21. Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου



Σχετικά έγγραφα
Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΚΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΦΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ ΣΤΟΥΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

2. Η Νέα ΜΕΡΑ εκπροσωπείται έκτοτε στη Βουλή από τα μέλη της Βουλευτές Ιωάννη Κουράκο (Β Πειραιώς) και Νικόλαο Σταυρογιάννη (Φθιώτιδας).

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Υποβάλλεται ως κοινοποίηση: -Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων κ. Νίκο Βούτση -Υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης κ.

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της προεκλογικής περιόδου των βουλευτικών εκλογών της 17 ης Ιουνίου 2012 ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ.

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της προεκλογικής περιόδου των βουλευτικών εκλογών της 4 ης Οκτωβρίου 2009 ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑ ΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4112, 16/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΥΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ)ΝΟΜΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Η ελευθερία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΡΧΕΙΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΑΘΗΝΑ, H προστασία του ηθικού δικαιώματος στις ψηφιακές βιβλιοθήκες

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Transcript:

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 291 21. Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου Α. Η ελευθερία γενικά της έκφρασης α. Έννοια και ratio της συνταγµατικής κατοχύρωσης Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί χωρίς αµφιβολία ένα από τα κύρια θεµέλια µιας δηµοκρατικής κοινωνίας 1. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν (πρβλ. άρθρο 1 της γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789: «Η ελεύθερη διάδοση των σκέψεων και των γνωµών είναι ένα από τα πολυτιµότερα δικαιώµατα του ανθρώπου»), ισχύει όµως σε αυξηµένο βαθµό σήµερα, στη µεταβιοµηχανική κοινωνία της πληροφορίας. Η κοινωνία αυτή χαρακτηρίζεται από µια ολοένα αυξανόµενη πολυπλοκότητα και πολυµορφία των αναγκών και των συµφερόντων και από την ενίσχυση οργανωµένων οµάδων, οι οποίες ασκούν αποτελεσµατική πολλές φορές πίεση για την ικανοποίηση των µερικών συµφερόντων τους, σε βάρος συνήθως του γενικού συµφέροντος ή πάντως των γενικεύσιµων συµφερόντων 2. Έτσι η πολιτική κινδυνεύει να υποβαθµιστεί σε διαχείριση κρίσεων ή σε µια σειρά αντανακλαστικών σχεδόν αντιδράσεων απέναντι στις µαζικά προβαλλόµενες απαιτήσεις των εκάστοτε ενδιαφεροµένων. Αυτό στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί βραχυπρόθεσµα στην εκτόνωση των κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά µακροπρόθεσµα στη λανθάνουσα δυσαρέσκεια του µεγαλύτερου µέρους του πληθυσµού. Το πιο αποτελεσµατικό ίσως αντίδοτο είναι η ύπαρξη ενός παράλληλου «συστήµατος» προώθησης συµφερόντων από µη άµεσα pro domo ενδιαφερόµενους, για να βρεθούν στο προσκήνιο της πολιτικής τα γενικεύσιµα συµφέροντα και οι αχρησιµοποίητες δυνατότητες της κοινωνίας. Το «σύστηµα» αυτό δεν είναι άλλο από τον ενεργό ρόλο και τη συµµετοχή της κοινής γνώµης 3. Η τελευταία, εκτός από τον παραδοσιακό ρόλο της για τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, διαδραµατίζει πια καίριο ρόλο και για τον αυτοέλεγχο της κοινωνίας. Και επειδή η ελευθερία της έκφρασης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη κοινής γνώµης µε την παραπάνω έννοια, καθίσταται σήµερα περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρη η διαπίστωση ότι η «κοινωνική, οµαδοποιητική 1 Πρβλ. ΕΔΔΑ 7.12.1976, Handyside, Α-24, παρ. 49. 2 Πρβλ. την κριτική επισκόπηση του J. HABERMAS, Legitimationsprobleme im Spätkapitalismus, 1973, 153 επ., 178 επ. 3 Βλ. F. SCHARPF, Demokratietheorie zwichen Utopie und Anpassung, 2 1975, 84 επ.

292 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης λειτουργία της έκφρασης γνώµης είναι όχι µόνο το κίνητρο του θεµελιώδους δικαιώµατος, αλλ ανήκει στο προστατευόµενο από αυτό πραγµατικό» 4. Οι συνέπειες για την ερµηνεία της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 1 Συντ., η οποία αποτελεί ούτως ή άλλως τον ακρογωνιαίο λίθο της εν γένει ελευθερίας της γνώµης και της πνευµατικής κίνησης, είναι πολλαπλές: Πρώτο, παρά το γεγονός ότι η γραµµατική διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 14 δίνει έµφαση στην ενεργητική και ατοµική διάσταση της επικοινωνίας σε δηµοσιότητα, δηλ. στο δικαίωµα του καθενός να εκφράζεται ελεύθερα, εξίσου σηµαντική είναι και η παθητική κοινωνική διάσταση. Με άλλες λέξεις, η ελευθερία της έκφρασης προϋποθέτει και το δικαίωµα παθητικής πληροφόρησης του κοινού 5. Αυτό µε τη σειρά του προϋποθέτει τον πλουραλισµό των πηγών πληροφόρησης, η διασφάλιση του οποίου καθίσταται έτσι επιτακτική για την κρατική εξουσία, απαιτώντας όχι µόνο τον εκ µέρους της σεβασµό του µέσω της αποχής από αντίθετες ενέργειες, αλλά και τη θετική της παρέµβαση για την αποτροπή µονοπωλιακών καταστάσεων. Πέρα από το ατοµικό δικαίωµα για ελεύθερη έκφραση, το άρθρο 14 παρ. 1 Συντ. καθιερώνει συνεπώς, ερµηνευόµενο σε συνδυασµό µε την ίδια τελικά τη δηµοκρατική αρχή, τη θεσµική εγγύηση της ελεύθερης και πλουραλιστικής διαµόρφωσης της κοινής γνώµης. Η θεσµική αυτή εγγύηση συνδέεται άλλωστε και µε το δικαίωµα στην πληροφόρηση του νέου άρθρου 5Α παρ. 1 Συντ., χωρίς πάντως να ταυτίζεται µε το τελευταίο, αφού δεν αποσκοπεί στην προστασία των επιµέρους ατόµων, αλλά στην κατοχύρωση του πλουραλισµού ως θεµέλιου του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Δεύτερο, εφόσον ratio της διάταξης είναι ακριβώς η ελεύθερη και πλουραλιστική διαµόρφωση της κοινής γνώµης, η απαρίθµηση των τρόπων επικοινωνίας σε δηµοσιότητα στο άρθρο 14 παρ. 1 Συντ. δεν µπορεί παρά να έχει ενδεικτική σηµασία 6. Στο προστατευτικό του πεδίο θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάγεται κάθε τρόπος επηρεασµού της κοινής γνώµης, υπαρκτός σή- µερα ή µελλοντικός, όπως ιδίως η χρήση των µέσων µαζικής ενηµέρωσης 7, του κυβερνοχώρου κ.λπ. 4 R. SMEND, Das Recht der freien Meinungsäusserung, στου ίδιου, Staatsrechtliche Abhandlungen, 2 1968, 95 επ. 5 Πρβλ. ΣτΕ 3880/2002, ΔτΑ 2003,1292. 6 Πρβλ. Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατοµικά δικαιώµατα, Α, 1991,409. 7 Πρβλ., υπό τα δεδοµένα του άρθρου 11 της γαλλικής Διακήρυξης του 1789, την απόφαση της 17.1.1989 του γαλλ. Συντ. Συµβουλίου, 248 DC, σκέψη 26, σε: L. FAVOREU/L. PHILIP, Les grandes décisions du Conseil constitutionel, 8 1995, 703 επ.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 293 Τρίτο, αν και ο όρος «στοχασµοί» παραπέµπει περισσότερο σε προσωπικές γνώµες, πολιτικού, κοινωνικού, φιλοσοφικού και γενικά ιδεολογικού περιεχοµένου αυτού που εκφράζεται, µπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαµβάνεται και προστατεύεται εδώ, µε µια ευρεία έννοια, και η µετάδοση πληροφοριών, στατιστικών στοιχείων κ.λπ., παρά το ότι αυτή µπορεί να υποβληθεί σε εντονότερους περιορισµούς. Και τούτο διότι ο δέκτης της πληροφορίας µπορεί να διαµορφώσει γνώµη στηριγµένος στο περιεχόµενό τους. Εξάλλου συνήθως η γνώµη συνδέεται µε ένα υπόβαθρο σχετικών πληροφοριών, ενώ και η παρουσίαση πληροφοριών µε συγκεκριµένο τρόπο πολλές φορές ενέχει µια, έστω υπονοούµενη, γνώµη. Φαίνεται πάντως µάλλον υπερβολικό να υπαχθούν εδώ ανακοινώσεις µε καθαρά κερδοσκοπικούς σκοπούς, δηλ. κυρίως η µετάδοση διαφηµιστικών µηνυµάτων 8. Κατά συνέπεια η ελευθερία της διαφήµισης, υπό τα ελληνικά συνταγµατικά δεδοµένα, φαίνεται µάλλον ως στοιχείο της οικονοµικής ελευθερίας και όχι της ελευθερίας της έκφρασης 9. Ιδιαίτερη σηµασία στο θέµα αυτό έχει η κύρωση (ν. 2462/1997) του Διεθνούς Συµφώνου για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα, το άρθρο 19 παρ. 2 του οποίου καθιερώνει το δικαίωµα κάθε προσώπου στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωµα αυτό περιλαµβάνει, κατά την ίδια διάταξη, «την ελευθερία της αναζήτησης, της λήψης και της µετάδοσης πληροφοριών και απόψεων κάθε είδους, ανεξαρτήτως συνόρων, προφορικά, γραπτά, σε έντυπα, σε κάθε µορφή τέχνης ή µε κάθε άλλο µέσο της επιλογής του». Επο- µένως κατοχυρώνονται πλέον ρητά το δικαίωµα της πληροφόρησης του κοινού, το δικαίωµα έκφρασης µε όλα τα µέσα, άρα και µε τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, και το δικαίωµα µετάδοσης πληροφοριών, άρα και εµπορικών µηνυµάτων. Παρεµφερής, αν και λιγότερο αναλυτική, είναι και η διατύπωση του άρθρου 10 παρ. 1 ΕΣΔΑ, που κάνει λόγο για ελευθερία γνώµης και λήψης ή µετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς επέµβαση δηµόσιων αρχών και ασχέτως συνόρων, ενώ συνοδεύεται (άρθρο 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ) από τη γνωστή (βλ. παραπάνω, 8, Γ) ρήτρα ότι οι περιορισµοί πρέπει να αποτελούν αναγκαία µέτρα σε µια δηµοκρατική κοινωνία. Τη θετική ελευθερία της έκφρασης µπορούµε συνεπώς να την ορίσουµε ως το δικαίωµα να λαµβάνεις, να διαµορφώνεις, να έχεις, να εκφράζεις και να διαδίδεις γνώµες και, ως ένα σηµείο, πληροφορίες, χωρίς να υφίστασαι καµία παρεµπόδιση, παρενόχληση ή δυσµενή έννοµη συνέπεια. Σε ό,τι αφορά τις πληροφορίες η ελευθερία αυτή υπόκειται πάντως σε εντονότε- 8 ΣτΕ 536/1951, Ολ., Θέµις 1952,409. 9 Πρβλ. όµως Β. ΣΚΟΥΡΗ, Η συνταγµατική προστασία της διαφήµισης στην Ελλάδα, σε Σκουρή / Ιωάννου, Η ελευθερία της διαφήµισης, 1996,38.

294 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης ρους περιορισµούς, ακόµη και µετά τη νοµοθετική κύρωση του ΔΣΑΠΔ, και ειδικότερα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται κάποιο απόρρητο απαραίτητο για την προστασία άλλων έννοµων αγαθών. Έτσι π.χ. ένα στέλεχος επιχείρησης µπορεί ασφαλώς να εκφράσει, µε οποιοδήποτε πρόσφορο µέσο, τη γνώµη του για την πορεία του αντίστοιχου κλάδου της βιοµηχανίας. Δεν επιτρέπεται όµως να επικαλεσθεί και αποκαλύψει απόρρητα της επιχείρησης για τη θεµελίωση των απόψεών του, διευκολύνοντας έτσι την άσκηση βιοµηχανικής κατασκοπείας από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Εξυπακούεται ότι η θετική ελευθερία της έκφρασης περιλαµβάνει και την ελευθερία να εκφράζεται κανείς µε όποιον τρόπο, όχι απαραίτητα γλωσσικό (π.χ. νοήµατα, ενδυµασίες κ.λπ.), ή πάντως σε όποια γλώσσα ο ίδιος επιλέγει 10. Το τελευταίο δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται για άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης αλλά για επιτέλεση νόµιµου καθήκοντος, π.χ. σύνταξη δηµόσιου εγγράφου. Εκεί ισχύει η αρχή ότι πρέπει «να µπορεί ο πολίτης να επικοινωνεί στη γλώσσα του µε τη δηµόσια εξουσία στην οποία υπόκειται» 11. Και τούτο διότι «σύµφωνα µε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και εποµένως γλώσσα στην οποία εκφράζεται η δη- µόσια εξουσία δεν µπορεί να είναι άλλη από τη γλώσσα του λαού» 12. Στο άρθρο 14 παρ. 1 Συντ. κατοχυρώνεται, από την άλλη πλευρά, και η αρνητική ελευθερία της έκφρασης. Από τη χρησιµοποίηση του δυνητικού «καθένας µπορεί» συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι κανένας δεν υποχρεούται να εκφράσει τις γνώµες του. Αντίθετα, µπορεί να επιβληθεί υποχρέωση παροχής απλών πληροφοριών, γνώσεων ή στοιχείων, π.χ. για ανακριτικούς, φορολογικούς ή στατιστικούς σκοπούς 13, µέσα πάντως στα όρια που διαγράφονται από την κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. προστασία της προσωπικότητας (βλ. παραπάνω, 14 Α, δ). β. Φορείς και αποδέκτες Φορείς του δικαιώµατος ελεύθερης έκφρασης είναι χωρίς διάκριση οι Έλληνες και οι αλλοδαποί, όπως καθίσταται σαφές από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 14 παρ. 1 Συντ. Ακόµη φορείς είναι τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αφού συχνά µε την έκφραση της συλλογικής γνώµης προωθούνται αποτελεσµατικά οι σκοποί τους (π.χ. ψήφισµα της γενικής συνέ- 10 Πρβλ. Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατοµικά δικαιώµατα Α, 1991, 409-411. 11 BVertGE 89, 155, 185. Έτσι ρητά το άρθρο 2 παρ. 2 του γαλλικού Συντ. (προστέθηκε µε το άρθρο 1 του συνταγµατικού νόµου αρ. 92-554 της 25.6.1992): «Η γλώσσα της Δηµοκρατίας είναι η γαλλική». 12 Β. ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, Εισήγηση επί της ΣτΕ 5148/1987, ΤοΣ 1989,120. 13 Βλ. Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατοµικά δικαιώµατα, Α, 1991,413.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 295 λευσης σωµατείου ή έκδοση ανακοίνωσης από τη διοίκησή του), αλλά και ενώσεις προσώπων χωρίς νοµική προσωπικότητα, όπως ιδίως τα πολιτικά κόµµατα. Επίσης τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, υπό προϋποθέσεις για τις οποίες ήδη έγινε λόγος (βλ. παραπάνω, 4, Α), µπορούν να είναι φορείς του δικαιώµατος αυτού. Έτσι π.χ. οι Σύγκλητοι των ΑΕΙ µπορούν να εκφέρουν τη γνώµη τους, ως εκφραστές των αντίστοιχων ιδρυµάτων, για θεσµικές µεταρρυθµίσεις ή οικονοµικά µέτρα που σχεδιάζει το Υπουργείο Παιδείας να επιβάλει στην ανώτατη εκπαίδευση. Αποδέκτης της ισχύος του δικαιώµατος δεν είναι µόνο η κρατική εξουσία, αλλά και οι ιδιώτες, αφενός διότι το άρθρο 14 παρ. 1 Συντ. δεν φαίνεται να διαφοροποιεί ανάλογα µε την κατεύθυνση από την οποία προέρχεται η κατά της ελευθερίας απειλή, αφετέρου διότι η τελευταία µπορεί να προκύψει ακριβώς από αυτούς. Ή µάλλον είναι αναπόφευκτο να προκύψει η απειλή από τους ιδιώτες, ίσως περισσότερο µάλιστα σε σύγκριση µε την κρατική εξουσία. Έγινε παραπάνω λόγος για την ελεύθερη και πλουραλιστική διαµόρφωση της κοινής γνώµης ως συστατικό στοιχείο της ελευθερίας της κοινής γνώµης ως συστατικό στοιχείο της ελευθερίας της έκφρασης και ως προϋπόθεση τελικά της εύρυθµης λειτουργίας του δηµοκρατικού πολιτεύ- µατος. Όµως σε µια ταξικά δοµηµένη και στηριγµένη στον καταµερισµό της εργασίας κοινωνία είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση στα fora της δηµοσιότητας, που αν µη τι άλλο απαιτεί οπωσδήποτε ελεύθερο χρόνο, ανεπτυγµένες δηµόσιες σχέσεις κ.ο.κ., είναι άνισα κατανεµηµένη στα µέλη της. Τα πάγια αυτά δεδοµένα επιτείνονται σήµερα από το γεγονός ότι πλέον τόσο η εκδοτική εφηµερίδων, περιοδικών κ.λπ. δραστηριότητα όσο και η ίδρυση και λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθµών προϋποθέτουν µεγάλη οικονοµική επένδυση και άρα από τα πράγµατα τείνει να δηµιουργηθεί ένα επικίνδυνο για τον πλουραλισµό ολιγοπώλιο. Συνεπώς είναι απαραίτητη καταρχήν η κατοχύρωση του δικαιώµατος ελεύθερης έκφρασης απέναντι στους ποικίλους αυτούς φορείς ιδιωτικής εξουσίας. Το θέµα παρουσιάζει πάντως αποχρώσεις. Όπως ήδη εκτέθηκε (βλ. παραπάνω, 12, Β) η γενική αρχή της ισότητας δεν δεσµεύει τους ιδιώτες. Έτσι ο ιδιώτης π.χ. εκµισθωτής ακινήτου µπορεί να αρνηθεί να συνάψει σύµβαση µε υποψήφιο µισθωτή, επειδή ο τελευταίος έχει εκφράσει συγκεκριµένες κοινωνικές ή πολιτικές ή κοσµοθεωρητικές απόψεις 14, προτιµώντας άλλον λόγω των απόψεων εκείνου. Αν όµως έχει συναφθεί σύµβαση, τότε µόνη η έκφραση απόψεων του αντισυµβαλλόµενου δεν µπορεί ν αποτελέσει σπουδαίο λόγο καταγγελίας της, διότι τούτο θα προσέβαλε την ελευθερία 14 Πρβλ. Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατοµικά δικαιώµατα, Α, 1991,415.

296 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης της έκφρασης του τελευταίου, εκτός αν γίνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δυσχεραίνει τη λειτουργία της συµβατικής σχέσης. Στην περίπτωση αυτή θα θίγονται συνήθως συνταγµατικά δικαιώµατα και από τις δύο πλευρές. Γίνεται έτσι δεκτό, στο πλαίσιο µιας στάθµισης µεταξύ κυρίως των δικαιωµάτων των άρθρων 14 παρ. 1 Συντ. αφενός και 5 παρ. 1 (οικον. ελευθερία) και 17 Συντ. αφετέρου, ότι ο εργαζόµενος δεν µπορεί να προβαίνει σε εκδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα που εκφράζουν συγκεκριµένη πολιτική επιλογή µέσα στον χώρο της επιχείρησης. Τούτο ισχύει ιδίως όταν οι εκδηλώσεις αυτές έχουν απαγορευθεί από τον εργοδότη µε γνώµονα το αντικειµενικό συµφέρον της επιχείρησης, όπως είναι η µη διασάλευση της εργασιακής ειρήνης µε τη δηµιουργία κλίµατος έντασης και αντιπαράθεσης µεταξύ αντιφρονούντων στον ίδιο εργασιακό χώρο 15. Πρέπει εξάλλου να επισηµανθεί ότι, σύµφωνα µε τη νοµολογία του ΕΔΔΑ 16, το άρθρο 10 ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει, όπως είδαµε την ελευθερία της έκφρασης, εφαρµόζεται και σε διαφορές µεταξύ ιδιωτών. Τα συµβαλλό- µενα κράτη έχουν υποχρέωση να λαµβάνουν θετικά µέτρα και να εξασφαλίζουν στους φορείς των σχετικών δικαιωµάτων την αποτελεσµατική άσκηση των τελευταίων. γ. Περιορισµοί της ελευθερίας της έκφρασης Η ελευθερία της έκφρασης τελεί υπό τη γενική επιφύλαξη του νόµου («τηρώντας τους νόµους του Κράτους»). Η νοµολογία ερµηνεύει τη ρήτρα αυτή µε την έννοια ότι αναφέρεται στους γενικούς νόµους 17. Τέτοιοι δεν είναι όσοι επιδιώκουν την µε οποιονδήποτε τρόπο παρεµπόδιση της έκφρασης και διάδοσης γνώµης ή ιδέας ή πληροφορίας ή του ελέγχου των πράξεων ή παραλείψεων των κρατικών οργανώσεων στην άσκηση των καθηκόντων τους, διότι θα παραβίαζαν το άρθρο 14 Συντ. Αντίθετα θεωρούνται θεµιτοί όσοι νόµοι κατατείνουν στην προστασία του ατόµου ή του κοινωνικού συνόλου από την «καταχρηστική» άσκηση του δικαιώµατος ελεύθερης έκφρασης της γνώµης ή διάδοσης πληροφοριών 18. Η αναφορά ωστόσο στην καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος µάλλον συσκοτίζει το πρόβληµα, χωρίς να εισφέρει τίποτε ουσιαστικό στον δικανικό συλλογισµό. Το ζήτηµα είναι αν ο νόµος προστατεύει έννοµα αγαθά και δικαιώµατα αναγόµενα άµεσα ή 15 ΕφΑθ 8796/1988, ΕλλΔνη 1991,613. 16 ΕΔΔΑ 29.2.2000, Fuentes Bobo, ΕΕΕυρΔ 2001,426 και ΕΔΔΑ 16.3.2000, Özgur Gündem, ΕΕΕυρΔ 2001,428. 17 ΑΠ 1341/1993, Ολ., ΕλλΔνη 1994,224. 18 ΑΠ 794/1976, ΠοινΧρον 1977,229.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 297 έµµεσα στο Σύνταγµα 19 και αν η in concreto στάθµιση και πρακτική εναρµόνιση των εκατέρωθεν δικαιωµάτων δικαιολογεί τον περιορισµό ή όχι, ενώ αυτός δεν επιτρέπεται να αναιρεί την ελευθερία της έκφρασης 20. Τούτο συµβαίνει όταν η άσκησή της υπάγεται σε καθεστώς προηγούµενης διοικητικής άδειας, όπως θα δούµε παρακάτω. Στην έννοια πάντως των κατά το άρθρο 14 παρ. 1 Συντ. «νόµων του Κράτους» γίνεται δεκτό ότι περιλαµβάνονται και οι ουσιαστικοί νόµοι 21. Έναν, σχεδόν αυτονόητο θα έλεγε κανείς, περιορισµό της ελευθερίας της έκφρασης θεσπίζουν πρώτα-πρώτα οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν και τιµωρούν τα εγκλήµατα κατά της τιµής (άρθρα 361 επ. ΠΚ). Και είναι αυτονόητος ο περιορισµός αυτός διότι το άρθρο 5 παρ. 2 Συντ. επιτάσσει την «απόλυτη προστασία», χωρίς βέβαια να παύει να είναι απαραίτητη και εδώ µια εναρµόνιση µεταξύ της προστασίας αυτής αφενός και του δικαιώµατος για άσκηση κριτικής αφετέρου (πρβλ. και άρθρο 367 ΠΚ). Ιδιαίτερη διάσταση έχει πάντως το ζήτηµα της προστασίας της τιµής των δηµόσιων προσώπων 22. Αν και ο πολιτικός δεν στερείται της προστασίας γενικά της υπόληψής του, ακόµη και έξω από το πλαίσιο της ιδιωτικής του ζωής, πάντως πρέπει να επιδεικνύει µεγαλύτερη ανοχή στην κριτική από ό,τι ο απλός πολίτης, αφού άλλωστε το στοιχείο της αντιπαράθεσης και αντιδικίας χαρακτηρίζει εξ ορισµού την πολιτική. Με παρόµοιο σκεπτικό το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, µε βάση τα πραγµατικά περιστατικά συγκεκριµένης υπόθεσης, ο χαρακτηρισµός ενός πολιτικού ως «ηλίθιου» σε δηµοσιογραφικό άρθρο δεν συνιστούσε υπέρβαση των θεµιτών ορίων της κριτικής (αφού ο εν λόγω πολιτικός είχε εκφωνήσει οµιλία πρόδηλα προορισµένη να προκαλέσει και ο συντάκτης του άρθρου παρείχε µια αντικειµενικά κατανοητή και στηριγµένη στην οµιλία αυτή εξήγηση του χαρακτηρισµού) και άρα η ποινική καταδίκη του δηµοσιογράφου γι αυτόν ήταν αντίθετη στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ 23. Την ίδια κατά βάση αντίληψη εκφράζει η νοµολογία του Αρείου Πάγου, η οποία δέχεται ότι οι ραδιοφωνικοί σταθµοί έχουν δικαιολογηµένο ενδιαφέρον κατά 19 Πρβλ. Ι. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Η επιφύλαξη υπέρ του νόµου, 2001,207. 20 Πρβλ. Χ. ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Η ερµηνεία του όρου «Δηµόσια Τάξη» ως περιορισµός των ατοµικών ελευθεριών, ΤοΣ 2003,444 επ. 21 Βλ. Α. ΜΑΝΕΣΗ, Η συνταγµατική προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εντύπων, ΤοΣ 1977, 7-8 και έµµεσα ΑΠ 1241/1976, ΤοΣ 1977,176. 22 Πρβλ. Θ. ΜΕΛΦΟΥ, Ελευθερία πληροφόρησης του δηµοσιογράφου και προστασία της προσωπικότητας, ΔτΑ 2001,334 επ. 23 Απόφαση της 1.7.1997, υπόθεση Oberschlick κατά Αυστρίας (ΙΙ), ΤοΣ 1998,557, µε παρατ. Ι. ΣΑΡΜΑ, 560 επ.

298 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης την έννοια του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (λόγος άρσης του αδίκου των πράξεων της εξύβρισης και απλής δυσφήµησης, των άρθρων 361-362 ΠΚ) για τη διατύπωση σχολίων σχετικών µε τη συµπεριφορά προσώπων που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο. Έτσι είναι επιτρεπτές ραδιοφωνικές εκποµπές συνοδευόµενες και από οξεία ακόµη κριτική και δυσµενείς χαρακτηρισµούς π.χ. για τη συµπεριφορά βουλευτή, εκτός αν τα παραπάνω αποτελούν συκοφαντική δυσφήµηση ή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλ. προσβολής της τιµής µε αµφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου ή µε περιφρόνηση αυτού 24. Τα ίδια έχουν κριθεί και για πρόσωπα που κατέχουν άλλα δηµόσια αξιώµατα, όπως π.χ. εκείνο του πρύτανη ΑΕΙ 25. Παρεµφερείς παραδοχές για τη δυνατότητα κριτικής απέναντι σε δηµόσια πρόσωπα συναντώνται και σε αποφάσεις δικαστηρίων της ουσίας 26. Δηµόσια πρόσωπα είναι ωστόσο, κατά µία έννοια, και οι δικαστικοί λειτουργοί, αφού και αυτοί ασκούν πολιτειακή εξουσία, και άρα είναι υποχρεωµένοι, µέσα σε ορισµένα όρια, να δέχονται όχι µόνο την επιστηµονική αλλά και τη δηµοσιογραφική (και γενικότερα την κοινωνική) κριτική των πράξεών τους 27. Αξιοσηµείωτη εδώ είναι απόφαση του ΕΔΔΑ που δέχθηκε ότι αντιβαίνει στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ η καταδίκη δηµοσιογράφων σε (συµβολικού ύψους) αποζηµίωση από τα βελγικά δικαστήρια, επειδή αυτοί είχαν κατηγορήσει δικαστικούς λειτουργούς για παράβαση καθήκοντος και µεροληψία, σε µια σειρά άρθρων τους. Στην κρίση του ΕΔΔΑ βάρυνε το γεγονός ότι τα κρίσιµα άρθρα περιείχαν σωρεία λεπτοµερών πληροφοριών για την επίδικη υπόθεση, έτσι ώστε κανείς δεν µπορούσε να µεµφθεί τους δηµοσιογράφους ότι δεν εκτέλεσαν ορθά την επαγγελµατική τους αποστολή, έστω κι αν τα σχόλιά τους ήταν καυστικά, ενώ η αλήθεια των ισχυρισµών τους δεν αποδείχθηκε 28. Αντίθετα η ελληνική νοµολογία σχετική µε την προσβολή της τιµής δικαστικών (ή εισαγγελέων) λειτουργών από δηµοσιεύµατα εφηµερίδων δεν φαίνεται να αναγνωρίζει, τουλάχιστον σε επίπεδο µείζονος σκέψης και ανεξάρτητα από τα πραγµατικά περιστατικά κάθε υπόθεσης, την ιδιότητα των παραπάνω ως δηµόσιων προσώπων 29. Ήδη µάλιστα η χώρα µας έχει καταδικασθεί για παραβίαση του άρθρου 10 ΕΣΔΑ, εξαιτίας της επιδίκασης από τα ελληνικά δικαστήρια υψηλής αποζηµίωσης υπέρ εισαγγε- 24 ΑΠ 167/2000, ΕλλΔνη 2000,772. 25 ΑΠ 854/2002, ΤοΣ 2003,155. 26 ΕφΑθ 9975/1986, ΕλλΔνη 1987,299, ΔιοικΠρωτΑθ 16280/1995, ΤοΣ 1996,195 επ., ΠολΠρωτΑθ 709/1999, ΝοΒ 1999,1438. 27 Πρβλ. Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, 7 θέσεις για το Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη, 1992,64 επ. 28 Απόφαση της 24.2.1997, υπόθεση De Haes και Gijsels, ΕΕΕυρΔ 1998,149. 29 ΑΠ 788/2000, ΕλλΔνη 2001,162, ΑΠ 1177/2002, ΤοΣ 2003,149.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 299 λέα σε βάρος δηµοσιογράφων, οι οποίοι είχαν εκφέρει δυσµενείς αξιολογικές κρίσεις γι αυτόν (χωρίς, ωστόσο, κατά την κρίση του ΕΔΔΑ, να έχουν ξεπεράσει τα όρια του επιτρεπτού σχολιασµού µιας υπόθεσης που βρίσκεται στην επικαιρότητα) 30. Περαιτέρω είναι προφανές ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν περιλαµβάνει και την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών που ανάγονται στην προστατευόµενη από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 Συντ. απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των προσώπων 31 (βλ. και παραπάνω, 14, Δ και 18, Β). Στον ιδιωτικό αυτό πυρήνα (π.χ. στην ερωτική ζωή των προσώπων) δεν επιτρέπεται να διεισδύσει κανείς, δηµόσια αρχή ή ιδιώτης και κατεξοχήν όχι οι αυτόκλητοι και αυτοδίδακτοι τηλεοπτικοί «εισαγγελείς», αφού άλλωστε τούτο είναι πρόδηλα ασυµβίβαστο προς την επιτασσόµενη από το άρθρο 15 παρ. 2 Συντ. (αλλά δυσεύρετη στην πράξη) «ποιοτική στάθµη των προγραµµάτων» 32. Περιορισµοί στην ελευθερία της έκφρασης γίνεται δεκτό εξάλλου ότι µπορούν να θεσπισθούν για λόγους προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της υγείας ή της (ξένης) ιδιοκτησίας. Είναι συνεπώς συνταγµατική η απαγόρευση της αναγραφής λέξεων ή φράσεων ή παραστάσεων ή συµβόλων σε τοίχους ή άλλες επιφάνειες ιστορικών ιδίως µνηµείων, δηµόσιων κτιρίων, ναών και κτιρίων που δεν ανήκουν στην ιδιοκτησία όποιου γράφει τα παραπάνω 33. Αντίθετα καταφανώς αντισυνταγµατική 34 ήταν η χρονολογούµενη από την εµφυλιοπολεµική περίοδο (α.ν. 942/1946) γενική απαγόρευση, µε απειλή ποινικών κυρώσεων, της αναγραφής σε κάθε προσιτό στο κοινό µέρος συνθηµάτων, λέξεων, φράσεων ή παραστάσεων δηλωτικών πολιτικών ιδεών ή τοιχοκόλλησης εντύπων παρόµοιου περιεχο- µένου. Το ίδιο ισχύει, πολύ περισσότερο, και για την απαγόρευση δηµόσιας εµφάνισης µε στολές, σήµατα ή διακριτικά δηλωτικά συµµετοχής σε πολιτική οργάνωση ή πολιτικής ιδεολογίας. Τέτοιου είδους απαγορεύσεις (ο α.ν. 942/1946 καταργήθηκε µόλις το 1982, µε το άρθρο 2 ν. 1289) στην ουσία αναιρούν το δικαίωµα για ελεύθερη έκφραση 35, αφού αποσκοπούν ευθέως 30 ΕΔΔΑ 27.5.2004, Ρίζος και Ντάσκας, παρ. 42-50 (πρβλ. και περίληψη σε Σ. ΜΑΤΘΙΑ / Λ. ΣΤΑΥΡΙΤΗ, Η προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη, 2005,100 επ.). 31 ΣτΕ ΠΕ 49/2003, ΔτΑ 2004,276. 32 ΣτΕ 3545/2002, ΤοΣ 2002,911. 33 ΑΠ 1241/1976, ΤοΣ 1977,176. 34 Contra ΑΠ 391/1977, ΠοινΧρον 1977,750 και έµµεσα ΑΠ 266/1978, ΤοΣ 1979,139. 35 Πρβλ. Α. ΜΑΝΕΣΗ, Η συνταγµατική προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εντύπων, ΤοΣ 1977,14 επ.

300 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης στην παρεµπόδισή της, χωρίς µάλιστα να εξυπηρετούν την προστασία κανενός άλλου συνταγµατικού δικαιώµατος. Θα πρέπει εδώ να σηµειωθεί ότι ο «κατευνασµός των πολιτικών παθών», στην πραγµατικότητα δηλαδή η καταστολή της αµφισβήτησης της πολιτικής εξουσίας και του κοινωνικού συστήµατος, δεν µπορεί να παράσχει δικαιολογητικό έρεισµα για περιορισµούς της ελευθερίας της έκφρασης σε περίοδο πολιτικής και πολιτειακής οµαλότητας (χωρίς δηλαδή να έχει ανασταλεί η ισχύς του άρθρου 14 µε βάση το άρθρο 48 παρ. 1 Συντ.). Η λήψη τέτοιων µέτρων «κατευνασµού» υποβαθµίζει την ελευθερία σε ελευθερία των συµφωνούντων ή έστω των σιωπούντων (όµως «ο σιωπών δοκεί συναινείν») και έτσι φαλκιδεύει το δηµοκρατικό πολίτευµα. Όπως άλλωστε παρατηρήσαµε (βλ. παραπάνω, 13, Ε), τα ελληνικά συνταγµατικά δεδοµένα δεν παρέχουν έδαφος για θεωρητικές ή νοµολογιακές κατασκευές αντίστοιχες της γερµανικής εµπνεύσεως «µάχιµης» δηµοκρατίας (ακριβέστερα, «δηµοκρατίας»). Για τους ίδιους λόγους είναι πρόδηλα εσφαλµένη και η άποψη ότι δεν επιτρέπεται και δεν προστατεύεται συνταγµατικά η έκφραση και διάδοση πολιτικών ιδεών αντίθετων προς τις αρχές, έστω και τις θεµελιώδεις, του ίδιου του Συντάγµατος 36. Από καµία συνταγµατική διάταξη δεν συνάγεται τέτοια απαγόρευση. Εκείνο που απαγορεύεται είναι η απόπειρα βίαιης κατάλυσης του Συντάγµατος (άρθρο 120 παρ. 4). Συνεπώς ακόµη και ο ρατσιστικός ή µισαλλόδοξος λόγος δεν µπορεί να θεωρηθεί ότι εκφεύγει συνολικά και εκ των προτέρων από το προστατευτικό πεδίο των άρθρων 14 Συντ. και 10 ΕΣΔΑ 37, αν δεν εξωθεί στη διάπραξη παράνοµων πράξεων 38 (π.χ. βιαιοτήτων κατά συγκεκριµένης πληθυσµιακής οµάδας). Γενικότερος προβλη- µατισµός εκφράζεται εξάλλου στη θεωρία ως προς τη συνταγµατικότητα, ή πάντως την ανάγκη συσταλτικής σύµφωνης µε το Σύνταγµα ερµηνείας, των διατάξεων του Στ κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 183 επ.) περί επιβολής της δηµόσιας τάξης 39. Οι γενικές απαγορεύσεις της έκφρασης είναι αντισυνταγµατικές έστω κι αν δεν αφορούν πολιτικές ιδέες ή γνώµες. Τέτοιο παράδειγµα 40 αποτελεί η κατά το άρθρο 36 ν. 75/1975 απαγόρευση κάθε κρίσης µε οποιονδήποτε τρόπο από αθλητές, προπονητές και µέλη διοικ. συµβουλίων αθλητικών 36 Πρβλ. όµως ΕφΑθ 7716/1977, Αρµ. 1978,97. 37 Πρβλ. ΕΔΔΑ 23.9.1994, Jersild, ΕΕΕυρΔ 1995,936. 38 Πρβλ. Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου ως συνταγµατικό πρόβληµα, ΕΕΕυρΔ 2001,31 επ. 39 Βλ. Χ. ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Η δηµόσια τάξη ως συνταγµατικά αποδεκτός περιορισµός της ελευθερίας του λόγου, ΠοινΔικ 2005,333 επ. 40 Βλ. Γ. ΚΑΣΙΜΑΤΗ, Συνταγµατικότης του άρθρου 36 του Ν. 75/1975, ΤοΣ 1976,45 επ.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 301 σωµατείων για τα πρόσωπα των διαιτητών ή τη διαιτησία τους, ή κατά των αποφάσεων του Ανώτατου Συµβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών. Αυτή η ολοκληρωτική απαγόρευση, χωρίς διάκριση ως προς το περιεχόµενο και τον χρόνο της κρίσης που εκφράζεται, δεν εισάγει απλά περιορισµούς και προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώµατος για έκφραση των στοχασµών, αλλά το αφαιρεί ολοσχερώς από τα παραπάνω πρόσωπα, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 14 παρ. 1 Συντ. 41. δ. Η ελευθερία της έκφρασης για ιδιαίτερες κατηγορίες προσώπων Ιδιαίτερη σηµασία έχει το ζήτηµα των περιορισµών της ελευθερίας της έκφρασης στα πλαίσια των λεγόµενων «ειδικών σχέσεων εξουσίασης» (βλ. παραπάνω, 4, Β). Σχετικά έχει κριθεί ότι το άρθρο 14 εφαρµόζεται και για τους δηµόσιους υπαλλήλους, πολιτικούς, στρατιωτικούς ή αστυνοµικούς, σε σχέση όµως µε την άσκησή του από αυτούς είναι θεµιτοί όχι µόνο οι γενικοί περιορισµοί τους οποίους ο νόµος (ιδιαίτερα ο ποινικός) επιβάλλει σε κάθε πολίτη, αλλά και ειδικότεροι περιορισµοί. Αυτοί ωστόσο πρέπει να δικαιολογούνται από τη φύση της υπαλληλικής σχέσης και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή και να µην αναιρούν στην ουσία το δικαίωµα και τη γενικά αναγνωρισµένη έκταση της εφαρµογής του. Τέτοιον ανεπίτρεπτο περιορισµό συνιστά και η εξάρτηση της άσκησης του δικαιώµατος από προηγούµενη άδεια της προϊστάµενης ή άλλης αρχής, δεδοµένου ότι σε περίπτωση άρνησης παροχής της άδειας καθίσταται ανενεργό το βασικό για την έννοια της δηµοκρατίας ατοµικό αυτό δικαίωµα 42. Ειδικότερα η ελληνική νοµολογία δέχεται ότι δεν µπορεί να θεµελιώσει πειθαρχικό παράπτωµα η διατύπωση από τον υπάλληλο (εννοείται ακόµη και κατά την άσκηση των καθηκόντων του) γνώµης αντίθετης από εκείνη της προϊστάµενής του αρχής ή της κυβέρνησης, εφόσον αυτή χαρακτηρίζεται από «αντικειµενικότητα» (τούτο πάντως πρέπει να εκληφθεί ότι αφορά το ύφος και όχι το περιεχόµενο της γνώµης). Ανεπίτρεπτη κριτική υφίσταται µόνο όταν η διατύπωση της γνώµης γίνεται µε ύφος οξύ και εριστικό και µε τη µορφή αντιδικίας προς τη δηµόσια αρχή 43. Αντίστοιχα και το ΔΕΚ δέχεται ότι οι (κοινοτικοί) υπάλληλοι είναι φορείς της ελευθερίας της έκφρασης, υπέχοντας µόνο υποχρέωση «περίσκεψης». Αυτή παραβιάζεται µόνο όταν ο υπάλληλος καθυβρίζει ή θίγει σοβαρά τον οφειλόµενο στον βαθµολογητή σεβασµό 44. Παραπέρα ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να κάνει χρήση της ιδι- 41 ΑΠ 926/1980, Ολ., ΝοΒ 1980,270. 42 ΣτΕ 1802/1986, ΤοΣ 1987,341, ΣτΕ 780/1981, ΤοΣ 1982,74, ΣτΕ 251/2001, ΔιΔικ 2002,392. 43 ΣτΕ 1048/1975, ΤοΣ 1976,337, ΣτΕ 3820/1990, ΕλλΔνη 1992,220. 44 ΔΕΚ C- 150/98 Ρ, ΟΚΕ των ΕΚ, ΔιΔικ 2001,1521.

302 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης ότητάς του για να διαδίδει τις ιδέες του, ούτε να επηρεάζεται από τις πολιτικές πεποιθήσεις του ίδιου ή των ενδιαφεροµένων κατά την υπηρεσιακή ρύθµιση των υποθέσεών τους και οφείλει ιεραρχική υποταγή στην κυβέρνηση 45. Ωστόσο εκτός υπηρεσίας δικαιούται να εκφράζεται ελεύθερα, σεβόµενος µόνο την επιβαλλόµενη από την ιδιότητά του υποχρέωση διακριτικότητας έναντι των τρίτων και του κράτους 46. Ιδιαίτερη σηµασία έχει η κατοχύρωση της ελευθερίας της έκφρασης των συνδικαλιστών. Σχετική πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε εύστοχα ότι δηλώσεις συνδικαλιστή αστυνοµικού για θέµατα υπηρεσιακής εξέλιξης και µισθολογίου και η εκ µέρους του κριτική της στάσης της ηγεσίας της Αστυνοµίας καλύπτονται από το άρθρο 14 παρ. 1 Συντ., εφόσον δεν θίγονται υπηρεσιακά απόρρητα και τηρείται η επιβαλλόµενη γλωσσική εγκράτεια, ευπρέπεια και καλή πίστη 47. Εξάλλου περιορισµούς στην ελευθερία της έκφρασης των δικαστικών λειτουργών, στρατιωτικών και υπαλλήλων των σωµάτων ασφαλείας και (πολιτικών) δηµόσιων υπαλλήλων γενικά θεσπίζει το άρθρο 29 παρ. 3 Συντ. Η διάταξη αυτή εισάγει εξαίρεση από τις γενικές αρχές που καθιερώνονται από τα άρθρα 14 παρ. 1 και 29 παρ. 1 Συντ. και συνεπώς πρέπει να ερµηνεύεται στενά. Έτσι π.χ. δεν είναι δυνατή η εφαρµογή της σε άλλες κατηγορίες δηµόσιων λειτουργών κατ αντιδιαστολή προς τους υπαλλήλους εκτός των δικαστικών, όπως είναι οι καθηγητές ΑΕΙ (άρθρο 16 παρ. 5 Συντ. πρβλ. και άρθρο 56 παρ. 2 Συντ.), ούτε σε άλλα πολιτικά µορφώµατα (π.χ. δηµοτικές παρατάξεις) ή, πολύ περισσότερο, σε συνδικαλιστικές οργανώσεις 48. Ωστόσο το Συµβούλιο της Επικρατείας πρόσφατα έκρινε ότι η ενεργός ανά- µειξη αξιωµατικού της ΕΛ.ΑΣ. στον προεκλογικό αγώνα της συζύγου του για την εκλογή της ως νοµαρχιακής συµβούλου (χωρίς µάλιστα να προκύπτει χρήση της ιδιότητάς του ως αξιωµατικού) στοιχειοθετούσε το πειθαρχικό παράπτωµα της έλλειψης υπηρεσιακής ευθύνης και παραβίασης της αστυνοµικής δεοντολογίας 49. Σηµαντικές αλλαγές στο άρθρο 29 παρ. 3 Συντ. επέφερε η πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγµατος. Αξιοσηµείωτη είναι ιδίως η ρητή διευκρίνιση ότι οι εκδηλώσεις όχι µόνο υπέρ (όπως προέβλεπε το αρχικό κείµενο της διάταξης) αλλά και κατά πολιτικού κόµµατος απαγορεύονται µόνο κατά 45 Βλ. Α. ΤΑΧΟΥ, Δηµόσιο υπαλληλικό δίκαιο, 4 1996, 164 επ., 177 επ. 46 ΣτΕ 2209/1977, ΤοΣ 1977,636. 47 ΤριµΔιοικΠρωτΑθ 17081/1996, ΕλλΔνη 1998,1218. 48 ΑΠ 1684/1986, ΝοΒ 1987,221. 49 ΣτΕ 1560/2005, ΕλλΔνη 2005,1301.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 303 την άσκηση των καθηκόντων τους στους δηµόσιους υπαλλήλους (και στους εξοµοιούµενους προς αυτούς υπαλλήλους οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου ή δηµόσιων κ.λπ. επιχειρήσεων). Με τον τρόπο αυτό η διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 29 Συντ. ευθυγραµµίσθηκε προς τις επιταγές του άρθρου 10 ΕΣΔΑ, δεδοµένου ότι το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί πως η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε δηµόσια υπάλληλο (εκπαιδευτικό) για την εκτός υπηρεσίας κοµµατική της δραστηριοποίηση παραβιάζει την ανωτέρω διάταξη 50. Ο αναθεωρητικός νοµοθέτης του 2001 διατήρησε πάντως την «απόλυτη» απαγόρευση εκδηλώσεων υπέρ (πλέον και κατά) πολιτικού κόµµατος για τους δικαστικούς λειτουργούς και όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάµεις και τα σώµατα ασφαλείας, αδιακρίτως εντός και εκτός υπηρεσίας, επειδή αυτοί αποτελούν το «σκληρό πυρήνα του κράτους» 51. Σε ό,τι αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, το άρθρο 91 παρ. 5 ν. 1756/ 1988, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 3 ν. 1868/1989, ορίζει ότι δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωµα η έκφραση γνώµης δηµοσίως, εκτός αν γίνεται µε σκοπό τη µείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή υπέρ ορισµένου κόµµατος ή άλλης ορισµένης πολιτικής οργάνωσης. Η Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου, ερµηνεύοντας τη διάταξη αυτή σε συνδυασµό µε τα άρθρα 14 παρ. 1 και 29 παρ. 3 Συντ. και 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ, δέχθηκε ότι επιτρέπεται στο δικαστή η έκφραση γνώµης δηµοσίως, εκτός αν αποτελεί οποιασδήποτε µορφής εκδήλωση υπέρ ή κατά πολιτικού κόµµατος ή κατά τις περιστάσεις είναι ασυµβίβαστη προς το αξίωµά του και θίγει το κύρος αυτού ως δικαστή ή της δικαιοσύνης 52. Ωστόσο η αναφορά σε κρίση «κατά τις περιστάσεις»για το τι συνιστά ασυµβίβαστη προς το αξίωµα διαγωγή φαίνεται να σχετικοποιεί σε επικίνδυνο βαθµό την προστασία του συνταγµατικού δικαιώµατος για ελεύθερη έκφραση. Ως προς τους στρατιωτικούς τέλος το Συµβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει, κατά την άσκηση της γνωµοδοτικής του αρµοδιότητας, ότι είναι αντισυνταγµατική η γενική απαγόρευση έστω και απλής κατοχής και ανάγνωσης µέσα στις µονάδες τους κάθε φύσης πολιτικών εντύπων και εκδόσεων που µπορούν να κλονίσουν την πειθαρχία ή έχουν αντιστρατιωτικό περιεχόµενο 53. Αργότερα ωστόσο υπαναχώρησε από την αρχική ορθή θέση του, δεχόµενο ότι είναι θεµιτή η απαγόρευση εισαγωγής στις µονάδες εντύ- 50 Απόφαση της 26.9.1995, υπόθεση Vogt κατά Γερµανίας, ΕΕΕυρΔ 1996,689. 51 Βλ. Πρακτικά Βουλής, Περίοδος Ι, Σύνοδος Α, 2001,5187 (Ε. Βενιζέλος). 52 ΑΠ 4/1991, Ολ., ΔιΔικ 1991,469. 53 ΣτΕ ΠΕ 720/1983, ΤοΣ 1984,113.

304 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης πων τέτοιου περιεχοµένου 54. Μπορούµε εδώ να παρατηρήσουµε ότι είναι πολύ δύσκολη η διάκριση µεταξύ εντύπων τα οποία µπορούν να κλονίσουν την πειθαρχία και όσων δεν µπορούν. Την πειθαρχία πάντως δεν µπορεί να την κλονίσει ή «κατά µόνας» ανάγνωση ή η απλή κατοχή εντύπων, αλλά µόνο η επιδεικτική τυχόν προβολή τους. Το ίδιο βέβαια θα ήταν δυνατό να συµβεί, ίσως κατά µείζονα λόγο, µε την προβολή και «συζήτηση» επί του περιεχοµένου π.χ. αθλητικών εντύπων. Άρα η σχετική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 π.δ. 130/1984 (Στρατιωτ. Κανονισµός 20-1) είναι απρόσφορη και µη αναγκαία και συνεπώς θα έπρεπε να θεωρηθεί αντισυνταγµατική. Ως τέτοια θεωρήθηκε πάντως πιο πρόσφατα η απαγόρευση στους δόκιµους αστυφύλακες να εισάγουν και διαβάζουν µέσα στη Σχολή τους έντυπα γενικά µη σχετιζόµενα προς τα διδασκόµενα µαθήµατα 55. Προβληµατική είναι και η συνταγµατικότητα της κατά το άρθρο 25 π.δ. 130/1984 γενικής απαγόρευσης της έκφρασης των στρατιωτικών σε ζητήµατα πολιτικού περιεχοµένου και της κάθε µορφής δήλωσής τους στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής Άµυνας. Περαιτέρω πρέπει να σηµειωθεί ότι αντίκειται τόσο στο άρθρο 14 Συντ. όσο και στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ η επιβολή κυρώσεων σε στρατιωτικούς για την εκ µέρους τους άσκηση κριτικής, όταν αυτή δεν έχει αντικειµενικά δυσµενείς επιπτώσεις στη στρατιωτική πειθαρχία, όπως συνέβαινε κατά την εφαρµογή του άρθρου 74 του προϊσχύσαντος ΣΠΚ (βλ. παραπάνω, 17,Α). Β. Η ελευθερία ειδικότερα του τύπου α. Η έννοια του τύπου και η έκταση της συνταγµατικής προστασίας του Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 έδωσε ιδιαίτερη έµφαση στην ελευθερία του τύπου, ως επιµέρους µορφή εκδήλωσης της εν γένει ελευθερίας της έκφρασης, τόσο στην ίδια την παρ. 1 και την παρ. 2 όσο και στις µάλλον παραφορτωµένες µε υπερβολικές για συνταγµατικό κείµενο λεπτοµέρειες διατάξεις των παρ. 3 έως 9 του άρθρου 14. Και για την ελευθερία του τύπου ισχύουν βέβαια όσα έχουν εκτεθεί σχετικά µε την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως σε ό,τι αφορά τη σηµασία της για τη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτή, όπως η διπλή φύση των παραπάνω ελευθεριών, ως ατοµικών δικαιωµάτων αλλά και θεσµικών εγγυήσεων. Συνεπώς, όπως δέχεται η νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, το κράτος υποχρεούται όχι µόνο να απέχει από κάθε ενέργεια που µπορεί να αναιρέσει ή παρακωλύσει ουσιωδώς την άσκηση του δικαιώµα- 54 ΣτΕ ΠΕ 652/1994, ΤοΣ 1995,206. 55 ΣτΕ ΠΕ 452/1995, ΤοΣ 1995,960.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 305 τος, αλλά και να λαµβάνει τα κατά περίπτωση πρόσφορα (θετικά) µέτρα για τη διευκόλυνση της άσκησής του 56. Ο όρος «τύπος» ερµηνεύεται πάγια 57 µε ευρύτατη έννοια, περιλαµβάνοντας όχι µόνο την τυπογραφία, αλλά και τη λιθογραφία, τη φωτογραφία και γενικά κάθε µηχανικό ή χηµικό µέσο µε το οποίο επιτυγχάνεται η παραγωγή µεγάλου αριθµού όµοιων αντιτύπων, γραπτών κειµένων, εικόνων κ.λπ., σε χαρτί, ύφασµα, µέταλλο, πλαστικό, γυαλί ή άλλη ύλη 58. Έτσι άλλωστε τον αντιλαµβάνεται και ο κοινός νοµοθέτης (άρθρο 1 α.ν. 1092/1938). Η ελευθερία του τύπου καταλαµβάνει όλα τα στάδια, από την προετοιµασία της έκδοσης του εντύπου έως και την ανάγνωσή του από το κοινό. Ειδικότερα: Η έκδοση εφηµερίδων ή άλλων εντύπων µπορεί να γίνει από τον καθένα, χωρίς περιορισµούς ως προς την εθνικότητά του, ως προς το αν πρόκειται για φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, για ανήλικο (µαθητικές «εφηµερίδες») κ.λπ. Τούτο προκύπτει όχι µόνο από την απόλυτη διατύπωση του εδ. α της παρ. 2 του άρθρου 14, σε συνδυασµό µε την αναφορά στον «καθένα» της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, αλλά και από την παράλειψη στο ισχύον Σύνταγµα της ρήτρας του άρθρου 14 παρ. 5 Συντ. 1052 («η έκδοσις εφηµερίδων επιτρέπεται µόνον εις πολίτας έλληνας µη εστερηµένους των πολιτικών αυτών δικαιωµάτων»). Μοναδικός περιορισµός που θα µπορούσε να γίνει δεκτός είναι ότι όχι µόνο δεν έχουν καταρχήν συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα, αλλ αντίθετα συνάγεται έµµεσα απαγόρευση έκδοσης πολιτικών ή οικονοµικών εφηµερίδων από νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου ή και ιδιωτικού δικαίου, των οποίων η πλειοψηφία των µετόχων εκλέγεται από το κράτος. Έτσι αν π.χ. µια κρατική τράπεζα είναι η µεγαλύτερη δανείστρια υπερχρεω- µένου εκδοτικού συγκροτήµατος, δεν νοείται ανάληψη από αυτή της διοίκησής του, ενδεχοµένως µε µετοχοποίηση των χρεών ή µε συµµετοχή της σε τυχόν πλειστηριασµό. Και τούτο διότι η ύπαρξη κρατικών εφηµερίδων, εκτός από την Εφηµερίδα της Κυβέρνησης όπου αποκτά νόµιµη υπόσταση ο θεσµοποιηµένος λόγος της εξουσίας και δεν ισχύουν οι ρυθµίσεις του άρθρου 14, αλλά εκείνες των άρθρων 35 παρ. 1 και 42 παρ. 1 Συντ., θα ισοδυναµούσε µε την ανάπτυξη µιας παράπλευρης «ηµιεπίσηµης» έκφρασης της κρατικής εξουσίας. Ουσιαστικά θα επρόκειτο για ένα παρακράτος ασυµβίβαστο µε την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Με τη θεσµική εγγύηση της ελευθερίας του τύπου ως βάσης της δηµοκρατίας 56 ΣτΕ 2109/1988, Ολ., ΔιΔικ 1989,336. 57 Βλ. Ν.Ν. ΣΑΡΙΠΟΛΟΥ, Σύστηµα του Συνταγµατικού Δικαίου της Ελλάδος, Γ, 4 1923, 110 επ. 58 Πρβλ. ΑΠ 669/1985, ΝοΒ 1986,447.

306 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης µπορεί να θεωρηθεί συµβατή µόνο η έκδοση ενηµερωτικών εντύπων περιοδικού χαρακτήρα από ν.π.δ.δ. για σκοπούς σχετικούς µε το αντικείµενο δράσης τους, π.χ. έκδοση από το ΙΚΑ για την ενηµέρωση των ασφαλισµένων σε συνταξιοδοτικά ζητήµατα. Εάν το νοµικό πρόσωπο αυτό διαθέτει και λειτουργική αυτοτέλεια, τότε µπορεί να γίνει λόγος και για ελευθερία του τύπου (πρβλ. παραπάνω, 4, Α), π.χ. για τα νοµικά περιοδικά των δικηγορικών συλλόγων. Ελεύθερη είναι και η συλλογή πληροφοριών, χωρίς εννοείται να παραβιάζονται διατάξεις του Συντάγµατος ή των «γενικών νόµων», µε την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω 59, η διαµόρφωση του περιεχοµένου και ακόµη η επιλογή του σχήµατος, αριθµού σελίδων 60 και αντιτύπων και γενικά της µορφής του εντύπου. Στα θέµατα αυτά πάντως η νοµολογία δέχεται την ύπαρξη περιορισµών, όπως την ύπαρξη υποχρέωσης των δηµοσιογράφων για µαρτυρία σχετικά µε όσα περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση του επαγγέλµατός τους 61. Είναι όµως πρόδηλο ότι η άρνηση του δηµοσιογραφικού απορρήτου δυσχεραίνει τη συλλογή πληροφοριών από τον τύπο και άρα την ενηµέρωση της κοινής γνώµης. Ακόµη πιο προβληµατική είναι η παραδοχή 62 από τη νοµολογία της συνταγµατικότητας του άρθρου 39 παρ. 3 ν. 1092/1938. Αυτό προβλέπει ότι «αρξαµένης ποινικής διώξεως, ο αρµόδιος Εισαγγελεύς µετά σύµφωνον γνώµη του Ανακριτού της υποθέσεως δύναται να διατάξη την απαγόρευσιν οιασδήποτε δηµοσιεύσεως σχετικής προς την επενεργούµενην ανάκρισιν ή άλλην πράξιν της ποινικής διαδικασίας». Η επίκληση της ανάγκης «οµαλής και ακωλύτου διεξαγωγής της ανακρίσεως» δεν φαίνεται αρκετή για να δικαιολογήσει µια τέτοια απόλυτη συσκότιση για εγκληµατικές πράξεις οι οποίες µπορεί να έχουν πολιτική ή ευρύτερη κοινωνική σηµασία και άρα προκαλούν το δικαιολογηµένο ενδιαφέρον της κοινής γνώµης. Θα όφειλε να επιδιωχθεί η πρακτική εναρµόνιση (βλ. παραπάνω, 10) της ελευθερίας του τύπου και της απονοµής της ποινικής δικαιοσύνης και όχι να παραµερισθεί µονόπλευρα η πρώτη σε όφελος της δεύτερης. Νεότερες αποφάσεις πλειοδοτούν πάντως σε µονοµέρεια, δεχόµενες αβασάνιστα ότι γενικά η διαφύλαξη της τάξεως και η πρόληψη του εγκλήµατος έχουν το προβάδισµα 59 Πρβλ. Θ. ΜΕΛΦΟΥ, Ελευθερία πληροφόρησης του δηµοσιογράφου και προστασία της προσωπικότητας, ΔτΑ 1999,303 επ. 60 Contra ΣτΕ 189/1964, ΕΔΔ 1964,236, η οποία έχει όµως ανατραπεί από νεότερη νοµολογία, βλ. παρακάτω υποσ. 72. 61 ΑΠ 980/1987, ΝοΒ 1987,1446. 62 ΑΠ 794/1976, Ολ., ΤοΣ 1977,173.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 307 έναντι της ελευθερίας της γνώµης και του τύπου 63. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές δεν θα µπορούσε βέβαια να αναµένει κανείς από τα ποινικά δικαστήρια τίποτε καλύτερο από την αναγνώριση της συνταγµατικότητας της, πιο περιορισµένης σε σχέση µε το άρθρο 39 παρ. 3 ν. 1092/1938, απαγόρευσης, µε διάταξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηµοσίευσης αυτούσιων των προκηρύξεων τροµοκρατικών οργανώσεων 64 (άρθρο 6 ν. 1916/1990, που καταργήθηκε µε το ν. 2172/1993). Ελεύθερη είναι παραπέρα και η στελέχωση των εφηµερίδων, περιοδικών και λοιπών εντύπων µε συντακτικό πρόσωπο, το οποίο δεν είναι απαραίτητο να αποτελείται από επαγγελµατίες δηµοσιογράφους. Η αναφορά του άρθρου 14 παρ. 8 Συντ. στον καθορισµό µε νόµο των προϋποθέσεων και προσόντων για την άσκηση του δηµοσιογραφικού επαγγέλµατος δεν έχει την έννοια ότι όσοι δεν συγκεντρώνουν τις παραπάνω προϋποθέσεις και προσόντα δεν θα µπορούν να δηµοσιεύουν άρθρα, σχόλια κ.λπ. στον τύπο. Τέτοια ερµηνεία θα ήταν ευθέως αντίθετη προς τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 14, αφού θα περιόριζε σε µικρό αριθµό προσώπων την ελευθερία έκφρασης µέσω του τύπου 65. Συνεπώς µε το νόµο αυτό µπορούν να ρυθµισθούν ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά, µισθολογικά και άλλα επαγγελµατικά θέµατα των δηµοσιογράφων, καθώς και η συµµετοχή τους στις οικείες επαγγελµατικές ενώσεις, και να ορισθεί ότι όσοι δεν συγκεντρώνουν τις νόµιµες προϋποθέσεις και προσόντα δεν απολαµβάνουν των σχετικών δικαιωµάτων. Δεν µπορεί όµως να απαγορευθεί η µόνιµη ή έκτακτη συνεργασία εφηµερίδων, περιοδικών κ.λπ. και µε άλλα πρόσωπα, εκτός του κύκλου των επαγγελµατιών δηµοσιογράφων. Εξάλλου η νοµολογία δέχεται ότι είναι δυνητική για τον κοινό νοµοθέτη η θέσπιση του νόµου της παρ. 8 ή η πρόβλεψη ελεύθερης άσκησης του δηµοσιογραφικού επαγγέλµατος, πράγµα που συµβαίνει στην πράξη µετά την κατάργηση µε το άρθρο 1 παρ.1 ν. 780/1978 του δικτατορικού ν.δ. 1004/1971 «περί δηµοσιογραφικού επαγγέλµατος» 66. Η ελευθερία του δηµοσιογράφου έναντι του εκδότη (εσωτερική ελευθερία του τύπου) συνίσταται στο ότι δεν µπορεί να υποχρεωθεί να γράψει οτιδήποτε αντίθετο προς τις προσωπικές του απόψεις, προκειµένου να ακολουθήσει τη «γραµµή» της εφηµερίδας, ούτε βέβαια δεσµεύεται στην έκφραση των απόψεών του εκτός της εφηµερίδας 67. Δεν εκτείνεται όµως 63 ΤριµΠληµΑθ 49426/1991, ΝοΒ 1992,337. 64 Βλ. παραπάνω, υποσ. 63, και ΤριµΠληµΛαρ 1074/1992, Υ 1993,351. 65 Πρβλ. Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Η αυτορρύθµιση των µέσων πληροφόρησης, ΤοΣ 1999,467. 66 ΑΠ 66/1982, ΤοΣ 1982,569. 67 Πρβλ. ΑΠ 298/1983, ΕλλΔνη 1983,962.

308 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης καταρχήν σε ελευθερία να δηµοσιεύσει τις γνώµες του στο έντυπο όπου εργάζεται, εφόσον βρίσκονται σε αντίθεση προς την παραπάνω «γραµµή», όπως αυτή καθορίζεται από τον εργοδότη στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώµατος 68. Ακόµη η ελευθερία του τύπου περιλαµβάνει την ελευθερία κυκλοφορίας, διανοµής και πώλησης των εντύπων. Έχει κριθεί έτσι ότι είναι αντισυνταγµατική η εξάρτηση της κυκλοφορίας προκηρύξεων και άλλων εντύπων από άδεια της αστυνοµικής αρχής 69. Με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να θεωρηθεί αντισυνταγµατική και η απαίτηση προηγούµενης διοικητικής άδειας για εξαγωγή προς κυκλοφορία στο εξωτερικό εφηµερίδων και περιοδικών (άρθρο 16 ν.δ. 4231/1962) 70. Ως προς την πώληση, η νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από αµφιταλαντεύσεις 71, κατέληξε στο ότι ο καθορισµός της τιµής των εφηµερίδων αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώµατος για έκδοση εφηµερίδας και δεν επιδέχεται νοµοθετική παρέµβαση, η οποία θα αναιρούσε στην πραγµατικότητα το δικαίωµα. Έτσι οι µεν εκδότες έχουν ατοµικό δικαίωµα να καθορίζουν ελεύθερα την τιµή πώλησης των εφηµερίδων τους, οι δε πολίτες έχουν επίσης ατοµικό δικαίωµα να επιλέγουν για την πληροφόρησή τους την εφηµερίδα της προτίµησής τους, κατά συνεκτίµηση και του παράγοντα της τιµής της 72. Οι παραδοχές αυτές δεν φαίνονται πάντως να λαµβάνουν επαρκώς υπόψη τη θεσµική διάσταση της ελευθερίας του τύπου και την ενδεχόµενη ανάγκη παρέµβασης της κρατικής εξουσίας για την αποτροπή µονοπωλιακών καταστάσεων, µέσω της παρεµπόδισης πολιτικών τεχνητής συµπίεσης των τιµών για την εξόντωση των οικονοµικά ασθενεστέρων 73. Αργότερα η «ατοµοκεντρική» αυτή νοµολογία επεκτάθηκε, αφού κρίθηκε ότι το άρθρο 14 παρ. 1 και 2 Συντ. απαγορεύει, εκτός του καθορισµού της τιµής πώλησης των εφηµερίδων, και τη λήψη κάθε άλλου µέτρου που επηρεάζει την τιµή αυτή σε τέτοιο βαθµό ώστε να παρεµποδίζεται ουσιωδώς η ελεύθερη διάθεση και διάδοσή τους. Τέτοια ουσιώδη παρεµπόδιση θεωρήθηκε ότι συνιστά η αύξηση της εργοδοτικής εισφοράς 68 Βλ. Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατοµικά δικαιώµατα, Α, 1991,507. 69 ΑΠ 355/1965, ΠοινΧρον 1966,25. 70 Conta ΕφΑθ 4866/1975, ΤοΣ 1976,506. 71 ΣτΕ 2787/1980, ΤοΣ 1981,675 και ΣτΕ 4129/1980, ΤοΣ 1981,681. 72 ΣτΕ 903/1981, Ολ., ΤοΣ 1981,701. 73 Βλ. Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Η συνταγµατική προβληµατική του καθορισµού της τιµής των εφη- µερίδων, Αρµ. 1988, 853-4.

Ελευθερία της έκφρασης και του τύπου 309 στο Ταµείο Ασφαλίσεων Εργατών Τύπου από 1,98% σε 7% 74 ή έστω και σε 5% 75, επί της τιµής των φύλλων των ηµερήσιων εφηµερίδων. Αντίθετα τα πολιτικά δικαστήρια δεν θεώρησαν αντισυνταγµατική την απαγόρευση χορήγησης δώρων, βραβείων, βιβλίων και άλλων παροχών από τις εφηµερίδες στους αναγνώστες τους 76 (άρθρο 17 παρ. 1 α.ν. 1092/ 1938), αν και αυτή αποτελεί πλέον ευρύτατα διαδεδοµένη πρακτική χωρίς εµφανείς αντιδράσεις. Σύµφωνος µε το Σύνταγµα κρίθηκε και ο περιορισµός πώλησης των εφηµερίδων µόνο από αδειούχους εφηµεριδοπώλες και περιπτερούχους 77 (άρθρο 1 ν.δ. 2943/1954), παρά το ότι δεν βρίσκει καµία δικαιολογία στη διασφάλιση της πολυφωνίας 78, το αντίθετο µάλιστα, αφού έτσι εµποδίζεται η διακίνηση κοµµατικών εφηµερίδων από τα µέλη των κοµ- µάτων. Γενικότερα πάντως θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι η ελευθερία του τύπου εµπεριέχει λογικά και την ελευθερία του πληροφορείσθαι διά του τύπου, δεν περιορίζεται δηλαδή στην ελευθερία του εκδότη ή του δηµοσιογράφου, αλλ εκτείνεται και στην ελευθερία του αναγνώστη. Αυτή ακριβώς η όψη της καθιστά την ελευθερία του τύπου ελευθερία θεµελιώδους σηµασίας, τόσο πολυτιµότερη όσο η ύπαρξή της αποτελεί µια από τις ουσιώδεις εγγυήσεις σεβασµού των άλλων δικαιωµάτων και ελευθεριών και της ίδιας της λαϊκής κυριαρχίας, όπως εύστοχα επισηµαίνει η νοµολογία του γαλλικού Συνταγ- µατικού Συµβουλίου 79. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές όµως την ελευθερία του τύπου µπορεί να µην την υπηρετεί αποκλειστικά η αποχή του νοµοθέτη από οποιαδήποτε επέµβαση, αλλ αντίθετα να είναι αναγκαία µερικές φορές η νο- µοθετική πρόβλεψη εγγυήσεων της πολυφωνίας και της διαφάνειας, όπως δέχεται η παραπάνω νοµολογία. Αντίθετα δεν είναι ανεκτή η εξουσιαστική παρέµβαση σε σχέση µε το καθορισµό του περιεχοµένου του εντύπου. β. Ειδικές διασφαλίσεις της ελευθερίας του τύπου Το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. β Συντ. περιβάλλει την ελευθερία του τύπου µε µια επιπλέον διασφάλιση, δηλ. την απαγόρευση της λογοκρισίας και κάθε άλλου προληπτικού µέτρου. Η διάταξη αυτή προσδίδει έµφαση σε µια αρχή 74 ΣτΕ 832/1985, Ολ., ΤοΣ 1985,94. 75 ΣτΕ 2959/1990, ΕΔΔ 1991,608. 76 ΜονΠρωτΑθ 97/1986, ΝοΒ 1987,937. 77 ΑΠ 323/1978, Ολ., ΝοΒ 1978,415. 78 Πρβλ. Α. ΜΑΝΕΣΗ, Η συνταγµατική προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εντύπων, ΤοΣ 1977,9 επ. 79 Απόφαση της 10 και 11.10.1984, 181 DC, σε: L. FAVOREU / L. PHILIP, Les grandes décisions du Conseil constitutionnel, 8 1995, 574 επ.

310 Ελευθερία γνώµης και πνευµατικής κίνησης που ισχύει ούτως ή άλλως για κάθε τρόπο έκφρασης, αφού, όπως είδαµε (βλ. παραπάνω 21, Α, δ), θεωρείται γενικά αντισυνταγµατική η απαίτηση προηγούµενης άδειας για την άσκηση των δικαιωµάτων του άρθρου 14 Συντ. Λογοκρισία είναι ο προηγούµενος της δηµοσίευσης και κυκλοφορίας εξουσιαστικός έλεγχος του περιεχοµένου, µε συνέπεια την απαγόρευση της δηµοσίευσης και κυκλοφορίας ή την υποχρεωτική τροποποίηση του κειµένου. Άλλα προληπτικά µέτρα, εκτός βέβαια από την απαίτηση προηγούµενης άδειας για την έκδοση του εντύπου, είναι η καταβολή χρηµατικής εγγύησης, η κατάσχεση πριν από την κυκλοφορία, η βαριά φορολογία του δη- µοσιογραφικού χαρτιού, τα υπέρογκα ταχυδροµικά τέλη για τον περιορισµό της διάδοσης των εφηµερίδων, η απαγόρευση της αφισοκόλλησης κ.ά. 80. Επίσης προληπτικό µέτρο αποτελεί, κατά την ορθότερη άποψη 81, και η έκδοση απαγορευτικής µελλοντικών δηµοσιευµάτων για συγκεκριµένο θέ- µα πράξης από διοικητικές και δικαστικές αρχές, όταν συνοδεύεται από την απειλή ποινικών κυρώσεων, αφού οι τελευταίες αρκούν κατά κανόνα για να αποθαρρύνουν και τους πιο τολµηρούς εκδότες ή δηµοσιογράφους. Ήταν εποµένως και από την άποψη αυτή επιβεβληµένη η διαφορετική αντιµετώπιση από τη νοµολογία του θέµατος της (αντι)συνταγµατικότητας των άρθρων 39 παρ. 3 ν. 1092/1938 και 6 παρ. 1 ν. 1916/1990. Η συνταγµατική αποδοκιµασία των προληπτικών µέτρων συνεπάγεται, όπως έχει κριθεί, ότι δεν είναι δυνατή η κατάσχεση εντύπου το οποίο έχει ήδη εκδοθεί, ή η απαγόρευση της κυκλοφορίας του, έστω και αν περιέχει ανακριβείς ειδήσεις ή πληροφορίες για τρίτο πρόσωπο, αφού δεν µπορούν να εφαρµοσθούν εδώ οι διατάξεις του άρθρου 57 ΑΚ περί άρσης της προσβολής της προσωπικότητας και παράλειψής της στο µέλλον 82. Ειδικά στις περιπτώσεις της παρ. 3 και µε τις δικονοµικές εγγυήσεις της παρ. 4 του άρθρου 14 Συντ. είναι επιτρεπτή η κατάσχεση εφηµερίδων και άλλων εντύπων 83, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ήδη κυκλοφορήσει, δηλ. καταστεί προσιτά στο κοινό 84, ενώ κατά τα άλλα πρόκειται για µέτρο γενικά απαγορευµένο, είτε πριν είτε µετά την κυκλοφορία (παρ. 3 εδ. α ). 80 Βλ. Ν.Ν. ΣΑΡΙΠΟΛΟΥ, Σύστηµα του Συνταγµατικού Δικαίου της Ελλάδος, Γ, 4 1923, 108-109, 120 επ. 81 Βλ. Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ζητήµατα συνταγµατικότητας του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 1916/ 1990, Υ 1991,1005. 82 ΜονΠρωτΑθ 8064/1086 (Ασφ.Μ.), ΝοΒ 1987,403, ΜονΠρωτ 22338/1996 (Ασφ. Μ.), ΝοΒ 1997,73, ΜονΠρωτΘεσ 24742/1998, Δ 1999,142, ΜονΠρωτΛευκάδας 522/2002, ΕλλΔνη 2003,1011. 83 Βλ. για το όλο θέµα Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, Παρατηρήσεις, ΠοινΔικ 2005,1301 επ. 84 Βλ. Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατοµικά Δικαιώµατα, Α, 1991,525.