Πόσο έχουν επηρεάσει οι οικονοµικές συνθήκες τη διατροφή και τον τρόπο ζωής των Ελλήνων; Μια πρώτη µατιά Ολοκληρώθηκε το πρώτο µέρος της διαδικτυακής έρευνας της επιστηµονικής οµάδας διατροφή µε θέµα Πόσο έχουν επηρεάσει οι οικονοµικές συνθήκες τη διατροφή και τον τρόπο ζωής των Ελλήνων; Μια πρώτη µατιά. Το πρώτο µέρος της έρευνας πραγµατοποιήθηκε από τις 24/5 έως και τις 7/6 µε ανώνυµο ερωτηµατολόγιο το οποίο συµπλήρωσαν χρήστες του διαδικτύου στην ιστοσελίδα www.diatrofi.gr. Σκοπός της έρευνας ήταν να ανιχνευτούν οι πρώτες επιδράσεις της οικονοµικής κρίσης στις διατροφικές συνήθειες και τις καταναλωτικές προτιµήσεις του Ελληνικού πληθυσµού αλλά και να αναγνωριστούν οι τρόποι αντίδρασης του στα νέα οικονοµικά δεδοµένα. Παραπέρα διερευνήθηκαν και οι πιθανές µελλοντικές γενικές του τάσεις σε ειδικότερα ζητήµατα διατροφικών επιλογών. Στην πρώτη φάση της έρευνας συµµετείχαν 800 άτοµα σε µεγάλο ποσοστό γυναίκες 77% έναντι 23% των αντρών. Το 39% των ερωτηθέντων ήταν παντρεµένοι και το 56% άγαµοι µε µόλις 5% διαζευγµένοι. Το 30% δήλωσε ότι η οικογένεια τους είχε 4 µέλη, το 18% 3 µέλη, το 23% δήλωσε ότι είχε 2 κα το 19% µόνο 1 (έµεναν µόνοι τους). Πολυµελείς οικογένειες µε 5, 6 και 7 άτοµα είχαν το 7%, 3% και 1% των συµµετεχόντων στην έρευνα αντίστοιχα. Από πλευράς οικονοµικής κατάστασης το 6% δήλωσε ότι το συνολικό µηνιαίο οικογενειακό εισόδηµα ήταν ίσο ή κάτω από 700 ευρώ, το 30% είχε µηνιαίο οικογενειακό εισόδηµα 700-1400 ευρώ, το 39% δήλωσε 1400-2800 ευρώ και το 24% δήλωσε µηνιαίο οικογενειακό εισόδηµα πάνω από 2800 ευρώ. Τα ευρήµατα της έρευνας σε µια πρώτη ανάγνωση παρουσιάζουν µια συνολικά απαισιόδοξη στάση των συµµετεχόντων προς την εξέλιξη των οικονοµικών τους δεδοµένων. Μόλις το 12% δηλώνει ότι αυτό δεν έχει επηρεαστεί στην οικονοµική κρίση. Ένα σηµαντικό ποσοστό 16% δηλώνει ότι αν και δεν έχει επηρεαστεί υπάρχει, περιµένει µελλοντικά να υπάρξει κάποια επίδραση στο εισόδηµα του. Το 39% δηλώνει ότι το εισόδηµα του έχει επηρεαστεί και το 33% δηλώνει ότι έχει επηρεαστεί και µελλοντικά περιµένει µεγαλύτερη επίδραση.
Πρέπει να τονιστεί ότι το ερωτηµατολόγιο συµπληρώθηκε σε µια περίοδο που πολλοί έπαιρναν στα χέρια τους τις µισθολογικές του καταστάσεις µε την εφαρµογή των περικοπών µισθών και επιδοµάτων κάτι που σηµαίνει ότι οι επιπτώσεις και οι φόβοι τους ήταν επί ρεαλιστικού και πραγµατικού εδάφους και όχι στην βάση µιας πιθανής εφαρµογής κάποιων µέτρων. Είχαν δηλαδή συγκεκριµένες επιπτώσεις στο µισθολόγιο τους και στο µηνιαίο οικογενειακό εισόδηµά τους. Τα πρώτα αποτελέσµατα κατέδειξαν 3 βασικές τάσεις. Η πρώτη αφορά την τροποποίηση του τρόπου ζωής και των καθηµερινών επιλογών στην προσπάθεια για περιστολή δαπανών. Η δεύτερη αφορά την ριζική τροποποίηση της καταναλωτικής συµπεριφοράς κάτω από το πρίσµα των οικονοµικών συνθηκών. Η τρίτη σχετίζεται µε την αδυναµία µεγάλου ποσοστού των ερωτηθέντων να προχωρήσει σε παραπέρα περικοπές στον τοµέα της διατροφής. Τα ερωτήµατα που αφορούν αυτή την ενότητα καταγράφουν µια σηµαντική τάση διατροφικών «εκπτώσεων» που είναι έτοιµοι πολλοί να κάνουν για να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες οικονοµικές συνθήκες. Περιστολή των δαπανών Η διασκέδαση στο µικροσκόπιο. Το πρώτο πράγµα που θα περίµενε κανείς να συµβεί σε µια περίοδο οικονοµικής κρίσης, είναι να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά του πληθυσµού και να υπάρξει µια περιστολή των «περιττών» δαπανών. Έτσι λοιπόν την πρώτη και µάλιστα σηµαντική περικοπή που κάνουν οι Έλληνες είναι στον τοµέα της διασκέδασης. Πριν από την οικονοµική κρίση το 45% δήλωσε ότι είχε κάποιο προϋπολογισµό σχετικά µε τα έξοδα που αφορούσαν το φαγητό και την διασκέδαση. Μετά την οικονοµική κρίση το ποσοστό αυτό φτάνει στο 78%! Αµέσως λοιπόν γίνεται ορατό ότι µια πρώτη γραµµή άµυνας είναι η περιστολή των δαπανών για φαγητό και έξοδο. Από το σύνολο των ερωτηθέντων το 63% δηλώνει ότι περιορίζει σηµαντικά τις εξόδους για φαγητό σε ταβέρνα- εστιατόρια, το 54% µειώνει την έξοδο για ποτό και το 34% την έξοδο για καφέ! Αξιοσηµείωτη επίσης είναι και η µείωση της συχνότητας εξόδου για φαγητό. Πριν την οικονοµική κρίση το 20% δεν έβγαινε πότε για φαγητό έξω ενώ τώρα το ποσοστό έχει υπερδιπλασιαστεί και φτάνει στο 46%. Ακόµα όµως το 41% βγαίνει µια φορά την εβδοµάδα έξω όπως και πριν. Το ποσοστό των ατόµων που βγαίνει 2 φορές την εβδοµάδα υποδιπλασιάζεται από 25% σε 10%. Μειώνονται όµως σηµαντικά τα ποσοστά των ατόµων που βγαίνουν 3 φορές (από 10% πέφτει στο 2%) και µηδενίζονται τα ποσοστά των ατόµων που βγαίνουν παραπάνω από 3 φορές. Επιστροφή στο σπιτικό φαγητό.
Παρόµοια συµπεριφορά µε την έξοδο για φαγητό παρουσιάζουν οι Έλληνες και σε σχέση µε την παραγγελία έτοιµου φαγητού. Υπερδιπλασιασµός του ποσοστού των ατόµων που δηλώνουν ότι µετά την οικονοµική κρίση δεν παραγγέλνουν φαγητό από έξω (29% πριν, 54% µετά), σηµαντική µείωση για τις 2 φορές και παραπάνω παραγγελία φαγητού την εβδοµάδα από έξω 8% από 20% και στασιµότητα για την 1 φορά 35% πριν και 34% µετά. Αν και φαινοµενικά υπάρχει µια στάσιµη κατάσταση, τα µεγέθη είναι συµβατά µε το πρώτο εύρηµα του υπερδιπλασιασµού του ποσοστού των ατόµων που δεν παραγγέλνουν φαγητό από έξω. Επίσης το ποσοστό των ατόµων που παραγγέλνουν 2 φορές την εβδοµάδα από έξω πέφτει στο µισό είτε γιατί τρώνε πλέον µόνο µια (έτσι εξηγείται και µερικά η σχετική στασιµότητα του παραγγελία µια φορά την εβδοµάδα από έξω), είτε γιατί δεν τρώνε καθόλου πια έξω. Πρέπει να τονιστεί ότι η παραγγελία φαγητού από έξω αποτελεί την πρώτη και κορυφαία περικοπή δαπάνης 67% και συνδυάζεται και µε υπολογισµό του κόστους της παραγγελίας. Πριν την οικονοµική κρίση το 22% παράγγελνε αδιαφορώντας για το κόστος ενώ τώρα παρόµοια συµπεριφορά δείχνει µόνο το 7%. Αντίθετα ο προϋπολογισµός της παραγγελίας αποτελεί σήµερα δεδοµένο για το 59%, ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση µε το πριν 23%. Επιστροφή στο φαγητό πακέτο από το σπίτι. Μια ακόµα συµβατή µε τα παραπάνω µεταβολή που αναδεικνύεται από τα δεδοµένα της έρευνας, είναι και η κατανάλωση φαγητού στο γραφείο. Το 64% των ερωτηθέντων που απάντησαν στην ερώτηση αν καταναλώνουν κάτι στο χώρο του γραφείου απάντησε θετικά. Ακόµα και πριν τα οικονοµικά µέτρα η προέλευση του φαγητού από έξω ή από το σπίτι είχε µια σηµαντική διαφορά από την προµήθεια φαγητού από έξω. 51% έφερνε φαγητό ή κάτι πρόχειρο από το σπίτι έναντι 34% που έτρωγε κάτι σε φαγητό ή πρόχειρο από έξω ή από την καντίνα / εστιατόριο στο χώρο της εργασίας. Μετά την οικονοµική κρίση η προµήθεια τροφής στην εργασία από έξω έχει πέσει στο µισό 16%. Τα αποτελέσµατα είναι απόλυτα συµβατά µε όλα τα παραπάνω ευρήµατα µιας και η προµήθεια πρόχειρου φαγητού έχει µειωθεί από το 21% στο 12% και η παραγγελία φαγητού από έξω έχει µειωθεί από το 5% στο 1% ή κανονικού φαγητού. Ακόµα και το φαγητό στην καντίνα / εστιατόριο στο χώρο της εργασίας έχει µειωθεί στο µισό από 6% στο 3%. Τροποποίηση της καταναλωτικής συµπεριφοράς Προσεκτικά ψώνια Αν και λίγο πολύ όλοι χρησιµοποιούσαν µια κάποια λίστα για να κάνουν τις αγορές τους από τα καταστήµατα τροφίµων πριν την οικονοµική κρίση 71%, υπάρχει µια παραπέρα αύξηση κατά 15% και η χρήση λίστας φτάνει στο 86%. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην χρήση λίστα για τα ψώνια έχει να κάνει µε το πόσο πιστά την τηρούν οι ερωτηθέντες, δηλαδή αν ψωνίζουν παραπάνω τρόφιµα από αυτά που έχουν προγραµµατίσει. Τα δεδοµένα είναι εκπληκτικά. Η οικονοµική κρίση τιθασεύει την καταναλωτική µανία των Ελλήνων. Πριν την κρίση το 79% πραγµατοποιούσε επιπλέον αγορές από τις προγραµµατισµένες, µετά την κρίση
παρόµοια συµπεριφορά παρουσιάζει το 29% µόνο. Μια µείωση της τάξης του 50%. Το αντιλαµβάνεται κανείς αυτό εύκολα αν δει τις επιµέρους περικοπές που κάνουν οι Έλληνες καταναλωτές στις αγορές τους. Περικοπές σε περιττά είδη ή σε είδη που δεν είναι πρώτης ανάγκης. Για παράδειγµα υπάρχει µια σηµαντική πτώση των ειδών delicatessen. Έτσι τα τυριά και τα αλλαντικά περιορίζονται κατά 45-46% αντίστοιχα. Ανάλογη µείωση κατά 42% παρουσιάζουν τα γλυκά και τα παγωτά. Από ότι φαίνεται οι γευστικές απολαύσεις είναι το πρώτο θύµα της οικονοµικής κρίσης. εν µπορεί να περάσει απαρατήρητη επίσης η σηµαντική µείωση της προµήθειας βιολογικών προϊόντων κατά 38%. Έτσι λοιπόν δίπλα στις γευστικές απολαύσεις τον δρόµο της µείωσης ακολουθούν και οι υγιεινές επιλογές. Μικρότερη αλλά παρόµοια µείωση µε τα βιολογικά προϊόντα 35% εµφανίζουν και τα συµπληρώµατα διατροφής. ύσκολα όµως µπορεί κάποιος να πει αν είναι λόγω τιµής ή γιατί θωρούνται είδος πολυτελείας. Τα ειδικά προϊόντα δίαιτας ( µπισκότα- ψωµί κλπ) γνωρίζουν και αυτά µείωση 25-19 % αντίστοιχα. Όπως και τα υπόλοιπα ειδικά προϊόντα δίαιτας 23%. Είναι προφανές ότι οι Έλληνες πλέον λόγω οικονοµικής δυσκολίας κάνουν από µόνοι τους δίαιτα χωρίς τη χρήση ειδικών προϊόντων. Τα τρόφιµα ειδικού τύπου/ εµπλουτισµένα δηµητριακά, εµπλουτισµένα γαλακτοκοµικά, µαργαρίνη ειδικής διατροφής) έχουν και αυτά µια παρόµοια µείωση (-14%-16%-18%) αντίστοιχα. Συνολικά η εικόνα δείχνει µια τάση περιορισµού κάθε τι περιττού (delicatessen) και κάθε τι που µπορεί να έχει κάποιο κόστος παραπάνω από το κανονικό ( βιολογικά προϊόντα συνολικά που παραδοσιακά οι τιµές τους είναι πιο µεγάλες από τα υπόλοιπα συµβατικά προϊόντα). Τα προϊόντα δίαιτας ειδικής διατροφής µάλλον µειώνονται πιθανότατα επειδή θεωρούνται είδη µη πρώτης ανάγκης. Κριτήρια αγορών Τα παραπάνω όλα µπορεί κανείς να τα επικυρώσει βλέποντας και τα κριτήρια µε τα οποία γίνονται οι αγορές. Έτσι λοιπόν η τάση της αγοράς προϊόντων µε ένδειξη χαµηλότερης τιµής ή µε την επιδότηση εκπτωτικού κουπονιού είναι αυξηµένη 62% έναντι 51%. Σηµαντική αύξηση παρουσιάζουν οι προσφορές της ηµέρας 41% έναντι 29% και οι προσφορές των διαφηµιστικών φυλλαδίων 37% έναντι 26%. Μικρότερη αύξηση παρουσιάζουν οι προσφορές που σχετίζονται µε την αγορά ενός προϊόντος και την προσφορά δώρου ενός άλλου ταυτόχρονα. Και αυτό ίσως γιατί το δώρο προσφορά να µην είναι είδος πρώτης ανάγκης και για αυτό να µην αποτελεί ελκυστικό στοιχείο για τη πραγµατοποίηση κάποιας αγοράς.
Αν και πάντοτε οι µεγάλες συσκευασίες προϊόντων αποτελούσαν µια κάποια µορφή οικονοµίας (57% πριν 60% µετά) η εµπορική ονοµασία ενός προϊόντος αποτελούσε ένα κριτήριο αγοράς του και προτίµησής του. Σήµερα όµως η τάση όπως είναι αναµενόµενο έχει ριζικά διαφοροποιηθεί. Σχεδόν ένας στους δύο (49%) έναντι 32% επιλέγει προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (προϊόντα µε ονοµασία του super market). Η αύξηση είναι σηµαντική. Ποιότητα ή τιµή; Στο ερώτηµα αυτό φαινοµενικά οι πιο πολλοί συντάσσονται µε την ποιότητα. 67% επιλέγει µε βάση την ποιότητα και 31% µε βάση την τιµή. Πιστεύουµε ότι το ποσοστό αυτό είναι µεγαλύτερο. Αν λάβουµε υπ όψιν το γεγονός ότι πολλοί καταναλωτές αναζητούν οικονοµικές προσφορές µέσα από τα φυλλάδια και τις προσφορές της ηµέρας, ότι η συντριπτική πλειοψηφία δηλώνει ότι ήδη κάνει οικονοµία για την αγορά τροφίµων ότι ακολουθούν αυστηρά την λίστα αγορών ότι περικόπτουν συγκεκριµένα είδη που δεν τα θεωρεί πρώτης ανάγκης και αν προσθέσουµε στα παραπάνω ότι 40% δηλώνει ότι δεν µπορεί να κάνει µεγαλύτερη οικονοµία στην προµήθεια των τροφίµων (57% µπορεί) τότε βρισκόµαστε µπροστά σε µια εξαιρετικά δυσοίωνη εικόνα. Υπάρχει αυτή την στιγµή ένα σηµαντικά µεγάλο και πιθανότατα αυξηµένο ποσοστό του πληθυσµού που βρίσκεται ένα βήµα πριν από σηµαντικό πρόβληµα εξεύρεσης τροφής. Μελλοντικά ζητήµατα Στο τελευταίο στάδιο της έρευνας έχουν τεθεί µια σειρά από ζητήµατα που σχετίζονται όλα τόσο µε την αυτοεκτίµηση του διατροφικού επιπέδου όσο και µε την διερεύνηση πιθανών µελλοντικών διατροφικών επιλογών. Αν και παραδοσιακά το ερώτηµα ΠΟΣΟ ΚΑΛΟ ΘΕΩΡΕΙΤΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ/ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΠΙΠΕ Ο ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΑΣ έχει σε µεγάλο ποσοστό δώσει εκτιµήσεις πάνω από το κανονικό, σε γενικές γραµµές θα λέγαµε ότι το ζήτηµα του καλού επιπέδου της διατροφικής κατάστασης είναι γενικά αποδεκτό. Ένα ζήτηµα που µένει να διευκρινιστεί είναι κατά πόσο η εκτίµηση είναι γενικά συµβατή µε τα κοινά αποδεκτά µέτρα και συνθήκες και κατά πόσο αυτό επηρεάζεται από αντικειµενικά ή υποκειµενικά ζητήµατα. Υπάρχει µια γενική παραδοχή ότι η ποιότητα της διατροφής θα επηρεαστεί από την κατανάλωση τροφίµων 60% ναι αλλά µε 37% να δηλώνει όχι. Εδώ βλέπουµε το ανασταλτικό χαρακτηριστικό που προβάλει το Ελληνικό καταναλωτικό κοινό και δεν προχωρά στην αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Ο φόβος ότι το φτηνό δεν είναι και ποιοτικό ή ότι η φτηνή τροφή είναι και ποιοτικά υποβαθµισµένη. Αυτή η βαθιά ριζωµένη αντίληψη όµως είδαµε πιο πάνω ότι σταδιακά υποχωρεί µιας και όλο και πιο πολλοί προχωρούν στην αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στη προσπάθειά τους να κάνουν µεγαλύτερη οικονοµία.
Όµως είναι ξεκάθαρο ότι για ένα σηµαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων είναι πιθανή η επιλογή ποιοτικά υποβαθµισµένων τροφίµων για να µπορέσουν να ανταπεξέλθουν οικονοµικά 33%. Παρόµοιο ποσοστό 37% βρίσκουµε ότι αντιπροσωπεύει και αυτούς που πιστεύουν ότι η κατανάλωση φτηνών τροφίµων δεν θα επηρεάσει την διατροφή τους. Παρόµοιο ποσοστό 31% βρίσκουµε και σε αυτούς που επιλέγουν µε βάση την τιµή. Παρόµοιο και µεγαλύτερο ποσοστό 40% βρίσκουµε και σε αυτούς που δηλώνουν ότι δε µπορούν να κάνουν µεγαλύτερη οικονοµία στην αγορά τροφίµων, και µικρότερο αλλά σηµαντικό ποσοστό 25% εκφράζει τους ερωτηθέντες που δηλώνει ότι η οικονοµική τους κατάσταση επηρεάζει την αγορά τροφών που αφορούν τα παιδιά. Όλα αυτά µαζί συνθέτουν µια εικόνα µε πολλές αρνητικές επιπτώσεις. Είναι δεδοµένο ότι ένα µεγάλο κοµµάτι των ερωτηθέντων αντιµετωπίζει µε σκεπτικισµό το οικονοµικό του µέλλον. Αι είναι δεδοµένο επίσης ότι πολλοί προσπαθούν µε κάθε τρόπο να κάνουν οικονοµία. Αυτό που είναι πλέον σίγουρο είναι ότι το 40% δεν µπορούν να περιορίσουν παραπέρα τα χρήµατα που διαθέτουν για την διατροφή τους. Ήδη κάποιοι από αυτούς έκαναν περικοπές στην ποιότητα των τροφών που αφορούν τα παιδιά τους. Είναι σχεδόν δεδοµένο ότι ένα µεγάλο κοµµάτι του πληθυσµού θα βρεθεί µπροστά σε επιστηµονικά αδιέξοδα. Τόσο το χαµηλό εισόδηµα όσο αι το υψηλό κόστος αγοράς τροφίµων οδηγεί αρκετούς σε διατροφικούς συµβιβασµούς. Είναι αναγκαίο να υπάρξει µια συγκεκριµένη διατροφική πολιτική που σε πρώτη φάση θα ανακουφίσει τις οικονοµικά ασθενέστερα τάξεις εξασφαλίζοντας τους πρόσβαση σε φτηνά τρόφιµα και σε δεύτερη φάση θα εισάγει νέα δεδοµένα στην διατροφή ειδικότερα των παιδιών που θα εξασφαλίσουν ένα σωστό διατροφικό επίπεδο. Ίσως είναι λοιπόν ανάγκη να υπάρξει ο θεσµός του σχολικού πρωινού ή της σχολικής καντίνας εστιατορίου. Είναι σηµαντικό αυτά τα µέτρα κινήσεις να µην είναι επιδοµατικού χαρακτήρα αλλά να αφορούν άµεσες χορηγήσεις τροφής.