κατέχουν στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Βλ. σχετικά ΦΕΚ 291 τ. Β, Γ2/63447/27-06-2005, Ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων των τάξεων Α, Β και Γ του Ενιαίου Λυκείου. 82

Παρ όλα αυτά, μετά την ανάλυση των δεδομένων που προέκυψαν από την έρευνα, δεν βρέθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση μεταξύ αυτών των δύο μεταβλητών και του γενικού μέσου όρου των μαθητών στις δύο προηγούμενες τάξεις. Τέλος, εξετάστηκε η συσχέτιση μεταξύ του τύπου του σχολείου φοίτησης και της βαθμολογίας των μαθητών. Στατιστικώς σημαντική συσχέτιση βρέθηκε μόνο μεταξύ αυτής της μεταβλητής και του γενικού μέσου όρου των μαθητών στην Α τάξη. Φάνηκε, λοιπόν, πως οι μαθητές τα πηγαίνουν καλύτερα στο Γυμνάσιο, καθώς τα υψηλότερα ποσοστά τα έχουν στις υψηλότερες βαθμολογίες, ενώ μόνο το 2.3% έχει χαμηλή βαθμολογία. Στο Γενικό Λύκειο, η πλειοψηφία των μαθητών βρίσκεται στις μεσαίες βαθμολογικές κατηγορίες, δηλαδή από 13.1 έως 18.5 μονάδες. Το σκηνικό φαίνεται να αλλάζει στα ΕΠΑΛ, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών έχει χαμηλή βαθμολογία (49.2% από 8 έως 13 μονάδες και 36.3% από 13.1 έως 16 μονάδες). Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι μόνον ένας (1) μαθητής έχει άριστη βαθμολογία. Συμπεράσματα Όπως είναι φυσικό, ο τρόπος διδασκαλίας ενός μαθήματος είναι σε θέση να επηρεάσει την επίδοση των μαθητών τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Έτσι, όσο πιο ευχαριστημένοι είναι οι μαθητές από τη διδασκαλία κάποιου μαθήματος, τόσο πιο πιθανό είναι να πετύχουν υψηλή βαθμολογία. Αυτή τη διαπίστωση επιβεβαιώνουν τα ευρήματα της έρευνας, σύμφωνα με τα οποία οι μαθητές που δήλωσαν ευχαριστημένοι με τη διδασκαλία των Μαθηματικών παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά στις υψηλές βαθμολογίες στο εν λόγω μάθημα, ενώ οι μαθητές που δεν είναι ευχαριστημένοι έχουν τα μεγαλύτερα ποσοστά στις μικρότερες βαθμολογίες. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν και για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας/Έκφρασης-Έκθεσης. Οι μαθητές, λοιπόν, που δήλωσαν πως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από τη διδασκαλία του μαθήματος παρουσίασαν ένα σημαντικά υψηλό ποσοστό στις χαμηλότερες βαθμολογίες, με τα ποσοστά αυτής της βαθμολογικής κλίμακας να μειώνονται όσο περισσότερο δήλωναν ικανοποιημένοι οι μαθητές από το μάθημα. Ο τύπος του σχολείου φοίτησης φαίνεται, ακόμη, να επηρεάζει τις επιδόσεις των μαθητών. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών στα ΕΠΑΛ παρουσιάζει χαμηλές βαθμολογίες, ενώ οι μαθητές των Γενικών Λυκείων παρουσιάζουν κυρίως καλές επιδόσεις. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί, γιατί οι μαθητές που φοιτούν στα ΕΠΑΛ έχουν τόσα κενά από τα προηγούμενα χρόνια και παρουσιάζουν τόσες αδυναμίες, που είναι αδύνατο να 83

μπορέσουν να τα καλύψουν μέσα στα ΕΠΑΛ. Άλλωστε, η πλειοψηφία των μαθητών που επιλέγει να φοιτήσει στα ΕΠΑΛ το κάνει, γνωρίζοντας πως εκεί κανείς δεν πρόκειται να τους «ζορίσει». Μια δεύτερη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι και ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας των ΕΠΑΛ είναι τέτοιος, που συνειδητά επιβεβαιώνει τις χαμηλές προσδοκίες που έχουν οι μαθητές τόσο από τον ίδιο τους τον εαυτό, όσο και από το σχολείο. Συσχέτιση, ωστόσο, δε βρέθηκε μεταξύ της επίδοσης των μαθητών και της γνώμης που έχουν για την υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου τους. Σ αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί πως η υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων του δείγματος δεν θα χαρακτηριζόταν ούτε τελείως άρτια αλλά ούτε και ελλειμματική. Έτσι, ενδεχομένως μια έρευνα σε σχολεία που έχουν βασικές ελλείψεις (αιθουσών, εργαλείων ή υπάρχουν ακατάλληλες συνθήκες για μάθηση) σε σύγκριση με μια έρευνα σε σχολεία με άρτιο υλικοτεχνικό εξοπλισμό (δηλαδή που όχι μόνο τον διαθέτουν αλλά και τον λειτουργούν/εκμεταλλεύονται) να φανέρωνε τις διαφορές που θα προέκυπταν στις σχολικές επιδόσεις των μαθητών. Ακόμη, να σημειωθεί πως με αυτήν την ερώτηση ζητείται η γνώμη των μαθητών κάτι που σημαίνει πως αν θέλουμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα θα πρέπει να εξετάσουμε παράλληλα και το κριτήριο με βάση το οποίο σχηματίζουν τη γνώμη τους οι μαθητές αλλά και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το κατά πόσο οι μαθητές διαθέτουν μέτρο σύγκρισης σε ό,τι αφορά την υλικοτεχνική υποδομή, προκειμένου να προβούν σε σχετικές αξιολογικές κρίσεις. Βιβλιογραφία Αβδάλη, Α. (1989). Οι βαθμοί είναι αναγκαίοι: παιδαγωγικές - κοινωνιολογικές απόψεις και προσεγγίσεις για την αξιολόγηση και τη βαθμολογία στο σχολείο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Αραβανής, Γ. (1976). Κοινωνιολογία και Αγωγή. Αθήνα: Φελέκης. Γαλιλαία, Π. (1997). Οι προσδοκίες των εκπαιδευτικών και η σχολική επίδοση των μαθητών: το φαινόμενο του Πυγμαλίωνα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μεταπτυχιακή εργασία. Θεσσαλονίκη: Φιλοσοφική Σχολή Α.Π.Θ.- Τμήμα Φ.Π.Ψ. Γερμανός, Δ. (1999). «Ο χώρος ως παράγοντας της σχολικής αποτυχίας στην Ελληνική Εκπαίδευση». Πρακτικά του Η Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ: Αιτίες, συνέπειες και αντιμετώπιση» (Ιωάννινα 17-19 Οκτωβρίου). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σσ. 281-299. Γερμανός, Δ. (2003). Οι τοίχοι της γνώσης: σχολικός χώρος και εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg. 84

Γκιζελή, Β. (2008). Σχολικός χώρος: ένα ιδιόρρυθμο πεδίο έρευνας. Στο Εκπαίδευση και Ποιότητα στο Ελληνικό Σχολείο (Εισηγήσεις διημερίδων, Αθήνα 20-21 Μαρτίου 2008 & Θεσσαλονίκη 17-18 Απριλίου 2008), σσ. 77-87. Ηλιού, Μ. (1990). Εκπαιδευτική και Κοινωνική Δυναμική. 2 η Έκδοση. Αθήνα: Πορεία. Ιακωβίδης, Γ. (1998). Η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα: προσέγγιση μέσα από τη σύγκριση του ελληνικού και γερμανικού συστήματος. Αθήνα: Gutenberg. Καπραβέλου, Α. (2008). «Εκπαίδευση χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη. Ανατρέποντας την πραγματικότητα», 5ο Επιστημονικό Συνέδριο Ιστορίας Εκπαίδευσης με θέμα: «Εκπαίδευση και Κοινωνική Δικαιοσύνη», 3-5 Οκτωβρίου 2008, Πάτρα, προσβάσιμο στο: http://www.eriande.elemedu.upatras.gr/index.php?section =985&language=el_GR&page706=1&itemid706=1079 [ανακτήθηκε: 1-12-2010]. Κάτσικας, X. & Καββαδίας, Γ. Κ. (2000). Η ανισότητα στην ελληνική εκπαίδευση Η εξέλιξη των ευκαιριών πρόσβασης στην ελληνική εκπαίδευση (1960-1994). Αθήνα: Gutenberg. Κελπανίδης, Μ. (2002). Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης Θεωρίες και πραγματικότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Κυρίδης, Α. (1996). Εκπαιδευτική ανισότητα: Οριοθέτηση και προσπάθειες θεωρητικής προσέγγισής της. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη. Κωνσταντινίδης, Θ. (1997). Κοινωνιολογία του σχολείου και της σχολικής τάξης. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη. Λάππα, Κ. & Βαρδούλης, Α. (2006), «Κοινωνική προέλευση και σχολική επίδοση». Επιστήμες της Αγωγής, 2, 169-176. Μιχαλακόπουλος, Γ. (2000). Κοινωνιολογία και Εκπαίδευση: προσεγγίσεις στην κοινωνιολογική διερεύνηση της εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής πράξης. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη. Μπασέτας, Κ. (1999). «Οι αρνητικές προσδοκίες του δασκάλου για τις ικανότητες των μαθητών ως αιτία σχολικής αποτυχίας και κοινωνικού αποκλεισμού». Πρακτικά του Η Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ: Αιτίες, συνέπειες και αντιμετώπιση» (Ιωάννινα 17-19 Οκτωβρίου). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σσ. 181-199. Μπίκος, Κ. (2004). Αλληλεπίδραση και κοινωνικές σχέσεις στη σχολική τάξη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Μυλωνάς, Θ. (1991). Κοινωνική αναπαραγωγή στο σχολείο: Θεωρία και Εμπειρία. Αθήνα: Αρμός. 85

Ξωχέλλης, Π. & Παπαναούμ-Τζίκα, Ζ. (2000). Η ενδοσχολική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών: ελληνικές εμπειρίες 1997-2000. Θεσσαλονίκη: ΥΠΕΠΘ. Ξωχέλλης, Π. (2005). Ο εκπαιδευτικός στο σύγχρονο κόσμο: ο ρόλος και το επαγγελματικό του προφίλ σήμερα, η εκπαίδευση και η αποτίμηση του έργου του. Αθήνα: Τυπωθήτω-Δάρδανος Παπαναούμ-Τζίκα, Ζ. (2003). Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού: θεωρητική και εμπειρική προσέγγιση. Αθήνα: Τυπωθήτω. Πυργιωτάκης, Ι. (1984). Κοινωνικοποίηση και εκπαιδευτικές ανισότητες. Αθήνα: Γρηγόρης. Τζάνη, Μ. (1983). Σχολική επιτυχία: Ζήτημα ταξικής προέλευσης και κουλτούρας. Αθήνα: Γρηγόρης. Τομπαΐδης, Δ. (1982). Η ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση: συμβολή στη μελέτη εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης. Αθήνα: Γρηγόρης. Φραγκουδάκη, Α. (1985). Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης: Θεωρίες για την κοινωνική ανισότητα στο σχολείο. Αθήνα: Παπαζήσης. Χατζηδήμου, Δ. (2003). Σκέψεις και προτάσεις για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη. 86