ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Καθηγητής: Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος. ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η Καλή Πίστη ως Συνταγματική Αρχή»



Σχετικά έγγραφα
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Καθηγητής: Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος. ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η Καλή Πίστη ως Συνταγματική Αρχή»

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 14ης Μαιον 1991

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

2. Σχετικά με τους ειδικευμένους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., οι οποίοι είναι Δημόσιοι Λειτουργοί, παρά τις θεωρητικές κατασκευές για τις ιδιαιτερότητες

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Σελίδα 1 από 5. Τ

Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 2056/2012, Υπόθεση «Fissler Gmbh v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Στο Σχέδιο Νόμου

1. Το παρόν Διάταγμα θα αναφέρεται ως το περί Εξαιρέσεων κατά Κατή Συνοπτικός γορίες (Συμπόνιες Εξειδίκευσης) Διάταγμα του 2002.

Εργασιακά Θέματα. «Η Υποχρέωση Πρόνοιας του Εργοδότη»

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

Ελληνική ταχυδρομική αγορά: Προβλήματα καταναλωτών και αρμοδιότητες Συνηγόρου του Καταναλωτή

Λ. ΑΛΕΞΑΝ ΡΑΣ 144, ΑΘΗΝΑ / ΤΗΛ.: , , ΦΑΞ:

ΘΕΜΑ: Έγγραφη Σύσταση Πόρισμα. ΣΧΕΤ. : Αρ. πρωτ. B/5976/ , Β/8293/ έγγραφά μας.

Το Ρυθμιστικό Πλαίσιο της Ανοικτής Διακυβέρνησης και των Ανοικτών Δεδομένων Μερος Α: Ποιοτικά Χαρακτηριστικά

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

Σχέδιο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

14797/12 IKS/nm DG B4

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Transcript:

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Καθηγητής: Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η Καλή Πίστη ως Συνταγματική Αρχή» ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΑΣ. ΑΣΠΡΟΥΛΙΑΣ Αριθ. Μητρώου: 1340200000050 Δεκέμβρης 2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1.Εισαγωγή...3 1.1. Κανόνες Δικαίου και Γενικές Αρχές Δικαίου...3 1.2. Κενά Κανόνων Δικαίου και Γενικές Αρχές Δικαίου...4 1.3. Γενικές Αρχές Δικαίου και Σύνταγμα...5 2. Η Αρχή της Καλής Πίστης ως Γενική Ρήτρα...5 2.1. Εξειδίκευση Γενικής Ρήτρας...6 2.2. Εξειδίκευση καλής πίστης...7 3. Αρχή της Καλής Πίστης ως Υπέρτατος Κανόνας Δικαίου...8 4. Έννοια καλή πίστης...8 4.1. Αντικειμενική καλή πίστη...9 4.2. Υποκειμενική καλή πίστη...14 5. Ιστορικές καταβολές της καλής πίστης...16 6. Η Καλή Πίστη ως Συνταγματική Αρχή...16 7. Η Καλή Πίστη ως γενική ρήτρα ανά κλάδους δικαίου...17 7.1. Η καλή πίστη στο αστικό δίκαιο...17 7.1.1. Η Καλή Πίστη σε άλλες περιπτώσεις ιδιωτικού δικαίου... 19 7.2. Η Καλή πίστη στο εργατικό δίκαιο...20 7.3. Η Καλή πίστη στο εμπορικό δίκαιο...21 7.4. Η Καλή Πίστη στο δίκαιο του διεθνούς εμπορίου...24 7.5. Η Καλή Πίστη στο διοικητικό δίκαιο...25 7.6. Η Καλή Πίστη στο δικονομικό δίκαιο...26 8. Επίλογος...27 9. Βιβλιογραφία...29 10. Αποφάσεις Νομολογίας...31 2

1.Εισαγωγή 1.1. Κανόνες Δικαίου και Γενικές Αρχές Δικαίου Η θέληση του νομοθέτη να ενισχύσει τους κανόνες, τους οποίους παράγει, με δυναμική που να ανταποκρίνεται στην εξελικτική φύση των κοινωνικών σχέσεων ούτως ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στον κοινωνικό τους ρόλο δίνοντας λύσεις σε επιμέρους προβλήματα που γεννούν οι διαπροσωπικές κοινωνικές σχέσεις των μελών συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού οδήγησε στην δημιουργία νομικών κανόνων, που περιέχουν γενικές ρήτρες. Με τις ρήτρες αυτές εισάγονται στην νομοθεσία ως δικαιϊκοί κανόνες με επιτακτική ισχύ αρχές, οι οποίες εμπεριέχουν στοιχεία κοινωνικοπολιτικής ηθικής και αντίληψης. Οι αρχές αυτές διέπουν απ άκρου εις άκρον το νομικό οικοδόμημα και διαπνέουν την όλη του λειτουργία και κοινωνική του αντανάκλαση με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι κανόνες δικαίου να μπορούν να εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο σε συμφωνία με τις εν λόγω αρχές. Με αυτό τον τρόπο το θετό δίκαιο, που γνώρισμά του είναι η στασιμότητα, μπορεί να συνεχίζει και να δίνει λύσεις στο διηνεκές εφόσον προσαρμόζεται στο εξελισσόμενο φυσικό δίκαιο μέσω των γενικών ρητρών. Η αφηρημένη φύση των κανόνων δικαίου, ως κανόνων θεσμοθετημένων για την υπαγωγή σε αυτούς και ρύθμιση συγκεκριμένων απειράριθμων και ιδιαίτερων βιοτικών σχέσεων, καθιστά αναγκαία την εξειδικευμένη εφαρμογή τους με εργαλείο την ερμηνεία τους. Κατά τη διαδικασία ερμηνείας του δικαίου και αναζήτησης δίκαιων λύσεων σε επιμέρους νομικά προβλήματα οι γενικές αρχές του δικαίου διαδραματίζουν ρόλο σταθμιστικό. Υπό το πρίσμα δηλαδή της αντιπαράθεσης εννόμων συμφερόντων ως εκατέρωθεν συγκεκριμενοποιήσεις αξιών, που εν προκειμένω συγκρούονται, οι δικαιϊκές αρχές προκρίνουν την πιο δίκαιη ρύθμιση βιοτικών εννόμων σχέσεων επιβάλλοντας όχι την απαξίωση ενός από τα αντιπαρατιθέμενα έννομα συμφέροντα αλλά την κατά προτεραιότητα ικανοποίηση του ενός έναντι- και με θυσία ακόμα αν αυτό απαιτηθεί- του άλλου εννόμου συμφέροντος. Δικαιοπολιτικός λόγος αυτής της πρακτικής είναι να εξασφαλισθούν ρυθμίσεις ανεκτές και συμφέρουσες αναφορικά με το κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο περιέχονται οι εν λόγω βιοτικές σχέσεις και να αποφευχθούν καταστάσεις αφόρητες κατά τη νομική συνείδηση του μέσου κοινωνού, αρκεί βέβαια η εν λόγω ρύθμιση να μη φτάνει σε σημεία κατάφωρης παραβίασης του πυρήνα συγκεκριμένου δικαιώματος. Το δίκαιο εμφανίζεται ως σύστημα γενικών και αφηρημένων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο σχηματικό, απρόσωπο και ουδέτερο τις κοινωνικές σχέσεις. Το δίκαιο τυποποιεί και απροσωποποιεί τις κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που 3

έχουν όχι ο εκάστοτε συγκεκριμένος υπαρκτός και επώνυμος άνθρωπος, αλλά το αφηρημένο πρόσωπο, το υποκείμενο δικαίου, ενοποιώντας έτσι κάτω από την αδιάφορη και ίση ρύθμισή του ανθρώπους με διαφορετικές και άνισες υλικές συνθήκες διαβίωσης, με οικονομική αλλά και κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική εξάρτηση των «μη κατεχόντων» από τους «κατέχοντες», άρα εν γένει με ταξική τοποθέτηση ανταγωνιστική. Πρόκειται για νομική ισότητα μέσα στην (κοινωνική) ανισότητα, που επιγραμματικά την έχει διατυπώσει ο Anatole France στο γνωστό απόφθεγμά του, με το οποίο ειρωνεύτηκε τη «μεγαλειώδη ισότητα των νόμων που απαγορεύουν στον πλούσιο καθώς και στον φτωχό να κοιμάται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύει στους δρόμους και να κλέβει ψωμί» 1. 1.2. Κενά Κανόνων Δικαίου και Γενικές Αρχές Δικαίου Αποτέλεσμα της εν λόγω μορφής του δικαίου αποτελεί και η εμφάνιση κενών στο όλο δικαιϊκό σύστημα, δεδομένου ότι και το αρτιότερο τεχνικά νομοθέτημα εξαιτίας της αφηρημένης του διατύπωσης είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να ρυθμίσει άμεσα και χωρίς καμιά άλλη διαδικασία υπαγωγής μια ατομικά δεδομένη περίπτωση. Υπάρχουν δηλαδή νομοθετικές «ατέλειες», που έχει επικρατήσει να αποκαλούνται νομικά κενά και τις οποίες μια δίκαιη κρίση επί πραγματικών γεγονότων καλείται να προσπελάσει συμπληρώνοντάς τες όχι όμως αυθαίρετα αλλά σε συνάρτηση και συμφωνία με άλλους κανόνες δικαίου που περιέχουν ερμηνευτικές διατάξεις ή γενικές ρήτρες. Τα κενά αυτά της νομοθεσίας διακρίνονται σε ακούσια αληθή (παρά τη βούληση του νομοθέτη προφανείς ατέλειες του νομικού κειμένου) και μη αληθή (παρά τη βούληση του νομοθέτη δεν υπάρχει ορθή διάταξη ή υπάρχει διάταξη τέτοια που είναι προφανώς «άδικη») και σε εκούσια κενά, τα οποία δημιουργούνται συνειδητά από το νομοθέτη. Ο νομοθέτης προκαλεί εκούσια κενά σ ένα νομοθέτημα κάθε φορά που αποφεύγει τη ρύθμιση βιοτικής σχέσεως επειδή την θεωρεί περιττή ή ότι εναπόκειται στα πορίσματα της επιστήμης, είτε επειδή θεωρεί σκόπιμο να χαράξει γενική μόνο και αφηρημένη κατεύθυνση με την επίκληση γενικών εννοιών και κριτηρίων, των οποίων δεν καθορίζει το περιεχόμενο. Στις περιπτώσεις αυτές, που ο νομοθέτης θέλησε να δημιουργήσει λογικό κενό αναγνωρίζοντας παράλληλα την ύπαρξη και ουσιαστικού κενού, αναθέτει την πλήρωση και των δύο στον εφαρμοστή του δικαίου, στον οποίο παρέχει τη δυνατότητα να καταστήσει την διάταξη με την πλήρωση του κενού της τόσο λογικά όσο και ηθικά ορθή για τη συγκεκριμένη κάθε φορά έννομη σχέση 2. 1 Μάνεσης Αρ.,«Συνταγματικό Δίκαιο Ι», Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 56 επ.. 2 Παπαντωνίου Νικ.,«Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον», Αθήνα 1957, σελ. 15 επ. 4

Η πλήρωση των κενών της νομοθεσίας από τον εφαρμοστή του δικαίου, εκτός από εκείνη των ακούσιων μη αληθών, που αποτελεί απαγορευμένη διόρθωση νόμου, εμφανίζεται ως θεμιτή και επιβεβλημένη γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί ο νόμος- η δε πλήρωση των ακουσίων αληθών κενών γίνεται με την αναλογία δικαίου καθώς εντάσσεται ένας κανόνας δικαίου στο πλαίσιο ενός συστήματος δικαίου δεδομένου ότι «κενά παρουσιάζει ο νόμος και ουδέποτε η έννομος τάξις», ενώ η πλήρωση των εκουσίων κενών γίνεται με συγκεκριμενοποίηση από το δικαστή της γενικής και αφηρημένης νομικής ρύθμισης, που εισάγεται με γενικές ρήτρες, προσδίδοντας σ αυτές περιεχόμενο κατάλληλο να ρυθμίζει κάθε φορά δίκαια μια ορισμένη πραγματικότητα όπως θα έπρεπε αυτή να ρυθμισθεί τη δεδομένη χρονική στιγμή σύμφωνα με τις επικρατέστερες κοινωνικά απόψεις για το περιεχόμενο των αρχών που εισάγει κάθε μια από τις γενικές ρήτρες. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό ο εκσυγχρονισμός του δικαίου και η ανταπόκρισή του στα μετέπειτα δεδομένα. 1.3. Γενικές Αρχές Δικαίου και Σύνταγμα Στα πλαίσια του Συντάγματος οι γενικές αρχές του δικαίου άλλοτε αποτυπώνονται σε θεμελιώδεις διατάξεις, άλλοτε συνάγονται σαφώς από ειδικότερες εκφάνσεις τους σε επιμέρους συνταγματικούς κανόνες και άλλοτε αποπνέουν από το γενικότερο πνεύμα του συνταγματικού κειμένου, ως de facto συμφωνίας μελών δεδομένου κοινωνικού συνόλου να συμβιώσουν και να αναπτυχθούν κοινωνικά με βάση κανόνες σε περιβάλλον δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, όπως επιβάλλει η κοινωνική ηθική και αντίληψη περί δικαίου σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και σε ορισμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Από αυτές τις αρχές με συνταγματική ισχύ περίοπτη θέση στο ιδιωτικό κυρίως δίκαιο κατέχει η συνταγματική αρχή της καλής πίστης, ως γενικής αρχής δικαίου σύμφωνα με την οποία οι εφαρμοστές του δικαίου καλούνται όχι μόνο να ερμηνεύουν τις δικαιοπρακτικές βουλήσεις των ατόμων, αλλά να οριοθετούν και την ελεύθερη δράση των κοινωνών καταδικάζοντας οποιαδήποτε συμπεριφορά που αντίκειται στην αρχή της καλής πίστης. 2. Η Αρχή της Καλής Πίστης ως Γενική Ρήτρα Και πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα που θετικοποίησε την αρχή της καλής πίστης στο ελληνικό δίκαιο, αυτή ίσχυε ως νομικό αξίωμα προκειμένου να συμπληρώνονται τα εκούσια κενά των νόμων. Την ανάγκη πλέον εξατομικεύσεως των νομικών κανόνων σε συγκεκριμένες βιοτικές σχέσεις και πλήρωσης των νομικών κενών θεραπεύει ο Αστικός Κώδικας με μία σειρά από διατάξεις που προβλέπουν γενικές ρήτρες και παρέχουν στο δικαστή τη δυνατότητα να 5

πλάθει δίκαιο ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις κάθε περίπτωσης. Από αυτές τις διατάξεις εξέχουσα λειτουργία επιφυλάσσεται σ αυτές που εισάγουν την αρχή της καλής πίστης στο ελληνικό θετικό δίκαιο και βρίσκονται στα άρθρα 200, 281, 288 και 388 ΑΚ. 2.1. Εξειδίκευση Γενικής Ρήτρας Ο κανόνας δικαίου διατυπώνεται κατ αρχήν αφηρημένα και απρόσωπα τόσο γιατί με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η αμεροληψία του νομοθέτη και η ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου όσο και επειδή τεχνικά είναι αδύνατο να διαγνώσει και να συλλάβει ο νομοθέτης το απειράριθμο των ατομικών βιοτικών σχέσεων, υποχρεούμενος να περιορίσει τη διατύπωση του νόμου στον «μέσο όρο» των συνηθέστερων περιπτώσεων. Συνέπεια αυτής της αφηρημένης και απρόσωπης διατυπώσεως αποτελεί το γεγονός ότι μόνο συμπτωματικά καθίσταται εφικτή η άμεση υπαγωγή σε συγκεκριμένο νόμο της υπό κρίση ατομικής περιπτώσεως. Συνήθως η συγκεκριμένη σχέση δεν μπορεί να κριθεί αμέσως σύμφωνα με αφηρημένο κανόνα εφόσον δεν υπάρχει μεταξύ τους κάτι κοινό που να επιτρέπει τη συσχέτισή τους. Επιβάλλεται επομένως να μετασχηματισθούν ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου και η ατομική περίπτωση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να καταστούν λογικά ομοειδείς και να είναι εφικτή η συσχέτισή τους. Στις συνήθεις περιπτώσεις η ειδική υποθετική μορφή του κανόνα δικαίου, στην οποία μπορεί να υπαχθεί λογικά ένα δεδομένο πραγματικό γεγονός, δεν απομακρύνεται ουσιωδώς από την αφηρημένη διατύπωσή του στο κείμενο του νόμου, αλλά απλά διατυπώνεται περιπτωσιολογικά. Τούτο ωστόσο δεν συμβαίνει κατά την εφαρμογή κανόνων που περιέχουν γενικές ρήτρες, όπως της καλής πίστης. Στις περιπτώσεις αυτές η δικανική κρίση κατά τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου κανόνα κατασκευάζει κάτι νέο έναντι του ισχύοντος θετού δικαίου. Την ελευθερία του αυτή απολαμβάνει ο δικαστής κατ ευθείαν από το κείμενο του νόμου. Ενώ όμως στις συνήθεις περιπτώσεις η υπαγωγή ενός πραγματικού περιστατικού στη ρύθμιση ενός κανόνα δικαίου αποτελεί απλή λογική διεργασία και αντιστοίχηση των γεγονότων στο πραγματικό του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, στην περίπτωση των κανόνων που περιέχουν γενικές ρήτρες η εν λόγω υπαγωγή δεν είναι τόσο απλή. Και τούτο συμβαίνει γιατί σ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει ήδη διατυπωμένος ο αντίστοιχος κανόνας δικαίου που να επιτάσσει συγκεκριμένα έννομα αποτελέσματα μιας εννόμου σχέσεως, παρά μια διάταξη που υποδεικνύει στον δικαστή τα πλαίσια μέσα στα οποία θα διαπλάσει αντίστοιχο κανόνα δικαίου για να ρυθμίσει συγκεκριμένη νομική κατάσταση. Έτσι ο δικαστής έχοντας ως αφετηρία το πώς γίνεται 6

αντιληπτή για το μέσο δίκαιο και σώφρονα κοινωνό μια γενική αρχή δικαίου διατυπώνει μια ανάλογη μείζονα πρόταση προκειμένου να προσαρμόσει σ αυτήν ως ελάσσονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού τα πραγματικά περιστατικά μιας ρυθμιστέας βιοτικής σχέσης ούτως ώστε να καταλήξει σε ένα λογικό συμπέρασμα για το πώς θα ρυθμισθεί δίκαια μια κατάσταση. Η λογική αυτή επεξεργασία της γενικής ρήτρας ούτως ώστε να συσχετισθεί με συγκεκριμένη ατομική περίπτωση αποκαλείται εξειδίκευσή της. 2.2. Εξειδίκευση καλής πίστης Η καλή πίστη ως γενική ρήτρα παρά τον απολύτως αντικειμενικό της χαρακτήρα, με την έννοια ότι το περιεχόμενό της έχει κοινωνική αναφορά όταν χρησιμοποιείται ως κανόνας δικαίου και δεν χαρακτηρίζει ενδιάθετη κατάσταση των μερών μιας βιοτικής σχέσης, προορίζεται για την ρύθμιση ατομικών-ειδικών περιπτώσεων, τις οποίες δεν θα ήταν δυνατό ούτε να προβλέψει αλλά ούτε και σκόπιμο να ρυθμίσει ο νομοθέτης. Ο κανόνας δικαίου, που προκύπτει από την εξειδίκευση της καλής πίστης για τη ρύθμιση συγκεκριμένης περιπτώσεως, προκειμένου να ανταποκριθεί στον σκοπό του, δηλαδή τη ρύθμιση συγκεκριμένης έννομης σχέσης, δεν μπορεί να διατυπώνεται αφηρημένα και να επικαλείται ηθικές έννοιες ή να αναφέρεται στο «ηθικά ορθό» αλλά οφείλει να προσδιορίζει ευθέως και με σαφείς όρους τι θα πρέπει να ισχύσει ως ορθό στη συγκεκριμένη υπό κρίση σχέση. Ο συγκεκριμένος κατ εξειδίκευση της καλής πίστης διαμορφωμένος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο ο δικαστής θα εκφέρει την απόφασή του, προσδιορίζεται, όπως προαναφέρθηκε γενικά για τις γενικές ρήτρες, κατόπιν εκτίμησης των κοινωνικών, ηθικών και οικονομικών ιδιορρυθμιών της συγκεκριμένης σχέσεως και στο πλαίσιο των κοινωνικών σκοπών της εννόμου τάξης, στην οποία θα πρέπει να εντάσσεται σε πλήρη αρμονία και τελεολογική σχέση 3. Τα κοινωνικά αυτά κριτήρια, που περιορίζουν τον δικαστή κατά τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου κάθε φορά κανόνα κατ εξειδίκευση της καλής πίστης σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, αναδεικνύουν την καλή πίστη στο κατ εξοχήν και ουσιώδες μέσο για την επίτευξη της κοινωνικότητας, την οποία κάλλιστα θα μπορούσαμε να δεχθούμε ως την σύγχρονη μορφή της νομικής σκοπιμότητας στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας όπου το δίκαιο αποβλέπει με το ρόλο του να καλλιεργήσει αξίες όπως η κοινωνική συνεργασία και αλληλεγγύη. Ο κοινωνικός αυτός χαρακτήρας της καλής πίστης καθιστά προφανές το γεγονός ότι το θετό δίκαιο δεν προκάλεσε εκουσίως νομικό 3 Μαριδάκης,«Ιδ. Δικ. Α, σελ. 424 7

κενό αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση ειδικά του οφειλέτη ή του δανειστή μιας σύμβασης, αλλά για λόγους κοινωνικής αντιμετώπισης των διαφορών που προέρχονται από τις συναλλαγές, δηλαδή για λόγους δημοσίας τάξεως. Συνεπώς τόσο η καλή πίστη ως γενική ρήτρα όσο και ο κάθε φορά διαμορφούμενος κανόνας, που την εξειδικεύει ως έννοια και αρχή, έχουν χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου με αποτέλεσμα αφενός μεν να υποχρεώνεται να τον λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη του ο δικαστής, αφετέρου δε να μην μπορούν να αποκλείσουν οι αντισυμβαλλόμενοι την εφαρμογή του με αντίθετη συμφωνία τους. 3. Αρχή της Καλής Πίστης ως Υπέρτατος Κανόνας Δικαίου Η καλή πίστη αν και αρχή που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του ενοχικού δικαίου, έχει γίνει πλέον δεκτό τόσο από τη θεωρία όσο και τη νομολογία, ότι βρίσκει εφαρμογή και σε άλλους τομείς του δικαίου με παραλλαγές ως προς το περιεχόμενο της ανάλογα με τις ιδιορρυθμίες που παρουσιάζουν οι επιμέρους κλάδοι του δικαίου. Λόγω δε του χαρακτήρα της ως κανόνα αναγκαστικού δικαίου που εισάγει ρυθμίσεις δημοσίας τάξεως έχει αναγνωρισθεί πλέον ως υπέρτατος κανόνας δικαίου. Η εν λόγω αναγνώριση όχι μόνο δεν αποτελεί άρνηση της ενότητας του θετικού δικαίου αλλά βασίζεται σ αυτή ως τελική απόρροια αυτής της ενότητας εφόσον οι επιμέρους κλάδοι του δικαίου τυγχάνουν ενιαίας αντιμετωπίσεως ως ένα αρμονικό σύνολο, το οποίο διαπλέκεται διαλεκτικά. Οι ενοχές ως μέσο, με το οποίο επιτυγχάνεται η ανταλλαγή και η κυκλοφορία των αγαθών, αποτελούν το μοχλό των συναλλαγών και με αυτή τους την ιδιότητα συνιστούν τον πρακτικά σημαντικότερο θεσμό του σύγχρονου δικαίου. Εφόσον λοιπόν γίνεται δεκτό το γεγονός ότι το περιεχόμενο και ο τρόπος εκτέλεσης της ενοχής προσδιορίζεται από την καλή πίστη, είναι λογικά συνεπές να δεχθούμε ότι ο κανόνας αυτός, που διέπει το σημαντικότερο θεσμό του δικαίου, επεκτείνει την ισχύ του σε όλο το δίκαιο και ειδικότερα ότι η συναλλακτική καλή πίστη δεν αποτελεί απλή νομική έννοια περιεχόμενη σε κάποια άρθρα του ΑΚ, αλλά αντιθέτως τα συγκεκριμένα άρθρα, που την περιέχουν, αποτελούν ειδικές εκφράσεις ενός γενικού αξιώματος που διέπει όλο κατ αρχήν το αστικό δίκαιο και εν συνεχεία ολόκληρη την έννομη τάξη. 4. Έννοια καλή πίστης Ο όρος καλή πίστη στο δίκαιό μας εμφανίζεται με διάφορο περιεχόμενο και διαφορετικές νομικές συνέπειες αναλόγως των περιπτώσεων κατά τις οποίες τον επικαλείται ο νόμος. Συγκεκριμένα διαφορετική έννοια έχει ο όρος καλή πίστη στα άρθρα ΑΚ 200 (οι 8

συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη) και 281 (απαγορεύεται η άσκηση δικαιώματος κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης) από αυτήν που έχει στο άρθρο 1041 (καλόπιστη κτήση κινητού). Στις δύο πρώτες περιπτώσεις η καλή πίστη αποτελεί κανόνα δικαίου, ενώ στην τρίτη περίπτωση ο νόμος αναφέρεται σ αυτήν ως ιδιότητα του υποκειμένου. Από την ιδιαιτερότητά της αυτή ως έννοιας σκόπιμο είναι να εξετάζονται ξεχωριστά οι δύο αυτές εκφάνσεις της και να μην γίνεται ενιαία ανάλυση, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο συστηματικά είναι ανέφικτο. Διακρίνεται συνεπώς η καλή πίστη σε αντικειμενική ή συναλλακτική (κατά την ορολογία του Γ. Μπαλή) και υποκειμενική. 4.1. Αντικειμενική καλή πίστη Η έννοια της αντικειμενικής καλής πίστης παρουσιάζει δυσχέρειες στο να προσδιορισθεί. Οι δυσχέρειες αυτές οφείλονται σ ένα βαθμό στην πολυποίκιλη σημασία που της προσδίδει ο μέσος κοινωνός στην καθημερινότητα του. Στην καθομιλουμένη η καλή πίστη εμφανίζεται συχνά ως όρος με βαθιά θρησκευτική αναφορά, που παραπέμπει σε συνειδησιακές αναζητήσεις αγαθών ελατηρίων και επίσης συχνά χρησιμοποιείται για να αποδώσει μια βιοθεωρία και στάση ζωής που πολύ λίγο θα απείχε στις μέρες μας από αυτό που αποκαλούμε αφέλεια. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο αν αναλογιστούμε ότι την έννοια αυτή έχουν καταστήσει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής τους επικοινωνίας όλοι σχεδόν οι ερχόμενοι σε συμφωνία και συνδιαλλαγή προσδίδοντας της ο καθένας περιεχόμενο κατά το δοκούν. Αυτή η ανοικτότητα που παρουσιάζει ως έννοια καθιστά αδύνατη μια ενιαία ερμηνεία της που να καλύπτει όλες τις εκφάνσεις της στο χώρο του δικαίου. Συνεπώς είναι συστηματικά πιο συνετό να επιχειρηθεί τυχόν προσέγγιση της έννοιας αυτής ξεχωριστά για κάθε κανόνα δικαίου όπου εμφανίζεται, προκειμένου να αποδοθεί αντίστοιχα το προσήκον περιεχόμενό της ανά περίπτωση. Άλλωστε η βούληση του νομοθέτη ήταν να προσδώσει στην αρχή της καλής πίστης ισχύ υπέρτατου κανόνα που να μπορεί να αγκαλιάζει όλες τις περιπτώσεις όπου έρχονται αντιμέτωπα σε νομικό επίπεδο αντίθετα συμφέροντα, κάτι που θα ήταν αδύνατο να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος ο νομοθέτης όριζε νομικά το περιεχόμενο της καλής πίστης. Τότε ο εκάστοτε εφαρμοστής του δικαίου δεν θα είχε εξουσία να προβεί σε διαμόρφωση κατάλληλου κανόνα δικαίου που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας ορθής ρύθμισης σε δεδομένη ατομική περίπτωση, αλλά θα περιοριζόταν σε μια αναλυτική ερμηνεία της διάταξης που περιέχει το νόημα της καλής πίστης και θα προέβαινε σε στείρα εφαρμογή της συγκεκριμένης σε νομικό κανόνα διατυπωμένης θέλησης του ιστορικού νομοθέτη, η οποία ενδεχομένως να απέχει αρκετά από τις δεδομένες αντιλήψεις περί δικαίου 9

μεταγενέστερης χρονικής περιόδου, με αποτέλεσμα να μην δίνονται τελικά δικαστικές λύσεις ανεκτές για τη νομική συνείδηση του μέσου κοινωνού. Κατά τη μεταφορά μιας έννοιας της καθομιλουμένης στην νομική ορολογία οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να μην οδηγηθούμε από λανθασμένη αντίληψη σε λανθασμένα συμπεράσματα. Στο νομικό λεξιλόγιο η καλή πίστη ως έννοια δεν μπορεί να παρουσιάζει τέτοια αοριστία, όπως στην καθομιλουμένη. Θα πρέπει να έχει συγκεκριμένη αναφορά και να έχουν ορισμένες περιοριστικά εκδηλώσεις της νομική σημασία. Κατά αυτή τη λογική ο ΑΚ κυρίως έχει προβεί σε απαριθμούμενες αναφορές στην χρησιμότητα της καλής πίστης με δικαιοπολιτικό σκοπό να εντοπίσει την έννοιά της σε συγκεκριμένο πλαίσιο ούτως ώστε να διαμορφώνεται ανά περίπτωση ο καταλληλότερος κανόνας που θα αποδίδει το πλέον αρμόζον περιεχόμενο στην έννοια της καλής πίστης για τη ρύθμιση δεδομένης ατομικής περίπτωσης. Η μελέτη επομένως της έννοια της καλής πίστης μόνο περιπτωσιολογικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε σαφή συμπεράσματα που να αντέχουν σε σφαιρική και ολοκληρωμένη κριτική. Ωστόσο στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να δώσουμε έναν αρχικό ορισμό της έννοιας της καλής πίστης λαμβανομένου υπόψη του κοινωνικού ρόλου που καλείται ως γενική αρχή δικαίου να διαδραματίσει, κατοχυρώνοντας δηλαδή στο επίπεδο του θετού δικαίου μιας από της κυριότερες εκδηλώσεις και επιταγές της ιδέας του δικαίου. Από τις εκδηλώσεις όμως της ιδέας του δικαίου στο θετικό δίκαιο, δηλαδή της ασφάλειας, της δικαιοσύνης και του κοινωνικού συμφέροντος, τις οποίες εξάλλου δεχθήκαμε πιο πάνω ως κριτήρια για την εξειδίκευση των γενικών ρητρών, η σχέση που συνδέει την κοινωνική ηθική και τη συναλλακτική πίστη καθιστά προφανές, ότι για την εξειδίκευσή της αποκτούν ιδιαίτερη σημασία η δικαιοσύνη και το κοινωνικό συμφέρον. Από τα κριτήρια αυτά εκείνο της δικαιοσύνης, όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, είναι ταυτόσημο προς την ισότητα και απαιτεί την ίση μεταχείριση των ίσων και την ανάλογη προς τις διαφορές τους μεταχείριση των άνισων. Συγκεκριμένα προκειμένου για την συναλλακτική καλή πίστη, η οποία αναφέρεται πάντα στις σχέσεις μεταξύ δύο τουλάχιστον προσώπων, η ισότητα επιτυγχάνεται με την διαπίστωση και εφαρμογή του μέσου μεταξύ ακροτήτων, όπως είναι και τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Για τη στάθμιση δε των αντιτιθέμενων συμφερόντων, ώστε να ευρεθεί το «μέσο» τους σε συνάρτηση με την κοινωνική σκοπιμότητα του δικαίου, οι συναλλασσόμενοι θα κριθούν ως στοιχεία του κοινωνικού συνόλου, ενώ η τελική αξιολόγηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, που αποβλέπει στην εξισορρόπησή τους, δεν μπορεί να γίνει κάπως διαφορετικά παρά μόνο ανάλογα προς την ικανότητα τους να 10

προάγουν στην δεδομένη περίπτωση, το κοινωνικό συμφέρον, με άλλα λόγια ανάλογα με την κοινωνική τους αξία ή απαξία. Κατά συνέπεια η συναλλακτική καλή πίστη μπορεί να προσδιορισθεί σε γενικές γραμμές ως ο κανόνας του θετικού δικαίου, ο οποίος αποσκοπώντας στη ρύθμιση μιας υπό κρίση σχέσης με βάση το τί αληθινά ισχύει, επιτάσσει τη στάθμιση των αντιτιθέμενων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συμφερόντων ανάλογα προς την κοινωνική τους αξία για τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση. Ειδικότερα η αντικειμενική καλή πίστη στον ΑΚ εμφανίζεται στα άρθρα 200, 281, 288 και 388 καλούμενη να υπηρετήσει διαφορετικούς σκοπούς περιπτωσιολογικά: α) το άρθρο 200ΑΚ αναφέρεται στην ερμηνεία των συμβάσεων και ορίζει ότι αυτές ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Η αντικειμενική καλή πίστη του εν λόγω άρθρου αποτελεί κανόνα δικαίου από την εξειδίκευση του οποίου προσδιορίζεται το περιεχόμενο δικαιοπραξίας, δηλαδή καθορίζεται σε τί συνίσταται η παροχή καθενός των συμβαλλομένων. Ο προσδιορισμός αυτός των παροχών συντελείται αφού ληφθεί υπόψη όχι η υποκειμενική αντίληψη των δικαιοπρακτούντων αλλά το πώς αντιλαμβάνεται την εκδηλωθείσα βούληση και πώς περαιτέρω προσδιορίζει το περιεχόμενο της σύμβασης ο μέσος χρηστός και εχέφρων άνθρωπος, από τη σκοπιά του οποίου καλείται ο εφαρμοστής του δικαίου να διακρίνει την αληθινή έννοια της σύμβασης, που καθίσταται για τη συγκεκριμένη σχέση κανόνας και μέτρο. Προϋπόθεση δε του να κριθεί ορθά και να εξακριβωθεί η αληθινή έννοια συγκεκριμένης σύμβασης αποτελεί η γνώση και η συνεκτίμηση των ειδικών συνθηκών που επικρατούν κατά τη σύναψη της σύμβασης. Η ανάγκη να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που προκάλεσε ο ένας των αντισυμβαλλομένων στον άλλο κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων δεν θα ήταν ορθό να αναζητηθεί στα υποκειμενικά κίνητρα του αλλά να συνεκτιμηθεί ως αντικειμενικό γεγονός στα πλαίσια των συναλλακτικών ηθών, όπως άλλωστε συμπληρωματικά αναφέρει η εξεταζόμενη διάταξη. Η έννοια συνεπώς της καλής πίστης του ΑΚ 200 αποδίδεται με τον πιο πάνω γενικό ορισμό της, αφού συμπληρωθεί το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος κανόνας επιβάλλει να θεωρείται ως περιεχόμενο της σύμβασης ό,τι αντιλαμβάνεται ένας εχέφρων και χρηστός άνθρωπος, ο οποίος θα σταθμίσει τα συμφέροντα των συμβαλλομένων λαμβάνοντας υπόψη και το γενικότερο σκοπό της σύμβασης 4. β) το άρθρο 281ΑΚ αναφέρεται στην κατάχρηση δικαιώματος και ορίζει ότι απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή 4 Παπαντωνίου Νικ.,«Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον», Αθήνα 1957, σελ. 137 επ. 11

οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η έννομη τάξη με την εν λόγω διάταξη εισάγει περιορισμό στην άσκηση των δικαιωμάτων, που αυτή αναγνωρίζει στα άτομα, εκφράζοντας την επιθυμία της προς τους δικαιούχους ορισμένης εξουσίας να μην την ασκούν από κακοβουλία σκοπεύοντας αποκλειστικά και μόνο τη βλάβη των συνανθρώπων τους και δίχως να έχουν έννομο συμφέρον προς την εν λόγω άσκηση. Η διάταξη αυτή καθιερώνει στο θετικό δίκαιο ως νομική επιταγή την αρχή της αλληλεγγύης και της συνεργασίας μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου και καλεί τους πολίτες να υποτάσσονται στις απαιτήσεις της ολότητας έστω και αν με αυτό τον τρόπο θυσιάζονται ατομικά τους δικαιώματα ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που η άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος επιφέρει ζημίες σε τρίτους χωρίς να εξυπηρετεί ουσιώδες συμφέρον του δικαιούχου. Το θετικό δίκαιο αποδεχόμενο το ηθικό αυτό αίτημα αναγορεύει την αντικειμενική καλή πίστη ως κριτήριο με βάση το οποίο εξετάζεται αν σε συγκεκριμένη περίπτωση θα αφαιρεθεί ή όχι η εξουσία προς άσκηση ορισμένου δικαιώματος που η ίδια η έννομη τάξη αναγνωρίζει. Η λειτουργία της καλής πίστης στην εν λόγω διάταξη ανταποκρίνεται απόλυτα στην έννοια της ως κανόνα που επιβάλλει την αμερόληπτη στάθμιση των αντιτιθέμενων κάθε φορά συμφερόντων. Η στάθμιση αυτή επιτρέπει να χαρακτηρισθεί μια άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, εφόσον το παραβλαπτόμενο εξαιτίας αυτής της άσκησης συμφέρον τρίτου είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και σημαντικότερο του επιδιωκόμενου συμφέροντος του δικαιούχου. Ωστόσο η καλή πίστη δεν απαγορεύει την άσκηση δικαιώματος προς επίτευξη νόμιμου συμφέροντος ακόμα και όταν με αυτό τον τρόπο παραβλάπτονται συμφέροντα τρίτου. Η λειτουργία της εκδηλώνεται με την αφαίρεση της εξουσίας προς άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος μόνο όταν η όλη σύνθεση των παραγόντων της συγκεκριμένης υπό κρίση περίπτωσης καθιστά την άσκηση αυτή αντίθετη προς την φύση και το σκοπό του δικαιώματος. Από τα ανωτέρω προκύπτει το γεγονός ότι η έννοια της καλής πίστεως στη διάταξη του ΑΚ 281, πέρα από τον γενικό της προσδιορισμό, επιβάλλει στα άτομα ως κανόνας δικαίου να αποβάλλουν τα εγωιστικά και ταπεινά τους κίνητρα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους και εν γένει κατά την ανάπτυξη της ελεύθερης δράσης τους χάριν του κοινωνικού συνόλου. γ) το άρθρο 288ΑΚ αναφέρεται στην εκπλήρωση της παροχής και ορίζει ότι ο οφειλέτης της έχει υποχρέωση να την εκπληρώσει όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Η λειτουργία της καλής πίστης στο ΑΚ 200 περιορίζεται στον καθορισμό του «τί» αποτελεί την παροχή κάθε συμβαλλομένου, δηλαδή στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας σύμβασης στη βάση της εκδηλωθείσας βούλησης των δικαιοπρακτούντων. Αντίθετα, όπως 12

προκύπτει από το γράμμα του ΑΚ 288, με βάση την καλή πίστη αυτού του άρθρου επιδιώκεται ο καθορισμός του τρόπου εκτελέσεως, του «πώς» πρέπει να εκτελεστεί η παροχή 5. Με την καλή πίστη του ΑΚ 200 θα πληρωθούν δηλώσεις βουλήσεως που εκφράσθηκαν με ατέλειες, θα διορθωθούν δηλώσεις που διατυπώθηκαν εσφαλμένα, τέλος θα πληρωθούν και τα εξαιτίας εσφαλμένης ή ατελούς δηλώσεως προκύπτοντα κενά. Εάν όμως οι δικαιοπρακτούντες κατέλιπαν κενά στη σύμβαση, όχι λόγω ατελούς διατυπώσεως της βούλησής τους, αλλά διότι δεν είχαν υπόψη τους αυτά τα σημεία, τότε επειδή δεν υπάρχει όχι μόνο δήλωση, αλλά ούτε καν βούληση, δεν είναι δυνατό να επιδιωχθεί και η ερμηνεία της σύμβασης, ενώ η πλήρωση των κενών αυτών που εμφανίζονται κατ αυτό τον τρόπο καθίσταται εφικτή μόνο δυνάμει της αντικειμενικής καλής πίστης του ΑΚ 288 6. Συνεπώς με την καλή πίστη του ΑΚ 288 επιτυγχάνεται κατ αρχήν ο καθορισμός του τρόπου εκτέλεσης της παροχής. Απευθύνεται η διάταξη αυτή όχι μόνο κατά του οφειλέτη, αλλά ως κανόνας δημοσίας τάξεως τείνει τόσο προς την προστασία του δανειστή σε περίπτωση ελαττωμένης παροχής, όσο και στην προστασία του οφειλέτη όταν του ζητείται αυξημένη παροχή. Ωστόσο η πλέον χαρακτηριστική σημασία της καλής πίστης του εν λόγω άρθρου αποτελεί η διεύρυνση της ενοχής και η δημιουργία πρόσθετων ή παρεπόμενων υποχρεώσεων. Με λίγα λόγια η καλή πίστη του ΑΚ 288 επιβάλλει στον δανειστή μιας παροχής να λαμβάνει υπόψη του τα δικαιολογημένα και νόμιμα συμφέροντα του οφειλέτη του δείχνοντας ανεκτικότητα στον τρόπο, τον χρόνο κα τον τόπο που θα εκπληρώσει την παροχή του μέσα στα πλαίσια πάντα των συναλλακτικών ηθών, προκειμένου να αποφεύγεται υπερβολική «χαλάρωση» των συμβάσεων, κάτι το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν επιδιώκεται από την αρχή της καλής πίστης. δ) το άρθρο 388ΑΚ αναφέρεται στην απρόοπτη μεταβολή των όρων επί των οποίων τα μέρη στήριξαν κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης και ορίζει ότι αν η σύμβαση κατέστη τελικά ιδιαίτερα επαχθής για το ένα μέρος τούτη λύεται εξολοκλήρου ή κατά το ανεκτέλεστο μέρος και αποδίδονται αμοιβαία οι παροχές κατά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το ΑΚ 388 εισάγει στο θετικό μας δίκαιο με ρητή διάταξη την αρχή της επιείκειας ως ειδικότερης εκδήλωσης της αρχής της καλής πίστης. Τίθεται ωστόσο το πρόβλημα κατά πόσο μπορεί αυτή η διάταξη να ισχύει παράλληλα με την άλλη ειδικότερη έκφανση της καλής πίστης στο χώρο των συμβάσεων εκείνης του αξιώματος «pacta sunt servanda», δεδομένου ότι η εφαρμογή της αρχής της επιείκειας και η συνέπειά της να μεταβάλλονται οι όροι της συμβάσεως εκ των υστέρων χωρίς μετέπειτα ειδική συμφωνία των μερών 5 Τσιριντάνης,«Ερμηνεία Α.Κ. 288 αρ. 13», Enneccerus Lehmann, II, σελ. 16 6 Μπαλής Γ.,«Γενικές Αρχές», σελ 183 13

φαίνεται εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστη με το εν λόγω αξίωμα. Η προσπέλαση του θεωρητικού αυτού εμποδίου καθίσταται δυνατή μόνο εφόσον ανατρέξουμε στον σκοπό της σύμβασης, που κατά την καλή πίστη δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η ισορροπία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, και κατά συνέπεια η ορθή εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης συνίσταται στην ανατροπή των όρων μιας τέτοιας σύμβασης, εφόσον ανατράπηκε το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δηλώσεων βουλήσεως με την εκ των υστέρων απρόοπτη και σε σημαντικό βαθμό μεταβολή του όλου πλαισίου μέσα στο οποίο συνήφθη η σύμβαση. Επομένως η διάταξη του ΑΚ 388 προσθέτει μιαν άλλη εκδοχή συμπληρωματική της γενικής εννοίας της καλής πίστης απαγορεύοντας στον δανειστή μιας παροχής να την απαιτήσει όταν η αντιπαροχή που οφείλει ο ίδιος κατέστη από μεταγενέστερες εξωγενείς απρόοπτες μεταβολές ουσιωδώς υποδεέστερη και η εκπλήρωσή της εκ μέρους του οφειλέτη του αδυνατεί να στηρίξει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον του. Συμπερασματικά από τα ανωτέρω ως αντικειμενική (ή συναλλακτική) καλή πίστη εννοείται η ευθύτητα, εντιμότητα και ειλικρίνεια που πρέπει να τηρεί κανείς στις συναλλαγές και γενικότερα στην κοινωνική συμβίωση. Η αντικειμενική καλή πίστη αξιολογεί την εξωτερική συμπεριφορά του ατόμου αδιαφορώντας για τα κίνητρά του και γενικότερα για υποκειμενικούς παράγοντες. Αποτελεί δηλαδή ένα αντικειμενικό κριτήριο συμπεριφοράς, το οποίο προσδιορίζεται με βάση τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις στον οικείο κλάδο συναλλαγών ή γενικότερα στην κοινωνία ως προς την ορθή συμπεριφορά που πρέπει να τηρούν οι συναλλασσόμενοι ή τα μέλη της κοινωνίας 7. 4.2. Υποκειμενική καλή πίστη Η χρήση του όρου καλή πίστη δεν εξαντλείται στις πιο πάνω περιπτώσεις, στις οποίες ο νομοθέτης την επικαλείται ως κανόνα δικαίου, αλλά ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και σε τελείως διαφορετικές περιπτώσεις αναφερόμενος στην υποκειμενική διάθεση ή πρόθεση των δικαιοπρακτούντων. Αναμφισβήτητα για το δικαιϊκό μας σύστημα σημασία έχουν μόνο οι εξωστρεφείς δηλώσεις βουλήσεως, αλλά εφόσον μια πράξη λάβει κοινωνική αναφορά, το δίκαιο δεν αδιαφορεί εντελώς για τα κίνητρά της και τα παραγωγικά αίτια συγκεκριμένης δήλωσης βουλήσεως. Κατά συνέπεια το δίκαιο θεωρεί σε ορισμένες περιπτώσεις την ενδιάθετη εκείνη κατάσταση του πράττοντος που χαρακτηρίζεται καλή πίστη ως προϋπόθεση για τη δημιουργία δικαιωμάτων, των οποίων 7 Γεωργιάδης Απ.,«Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», Σάκκουλας, σελ. 23. 14

η καλή πίστη αποτελεί στοιχείο με την έννοια ότι χωρίς αυτή δεν υφίστανται τα δικαιώματα αυτά. Ως υποκειμενική καλή πίστη εννοείται η πεποίθηση ενός προσώπου ότι η συμπεριφορά του είναι καθόλα νόμιμη, ότι δεν αδικεί κανένα, ότι απέκτησε νομότυπα ένα δικαίωμα κλπ. Πρόκειται για μια ενδιάθετη συνειδησιακή κατάσταση, της οποίας το ακριβές περιεχόμενο προσδιορίζεται στις κατιδίαν περιπτώσεις από τις οικείες διατάξεις (ΑΚ 1037, ΑΚ 1042) 8. Με την προστασία της υποκειμενικής καλής πίστης επιδιώκεται όχι μόνο η προστασία της ασφάλειας των συναλλαγών, αλλά σε συνδυασμό και με άλλες αρχές η σχετικά σύντομη εκκαθάριση τυχόν αβέβαιων και ασαφών εμπραγμάτων σχέσεων ή η διατήρηση ήδη δημιουργημένων αξιών και η παρεμπόδιση της δημιουργίας περίπλοκων καταστάσεων. Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι με αυτή την αρχή ο νομοθέτης αποβλέπει στην προστασία των συναλλαγών με την ευρύτατη έννοια του όρου σύμφωνα και με τις υπαγορεύσεις του γενικότερου συμφέροντος της κοινωνίας. Σημειώνεται εξάλλου ότι σε αρκετές περιπτώσεις παρέχονται δυνατότητες αποκαταστάσεως της προκαλούμενης σε άλλους ζημίας με την προστασία της υποκειμενικής καλής πίστεως 9. Στον ΑΚ η υποκειμενική καλή πίστη εμφανίζεται σε δύο εκδοχές, αφενός ως αιτία γεννήσεως εμπραγμάτου δικαιώματος και αφετέρου ως αιτία προστασίας τρίτου. Συγκεκριμένα ο ΑΚ θέτει περιοριστικά τις περιπτώσεις εκείνες που η υποκειμενική καλή πίστη γεννά δικαιώματα σ αυτόν που τον διακατέχει προκειμένου ειδικά για εμπράγματα δικαιώματα, χωρίς όμως να διατυπώνεται γενικός κανόνας ότι η καλή πίστη του πράττοντος μπορεί να του επιφυλάσσει οποτεδήποτε δικαίωμα. Την «ανταμοιβή» αυτή του καλόπιστου πράττοντος του την απονέμει το δίκαιο όχι για κάποιον άλλο λόγο παρά μόνο για να εξυπηρετηθούν σκοποί που άπτονται του κοινωνικού συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στο να είναι ξεκάθαρο το τοπίο στο χώρο των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και κατ επέκταση των συναλλαγών χάριν της ασφαλείας και της γενικότερης οικονομικής ανάπτυξης και αξιοποίησης των οικονομικών αγαθών. Γι αυτό το λόγο άλλωστε εισάγονται μεγάλα χρονικά προαπαιτούμενα για την κατοχύρωση δικαιώματος λόγω καλής πίστεως του νομέως. Το αίτημα για ασφάλεια και ταχύτητα των συναλλαγών οδήγησε το δίκαιό μας να προστατεύει ειδικά τον τρίτο που αποκτά δικαίωμα από μη δικαιούχο, όταν η διάγνωση του πραγματικού δικαιούχου είναι ιδιαίτερα δυσχερής λόγω των εντυπώσεων που προκαλεί μια παγιωμένη κατάσταση σε σχέση με τον φορέα ενός δικαιώματος. Η ιδιαιτερότητα 8 Γεωργιάδης Απ.,«Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», Σάκκουλας, σελ. 24. 9 Σπυριδάκης Ι. Σ.,«Καλόπιστη κτήση κυριότητας ακινήτου από μεταβιβάζοντα μη κύριο», ΝοΒ 2002, σελ. 263. 15

αυτής της ρύθμισης σε σχέση με την υποκειμενική καλή πίστη συνίσταται στο γεγονός ότι δεν αφορά περιοριστικά την κτήση εμπραγμάτου δικαιώματος αλλά αναφέρεται γενικότερα στην προστασία του καλόπιστου τρίτου σε κάθε περίπτωση που η προφανής κατάσταση τον οδηγεί σε πράξη η οποία καταρχήν θίγει εν αγνοία του δικαιώματα άλλων. 5. Ιστορικές καταβολές της καλής πίστης Η εισαγωγή της αρχής της καλής πίστης στο δίκαιο βρίσκει τις απαρχές της στην Προκλασική Περίοδο του Ρωμαϊκού δικαίου. Η πίστη (fides) είναι αυτόχθονη ρωμαϊκή έννοια, που αρχικά είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και συναπτόταν με την έννοια του «οσίου» (fas). Αργότερα όμως το περιεχόμενό της έλαβε φιλοσοφική χροιά. Ειδικότερα καλή πίστη στο Ρωμαϊκό Δίκαιο σημαίνει α) αντικειμενικά την έντιμη εκείνη συμπεριφορά που πρέπει να τηρούν οι συναλλασσόμενοι στις συναλλαγές τους και β) υποκειμενικά την πεποίθηση ενός προσώπου ότι ενεργώντας κατά ορισμένο τρόπο ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο. 6. Η Καλή Πίστη ως Συνταγματική Αρχή Η αρχή της καλής πίστης δεν αναγράφεται ρητά στο συνταγματικό κείμενο «περιέχεται» ωστόσο σ αυτό και γι αυτό το λόγο αναγνωρίζεται ως συνταγματική αρχή. Ένας κανόνας δικαίου μπορεί να «περιέχεται» στο Σύνταγμα κατά δύο τρόπους, είτε ρητά είτε σιωπηρά. Η πρώτη προσέγγιση είναι λεκτική, ερευνάται δηλαδή η λεκτική διατύπωση του Συντάγματος και με βάση αυτή την έρευνα διαπιστώνεται αν συγκεκριμένη αρχή έχει αυτόνομη διατύπωση (expressis verbis) στο συνταγματικό κείμενο. Η έλλειψη ρητής αναφοράς δεν αποτελεί εμπόδιο για τη νομική αναγνώριση της αρχής, εφόσον προκύπτει από τις διατάξεις του Συντάγματος. Το ότι μια αρχή δεν περιέχεται ρητά διατυπωμένη στο συνταγματικό κείμενο, δεν σημαίνει a priori, ότι είναι «εξωσυνταγματική», ότι δηλαδή δεν περιέχεται νοηματικά στο Σύνταγμα. Είναι δυνατό μια αρχή να μην είναι ρητά διατυπωμένη, πλην όμως να περιέχεται στο Σύνταγμα, να προκύπτει δηλαδή από τη συνδυασμένη ερμηνεία διαφόρων συνταγματικών διατάξεων. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με μη ρητά διατυπωμένο κανόνα δικαίου. Το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη συνταγματική αρχή δεν αναφέρεται ρητά στο Σύνταγμα δεν εμποδίζει την αναγνώρισή της ως νομικής αρχής, με την προϋπόθεση ότι περιέχεται στο Σύνταγμα, ότι προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεών του, όπως το νόημά τους προσδιορίζεται στη συγκεκριμένη συνταγματικοπολιτική 16

πραγματικότητα. Εφόσον προκύπτει από το περιεχόμενο περισσότερων συνταγματικών διατάξεων δεν πρόκειται για άγραφη, αλλά για μη ρητά διατυπωμένη αρχή. Το ότι μια αρχή δεν διατυπώνεται expressis verbis μπορεί να σημαίνει ότι σιωπηρά περιέχεται ή απαγορεύεται. Τόσο η αναγνώριση της αρχής όσο και η απαγόρευσή της μπορούν να προκύπτουν από το περιεχόμενο των διατάξεων του Συντάγματος. Κατά αυτόν τον τρόπο και η αρχή της καλής πίστης αναγνωρίζεται ως συνταγματική αρχή μη ρητά διατυπωμένη σε συγκεκριμένο θεμελιώδη συνταγματικό κανόνα. Προκύπτει ωστόσο προπαντός από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 Σ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων. Όπως προαναφέρθηκε η διάταξη αυτή, που έχει αντίστοιχο περιεχόμενο με το 281 ΑΚ, περιέχει την αρχή της καλής πίστης, δεδομένου ότι όπως ρητά αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη η κατ αντίθεση με την καλή πίστη άσκηση δικαιώματος θεωρείται καταχρηστική. Συνεπώς η αρχή της καλής πίστης αν και δεν αναγράφεται ως έννοια ρητά στο συνταγματικό κείμενο, βρίσκει ωστόσο συνταγματικό έρεισμα ως τεθέν όριο της μη καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του ΑΚ 281 στο Σ 25 παρ.3. 7. Η Καλή Πίστη ως γενική ρήτρα ανά κλάδους δικαίου Η λειτουργία της καλής πίστης στους διάφορους κλάδους του δικαίου έχει ως σκοπό την δημιουργία ενός νομικού περιβάλλοντος τέτοιου που να εξασφαλίζει αφενός ασφάλεια και εμπιστοσύνη στις κάθε είδους σχέσεις και συναλλαγές και αφετέρου σεβασμό των συμφερόντων των άλλων μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης απαίτησης για προστασία του ασθενέστερου σε μια πολιτισμένη κοινωνία με αρχές, όπως η αλληλεγγύη και η κοινωνική συνεργασία, με απώτερο στόχο την όσο το δυνατό πληρέστερη ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών. Μια σειρά νομοθετημάτων και νομολογιακών πορισμάτων που εξειδικεύουν την έννοια της καλής πίστης στα επιμέρους δίκαια μας επιτρέπουν σε γενική ανάλυση να υποστηρίζουμε την άποψη αυτή. Είναι αναγκαία μια πιο συγκεκριμένη αν και ενδεικτική ανασκόπηση σημαντικών θεσμών του δικαίου μας ουσιαστικού αλλά και δικονομικού για να γίνει τούτο πιο κατανοητό. 7.1. Η καλή πίστη στο αστικό δίκαιο Ενδεικτική αναφορά στη λειτουργία της καλής πίστης στα πλαίσια του ν. 2251/1994 (προστασίας των καταναλωτών). Στα πλαίσια της ρύθμισης των συμβατικών σχέσεων στον καταναλωτικό χώρο, ο οποίος ενδεχομένως να εμπεριέχει την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων με ιδιαίτερα 17

αυξημένη οικονομική υπεροχή του ενός μέρους έναντι του άλλου, ο νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει τον καταναλωτή από τον κίνδυνο επιβολής ανεπιεικών σε βάρος του γενικών όρων των συναλλαγών θεσπίζοντας τον 2251/1994, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή. Το θεμελιώδες αξιολογικό κριτήριο στο οποίο καταφεύγει ο νομοθέτης για την προστασία του διαπραγματευτικά αδύναμου καταναλωτή με το άρθρο 2 του ν. 2251/1994 αναφορικά τόσο με την ένταξη (παρ. 1,2 και 3) όσο και με την ερμηνεία (παρ. 5) και τον έλεγχο ευθέως του κύρους των γενικών όρων των συναλλαγών (παρ. 6,7 και 8) είναι το κριτήριο της αρχής της καλής πίστης. Αυτό συνάγεται από το όλο περιεχόμενο των εν λόγω ρυθμίσεων, σε συνδυασμό και προς το περιεχόμενο αντίστοιχων διατάξεων του ΑΚ, για τις οποίες γίνεται δεκτό ότι εξειδικεύουν τη γενική ρήτρα της συναλλακτικής καλής πίστης. Συγκεκριμένα στο εν λόγω νομοθέτημα παρατηρείται σχετικά με την εξειδίκευση της γενικής ρήτρας της καλής πίστης στο χώρο των καταναλωτικών συμβάσεων το γεγονός ότι η εξειδίκευση αυτή πραγματοποιείται κυρίως με τον κατάλογο των ενδεικτικά αναφερομένων στην παρ.7 του αρθ.2 του ν.2251/94 καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών και με το κριτήριο της μη ουσιώδους διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή της παρ.6 σε μη καλυπτόμενες από τον ανωτέρω κατάλογο περιπτώσεις. Ο συνδυασμός ενός γενικού κανόνα και μιας περιπτωσιολογικής ρύθμισης που φωτίζει και παρέχει κριτήρια ασφαλούς συγκεκριμενοποίησης του γενικού κανόνα, αποτελεί νομοτεχνική επιλογή που καθιστά τον έλεγχο της καταχρηστικότητας των γενικών όρων όχι μόνο πιο ευέλικτο αλλά ταυτόχρονα και πιο αποτελεσματικό και ασφαλή 10. Η εξειδίκευση της συναλλακτικής καλής πίστης στο συγκεκριμένο νόμο έχει την έννοια του κριτηρίου ελέγχου της συναλλακτικής εντιμότητας του ισχυρού συμβαλλόμενου απέναντι στον ασθενέστερο αντισυμβαλλόμενό του κατά τη διαμόρφωση της συμβατικής σχέσης. Η έννομη τάξη στο πεδίο των συναλλακτικών σχέσεων δεν ανέχεται να αλλοιώνεται η κοινωνικο-οικονομική λειτουργία του συμβατικού μηχανισμού και να μεταβάλλεται αυτός ουσιαστικά από μέσο αυτόνομου και από τα δύο μέρη καθορισμού της συμβατικής σχέσης σε μέσο μονόπλευρης σε βάρος του ασθενούς μέρους διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διασαλεύεται σημαντικά η επιβαλλόμενη από την καλή πίστη εύλογη ισορροπία κατά την κατανομή των συμβατικών δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, βαρών και κινδύνων. Πρόκειται για μια επιταγή που εκφράζεται όχι μόνο αποσπασματικά με περισσότερες διατάξεις του ΑΚ, αλλά και πιο 10 Δωρής Φ.,«Η εξειδίκευση της καλής πίστης στο αρθ.2 του ν. 2251/94 κλπ», ΝοΒ 2000, σελ. 756. 18

συστηματικά ως κεντρικής σημασίας αξιολόγηση με το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994, το οποίο προβλέπει ακυρότητα των γενικών όρων των συναλλαγών «που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή». Αυτή η ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων αποδοκιμάζεται με το ν. 2251/1994, επειδή κατά το πνεύμα αυτού του προστατευτικού των καταναλωτών νόμου, είναι απότοκος μιας πρόδηλης ανισότητας μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, που οφείλεται στην αδυναμία του καταναλωτή να διαπραγματευτεί τους επιβαλλόμενους σε αυτόν όρους. Ratio της εν λόγω ρύθμισης αποτελεί σε τελευταία ανάλυση η αποτροπή του ενδεχομένου να διαμορφωθεί δυσμενώς για το ασθενές μέρος η σύμβαση ως απότοκος της διαπραγματευτικής υπεροπλίας του ενός και αντιστρόφως ανάλογα της διαπραγματευτικής μειονεξίας του άλλου μέρους. 7.1.1. Η Καλή Πίστη σε άλλες περιπτώσεις ιδιωτικού δικαίου Η ανάγκη προστασίας του ασθενέστερου μέρους έναντι του διαπραγματευτικά ισχυρότερου ικανοποιείται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου και με άλλες διατάξεις, που εξειδικεύουν αντίστοιχα την αρχή της καλής πίστης ως υπέρτερου κανόνα δικαίου. Ειδικότερα με τα άρθρα 332 παρ.2 και 334 παρ.2 ΑΚ είναι άκυρη κάθε είδους συμφωνία περιορισμού της ευθύνης (με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις, οποιοδήποτε περιεχόμενο και ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιούνται ή όχι γενικοί όροι των συναλλαγών), όταν ο δανειστής σε βάρος του οποίου συνομολογείται η απαλλακτική συμφωνία, «βρίσκεται στην υπηρεσία» του απαλλασσομένου ολικά ή μερικά από την ευθύνη του οφειλέτη και συνεπώς εξαρτάται από αυτόν, καθώς επίσης όταν η ευθύνη προέρχεται από την «άσκηση επιχείρησης που λειτουργεί κατά παραχώρηση της αρχής», παρέχοντας στους πολίτες ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες, που σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να παρέχει το ίδιο το Κράτος, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, η υδροδότηση, οι τηλεπικοινωνίες κλπ, και από τα οποία δεν θα μπορούσε κανείς να παραιτηθεί. Όμοια επίσης με το ίδιο ακριβώς κριτήριο της μεγάλης διαφοράς διαπραγματευτικής δύναμης μεταξύ των μερών και χωρίς να αποδίδεται σημασία στο αν γίνεται ή όχι χρήση γενικών όρων των συναλλαγών, ορίζεται στο 679 ΑΚ ότι είναι άκυρη κάθε συμφωνία παραίτησης από τα δικαιώματα του ασθενέστερου μέρους (του εργαζομένου) που προβλέπουν τα μνημονευόμενα στην εν λόγω διάταξη άρθρα του ΑΚ. 19

7.2. Η Καλή πίστη στο εργατικό δίκαιο Στο χώρο των εργασιακών σχέσεων η καλή πίστη παίρνει περιεχόμενο αντίστοιχο προς την απαίτηση αφενός της προστασίας του εργαζομένου ως αντιστάθμισμα στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη και αφετέρου σεβασμού του δικαιώματος εργασίας του σύγχρονου πολίτη ενός κοινωνικού κράτους και του δικαιώματος του κατόχου των μέσων παραγωγής να απολαμβάνει τον σεβασμό της ατομικής του ιδιοκτησίας και των ανάλογων υπηρεσιών από τους μισθωτούς του προς την αμοιβή που τους καταβάλλει. Η καλή πίστη συνεπώς έρχεται να συμπληρώσει τυχόν κενά των εργασιακών συμβάσεων και της εργατικής νομοθεσίας σε πλήρη συμφωνία με την πιο πάνω παραδοχή. Ειδικότερα πιο εμφανής καθίσταται η λειτουργία της καλής πίστης στις περιπτώσεις της απόλυσης, όπου το δίκαιο παρέχει δικαίωμα στον εργοδότη να κρίνει κατά βούληση την αναγκαιότητα απόλυσης ενός μισθωτού του που κατά παράβαση της καλής πίστης δεν ανταποκρίνεται στην παροχή αντίστοιχης προς τη συμφωνηθείσα εργασίας. Το δικαίωμα ωστόσο αυτό ελέγχεται και απαγορεύεται αν ασκείται καταχρηστικά σε σχέση με τον σκοπό που επιθυμεί ο εργοδότης να υπηρετήσει κατά την άσκησή του, δεδομένου ότι τα όρια της επιτρεπόμενης και θεμιτής απόλυσης δεν μπορούν να υπερβαίνουν αυτά της καλής πίστης των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος απόλυσης. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την με αριθ. 967/2000 απόφαση του Μονομ. Πρωτ. Αθηνών η οποία δέχτηκε ότι αν και αναιτιώδης δικαιοπραξία η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, το δικαίωμα του εργοδότη να απολύσει μισθωτό του ελέγχεται δικαστικά και υπόκειται στους περιορισμούς του ΑΚ 281. Πιο συγκεκριμένα η εν λόγω απόφαση δέχτηκε ότι γενικά θεωρείται καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, όταν αυτή υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια και στενό, κακώς εννοούμενο, προσωπικό και επαγγελματικό συμφέρον και ουδόλως λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα άνθρωπο και την προσωπικότητά του. Ειδικότερα είναι καταχρηστική η απόλυση μισθωτού ο οποίος επιδεικνύοντας αξιόλογο ήθος και ζήλο, αυταπάρνηση, εντιμότητα, εργατικότητα και αποδοτικότητα προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον εργοδότη του, εντούτοις απολύθηκε αιφνιδίως από τον τελευταίο λίγους μήνες αφ ότου υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς, προκειμένου ο εργοδότης να απαλλαγεί από τον ασθενή και μη παραγωγικό πλέον κατά τις αντιλήψεις του μισθωτό. Πολύ δε περισσότερο όταν ο μισθωτός αυτός ακόμη και μετά την εγχείρηση του υπερβάλλοντας εαυτόν και κατά τρόπο φιλότιμο και συγκινητικό, εξακολούθησε να επιδεικνύει την ίδια όπως προηγουμένως συμπεριφορά και προσφορά προς τον εργοδότη του, ο οποίος όμως ορμώμενος από στενό και στυγνό επαγγελματικό 20